Έλληνας ποιητής, από τους αξιοσημείωτους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1925 στην Αθήνα (οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο Μεταξουργείο). Αν και κληρονόμησε μια κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση από το 1959 έως το 1984, οπότε συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής Γυμνασίου.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική Φωνή» και ακολούθησαν και άλλες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Η τελευταία ποιητική του κατάθεση έγινε το 1999, με τη συλλογή «Κι αυτά; Ίσως...».
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ολλανδικά, τα πολωνικά και τα βουλγαρικά. Το 1986 τιμήθηκε με το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Στο λογοτεχνικό του έργο συμπεριλαμβάνονται ένα κριτικό δοκίμιο για τον ποιητή Άθω Δημουλά και μια συλλογή από τέσσερα διηγήματα.
Ο Σταύρος Βαβούρης πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 83 ετών.
Εργογραφία
Εδώ, φαντάσου καλπασμούς και κύματα (1952)
Τρία ποιήματα (1954)
Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε (1956)
Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής (1959)
Τα ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη (1963)
Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1964)
Εν ερημίαις και σκολιαίς (διηγήματα, 1965)
Προτάσεις για την ποίηση του Άθω Δημουλά (Δοκίμιο,1966)
Ορφέας κατερχόμενος (1971)
Delecta (1971)
Ποιήματα (1977)
Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι» (1980)
Carmina profana (1983)
Τα ακαριαία: εμείς (1980–1984), 1984
Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985)
Ημέρες, νύχτες πού ’ναι τες (1987)
Εξ άλλου, μη ρωτάς (1988)
Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940–1993), 1998
Κι αυτά, ίσως… (1999)
Ο χλωμός προπάππους μου του κάδρου
λεν οι συγγενείς πως πέθανε τρελός.
Ήταν γιατρός και γεωμέτρης.
Το μόνο που δεν μπόρεσε να κλείσει σε τετράγωνα
ήτανε το χάος της καρδιάς του·
το μόνο που δε γιάτρεψε:
η νοσταλγία μιας ανύπαρκτης χαράς.
Τέλος, παντρεύτηκε για νʼ αντιδράσει
κι έκανε και παιδιά.
Ούτε κι αυτά τον κάναν όμως πάλι να πιστέψει
πως ένα κι ένα κάνουν δύο.
Πέθανε νέος.
Τον τελευταίο του καιρό
κλεινότανε στο πιο βαθύ υπόγειο του σπιτιού.
Έλεγε λόγια τρελά
που απέλπιζαν για το μυαλό του τους δικούς του.
Λόγου χάριν, όταν του λέγανε να βγει
έλεγε
ότι η πνοή που ʼφερνε η θάλασσα στον κήπο
τον ξερίζωνε,
παραπονιότανε
πως δεν ευρέθηκε σοφός
να κάνει το κορμί φτερό
και κούναγε μʼ αδυναμία το κεφάλι
όταν του τονίζανε πως έπρεπε να γίνει πιο δραστήριος
για τα παιδιά του.
Ο προπάππους μου δεν πέθανε τρελός.
Μόνο δεν έκανε καλά
να νομίζει πως θα ξαναγινόταν γεωμέτρης
κάνοντας γάμους και παιδιά
φυτεύοντας έτσι τα παράξενά του πεπρωμένα
στα μυαλά μας και στις μέρες μας.
Χίμαιρα
Όταν μας λέγαν οι παλιοί
πιο λίγο πάθος. Είχανε δίκιο.
Οι λογικοί «πιο λίγο βάρος
θα βουλιάξουν τα καράβια»,
είχαμε, λέει, μπράτσα νεανικά.
Αλλά μια κι έγινε
(πάει είχε γίνει πια)
γιατί νʼ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;
………………………………………
Αδικηθήκαμε! Όχι, δεν είχαν δίκιο οι παλιοί!
Αφού μας δόθηκαν καρδιές
άστρα να θέλουν
άστρα γιατί δε μας δοθήκανε;
Στον ουρανό
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη
δε θα μπορέσει να πραΰνει
έναν ολόγιομο καημό…
Όταν ετρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι
ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο
Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο
με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο!
Δε μας λογάριασες Αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας
……. Τι κλαις;
Άσε να ξημερώσει και θα δούμε
τώρα, είναι βράδυ ακόμα·
ένα σειρήτι μοναχά η Σελήνη!
Εκστατικός μες στη Βροχή
Εκστατικός μες στη βροχή προχωρούσε
σα να μην έβρεχε
σα να μην τον είχε περονιάσει το νερό ως το κόκαλο.
Οι αστραπές καταύγαζαν
το πρόσωπό του αλλοπαρμένο
κι οι κεραυνοί τον πέρναγαν ξυστά.
Μʼ ένα όνειρο ακατάβλητο
στʼ απαυδισμένα μάτια του
προχωρούσε τραγουδώντας σιγανά
σα να μην τον είχε παρασύρει ακόμα
φύλλο πεθαμένο η καταιγίδα.
∼
Το Τραυματισμένο Φως, Α΄
Όταν θαρθεί το καλοκαίρι
το φως κι ο αφρός
θάχουν μια τόση δύναμη κι αγάπη
που θα σηκώσουν σα φτερό στην επιφάνεια
το μολυβένιο απ’ τη βροχή κορμί μου.
Όταν θαρθεί Ιούνιος…
Μόνο
σηκώστε τώρα,
αυτό το φέρετρο απ’ το στήθος μου.
Για έναν άλλο Έκτορα
Σε συλλογίζομαι έξω από τα τείχη μόνο σου
(όπως ακριβώς τον Έκτορα
το γιο του Πρίαμου στο Χ της Ιλιάδος),
σφίγγοντας, όμοια και συ
τα δόντια σου με λύσσα
μόνο σου πάντοτε
κι εκείνη ιδίως την ημέρα, μόνο σου.
Μ’ ανέμη στον πανικό την καρδιά σου
πιασμένη στην παγίδα
της απερίσκεπτής σου απόφασης
να μείνεις έξω από τα τείχη, μόνος σου.
Σε συλλογίζομαι να ζυγίζεις
ετούτο ή εκείνο το διέξοδο, —αργά—
να ξέρεις πως το σκέπτεσαι αργά
κι εν τούτοις να το σκέπτεσαι
να γυροφέρνεις τα υπέρ και τα κατά του —αργά—.
Έτσι σε συλλογίζομαι,
απ’ το χρόνο νικημένο
κι έπειτα νεκρό και σκυλεμένο από τους μέτριους
τους ταπεινούς, τους δεύτερους
ούτ’ όπως τον Έκτορα
(το γιο του Πρίαμου στο Χ της Ιλιάδος)
από ’ναν Αχιλλέα τουλάχιστον.
Ευρυδίκη
Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως.
Γι’ αυτό και σου ’χαν άλλωστε συστήσει:
Να μην στρέψεις.
Αλλ’ έστω, κι αν δεν είχες παραβεί τους όρους
δε θα ’φτανα ποτέ στο φως μαζί σου.
Άσαρκα κόκαλα
δύο κόγχες δίχως μάτια
δόντια δίχως χείλη
ήταν ό,τι έσφιγγες στο χέρι σου ανεβαίνοντας,
όπως ήτανε στημένη επίσης κι η παγίδα
απ’ τη στιγμή που σου ’χαν επιτρέψει να διαβείς
την πόρτα που κανείς δεν πέρασε βαδίζοντας.
Όταν στο τέλος έκανες να στρέψεις
εξατμίστηκα.
Τίποτα δεν είδες.
Τώρα όμως να το μάθεις.
Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως
απ’ την αρχή μαζί σου
κι ήταν απόφαση παρμένη τελεσίδικα:
Ήθελες δεν ήθελες:
Να στρέψεις.
Μονόλογος της Ηλέκτρας
Αιφνιδίως με γοήτευε η ιδέα
πως μπορούσα να εξωθήσω
πρόσωπα και πράγματα σαν λόγχη·
πως ήταν δυνατό να πάρω σχήμα λαιμητόμου
πάνω από ένοχους αυχένες
ότι μπορούσα να υψωθώ,
σαν κυπαρίσσι σκοτεινή
σαν πεπρωμένο ανέφικτη.
Η ιδέα ότι μπορούσα να διασχίσω αδιάφορη
μ’ ένα σατανικό αδιόρατο χαμόγελο
πλήθη λυσσαλέα και μαινόμενα εναντίον μου
με διέλυε.
Με διαπερνούσε, με σπασμούς σχεδόν ηδονικούς, η σκέψη
πως μπορούσα
να βρεθώ στο τελευταίο σκαλοπάτι του ικριώματος
περιφρονητική
ενώ ένας όχλος θαμπωμένος
του κάκου θα περίμενε ώς το τέλος
να ξεσπάσω σε λυγμούς.
Αιφνιδίως με γοήτευε
ναι, μ’ έκανε τρελή η ιδέα
πως ήταν δυνατό να πάρω μιαν απόχρωση
τεφρού αμετακλήτου
σκιάζοντας κι αφανίζοντας το φως του ήλιου
που τους είχε τόσο ανάψει και μεθύσει.
Ιφιάνασσα, Χρυσόθεμη, Λαοδίκη
— Και τώρα —μια στιγμή παρακαλώ—
πριν έστω από την παύλα: εμείς,
Εμείς: Η Ιφιάνασσα,
η Χρυσόθεμη κι η Λαοδίκη Ατρείδη—
Συγγνώμην: του Αγαμέμνονος
του βασιλιά Αγαμέμνονος Ατρείδη.
Γραμμές θαμπές και χρώματα δυσδιάκριτα
στο βάθος της τοιχογραφίας του δώματος
και τρία ονόματα
συνωστισμένα σ’ ένα ηρωικό εξάμετρο του Ομήρου:
δολώματα
που δεν εδόλωσαν κανένα τελικά.
«Λαοδίκην, Ιφιάνασσαν, Χρυσόθεμιν έχω...»
Διαλέγετε και παίρνετε, ηρωικέ Αχιλλέα!
Κι έπειτα,
Έπειτα; Τίποτ’ άλλο δυστυχώς.
Δίχως κομμούς ατομικούς
και δίχως χορικά
τα καθ’ ημάς να σχολιάζουνε σε στάσιμα
Μύθων υποστάσεις περισσότερο από πρόσωπα,
Πρόσωπα ωστόσο
Πρόσωπα οπωσδήποτε
και καθόλου, μα καθόλου μυθικά
θα μας μετατοπίσετε υποχρεωτικά
δίπλα στις στεντόρειες μορφές του πρώτου πλάνου
δεδομένου ότι χρειάζεστε απόλυτη απαρτία
αφού φωτογραφίζεται,
για μια καθολική ψυχολογία κι εξήγηση,
ολόκληρη η οικογένεια Ατρείδη
—Συγγνώμην: του Αγαμέμνονος
του βασιλιά Αγαμέμνονος Ατρείδη.—
Ο βασιλιάς κι ο διάδοχος λοιπόν
ωχρός και σαστισμένος
η Ιφιγένεια κι η πρωτότοκη πριγκίπισσα
η άνασσα δεξιά
κι Εμείς: η Ιφιάνασσα,
η Χρυσόθεμη κι η Λαοδίκη Ατρείδη:
υπόμνηση ονομαστική εφάπαξ στην Ιλιάδα
δίκην κιβδήλων νομισμάτων
δίχως αντίκρισμα και δίχως αποδέκτη
κι έπειτα;
Έπειτα, τίποτ’ άλλο. Δυστυχώς.
— Κάπου, θα βρείτε βέβαια τη Χρυσόθεμη
σκιά θαμπή να χάνεται στα χρόνια
που θέριζε η Ηλέκτρα τσιμεντένια
ή πριν που η Κλυταιμνήστρα
είχε λεηλατήσει τις ημέρες μας
μέσα σε μια απεγνωσμένη ασυδοσία.
Αλλού
για περισσότερα στοιχεία σχετικά με μας
μη ψάξετε.
Μα εδώ,
Εδώ οπωσδήποτε,
έτσι: να πούμε σαν ειρήσθω εν παρόδω;
ή οκλαδόν στα πόδια της καρέκλας,
όπου με μια προσποιητή αφηρημάδα αγέρωχη
η Ηλέκτρα θ’ ατενίζει τ’ άπειρο;—
Έστω έτσι. Με το χέρι σαν ξερό
πάνω στον ώμο του διαδόχου,
Άσημες υψηλότητες εμείς:
η Ιφιάνασσα, η Χρυσόθεμη
κι η Λαοδίκη Ατρείδη
— του Βασιλιά Αγαμέμνονος Ατρείδη,
Υποκλιθείτε—
γι’ αυτή τη μόνη, τελευταία φορά
που δευτερεύοντα υστερόγραφα διασχίζουμε τη μνήμη σας
κι απόηχα ψιθύρων
φτάνουμε στα πεθαμένα αυτιά σας:
Ιφιάνασσα... Χρυσόθεμη... Λαοδίκη...
Ιφιάνασσα... Χρυσόθεμη...
Ιφιάνασσα...
https://www.greek-language.gr/
Ο ουρανός κοιτάζει, όπως συνήθως, σκοτεινός.
Μετέχει, δεν μετέχει;
Είναι κάτι που δεν θα καταλάβουμε ποτέ.
Όπως κάθε μέρα συννεφιάζει και ξανοίγει
κατά τις κυκλικές του διαθέσεις
μη ρωτήσεις.
Δεν υπάρχει ελπίς ν’ αποκριθεί
ή να κάνει απλώς, έστω, μια νύξη
να υποδείξει κάπως μια κατεύθυνση
να κάνει έν’ αόριστο σινιάλο.
Όχι,
τέτοια πιθανότης δεν υπάρχει.
Όσο για κάτω, εδώ
είναι μι’ άλλη ιστορία:
Πράγματα δυστυχώς καθορισμένα και σαφή:
Το ποτάμι, από τη μια μεριά φουσκώνει
ο αέρας απ’ την άλλη, μαίνεται:
«Θαρθείς, θαρθείς λοιπόν;»
ρωτάει με τα παράφορα τραγούδια του,
κι έτσι η τραγωδία
που μόνο αορίστως διεγράφετο
ιίθεται σαφώς:
Πρέπει να πάρεις, όπως πάντα
στην πιο ακατάλληλη στιγμή για σκέψη
μιαν απόφαση:
Θα μείνεις;
Θα πας;
Οι προτομές στο πάρκο, οι προσόψεις των κτιρίων
σ’ ατενίζουν θλιβερά:
Δηλαδή «αι γραπται παραδόσεις,
οι τύμβοι των αγωνιστών
αυτοί που υπέμειναν κι έπεσαν
“τοις (ε) κείνων ρήμασι πειθόμενοι'
τι θα γίνουν, θα τα πάρει το νερό;»
Είναι ανάγκη να υψωθούν καινούργια υδατοφράγματα.
Πρέπει λοιπόν να μείνεις.
Τ’ αγάλματα ατενίζουν σταθερά:
«Να μείνεις».
Ο αέρας όμως έχει ξεφρενιάσει·
σπρώχνει μέσα στο στήθος σου
έν’ αφηνιασμένο ιππικό
και λύσσαξε·
τυλίγει το κεφάλι σου βουερά
μ’ αλλόκοτους ρυθμούς
«κι απόψε, απόψε» τραγουδάει
«απόψε είν’ το τελευταίο δρομολόγιο·
θαρθείς;»
Οι αλλοτινοί φραγμοί να ’χουν σαπίσει,
το ποτάμι ν’ ανεβαίνει, ν’ ανεβαίνει αριστερά,
ο αέρας δεξιά
απάνω γρίφος ο ουρανός: αίνιγμα αιώνων
σύνολον: κυκεώνας
κι ανάμεσά του Εσύ
μ’ ένα κοπάδι αλόγων λυσσασμένων
που ήδη εκυριάρχησαν
ήδη καλπάζουν έξω από τα μάτια σου
σέρνουν και ξεσκίζουν με τα γκέμια τους τα χέρια σου·
θα φύγεις; Θα υπομείνεις;
Τα σπίτια που ατενίζουν θλιβερά
κι η κραυγή:
«Μα εγώ, δεν είμαι ακόμα προτομή
μη με βασανίζετε
δεν είμαι πέτρα εγώ».
[από τη συλλογή ΤΑ ΞΗΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΚΕΚΑΥΜΕΝΗ του Σταύρου Βαβούρη]
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Τι είναι μέσα στις προθέσεις των πουλιών αυτών;
Διαγράφουν κύκλους γύρω μου
Συνδαυλίζουνε τις σπίθες με τα ράμφη τους,
τη στάχτη που σβήνει
κρατούν το καλοκαίρι που τελειώνει με τα δόντια
Με σβήνει κάποτε η φωτιά
Τα καλοκαίρια φεύγουνε στο τέλος
Ίσως πρέπει κάποτε, άλλωστε, να φεύγουν
για να πέφτει ο πυρετός του Αυγούστου.
Γιατί λοιπόν φθινόπωρο πολύ προχωρημένο
ακόμα ν’ αναβάλουν το ταξίδι τους
αυτά τα αλλόκοτα, μικρά, τρελά πουλιά;
[από τη συλλογή ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ του Σταύρου Βαβούρη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου