Βίντεο - Ιωάννα Βλάχου
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΛΕΝΤΑΡΙ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
«… Γύρισε κι ο Σεπτέμβρης από τις διακοπές.
Τελευταίος.
Με το τελευταίο δρομολόγιο
του κατάφορτου Αυγούστου: τσουμπλέκια
ποδήλατα ψησταριές ψυγεία ονόματα
ξεφούσκωτα κυμάτων αφρολέξ, κελαρύσματα
ορεινών χωριών δεμένα σε πτυσσόμενα πλατάνια.
Και πολλά δέρματα. Τέλεια κατεργασμένα
στον ήλιο. Για εξαγωγή.
Μερικοί ξέχασαν τελείως να γυρίσουν.
Οψόμεθα…»
(Κική Δημουλά, απόσπασμα από το ποίημα «Λυόμενο»)
Ο Ασημάκης Πανσέληνος (1903- 1 Σεπτεμβρίου 1984) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Το 1974 εξέδωσε το πεζογράφημα Τότε που ζούσαμε, με το οποίο έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό. Εκτός από τα πολυάριθμα κείμενά του στα περιοδικά ο Ασημάκης Πανσέληνος έγραψε ποίηση, ταξιδιωτικά αφηγήματα, δοκίμια, αυτοβιογραφικά κείμενα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις δύο ποιητικές συλλογές του Ταξίδια με πολλούς ανέμους και το Καφενείο του άλλου δρόμου τα ταξιδιωτικά του Στη Μόσχα με τα νιάτα του κόσμου και Η Κίνα η δική μου το δοκίμιό του Η παράξενη φιλία μας με το Γ. Θεοτοκά, το αυτοσατιρικό κείμενο Συνέντευξη με τον εαυτό μου, κ.α. Ο Ασημάκης Πανσέληνος διέθετε ένα ιδιαιτέρως οξυμμένο κριτικό πνεύμα και μια ανατρεπτική σατιρική φλέβα, η οποία έδινε τον τόνο στη γραφή του. Συνέθεσε την τοιχογραφία του μεσοπολέμου και του μεταπολέμου, στο αυτοβιογραφικό κυρίως Τότε που ζούσαμε, αλλά και στα Νερά και χώματα και άλλα πολλά.
Το ποίημα («Σ’ ένα παιδάκι») το έγραψε ο Πανσέληνος όταν γεννήθηκε ο γιος του, ο γνωστός συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος.
«Σ’ ΕΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙ»
Στον Αλέξη
Παιδί μου, αυτές τις μέρες που γεννήθηκες,
κόλαση η ανθρωπότητα είναι κρύα,
λιωμένο ατσάλι βρέχει στον πλανήτη μας
κι οι άνθρωποι ντροπιάζουν τα θηρία.
Έτσι μπορεί μια μέρα κι ο πατέρας σου
πριν σε χαρεί και πριν τον αγαπήσεις,
μ’ έν’ αναμμένο βόλι μες στα στήθια του
να μη σου μείνει ουδέ στις αναμνήσεις.
Η ελευθερία κυβέρνησε τη μοίρα του,
αυτή που ζωογονεί και θανατώνει,
δεν έκανε κακό, μονάχα μίλησε,
που έχει μιλήσει λίγο μετανιώνει.
Ήταν στο βάθος άνθρωπος αδύνατος
και μέθαγε στο πιο εύκολο μεθύσι,
πολλά μπορούσε, τίποτα δεν έκανε
κι έζησε περιμένοντας να ζήσει.
Μα εσύ να ζήσεις άξια και περήφανα
να ζεις και για τη ζωή να μη σε νοιάζει,
μονάχα ό,τι πληρώνεται με θάνατο,
μονάχα αυτό σε ζει και σ’ ανεβάζει.
(1943)
ΕΝΤΙΜΟΣ ΒΙΟΣ
Αμέριμνη η ζωή του νοικοκύρη,
δεν κάνει τούμπες, δεν έχει φτερά
και κάποτε σκυμμένος στο ποτήρι,
στο σκύψιμο γυρεύει τη χαρά.
Μοχτάει σκληρά και δε σηκώνει μύτη
και οικονομάει το χρήμα του σοφά,
στα εξήντα του αγοράζει κάποιο σπίτι
και μπαίνει μες στο σπίτι και ψοφά.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 γεννήθηκε ο Λορέντζος Μαβίλης (Ιθάκη, 6 Σεπτεμβρίου 1860 - 28 Νοεμβρίου 1912) λυρικός ποιητής, ο τελευταίος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Θεωρείται ο μεγαλύτερος σονετογράφος της Ελλάδας. Τα σονέτα του Μαβίλη είχαν άρτια μορφή και εξαίρετο περιεχόμενο, το οποίο πάντως χαρακτηρίζεται από ολοφάνερη απαισιοδοξία. Τα σονέτα του, με ενδεκασύλλαβους στίχους, είναι πολύ πιο επεξεργασμένα και περίτεχνα από των συγχρόνων του, και εισάγει νέα στοιχεία, όπως το να αρχίζει η πρόταση στην μέση του στίχου και να υπάρχει διάλογος. Σημαντικό είναι και το έμμετρο μεταφραστικό έργο του Μαβίλη. Γνώστης πολλών γλωσσών, μετέφρασε, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά Σίλερ, Σέλεϊ, Βιργίλιο, Μπράουνινγκ, Φώσκολο, Μπάιρον και αποσπάσματα από το το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα. Ο Λορέντζος Μαβίλης, συμμετέχοντας ως εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών, έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο βουνό Δρίσκος της Ηπείρου το 1912. Ήταν μόλις 52 ετών, πάνω στην κορύφωση της πνευματικής του δημιουργίας.
Ποτάμι τρέχει ἡ Ἀγάπη καὶ ὅσο τρέχει
Πληθαίνει καὶ στ’ ολόγλυκό της αἷμα
Δείχνει τῆς εὐτυχιᾶς τὸ οὐράνιο ψέμα
Καὶ ὁ δρόμος της, θαρρεῖς, σωμὸ δὲν ἔχει.
Μὰ μπροστά της χωρὶς νὰ τὸ παντέχῃ
Τοῦ πόνου ἡ πικροθάλασσα στὸ βλέμμα
Ἁπλώνεται γεμάτη δάκρυα κ’ αἷμα,
Καὶ τὰ πάντα ρουφάει, τὰ πάντα βρέχει.
Χρυσομάννα, ἐμαράθηκαν τὰ φύλλα
Καὶ χειμῶνας πλακόνει• σὲ θωράω
Κατάματα μὲ τρόμου ἀνατριχίλα.
Καὶ σέναν’ ἀλαφιάζεται τὸ πράο
Ἄρρωστο ἀνάβλεμμά σου, σὰ νὰ ἐρώτα:
Θὰ χαροῦμε ἄλλην ἄνοιξη σὰν πρῶτα;
«ΕΛΠΙΔΕΣ ΠΟΥ ΣΤΑ ΝΕΙΑΤΑ»
Ἐλπίδες ποὺ ’ς τὰ νειάτα
γύρω μου ἐφτερουγίζετε,
ὀνείρατα ροδάτα
ὁποῦ μ’ ἐνανουρίζετε,
γιατὶ εἴσαστε φευγάτα;
Ἀγάπη μὲ τὰ μύρια
χαριτωμένα θάματα,
μὲ τ’ ἄπατα μυστήρια,
μὲ ταῖς χαραῖς, τὰ κλάματα,
μὲ τὰ γλυκὰ μαρτύρια,
Ἀγάπη μὲ τῆς νειότης
τὸ Μάη καὶ σὺ μαράθηκες,
Ἔρως εἶσαι προδότης,
μὲ τ’ ἄλλα ὄνειρα ἐχάθηκες,
τῆς νειότης μου τῆς πρώτης.
Ποὖν’ τώρα ἡ Μοῦσα, ὦ Μοῖρα,
ποὺ τρέμοντας ἀγκάλιαζα;
Γιατί νὰ σπάσῃ ἡ λύρα
ποὺ κρούοντας ἀναγάλλιαζα
’ς τῆς ὀμορφιᾶς τὴ θύρα;
Σ’ ὕπνον θανάτου τέλεια
τὴν ψυχή μου ἀποκοίμησες•
καὶ ἀντὶς φιλιὰ καὶ γέλοια,
μ’ ἄφησες τὲς ἐνθύμησες,
τῆς εὐτυχιᾶς κουρέλια.
Στις 6 Σεπτεμβρίου γεννήθηκε ο Γεώργιος Θ. Βαφόπουλος (Γευγελή, 6 Σεπτεμβρίου 1903 - Θεσσαλονίκη, 15 Σεπτεμβρίου 1996) ποιητής και ιδρυτής του φερώνυμου Πνευματικού Κέντρου στη Θεσσαλονίκη. Το 1923 πήγε στην Αθήνα, όπου εγγράφηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ. Χατζιδάκη. Τελικά, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του γιατί έπασχε από φυματίωση και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 1924. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη παραμονή του στην Αθήνα. Μετά την επιστροφή του, στη Θεσσαλονίκη, το 1924 ανέλαβε, από κοινού με τον Κώστα Κόκκινο, τη διεύθυνση του περιοδικού "Μακεδονικά Γράμματα". Από τότε συνεργαζόταν με περιοδικά και εφημερίδες, όπου δημοσιεύονταν ποιήματα, διηγήματα και άρθρα του. Διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης το 1932, όπου το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης. Υπήρξε διευθυντής της έως το 1963. . Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού "Μακεδονικές Ημέρες". Διατέλεσε Γενικός Γραμματέας του πρώτου Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1964-1967). Υπήρξε επίσης, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1980), επίτιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (1988), μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, μέλος της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966). Το 1979 το ζεύγος Βαφόπουλου διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για τη δημιουργία πνευματικού κέντρου στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Έτσι, ανεγέρθηκε και ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης.. Η νέα Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης υπήρξε όραμα του Γιώργου Βαφόπουλου και με δωρεά του το 1989 ξεκίνησε η ανέγερσή της. H ποιητική φυσιογνωμία σχηματίστηκε μέσα στην τελευταία πενταετία του μεσοπολέμου και το σημαντικότερο μέρος του έργου του το έδωσε έπειτα από τον πόλεμο και την Kατοχή. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1996
«ΦΟΒΟΣ»
Η μόνωση τούτη και τούτη η σιωπή δεν είναι
η πρώτη μόνωση κι η πρώτη σιωπή. Εκείνες ούτε
μνήμες δεν είναι πια: Ποντίσθηκαν μες στη μεγάλη νύχτα.
Τούτες άνθισαν γύρω σου, καθώς νυχτερινά λουλούδια,
όταν ο φόβος σού έγνεψε να κλείσεις το παράθυρο.
Πριν, στεκόσουν στην ανοιχτή κορνίζα του. Κι αγνάντευες
στην αυλή το παιχνίδι των μικρών παιδιών. Αλλ’ όμως
δεν έβλεπες την κίνησή τους ούτε τις φωνές τους άκουγες.
Τις θυμόσουν μονάχα, γιατί κείτονταν στο παρελθόν σου.
Κι αισθανόσουν ακέρια την αγάπη τους σ’ ακέριο
τον εαυτό σου ν’ απλώνεται πάνω, γιατί η αγάπη
είναι πέρ’ από το χρόνο κι από κάθε μερισμό.
Κάποτε είδες εκεί, που τίποτε δεν έβλεπες.
Άκουσες από εκεί, που τίποτε δεν άκουγες.
Και το παράθυρό σου ξάφνου βρέθηκε ν’ ανοίγει,
καθώς μάτι κατάπληκτο, ψηλά στον πύργο αυτό,
που ένα χαντάκι με πηχτό νερό τον φέρνει γύρα.
Και βιάστηκες να κλείσεις το παράθυρο, προτού
οι υποβρύχιες του τέλματος φωνές σε πνίξουν.
Όμως δεν είχες υποπτευθεί πως φυλάκιζες το φόβο,
πως κρατούσες κλεισμένη μέσα την ακέρια αγάπη.
Η μόνωση τούτη είναι απ’ το φόβο σου πλασμένη.
Της σιωπής τούτης τα χείλη η αγάπη τα `χει κλείσει.
«H ΦΥΓΗ»
Τη ζωή σου ξόδεψες, γυρεύοντας τον τρόπο,
που θα κάμεις και συ μιαν άσκοπη φυγή.
Συχνά αποφάσιζες πως η καινούργια αυγή
δεν έπρεπε να σ’ έβρει πια στον ίδιο τόπο.
Σε φλόγιζε ένας πυρετός να ξεπεράσεις
τα όρια της ασφυκτικής σου περιοχής.
Η πιθανότης μιας καινούργιας κατοχής
σου κέντριζε τα βήματα προς νέες εκτάσεις.
Έπαιρνες την απόφαση όμως κατά βάθος
γι’ αναβολή ζητούσες κάποιαν αφορμή,
γιατί έβρισκες "τυχαία" την τελευταία στιγμή
να `χεις στους υπολογισμούς σου κάποιο λάθος.
Δεν υποπτεύθηκες καθόλου πως αφ’ ότου
λυγίσουν την απόφασή σου δισταγμοί,
γύρω σου υψώνονται ανυπέρβλητοι φραγμοί,
που μες σ’ αυτούς πεθαίνει κι η ψυχή του "Ασώτου ".
Έτσι για πάντα ματαιώθηκε η φυγή σου,
πέφτοντας απ’ αναβολή σ’ αναβολή…..
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1984 πέθανε η Ρίτα Μπούμη-Παππά.
«ΥΠΟΓΕΙΟ» (απόσπασμα)
Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ’σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα
σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό
Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους
Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι....
«ΤΟ ΦΙΔΙ»
Σαν έφτασα στα μισά του δρόμου
και ζύγισα το βάρος που σηκώνω πενήντα χρόνια
για να μπορείς πιο ελαφρά να περπατάς
είδα πόσο ήμουνα μόνη.
Πού είσαι; Ως χτες επροχωρούσαμε μαζί
ξαφνικά τώρα δε σε βρίσκω
έχει κακοτοπιές, είμαι τυφλή
φυσάει δυνατός αέρας.
Ίσως να σε παρέσυρε η άνοιξη,
στα μάτια μιας ξένης γυναίκας
να είδες πάλι
τον εαυτό σου έφηβο ξανθό.
Η εφετινή χαρά σου σε προδίδει
έρχεσαι από κει που δεν πηγαίνω πια
σε μέθυσαν οι μυρωδιές του δρόμου
δεν ευκαιρείς να ιδείς το φίδι
που ’χει τυλίξει το λαιμό μου.
Η Ρίτα Μπούμη - Παπά (και Παππά, Σύρος, 1906- Αθήνα, 8 Σεπτεμβρίου 1984) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Σπούδασε παιδαγωγική στην Ιταλία και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori. Εργάστηκε ως μεταφράστρια και δημοσιογράφος. Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά. Έγραψε ποιήματα και πεζά, ενώ ασχολήθηκε και με την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Διηύθυνε και το λογοτεχνικό περιοδικό Κυκλάδες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του κοινωνικού προβληματισμού.
Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ’σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα
σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό
Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους
Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι....
«ΤΟ ΦΙΔΙ»
Σαν έφτασα στα μισά του δρόμου
και ζύγισα το βάρος που σηκώνω πενήντα χρόνια
για να μπορείς πιο ελαφρά να περπατάς
είδα πόσο ήμουνα μόνη.
Πού είσαι; Ως χτες επροχωρούσαμε μαζί
ξαφνικά τώρα δε σε βρίσκω
έχει κακοτοπιές, είμαι τυφλή
φυσάει δυνατός αέρας.
Ίσως να σε παρέσυρε η άνοιξη,
στα μάτια μιας ξένης γυναίκας
να είδες πάλι
τον εαυτό σου έφηβο ξανθό.
Η εφετινή χαρά σου σε προδίδει
έρχεσαι από κει που δεν πηγαίνω πια
σε μέθυσαν οι μυρωδιές του δρόμου
δεν ευκαιρείς να ιδείς το φίδι
που ’χει τυλίξει το λαιμό μου.
Στις 9 Σεπτεμβρίου πέθανε ο Ρώμος Φιλύρας (Κιάτο Κορινθίας, 1 Αυγούστου 1888 – Χαϊδάρι - Αθήνα, 9 Σεπτεμβρίου 1942)ποιητής και δημοσιογράφος. Εργάστηκε σε αθηναϊκές εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα («Το Δερβένι μας») αλλά και μερικά πεζογραφήματα. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο. Το 1920, συνεπεία αφροδίσιου νοσήματος, άρχισε να εμφανίζει προβλήματα στην ψυχική του υγεία. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία έγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες. Πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1942 στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο. Στην ποίησή του διαφαίνεται η πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει νέες λυρικές φόρμες αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ δεν λείπουν η μουσικότητα και ο ρομαντισμός. Συχνά στα ποιήματά του υπάρχει η αίσθηση της πικρίας και της απογοήτευσης, των ματαιωμένων προσδοκιών, που απορρέει από την προσποιητή ευθυμία των πρόσκαιρων απολαύσεων, η οποία γίνεται αντιληπτή ως σπατάλη και στέρηση εσωτερική. Η δυσαρμονική αυτή αίσθηση εκφράζεται με λεξιλόγιο καθημερινό, το οποίο ενίοτε αποκλίνει από την καθιερωμένη ποιητική γλώσσα.
Είχα πέσει σε βύθος, είχα πάντα τη μαύρη
κι ολοπέλπιδη νύστα του βραχνά καταλύτη...
μες στο κάμα του θέρους, τη θλιμμένη και λαύρη
ποθοθάνατη 'νείρια του οράματος νήτη.
Έχω λήθαργου μοίρα κι είχα παραμελήσει
χρόνια. Κι όμως ο στίχος, ο ρυθμός δεν ελείπαν.
Είχα ανέβει εκεί που 'ναι μόναχα η βρύση...
κι η επιστήμη, αν δεν είχα, δεν θ' ανέβαινα -είπαν.
Επειδή κι είχα χάσει το ρέγουλο, είμαι
ο εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης,
ο πηγαίος ποιητής που στο σύννεφο κείμαι,
ο μεγάλος, ο θείος των ρυθμών υποφήτης!
«ΔΕΝ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΓΙΝΩ...»
Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ' ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω 'νειρευτεί...
Στις 10 Σεπτεμβρίου πέθανε από τη Νόσο του Αλτσχάιμερ η Μαντώ Αραβαντινού (1926 - 1998) ποιήτρια, δοκιμιογράφος και ηθοποιός. Η Μαντώ (Διαμαντώ) Αραβαντινού γεννήθηκε το 1926 στο Βόλο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Βασιλική Γκικοπούλου. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν (1946). Το 1962 πρωτοπαρουσιάστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας με την ποιητική συλλογή «Γραφή Α΄». Μεγάλο μέρος της ζωής της πέρασε στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, για το έργο του James Joyce με υποτροφία. Με υποτροφία επίσης συνέχισε τις σπουδές της στη Γερμανία και την Αγγλία. Εργάστηκε ως ξεναγός, δημοσιογράφος, ηθοποιός. Στο Παρίσι ήταν συνεργάτης της γαλλικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. Στην Ελλάδα συνεργάστηκε με τα περιοδικά: «Συντέλεια», «Πάλι», «Χνάρι», Ηριδανός», «Η συνέχεια» και με την εφημερίδα «Τα Νέα». Στα πρώτα της έργα επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό, όπως επίσης και από τον Καβάφη και αργότερα από τον Τζέιμς Τζόυς. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
«ΓΡΑΦΗ Γ΄» (απόσπασμα)
Ποια μέθη κρατάει τα βλέφαρά σας μισόκλειστα;
Η μνήμη του αδιέξοδου; ή η γνώση του ελάχιστου;
Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα.Γιατί αυτή των φθόγγων η δύναμη των αισθήσεων μαλακτικό και μαστίγιο.Όμως άπνοια του θέρους και θρηνωδία πουλιών.Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω. Προχωράω σε βάθος. Διαπερνώ τον χώρο του λόγου. Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ’ την καρδιά των αντικειμένων.Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο. Ενσωματώνω κι ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου.Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη. Το εκεί, το εδώ, που πάντα συμπλέκεται. Το εγώ και το συ στους δικούς του τους νόμους.Ακούω τους κραδασμούς του ανέκφραστου,των ανάρθρων τους ήχους,των φθόγγων φευγαλέα την άρθρωση, την ροή του χειμάρρου.
Μετράω σιωπή.
Ο Στέφανος Γρανίτσας (1880 – 13 Σεπτεμβρίου 1915) ήταν δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας από τη Γρανίτσα Ευρυτανίας που ανήκει στη λεγόμενη ηθογραφική σχολή του Κρυστάλλη. Γεννήθηκε στο χωριό Γρανίτσα της Ευρυτανίας και καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο στην Άρτα, πήγε στην Αθήνα, το 1899, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα άρχισε ν’ ασχολείται με τη δημοσιογραφία. Τα πρώτα αξιόλογα δημοσιεύματά του φάνηκαν απ’ τις σελίδες του περιοδικού «Παναθήναια». Στα 1911, μόλις ενηλικιώνεται, εκλέγεται βουλευτής Ευρυτανίας και παίρνει μέρος σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 1912-13. Μετά τον πόλεμο άρχισε να δημοσιεύει στην «Εστία» τη σειρά των πεζογραφημάτων «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου». Ο Σ. Γρανίτσας πέθανε νέος πολύ, από μια επιδημία τύφου που τον προσέβαλε στην Καλαμάτα τον Σεπτέμβριο του 1915. Σαν λογοτέχνης ο Γρανίτσας έφερε μιαν αγροτική δροσιά, την καθαρότητα του βουνίσιου αέρα στην αποπνιγμένη απ’ την καθαρεύουσα Λογοτεχνία της εποχής του. Το ποιητικό του έργο αναφέρεται στην αγροτική ζωή και στη ζωή των απλοϊκών ανθρώπων της υπαίθρου. Το φυσιολατρικό πνεύμα είναι έντονο και διάχυτο σ` όλο το έργο του κι ήταν από τους κύριους εκπροσώπους του νατουραλισμού στα χρόνια του. Τα έργα του γενικά αποτελούν ευχάριστα αναγνώσματα και πλουτίζουν τις γνώσεις για την πανίδα του τόπου μας, ενώ για εκείνον ήταν ένας τρόπος να ξαναζήσει τη ζωή και το περιβάλλον της πατρίδας του.
«ΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΟ ΒΡΑΔΥ»
Απόψε λές κι εγιόμισαν την κάθε βρύση μάγια
κι ήπιαν οι ράθυμοι βοσκοί κι αγάλλιασαν τα πλάγια
χορός στο κάθε ανάραχο,αχός στο κάθε ρέμα,
χίλιες ‘μορφιές υφαίνονται σε μεταξένιο γνέμα
πάνω στους λόγγους τους γλαρούς και στων γκρεμνών τ’ απόσκια
και τα λιοβασιλέματα στερνοφιλούν τα μόσκια.
Ως και τα κυπροκούδουνα κι οι γκιώνηδες κι οι γρύλλοι
εμέθυσαν απ’ τη χαρά τ’ αποψινού τ’ Απρίλη,
κι εσώπασαν το κλάμα τους,το πικρολάλημά τους,
να τραγουδήσουν οι καλοί τις νιές στο πέρασμά τους
απ’ τα ψηλά τα διάσελα στ’ ανάρια μονοπάτια,
με το γοργό περπάτημα,τα χαμηλά τα μάτια.
Ο Σταύρος Βαβούρης( 1925- 2008) γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 1925. Την περίοδο 1946-1952 σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξαιρετικά δραστήριος παρά μια εκ γενετής αναπηρία, εργάστηκε ως καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση από το 1959 έως το 1984, οπότε συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής Γυμνασίου. Πρώτες του δημοσιεύσεις ήταν τα ποιήματα «Σοφίας κρίματα» στο περιοδικό «Ξεκίνημα» της Θεσσαλονίκης (Ιούνιος 1944, τεύχος 6-7), και «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική φωνή». Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Το 1986 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Η τελευταία ποιητική του κατάθεση έγινε το 1999, με τη συλλογή «Κι αυτά; Ίσως...».Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, ολλανδικά, πολωνικά, βουλγαρικά. Πέθανε στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2008 σε ηλικία 83 ετών.
Κάνεις να ξεφύγεις προς τα δω
Κάνεις προς τα κει
Σου 'χω αποκλείσει όλα σου τα διέξοδα
– Αέρα, λίγο αέρα
Κάνε λίγο πέρα, δήμιε κορωμένε
– Εκεί –φρενιάζω– εκεί
Γράψου πρώτα κι ύστερα τα λέμε.
Δήθεν πειθαρχείς, παύεις να καλπάζεις
Λίγο δε λακτίζουν μέσα μου οι οπλές σου
Μαζεύεσαι έντρομο στο κέντρο
όπως οι φλόγες της φωτιάς τής περιφέρειας
που έχω ανάψει όλο και πλησιάζουνε
– Θα σε καρφώσω – μαίνομαι
– Μην ελπίζεις στη φυγόκεντρη φορά σου
Κει που 'σαι θα πλαντάξεις,
θα γίνεις στάχτη, παρανάλωμα μαζί μου
αν δω πως δε μπορώ
πόσο και πώς μπορώ να σε ημερώσω, να σε σώσω.
Η μοίρα σου είμαστε η φωτιά κι εγώ
φυγόκεντρο, αφηνιασμένο ποίημά μου.
---------------------------
Μέσ' απ' τις αναμνήσεις μου προβάλλει
διακριτική μα εμφαντική
και τόσο επίμονη η μορφή του
γεμάτη τραγωδία κι έπαρση∙
επίμονη
και τώρα που δεν μπορεί πια να επιμένει
που δεν χτυπάει τραπέζια
που δεν γυρίζει και ξαναγυρίζει απελπισμένος κι έξαλλος
επιμένει τώρα περισσότερο
να είναι βασιλιάς στη μνήμη μας
επιμένει
τόσο βαριά να πλημμυρίζει τις καρδιές μας.
Και τώρα πια που δεν φωνάζει
ξαναχυμάει σα θύελλα ανεπαίσθητα
μας ξεκουφαίνει η σιωπή π' άφησαν φεύγοντας
τ' απέραντα πελώρια μάτια του
μας αφανίζει η απορία
π' άφησαν φεύγοντας τα μάτια αυτά
που λησμονούσαμε όταν ολολύζανε παρόντα
και τώρα τόσο ανώφελα θυμόμαστε.
Κάνεις προς τα κει
Σου 'χω αποκλείσει όλα σου τα διέξοδα
– Αέρα, λίγο αέρα
Κάνε λίγο πέρα, δήμιε κορωμένε
– Εκεί –φρενιάζω– εκεί
Γράψου πρώτα κι ύστερα τα λέμε.
Δήθεν πειθαρχείς, παύεις να καλπάζεις
Λίγο δε λακτίζουν μέσα μου οι οπλές σου
Μαζεύεσαι έντρομο στο κέντρο
όπως οι φλόγες της φωτιάς τής περιφέρειας
που έχω ανάψει όλο και πλησιάζουνε
– Θα σε καρφώσω – μαίνομαι
– Μην ελπίζεις στη φυγόκεντρη φορά σου
Κει που 'σαι θα πλαντάξεις,
θα γίνεις στάχτη, παρανάλωμα μαζί μου
αν δω πως δε μπορώ
πόσο και πώς μπορώ να σε ημερώσω, να σε σώσω.
Η μοίρα σου είμαστε η φωτιά κι εγώ
φυγόκεντρο, αφηνιασμένο ποίημά μου.
---------------------------
Μέσ' απ' τις αναμνήσεις μου προβάλλει
διακριτική μα εμφαντική
και τόσο επίμονη η μορφή του
γεμάτη τραγωδία κι έπαρση∙
επίμονη
και τώρα που δεν μπορεί πια να επιμένει
που δεν χτυπάει τραπέζια
που δεν γυρίζει και ξαναγυρίζει απελπισμένος κι έξαλλος
επιμένει τώρα περισσότερο
να είναι βασιλιάς στη μνήμη μας
επιμένει
τόσο βαριά να πλημμυρίζει τις καρδιές μας.
Και τώρα πια που δεν φωνάζει
ξαναχυμάει σα θύελλα ανεπαίσθητα
μας ξεκουφαίνει η σιωπή π' άφησαν φεύγοντας
τ' απέραντα πελώρια μάτια του
μας αφανίζει η απορία
π' άφησαν φεύγοντας τα μάτια αυτά
που λησμονούσαμε όταν ολολύζανε παρόντα
και τώρα τόσο ανώφελα θυμόμαστε.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας (1927- 2007) γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1927 στην Ανακασιά Μαγνησίας. Σπούδασε Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Στο χώρο της λογοτεχνίας παρουσιάστηκε το 1953, με τη συλλογή ποιημάτων «Πρελούντια», την οποία αποκήρυξε αργότερα, και ακολούθησε τρία χρόνια αργότερα η ποιητική συλλογή «Αναζήτηση». Συνολικά, έγραψε 20 ποιητικές συλλογές, καθώς και δοκίμια, διηγήματα και θεατρικά έργα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αντί», «Λέξη» και «Μανδραγόρας», του οποίου υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων το 1981. Το 1983 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου και το 1987 με το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Τα ερωτικά», το οποίο όμως αποποιήθηκε. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, πολωνικά, γαλλικά, γερμανικά. Εκτός από τη λογοτεχνία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη μικρογλυπτική. Απεβίωσε στις 20 Οκτωβρίου του 2007 σε ηλικία 80 ετών.
Mε τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο
Mπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο
στ’ άδυτα της Aγάπης βουλιάζω.
Kαί μόνο μέσα στην ποίηση
μόνο κάτω από κάποιους πυκνούς στίχους
σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.
Kι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι , αν χάνομαι
δεν είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου.
Eίναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο φόβος.
Mπήγοντας τα μοχθηρά δόντια του στο κορμί μου.
Tο ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι:
Σαν το αγρίμι
σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
Τα ποιήματα δεν έχουν χαρά. Δεν είναι η ομορφιά και τ’ όνειρο ενός άλλου κόσμου.
Τα ποιήματα έρχονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα όταν όλα μοιάζουν να ’χουν τελειώσει. Όταν έχουμε εξαντλήσει και τα τελευταία περιθώρια.
[…] Τα ποιήματα είναι πάντα κοντά μας. Γυρίζουν γύρω απ’ τη λύπη μας.
Όμως δεν είναι φωλιά για να κρυφτούμε απ’ τον φόβο. Δεν είναι τρόπος για να ξεχάσουμε και να σωθούμε.
Τα ποιήματα κρύβουν μιαν άλλη δόξα μέσα τους […]
Τα ποιήματα είναι ο Έρωτας της πιο αθώας ψυχής μας.
Η πιο καθαρή ματιά πριν απ’ το θάνατο.
«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ Η ΠΟΙΗΣΗ»
Μη με ρωτάτε τι είναι η ποίηση.
Πέστε μου μόνο τι θα ʼταν η ζωή
δίχως αυτή.
Μιλάω για μένα βέβαια πάντα.
Αν και τι θα ʼταν ο κόσμος ολόκληρος.
Δίχως τʼ όνειρο, δίχως την κρυφή ελπίδα για φυγή μέσα απʼ τʼ όνειρο.
Δίχως το άλλο πρόσωπο του χρόνου, την άλλη φωνή.
Δίχως την αυταπάτη ακόμα
πως πάντα ήμασταν φωτεινοί
πως δεν είμαστε για πάντα κλεισμένοι
μέσα σε μια τυφλή, σε μια απελπισμένη
σε μια δίχως νόημα τέλος
αναμονή.
(Άραγε θα μπορέσουμε να συναντήσουμε κάποτε τη μακρινή χώρα απʼ όπου πριν απʼ τη γέννηση μας εξοριστήκαμε;
Αυτή η ακοίμητη νοσταλγία
αυτή η οδυνηρή περιπλάνηση για την αναζήτηση της χαμένης πατρίδας
μπορεί να είναι η ποίηση.)
Από το «ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΑΚΡΟΒΑΤΗ» 1989
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1989 πέθανε η ποιήτρια Μάγια-Μαρία Ρούσσου (1937-1989) Η Μάγια Μαρία Ρούσσου γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, ο πατέρας της, όντας στη Γαλλία για εμπόριο, έφυγε προς Νότια Αμερική. Η γυναίκα του δεν τον ακολούθησε και η Μάγια Μαρία μεγάλωσε στην Αθήνα, στο πατρικό της (για ένα χρόνο έμεινε και με τον πατέρα της, στη Βενεζουέλα). Το 1967 παντρεύτηκε κι έκανε τρία παιδιά εκ των οποίων έζησε μόνο το ένα. Με τον σύζυγό της ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, προώθησε τα συγγραφικά της ενδιαφέροντα και δούλεψε ως καθηγήτρια πιάνου. Πέθανε το 1989 μετά από μακροχρόνια αρρώστια.
«ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ»
Έτσι που διάβηκε στιγμή η ζωή
Π’άστραψε κι έσβησε
Χτυπώ το στήθος μου
Κατάματα γιατι δεν κοίταξα τη λάμψη της
Γιατί σπάταλα δεν ξοδέφτηκα
Γιατί δεν παραδόθηκα
Με στροβιλίσματα, ύμνους και χορούς
Κι αφού ήταν να πεθάνω
Γιατί δειλά, ξυστά
Να κατεβώ του άδη το γκρεμό
Σερνάμενη στην πλάτη;
Γιατί πλατιά αγκαλιά, ανοιχτή
να μην χυθώ
στο μοιραίο μου χάος
βουερά, γιορταστικά,
ολόψυχα
σε μια στιγμή ολάκερη ζωή
αντίς ετούτη η ανοιχτή πληγή
της ύστερης ανώφελης μετάνοιας;
«ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ»
Μα πρόσεχε λοιπόν.
Τι την άνοιξες διάπλατη έτσι την καρδιά σου.
Θέλεις ν' αρπάξω πυρκαγιά και να κάψω το σύμπαν;
Δεν συλλογίζεσαι καθόλου τα χλωρά μου μάτια;
Δεν συλλογίζεσαι καθόλου την Άνοιξη;
Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα: Γεώργιος Σεφεριάδης, 1900 – Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και ο πρώτος Έλληνας ποιητής που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ (τον Δεκέμβριο του 1963). Η γλώσσα του Σεφέρη πυκνή και καίρια, συμπυκνώνει στην ποίησή του αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία.. Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς του 20ου αιώνα .Πέθανε από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971.
«ΤΟ ΥΦΟΣ ΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ»( απόσπασμα) 1936
Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια
Σε ξένο τόπο
Ο αιθέρας μιας παμπάλαιας στιγμής που φτερούγισε
κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
Η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση
Και με τόσο κόπο,
Ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα
Κάποιου Σεπτεμβρίου…
Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα
στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες.
Μονότροπος μονόλογος
μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.
Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι
ακολουθάει το στοχασμό του
που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι….
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν
κι η μέρα πάει να γλυκάνει….
Ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας (Σάμος, 22 Σεπτεμβρίου 1922 - Αθήνα, 1987) ήταν ιατρός και ποιητής. Πρωτοεμφανίστηκε στην λογοτεχνία με την ποιητική του συλλογή ''Το φρέαρ με τις φόρμιγγες''. Οι μελετητές της ποίησης τον κατατάσσουν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Στα πρώτα του ποιητικά βήματα ο Παπαδίτσας προσπάθησε να εκφράσει την αγωνία του για μια αναμόρφωση του κόσμου, μέσα από τις αντισυμβατικές γλωσσικές και θεματικές επιλογές και με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού και την αρχαιοελληνική προσωκρατική φιλοσοφία. Στην πορεία του προς την ωριμότητα οδηγήθηκε προς μια απόπειρα γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στην γήινη πραγματικότητα και το ποιητικό σύμπαν. Στο δοκίμιό του «Σκέψεις για τη γλώσσα και τη γλώσσα μου» ο Παπαδίτσας αναφέρει: «Ένας ποιητής, ό,τι έχει να πει το λέει με την ποίησή του. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν το λέει αλλά το δείχνει. Η ποιητική γλώσσα είναι συγχρόνως νόηση, εικόνα, ψυχικός αναπαλμός, αυτόματη αντίληψη, αισθητηριακή ή αισθητική ανάπλαση του γεγονότος, παρών χρόνος διαστελλόμενος ή συστελλόμενος μέσα σε μια διάρκεια χωρίς πέρατα». Τιμήθηκε δύο φορές με το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Πέθανε στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1987
Για τον Διονύσιο Σολωμό τί έχω να πω; από γύρη
κι ανθούς η κάθε λέξη του και φως και ονειροπύλη
στης λευτεριάς το ουράνιο πανηγύρι
όπου χόρεψαν οι έρωτες με τον ξανθόν Απρίλη.
Ποιος σ’ έστειλε και ποιας θεάς το γάλα έχεις βυζάξει
που απ’ της Τουρκιάς τα σίδερα μια νύχτα είχε λυθεί,
Μεγάλε μας, μας έμαθες πως η αρμονία και η τάξη
αστράψαν μέσα στη σκλαβιά σαν δίκοπο σπαθί.
«ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΠΟΡΤΑ»
Υπάρχει ένας τόπος από τραγούδι
Υπάρχουν για τη φωνή μας υποσχέσεις
Όχι από θάνατο ούτε από ρέμβη
Χέρια αγαπημένα καθώς ακουμπούν στο μέτωπό μας
Βλέμματα που σαλεύουν μέσα μας όπως πουλιά στον ουρανό
Αφήνοντας το ρίγος μιας τωρινής ευτυχίας
Αν αύριο μ’ εύρισκες αμίλητον
Στερημένο κι από σκιά δέντρου ακόμα
Στο δέρμα μου θα κάρπιζε ο αλλοτινός καιρός
Θα με πλησίαζες και θα έφευγες με την ανάμνησή μου
Να γιατί τα βήματά μου τ’ ακούς σε κάθε σκάλα
Και πίσω από κάθε πόρτα
Στέκομαι χτυπώντας.
από τη συλλογή «ΟΥΣΙΕΣ» (1959 – 1962)
Στις 22 Σεπτεμβρίου πέθανε ο Τίμος Μωραϊτίνης (1875 - 22 Σεπτεμβρίου 1952)
θεατρικός συγγραφέας εκδότης, δημοσιογράφος, πεζογράφος και ποιητής. Πολύπλευρη και θρυλική προσωπικότητα των Γραμμάτων ο Τίμος Μωραϊτίνης καλλιέργησε με το πληθωρικό του ταλέντο τα κυριότερα είδη του γραπτού λόγου κατά το πρώτο ήμισυ του 20ο αιώνα. Όλο το πολύπλευρο έργο του, το διαπερνά ποιητική πνοή. Ο στίχος του είναι μελωδικός, ο λυρισμός του έχει περισσή χάρη και κομψότητα, ενώ η κατάληξη του ποιήματος είναι απρόοπτη και απρόβλεπτη. Η θαυμαστή ευχέρειά του στο γράψιμο του επέτρεπε μια τεράστια παραγωγή την οποία ούτε ο ίδιος θυμόταν. Το ό, τι δε θυμόταν, αφού σχεδόν δεν κρατούσε αρχείο, είναι και ο λόγος που μεγάλο μέρος του έργου του είναι άγνωστο σήμερα ή τουλάχιστον δυσεύρετο. Πολλά ποιήματα που έγραψε έγιναν σπουδαία τραγούδια που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα. Μεταξύ αυτών είναι το «Στης Πλάκας τις ανηφοριές», με το οποίο και "έμαθε η ανθρωπότης πως ο θεός είναι Πλακιώτης", το συνέταξε, όπως ο ίδιος ομολογούσε ,όταν πηγαίνοντας τακτικά στο πατρικό σπίτι της μητέρας του, στην οδό Λυσίου, περιδιάβαινε την Πλάκα καταγράφοντας τις εικόνες της που έβλεπε τότε. Το 1937 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.Ο Τίμος Μωραϊτίνης άφησε την τελευταία πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας στις 22 Σεπτεμβρίου 1952, ύστερα από ολιγοήμερη νοσηλεία, εξαιτίας ενός ατυχήματος.
«Ο ΑΛΛΟΣ»
Κανείς δεν ξέρει κι ούτε θα με μάθη
Και ας διαβαίνω με τον κόσμο όλο μαζί,
Βαθιά, μεσ’ της ψυχής μου έχω τα βάθη
Τον άλλον που κλεισμένος πάντα ζη.
Με ξέρουν μόνον κάποιες ερημιές,
Εκεί που ανθίζουν τ’ άγρια τα κρίνα,
Του κάμπου τα λουλούδια, οι κυκλαμιές,
Κάποια φτωχά δρομάκια στην Αθήνα.
Κρυφομιλώ με τη μικρή μου καμαρούλα
Και, πού και πού, η σιωπή της μ’ απαντά.
Και τάπαμε πολλές φορές με τη βροχούλα
Στο παραθύρι μου κοντά.
Κανείς δεν ξέρει αυτόν που ‘χω στα βάθη.
Μα ποιος σκοτίσθηκε να μάθει…
«ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ»
Ένα πρωί ανοίγει η αυλαία,
Με γέλιο, με τραγούδι ή με κλάμα,
Κι αρχίζει η παράσταση.Το δράμα,
Δεν έχει τίτλο ούτε συγγραφέα.
Και ρόλους παίζουμε μεγάλους και σπουδαίους
Πότε τους ήρωες, τους δυστυχείς ή τους μοιραίους,
Πότε ιππότες με τη μάσκα την αστεία,
Πότε το δούλο, τον ελεύθερο, το σκλάβο,
Κι ακούγονται φωνές απ’ την πλατεία:
Μπράβο, Παλιάτσο! Μπράβο!
Το υστερνό το δάκρυ που θα τρέξη,
Θα ‘ναι του έργου η πράξη η τελευταία …
Τώρα θα έρθη άλλος θίασος να παίξη.
Εμείς ετελειώσαμε: ΑΥΛΑΙΑ.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 2000 έφυγε από τη ζωή η Ελευθερία Σαπουντζή ποιήτρια, ηθοποιός και σκηνοθέτης σε ηλικία 29 ετών: Η Ελευθερία Σαπουντζή γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Αποφοίτησε από το Εργαστήριο Υποκριτικής Τέχνης του «Αμφι-Θεάτρου» του Σπύρου Ευαγγελάτου και από το Τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε υποκριτική στο Βερολίνο με υποτροφία του γερμανικού κράτους. Ως ηθοποιός συμμετείχε σε αρκετές παραστάσεις. Έγραψε δύο ποιητικές συλλογές: Η κλινήρης Δευτέρα (1993) και Σε χρόνο αιωνίως ενεστώτα (2003).
Και με τα χρόνια με κούρασε
πια η ορθοστασία, έμαθα όμως
με υπομονή πώς στη γραμμή των συνόρων
να ισορροπώ. Κάθισα.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Πού φτερά, μα ούτε και κολύμπι.
Ποτέ δεν είχα κλίση στα αθλήματα.
Δεν πειράζει. Εδώ. Περιμένω.
Σύντομα θα περάσει ο Εικοστός Αιώνας.
--------------------------------
Τα δάκρυα που δεν κλαίγονται
γίνονται λίμνες σκοτεινές
που στοιχειώνουν κάτω από τα μάτια.
Έπειτα οι σκιές τρώνε σιγά σιγά
όλους τους άλλους δρόμους του προσώπου.
Φτάνουν στο στόμα
μόνη γενναία είσοδος του μέσα Άδη
και κάθονται θειάφι στους πνεύμονες
ώσπου βγαίνω στον κόσμο
κέλυφος εαυτού
χωρίς κανείς να διαπιστώνει
αλλαγές
τις πλέον ελάχιστες έστω αλλοιώσεις
κυκλοφορώ ελεύθερα
εύθραυστη μόνο
μόνο το «μη εγγίζετε» έχω να κρύψω.
πια η ορθοστασία, έμαθα όμως
με υπομονή πώς στη γραμμή των συνόρων
να ισορροπώ. Κάθισα.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Πού φτερά, μα ούτε και κολύμπι.
Ποτέ δεν είχα κλίση στα αθλήματα.
Δεν πειράζει. Εδώ. Περιμένω.
Σύντομα θα περάσει ο Εικοστός Αιώνας.
--------------------------------
Τα δάκρυα που δεν κλαίγονται
γίνονται λίμνες σκοτεινές
που στοιχειώνουν κάτω από τα μάτια.
Έπειτα οι σκιές τρώνε σιγά σιγά
όλους τους άλλους δρόμους του προσώπου.
Φτάνουν στο στόμα
μόνη γενναία είσοδος του μέσα Άδη
και κάθονται θειάφι στους πνεύμονες
ώσπου βγαίνω στον κόσμο
κέλυφος εαυτού
χωρίς κανείς να διαπιστώνει
αλλαγές
τις πλέον ελάχιστες έστω αλλοιώσεις
κυκλοφορώ ελεύθερα
εύθραυστη μόνο
μόνο το «μη εγγίζετε» έχω να κρύψω.
Στις 25 Σεπτεμβρίου γεννήθηκε στο Ναύπλιο ο Αχιλλέας Παράσχος (1838 - 1895)ρομαντικός ποιητής από τους κορυφαίους και δημοφιλέστερους της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Η ποίησή του άρεσε πολύ στην εποχή του.Τον Παράσχο στην εποχή του τον θεωρούσαν εθνικό ποιητή. Ωστόσο, η άκρως ρομαντική του ποίηση, τα μετέπειτα χρόνια παρωδήθηκε και λησμονήθηκε. Η επιτυχία του οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ρευστής εποχής την οποία χαρακτήριζαν έντονες προσδοκίες και απογοητεύσεις δημιουργώντας ένα κλίμα πρόσφορο στις υπερβολές. Στις μέρες μας είναι τελείως ξεχασμένος Ο Αχιλλεύς Παράσχος πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 1895 και προπέμφθηκε στην τελευταία του κατοικία «με πάνδημον κηδείαν, απεριγράπτου μεγαλείου ομοίαν της οποίας δεν είχαν ιδή ως τότε αι Αθήναι», όπως έγραψε ο Τύπος της εποχής.
«ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΟΤΗΤΑ»
Φεύγεις, φεύγεις, νιότης καημένη,
ωσάν ρόδου περνάς μυρωδιά,
σαν φιλί που πετά και διαβαίνει,
σαν ελπίδ’ απ’ ανθρώπου καρδιά.
Εμορφιά όση έχεις και δρόσο
ευσπλαχνίας αν είχες σταλιά,
δεν θα έφευγες γρήγορα τόσο,
και δεν θ’ άσπριζαν μαύρα μαλλιά!
Χαίρου, άνθρωπε, χαίρου πριν γίνης
απ’ τα χρόνια λιθάρι ψυχρό,
μέρα, νύκτα, στιγμή μην αφήνης
-λίγο ύπνο, για να ’χης καιρό…
Μη φοβήσαι, στην νιότη σαν είσαι,
κρύο, πείνα ή πόνο σκληρό,
τον Θεό σου αυτόν μη φοβήσαι•
-Έναν μόνο φοβού-τον καιρό.
Γέρος, γέρος θα γίνης• στο χώμα
θε να σέρνεσαι, δεν θ’ αγαπάς•
το φιλί θ’ ανοστίζη το στόμα,
θα μυρίζης λιβάνι όπου πας.
Χαίρου, άνθρωπε, χαίρου και πίνε
της αγάπης δροσιά και φωτιά,
γιατί λίγα τα νιάτα σου είναι,
κι από πάνω η κρύα νυχτιά.
Α, θα έλθη καιρός, συμφορά σου!
που θα ιδής σε καθρέπτη εμπρός
άσπρη τρίχα στα μαύρα μαλλιά σου,
πρώτο δώρο που στέλν’ ο καιρός…
Κειν’ η τρίχα η μία, η μόνη,
που κοιτάς με θλιμμένη ψυχή,
δυστυχή! σα βουνό σε πλακώνει,
του σαβάνου σου είναι αρχή!
Φεύγεις, φεύγεις, νεότης, καημένη,
όλο φεύγεις, δεν μένεις στιγμή,
σα νερό που στην άβυσσο μπαίνει,
σαν αγέρι που φεύγει με ορμή!
Στις 28 Σεπτεμβρίου γεννήθηκε ο Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Φωκίδος, 28 Σεπτεμβρίου 1893 – Χαλκίδα, 21 Ιανουαρίου 1984)λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής, ενώ παράλληλα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν ό σημαντικότερος εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα γιατί τόσο το εικονοκλαστικό του ύφος όσο και ή ιδιόρρυθμη γλώσσα πού χρησιμοποίησε στα έργα του,προκάλεσε αίσθηση για την εποχή εκείνη. Έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Κείμενά του υπάρχουν δημοσιευμένα και σε περιοδικά ενώ αρκετοί στίχοι του έχουν μελοποιηθεί. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984
Ώρα καλή στου απείρου την καρδία
γλάρε µου βραδινέ πού Φεύγεις- πλοίο,
µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά µου, ένα Φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις σύ ... Εγώ έκπεσµένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, Ένα φωσάκι- και πονώ-
µια καµαρούλα- αδέλφι µου υψωμένο.
Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χώμα δώ πού βρέθηκαν οι καημοί µου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.
Κι από άκοντα (µην απορείς και µη ρωτάς)
σιγανά φύγω έχω δουλειά γλάρε µου - πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν να ‘σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο ..
«ΦΑΝΤΑΣΙΑ»
Νάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φιδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί
κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Και ναν΄ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά
γι΄ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων,
κι΄ αυτός ο άνεμος τρελά – τρελά να μας σκουντά
όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Κι΄ όλο να λες , να λες, στα βάθη της νυχτός
για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει
όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός:
όξ΄ απ΄ τον κύκλο των νερών – στα χάη.
Κι΄ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί
περ΄ από τόπους και καιρούς, έως ότου – φως μου –
( καθώς τρελά θα χαιρετάει κειν΄ η κορδέλα η φανταιζί )
βγούμε απ΄ την τρικυμία αυτού του κόσμου…
Στις 29 Σεπτεμβρίου πέθανε ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης (1881 - 1952). Γεννήθηκε το 1881 και πέθανε το 1952 στο Ρονιάκ της Γαλλίας, όπου υπάρχει ακόμα ο τάφος του. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και συνεργάστηκε με την Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Σπούδασε επίσης Αισθητική και Λογοτεχνία στο Παρίσι. Το 1922 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Το 1924 διορίστηκε διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1929 γραμματέας της. Το 1946 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών .Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα λογοτεχνικά. Την περίοδο 1904-1906 εξέδιδε μαζί με τον Άριστο Καμπάνη το φιλολογικό περιοδικό «Ακρίτας». Η Γαλλία τον τίμησε με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και με το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας για την «Ανθολογία» του, γραμμένη στα γαλλικά. Στην Αθήνα έμενε στην Καλλιθέα και στο σπίτι του συγκεντρώνονταν λογοτέχνες και διανοούμενοι που αποτέλεσαν τον κύκλο της Φιλολογικής Συντροφιάς της Καλλιθέας. Ο Σωτήρης Σκίπης πέθανε στην Προβηγκία της Γαλλίας. Ανήκε στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η ποίησή του ήταν λυρική όσο και δραματική.
«ΜΑ ΤΙ ΝΟΙΑΖΕΙ»
Όπου πας κι όπου στρέψεις τη μοίρα σου
δεν ξεφεύγεις! Οι μέρες μας είναι
υφασμένες με τέτοια κλωστή,
τη χαρά ν’ ακολουθά πάντα η λύπη.
Μα τι νοιάζει! Τη λύρα τα δάχτυλα
ας μην παύουν ν’ αγγίζουν. Κι ας έρθουν
τα τραγούδια θλιμμένα ή χαρούμενα,
για μας όλα καλόδεχτα θα ‘ναι.
Είν’ ωραίο το πρωί, το παράθυρο
σαν ανοίγεις, να βλέπεις το φέγγος
της πιο ξάστερης μέρας κι ανάσταση
να θαρρείς πως η φύση γιορτάζει.
Μα παρόμοια είν’ ωραίο όταν της θύελλας
το στριγκό γροικάς θούριο και πέρα,
η αστραπή αγριεμένη, το μέτωπο
το θόλο τ’ ουρανού στεφανώνει.
«ΑΣΠΡΑ ΚΑΡΑΒΙΑ»
Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
μυριστικό κι ευωδιαστό
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
Κι από ψηλά θα μας φωτίζει
το φεγγαράκι το χλωμό
κι από ψηλά θα μας φωτίζει
και θ’ αρμενίζουν, ω χαρά μας
ίσα στο ρόδινο γιαλό
άσπρα καράβια τα όνειρά μας
Στις 29 Σεπτεμβρίου πέθανε ο ποιητής Άθως Δημουλάς (1921- 29 Σεπτεμβρίου 1985) Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Γεννήθηκε το 1921 στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφίες στο Βέλγιο, την Αγγλία και τη Γαλλία. Ειδικεύτηκε στις στατικές μελέτες και στην σιδηροδρομική. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε ως διευθυντής στους Σιδηροδρόμους Ελληνικού Κράτους (Σ.Ε.Κ.). Το 1952 παντρεύτηκε την ποιήτρια Κική Δημουλά, απέκτησαν δύο παιδιά και έζησαν μαζί έως το θάνατό του το 1985. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1951 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα». Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης (1966 για τη συλλογή Άλλοτε και Αλλού). Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και τα πολωνικά.
«ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ»
Η αρχή, ένας τυχαίος μάλλον συνδυασμός
λέξεων είναι, που διεγείρει περιέργεια,
φαντασία και αίσθημα. Έπειτα η λογική,
απ’ τις πολλές που συνωστίζονται συνέχειες,
μιαν εκλέγει, αυθαίρετα ίσως, έτσι
το σχήμα διαγράφοντας. Και, μες στα στενά
όρια που μένουν, την εμπειρία και τη δύναμη
του τεχνίτη δείχνει το τέλος.
Χωρίς η χρονική αυτή διαδοχή
Να προδικάζει και τη θέση τους στο ποίημα.
«Ο ΠΟΙΗΤΗΣ»
Και άλλης μιας αισθήσεως κάτοχος, έκτης, για τις άπειρες προεκτάσεις της πραγματικότητας. Κάθε διάχυτης, φευγαλέας λεπτότητας επίμονος και προσεκτικός συλλέκτης.
Συντηρητής ακούραστος μεγάλης ποσότητας αισθημάτων και ονείρων. Και πλεονέκτης: δεν του επαρκεί να είναι μόνο δέκτης τόσο ευαίσθητος, θέλει της δεκτικότητας αυτής αναστροφή. Σε στίχο.
Που σκοποί της ζωής του είναι πια. Ολοκληρωτικός.
Γι αυτό κινεί τ΄ αδιανόητα. Και παίκτης
«εν ου παικτοίς» γίνεται συχνά. Πομπός
απ΄ ό,τι δέχεται θα επιστρέφει ασφαλώς περισσότερα.
Γιατί ο ποιητής είναι ρέκτης.
«Ο ΠΟΙΗΤΗΣ»
Αλχημιστής του Μεσαίωνα, που στην εκπλήρωση
έργων απόκρυφων δαπανά – σ’ έκσταση, χρόνο,
μνήμη και όνειρα –, αλχημιστής του Μεσαίωνα
μοιάζει: θέλει τη ζωή όλη, ακέραιη, σ’ ένα
μονάχα ποίημα να περιλάβει. Σε μιαν έκφραση
μέσα, ποιητική.
Τέτοιον οραματίζεται άθλο.
Ουτοπία, βέβαια. Η ζωή, απέραντη και πολύμορφη,
περιλαμβάνει μόνο, δεν περιλαμβάνεται.
Και περισσεύει έξω από κάθε έκφραση,
από κάθε ποίημα έξω.
Ουτοπία, βέβαια.
Όμως διστάζει να το δεχθεί. Γιατί έτυχε
κάποιες φορές, κι όχι σπάνιες, έτυχε να ‘χει
τη ζωή περικλείσει σε μια στιγμή.
Και προσπαθεί – με χρόνο, μνήμη και όνειρα.
«ΟΔΥΣΣΕΥΣ»
Έχει πολλά να θυμηθεί απ’ τη ζωή του!
(Όσα ίσως κανείς θνητός). Η γοητεία
της Κίρκης βαραίνει την ανάμνησή του.
Κι όταν έφυγε απ’ την Κίρκη, η τρικυμία.
Εκινδύνεψε πολλές φορές. Μα η πανουργία
(και η τύχη) τον οδήγησαν σώο στο νησί του.
Ο Πολύφημος, τυφλός, ωρύεται. Η κραυγή του
ακόμα του φέρνει αγωνία.
Στη μνήμη του έρχονται του γυρισμού του
οι περιπέτειες και οι δόλοι. (Του παλατιού του
γαλήνιος απλώνεται εμπρός του τώρα ο κήπος).
Ξάφνου ταράζει την καρδιά του χτύπος
μεγάλος. Το φοβερό τέχνασμα του νου του
ιδού: ο Δούρειος ίππος.
H Ιωάννα Τσάτσου (1909 - 30 Σεπτεμβρίου 2000) κόρη, αδερφή και σύζυγος τριών μεγάλων διανοούμενων, του Στέλιου Σεφεριάδη, του Γιώργου Σεφέφη και του Κωνσταντίνου Τσάτσου αντίστοιχα, υπήρξε και η ίδια μεγάλη διανοούμενη και ποιήτρια και ασχολήθηκε με την ποίηση και την πεζογραφία. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1965 με την έκδοση του ημερολογιακού κειμένου Φύλλα κατοχής. Ακολούθησε η έκδοση της ποιητικής συλλογής της Λόγια της σιωπής (1968) και οχτώ ακόμη συλλογές ως το 1973 .Έργα της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ρουμανικά. Πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 2000 σε ηλικία 91 ετών.Η λογοτεχνική της δραστηριότητα άρχισε την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, περίοδο κατά την οποία ο πόνος και η ευθύνη που ανέλαβε για να συμβάλει στον αγώνα, την έσπρωξε να βρει καταφύγιο στη γραφή. Η λιτή έκφραση είναι για την Ιωάννα Τσάτσου ο στόχος του καλού ποιητή. Το ποιητικό έργο της Ιωάννας Τσάτσου είναι μια πορεία προς την λιτότητα. Το μήνυμα που θέλει να μεταφέρει δεν θυσιάζεται ούτε σε περίπλοκες δομές, ούτε στο στόμφο, ούτε στη ρίμα. Είναι μία λιτή και άμεση ποίηση.
«Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ»
Σιγά αθόρυβα
συντελούνται οι δύσκολες παραιτήσεις
φίλοι ακριβοί
προσφέρουν την αγαλλίαση του τίμιου λόγου
και πάλι μακραίνουν
σβήνει ο διάλογος χωρίς απάντηση
οι στίχοι που μας ξυπνούν τη νύχτα
σημειώνονται στα σκόρπια φύλλα του ανέμου
Τα μυστικά των καιρών
και της κινούμενης ψυχής ανεξιχνίαστα
Κυρίαρχη η εξουσία της ώρας
Ροδόφυλλα ψυχής ραίνουν
τον μαύρο κύκνο που προχωρεί
στο γαλάζιο
αγέρωχος σιωπηλός.
«ΚΑΛΕΣΜΑ»
Με κάλεσες
σκαλί- σκαλί ανεβαίνω το δύσκολο ταξίδι
θέλω να φτάσω σε Σένα
λιγοστή η δύναμη
ασίγαστη η έγνοια.
Εσύ με στέκεις στη γλίστρα του χιονιού
στην παγωνιά που κόβει την πνοή μου
Εσύ μου δίνεις δύναμη
στο γέλιο του παιδιού.
από τη συλλογή ¨Ποιήματα»
Επιμέλεια- Επιλογή υλικού και φωτογραφιών : Ιωάννα Βλάχου
Πηγή : Διαδίκτυο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου