Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1
Ι.Ποίηση
• Τα ρόδα της Μυρτάλης. Θεσσαλονίκη, τυπ. Ελληνικής Ιατρικής, 1931.
• Προσφορά εις μνήμην Ανθούλας Βαφοπούλου. 1938.
• Η προσφορά και τα αναστάσιμα. 1948.
• Το δάπεδο. 1951.
• Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο. 1959.
• Επιθανάτια και σάτιρες. Αθήνα, Εστία, 1966.
• Τα ποιητικά.Αθήνα, Εστία, 1970.
• Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα. 1975.
• Τα Επιγενόμενα. 1977.
• Τα ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Το τέλος. Αθήνα, Ιανός, 1985.
ΙΙ.Πεζά
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Α’ · Το πάθος. Αθήνα, Εστία, 1970.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Β’ · Η Ανάσταση. 1971.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Γ’ · Ταξίδια και παρενθέσεις Α’. 1973.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Δ’ · Ταξίδια και παρενθέσεις Β’. 1975.
• Το βιολί της Αννίκας· Διηγήματα. 1989.
• Σελίδες αυτοβιογραφίαςΕ’· Ύστερα από δεκαεπτά χρόνια. Θεσσαλονίκη Παρατηρητής, 1991.
• Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης· Πρόλογος Ι.Κ.Χασιώτη. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1992.
ΙΙΙ.Θέατρο.
• Εσθήρ· Έμμετρη βιβλική τραγωδία. 1934.
• Εσθήρ και Το ξύπνημα. 1990.
• Για ναύρει τη γυναίκα του. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1988.
ΙΙΙ.Μελέτες
• Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. 1980.
• Οι Λαϊκές βιβλιοθήκες θεσμός κοινωνικής υποδομής. Θεσσαλονίκη, 1982.
• Ποίηση και ποιητές. Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1983.
• Θεατρικές σελίδες 1924-1974. Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1988.
• Ο θρύλος του Μπάυρον· Πρόλογος Μάριος Βύρων Ραϊζης. Ροές, 1988.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Τα ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Το βιολί της Αννίκας · Φιλολογικά - κριτικά προλεγόμενα Θανάση Παπαθανασόπουλου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1989.
• Άπαντα τα Ποιητικά· Πρόλογος Γ.Κεχαγιόγλου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990. 1. Για εξαντλητικά εργογραφικά στοιχεία του Γ.Θ.Βαφόπουλου ως το 1988 βλ. Κωστίου Κατερίνα, - Βιβλιογραφία Γ.Θ.Βαφόπουλου 1918-1988. Θεσσαλονίκη, 1988.
Πτήση Αεροφλότ, Βουδαπέστη-Αθήνα.
Τουπόλιεβ εκατόν τριάντα τέσσαρα.
Αν το ελαφρό χαμόγελο έπαυε να ανθίζει
στης αεροσυνοδού μας τα γαλάζια μάτια,
ίσως το ιπτάμενο τούτο πλοίο νάχε βουλιάξει
στο βυθό της ατέρμονης μεγάλης νύχτας,
κάτω από το βάρος της δικής μου νοσταλγίας.
Είναι βαρύς του νόστου ο πόνος. Πιο βαρύς
κι από τον όγκο ενός πύργου που σωριάζεται.
Βαρύτερος ακόμα κι απʼ το χωρισμό,
που αφανίζει κι αυτού του νόστου την ελπίδα.
Πως νʼ αντέξεις μπορείς σε τέτοιο βάρος,
όταν, μετέωρος στο πυκνό τούτο σκοτάδι,
ούτε καν τον παλμό της γης υποψιάζεσαι,
που σε κύματα σεισμικά κάτω σου τρέμει;
Αλλά να, ξάφνου, στη φορά του έμφορτου βέλους,
μεσʼ απʼ το θολωμένο τούτο φινιστρίνι,
αποκαλύπτεται χλωμό το ελληνικό φεγγάρι,
καθώς από τα μαύρα σύννεφα αναδύεται.
Κι ακούεται η βραχνή φωνή του μεγαφώνου:
«Περνούμε πάνω απʼ τη Θεσσαλονίκη».
Ο παλμός της καρδιάς σταματά. Τα μάτια κλείνουν.
Το πνεύμα από του νόστου το άλγος κατακλύζεται.
Κι όταν τα βλέφαρα ανασύρονται απʼ το βλέμμα,
στην ανταύγεια του τρομαγμένου φεγγαριού,
ακίνητο της πολιτείας το σώμα φαίνεται,
με τα εγκελάδια τραύματά του, δίχως
ούτε ένα φως να υπόσχεται κάποιαν ελπίδα.
Είναι λοιπόν, νεκρή η Θεσσαλονίκη;
Έκλεισε ο μέγας τάφος, δίχως το δικό μου σώμα,
κρατώντας μέσα του μονάχα, από τη μνήμη
της μακρινής μου νιότης, μιαν υδρία δακρύων
κι αίμα πηχτό ανεπούλωτων τραυμάτων;
Τη νύχτα εκείνη του πικρού μου νόστου
πολύ έκλαψα για σένα, ώ Πόλη λατρεμμένη,
Μητέρα, πληγωμένη ακόμα κάποτε
κι από τα χέρια των ίδιων των παιδιών σου.
Λατρεμμένη Πόλη; Μʼ άλλοτε τάχα εγώ δεν ήμουν,
που σʼ είχα ονοματίσει πόλη μισεμένη,
όταν σε κύματα οργής κι απελπισίας
παγιδευμένος, χτυπιόμουν στους στενούς σου δρόμους;
Μήπως εγώ δεν ήμουνα, που είχα ποθήσει,
πριν δραπετεύσω από την κολασμένη φυλακή μου,
γύρους να κάνω επάνω σου, μʼ ένα πετούμενο,
για να σε περιλούσω με τα εκκρίματά μου;
Πώς ήταν τότε δυνατό, στην ταραγμένη
Συνείδηση των είκοσί μου χρόνων,
να δεχθώ της απλής σοφίας το μέγα δίδαγμα,
πώς απʼ της νιότης τον πόνο γεννιέται η αφροσύνη;
Η μεταμέλεια τώρα, η τύψη κι η συγνώμη
Πλέκουν σκληρό στεφάνι στη λευκή μου κόμη.
Των γερατιών τα δάκρυα είναι πιο βαριά
κι απʼ τις πεσμένες επάλξεις του Λευκού σου Πύργου.
Βαρύτερα κι απʼ τα ψηφιά της Πλατυτέρας,
καθώς κυλούν ξεκολλημένα από την κόγχη
του ραγισμένου ναού της του Θεού Σοφίας.
Τώρα πια πώς μπορώ να τραγουδήσω
τη ρημαγμένη αγαπημένη Πόλη,
από την άφιλη κι αλλότρια τούτη γή;
Στον Τάμεση εμπιστεύομαι το μήνυμα μου:
Εάν επιλάθωμαί σου, ώ Θεσσαλονίκη,
η αρά επιπέσοι των προγόνων μου επʼ εμέ.
Άλλαλος είη η γλώσσα μου, εάν μή σου μνησθώ.
Αγγλία, Σεπτέμβριος 1978
ΑΟΥΣΒΙΤΣ
ΕΛΕΓΕΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΞΑΝΘΗ ΚΟΤΣΙΔΑ
Λεν πώς τους πύργους της Σκωτίας τη νύχτα
τα φαντάσματα των παλιών καιρών πλανιούνται.
Όμως τώρα, καθώς με ανταριασμένο πνεύμα,
στο στρατόπεδο αυτό της φρίκης περιφέρομαι,
αντιλαμβάνομαι πως στους δικούς μας τους καιρούς
τα φαντάσματα περπατούνε και τη μέρα.
Μικρή Ραχήλ, αν το δικό σου φάντασμα
δεν μπορεί να το ιδεί κανείς απʼ όλους τούτους
τους αργόσχολους γυρολόγους, που γεμίζουν
με την ανία τους τα μουσεία του κόσμου,
εγώ, μονάχα εγώ έχω το βαρύ προνόμιο,
βυθισμένος στην έκστασή μου, νʼ αντικρύζω
την οπτασία σου, στην απαίσια αυτή βιτρίνα,
όπου μαζί στοιβάζονται πόνος και φρίκη.
Γιατί μονάχα εγώ, σʼ ευφρόσυνες παλιές ημέρες,
που τώρα ανάμνηση πικρή έχουν γίνει μέσα μου,
τη θέρμη της θωπείας μου είχα μεταγγίσει
πάνω στην πλούσια χρυσαφένια κόμη σου.
Μικρή Ραχήλ, να ʽναι άραγε τα μάτια μου,
που δεν μπορούν να ιδούνε τα δικά σου μάτια,
έτσι καθώς σʼ αχλύν οδύνης κολυμπούνε;
Αλλά τότε, πώς βλέπουν τα ίδια τούτα μάτια,
μέσʼ απʼ την ίδια αχλύ, στην ίδια αυτή βιτρίνα,
τη χρυσαφένια κόμη σου, απλωμένη επάνω
σε φριχτούς σωρούς άλλων γυναικείων βοστρύχων;
Αλίμονο, πρέπει να το δεχθώ: Τα μάτια σου
εξατμισθήκαν στου κρεματορίου τη φλόγα.
Σμίξαν με τους ατμούς άλλων πολλών ματιών,
που είχαν κάποτε πλανηθεί μες στʼ όνειρο.
Δύναμη μυστική με σπρώχνει τώρα να συντρίψω
το κρυστάλλινο φράγμα, μπρός σʼ αυτό το ανίδεο πλήθος,
που να βλέπει μπορεί μονάχα γυναικών βοστρύχους,
δίχως την άλλη καν να υποψιάζεται ύπαρξή τους.
Μα εγώ, που αισθάνομαι έντονα την παρουσία σου,
όχι πια με τη λάμψη των αλλοτινών ματιών σου,
αλλά με το φωσφορισμό της οπτασίας σου μόνο,
την ξανθή σου κοτσίδα θέλω νʼ ανασύρω
μέσα από τούτο το φριχτό μακάβριο στοίβαγμα,
για να μην ξαναβάλω, με την ίδια θέρμη,
μικρή Ραχήλ, στο κουρεμένο σου κεφάλι.
Αλλά οι στριγγές φωνές του πλήθους, που δε βλέπει
παρά μονάχα αυτό στα μάτια του που φαίνεται,
την οπτασία σου αρπάξαν απʼ τη έκστασή μου.
Κι άφησαν στη βιτρίνα την ξανθή κοτσίδα σου
να διαλαλεί, με τη δική της τώρα γλώσσα,
πόσο μεγάλος είναι ο πόνος των ανθρώπων,
πόσο είναι ανίερο το άγος της γενοκτονίας.
Τώρα στοχάζομαι πως πάντοτε δεν είναι
ακάνθινος ο στέφανος του μαρτυρίου.
Μπορεί και με ξανθές κοτσίδες να πλεχθεί
απʼ τις μικρές Ραχήλ όλου του κόσμου.
Οκτώβριος 1978
Γ.Θ.ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ, ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, 1990.
Οι ασκοί
Οι ασκοί του Αιόλου, καθώς ξεφουσκώνουν, σπάζουν
τα χαλινάρια των ανέμων. Αμολιούνται οι θύελλες,
με λευκούς καλπασμούς, πάνω στο φουσκωμένο κύμα.
Τα σύννεφα με τη θάλασσα σμίγουν, τα καράβια
συμπλέκονται με τα συντρίμματα των αεροπλάνων.
Κι οι καπετάνιοι, στων πλοίων τα εικονοστάσια,
μαζί με του αϊ-Νικόλα τη λευκή γενειάδα,
και του Αιόλου προσκυνούν τα φουσκωμένα μάγουλα.
Ασκαύλους είπαν κάτι άλλους ασκούς, που ξέραν
να τραγουδούνε στους παλιούς εκείνους χρόνους.
Επιβίωσαν και τούτοι στων χωριών τις πίπιζες,
απ’ των αρχαίων σατύρων τα ωδικά σχολεία.
Καθώς των αυλητών η ανάσα μεταγγίζεται
στο δερμάτινο κοίλωμά τους, αναδίνονται
λυγρές μελωδίες απ’ τα κανάλια των αυλών.
Έτσι η πίπιζα ξαναλέει του ασκαύλου το παράπονο.
Είναι και κάτι άλλοι ασκοί, φουσκωμένοι
όχι με θύελλες και λυγρές μελωδίες του μύθου.
Μοιάζουν πρησμένες κοιλιές, που στα κελάρια μέσα
εναβρύνονται για το παχύ τουλουμοτύρι τους.
Τούτοι οι ασκοί, αυτά τα λιπαρά χοντρά τουλούμια,
δεν αναδύθηκαν από καμιά μυθολογία.
Είναι τερπνό της βουλιμίας του ανθρώπου εφεύρημα,
έξω από κάθε χρόνο κι από κάθε τόπο.
Αλλά, μέσα σε κάθε χρόνο και σε κάθε τόπο,
κυκλοφορούνε, πάνω στα λιγνά τους ποδαράκια,
κάτι άδειοι ασκοί, που λέγονται «πεφυσιωμένοι».
Φορούσαν άλλοτε φανταχτερές χλαμύδες,
αντιγνωμούσαν στα πλατωνικά συμπόσια,
δίναν με στόμφο συμβουλές στα γυμναστήρια.
Τώρα διασχίζουν την Πλατεία του Συντάγματος,
κούφιοι κι αγέρωχοι, ανεμίζοντας την τήβεννό τους,
μ’ έπαρση σείοντας το κοκορόφτερο λοφίο τους,
αποφαινόμενοι, με γνώμη τελεσίδικη,
για την ποίηση, τη μουσική και το ποδόσφαιρο.
Συμβαίνουν κάποτε όμως κι ατυχήματα:
Αναπάντεχα πέφτουν στα κεντριά κάποιου σκαντζόχοιρου
—φαίνεται πως ακόμα υπάρχουν ακανθόχοιροι—
και διάτρητοι ξεφουσκώνουν στα λιγνά τους ποδαράκια,
απορρίμματα θλιβερά στην άσφαλτο των δρόμων.
Με συμπάθεια βλέπουμε και κάποιους άλλους ασκούς,
ξεφουσκωμένους κι αδειανούς απ’ το κρασί τους,
ανήμπορους να δεχθούν το νέο κρασί, γιατί είναι ακόμα
μεθυσμένοι απ’ το παλιό δικό τους. Τους κλωτσούνε τώρα
κι όσοι είχανε άλλοτε μεθύσει απ’ το κρασί τους,
απελπισμένοι που δε βρίσκουν νέα ασκιά για το δικό τους.
Όμως τούτοι οι συμπαθείς ασκοί είχαν κάποτε
τη γλυκιά κι αβλαβή τους μέθη μεταγγίσει
στις καρδιές και στο πνεύμα των απλών ανθρώπων.
Προμηθεύς ελκόμενος
(απόσπασμα)
[...]
Ποιητή, τη νύχτια τούτην ώρα, απ’ τον εξώστη
της μοναξιάς μου, της ολοδικής μου μοναξιάς,
που είναι ίσως η μόνη δύναμη που μου έχει μείνει,
μπορώ το μήνυμά μου να σου στείλω,
πάνω απ’ το μολυσμένο κύμα του Θερμαϊκού,
δίχως τον κίνδυνο απ’ τη ρύπανση των «αποβλήτων».
Ακόμα και το χέρι μου μπορώ ν’ απλώσω,
πάνω απ’ την αντικρινή κορφή του Ολύμπου,
καθώς υψώνεται κι αυτή στην άγρια μοναξιά της,
για να ψαύσω τη σκληρή πέτρα της Μονεμβασιάς,
που είναι τώρα και της δικής σου μοναξιάς η πέτρα.
Γιατί κι εσύ, στίχο το στίχο κτίζοντας
την Ποίηση, που ταυτίσθηκε με τη ζωή σου,
έκτισες και τη μοναξιά σου «ανεπαισθήτως»,
έστω και μες στη σύναξη του πλήθους,
όπου μοίρασες το ψωμί και το κρασί σου.
Θα νιώσεις άραγε τη θέρμη τούτης της παλάμης,
που χάιδεψε κόρφους κοριτσιών και μέτωπα
πεφιλημένων νεκρών, καθώς θα ψαύει τώρα
όχι πια την πληγή τού Προμηθέα Δεσμώτη,
αλλά τους αιμάτινους θρόμβους του Ελκομένου;
Ποιητή, τώρα πια που έχω μείνει δίχως αδελφούς,
δίχως δεσμούς και δεσμά, στη μόνωσή μου τούτη,
δεν είναι αδυναμία, αλλά παρηγοριά να νιώθω,
πως ακόμα απ’ το βράχο της Μονεμβασιάς μπορώ
να δέχομαι το μήνυμα του Γιάννη Ρίτσου.
[...]
Τραγική συμφωνία
Ω ενθύμηση, το πνεύμα μου σαν Ερινύα που ακολουθείς,
ίσκιε ενός ίσκιου, μάταια που γυρεύει τη γαλήνη·
εχθρέ της ησυχίας μου φθονερέ, κι αν φαίνομαι απαθής
στην αναπόλησή σου, όμως κάτι η ψυχή μου κλείνει
από τη θύελλα των μαχών, κάτι απ’ του ζοφερού ωκεανού
την τρικυμία, κάτι απ’ τη συντριμμένη Καρχηδόνα,
όταν του πάθους μου τη θάλασσα μ’ ενός σου σκοτεινού
την τρίαινα βλέμματος, σκληρέ, ταράζεις, Ποσειδώνα!
https://www.greek-language.gr/
❤
Το ξαναγύρισμα των σατύρων
Λυδία, στα φύλλα που έσταξε το δάκρυ η ψεσινή βροχή,
αργά σαλεύει μια άφραστη κι επίσημη γαλήνη.
Ενός αρχαίου ποιμενικού, που πέθανε, θεού η ψυχή,
με την παλιά της δόξα, λες, το δάσος μεγαλύνει.
Ποιός είπε πως η δόξα πάει των χρόνων των παλιών, πως παν
οι λάλοι αυλοί κι οι σύριγγες στης Αρκαδίας τα δάση;
Λυδία, καλή μου, έλα κοντά, ζει στους δρυμούς ακόμα ο Παν
και το αίμα των σατύρων του τις φλέβες πάει να σπάσει.
Ξέχασα κάτι να σας πω και για τις λέξεις.
Έτσι καθώς απερίσκεπτα παίζουμε μαζί τους,
είναι σάμπως ν’ ανακατεύουμε μια τράπουλα.
Η Ποίηση δεν οικοδομείται μοναχά με λέξεις.
Ούτε κι οι πύργοι στήνονται με τραπουλόχαρτα.
Αντί λοιπόν να ψήνουμε ομελέτες με τις λέξεις,
θα ’ταν σοφότερο να τις ταξιθετούσαμε
σα φαντάρους κατ’ αυστηρή αλφαβητική σειρά.
Επί τέλους, κάποτε και τα λεξικά χρειάζονται,
τιμητές λεκτικών τεράτων που ατακτούνε.
Φυσικά, θα μας πούνε και «ξεπερασμένους»,
αν κάτι λέγαμε και για συντακτικό ή γραμματική,
γι’ αυτά τα σκωληκόβρωτα έντυπα του παρελθόντος.
Ας μένουν ξεχασμένα στη μαθητική μας σάκα,
άχρηστες βακτηρίες του παραπαίοντος Λόγου.
Αύγουστος 1987
Πώς έγινε να μου φορέσουν τούτον τον μανδύα,
αυτή την ασήκωτη δικαστική τήβεννο;
Μ’ έσυραν έξω από της μοναξιάς μου το ενδιαίτημα
και μ’ ανέβασαν εντελώς αναπάντεχα
στην απότομη σκάλα του μεγάλου πραιτορίου.
Μου ’δωσαν στο ένα χέρι να κρατώ μια ζυγαριά,
για να ξεχωρίζω τους «εξαίρετους» απ’ τους «σημαντικούς».
Μου ’βαλαν στο άλλο μου χέρι ένα σπαθί,
για να καρατομήσω, δίχως έλεος, τους «ασήμαντους».
Όμως είχαν παραλείψει να μου δώσουν τη νομολογία
και της Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας.
Εκείνη έχει την πείρα της αλάνθαστης δικαιοσύνης.
Κάποτε υποβιβάζει τους «εξαίρετους».
Κάποτε διαγράφει τους «σημαντικούς».
Κάποτε τυχαίνει να προάγει τους «ασήμαντους».
Πώς λοιπόν να μεταχειρισθώ τα στυγνά τούτα
όργανα της ανθρώπινης δικαιοσύνης;
Σ’ όλη μου τη ζωή δεν είχα κάμει άλλο,
παρά να ζυγιάζω μονάχα τη δική μου συνείδηση,
να καρφώνω το σπαθί της μονάχα στην καρδιά μου.
Η ζυγαριά τούτη δεν είναι για να ξεχωρίζει
το ειδικό βάρος των μελανωμένων χειρογράφων.
Είναι για να ζυγίζει μονάχα τις καρδιές,
που σημάδεψαν μ’ αίμα τα γραμμένα κείμενα.
Για να μετρά τα γεροντικά δάκρυα των ποιητών,
που δε γνώρισαν τη δόξα της μεγάλης αγοράς.
Και το σπαθί είναι όργανο μονάχα αυτοκτονίας,
στη μεγάλη κρίση της δικής μας συνείδησης.
Παρακαλώ, βοηθήστε με να κατεβώ
απ’ το πραιτόριο τούτο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Πάρτε απ’ τους κυρτούς μου ώμους
τον ασήκωτον αυτόν δικαστικό μανδύα.
Αφήστε με να γυρίσω στο καταφύγιο της μοναξιάς μου.
Καταθέτω στα πόδια της άλλης δικαιοσύνης
τα αμείλικτα όργανα της «συννόμου κρίσεως».
Συγχωρήστε με, αδελφοί μου, που κατέχετε
τους πρόσκαιρους τίτλους των «εξαίρετων»,
των «σημαντικών» και των «ασήμαντων».
Συγχωρήστε με, προ πάντων εσείς, Κύριε Υπουργέ
του Πολιτισμού και των Επιστημών.
Από τη συλλογή Τα επιγενόμενα (1977) του Γιώργου Βαφόπουλου
❤
Υποθήκες
Μαζί μας τότε ζούσε η εμπνοή. Τα καλοκαίρια,
χαυνωμένοι απ’ τη ζέστη, ακούαμε τη φωνή της,
ή νομίζαμε πως την ακούμε. Οπωσδήποτε
τη μεταγράφαμε ευσυνείδητα σε στίχους.
Η εμπνοή τώρα δε ζει. Μ’ άλλους γνωστούς νεκρούς
κοιμάται κάτω απ’ τις ταφόπετρες των λεξικών.
Στο απόμακρο χωριό μας του νομού Πιερίας,
έρωτα κάμναμε με τα κορίτσια μιας γυναίκας,
που τη λέγαν Φροσύνη ή Μνημοσύνη ή κάτι τέτοιο.
Χάσαμε και τον έρωτα, σα φύγανε απ’ την επαρχία
και την τύχη τους ήρθαν να βρούνε στην πρωτεύουσα.
Η μια στο σπίτι μπήκε του κυρίου Παπαδοπούλου.
Άλλη πιάστηκε καθαρίστρια σε κατάστημα
μουσικών οργάνων και δίσκων γραμμοφώνων.
Η Μελπομένη τραγουδίστρια πήγε στα μπουζούκια.
Κι οι άλλες κάπως βολευτήκαν. Στην Αθήνα
δε χάνεσαι. Πάντα θα βρεις κάτι να κάμεις.
Μονάχα εσύ γυρίζεις σα χαμένος μες στους δρόμους.
Η εμπνοή πια δεν υπάρχει, για να παίζει μαζί σου,
πετώντας σου της Αριάδνης το κουβάρι. Τα κορίτσια
πιάσαν δουλειά και δε γυρίζουνε να σε κοιτάξουν.
Ούτε μπορείς και τα όνειρά σου να φορτώσεις
στη ράχη εκείνου του άλογου με τις φτερούγες.
Μασκαρεμένο τώρα, κόκκινο βαμμένο, το ’χουν ζέψει,
της Μόμπιλ Όιλ να κουβαλά τους τενεκέδες.
Αν τουλάχιστο εκείνα τα βιβλία με τα «Γράμματα»
της κοσμικής κυρίας Ρενέ Μαρίας Ρίλκε
δεν είχαν γίνει μικρές χαρτοσακούλες για φιστίκια,
θα ’χες σε τούτο το λαβύρινθο της μοναξιάς σου,
κάποιον, έστω μονόφθαλμο, οδηγό προσανατολισμού.
Ώστε σωτηρία δεν υπάρχει; Μα, θαρρώ, σου μένει
το μηχανάκι σου. Καβάλησέ το μάνι-μάνι
και γρήγορα μπες στων άλλων τροχοφόρων τη σειρά.
Γύρους θα κάνεις ως την έσχατή σου μέρα,
στην τροχιά ενός ατέρμονος κοχλία.
Ευτυχώς
τα πρατήρια του κόσμου έχουνε πολλή βενζίνη.
Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966) του Γιώργου Βαφόπουλου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
❤
Εν ονόματι της ποιήσεως
Όταν τις νύχτες, σε ώρες πολύ προχωρημένες,
ανοίγεις δειλά το παράθυρο, που είχε αντιστεί
στον πέτρινο καταιγισμό της περασμένης μέρας,
για ν’ αδειάσεις τις σωρευμένες συλλογές των στίχων,
με τ’ άκοπα φύλλα και τις σεμνές τους αφιερώσεις,
ξέρεις καλά πως είναι τούτο πράξη υποκρισίας.
Να χλευάζεις την ποίηση, εν ονόματι της ποιήσεως,
είναι, επιτέλους, κάποιο μέσον άμυνας ή προστασίας.
Να τινάζεις όμως, καθώς ένα ξεσκονόπανο,
στο κατώφλι της νύχτας, τα όνειρα των ποιητών,
είναι σα να φυτεύεις το σπαθί που σου έχουν δώσει
δίχως έλεος βαθιά στην ασταμάτητη καρδιά της ποίησης.
Αν ν’ αδειάσεις μπορέσεις τα δικά σου ράφια,
του σακακιού σου τις τσέπες, την ίδια την καρδιά σου,
κι αν άξιος γίνεις να σταθείς έτσι γυμνός
στο μεσονύχτιο άνοιγμα του παραθύρου σου,
ίσως θ’ ακούσεις, μέσ’ από το πάφλασμα της νύχτας,
τους πτοημένους ψίθυρους απ’ τα όνειρα των ποιητών,
που είχες τινάξει, εν ονόματι δήθεν της ποιήσεως.
Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966) του Γιώργου Βαφόπουλου
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου