Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 

Οδυσσέας και Σειρήνες. Herbert James Draper (1909).


Ομήρου Οδύσσεια

Το προοίμιο της Οδύσσειας

(α 1-10)

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ’ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ’ εμάς.

[Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, Αθήνα, εκδ. «Στιγμή» 1992, σ.9]

Penelope recognizes Odysseus Jan Styka

τ
Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τά νίπτρα. ( Αποσπάσματα )
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη


Τότες από το θάλαμο κι η Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια με την Άρτεμη και τη χρυσή Αφροδίτη.
55 Φέρανε πλάγι της φωτιάς και θέσαν το θρονί της,
που τορνευτό με φίλντισι κι ασήμι τό 'χε φτιάξει
ο μάστορης ο Ικμάλιος, μαζί μ' ακουμποπόδι
συνταιριαστό, και με προβιά μεγάλη σκεπασμένο·
σ' εκείνο απάνω η φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη.
60 Απ' τα παλάτια πρόβαλαν και δούλες ασπροχέρες,
που σήκωσαν τα φαγητά και τα λαμπρά τραπέζια,
και τα ποτήρια που έπιναν οι αγέρωχοι μνηστήρες.
Κι έρριξαν χάμου τις φωτιές απ' τους φανούς, και βάλαν
άλλα περίσσια απάνω τους ξύλα για φως και ζέστα.
65 Τότες αρχίζει η Μελανθώ ξανά με το Δυσσέα·
«Ακόμα θα μας τυραννής, ώ ξένε, εδώ τη νύχτα,
στο σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες να ματιάζης;
Σου σώνουν, κακορίζικε, τα πόφαγες, και φεύγα,
Ή τάχα θες με τις δουλειές να πεταχτής στο δρόμο;»
70 Και λέει αγριοκοιτώντας την ο μέγας Οδυσσέας·
«Γιατί με τόσο, αθεόφοβη, με κατατρέχεις άχτι;
Τάχα πού 'μαι έτσι δα λερός και φτωχικά ντυμένος,
και βγαίνω και ψωμοζητώ στης πείνας την ανάγκη;
Τέτοιοι 'ναι κείνοι που στη γης γυρίζουν και ζητάνε.
75 Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος,
κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν,
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
80 Μα ο Δίας άλλα θέλησε, και μου τα ρήμαξ' όλα·
Κι εσύ, ώ γυναίκα, κοίταξε μη χάσης τη λαμπράδα
που σε στολίζει ανάμεσα σε τόσες άλλες δούλες,
μαζί σου αν τύχη κι άξαφνα χολιάση η δέσποινά σου,
ή αν έρθη, σαν που ελπίζουνε, στο Θιάκι ο Οδυσσέας.
85 Κι αν πάλε εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
να, ο γιόκας του ο Τηλέμαχος, μεγάλος με τη χάρη
του Απόλλωνα· δε δύνεται να πράξη εδώ γυναίκα
κακό, χωρίς να ξέρη αυτός, τι πια παιδί δεν είναι.»
Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά τον άκουσε, κι αμέσως
90 την παρακόρη μάλωσε, και φώναξέ της κι είπε·
«Αδιάντροπη κι αθεόφοβη, τη βλέπω σου την κάκια,
που απάνω στο κεφάλι σου θα πέση αυτή κατόπι.
Σα να μη γνώριζες μαθές, μιάς κι άκουγές με τότες
πως μέσα, στο παλάτι μου ποθούσα να ρωτήξω
95 τον ξένο για τον άντρα μου, γιατί βαρειά 'χω λύπη.»
Κατόπι της κελάρισσας της Ευρυνόμης κρένει·
«Φέρε, Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβιά αποπάνω,
ο ξένος να καθίση εκεί, να λέη και να μ' ακούγη
σαν του μιλώ, τι λαχταρώ να τον καλοξετάσω.»
100 Είπε, κι εκείνη πρόθυμα φέρνει σιμά και στήνει
σκαμνί καλοπελέκητο, με την προβειά αποπάνω.
Κάθισ' εκεί ο πολύπαθος κι ο θείος Οδυσσέας,
κι η Πηνελόπη η φρόνιμη μ' αυτά τα λόγια αρχίζει·
«Ξένε, εγώ πρώτα πρώτα αυτό να σε ρωτήξω θέλω·
105 ποιός είσαι εσύ, και πούθενε; ποιά η χώρα σου, οι γονιοί σου;»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα, εσένα δεν μπορεί μήτε στης γης την άκρη
ψεγάδι να σου βρη θνητός. Ως τα ουράνια εσένα
πηγαίνει η φήμη σου· ο καλός παρόμοια βασιλέας
110 φημίζεται σαν κυβερνάη λαό πολύ κι αντρείο,
με δίκιο και θεοφοβιά. Η γης του βγάζει στάρι,
τα δέντρα φέρνουνε καρπούς, τα πρόβατα πληθαίνουν,
χαρίζει ψάρια η θάλασσα, κι όλος ο κόσμος έχει
και πλούτια και καλοτυχιά με την καλοδηγιά του.
115 Τώρα κι εμένα ρώταγε στο σπίτι σου ό,τι άλλο,
όμως πατρίδα και γενιά να πω μη μου γυρεύης,
παλιές μην έρθουν θύμησες και με γεμίσουν πόνους,
γιατ' είμαι πολυστέναχτος. Και μες σε ξένο σπίτι
δεν πρέπει να μοιρολογώ και στεναγμούς να βγάζω,
120 τι φρόνιμο τ' ανέπαυο παράπονο δεν είναι,
μην κάποια δούλα σου, ή κι εσύ, χολώστε και θαρρέψτε
πως το μεθύσι μ' έπιασε, και πλημμυρώ στα δάκρυα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Ώ ξένε, όλες τις χάρες μου, την ομορφιά, το σώμα,
125 οι αθάνατοι μου αφάνισαν αφότου στην Τρωάδα
με τους Αχαιούς ξεκίνησε ο άντρας μου ο Δυσσέας.
Άν τη ζωή μου ερχότανε να διαφεντέψη εκείνος,
κι η δόξα μου θα πλήθαινε, κι όλα καλά θα βγαίναν·
τώρα έχω πίκρες· τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα.
130 [ Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο με τα δασά τα δέντρα,
κι όσοι σ' αυτό το λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν,
θέλω δε θέλω με ζητούν, κι όλο χαλνάν το βιός μου. ]
Γιά δαύτο, μήτε ξένο έγώ, και μήτε ικέτη ακούγω,
135 μήτε κανένα κήρυκα, του κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος.
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
140 ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
145 σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
150 τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους τους κρυφόπαιζα, κι έτσι τους έπειθα όλους·
μα οι εποχές σαν έφεραν τον τέταρτο το χρόνο,
και τα φεγγάρια χάνονταν, και πλήθαιναν οι μέρες,
οι δούλες, σκύλες άπονες, με πρόδωσαν, κι εκείνοι
155 ήρθαν και μ' έπιασαν εδώ, και μου βαριομιλήσαν,
Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσα απ' ανάγκη.
Μήτ' από γάμο γλυτωμό δε βλέπω τώρα, μήτε
άλλον πια τρόπο· στην παντρειά με σπρώχνουν οι γονιοί μου
κι ο γιός μου, βλέποντας το βιός που τρων αυτοί, σκυλιάζει,
160 τι τώρα που άντρας έγινε και νιώθει, θα φροντίζη
το σπίτι του σαν άνθρωπος που τον τιμάει ο Δίας.
Ως τόσο λέγε μου κι εσύ τη φύτρα, τη γενιά σου·
δε θά 'σαι απ' του παραμυθιού το δρύ και το λιθάρι.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
165 «Γυναίκα πολυσέβαστη του θεϊκού Οδυσσέα,
ως πότε εσύ θένα ζητάς να μάθης τη γενιά μου;
Μα θα στην πω, και πιότερος ας γίνεται ο καημός μου·
αυτή 'ναι η τύχη του θνητού που λείπει απ' την πατρίδα
τόσον καιρό, όσο βρίσκουμαι κι εγώ ξενιτεμένος,
170 και τυραννιέται σε πολλές γυρνώντας πολιτείες.
Όμως και πάλε θα σ' το πω το που ρωτάς να μάθης.
Είναι μιά γης κατάμεσα του μελανού πελάγου,
η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα.
175 Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζούν Αχαιοί στον τόπο,
ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια,
και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες.
Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου
του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους,
180 του Δευκαλίωνα ο γονιός, του αντρόψυχου γονιού μου,
που εξόν εμένα, γέννησε το ρήγα Ιδομενέα.
Στό Ίλιο αυτός ακλούθησε τους δυό του Ατρέα γόνους
με τα καράβια του. Αίθωνας εμένα τ' όνομά μου,
κι εγώ ο νεώτερος, αυτός καλύτερος και πρώτος.
185 Εκεί είδα το Δυσσέα εγώ, και ξενοφίλεψά τον,
τι του ανέμου η μάνητα τον πέταξε στην Κρήτη,
στην Τροία καθώς αρμένιζε, λοξά από το Μαλέα,
κι ήρθε στην Αμνισό, κοντά στης Ειλειθυίας το σπήλιο,
μέσα στα κακολίμανα, και σώθη απ' τα δρολάπια,
...................................................................................

Odysseus kisses his native land 1901 Jan Styka

Κούλα Αδαλόγλου -[Γράφω...]


Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τί θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.

Κούλα Αδαλόγλου. 2013. Οδυσσέας, τρόπον τινά. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.


Κούλα Αδαλόγλου - [Οδυσσέα Dear...]

Οδυσσέα Dear,
ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου.
Και να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια,
βρήκα τους αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν.
Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω.
Με άλλα λόγια, τα καταφέρνω και χωρίς εσένα!

Κούλα Αδαλόγλου. 2013. Οδυσσέας, τρόπον τινά. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.


J. W. Waterhouse, Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες. 1891.


Λευτέρης Αλεξίου - Οδυσσέας και Σειρήνα

Σου φώναξε απ’ τ’ ακρόγιαλο η Σειρήνα·
«Την άγκυρά σου αμόλα εδώ σιμά
κι έλα να ιδείς γοφιά, να ιδείς λαιμά,
να ιδείς ολάσπρα στήθια ωσάν τα κρίνα!

Έλα να σου χορτάσω εγώ την πείνα,
μ’ ό,τι η καρδιά σου η μάργα πεθυμά·
κι όλα να σου τα σβήσω τα χλομά
φαντάσματα, που μέσα σου επληθύνα!»

Κι απ’ το κουπί, Οδυσσέα, της αποκρίθης·
«Θα ’ρχόμουνα στ’ αλήθεια, στο ζεστό
λιμάνι σου για πάντα να κλειστώ!

Μα φεύγω, γεια σου! Είν’ η μορφή της λήθης
φριχτότερη απ’ της Μέδουσας! Φοβάμαι!
Κάλλιο να ζω όπως ζω, μα να θυμάμαι!»

Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.


Ομήρου Οδύσσεια. Οδυσσέας και Καλυψώ. Ulisse e Calipso, William Russell Flint.


Λευτέρης Αλεξίου - Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ

Το σώμα σου ως ναός φεγγοβολάει,
στο βράχο ορθό κι ολάσπρο σαν το χιόνι.
Τις απλωτές μαγνιές σου μόνο οι χρόνοι
σαλεύουν, σαν οι αύρες τα πελάη.

Μα εντός μου εμένα αίμα θνητό κυλάει,
που πάθη αρχαία το καιν, μίση και πόνοι·
κι η αθανασιά που τάζεις, το παγώνει
κι αναριγάω στο πέτρινό σου πλάι.

Θέλω να φύγω. Του θανάτου η μοίρα
είναι στα κόκαλά μου ριζωμένη.
Από του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα

η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη.
Λύσε με πια απ’ το δίχτυ σου το πλάνο,
να ζήσω, να παλέψω, να πεθάνω.

Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.

Ulysses Deriding Polyphemus. Homers Odyssey, Joseph Mallord William Turner


Νάνος Βαλαωρίτης - Η μπαλάντα του ξενιτεμένου

για τον Κωσταντίνο Ν.

Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.

Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;


Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.

Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.

Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.

Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.

6.5.1983

Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ανιδεογράμματα. Αθήνα: Καστανιώτης.


Giovanni Battista Trotti's fresco of Circe returning Ulysses' followers to human form (c. 1610)


Νικηφόρος Βρεττάκος - Ένας άλλος πολίτης

Η ζωή του ολόκληρη, ένα ταξίδι σε μια
δίχως όρια πατρίδα δίχως εμπόδια ορέων
και άστρων. Χωρίς γυρισμό. Συνεχίζει
ανιχνεύοντας τις μορφές του φωτός
στο κενό ή στα πράγματα. Της καρδιάς του
τα όρια ταυτιστήκαν με τα όρια των αχτίνων
του ήλιου. Ένας άλλος πολίτης — Οδυσσέας,
που διαμοίρασε παντού την Ιθάκη του.

Το σημείο που ξεκίνησε είναι παντού.

Νικηφόρος Βρεττάκος. 1976. Απογευματινό ηλιοτρόπιο. Ξυλογραφίες-εξώφυλλο: Ζίζη Μακρή. Αθήνα: Διογένης. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Νικηφόρος Βρεττάκος. Τα ποιήματα. 1981. Τόμος Β΄. Αθήνα: Τρία φύλλα.

Οδυσσέας και Καλυψώ. Αθηναϊκό ερυθρόμορφο αγγείο, 450 π.Χ

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος - Ο Οδυσσέας στην Ωγυγία

Πάει καιρός που τις νύχτες
δεν κοιμάμαι επειδή νυστάζω
μα για να σ’ ονειρευτώ
και τις μέρες μου πάει καιρός
που τις ξοδεύω κοιτάζοντας
το πέλαγος με μάτια που δεν βλέπουν.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος. 2012. Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή. Αθήνα: Πόλις.

Annibale Carracci - Ulisse e Circe


Μιχάλης Γκανάς - Ομήρου Οδύσσεια
(απόσπασμα)

ω

Στον Κάτω Κόσμο φτάσανε γρήγορα οι μνηστήρες.
Οι συγγενείς τους πολιορκούν το παλάτι,
γυρεύοντας εκδίκηση.
Σπαραξικάρδια αναγνώριση Οδυσσέα και Λαέρτη.
Οι θεοί επιβάλλουν κατάπαυση πυρός!

Επίλογος: "έτσι σοφός που έγινες..."

Στον κάτω κόσμο φθάσανε γρήγορα οι μνηστήρες
με τον Ερμή ψυχοπομπό να σέρνει τις ψυχές τους
που ακολουθούσαν με στριγκλιές σαν να ’ταν νυχτερίδες.
Περάσανε τα άκαυτα, περάσαν τα καμένα,
ανηφοριές, κατηφοριές, ύπουλα μονοπάτια
ωκεανούς αδιάβατους, τέρατα και σημεία.
Και ύστερα διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι
έφθασαν κάποτε εδώ στον δήμο των Ονείρων,
μόνιμο ενδιαίτημα όλων των πεθαμένων.
Είδωλα πλέον των ψυχών και ίσκιοι των σωμάτων.

Κι εκεί που δυο δεν περπατούν και τρεις δεν συντυχαίνουν,
είδαν ψυχές αθάνατες σαν να ’ταν Δροσουλίτες.
Τον Αγαμέμνονα μαζί με τον γοργό Αχιλλέα
εκεί στην κορυφογραμμή, χορεύοντας να λένε
τι άλλο: για τον θάνατο που είχε ο καθένας.
Του Αχιλλέα ένδοξος, του πρώτου πολεμάρχου,
μα τ’ Αγαμέμνονα άδοξος για έναν στρατηλάτη,
που τόση δόξα έσβησε μια τσεκουριά στην πλάτη,
όχι από τον Έκτορα αλλά απ’ την Κλυταιμνήστρα.

Ο Οδυσσέας έφθασε στο κτήμα του Λαέρτη
εκεί που ο πατέρας του ζούσε με λίγους δούλους
και μια σεβάσμια κυρά από τη Σικελία
που είχε τη φροντίδα του και τον γηροκομούσε.

(Πρόσφυγας θα ’τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες
που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες.)

Τηλέμαχος κι οι δυο βοσκοί πήγαν να ετοιμάσουν
μια γουρνοπούλα νόστιμη με πέτσα σαν λουκούμι,
κι ο Οδυσσέας έτρεξε στο κάτω περιβόλι
να ψάξει τον πατέρα του. Λαχτάρα κι αγωνία.
Τον βρήκε ολομόναχο σε μία λεμονίτσα
να της μιλάει σιγανά και να την κανακεύει.
Τα ρούχα του παμπάλαια, τριμμένα, μπαλωμένα
κι ένα καπέλο γίδινο στην άσπρη κεφαλή του.
Τον πήρε ένα παράπονο να πάει εκεί κοντά του
και να τον πάρει αγκαλιά, πάνω του να τον σφίξει.
Πατέρας τού πατέρα του να γίνει για λιγάκι.

Αντί γι’ αυτό του μίλησε με σεβασμό κι αγάπη.
— Είσαι καλός με τα φυτά, μιλάτε ίδια γλώσσα.
Με μια κοντούλα λεμονιά σάς είδα να τα λέτε.
Συμπάθα με που θα το πω, μα διόλου δεν φροντίζεις
εσένα και τα ρούχα σου και την εμφάνισή σου.
— Η λεμονιά είναι μικρή κι εγώ πολύ μεγάλος,
είναι τελείως φυσικό εκείνη να προσέχω,
αλλά πώς βρέθηκες εδώ; Μπορώ να σε βοηθήσω;
— Ναι, αν μου πεις πού βρίσκομαι. Είμαστε στην Ιθάκη;
Είχα έναν φίλο κάποτε, τον λέγαν Οδυσσέα,
Ήτανε μου ’πε αποδώ. Πατέρας του ο Λαέρτης.
— Τότε πατάς τα χώματα της όμορφης Ιθάκης
κι έχεις μπροστά σου ζωντανό τον κύρη τ’ Οδυσσέα.
Μα πότε γνωριστήκατε εσύ και το παιδί μου;
— Πάνε δυο χρόνια που ’μεινε στο σπίτι μας για λίγο.
Περάσαμε πολύ καλά, γι’ αυτό και σε ρωτάω.
Και μη μου πεις ότι αυτός δεν έφτασε ακόμα!
— Δεν έφτασε, παιδάκι μου, κι ούτε ποτέ θα φτάσει.
Μπορεί και να τον έφαγαν τα άγρια θηρία
ή να τον ξεκοκάλισαν κάποια μεγάλα κήτη.
Δεν έχει τάφο, γιόκα μου, να γράφει τ’ όνομά του,
σαν να μην έζησε ποτέ, σαν να’ ταν ο Κανένας.

Κι όπως ήταν στα γόνατα, κάθισε όλος κάτω
και γέμισε τις χούφτες του με στάχτη για τ’ αμπέλι,
που έριχνε σιγά σιγά στην άσπρη κεφαλή του
κλαίγοντας μ’ αναφιλητά και δάκρυα ποτάμια.

Ο Οδυσσέας τον άρπαξε στα δυνατά του μπράτσα
κι ολόκληρο τον έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του.
— Πατέρα, εγώ ’μαι ο γιόκας σου που χρόνια περιμένεις.
— Αν είσαι αλήθεια ο γιόκας μου, απόδειξέ το τώρα.
— Πριν τ’ αποδείξω, άκουσε τα νέα που σου φέρνω.
Εχτές το βράδυ σκότωσα τους άτιμους μνηστήρες,
Μαζί με το εγγόνι σου, που βγήκε παλικάρι.
Η Πηνελόπη ανάσανε, και όλο το παλάτι.
— Η χώρα όλη ανάσανε. Ξεβρόμισε ο τόπος!
Όποιος κι αν είσαι, γιόκα μου, εύγε σου και χαλάλι.
— Όσο για την απόδειξη πως είμαι το παιδί σου,
έλα να δεις το πόδι μου και πιάσε το σημάδι
που μου ’κανε στον Παρνασσό ο κάπρος που θυμάσαι.
— Καλά ’ναι αυτά που άκουσα, αλλά δεν έχεις άλλα;
Για πες μου κάτι πιο κρυφό κι ολότελα δικό μας.
— Μμμμ... θυμάσαι που φυτεύαμε δέντρα εδώ που στέκω
τη μέρα που μου χάρισες δάσος με οπωροφόρα;
— Α, μπράβο. Τώρα κάθισε και πες τα μου ένα ένα.
— Δέκα μηλιές, δέκα ροδιές, συκούλες δεκαπέντε...
— Και πόσες ήταν άγριες;
— Ήτανε τρεις, τις λέγαμε αρσενικές, θυμάσαι;
Οι άλλες ήταν θηλυκές και όλες περδικούλες.
— Πολύ καλά! Και κλήματα;
— Εξήντα, μετρημένα.
— Μαύρα ή άσπρα γιόκα μου;
— Μισά μισά πατέρα.
Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και ποιός να τους χωρίσει...

Ο Χάροντας συμμάχησε με όλους τους εχθρούς τους,
και οι εχθροί πληθύνανε κι έρχονταν οπλισμένοι
να εκδικηθούν τον θάνατο παιδιών και αδερφών τους.
Πρωί πρωί που έμαθαν τα φοβερά μαντάτα
πήγαν και πήραν τα κορμιά, τα αιματοβαμμένα.
Τα έπλυναν, τα έκλαψαν, τα έθαψαν με θρήνους,
έβγαλαν λόγους πύρινους, χωρίστηκαν στη μέση.
Μισοί πήγαν στα σπίτια τους, κι άλλοι στου Λαέρτη,
πανέτοιμοι να χτυπηθούν, και όποιον πάρει ο Χάρος.

Μπήκαν στη μέση οι θεοί, η Αθηνά κι ο Δίας,
που ’χαν μπουχτίσει αίματα και δάκρυα και πόνους,
διέταξαν τις δυο πλευρές ν’ αφήσουνε τα όπλα,
τα χέρια τους να δώσουνε, να κάνουνε ειρήνη.
Είπανε και βροντήξανε και τα σκυλιά δεμένα!

Επίλογος

Έτσι σοφός που έγινες θα το ’χεις καταλάβει
ποιά είναι η θέση των θεών και ποιά ’ναι των ανθρώπων.
Ίσως εμείς τους πλάσαμε με δάκρυα και χώμα,
γι’ αυτό και μας ποτίζουνε τόση χολή και όξος,
μα δεν θα ήταν φρόνιμο να ζήσουμε χωρίς τους.

Όταν πεθαίνουν οι θεοί, πεθαίνουνε εντός μας,
και δηλητηριάζεται το ίδιο μας το αίμα.
Όταν αδειάζει ο ουρανός, αδειάζει ο κόσμος όλος,
οι θάλασσες και οι πηγές και του ματιού το δάκρυ,
κι αυτό φως το εφτάψυχο όλο και λιγοστεύει...

Όσο σοφός κι αν έγινες, δύσκολο να εννοήσεις:
Τ’ είναι θεός; Τί μη θεός; Και τί τ’ αναμεσό τους;

Σημ.
Έτσι σοφός που έγινες
Στίχος του Κ.Π. Καβάφη.

Τ’ είναι θεός; Τί μη θεός; Και τί τ’ αναμεσό τους;
Στίχος του Γιώργου Σεφέρη βασισμένος σε στίχο της Ελένης του Ευριπίδη.

Μιχάλης Γκανάς. 2016. Ομήρου Οδύσσεια. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Κίρκη.Durand, André, 2001.

ΝΙΚΟΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ - Διάλογος με τον Οδυσσέα

Όταν η Πηνελόπη περιμένει στο σπίτι,
όταν είσαι σίγουρος για την Πηνελόπη,
τότε δε βλέπω το λόγο που πρέπει σώνει και καλά
να γυρίσεις το συντομότερο στην Ιθάκη.
Δε βλέπω το λόγο
που πρέπει να κονταρομαχήσεις με τους Κύκλωπες,
να διακινδυνέψεις την αρτιμέλεια των συντρόφων σου,
ν'αντιμετωπίσεις τόσην έχθρα!

Δε θα ήταν προτιμότερο να συμφιλιωθείς με τους ανέμους,
να δοκιμάσεις,χωρίς άτολμες υπεκφυγές,
τις προθέσεις των Σειρήνων,
να επωφεληθείς από την ηδυπάθεια της Καλυψώς
και της Ναυσικάς την ευδαιμονική περίθαλψη,
χωρίς ύποπτες βιασύνες
που προκαλούν την απορία των καφενοβίων;

Εκτός εάν δεν είσαι τόσο σίγουρος για την πίστη της Πηνελόπης.
Εκτός εάν δεν είναι μόνον η Πηνελόπη
που σε κάνει να επιθυμείς τόσο πολύ την Ιθάκη.
Εκτός εάν η Ιθάκη είναι μόνον ένα πρόσχημα.

Το τέχνασμα του δούρειου ίππου
μπορεί να στάθηκε μοιραίο
για την τύχη της Τροίας.
Δικαίωσε όμως εκείνον τον παλιάνθρωπο τον Λαοκόοντα.
Τούτο δεν πρέπει να το ξεχνάς ποτέ.
Γιατί,με το πάθημα της Τροίας,
πολλοί είναι εκείνοι που βλέπουν παντού Δαναούς
κι υποψιάζονται πίσω από κάθε αγαθή πρόθεση
κι έναν Οδυσσέα.

Και προπαντός δεν πρέπει να ξεχνάς
πως,αν ξεγέλασες τους πλιατσικολόγους της Ιλιάδας,
δε μπόρεσες να ξεγελάσεις τους επιγόνους σου.
Στο γιο του Πηλέα οι δάφνες του ήρωα.
Για σένα η συγκατάβαση του πολυμήχανου.

Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979

Henry Fuseli‘s painting of Odysseus facing the choice between Scylla and Charybdis, 1794/6


 Δάντης  - Θεία Κωμωδία

-Παραθέτουμε από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη λίγους στίχους, όπου ο Οδυσσέας εμψυχώνει τους συντρόφους του να συνεχίσουν το ταξίδι:

— Αδέλφια μου, που από εκατό
κιντύνους, κράζω, φτάσατε στη δύση
στην τόσο πια μικρή που μένει αγρύπνια
του νου και του κορμιού, μην αρνηθείτε,
τον ήλιο ακολουθώντας, να γνωρίστε,
στα πέρατα, τη γης χωρίς ανθρώπους.
Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε·
σεις δεν πλαστήκατε σα ζα να ζείτε,
μα γνώση κι αρετή ν’ ακολουθάτε!
(Κόλαση, Άσμα ΚΣΤ΄, στ. 112-120, μτφρ. Ν. Καζαντζάκη)

Marc Chagall -Circé» – from «L’ Odyssée»

ΤΑΚΗΣ ΔΟΞΑΣ - Οδυσσέας

Δεν άραξε ποτέ ο Οδυσσέας
δεν κουράστηκε
δεν ξαπόστασε δεν πέθανε.
Γυρίζει και θα γυρίζει τόπους λαούς εποχές
όσο ο ήλιος θ'ανάβει και θα σβήνει τα μάτια του
όταν οι άνθρωποι θα πηγαίνουν να πολεμήσουν
στην Τροία όταν θα κρύβουν στο Δούρειο ίππο
τη μοίρα τους όταν θ'αγκαλιάζουν το
τελευταίο κατάρτι τραβώντας ανέμεσα στις Σκύλες
και στις Χάρυβδες ανάμεσα στις Κίρκες και
στους Κύκλωπες για την Ιθάκη
για την Αγάπη.

Ο Οδυσσέας
ίδιος περιπλανώμενος ιουδαίος
προ Χριστού
μετά Χριστόν
Πάντα.

Πηγή: Ποιητική ανθολογία άγκυρας νέας γενιάς,1971


Calypso and Odysseus in Ogygia


Οδυσσέας Ελύτης - Η Οδύσσεια

(απόσπασμα)

Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες
μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά
μια ν’ ανεβαίνουνε
ώς τα ύψη πάλι

Από το κεφαλόσκαλο ψηλά
μ’ ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές
κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά
ποιoς να στεριώσει ένα μαδέρι
ποιoς να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες
προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μάς
μπατάρει

Έτσι κι αλλιώς
στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε

Πρόσω

Και με προσοχή
σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα
κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ

Πρόσω ηρέμα

Ἔπρησεν δ’ ἄνεμος μέσον ἱστίον
ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρη
πορφύρεον
μεγάλ’ ἴαχε νηὸς ἰούσης

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο
ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη
άλλοτε
ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν στον ύπνο τους ανάλογα
με τον καιρό

Κι όπως έχουν να λένε
δυο φορές το χρόνο
στις Ισημερίες
μικρά
λευκά παιδιά
μηδαμινά στο ζύγι
έπεφταν συνεχώς σαν απαλές
νιφάδες
και με το πρώτο που άγγιζαν
έλιωναν κι έμενε η δροσιά

Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ’ τους δρόμους τους γνωστούς
όπου
δεν ήταν εύκολο να πιάσεις
και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν
σαν πυγολαμπίδες

Δόξα να ’χει ο Θεός
εμείς γυρίζαμε παντού
ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους
απ’ αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα
μπουκαλάκια
με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες

Έξαφνα μια κοπέλα
χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη
που
την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ώς σήμερα που γράφω μόνο αυτή
μου παραστέκει

Όλο δεξιά

Στο σημείο το ίδιο
σαν σταματημένοι
που οι στεριές αργούσαν
να φανούν

«Νόμισες εσύ σταμάτησες
αλλ’ οι άλλοι που μάκρυναν
αυτοί σε
ακινητούν» έλεγε
διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας

Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα
[...]

Οδυσσέας Ελύτης. [1971] 2006. Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά. 7η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

John William Waterhouse - Penelope and the Suitors (1912).


Οδυσσέας Ελύτης - Ο κήπος βλέπει

4.
Εάν είχε δίκιο ή όχι
ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα
το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια
και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη
δένοντας τον ήλιο
μαζί μ’ άλλα λουλούδια στα μαλλιά της

εκατό μύρια σήματα
ζήτα ήτα ωμέγα

που εάν και δεν σου αρμόσουν λέξη
αύριο
θα ’ναι χθες για πάντα

μιλώ φιλοσοφία

στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα
που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια

η μισή Ναυσικά συνεχίζεται απ’ τα κύματα
και τους αντικατοπτρισμούς ώς πέρα
στα παράλια της Μικρασίας
κει που κάποτε ο Ηράκλειτος
οιάκισε τον Κεραυνό
(δεν πρόκειται για λάθος)

σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θα ξαναγίνουν πόλεμοι
δίχως να σκοτώνεται κανείς
αποθέματα θανάτου υπάρχουνε αρκετά

ο κήπος βλέπει

βάνει μπρος την αντίστροφη μέτρηση

μαρασμός
ακμή
ξύπνημα

ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη
άρθρο μελλοντικού Συντάγματος.

Οδυσσέας Ελύτης. [1982] 2009. Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

J.H.W. Tischbein - Odysseus und Penelope


Ανδρέας Εμπειρίκος - Η επιστροφή του Οδυσσέως

Η ραστώνη, ότι και αν λέγουν μερικοί, είναι κάκιστον πράγμα. Όχι για λόγους ηθικής, αλλά για λόγους βιολογικούς, για λόγους υπερβαίνοντας και αυτήν ακόμη την λεγομένην υπαρξιακήν φιλοσοφίαν.

Πρέπει να εξηγηθώ. Το νιώθω. Ιδού λοιπόν.

Κάποτε, στα κράσπεδα της Νέας Ιερουσαλήμ, (ή Salt Lake City), καθόταν ένας πυρρόξανθος μορμόνος — ο Δανιήλ Κάρτερ. Ο άνθρωπος αυτός είχε τρεις όμορφες γυναίκες — την Πηνελόπη, την Τζωρτζιάνα και την Αικατερίνη. Ο Δανιήλ ήτο καλός και αγαθός. Είχε όμως ένα ελάττωμα. Ήτο τεμπέλης.

Τα τρία πρώτα χρόνια της συζυγικής ζωής του, όλα πήγαιναν καλά. Στο τέταρτον έτος, πήρε ακόμη δυο γυναίκες — την Ρουθ και την Ελένη. Πέρασε άλλος ένας χρόνος, και ακόμη όλα πήγαιναν καλά. Ο Δανιήλ, αμέριμνος και υγιής, ζούσε με τις γυναίκες του ευτυχισμένος. Στο τέλος όμως του πέμπτου χρόνου μια πυρκαϊά απετέφρωσε το πρότυπον βυρσοδεψείον που του είχε αφήσει ως κληρονομίαν ο πατέρας του, και ο αγαθός μορμόνης, πλην ενός σπιτιού και ολίγων τιμαλφών, απώλεσε τα πάντα. Τότε κατέστη έκδηλος η τεμπελιά του.

«Καημένε Νταν», του έλεγε η Πηνελόπη, που είχε περισσότερο θάρρος μαζί του από τις άλλες του γυναίκες. «Καημένε Νταν, γιατί δεν προσπαθείς να εργασθείς, γιατί δεν κάνεις κάτι... Θα μας ρέψει η φτώχια... Θα πεθάνουμε της πείνας...»

Ο Νταν πουλούσε πού και πού από ένα τιμαλφές και έλεγε χαϊδεύοντας την μικρά πυρρόξανθή του γενειάδα:

«Έχει ο Θεός. Έχει ο Θεός, για τους καλούς ανθρώπους».

Η αλήθεια είναι πως ο Δανιήλ, εκτός που ήτο ένας τεμπέλης, ήτο συνάμα ονειροπόλος και πίστευε σε μια Ιερουσαλήμ ευτυχισμένη, που θα την φύλαγε από ψηλά, εις τον αιώνα ο Παντοκράτωρ.

Μια μέρα του είπε πάλι η Πηνελόπη:

«Άκουσε Νταν, στο λέγω από αγάπη. Πρέπει να εργασθείς. Τις πρώτες μέρες ίσως δυσκολευθείς λιγάκι. Στο τέλος όμως θα σου αρέσει... Είσαι γερός και δυνατός... Είσαι και παλικάρι... Πάρ’ το απόφαση... Πρέπει να εργασθείς».

Τούτη τη φορά, ο Δανιήλ Κάρτερ βγήκε μέχρι τινός από τους ρεμβασμούς του. Αλήθεια, εσκέφθη, έχει δίκαιο η Πηνελόπη... Η πόλις του η αγαπημένη, δεν ελέγετο μόνον Νέα Ιερουσαλήμ, ελέγετο και Salt Lake City.

«Καλά», είπε στη γυναίκα του αρπάζοντας το στρογγυλό, πλατύγυρο καπέλο του. «Καλά, θα πάω στη λίμνη να σκεφθώ, και αύριο θα πάρω την απόφασή μου».

«Αχ, μπράβο Νταν!» ανεφώνησε η πρώτη του γυναίκα, με δάκρυα στα μάτια της.

«Γεια σου», απήντησε ο Δανιήλ, και πήρε τον δρόμο προς την λίμνη, όπου του άρεζε κατ’ εξοχήν να κάθεται και να ρεμβάζει. Καθ’ οδόν, εκεί που περπατούσε, έλεγε και ξανάλεγε, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν του με πικρίαν:

«Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! Ω αλμυρά μου πόλις»

Μετά μίαν ώραν, ο Δανιήλ Κάρτερ καθόταν κάτω από ένα δένδρο στην ακρολιμνιά με το πηγούνι του στα χέρια, σκεπτόμενος τί έπρεπε να κάμει.

Ήτο μία ανοιξιάτικη ωραία ημέρα. Τα νερά, πάντοτε αλμυρά εφαίνοντο γλυκύτατα. Οι λόφοι, απέναντι, εχλόαζαν, κατάστικτοι από αγελάδες. Κοντά στην είσοδο ενός αγροκτήματος, μια κόρη άρμεγε μιαν αγελάδα.

Όχι μακριά από τον Κάρτερ, ένας φιλήσυχος πολίτης, με ψάθινο καπέλο, ψάρευε με μεγάλη υπομονή, καπνίζοντας ένα τσιμπούκι.

Ο Δανιήλ, συλλογιζόμενος, κοίταξε αρχικώς ολόκληρο το τοπείον. Σε λίγο όμως το βλέμμα του καρφώθηκε στην κόρη που άρμεγε την αγελάδα.

Οι σκέψεις του Κάρτερ έγιναν τώρα ρεμβασμοί· οι ρεμβασμοί έγιναν οραματισμοί και οι οραματισμοί, εκστατικαί ενατενίσεις.

Θα ημπορούσε να γίνει γεωργός. Θα ημπορούσε να προσθέσει και τούτη την ωραία κόρη στη συλλογή των άλλων συζύγων του. Θα ημπορούσε να γίνει σιγά-σιγά μεγαλογαιοκτήμων, συγχρόνως, απόστολος του Μορμονισμού εις όλον τον κόσμον, και, τέλος, θα ημπορούσε να γίνει κάλλιστα και πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών... Διατί όχι; Μήπως και ο Αβραάμ Λίνκολν δε ήτο και αυτός, κατ’ αρχάς, ένας απλούστατος άνθρωπος;

Αλλά διατί έλεγε «θα ημπορούσα να γίνω τούτο ή εκείνο»; Ήτο ήδη όλα αυτά. Η νεάνις που άρμεγε τις αγελάδες έγινε και αυτή γυναίκα του, σύζυγός του. Η ημέρα ήτο θεσπεσία. Οι αγροί ήσαν χλοεροί. Τα πάντα ήσαν χαρμόσυνα. Ήτο μεγάλος ο Θεός και θαυμαστά τα έργα του!

«Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! Αγαπημένη πόλις!» ανέκραξε με πάθος ο μορμόνος, ορθούμενος στα πόδια του. «Θα ’ρθουν νέοι καιροί! Θα ’ρθουν νέοι προφήται! Θα ’ρθω εγώ, ο Δανιήλ, να σε ανακηρύξω, ω Νέα Ιερουσαλήμ, πρωτεύουσα όλου του κόσμου, μες στην καρδιά της Ιούτα, στις όχθες της ωραίας λίμνης!»

Με αυτήν την επίκλησιν, ο πυρρόξανθος μορμόνος προχώρησε προς την νεάνιδα, που ακόμη άρμεγε τις αγελάδες. Ήτο πανίσχυρος και δοξασμένος. Ήτο πανίσχυρος και αναμορφωτής της Οικουμένης...

Αυτός που ψάρευε στην ακρολιμνιά, κοντά του, κούνησε το κεφάλι του και εσκέφθη: «Και άλλος τρελός... Ο κόσμος παρεφρόνησε». Η νεάνις, βλέπουσα ότι την επλησίαζε αποφασιστικά ο εκστατικός ανήρ, εγκατέλειψε τις αγελάδες και εκλείσθη στο σπίτι της.

Αλλά ο Δανιήλ, δεν απεγοητεύθη. Ήτο ο μορμόνος Κάρτερ, ο μέγας εραστής και αναμορφωτής του Κόσμου. Την ίδια μέρα, έκτισε μια πρόχειρη καλύβα, με φύλλα και κλαριά, και εγκατεστάθη εκεί, στις όχθες της Αλμυράς λίμνης, στα κράσπεδα της Νέας Ιερουσαλήμ, εκφράζοντας από μακριά τον έρωτά του εις την κόρην και συνεχώς πλουτίζοντας τα οράματά του.

Την τρίτη ημέρα κατόρθωσε να πλησιάσει την νεάνιδα. Την πέμπτην ημέρα την ενυμφεύθη. Την έκτην ημέρα —ίσως επειδή η κόρη αυτή ήτο η έκτη σύζυγός του— θυμήθηκε ότι τον επερίμεναν οι άλλες, η Πηνελόπη, η Τζωρτζιάνα, η Αικατερίνη, η Ρουθ και η Ελένη. Πήρε λοιπόν την Καρολίνα —έτσι ελέγετο η νέα του γυναίκα— έβαλε φωτιά στην πρόχειρη καλύβα και επέστρεψε στο σπίτι του με άγχος.

Τί είχαν γίνει οι άλλες του γυναίκες; Μήπως φύγανε; Μήπως πέθαναν; Μήπως ψωμοζητούσανε στους δρόμους, ενώ αυτός τελούσε τους γάμους;

Αδόκητον θέαμα τον επερίμενε εκεί. Δύο ζωέμποροι, ένας αργυραμοιβός, ένας διευθυντής κέντρου χαρτοπαιξίας και ένας χυδαίος δημεγέρτης, είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι του, και, έχοντες μετατρέψει τις πέντε γυναίκες του σε παλλακίδες, ετέρποντο μαζί των, για ένα κομμάτι ψωμί... Και αυτός που ήρχετο από την λίμνην, με την νέαν σύζυγον εις το πλευρόν του, για να αναγγέλει χαρούμενος, ότι είχε φθάσει νέα εποχή, ότι απεφάσισε να εργασθεί, στεκόταν εκεί σαν κερατάς, στην πόρτα του σπιτιού του.

Τότε μέσα στα σπλάχνα του Δανιήλ, εξύπνησε αιφνιδίως το αίμα των παλαιών μεταναστών, το αίμα των πουριτανών τυχοδιωκτών και έλαμψε εμπρός στα μάτια του η ωραία μορφή του αρχιμορμόνου Ιωσήφ Σμιθ και ο Δανιήλ Κάρτερ έγινα διαμιάς άνθρωπος δράσεως. Ανασπών εν ριπή οφθαλμού από τας θήκας των δύο εξάσφαιρα περίστροφα (τύπου Σμιθ Ουάσσον), τράβηξε δύο πιστολιές εις τον αέρα. Οι πέντε μνηστήρες ετράπησαν εις φυγήν, σπεύδοντες προς το ανοικτό παράθυρο του δωματίου, ενώ οι γυναίκες, έντρομες, συμπλέκουσαι τα χέρια των, τα τέντωναν ικετευτικά προς τον σύζυγόν των.

Αλλά ο Δανιήλ δεν είχεν σκοπόν να αφήση τους πέντε άνδρας να φύγουν ατιμωρητί, και εκστομίζων τρομεράς βλασφημίας, επάτησε κατ’ επανάληψιν τας σκανδάλας των δύο περιστρόφων του. Οι μνηστήρες, ο εις μετά τον άλλον, κατεκρημνίζοντο κακήν κακώς από το παράθυρον, και έπιπταν επί της χλόης, με μιαν ή δυο σφαίρας εις τους γλουτούς, ενώ οι έξι γυναίκες του μορμόνου, έπεφταν γονατιστές στα πόδια του και τα φιλούσαν.

Μετά εν έτος, ο Δανιήλ έγινε έμπορος αγρίων ίππων. Μετά δύο έτη, έγινε δήμαρχος της Salt Lake City, και μετά πέντε έτη, εις τας προθήκας όλων των βιβλιοπωλείων της Νέας Ιερουσαλήμ, ενεφανίζετο ένα χονδρό βιβλίον με όνομα και τίτλον:

ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΡΤΕΡ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ

Ή

Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΜΟΡΜΟΝΩΝ

Ανδρέας Εμπειρίκος. 1980. Γραπτά ή προσωπική μυθολογία (1936–1946). 3η έκδ. Αθήνα: Άγρα. [1η έκδ. 1960, Αθήνα: Δίφρος].

J. W. Waterhouse, Η Κίρκη προσφέροντας το κύπελλο στον Οδυσσέα. 1891


Γιώργος Θέμελης - Ο Γυρισμός. Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα

(απόσπασμα)

Πόντον ἐπ’ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων

ΟΔΥΣΣΕΙΑ ε 84
ΠΡΩΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Ο βασιλιάς των ταξιδιών

Quantum mutatus…

Βιργίλιος
Όχι τη χιλιοτραγουδημένη δόξα
Το ξύλινο άλογο με τη σιδερένια κοιλιά
Τις φλόγες που χόρεψαν το μεσονύχτι

Ούτε τις μεγάλες περιπέτειες
Το έπος που έγραψε μια καρδιά με χίλιες τρόπιδες σε στεριά και θάλασσα
Στις αιωνόβιες πέτρες του χρόνου με το αιώνιο αίμα της
Πιο καυτερό απ’ το πάθος της φωτιάς
Πιο δυνατό απ’ τον καημό του ανέμου

***
Το τραγουδούσαν οι ακρογιαλιές και το τραγουδούν ακόμα
Και θα το τραγουδούν ώσπου να κοιμηθεί ο ήλιος χαμηλώνοντας όλες τις λάμπες
Το τραγούδι του καπετάνιου με τ’ απέραντα μάτια

Το παίρνουν οι άνεμοι, το δίνουν στα πουλιά να το μοιράσουν στον ουρανό μαζί με το φως
Και της βροχής τα δάχτυλα το σπέρνουν στους κόλπους της γης και στα ποτάμια να καρπίζουν τα δέντρα
Να μεγαλώνουν τα παιδιά να ζουν τ’ αγάλματα
Και τα κατάρτια να βαστούν τη μοίρα τους που τα χτυπάει από ψηλά

Κι οι άνθρωποι να σηκώνουν το μπόι τους ίσαμε τα βυζιά των θεών
Και κείνοι να γελούν από κει πάνω και να χαίρονται με την καρδιά για την καλή γενιά τους
Θυγατέρες και γιους αγγόνια και δισάγγονα βγαλμένα απ’ τα φαρδιά τους γόνατα
Πού να πού πάνε να τους μοιάσουν, να π’ ανεβαίνουνε να γίνουν άλλη μια φορά θαυμαστές εικόνες
Σκαλιστές σκιές τους που βαθαίνουν τη γη και την κάνουν καθρέφτη
Όπου οι γυναίκες βλέπουν θεούς και οι θέαινες ανθρώπους
Όπου κι ο θάνατος περνά μοιράζοντας στεφάνια

Κάτω στους τάφους οι νεκροί τ’ ακούν κι αναστενάζουν

***
Οι βοριάδες τού πήραν τη φωνή
Οι τρικυμίες μελετούν τη θάλασσα συλλαβίζοντας τ’ όνομά του
Οι αστραπές τού γράφουν την κορμοστασιά στο φόντο των βουνών με πράσινα κοντύλια
Κ’ η ψυχή μας σηκώνεται και καλωσορίζει την άφθαρτη παρουσία του σαν τον αναμενόμενο βασιλιά των ταξιδιών
Όταν ο ίσκιος του έρχεται και δρασκελάει το κατώφλι του ύπνου
Και σκύβει να ξεσηκώσει απ’ τους βυθούς
Τα βουλιαγμένα καράβια μας

***
Όχι τη δόξα…

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Τον ακίνητο ήλιο του μεσημεριού που κρέμεται από πάνω καρφώνοντας την όψη
Την παμπάλαιη άλμη και τους παλιούς ανέμους που έπηξαν στα μαλλιά
Και το πικρό πικρόχολο χασομέρι που μαραίνει τα χέρια
Ανάμεσα σ’ ένα νεκρό λιμάνι και μια ταβέρνα
Ανάμεσα σ’ ένα μισό τσιγάρο και τρεις βαριές κουβέντες
Για το βαριεστημό
Για το βαριεστημό

Εκείνος είναι αυτός που καπνίζει φτύνοντας καπνό και πάθος
Που συλλαβίζει τα μηνύματα των καιρών, την ιστορία της θάλασσας
Και χτίζει με άμμο και τίποτα τα πιο απίθανα όνειρα
Γιατί δεν έχει τί να κάνει
Απλοχωριά να πάρει ανάσα
Σανίδι να σταθεί, μεριά ν’ απλώσει
Τ’ ατέλειωτο κουβάρι των ελπίδων του
Τι τον πλακώνει η απανεμιά, τον ζώνει ο χρόνος
Κ’ ένα μεράκι η θύμηση του σκάβει τα πνεμόνια
Γιατί η καρδιά του είναι βαριά, δεν τη σηκώνει το αίμα
Και το θεόρατο ίσκιο του η τρύπια φορεσιά

Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη

Δεν έχουν μπάλσαμο οι στεριές κι αγέρα τα βουνά
Δεν έχει πια για μας καράβια η θάλασσα

ΔΕΥΤΕΡΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Η νήσος των ναυαγών
Τώρα μας καίει το λιοπύρι
Επάνω σ’ αυτή την ξέρα σ’ αυτό το μαύρο βράχο
Κυκλωμένο απ’ τους ανέμους δαρμένο απ’ τη βοή
Κι από μηνύματα καταιγίδων

Στεγνοί
Με σάρκες λιγοστές κι άφθονο ουρανό
Ψυχή αλμυρή δέρμα φθαρμένο από θαλασσοπούλια και φως
Μαζεύουμε το νερό της βροχής μες στις κουφάλες
Μασούμε πεταλίδια και βότσαλα

Μας τρώει η έγνοια
Μας ανάβει τα είδωλα μια αλλοτινή μορφή
Πανιά μεγάλα και ξάρτια μες στη φτερούγα του ήλιου
Κι η φαντασία μιας θάλασσας που δεν την πάτησε ίσκιος
Δε ράγισε το πράο της κρύσταλλο αυλακιά πουλιού

Δε γίνεται να ξεχάσουμε
Να πληθύνουμε τη σκόνη θάβοντας το πιο ακέραιο σχήμα
Στους τάφους που αναπαύονται τα λείψανα των μεγάλων νεκρών
Στο χωνευτήρι του διανυμένου χρόνου με τον κίτρινο άνεμο
Γιατί πλέει, ταξιδεύει μέσα στο αίμα μας οργώνοντας το γυρισμό του με τις χιλιάδες χρόνια
Πάνω σε πλάκες χιλιοδιπλωμένες ποτισμένες οδύνη και που τις ξεφυλλίζει ένας καημός

Σκαρί απ’ όμορφη γυναίκα που η θωριά της καίει και γράφεται
Και που η ασύγκριτη γραμμή της έχει κάτι απ’ το πουλί που σε πετάει ψηλά
Και κάτι απ’ την κοκκινωπή αγωνία του ήλιου όταν μπατάρει
Κι απ’ το θυμό της θάλασσας που μάχεται να συγκεράσει
Το φως και το σκοτάδι
Το φελλό και το μολύβι

Προβάλλει με το γνώριμο ερωτικό του λύγισμα
«Αργώ» ή «Γοργόνα» στην πολύφωτη μπούκα του ορίζοντα
Φέρνοντας πίσω τους θεούς
Τον καπετάνιο που χάθηκε στις πόρτες της αυγής
Αγγεία, χρυσαφικά…

Το καράβι που πλέει μέσα στο αίμα μας

ΤΡΙΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Κίρκη
Δεν ήξερε να μιλήσει
Όπως μιλάει η γυμνή γυναίκα κρύβοντας το χέρι σου μέσα στον κόρφο της
Για να σου πει την αγάπη και να σου καρφώσει έναν ήλιο
Που μαραίνεται

Γινόταν μαύρη θλίψη και σε σκέπαζε σαν την ομίχλη που τρυπάει το πρόσωπο
Κ’ έριχνε στο ποτήρι σου πικρή αψιθιά φουχτιές μαράζι
Για να σου βγάλει την αρματωσιά στο στόμα της σπηλιάς
Για να κατέβει αργά συρτά τα σκαλοπάτια σου μες στην ψυχή σαν το χτικιό που μπαίνει και γεννάει τ’ αβγά του

Ένιωθες να σε σφάζει μια γλυκιά μαχαιριά
Σφάχτης ανήλεος μες στη γραμμή της πίκρας
Να σου λιανίζει τους αρμούς, να ξεκλειδώνει την απελπισιά
Για να σε κάμει ένα ήμερο ζώο
Ένα
Θλιμμένο
Άγαλμα

***
Ω πώς έσκουζαν γύρω τα ζώα οι φυλακισμένες ψυχές μέσα στους βράχους
Πώς κοίταζαν ανάβοντας τα θολά τους μάτια που δεν μπορούσαν πια να κλάψουν
Μήτε να κεντήσουν άστρα και ψάρια στα δίχτυα της βροχής
Μήτε ν’ αρματώσουν μονόξυλα κι όνειρα στις όχθες του ήλιου
Μήτε να χαράξουν κάποια τολύπα που ανεβαίνει και χάνεται
Και πάλι ξαναγίνεται κι ανεβαίνει και χάνεται πικραίνοντας τον ουρανό μαύρος καημός
Μήτε να θυμηθούν
Μήτε να ελπίσουν

***
Μαχαίρι μαυρομάνικο
Μαχαίρι μου που σε φορώ και σ’ έχω απάνω μου
Λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά
Λίγο πιο μέσα απ’ την αγάπη
Για να σταυρώνω το ψωμί που τρώω
Για να σφραγίζω το νερό που πίνω
Για να κόβω τη γλυκιά ζωή
Απ’ το θάνατο

***
Παιδιά συντρόφοι αδέλφια μου απ’ την ίδια σάρκα
Τί το κάματε το ψωμί που σας μοίρασα
Το δυνατό κρασί που σας πότισα
Σαν την πονετική αυγή που μοιράζει το σώμα της στα πουλιά της

Ανοίξτε την κοιλιά του λύκου που σας χωνεύει
Τρυπήστε το χοντρό δέρμα που σας κλέβει τον ήλιο
Τη μαύρη μέρα που σας βουλιάζει μέσα στο χώμα

***
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καιρό
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καπνό που βγάζει η θύμηση

Τις χρυσές αρκούδες στα δάση τ’ ουρανού

ΤΕΤΑΡΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ

Νέκυια
(Κοιτάζει σε μάκρος χωνεύοντας την πείνα του
Πλάι σε νεκρά πλεούμενα και βράχια που σαπίζουν
Ένας νεκρός από καιρό που τρώει την ύπαρξή του)

Μας κυνηγούσαν όλο μας κυνηγούσαν
Μοιραίες γυναίκες ζώα και δυνατοί βοριάδες
Και κάτι επικίνδυνα ηχηρά νησιά

Μας κέρδιζε πάντα η παρθενιά της θάλασσας

Μας κυνηγούσαν...

Κάποια αμαρτία
Ή κάποια κρυφή αρρώστια
Δεν ξέρω

Μα θα τους συναντήσω
Στην άλλη όχθη
Πέρα απ’ το σκιερό μπουγάζι των Σκυλοκέφαλων

Θα μαζευτούνε γύρω μου
Σαν τ’ άσπρο τούτο κοπάδι που πνίγεται
Σαν τα πυκνά μαυράδια των δέντρων
Όταν τα κοσκινίζει από ψηλά του φεγγαριού η οργή
Γυρεύοντας να πιουν λίγο κρασί ή λίγο ζεστό αίμα

Τους καίει η δίψα εκεί που βρίσκονται τους καίει
Ένας μεγάλος ήλιος τού γυρισμού ο χαμένος ήλιος
Που τριγυρνάει σαν τ’ άπιαστο πουλί επάνω απ’ τα κεφάλια
Και πιο πολύ και πιο πικρά κείνους που πήγαν μεθυσμένοι
Πέφτοντας την τελευταία στιγμή επάνω στους τοίχους
Κι όλο γυρεύουν ένα φτωχό μνημούρι να πλαγιάσουν

Τους καίει…

Θυμούνται και περιμένουν
Θυμούνται και περιμένουν
Ένα θαύμα

Κάποια αμαρτία…

Σκιές
Σκιές που θέλουν να φαν

Πώς να τους κάμω να σαρκωθούν και να μιλήσουν
[...]

Θεσσαλονίκη, Φλεβάρης 1948

Γιώργος Θέμελης. 1948. Ο γυρισμός. Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα. Θεσσαλονίκη. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Θέμελης. 1969. Ποιήματα Ι. Θεσσαλονίκη: Τυπογραφείο Νικολαΐδη.


Οδυσσέας και Ναυσικά. Michele Desubleo, Odisseo e Nausicaa.

Νίκος Καββαδίας - Παιδεία

Φαίνανε πανί στον αργαλειό
και σε ταρσανά ξόμπλιαζαν κατάρτι
αντικρύ στο Νήρυτο και στο Δασκαλιό
για ένα κοριτσάκι από τη Σπάρτη.

Κι άρχισε μια τέτοια φασαρία,
πήρε πέντε τούμπες η Ιστορία.

Κέρδισε τη νίκη μια φοράδα
δίχως νου και δίχως γρηγοράδα,—
το ’γραψε κι ο Γέρος στην Ιλιάδα.

Φύγαμε μπατίδοι από την Τροία.
Έχω και χαρτί και μαρτυρία.
Δε θυμάμαι μόνο την πορεία.

Σίγουρα κυβέρναγε το διάκι
ένας γιος τσοπάνου από το Θιάκι.

Είχε δαγκωνιά στο μάγουλό του
που και κείνη βγήκε σε καλό του
.
Για τη ναυτοσύνη δάσκαλο είχα
ένα γεμιτζή από τη Δολίχα.

Τσούρμο από Καστό κι από Εχινάδες,
όλοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες.

Χίπηδες λεβέντες με μαλλιά δασά,
κι ήταν οι χιτώνες μας τσαντίρια.
Μας ξεπροβοδίζαν ξένα τρεχαντήρια,
πούπουλο κρεβάτι και καλά κρασιά.

Κάπου εκεί κοντά στους Λαιστρυγόνες
αγκαστρώσαμε όλες τις γοργόνες.

(Αν τα τελευταία τα γράφω πρώτα
είναι που μπερδέψαμε τη ρότα.)

Είχες και το φόβο της τιμής σου.
Οι ανθρωποφάγοι τα σκυλιά,
πριν σε φαν, σου κάναν τη δουλειά,
για να νοστιμίσει το κορμί σου.

Σμίξαμε κοντά στην Ασκανία
με τους κατεργάρηδες του Αινεία.
Πήγαμε όλοι τσούρμο στα πορνεία
.
Κείνες οι ρουφιάνες, τ’ αποσπόρια,
πήγαν και τους κάψαν τα παπόρια.

Νά και η Ναυσικά από τσου Κορφούς
τυλιγμένη μες στη σαπουνάδα.
Είχε τρεις φονιάδες αδελφούς
κάπου στο Μαντούκι, στη Σπιανάδα
.
Φαίνε, Πηνελόπη, το πανί σου,
κλώσαγε την τίμια αναμονή σου
.
Του θεού το ασκί, του Αιόλου,
μας σκορπάει κατά διαόλου.

Την ευχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι να ριμάρει με παιδεία.
Θέλει και κουράγιο, και καρδιά.
Όλοι μια φωνή: – Ένα... δύο...
Αθήνα 1974



Η Ελένη αναγνωρίζει τον Τηλέμαχο. Jean-Jacques Lagrenée (18 September 1739 in Paris

Κ. Π. Καβάφης - Δευτέρα Οδύσσεια

Dante, «Ιnferno», "Canto ΧΧVΙ"

Τennyson, "Ulysses"
Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Αλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.

Και ως ακτίνες έδυσαν.

Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
Κι έφυγεν.

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς Ίβηρας, προς Ηρακλείους Στήλας,—
μακράν παντός Αχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.

[1894]

Κ. Π. Καβάφης. 1993. Κρυμμένα ποιήματα (1877;–1923). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ίκαρος.

Το συμβούλιο των θεών στον Όλυμπο. Ομήρου Οδύσσεια. Peter Paul Rubens


Κ. Π. Καβάφης - Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τί ευχαρίστηση, με τί χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου να ’χεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ’βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τί σημαίνουν.

[1911]

Κ. Π. Καβάφης. [1991] 1995. Τα Ποιήματα. Τόμ. Α΄ (1897–1918). Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. 4η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

 Γιάκομπ Γιόρντενς . Ο Οδυσσέας στη σπηλιά του Πολύφημου, λάδι σε μουσαμά, 76 × 96 εκ., Μουσείο Πούσκιν


Νίκος Καζαντζάκης - Οδυσσέας

(απoσπάσματα)

[...]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν είσαι εσύ το θείο της Πηνελόπης
κορμί, χαρά στα μάτια που σε βλέπουν!
Χωριά και χώρες γύρισα, κι αλήθεια
τις όμορφες τα μάτια μου χορτάσαν·
μα τώρα, να, σαν άγουρος, που ο πόθος
τον πλάνταξε, γλυκά αχνοτρέμω ομπρός σου,
κυρά μου!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την Ελένη, πες, της Σπάρτης,
την είδες; Θα ’ναι πιο όμορφη από μένα.
Η σκύλα, πόσους βούλιαξε στο χώμα!
κι όμως στην πάσα γης ανθίζει η δόξα της
κι όλοι κρυφά τη λαχταρούνε!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η δόξα σου
της άμυαλης, κυρά, δε μοιάζει Ελένης!
Η γης που θρέφει το κορμί σου αγάλλεται,
σα χώμα που έχει ανθίσει ολάσπρο κρίνο.
Εσύ σα μια κολόνα στο παλάτι
του αντρός σου, ορθή κρατάς ψηλά τη στέγη.
σα λύχνος στέκεσαι άγρυπνος και φέγγεις
με υπομονή τ’ ανώγια, τα κατώγια·
και μ’ έγνοια συντηράς τα ζα, τις σκλάβες,
τα μαγερειά, και τη δουλειά μοιράζεις.
Χαρούμενο βροντάει το σπιτικό σου
στο χτύπο του αργαλειού, και λες στις δούλες,
τον άντρα τον καλό σου αναστορώντας:
«Πανί στον ύπνο μου άλικο χτες βράδυ
νειρεύτηκα· με βιας τα χτένια παίχτε,
πλούσια ως θεός σκουτιά να συχναλλάζει
στην αγορά, να τον ζηλεύουν όλοι,
με τους προεστούς σαν πάει να κουβεντιάσει·
γιατί, μου λεν, το κόκκινο γοργό ’ναι!»
Και τώρα που μπροστά μου το άγιο θάμα
της γυναικός θωρώ, βλοημένη ας είναι
φωνάζω η γης, κυρά, που σ’ έχει ανθίσει!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την άμετρη αρετή μισούν οι αθάνατοι
κι ασέβεια να περνάς, θαρρώ, του ανθρώπου
τα σύνορα σε πλούτη ή φρονιμάδα.
Κι η προσταγή της Μοίρας με γυρίζει
ξανά στην πολυσύχναστη άγια στράτα,
και τα πολλά παινάδια δε μου στέκουν·
όχι θεά, μα ανήμπορη θνητή ’μαι!

[...]

ΕΥΜΑΙΟΣ
Καιρός, βασίλισσά μου ορθά εστηθήκαν
τα δώδεκα πελέκια και προσμένουν·
για δώσε στους λεβέντες το δοξάρι!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Πρώτα της θεάς το χέρι ας το βλογήσει!
Καλή Αφροδίτη, το άγιο σου χεράκι
δώσε και την τυφλήν οδήγα Μοίρα!
Τους όρκους μου δεν πάτησα, το ξέρεις·
σαν έφυγε ο καλός μου για τ’ αλάργα
καταραμένα ακρόγιαλα, το χέρι
πα στο κατώφλι μού ’πιασε και κρένει:
«Πολλοί μας νιώθω θα χαθούν, γυναίκα,
και δε θα γύρουν πίσω στην πατρίδα,
γιατί γενναίοι φουμίζουνται κι οι οχτροί μας,
στο κοντάρι και στ’ άλογα τεχνίτες.
Να ’χεις καλά την έγνοια του σπιτιού μου,
τα γονικά μου γεροκόμιζε με αγάπη·
τη ρίζα της γενιάς μου σαν ποτίζεις,
εμέ θα θρέφεις, μάθε το, κι ας λείπω.
Και σύντας δεις το πρώτο αντρίκιο χνούδι
το πρόσωπο του γιου μας να παχνίζει,
το σπιτικό μου πια παράτα κι όποιον
ορέγεσαι άντρα διάλεξε και πάρε.
Γιατί θαρρώ ’ναι κρίμα, νέα κι ωραία
που θα κρατάς ακόμα, να μαραίνεσαι
για με, που θα ’χω τότε πια δαγκάσει
τη γης γιά στον υγρό βυθό θα λιώνω.
Μισούν το ανόργωτο χωράφι οι αθάνατοι,
που άσπαρτο, χέρσο, ανώφελα αγκαθιάζει!»
Τέτοια, στερνά, φιλώντας τη γυναίκα του
την άμοιρη, παράγγελνε ο Δυσσέας.
Κι εγώ σκυφτή τον πρόσμενα, στης χήρας
σφιχτά μαντιλωμένη την αρφάνια·
κι αξιώθηκα το γιο μου να χαρώ
με το χνουδάτο μάγουλο σαν άντρας
τις κορασιές με πόθο να κοχεύει.
Όμως εγώ, τ’ ορκίζουμαι, ποτέ μου
κορμί δεν καταδέχτηκα να φράνω
μήτε ψυχή κατώτερη του αντρός μου·
απάνωθέ μου ο μέγας ίσκιος πάντα!
Μα τώρα οι θεοί προστάζουν, κι υπακούω
Μοίρα, τυφλή κι αγέλαστη μην έρθεις·
την Αφροδίτη συντροφιά σου πάρε,
να μου διαλέξει τ’ ώριο παλικάρι,
που τυχερό ’ναι απ’ τους θεούς ν’ ανέβει
την αψηλή βασιλικιά μου κλίνη!

[...]

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τηλέμαχε, θαρρώ πως είναι δίκιο
η σεβαστή βασίλισσα να μείνει·
τους θεούς εγώ θα βιάσω ν’ αληθέψουν,
κι ο γάμος ο μοιρόγραφτος να γίνει.
Ένας μνηστήρας μένει ακόμα· κάμε,
κυρά μου, υπομονή, παρακαλώ σε!

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Ομπρός, αφέντη του σπιτιού, η σειρά σου!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Βογκά η καρδιά, κακό λες κι ανεμίζεται!
(Ο Αντίνοος δοκιμάζει και πάλι το δοξάρι τού κάκου.)

ΑΝΤΙΝΟΟΣ
Αχ, δεν μπορώ, και μάγια μου ’χουν κάμει!
Αγκάλιαστη γραφτό σου, Πηνελόπη,
στην έρμη κλίνη ακόμα να στενάζεις·
μην κλαις, και ξέρει μύριες άλλες τέχνες
η φιλαντρού θεά, και θα μας σμίξει!
(Πέφτει το δοξάρι από τα χέρια του Αντίνοου· ο Εύμαιος το αρπάζει.)
Μην παίρνεις το δοξάρι· φέρ’ το πίσω!

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Εγώ ’μαι ο νοικοκύρης και προστάζω:
Βοσκέ, του γέρου δώσε το δοξάρι,
να θυμηθεί τα νιάτα του!
(Ο Οδυσσέας αρπάζει ο δοξάρι, χτυπάει τη νευρά, κι αυτή λαλεί σα χελιδόνι. Γνέφει του Εύμαιου και του Τηλέμαχου και στέκουνται δεξόζερβά του. Ρίχνει τα κουρέλια· λάμπει σα θεός.)

ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Ο Δυσσέας!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καλώς σας βρήκα, αρχόντοι μου· πού πάτε;
Οι θύρες μανταλώθηκαν, κι αρχίζει,
γαμπροί, μες στις φαρδιές αυλές μου ο γάμος!
Ε συ γυναίκα, στη γωνιά στριμώξου,
στο ανάστα της σφαγής μπορεί η σαΐτα —
έχε το νου, κυρά — να σε λαβώσει!
Είμαι ο Δυσσέας, και το πιστό δοξάρι
με γνώρισε, στα χέρια μου χορεύει
κι όλο χαρά η νευρά χελιδονίζει!
Και στις βαριές μου φούχτες λάμπει ο θάνατος
γαλήνια, ως κεραυνός σε δίκαιο χέρι!

Νίκος Καζαντζάκης. 1964. Θέατρο. Τόμ. Α΄: Τραγωδίες με αρχαία θέματα. «Προμηθέας Πυρφόρος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Προμηθέας Λυόμενος», «Κούρος», «Οδυσσέας», "Μέλισσα". 2η έκδ. Αθήνα: Καζαντζάκη [1η έκδ.: Αθήνα: Δίφρος, 1955].


Οδυσσέας και Σειρήνες Βρετανικό Μουσείο.


Έκτωρ Κακναβάτος - Περίληψη Οδύσ
σειας

Το άλλο πιο γιαννιώτικο πιο λεπτοδουλεμένο
έλεγα περίτεχνο πως θ’ άναβε
κατάστηθα της ώχρας σαν εικονομάχος.
Πάνω σ’ αυτό σπάνε με το σεισμό οι ουσίες
κι ορμούνε τα νέα ονόματα:
γιαλός γυαλί αλίαρτος
οι κουπολάτες ρεμάλια Λαιστρυγόνων
τίς ξέρει πούθε μιλημένοι
του χαμού χύνονται του ναύκληρου
σε λίγο γύφτικα καρφιά πλάι στα μηλίγγια
του οι κάργιες·
όσο να λύσουν τις πρυμάστες πουλάνε
τ’ αζιμούθια δίχως εντόσθια σε Φοίνικες…

Κι ο άλλος,
τί κατάρτι θε μου ανάμεσα της σιωπής
τί φτισικός και τί αμίλητος
ακόμα του Λαέρτη γιος
για ένα νησί τα μάτια του πικρά του απήγανου
για κάτι άπιαστο του νου που λέει
δεν έπεσε με κουρσεμούς
ούτε με Τροίες και με Πρίαμους και φεύγει
κατά που μήτε Αχαιοί μήτε κουπιά
πορεία
ή γλάρος.

(1972)

Έκτωρ Κακναβάτος. 1981. Διήγηση. 2η έκδ. Αθήνα: Κείμενα. [1η έκδ. 1974, Αθήνα: Συντεχνία]. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα: Άγρα.

Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες, ρωμαϊκό ψηφιδωτό.



Ιάκωβος Καμπανέλλης - Οδυσσέα γύρισε σπίτι

(απoσπάσματα)

[...]

ΕΥΑΝΔΡΟΣ

Οι γιατροί πιστεύουν πως οφείλεται στη σύγκρουση ενός υπερτροφικού εγωισμού με το βασικό σύμπλεγμα κατωτερότητος. Το αποτέλεσμα είναι να τους κολλάει πως είναι Ναπολέοντες, Καίσαρες, Χίτλερ, Στάλιν. Αυτός ο δυστυχισμένος πιστεύει πως είναι ο Οδυσσέας.(Στον Ελπήνορα). Εξοχότατε, είμαι της γνώμης να χαιρετήσουμε το γεγονός. Αποκτήσατε και τους τρελούς σας. Ορόσημο, ότι περνάτε στην αθανασία. Ζήτω ο Οδυσσέας!

ΟΛΟΙ

Ζήτω!...

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δεν είμαι ο Οδυσσέας εγώ; Πού είναι η ταυτότητά μου; (Ψάχνεται). Μου κλέψανε και την ταυτότητά μου!... (Στην Κίρκη). Κι όμως έχω αποδείξεις ατράνταχτες... (Χώνει το χέρι του στην τσέπη και βγάζει ένα αλογάκι, κάτι σαν παιχνίδι παιδικό). Βλέπεις αυτό τ’ αλογάκι; Μ’ αυτό κερδίσαμε τον πόλεμο... Κουρδίζει το ελατήριο έτσι, έτσι, έτσι... (Γονατίζει) και γίνεται το θαύμα. (Αφήνει τ’ αλογάκι και λέει): Το βλέπεις; Τώρα θα σταματήσει... μια μικρή πορτίτσα που είναι στην κοιλιά του θ’ ανοίξει και θα βγούνε οι Έλληνες... Βλέπεις; Είναι το έργο μου, είναι ο Δούρειος Ίππος. Χάρη σ’ αυτό μπορούμε τώρα να παίζουμε κουμ καν, να ’χουμε έπιπλα, πιάνα. Βεβαιώθηκες τώρα; (Γυρίζει να δει τους άλλους. Έχουνε κάνει κύκλο με την ΚΙΡΚΗ στη μέση έτσι που ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ βλέπει μόνο τις πλάτες τους. Τα όσα λένε ακούγονται σαν ένας βόμβος). Ώστε δεν είμαι πια ο Οδυσσέας; Και τότε ποιός είμαι παρακαλά...; Μπορώ να μάθω ποιός είμαι; (Φεύγουν συνεχίζοντας να μιλάνε και να γελάνε όλοι μαζί).


ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Είμαστε χαμένοι, κύριε Ναύαρχε.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σώπα...

ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Δε σε πιστεύουνε...

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σώπα... είναι ανάγκη να σκεφτώ. Μηδέν τα λόγια, μηδέν οι αποδείξεις, σκουπίδια όλα, παλιόχαρτα, καπνός...

ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Πού είναι που σε λατρεύουνε;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σώπα, είναι ανάγκη να σκεφτώ...!

ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Τώρα πώς θα γυρίσουμε;

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Με βγάλανε τρελό;

ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Γι’ αυτό τρέμω, γιατί άμα σου βγει τ’ όνομα...

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Είν’ εύκολο να με βγάλουν τρελό, αλλά είναι αδύνατο των αδυνάτων να με αντικαταστήσουν.

ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Μα αφού φτιάξανε κιόλας δικό τους Οδυσσέα...!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σώπα σου λέω! Σκέφτομαι!

ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Πάμε να φύγουμε.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ένας Οδυσσέας αυτός κι ένας εγώ δύο. Δεν το καταλαβαίνεις πως δεν πρέπει να το κουνήσω από δω; (Μπαίνουν τρέχοντας δυο φωτογράφοι).

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ

Πού είναι...; Ο Οδυσσέας πού είναι;

ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

(Δείχνοντας προς το βάθος). Εκεί. (Πριν καλά καλά φύγουν οι φωτογράφοι ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ορμά στον ΛΥΣΣΑΝΔΡΟ και τον αρπάζει απ’ το λαιμό).

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πού είναι ο Οδυσσέας; Ε; Άπιστε, άτιμε, προδότη, πού είναι ο Οδυσσέας;

ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ

Εδώ... Εδώ... Εδώ...

[...]


ΝΙΚΙΑΣ

Καλό σας βράδυ εξοχότατε! Περιμένω από ώρα να σας βρω μονάχο.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ποιός είσαι;

ΝΙΚΙΑΣ

Νικία με λένε. Δουλεύω εδώ στ’ ανάκτορα, ταΐζω τα περιστέρια στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Και τί μ’ ενδιαφέρει τί κάνεις;

ΝΙΚΙΑΣ

Ίσως να σας ενδιαφέρει το ότι ξέρω καλά ποιός είστε.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ξέρεις καλά ποιός είμαι;

ΝΙΚΙΑΣ

Πάρα πολύ καλά! (Παύση).

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(Σε άλλο τόνο). Και ποιός νομίζεις πως είμαι;

ΝΙΚΙΑΣ

Χαίρε, Οδυσσέα Λαερτιάδη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Λάθος! Είμαι ο κύριος «μπάτε σκύλοι αλέστε».


ΝΙΚΙΑΣ

Κοίταξέ με καλά στα μάτια. Να ’ξερες πόσα μου θυμίζεις...!


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Από μέσα σε στείλανε;


ΝΙΚΙΑΣ

Είμαι ο Νικίας από τη Σάμο. Τον καιρό του πολέμου κατατάχτηκα εθελοντής και ήρθα στην Τροία. Εκεί σε γνώρισα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δε μπορώ να θυμάμαι όλο τον κόσμο.

ΝΙΚΙΑΣ

Ήσουν ο Οδυσσέας! Ενώ εγώ ήμουν μια φωνούλα στο ανώνυμο πλήθος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Καλύτερα. Όταν φτάσει κανείς τόσο ψηλά, την παθαίνει απ’ τις απομιμήσεις. Δες τί απόμεινα! Ένα τεράστιο τίποτα.

ΝΙΚΙΑΣ

Ένα συγκλονιστικό τίποτα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Καλοσύνη σου!


ΝΙΚΙΑΣ

Δεν τη χρειάζεσαι.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Φαίνεσαι τίμιος άνθρωπος!

ΝΙΚΙΑΣ

Το κατά δύναμιν.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Θα ξέρεις τί έγινε!


ΝΙΚΙΑΣ

Ξέρω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τα καθάρματα. Εσύ πολέμησες στην Τροία, νίκησες, τους εξασφάλισες μια καλοθρεμμένη ειρήνη, και ποιό είναι το ευχαριστώ; Σε διορίσανε να ταΐζεις τα περιστέρια! Όσο για μένα με βγάλανε και τρελό από πάνω!

ΝΙΚΙΑΣ

Γι’ αυτό ήρθα, να σε ρωτήσω αν μπορώ να σε βοηθήσω.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δώσε μου να σου σφίξω το χέρι. Κι όταν όλα διορθωθούν, θα δεις σε τί πόστο θα σε διορίσω εγώ.

ΝΙΚΙΑΣ

Δε θέλω τίποτα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μην επιμένεις.

ΝΙΚΙΑΣ

Δε μου λείπει τίποτα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τη θυμάσαι την Τροία που κάψαμε;

ΝΙΚΙΑΣ

Προ πάντων εσένα...

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Στην Τροία που κάψαμε καήκαμε πρώτοι εμείς. Ήσουν έφεδρος αξιωματικός;


ΝΙΚΙΑΣ

Απλός στρατιώτης. Πάνω στα τρία χρόνια υπηρεσίας με κάνανε λοχία.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πεζοναύτης ήσουν;


ΝΙΚΙΑΣ

Στο τρίτο τάγμα μηχανικού. Και μια μέρα ήρθα και σου ζήτησα ακρόαση.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σε δέχτηκα;

ΝΙΚΙΑΣ

Σου έφερα κάτι σχέδια να δεις...

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(Ταραγμένος). Σχέδια;

ΝΙΚΙΑΣ

Και μια μικρή μακέτα... ένα τόσο δα αλογάκι...

(Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ οπισθοχωρεί).

ΝΙΚΙΑΣ

Ήταν μια ιδέα για το Δούρειο Ίππο. Μόλις τα είδες ενθουσιάστηκες, μου είπες να ξαναπεράσω σε δέκα ημέρες. Εν τω μεταξύ θα τα είχες εισηγηθεί στο πολεμικό συμβούλιο. Πριν όμως περάσουνε δέκα μέρες, τοποθετήθηκα λιμενοφύλακας στη Λήμνο... (Παύση).

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

...Άκου να σου εξηγήσω...

ΝΙΚΙΑΣ

Δε διαμαρτύρομαι... (Παύση).

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

(Σαν κάτι να τον πνίγει). Δεν είμαι κλέφτης... Το έκανα για το καλό μας! Έπρεπε να το κάνω!

ΝΙΚΙΑΣ

Φυσικά... φυσικά...

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Αν έλεγα πως η ιδέα ήταν ενός απλού στρατιώτη, κανείς δεν θα την έπαιρνε σοβαρά! Εσύ, βέβαια, μπορείς τώρα να μου πεις «μα κύριε Οδυσσέα, αν το ’λεγες μετά την εφαρμογή και το θρίαμβο, όλοι τους θα τιμούσαν τον απλό στρατιώτη». Σωστό. Αλλά ήταν αργά πια. Όλοι πιστεύανε πως ήταν δική μου ιδέα. Ήμουν ηγέτης. Η αλήθεια θα κλόνιζε το γόητρο ολόκληρης της ηγεσίας και ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει.

ΝΙΚΙΑΣ

Δε διαμαρτύρομαι. Σκοπός μας ήταν να νικήσουμε. Το αν η δόξα για το Δούρειο Ίππο πήγε σ’ ένα στρατάρχη αντί σ’ ένα λοχία αυτό είναι δευτερεύον, αφού έτσι γίνεται πάντα. Έτσι κι αλλιώς, κράτησα την κρυφή χαρά πως ήταν δικό μου έργο και πως πέτυχε. Νά, όπως τώρα που ξέρεις πως εσύ είσαι ο Οδυσσέας, ενώ ο άλλος είναι μία μεγάλη απάτη.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τί πικρό! Και τώρα ήρθες να με βοηθήσεις;

ΝΙΚΙΑΣ

Αν δε σε βοηθήσω εγώ, ποιός θα σε βοηθήσει;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μα σ’ έχω κλέψει...!

ΝΙΚΙΑΣ

Λόγια. Πάντα κάποιος κλέβει τον άλλον και η ζωή πάει κλέβοντας.

[...]

Ιάκωβος Καμπανέλλης. 1979. Θέατρο. Τόμος Β΄: «Το Παραμύθι χωρίς Όνομα», «Βίβα Ασπασία», "Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι". Αθήνα: Κέδρος.


Η σφαγή των μνηστήρων από τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο, το 330 π.Χ., Λούβρο


Γιάννης Κοντός  - Ανακεφαλαιώνοντας

Ανακεφαλαιώνοντας: η πάνινη μπάλα
που κλοτσάμε όλη νύχτα είναι το μάτι
του Κύκλωπα. Θα ξυπνήσει, θα φορέσει
το μάτι του, θα μας φάει.

Γιάννης Κοντός. 1982. Τα οστά. Αθήνα: Κέδρος.

Πιντουρίκκιο, Η Πηνελόπη και οι μνηστήρες 


Χλόη Κουτσουμπέλη - Κίρκη και Ναυσικά

Όχι ποτέ δεν ερωτεύτηκε την Κίρκη ο Οδυσσέας.
Πρώτον για γυναίκα έπινε πολύ.
Ύστερα ήταν το θέμα με τις μεταμορφώσεις.
Άδικα αυτή ισχυριζόταν
πως μπορεί κάποιος να γίνει μόνον
αυτό που πιο πολύ φοβάται
και πως το μόνο που έκανε η ίδια
ήταν να σπάει το εκμαγείο
για να απελευθερώσει το ζωντανό κορμί.
Τέλος έφταιγε που ήταν μάγισσα.
Όμως πανσέληνος το σύμπαν της γυναίκας.
Βελούδινο όπως μια μαύρη γάτα.
Πότε ορχιδέα πότε ρόδι.
Κουβάρι από κλωστές που σπαν συνέχεια
όπως οι χορδές μιας λύρας μες στον Γαλαξία.
Ούτε όμως την Ναυσικά ερωτεύτηκε.
Την άφησε μόνη της να παίζει με δεμένα μάτια
με άσπρο φόρεμα και κοντά καλτσάκια
σε ένα ακρογυάλι με τις φίλες της τυφλόμυγα.
Όχι δεν ερωτεύτηκε ποτέ
ούτε την μία ούτε την άλλη ο Οδυσσέας.
Και ούτε βέβαια ποτέ του υποπτεύτηκε.
Πως Κίρκη και Ναυσικά
ήταν δύο από τα πρόσωπα της Πηνελόπης.

Mercury Ordering Calypso To Release Odysseus, Gerard de Lairesse



Μιμίκα Κρανάκη - Φιλέλληνες

Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας

(απόσπασμα)

Ω "Η Οδύσσεια του διαστήματος"

[...]

Αν η περεστρόικα του 2001, ο «έτερος πλους», ξεκινήσει γρήγορα, μπορεί η θανατοκρατία του πολιτισμού μας να απορροφηθεί σιγά σιγά από το σύμπαν. Αν όμως η αυτοκαταστροφή του ανθρώπου συνεχιστεί, τότε η κατά Μάρκον Αποκάλυψις γίνεται πολύ πιθανή όχι τόσο λόγω πυρηνικού πολέμου, αν και το ενδεχόμενο δεν αποκλείεται καθόλου. Ποιός θα εμποδίσει τους ντεσπεράντος του Τρίτου Κόσμου, τους Σαμψών, να βάλουν φόκο στο τελευταίο πυροτέχνημα με το παλιό εκείνο «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των άλλων φίλων»; Πιθανότερη μου φαίνεται η πυρηνική ειρήνη: τα τελευταία δέκα χρόνια, τα δάση, οι πνεύμονες της γης, μειώθηκαν κατά το ήμισυ. Όσο για τη Νεκρά Θάλασσα που εξακολουθεί να λέγεται Μεσόγειος, το γαλάζιο άπειρο που κι ο ίδιος ο θεός είδε «ότι καλόν» μόλις το ’πλασε, αργοπεθαίνει από ασφυξία και γίνεται, με τον καιρό, σκουπιδώνας. Το νερό, ο αέρας, το φως σώνονται, κι η ημιτελής συμφωνία της γης και του ανθρώπου μπορεί, από στιγμή σε στιγμή, να διακοπεί για πάντα. Και τότε; Τότε αρχίζει η κατά Μάρκον Αποκάλυψις, το σενάριο της καταστροφής.

«Ο-κόσμος-της-Δύσης-θα-σημάνει-τη-δύση-του-κόσμου» θα πει τότε ο νέος Μαρξ. Θα παρακολουθήσουμε απ’ την πολυθρόνα μας τ’ ολοκαύτωμα στο CNN, όλοι οι τηλεθεατές του κόσμου το ίδιο θέαμα, την ίδια στιγμή, απ’ τη δορυφορική τηλεόραση. Και θα μείνουν ανοιχτές οι τηλεοράσεις πολύν καιρό μετά την Αποκάλυψη, θα μιλάνε μοναχές τους, χωρίς θεατή, χωρίς ψυχή ζώσα ούτε καν τα μυρμήγκια τα σκληροτράχηλα...

Δε θα βρεθεί πια ούτε κρατήρας ούτ’ ηφαίστειο ν’ ακουμπήσουμε στην άκρη τα σανδάλια μας, να λεν εδώ κάποτε χάθηκε ο Εμπεδοκλής ή αποδώ πέρασε κάποτε ο αϊ-Βασίλης. Δε θα μείνει ούτ’ ένας Νεύτωνας να βγάλει τη φόρμουλα της Αποκάλυψης, αφού θα γίνει ο ίδιος φόρμουλα, χους και τέφρα και καπνός. Ούτε καν. Κι όλη η γης ένα πελώριο κρεματόριο δίχως πτώματα να θυμίζουν κάπως σχήμα ανθρώπου. Και θα χάσουμε, αχ, και τους νεκρούς που αγαπήσαμε, που αγαπάμε, τούτη τη φορά οριστικά πια, αφού κανένας δε θα μείνει πίσω να τους θυμάται. Γιατί ώς τώρα η ζωή δεν τέλειωνε καθόλου με τον θάνατο, κανένας άνθρωπος νεκρός ή ζωντανός δεν είχε πει την τελευταία του λέξη, περίμενε, περίμενε να βάλει τελεία στο κείμενό του, να πάρει κάποτε η ζωή του κάποιο νόημα. Κι αυτό όχι επειδή η ψυχή μου είν’ αθάνατη, θα πάει στον παράδεισο ή και στην κόλαση ή κάτι τέτοιο ή θα κρυφτεί στο σώμα του ελέφαντα ή του κροκόδειλου ώσπου να βρει την τέλεια μορφή της. Όχι. Είν’ επειδή μετά από μένα, κάτι, κάποιος, ένα δώρο μπορεί ν’ αλλάξει αναδρομικά τη μοίρα των ανθρώπων, έχει συμβεί συχνά, κάποιος απόγονος δικός μου, λόγου χάρη, μπορεί να βρει το φάρμακο του έιτζ, και δικαιώνεται και μένα που τον γέννησα η φτωχικιά ζωή μου. Μπορεί μπορεί μπορεί Μπορούσε. Τώρα όμως; Η γης άρχισε να μας ξερνάει οργισμένη. Από καιρό ξεφλούδισε απ’ την ανθρωπότητα σα δέρμα θερινό, ξεροψημένο, και μια μεγάλη αιμορραγία γέμισε την υφήλιο φιλέλληνες μιλιούνια κι έγινε πλάνη ο πλανήτης κι άθυρμα κι είμαστε έτοιμοι προς άπαρσιν για το τελευταίο ταξίδι. Θυμάσαι πόσο εφήμερη τυχαία ανυπόστατη είχ’ η ζωή μας γίνει πριν φύγεις, Κυριάκο; Δε φτούραγε. Δεν αντέχει, δε βαραίνει καθόλου. Πούπουλο. Μια κι έξω. Ο άρρωστος είναι πια στα τελευταία του. Αργά ή γρήγορα όλ’ οι φιλέλληνες του κόσμου θ’ απογειωθούνε κι ήσυχα ήσυχα πορεύονται και φτάσανε στο τέλος χωρίς να καταλάβουν πώς. Τί γρήγορα που νύχτωσε και πόσο λίγο ζήσαμε οι άνθρωποι! Πότε γράφτηκε η Ιλιάδα, η Οδύσσεια, η Ορέστεια, πότε στον Μαραθώνα νενικήκαμεν. Μόλις χτες, τί λέω; σήμερα, κι έκλεισε ήδη η παρένθεση. Τέλειωσε η παράσταση, η αυλαία πέφτει και μήτε θεατής θα μείνει να χειροκροτήσει μήτε και ραψωδός να πει την ιστορία παρακάτω. Σκέψου τον μόχθο των ανθρώπων, τριακόσια τόσα εκατομμύρια αιώνες για ν’ ανεβάσουν μια φορά αυτό το έργο, την ιστορία τους, πλήθος άγνωστοι στρατιώτες, μυρμηγκιά ατέλειωτη από αφανείς και ταπεινούς, πόση ζωή αδικαίωτη. Δεν ξέρω τί κάναν οι διπλόδοκοι δεινόσαυροι κι άλλα μαμούθ, μα το άπτερον δίπουν που ονομάστηκε άνθρωπος, κείνος ο μαδημένος πετεινός, από γεννησιμιού του εμόχθησε ζει πεθαίνει αγωνίζεται σκοτώνεται ιδρώνει ονειρεύεται αγαπάει γεννοβολάει δουλεύει δουλεύει δουλεύει να δώσει στο χάος κάποιο σχήμα, κάποιο νόημα. Γενιές γενεών μάταια ζήσαν και πεθάναν μες στο παράπονο και το γιατί, στρατιές νεκρών προσμένουν μια δικαίωση, να μην πάει άδικα το πέρασμα στη γη. Βλέπεις, Κυριάκο, για μας τους μακαρίτες μαρξιστές, η μετά θάνατον ζωή δε βρίσκεται κάθετα, στον ουρανό, βρισκότανε στο μέλλον, στον ορίζοντα. Εκεί χτίζονταν άλλοτε, με τον καιρό, η αληθινή κατοικία του ανθρώπου, στο χώρο της ελπίδας κι η δουλειά της εξημέρωσης του κόσμου χρειάζεται καιρό πολύ πολύ πολύ

Τώρα όμως που μέλλον δεν υπάρχει, που δεν προφταίνουμε γιατ’ είναι πια αργά; Μπορεί να κοπεί ξάφνου στη μέση η περιπέτεια του ανθρώπου, να σταματήσει σαν παλιά ταινία κινηματογράφου, να χαθεί σαν τη δεκάρα που έριξες στον αέρα, κορόνα ή γράμματα, κι έγινε άφαντη και χάθηκε απ’ τα μάτια σου καταμεσής του δρόμου; Ναι, μπορεί. Τόσο μίσος, τόση βία, τόσο τεράστιο κεφάλαιο θανάτου που μαζεύτηκε από καταβολής κόσμου, μπορεί να τινάξει το σύμπαν στον αέρα ακαριαία; Ναι, μπορεί. Ό,τι γεννιέται πεθαίνει, ό,τι άρχισε τελειώνει, έτσι λέει η Κατίνα. Και κάθε ζωή δεν είναι, μήπως, μια Οδύσσεια, με την ίδια πάντα Ιθάκη, το θάνατο; Μόνο που τώρα πια στο χείλος του αιώνα, μήτε Ιθάκη θενά βρεις μήτε και Πηνελόπη, που έσβησε όσο εσύ πολέμαγες για την Ελένη, μήτε τον σκύλο τον πιστό σου. Τίποτα, τίποτα, ακριβώς όπως στον Αιώνιο Αδάμ του Ιουλίου Βερν. Ο εν ύδασι την γην κρεμάσας καταπόντισε κάθε ίχνος στεριάς στα βάθη των Ωκεανών κι έμεινε μόνο το νερό και τίποτ’ άλλο, πόντος αχανής όπου, άθυρμα κι έρμαιο, ταλαντεύεται το μεθυσμένο καράβι των τελευταίων ναυαγών. «Κι αυτό θα περάσει», όπως μας το ’λεγε η ταβέρνα του Σαββατοκύριακου με ροζ και πράσινα γράμματα απ’ το τετράδιο της καλλιγραφίας, πάνω απ’ την εξώπορτα, το μαράζι της πατρίδας και της ξενιτιάς, μια και δεν θα υπάρχει το «αλλού». Μήπως και το εκ γενετής νόσημα του ανθρώπου, η ζωή, μήπως κι αυτό δεν περνάει; Λοιπόν;

Νά, ήδη οι πρώτοι άποικοι, φλογεροί εραστές του απείρου, φιλέλληνες του Διαστήματος, ήδη κίνησαν ν’ ανιχνεύσουν τ’ άστρα της ουτοπίας. Είναι ήλιοι κι άλλοι ήλιοι· κι άλλοι άλλοι ήλιοι στο στερέωμα κι άπειρα πιο μεγάλα από τούτο και φεγγάρια κι ουρανοί, όπου μήτε τ’ όνειρο δεν έφτασε ακόμα. Λοιπόν; Τί τον λυπάσαι τούτον το γέρικο πλανήτη μας, τον κουρασμένο, όλο ζάρες και ρυτίδες, Αργοναύτη, και τη γκριμάτσα της κακιάς μάγισσας; Άπωσον και πτέρωσον. Έχει γούστο, λέει, να βρίσκεται εκεί πάνω, όχι, εκεί κάτω, τέλος πάντων εκεί πέρα, η ουτοπία των φιλελλήνων, έχει γούστο να μας περιμένουν πλήθος αδερφές ψυχές απανθρακωμένες, πατριώτες να μας υποδεχτούνε: «Ο δόκτωρ Λίβινγκστον, αν δεν απατώμαι;» Μα κι αν ακόμα τύχει και βρεις συντρόφους καρβουνάνθρωπους, θυμήσου, Αργοναύτη, πως κάρβουνο και στάχτη και σύμπαν και μηδέν, δικά σου έργα είναι. Χωρίς εσένα μήτε το τίποτα υπάρχει. Κι τί βιβλίο θα ’παιρνες μαζί σου, που να τα περιέχει όλα εκεί στο άπειρο; Κανένα. Και τί θα κάνεις, ταξιδιώτη, την τελευταία στιγμή πριν φύγεις; Θα φωνάξω: «Όχι»!


«Ladies and gentlemen, ο κυβερνήτης και το πλήρωμα σας καλωσορίζουν. Ευχαριστούμε που διαλέξατε την πτήση μας και σας ευχόμαστε ένα ευχάριστο ταξίδι.

Στη θήκη του καθίσματός σας υπάρχουν χρήσιμες οδηγίες για τα εφόδια και τους τρόπους διασώσεώς σας. Στο σκάφος υπάρχουν τέσσερες έξοδοι κινδύνου με κόκκινες ενδείξεις. Βεβαιωθείτε ότι η ράχη του καθίσματός σας είναι ορθή και η ζώνη ασφαλείας σας δεμένη.

»Όταν ανάψει η φωτεινή επιγραφή, σβήστε τα τσιγάρα σας, σβήστε τα όλα κι ετοιμασθείτε για την απογείωση.

»Πετάμε πάνω από...

Μιμίκα Κρανάκη. 1998. Φιλέλληνες. Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας. 2η έκδ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. [1η έκδ.: 1992, Αθήνα: Ίκαρος.]


Odysseus And Polyphemus, Arnold Boecklin


Θανάσης Κωσταβάρας - Η κάθοδος στον Άδη

οἳ πολλοὶ περὶ βόθρον ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος
θεσπεσίῃ ἰαχῇ· ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.

ΟΔΥΣΣΕΙΑ λ 42–43
Δεν ήταν το μαύρο καράβι που ερχόταν από την άλλη όχθη να με περάσει απέναντι.
Ούτε η γνώμη του σκοτεινού μάντη που ζητούσα κατεβαίνοντας λίγο λίγο στον ύπνο.
Ψάχνοντας μέσα στο πλήθος που με κοιτούσε με μάτι αιμάτινο τρίζοντας
όπως οι νυχτερίδες.

Απάνω, ο κόσμος μέσα στην πάχνη, όπως τον είχαμε αφήσει στη μέρα που έφυγε.
Και τα σπίτια έτσι όπως τα ζήσαμε.
Κι οι δρόμοι που αγαπήσαμε, οι δρόμοι που είχαμε περπατήσει
για να φτάσουμε εκεί όπου δεν έχει νερό η πηγή, δεν έχει ο σύντροφος μνήμη
δεν έχει δροσερή φωνή ν’ αποκριθεί
τραγούδι ήμερο να τραγουδήσει.

(Τόσους πολλούς, στ’ αλήθεια δεν πίστευα
πως είχε ο θάνατος κερδίσει.)

Κι ούτε η λύπη θα μπορούσε μόνη της κάτι να πει
ούτε το κλάμα να λησμονήσει όλα όσα έγιναν
κι όλα όσα θα ’πρεπε να είχαν συμβεί.
Πριν να βουλιάξουν στην άγρια νύχτα την αγεφύρωτη.

Μόνο η τυφλή μάζα σαλεύοντας γύρω απ’ τη γούρνα.
Πίνοντας μαύρο αίμα.
Τόσοι και τόσοι, αμέτρητοι άνθρωποι.
Άνθρωποι με σοφία και γνώση
άνθρωποι που ήξερα πως δεν τους είχε δεχτεί ακόμα το χώμα
άνθρωποι που τους πίστεψαν πολλοί.
Θαυματοποιοί, ρήτορες, ποιητές, λεξιλάγνοι, πολέμαρχοι.
Κι ακόμα, αυτοί που τόλμησαν και μάτωσαν κάποτε.
Αυτοί που στην άκρη στο μάτι τους γυάλισε κάποιο δάκρυ.

Όλοι ένα ανήσυχο σμάρι βουίζοντας σαν τις μύγες
και σαν τα θυμωμένα φίδια σφυρίζοντας.

Κι ούτε φτερούγα πάνω τους
ούτε πέρα απ’ τα θολωμένα μάτια τους
μια τρυφερή στιγμή.

Πάρεξ τα χέρια της νιότης, κάπου χτίζοντας την αγάπη.

Κι ήταν αυτή η μόνη ελπίδα
μέσα σε τόση λύπη, σε τόση φρίκη και σε τόση απόγνωση.

Κι έτσι ανεβαίνοντας την κρυφή σκάλα της, έβγαινα λίγο λίγο απ’ τ’ όνειρο.
Τσακισμένος κι όμως ξαλαφρωμένος.
Κρατώντας μέσα μου τη μόνη πίστη
που μπορούσε από κει και πέρα να με στηρίζει.
Τη μόνη δυνατή κι αρυτίδωτη.

Γιατί τώρα ήξερα.
Ήξερα πως δεν έχει τέλος και δείλιασμα η αγάπη.

Κι ήξερα πως μόνον η αγάπη μπορεί
ν’ ανθίζει πέρα κι απ’ τη ματαιότητα.

Θανάσης Κωσταβάρας. 1990. Κήποι στον παράδεισο. Αθήνα: Καστανιώτης.

Odysseus And The Sirens, Alexander Bruckmann


Τάσος Λειβαδίτης - Ραψωδία 25η

(απόσπασμα)

[...]
Ω, διαλεκτική, σαν τους παλιούς θαυματοποιούς,
που αλλάζαν ένα πλήθος φτωχών θεατών
σ' έναν λαό από γέλια παντοδύναμα,
αστρονομία, που σαν την τρυφερή μητέρα, ακουμπάς κάτω απ’ το Χάος
ένα ήρεμο παιδικό προσκέφαλο,
ηλεκτρονική φυσική, βασανιστική ερωμένη μου,
αυτοί οι πολύπλοκοι δοκιμαστικοί σωλήνες είναι πιο πολύτιμοι για τη ζωή
κι απ’ τα ίδια τ’ άντερά μας,
οι εξισώσεις
σα μεγάλες τριήρεις οδηγούν σε άσφαλτο δρόμο πια
τον κουρασμένο Οδυσσέα — πιο εκεί, ακόμα πιο εκεί,

πάντα πιο εκεί,
κι ω, εσύ, ερχόμενη Αγνότητα, πιο μεγάλη απ’ όλο το Σύμπαν.

Αιώνες ταξίδεψα, βυθίστηκα στο Άπειρο
όπως μέσα στα ξάστερα λαγόνια μιας γυναίκας — κι έφτασα
μέχρι εκεί, πιο εκεί, πιο εκεί, πάντα πιο εκεί,
εκεί, που το Σύμπαν στηρίζεται πάνω στο Άσκοπο,
σαν ένα αρμόνιο
πάνω στο ρύγχος ενός γουρουνιού. Αυτό το Άσκοπο εγώ το
πολέμησα
με την αδερφοσύνη
και τα ποιήματα.

[...]

Τάσος Λειβαδίτης. 1993. Η 25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάσος Λειβαδίτης. 2015. Ποίηση 1 (1950–1966). Αθήνα: Μετρονόμος [1η δημοσίευση: 1963, περ. Επιθεώρηση Τέχνης].


The Meeting Of Odysseus And Nausicaa, Jacob Jordaens


Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος - Λόγια στην Καλυψώ

(απόσπασμα)

Χ

Όπως τα δάση μακρινά τα μάτια σου

Ανάμεσα σε σένα και σε μένα
τα δάκρυα που δεν είναι πια δικά μου.
Λόγια που δεν τα πίστεψα στην ώρα τους
και τα πιστεύω τώρα που κανείς δεν τα πιστεύει
στολές που δεν τις φόρεσα στη δόξα τους
και τις φοράω τώρα κουρελιασμένες
— ένας συνταξιούχος ναύτης που τον ζαλίζει το φεγγάρι.
Πούλησα τον παπαγάλο μου για ένα τρανζίστορ
όλη τη νύχτα ταξιδεύω στα βραχέα.

Δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα
γιατί σαπίσαν στην καμπίνα μου τα φρούτα που μου χάρισες
γιατί έχασα όλες σου τις φωτογραφίες κι όλους σου τους όρκους
— τί να την κάνω τώρα την πατρίδα;
όλη τη νύχτα ταξιδεύω στα βραχέα.

Δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα
είμαι νεκρός μες στα τραγούδια που έρχονται,
μην ψάχνεις πια για μένα
είμαι νεκρός ανάμεσα στα χείλη σου
είμαι νεκρός από καιρό μην ψάχνεις πια για μένα.

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. 1991. Υπό ξένην σημαία. Ποιήματα (1967–1987). Αθήνα: Ύψιλον. [α΄ δημοσίευση: 1981, περ. Σημειώσεις.]


Athena Appearing To Odysseus To Reveal The Island Of Ithaca,Giuseppe Bottani


Γιόζεφ Μπρόντσκι - Ιθάκη

Να γυρισεις πίσω ύστερα από είκοσι χρόνια
να βρεις στην άμμο χνάρια απ’ τα γυμνά σου πόδια
κι ο σκύλος σου ν’ αρχίσει ν’ αλυχτά
από αγριάδα. Όχι από χαρά.

Βγάλε τα ιδρωμένα σου κουρέλια, είναι μια κάποια λύση.
Η δούλα σου νεκρή, την ουλή σου δεν θ’ αναγνωρίσει.
Και την πιστή συμβία που ‘λέγαν ότι σε προσμένει
δεν θα τη βρεις. Σε όλους είναι πια δοσμένη.

Μεγάλωσε και ο μικρός σου γιος και ψάχνει το ταξίδι,
σε κοιτάζει λες κι είσαι σκουπίδι.
Η γλώσσα που τριγύρω σου μιλάνε
σαν ξένη μοιάζει που κάποιοι την πουλάνε.

Μην είν’ άλλο το νησί, και το λιμάνι άλλο;
Ή μήπως ειν’ το μάτι σου που όλα τ’ αηδιάζει.
Ένα κομμάτι γης που ορίζεις, μικρό όχι μεγάλο,
το κύμα θα το βρέχει κάθε που βραδιάζει.

(Ρώσοι ποιητές 20ου αιώνα ανθολογία, εκδ. Μεσόγειος)





Ulysses at the court of Alcinous, Francesco Hayez



Στέλιος Ξεφλούδας - Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη

(αποσπάσματα)

[...] Με συγχωρείτε, τόση ώρα σας μιλώ και ξέχασα να συστηθώ. Όμως, σας προειδοποίησα, εδώ έχουμε καταργήσει τους τύπους. Ονομάζομαι Οδυσσέας. Μπορούσε να λέγομαι Πλάτων ή Αλέξανδρος. Τα ονόματα είναι ολωσδιόλου άσχετα μ’ αυτό που είμαστε ή δεν είμαστε. Πάντως είναι πολύ ενοχλητικό να έχει κανείς ένα γνωστό όνομα. Βλέπω ότι αρχίσατε να με κοιτάζετε περίεργα. Σα να είμαι ένα πρόσωπο μυθιστορήματος που διαβάζετε τ’ όνομά του στην πρώτη ή την τελευταία σελίδα, μια σκέψη του, μια πράξη του κι ερεθίζεται η περιέργειά σας να γνωρίσετε τη ζωή του, τις σκέψεις του, τις πράξεις του, τα πάθη του, τις αδυναμίες του. Σας δικαιολογώ απόλυτα. Πάντα βρίσκει κανείς κάτι από τον εαυτό του στα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος. Η περιέργειά σας με κολακεύει. Έπειτα δεν είναι ανάγκη να σας πω ότι η ζωή και του πιο ασήμαντου προσώπου έχει κάποιο ενδιαφέρον. Είμαι λοιπόν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να κατοικεί σ’ οποιοδήποτε μέρος της γης, ακόμα και στην Ιθάκη, ευτυχώς ένας άνθρωπος και προσθέτω, γιατί αυτό μπορεί ακόμα να σας ενδιαφέρει, ότι δεν είναι πολύς καιρός που γύρισα από τον πόλεμο, από έναν οποιοδήποτε πόλεμο. Όμως ίσως η Ιθάκη να είναι ένα νησί φανταστικό, ανύπαρκτο, που το νειρευόμαστε, και το ταξίδι της επιστροφής, το θέαμα κι η γνώση του κόσμου. Πάντως, αγαπητέ μου Κύριε, δεν έχω καμιάν αντίρρηση να ικανοποιήσω την περιέργειά σας. Τί περίεργο αλήθεια να μην κατορθώνουμε να κρατήσουμε κανένα μας μυστικό μόνο για τον εαυτό μας! Είστε άλλωστε ένας άνθρωπος, μην το θεωρήσετε κολακεία, που μου γέννησε, από την πρώτη στιγμή, εμπιστοσύνη. Μπορεί λοιπόν να μιλήσω ελεύθερα μαζί σας. Συνήθως προσπαθώ να γνωρίσω τους άλλους προσφωνώντας τους με κάποιον υποθετικό τίτλο κι ανάλογα με τις αντιδράσεις που παρουσιάζουν, βγάζω τα συμπεράσματά μου γι’ αυτούς. Με σας, είδατε, δε συνέβη το ίδιο. Η ιστορία μου, σας αφήνω ελεύθερο να την πιστέψετε ή να μην την πιστέψετε. Δεν μπορώ να σας βεβαιώσω ότι είναι αληθινή ή φανταστική. Σε καμιά αληθινή ιστορία δε γνωρίζουμε πού τελειώνει η αλήθεια και πού αρχίζει η φαντασία. Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή. Προσέξτε, ο παπαγάλος σάς κοιτάζει περίεργα. Είναι έτοιμος να σας καλωσορίσει. Ακούσατε; Δεν πρόκειται να βγάλει από το στόμα του άλλη λέξη, είναι λιγόλογος και διακριτικός όπως κι οι άνθρωποι αυτής της πολιτείας. Άλλοτε ήταν ανήσυχος, νοσταλγούσε τη μακρινή του πατρίδα, έδινε την εντύπωση ότι μονολογούσε. Έπειτα είδε ότι κανείς πια δεν τον πρόσεχε και σώπασε. Φαίνεται πέρασε η μόδα του εσωτερικού μονόλογου, αν κι ο καθένας σ’ όλη του τη ζωή δεν κάνει άλλο παρά να εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο. Ίσως θα μου πείτε, δεν τολμάμε πια να εξομολογηθούμε στους ανθρώπους και μας μένει μόνο ο Θεός για ν’ αποκαλύψουμε, χωρίς φόβο, τον εαυτό μας.

[...]

Ο πόλεμος συνεχιζόταν σκληρός, άγριος. Όσοι ζούσαμε ύστερα από κάθε μάχη, ανοίγαμε ένα μεγάλο λάκκο, μαζεύαμε τα πτώματα των σκοτωμένων, τα ρίχναμε μέσα, τα σκεπάζαμε με λίγο χώμα για να ’ρθουν, όταν θα ερήμωνε ο τόπος, να τα ξεχώσουν τ’ αγρίμια και να φαν τις σαπισμένες σάρκες τους. Μας έδερνε η βροχή, μας πάγωνε το κρύο, μας παρέλυε η νύστα, μας βασάνιζε η ανία και η πλήξη, ήμαστε γεμάτοι αηδία για τις πράξεις μας, δεν αναγνωρίζαμε πια τον εαυτό μας. Σ’ ολονών τα πρόσωπα μια μάσκα αγωνίας, τρέλας, απελπισίας. Γύρω μας ένα τοπίο άγριο, σκληρό, γεμάτο θάνατο, μια φύση λεπρή, απάνθρωπη. Αν σκοτωνόμουνα στον πόλεμο θα ντρεπόμουνα να παρουσιαστώ μπροστά στο Θεό. Κάθε φορά που τέλειωνε μια μάχη μισούσα τον εαυτό μου. Χανόταν μέσα μου κάθε πίστη και κάθε ελπίδα.

Πάνω σ’ όλη τη γη οι άνθρωποι δοκίμαζαν τη φρίκη του πολέμου. Οι Άγγλοι αγωνιζόνταν εγωιστικά να σώσουν το νησί τους, οι Γάλλοι έκαναν ανακωχή, αρνήθηκαν να πολεμήσουν, ίσως δεν ήταν ψυχικά προετοιμασμένοι για έναν πόλεμο με μηχανές και χωρίς ανθρώπους, ίσως να φοβήθηκαν τις μηχανές, να μη θέλαν ηρωισμούς και θυσίες. Δεν ξέρω αν είμαι δίκαιος ή άδικος μαζί τους, ούτε θέλω να συζητήσω αν έκαναν καλά ή όχι που αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Παρίσι κι η Ευρώπη έχασε την ελευθερία της. Της πήραν ό,τι αιώνες αγωνίστηκε ν’ αποκτήσει. Όταν θα ξανάβρισκε κάποτε αυτό που έχασε, δύσκολα θα μπορούσε να συνεχίσει το δρόμο της. Θα υπήρχε ένα κενό ανάμεσα στο χθες και το αύριο, ένα χάος, χωρίς διέξοδο. Σακατεμένη και κομματιασμένη θ’ αναζητούσε επίμονα την ενότητα, θ’ αγωνιζόταν για μια περισυλλογή και μια επανασύνδεση με την παράδοση. Όμως ίσως να μην είχε την ίδια ένταση της πίστης στον εαυτό της, την ίδια ορμή ν’ ανανεώσει ό,τι δημιούργησε και δεν υπήρχε. Φανταστείτε το Παρίσι χωρίς ελευθερία, μια πολιτεία δίχως την ψυχή της, τη Λατινική συνοικία χωρίς την τρέλα της, τους Γερμανούς να περνάν στη γραμμή στους δρόμους και να τραγουδάν τις νίκες του μπροστά στις γυμνές δεντροστοιχίες του Σηκουάνα.

[...]

Όταν σταμάτησε ο πόλεμος ξαναγύρισα στην πόλη μας όπου κανείς δε με περίμενε. Αυτή είναι η επιστροφή του κάθε Οδυσσέα από τον πόλεμο της Τροίας ή από οποιοδήποτε πόλεμο αν και πιστεύω ότι η Πηνελόπη ήταν ένα πρόσωπο φανταστικό, κι ένα φανταστικό νησί η Ιθάκη. Όλοι οι πόλεμοι άλλωστε κι όλες οι επιστροφές είναι ίδιες. Ξαναγύρισα χωρίς καμιά νοσταλγία εκτός από τη νοσταλγία ενός άλλου εαυτού μου. Όταν ξαναγύρισε ο Οδυσσέας, για να σωθεί από τους μνηστήρες, πόσοι αλήθεια μνηστήρες υπάρχουν στις πολιτείες όταν οι άλλοι πολεμάν, τον μεταμόρφωσαν οι Θεοί σε γέρο ζαρωμένο, αδύνατο, ντυμένο με κουρελιασμένα βρώμικα ρούχα. Βγήκε στο νησί του σαν ζητιάνος που δε θα τον πρόσεχε κανείς. Ο Όμηρος έδωκε την αιώνια εικόνα του ανθρώπου που επιστρέφει κάθε φορά από τον πόλεμο.

Το φορτηγό έπλεε αργά μέσα στη νύχτα κι ο ναύτης που κρατούσε το τιμόνι έλεγε στο σύντροφό του που στεκόταν δίπλα του και περίμενε να τον αντικαταστήσει.

— Φοβάμαι ότι θα χαλάσει ο καιρός. Η ζέστη θα βγάλει αέρα ή βροχή. Μ’ ενοχλούν τρομερά οι ρεματισμοί μου. Ο πόλεμος, τον πέρασα ολόκληρο πάνω σ’ αυτό το σαπιοκάραβο, με κατάντησε μισόν άνθρωπο. Γιατί δε μας ρωτούν ποτέ αν θέλουμε να πάμε στον πόλεμο;

— Αν μας ρωτούσαν, σύντροφε, δε θα γινόνταν πια πόλεμοι. Βαρέθηκα τόσο τη ζωή που κάνω. Είναι στιγμές που νομίζω ότι θα τρελαθώ μέσα στην απέραντη ερημιά της θάλασσας. Κι εκείνη τη γυναίκα είναι σα να τη φέρνω μέσα στο κορμί μου.

— Δε βαριέσαι, όλες οι γυναίκες είναι ίδιες. Κι αν κοιμηθείς μ’ όσες υπάρχουν πάνω στη γη, πάλι θα ζητάς μιαν άλλη. Εμείς οι ναυτικοί που δεν έχουμε πατρίδα ούτε σπίτι και κάθε λιμάνι είναι πατρίδα μας, δεν μπορούμε να ζήσουμε μόνο με μια γυναίκα.

— Η ερημιά της θάλασσας είναι τόσο άγρια, σύντροφε.

— Κι όμως, αγαπάμε τη θάλασσα πιο πολύ από τον εαυτό μας. Είμαστε σαν ένα πλοίο που υπάρχει μόνο όταν βρίσκεται στο νερό. Μόλις φτάσουμε σε κάποιο λιμάνι είναι σα να πεθαίνουμε.

— Αύριο ξαναγυρίζουμε στον τόπο μας, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι δε θα ξαναγυρίσουν. Θα μείνουν άγνωστοι σε μια μακρινή χώρα, δίχως τάφο. Ίσως ν’ αλλάξει ο κόσμος, να γίνει καλύτερος.

— Δεν το πιστεύω. Μόνο όταν οι άνθρωποι αλλάξουν ψυχή, θ’ αλλάξει ο κόσμος, σύντροφε.

— Όμως αυτός ο πόλεμος έγινε για ν’ αλλάξει ο κόσμος.

— Θα γίνουν ακόμα πολλοί πόλεμοι κι οι κόσμος θα μείνει ο ίδιος. Θ’ αλλάξει όταν εμείς τον αλλάξουμε.

[...]

Μια τέτοια νύχτα κάτω από τα ίδια άστρα ένας άντρας και μια γυναίκα ενώθηκαν, κανείς δεν ξέρει πότε, μέσα σ’ έναν μαγικό κήπο η πιο τραγική στιγμή της μοίρας μας —θα ’ταν ασφαλώς ένα μεγάλο φεγγάρι στον ουρανό— κι άρχισε η ζωή και ο θάνατος, βασίλεια και χώρες δημιουργήθηκαν και καταστράφηκαν, χάθηκε η μνήμη τους για πάντα, έγιναν πόλεμοι φοβεροί και γίνουνται, άρχισε η ιστορία του κόσμου και συνεχίζεται. Η πτώση μας ήταν ανεπανόρθωτη. Δεν υπήρχε πια κανένας δρόμος επιστροφής. Κι από τότε η ζωή και ο θάνατος εξακολουθούν να δημιουργούνται από τους πρωτόπλαστους μακριά από το φως μέσα στην απόλυτη μοναξιά σα να υπάρχει ο τρόμος κάποιας τιμωρίας για το προπατορικό αμάρτημα. Ένα δωμάτιο γεμάτο σιωπή, δυο σώματα γυμνά, ανεξάντλητα, γύρω τους τείχη αδιαπέραστα και πέρα από τα τείχη οι άλλοι άνθρωποι, η νύχτα, μια πολιτεία που κοιμάται, οι αστυφύλακες που φρουρούν, τα φώτα που νυστάζουν, οι μεθυσμένοι που τρικλίζουν, οι πόρνες που μετρούν τα βήματά τους στα σκοτεινά πεζοδρόμια. Ο έρωτας αγαπάει τη μοναξιά, έναν χώρο που δεν υπάρχουν παρά μόνο οι εραστές. Η γυναίκα περιμένει παθητικά τον έρωτα όπως η γη τη βροχή. Δεν ξέρω αν η Καλυψώ ήταν μια εξαίρεση ή ένα παράδειγμα ειλικρίνειας. Το διψασμένο σώμα της με τις στρογγυλές λαγόνες και τους μεγάλους μαστούς ικανοποιούσε τις επιθυμίες του όπως το ζώο όταν βρίσκεται στην περίοδο της γονιμότητας. Κρατούσε τον Οδυσσέα στο νησί της και δεν το άφηνε ούτε στιγμή ν’ απομακρυνθεί από το κρεβάτι της. Αμφιβάλλω αν ο Οδυσσέας ήθελε να γυρίσει στην Ιθάκη, αν συλλογιζόταν μέρα και νύχτα την Πηνελόπη, αν βασανιζόταν από τη νοσταλγία της επιστροφής. Πιστεύω, ίσως σας φανεί παράξενο, ότι δε σκεπτότανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κοίταζε το πέλαγος και καταλάβαινε πως ήταν αδύνατο πια να χωρέσει σ’ ένα τόσο μικρό νησί, όπως φορτωμένος γνώση και πείρα έβρισκε και την Ιθάκη ακόμα και το αξίωμά του ασήμαντα.

Γυρίσαμε αργά στο σπίτι μου. Η Εύα καθόταν σ’ αυτήν εδώ την πολυθρόνα χωρίς να μιλάει. Δεν ξέρω γιατί όπως την κοίταζα ξυπνούσε μέσα μου ο πρωτόγονος τρόμος που μας κυριεύει μπροστά στο άγνωστο. Όμως δεν μπορούσαμε να κρύψουμε ο ένας από τον άλλο το σώμα του και την ψυχή του. Ξεχώριζα τους μηρούς που διαγράφονταν κάτω από το λεπτό φόρεμα, την ελαφριά καμπύλη του στήθους, ήταν σα να ’βλεπα το σώμα γυμνό να εκτείνεται τεράστιο μέσα σ’ όλο το χώρο που με τριγύριζε. Κι έπειτα τα χέρια εγίναν τυφλά, σέρνονταν παντού, η επιδερμίδα λεία γλιστρούσε κάτω από τα δάχτυλα, η ψυχή έτρεμε, όπως αυτό το σώμα χωρίς όρια, δίχως αρχή και τέλος απλωνόταν και καμπυλωνόταν μέσα στο σώμα μου σαν ένα κύμα κάτασπρο από αφρούς στην ατελεύτητη ροή του. Η ερωτική ορμή μοιάζει με το δυνατό άνεμο, τη μεγάλη θύελλα. Δημιουργεί ό,τι θα καταστρέψει ο θάνατος. Δυο γυμνά σώματα ενώνουνται ολομόναχα, εξαφανίζεται το ένα μέσα στο άλλο, φτάνουν ώς τα σύνορα του θανάτου, θα σπάσει από τους χτύπους η καρδιά, τα νεύρα τεντώνουνται πέρα από κάθε όριο αντοχής, ούτε σκέψη ούτε θύμηση, δεν ξέρουν πια πότε γεννήθηκαν ούτε πότε έζησαν, έπειτα είναι σα να σβήνουν, καμιά αγωνία, μια αίσθηση νάρκης, ένας κόσμος χάνεται και αρχίζει ένας άλλος, είναι παντού μια γαλήνη και μια ευδαιμονία που μπορεί να υπάρχει μόνο στους ουρανούς.

[...]

Όταν ήμουνα παιδί, κύριε ανακριτή, του είπα, νειρευόμουνα να γίνω ναυτικός. Μην απορείτε, όλοι οι άνθρωποι νειρεύουνται κάτι για να λυτρωθούν από τα δεσμά της καταθλιπτικής πραγματικότητας. Κατόρθωσα να γίνω ένας άσημος καθηγητής των μαθηματικών. Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω σ’ αυτό που πιστεύω, θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Ο κάθε άνθρωπος κατά τη γνώμη μου είναι αθώος και μαζί ένοχος για τις πράξεις του, όπως και για τις πράξεις όλων των άλλων ανθρώπων. Δεν ξέρω αν αυτό που παραδέχουμαι είναι ή δεν είναι σωστό. Η αμφιβολία αρχίζει ευθύς αμέσως μόλις πιστέψουμε ότι είμαστε βέβαιοι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του πολύ μυστήριο, πολλά άλυτα αινίγματα, έναν κόσμο ακαθόριστο, αντιφατικό, παράλογο, αγγελικό, δαιμονικό, ένα άπειρο σχεδόν ανεξερεύνητο. Ποιός μπορεί να μας πει κατά ποιό ποσοστό ένας που κάνει οποιοδήποτε έγκλημα είναι ένοχος και αθώος! Επιμένω ότι είμαστε γελασμένοι όταν βλέπουμε απόλυτα λογικά τους ανθρώπους. Στα πάθη και τις συναισθηματικές παραφορές και γενικά στις εκδηλώσεις της εσωτερικής μας ζωής δυο και δυο, κύριε ανακριτή, δεν κάνουν ποτέ τέσσερα. Χρειάζεται, όταν κοιτάζουμε τους ανθρώπους, όταν μιλάμε μαζί τους, να ερεθίζεται η φαντασία μας. Πέστε μου σας παρακαλώ πόσοι από όλους αυτούς που γυρίζουν στους δρόμους, σας βλέπουν και τους βλέπετε, δεν έχουν καταστρέψει πολιτείες ολόκληρες, βασανίσει πλήθος κρατούμενους στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κάνει τα πιο φριχτά εγκλήματα! Οι άνθρωποι πολέμησαν άγρια, σκληρά πρόσωπο με πρόσωπο ο ένας με τον άλλο χωρίς πίστη στο Θεό και στον άνθρωπο. Η γη γέμισε νεκρούς και ερείπια. Από ποιόν ζητήσατε γι’ αυτά ευθύνες, κύριε ανακριτή! Δε θα αρνηθείτε ότι κάθε άνθρωπος είναι απόλυτα υπεύθυνος για τις πράξεις του. Όμως κανείς μας δεν τολμάει να ρωτήσει τον εαυτό του γι’ αυτό που κάνει, να παραδεχτεί την ευθύνη του απέναντι στον άνθρωπο. Διαθέσαμε τη μεγαλοφυΐα μας για την εξαφάνισή μας. Ο φόβος ενός ατομικού πολέμου γεμίζει εφιαλτικά οράματα τις ώρες μας και τις στιγμές μας όπως προμηνύει το τραγικό τέλος του ανθρώπου πάνω στη γη από τα ίδια του τα χέρια. Από ποιόν θα ζητήσετε για όλα αυτά, κύριε ανακριτή, ευθύνη. Δε χρειάζεται να ζητήσετε από κανένα. Μπορείτε να είστε βέβαιος για την αιωνιότητα του ανθρώπου. Μέσα στον κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας άγγελος, που την τελευταία νύχτα του κόσμου, αν παραδεχτούμε ότι μπορεί να φτάσει μια τέτοια νύχτα, όταν ολόκληρη η γη κι οι θάλασσες θα έχουν παραδοθεί στις πορφυρές φλόγες της καταστροφής, θ’ ανοίξει τα φτερά του να τον υψώσει στον ουρανό, θ’ αναστηθεί η δύναμη και το θάρρος στην καρδιά του, θα νικήσει τον εαυτό του και θα ξαναφκιάσει τον κόσμο που του δόθηκε από το Θεό για να τον κατοικεί ελεύθερος και μαζί αθάνατος.

Αισθάνουμαι την υγρασία τόσο διαπεραστική που είναι αδύνατο να συνεχίσω την περιπλάνησή μου στους δρόμους. Λυπάμαι γιατί είμαι υποχρεωμένος να σας αφήσω. Άλλωστε έχετε πάρει εισιτήριο για το θέατρο. Δε θέλω να σας καθυστερήσω. Αύριο λοιπόν θα σας περιμένω πάλι στο «Νησί της Ευτυχίας». Καληνύχτα σας.

Στέλιος Ξεφλούδας. 1957. Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη. Αθήνα: Δίφρος.

Odysseus Before Alcinous King Of The Phaeacians , August Malmstrom


Κωστής Παλαμάς - [Ω Πηνελόπη, αγρύπνησα...]

Ω Πηνελόπη, αγρύπνησα, τι μου είχες γίνει ταίρι,
τη νύχτα ενός εξάμετρού μας φώτιζε τ’ αστέρι,
γυναίκα, λύρα, και τα δυο κυρίαρχα, τόσο ωραία!
Όσο δεν ήταν τρομερό το τόξο σου, Οδυσσέα!



Κωστής Παλαμάς - Ελένη

…Δίδωσι δ’ οὐκ ἔμ’ ἀλλ’ ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ
εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ’ ἄπο
Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ’
ἔχειν,
κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων
Ευριπίδης (Ελένη, 33–36)

Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί, γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·
είμ’ η ανέγγιχτη κι η αχάλαστη,
κι η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.
Κωστής Παλαμάς. 1904. Η ασάλευτη ζωή. Αθήνα: τυπ. Εστίας. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Κωστής Παλαμάς. 1963. Άπαντα. Τόμος Γ΄. Αθήνα: Μπίρης.

Odysseus on the property of Laertes 1901 Jan Styka


Λένα Παππά - Μάταιη Οδύσσεια

Ζώντας χρόνια και χρόνια ανάμεσα σε
μη Ανατρέψιμα
μη Αναστρέψιμα, μη Πραγματοποιήσιμα
μη Επιτρεπόμενα
ζώντας ανάμεσα στων «Μη» τις Συμπληγάδες
συνηθίζεις
να συνθλίβεσαι, να μικραίνεις
να λοξοδρομείς, ν’ αλλοιώνεσαι.
Γι’ αυτό και όταν κάποτε
φτάνεις στην ποθητή σου Ιθάκη
—αν φτάσεις κάποτε—
κατάπληκτοι οι καθρέφτες σου
σε υποδέχονται σαν ξένο.
Και πάει χαμένη όλη η υπομονή
της Πηνελόπης σου
που δεν περίμενε τόσα και τόσα χρόνια απεγνωσμένα
αυτόν τον Άλλο.
Λένα Παππά. 1997. Τα ποιήματα. Β΄ τόμος. Αθήνα: Αρμός.


Odysseus wants to embrace the ghost of his Mother 1901 Jan Styka


Τίτος Πατρίκιος - Το τραγούδι των Σειρήνων

Ο Οδυσσέας, κοντά στα άλλα, ήταν και φιλόμουσος, ένας παθιασμένος της όπερας. Δεν άφηνε φεστιβάλ για φεστιβάλ. Στο καράβι είχε τα τελειότερα στερεοφωνικά συστήματα, όμως κράταγε πάντα ένα προπολεμικό φορητό γραμμόφωνο, δίχως χωνί. Του άρεσε ν’ ακούει εκείνους τους χιλιοπαιγμένους, γρατζουνισμένους δίσκους των 78 στροφών, κυρίως κάποιους όπου τραγουδούσε ο Καρούζο. Ήξερε πως η προπολεμική εποχή δεν ήταν καλύτερη, αλλά τη νοσταλγούσε. Μ’ αυτούς τους δίσκους μπορούσε να γυρνάει πίσω, να μένει για λίγο μόνος, δίχως τη βαβούρα του πληρώματος.

Οι ναύτες του, που λάτρευαν τα ρεμπέτικα, είχαν μπαφιάσει. Στο καράβι δεν τους επέτρεπε ούτε μια κασέτα να βάλουν. Και γινότανε θηρίο, όταν στα λιμάνια ξενυχτάγανε σε κανένα ελληνικό μπουζουξίδικο. Ήθελε να τους μυήσει στο μελόδραμα. Όπου υπήρχε Όπερα τους πήγαινε με το ζόρι. Μα τώρα επιτέλους επιστρέφανε. Ξαφνικά κατάλαβαν πως το καράβι είχε αλλάξει πορεία, γύρναγε προς τα πίσω, κατευθυνότανε ξανά για τα Στενά. Ο Οδυσσέας τούς πήγαινε ν’ ακούσουν για εκατοστή φορά τις Σειρήνες. Τότε πια αγανάκτησαν. Τον έδεσαν στο κατάρτι, άνοιξαν τα μεγάφωνα με τα τραγούδια τους στη διαπασών, και βάλανε πλώρη για τον τόπο τους.

Τίτος Πατρίκιος. 1993. Συνεχές ωράριο. Αθήνα: Διάττων.


Ulysses and Calypso, Arnold Böcklin, 1883,


Τίτος Πατρίκιος - ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ


Στον Δημήτρη Μαρωνίτη

Ο Οδυσσέας ήξερε για το σόφισμα
πολύ πριν απ’ τον Ζήνωνα
ήξερε πως ο χρόνος δεν τεμαχίζεται
πως ο Αχιλλέας ξεπερνάει στο τρέξιμο τη χελώνα
για να τον παραπλανήσει, πολυμήχανος όπως ήταν,
έβαλε στη γραμμή αναρίθμητες χελώνες
έτσι κάποια βρισκόταν πάντοτε μπροστά
από τον γοργοπόδαρο ήρωα.

Ο Οδυσσέας έμαθε με τον πόλεμο
πως ούτε κι αναστρέφεται ο χρόνος
όμως μετά τον γυρισμό πάλι δοκίμασε
μερικά τεχνάσματα μήπως γίνει όπως πριν
ακατανίκητος εραστής κι ερωτευμένος σύζυγος
κοσμαγάπητος βασιλιάς και μοναχικός ταξιδευτής
ώσπου το παραδέχτηκε δημόσια
ο χρόνος μπορεί να σωρεύει χρήμα
ν’ ανοίγει περιπέτειες, να συρρικνώνει το άγνωστο
μα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν φέρνει πίσω
τον περασμένο χρόνο που τα γέννησε.

Ο Οδυσσέας ένιωθε όσο γερνούσε
ότι τα όσα είδε κι έπαθε
αρκούσαν για τους άλλους, όχι για τον ίδιο
παρά τα τονωτικά, τα βότανα μακροζωίας
όλο πιο δύσκολα κατόρθωνε να επινοεί
καινούρια πράγματα που να γεμίζουν
τις διαρκώς επεκτεινόμενες επιθυμίες του.

Τίτος Πατρίκιος. 2002. Η πύλη των λεόντων. Αθήνα: Διάττων.


Odysseus recognized by Euryclea, 1849 , Gustave Boulanger


Λευτέρης Πούλιος - Μυθολογία

Μια σειρήνα μέσα απ’ την οδύσσεια
με κόκκινο φόρεμα κι ένα χρυσοκέντητο σύμβολο
ρίχνει το τραγούδι της εκφραστικό, περιπαθές
και γεμάτο, σ’ ένα λιμάνι — κόλαση απόλαυσης κι αποπλάνησης
μακριά απ’ τον άνεμο.
Ένα καράβι στην ξέρα, μια νάρκη στην άμμο
και κόκαλα σκόρπια με δηλητήρια της μουσικής
που πετρώνει τη βούληση
και σκοτώνει και σκοτώνει και σκοτώνει.

Λευτέρης Πούλιος. 1978. Αλληγορικό σχολείο. Αθήνα: Κέδρος.


The Goddess Calypso rescues Ulysses. Cornelis van Poelenburgh


Γιάννης Ρίτσος - Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα

Αφέντη, τόσα χρόνια που ’λειπες, εδώ απορριγμένος — κοίταξέ με —
απάνου στην κοπριά που ’χουν για τα χωράφια. Αγκάθια και τσιμπούρια
μπηχτήκαν στο πετσί μου. Τόσα χρόνια, αφέντη, και δεν είχα
σε ποιόνε να κουνήσω την ουρά μου. Πού ’ναι τα πρωινά μας
με τη δροσιά στα δάση, τα νερά, τα φύλλα, το κυνήγι,
τα πολύχρωμα πούπουλα στον αέρα τα βράδια; Καρτερώντας
κοκάλωσαν τα μάτια μου — δεν κλείνουν· πέτρωσε κι η τσίμπλα.
Βάλε το χέρι σου ανάμεσα στ’ αυτιά μου, να μπορέσω να πεθάνω.

Ο αφέντης πέρασε, τον κλότσησε, μπήκε στα δώματα. Σε λίγο
ακούστηκε το σφύριγμα απ’ τα βέλη που καρφώνονταν στους τοίχους.
Κι ο Άργος, εκεί, με πετρωμένη ουρά, με πετρωμένα μάτια — να μην κλείνουν,
νεκρός απάνου στην κοπριά, να βλέπει ακόμα — πρώτη του φορά να βλέπει.

Λέρος, 22.ΙX.68

Στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1989] 1998. Ποιήματα Ι΄ (1963-1972). 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

The dog, whom late had granted to behold his lord, when twenty tedious years had rolled takes a last look and having seen him dies. Briton Riviere


Γιάννης Ρίτσος - Συγγνώμη

Τί να σου κάνουν; — άνθρωποι ήταν. Μόλις σώθηκε
στου καραβιού τ’ αμπάρι, το κρασί και τ’ αλεύρι, υπομονέψαν κάμποσο,
κάτι ψαρέψαν με τ’ αγκίστρια —ψιλοπράματα— πού να χορτάσεις; Τέλος
βάλαν τις πλατυμέτωπες γελάδες του ήλιου στο μαχαίρι· κι ας βέλαζαν
σα βόδια αληθινά τα κρέατα στις σούβλες, κι ας περπάταγαν
τα γδαρμένα τομάρια· ο Ευρύλοχος και οι άλλοι τα γλεντήσανε.
Ο πολυμήχανος γλυκοκοιμόταν στο γρασίδι. Δεν τους πρόλαβε,
Οι προειδοποιήσεις δεν χρησίμεψαν σε τίποτε.
Τα παραπέρα, τα μετά τη Θρινακία, τα ξέρουμε. Άλλωστε
κι αυτά και κείνα, ήταν της μοίρας — αναπόφευκτα, που λένε.
Πήγανε, μια φορά, χορτάτοι, — ποιός θα τους κατηγορήσει;

Γιάννης Ρίτσος. 1966. Μαρτυρίες. Σειρά δεύτερη. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. 1989. Ποιήματα Θ΄ (1958-1967). Αθήνα: Κέδρος.



The departure of Ulysses. Guidoccio Cozzarelli


Γιώργος Σεφέρης - Θ΄ [Είναι παλιό το λιμάνι...]

Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

Γιώργος Σεφέρης. 1935. Μυθιστόρημα. Αθήνα: τυπ. Εστίας. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.

The shipwreck of Odysseus. Johann Heinrich Füssli (Henry Fuseli )
1803



Γιώργος Σεφέρης - Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο

Στην Έλλη, Χριστούγεννα 1931

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι τού Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του, σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη μουσική και παντοτινής
γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε, αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος κανείς.

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή μεγάλης ευδαιμονίας, ποιά είναι αυτή η αγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω το μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάντασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του κυμάτου την αρμύρα
κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του και το σκυλί του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ’ ασπρισμένα του γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.
Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι από την κάψα κι από τα χιόνια.

Θα ’λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα που βλέπει μ’ ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις ακούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ’ ανάμεσό μας·
τόσα περίπλοκα τέρατα, που δε μας αφήνουν να στοχαστούμε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα.

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία.
Φαντάζομαι πως έρχεται να μ’ αρμηνέψει πώς να φτιάξω κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου Τροία.

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια, λες με γνωρίζει σαν πατέρας
είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο αγέρας,

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια·
τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμαρένια σκαλοπάτια.

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καραβιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή σου να γίνεται τιμόνι.
Και να ’σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρνητος σαν τ’ άχερο στ’ αλώνι.

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντισμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν έναν.
Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν.

Μιλά… βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμάσουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γοργόνα
να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.

Γιώργος Σεφέρης. 1940. Τετράδιο Γυμνασμάτων, Α΄ (1928-1937). Αθήνα: τυπ. Ταρουσόπουλου. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.


Odysseus before Scilla and Charybdis. Johann Heinrich Füssli

Άγγελος Σικελιανός - Το τραγούδι της Καλυψώς

Το ευρύχωρο άντρο γέμιζεν από τα κυπαρίσσια
μιαν ήρεμη ευωδιά,
κι από των ξέρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
πνοήν η θεία βραδιά…

Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε μια κι άλληνε πλεξούδα
γιομάτη και χρυσή,
αργά, το ηλιοβασίλεμα, η Νύφη ορτή ετραγούδα,
και βόγκαε το νησί…

Και καθώς πλέρια, στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νά μπει
στο γέρσιμο του ηλιού,
μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
σα διάνεμα πουλιού,

κι απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα
αν ακουμπά ο κρουνός,
άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα,
και κόσμος εαρινός

μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει
στη φλόγινη αστραπή
χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
διαβατική σιωπή·

κι όπως, αν γείρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,
τα πάντα διαπερνά,
τα ξερά ’γκάθια, διάφωτα, με κρουσταλλένιο λάμπο,
σαλεύουν φωτεινά·

τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει
με διαμαντένια ακμή,
κι η αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
γλιστράει κάθε στιγμή·

τ’ άγριο το κύμα, ως τ’ άλογο που ορτώθη στα καπούλια
κρεμάει, κι από ψηλά
σα βρύση αφήνει τον αφρόν από άμετρα κανούλια
φλογάτος να κυλά—

έτσι απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν ό,τι διαβαίνει
διαβαίνει δίχως σκιά,
και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
που τραγουδά η θεά,

και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε
στη βαθουλή σπηλιά
τ’ αλάφια· Διοκατέβατα, να ποτιστούνε ως πάνε,
και τα τρανά πουλιά…

«Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ… Σου θέρισε σα στάχυα
τα κύματα μακριά
η ευκή μου, και τραβήχτηκε πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
η θλιβερή σου σκιά…

»Με το καλόν οπὄφυγες και πια δε σου προσμένω
τα μέλη τα γερά,
οπὄσβηνα τον πόθο τους σα σίδερο αναμμένο
μέσα στα κρύα νερά…

»Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό το μέλι
στη βαθουλή σπηλιά,
των Ολυμπίων τον έρωτα κι αν ένιωσες στα μέλη
σε αργόπορη αγκαλιά,

»δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι
τη θεϊκή μου ορμή
που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου, κι η νοσταλγία σ’ επάτει
για μιας θνητής κορμί;

»Όμως έτσ’ είναι η μοίρα σας… Με τα έργα σας μεθάτε·
και μόνη σας χαρά,
της λιγοστής σας δύναμης που εδόθη, να λυγάτε
στην έγνοια τα φτερά…

»Ω, πόσο ήταν λαμπρότερο το μέγα σου το τόξο
πά’ στ’ αργυρό καρφί,
σαν από κάθε πάλεμα και κάθε οργήν απόξω,
με μια αρετή κρυφή

»έδειχν’ ορμήν ανώτερη κι απ’ την ορμή του Ευρύτου,
ως άνεμος σφοδρός
τ’ άγγιζε, κι ήχος έβγαινεν αργός απ’ τη νευρή του,
ήχος γλυκός κι αδρός.

»σαν όλο το μουρμουρητό του πέλαου στ’ ακρογιάλι
την πρωινή ερημιά,
κι ήταν η βούληση μια ευκή, μιαν άγια γνώρα η πάλη,
η νίκη επιθυμιά…

»Κι ο θάνατος οπὄδινε με τα γοργά του βέλη
σα μάχονταν τη ζωή,
του πιο ψηλού θερίζοντας στου ενάντιου την αγέλη
την ξαναμμένη πνοή,

»καθώς η μέλισσα έμοιαζε που, αν μπήξει το κεντρί της,
και η ίδια θα χαθεί…
Κι εσύ, που για την κλίνη μου είχες, γυμνός αντρίτης,
πετάξει το σπαθί,

»στης λήθης ελουζόσουνα τη δύναμη την πρώτη
όπου αναβράει κρυφή,
να σε ποτίσει αθάνατη κι αστέρευτη μια νιότη,
της σάρκας μου η αφή…

»Όμως έτσι’ είναι η μοίρα σας… Με τα έργα σας μεθάτε.
και μόνη σας χαρά,
της λιγοστής σας δύναμης, που δόθη, να λυγάτε
στην έγνοια τα φτερά…

»Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ. Τώρα η βαθιά μου κλίνη,
στρωμένη πάντα πλιο,
με τα σεντόνια που ύφανα μ’ αθάνατη γαλήνη
στον πέτρινο αργαλειό,

»να μου κρατούνε τη δροσιά και να την ξανανιώνουν
σαν του πελάου αφρό
κι ωσάν από τα κύματα τον ύπνο μου να ζώνουν
μ’ ανάσασμα αλαφρό,

»την πιθυμιά σου δεν κρατεί μηδ’ όσο τ’ άσπρο αυλάκι
π’ αφήνει όπως περά
καράβι γοργοτάξιδο ξοπίσω από το δοιάκι
στα ολόμαυρα νερά…

»Πώς τη γαλήνη της νυχτός των Ολυμπίων τελειώνει
του γκιώνη αργή φωνή,
οπού απαντάει, αντίλαλος του μικρού, σ’ άλλου γκιώνη
τον πόθο αλαργινή,

»έτσι σε κύκλο αθάνατο ο αιώνιος πόθος δένει
το πνέμα φωτεινό,
κι απ’ την ευκή μεστότερος, ο αντίλογος πλουταίνει
τον άσωτο ουρανό…

»Σα λεύκα αν σειέται ο πόθος μου και στην οκνήν ημέρα
που αγέρας δε φυσά,
με τ’ αλαφρό το σείσμα μου πιότερο σέρνω αγέρα
στα σπλάχνα και δροσιά,

»κι όπως τη δίψα μου καλούν, αραδικώς, σα θρόνοι
οι αστέρευτοι κρουνοί,
όμοια περνάει ατέλειωτη, χωρίς να με σκλαβώνει,
το νου μου η ηδονή…»

***
Έτσι τραγούδησεν η θεά με τη φωνή την πλέρια
την ολυμπία βραδιά,
στον ηχηρόν ορίζοντα, που επάλλονταν τ’ αστέρια,
να λούσει την καρδιά…

Άγγελος Σικελιανός. 1966. Λυρικός Βίος. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος.


Ulysses, Jean-Auguste-Dominique Ingres


Tάκης Σινόπουλος - Άσμα VIII Οδύσσεια

Οι εφημερίδες έγραφαν. Μα δεν μπορώ να θυμηθώ
τον πόλεμο και το θαμπό νησί
χαμένο μες στους ίσκιους του μυαλού
και του πελάγου. Είδα το φέγγος της φωτιάς όπως κατέβαινα
του πόνου μου τη σκάλα. Κέδροι πλατανιές —
εκεί έλουζε το κόκκινο κορμί. Και τότε πίσω από το μαύρο
φως του Άδη ο Γέροντας με το χρυσό ραβδί:
— Δεν έχεις κούφιο νου. Τί σέρνεσαι γύρα απ’ το θάνατο;
πολέμα με το πέλαγο με την αρμύρα. Κοίτα
ξαναγυρίζει η Ελένη αστραφτερή
σταφύλι ήχος αυλού και σμάλτο.

Οι εφημερίδες έγραφαν. Πού να σκαλίζεις τώρα.
Η μεταμέλεια κείτεται εις πολύ βάθος όμως
τη νύχτα αυτή γυρεύοντας επίμονα κάποιο κορμί φωτιά
και κρύσταλλο δεν ξαναφάνηκε
στη διψασμένη μνήμη μήτε καν εικόνα χάρτινη επιπλέοντας.
Ράχη του δελφινιού πλευρό πρασινισμένου καραβιού
οι αστερισμοί κοιτάζοντας το μαύρο και τη μοναξιά
κάτω απ’ τον ουρανό η Μεσόγειο ένα άδειο πέλαγο
σα δάσος απανθρακωμένο σα νεκρή σειρά αριθμών
και το ποτάμι νά το μες στις άκαρπες ιτιές
κανένα πλοίο εκεί σημάδι από άραγμα κανένα
κι αν σε ρωτήσουνε τί θέλεις;
πονώ ώς το κόκαλο θ’ αποκριθείς
ταμ ταμ
εδώ ανασταίνοντας τη θύμηση
μες στο μενεξελί-μαύρο νερό το τύμπανο σημαίνει.
Στο κόκκινο στιγματισμένο δέρμα φέραμε
σημάδια ότι κερδίσαμε μαλάματα μετάξι κούρσος
ολάκερο καθώς το πλοίο παράδερνε ακυβέρνητο
στο μέγα κύκλο του μεσημεριού.
Κι εγώ
φώναξα φύσαγε ο σιρόκος δυνατά φώναξα πίσω απ’ τα πανιά
κυλούσανε τα βράχια ανασαλεύοντας απ’ το βυθό τη θάλασσα
ΜΗΔΕΙΣ φώναξα δυνατά
κι εγύρισε η Ελένη ακούγοντας μες στ’ όνειρο
κι είπα θα ’ρθει η Ελένη θά ’ρθει από τους ουρανούς
κι ήμουν εκεί μισό κορμί στην κάψα του ήλιου
τ’ άλλο μισό σβησμένο από πολλά
σκοτάδια ή στοχασμούς.
Εδώ
περάσαμε και τις Ηράκλειες εποχές. Τα λάθη ερχόντανε
κοπαδιαστά ο αγέρας θρόιζε φέρνοντας μηνύματα
μιας άλλης γης. Κόκκινη η πρύμη παραμέριζε τα ρύγχη των κυμάτων
κι ο μπούσουλας γυρίζοντας πεισματικά
κι εδώ στο μέγα στόμα του γιαλού
χαζεύανε τυφλοί πολεμιστές.
Εδώ ο ξανθός Ελπήνωρ
σπασμένο κόκαλο στη έρημη μεσημεριάτικη γαλήνη
εδώ ο σφαγμένος βασιλιάς την ώρα του λουτρού
κι η Θέκλα χρόνους τώρα ερεθισμένη μουρμουρίζοντας
ένα παράξενο σκοπό κι ο Stephen σύντροφος
του σύγχρονου Οδυσσέα
κόκαλο ποτισμένο απ’ το κρασί μες στη δροσιά της κάμαρης
κι ο Μέγας Ήλιος στρέφοντας ολοένα σε Ήλιο καίγοντας
με δύναμη ό,τι απόμενε
φθαρτό. Τί ν’ απομείνει;
Όμως εγώ που φώναξα
χαράζοντας με το μαχαίρι μου τη φλούδα του κορμιού
κι απ’ το ξερό λαρύγγι ολόγυμνη ξεκόβοντας
πνιγότανε η κραυγή στο σιωπηλόν αιθέρα: Ελένη
είπα θα ’ρθει η Ελένη θά ’ρθει από τους ουρανούς.

Στου Αλκίνοου το νησί —
πώς να σ’ αγγίξω εσένα δροσερέ κλώνε μηλιάς —
θα σε ρωτήσουνε τί θέλεις τότες
ο Βασιλέας με φύκια ώς το λαιμό και το τσιμπούκι του
καπνίζοντας ακόμα δυνατά τ’ απομεσήμερο
μετά το φονικό που βούιξαν οι Μυκήνες
τα καφενεία σφαλίσανε στοιβάξανε
πρόχειρα τις καρέκλες πανταχού παρούσα η μαντική φωνή
κάτασπροι γέροντες στις έρημες αυλές
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί φυσούσε
διαβολεμένος άνεμος παντού φέρνοντας αίμα απ’ το λουτρό
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί
κι αλλού με την Ελένη ολάκερη
στον κόσμο που καιγόταν.
Πλάγιασε τώρα κι άκου
σημαίνει δυνατά το τύμπανο πάνω από τα νερά
του ποταμιού. Μες στον αχό της μέρας που άνοιγε στίφη κλαδιών
σε δάσος πορφυρό πεύκα και δρυς κι ελάτια
πυκνά σα να ’ταν πέλαγο η φωνή
του παγωμένου κότσυφα μες στην πρωινή ασημένια καταχνιά
πιο κάτω ο ψίθυρος τον ύπνο εσάλευε. Κοιμήσου. Στο νησί —
το τύμπανο ταμ ταμ—
του Αλκίνοου εσήμαινε μες στο μενεξελί μαύρο νερό.

Τάκης Σινόπουλος. 1953. Άσματα I–XI. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή Ι (1951–1964). Αθήνα: Ερμής.




 Edouard Veith – The Sirens

Αλφρεντ Τένισον - Οδυσσέας

Τι αξίζει, αν στην ατάραχη γωνιά μου
σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
γριάς συντρόφισσας και σωστά μοιράζω
το δίκιο στους ανίδεους ανθρώπους,
5 που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν! Δεν μπορώ να πάψω
να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια·
θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Εχάρηκα πολλά, πολλά έχω πάθει
10 μονάχος μου ή με όσους μ’ αγαπούσαν
πότε σε ξένη γη, πότε στα μάκρη
σκοτεινού πολυκύμαντου πελάγου.
Τ’ όνομά μου εδιαλάλησεν η φήμη
κι η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
15 πάντα γρικάει κι ας έμαθα κι ας είδα
σε άλλες χώρες πώς ζουν, πώς κυβερνάνε.
Κι εγώ στερνός δεν είμαι, αφού με σέβας
με δέχτηκαν παντού κι έχω γνωρίσει
της μάχης το μεθύσι, πολεμώντας
20 με τους όμοιους μου μόνο μες στους κάμπους
τους βοερούς κι ανεμόδαρτους της Τροίας.
Κι είμαι εγώ καθετί που μου ‘χει τύχει,
κι ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω τώρα μοιάζει
με αψιδωτή στοά, που ανάμεσό της
25 φαίνεται κόσμος άγνωστος, μα πάντα
σαν σιμώσω τα σύνορα ξεφεύγουν…
Είναι άγνωμος ο πόθος που γυρεύει
να βρει τέλος κι ανάπαψη σαν όπλο,
που δεν αστράφτει πλια κι απορριγμένο
30 σκουριάζει. Όχι, δε ζει όποιος αναπνέει
μονάχα. Δεν αξίζει στριμωγμένοι
οι άνθρωποι να ‘ναι ο ένας κοντά στον άλλο.
Κι αν τώρα ζωή λίγη μου απομένει,
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
35 απ’ την αιώνια τη σιγή ν’ αρπάξεις,
πολλά πράγματα νέα θα ιδείς, θα μάθεις!…
Θα ήμουν δειλός, αν ήθελα για λίγο
καιρό, που ακόμα θα χαρώ τον ήλιο,
προσεχτικά να ζήσω μετρημένα,
40 αφού ο πόθος φλογίζει την ψυχή μου
ν’ ακλουθήσω τη γνώση σαν αστέρι
πέρα απ’ τα ουράνια, εκεί που ο νους δε φτάνει.
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
τώρα στο γιο μου, τον αγαπημένο
45 Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
τ’ άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Κι είναι άσπιλος, πιστός στο κοινό χρέος
50 και στο στήθος θερμήν αγάπη κρύβει,
τους θεούς, που πιστεύουμε, λατρεύει
κι εγώ σαν φύγω μένει αυτός. Κι οι δυο μας
κάνουμε το έργο, που ποθεί η ψυχή μας.
Στο λιμάνι εκεί κάτου το καράβι
55 με πανιά φουσκωμένα περιμένει…
κι η θάλασσα η πλατιά πέρα μαυρίζει…
Ω ναύτες, που με ανδρεία ψυχή μαζί μου
στις έγνοιες, στους αγώνες και στους κόπους
δειχτήκατε με χαμόγελο πάντα,
60 μ’ ελεύθερη καρδιά και περηφάνια,
κι αν έλαμπαν τα ουράνια ή κι αν βροντούσαν
είμαστε γέροι, αλλά δεν απολείπουν
από τα γερατειά το χρέος και η δόξα.
Όλα τα κόβει ο θάνατος. Μα τώρα,
65 πριν φτάσει εμείς να κάμουμε μπορούμε,
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων,
που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους φέγγουν λύχνοι από τα σπίτια,
η μέρα σβει και το φεγγάρι βγαίνει
70 κι ολόγυρα μυριόφωνο μουγκρίζει
το πέλαγος. Ελάτε, ω φίλοι, τώρα
δεν είναι αργά για κείνους που ζητούνε
νέους κόσμους. Σπρώχτε, σύντροφοι, το πλοίο
στ’ ανοιχτά και καθίστε στην αράδα
75 σαν άξιοι λαμνοκόποι. Εμπρός τραβάτε
σχίζοντας ρυθμικά το βοερό κύμα,
αφού η καρδιά μου απόφασην επήρε
στη μακρινή χώρα να πάω ν’ αράξω,
πέρα απ’ τη δύση, που βυθίζουν τ’ άστρα.
80 Κι αν δε μας πνίξει η τρικυμία, θα πάμε
στα μακάρια νησιά, τον Αχιλλέα
τον μεγαλόψυχο να ξαναϊδούμε!
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα, για να γίνουν,
85 κι αν δυνατοί δεν είμαστε σαν πρώτα
στα παλιά χρόνια, που δικά μας ήταν
γη κι ουρανός, είμαστε ακόμη κάτι,
γιατί καρδιές ανδρείες δε θ’ αλλάξουν
κι αν ο καιρός κι η μοίρα τις κουράσουν,
90 μα στο έργο σταθερή και στον αγώνα
βαθιά τους ζωντανή θέληση μένει,
που δύναμη καμιά δεν τη δαμάζει

Odysseus’s ship passing between the six-headed monster Scylla and the whirlpool Charybdis. From a fresco by Alessandro Allori (1535-1607)

Γιάννης Τζανής - Η Καλυψώ

Έτσι ορίσαν τελικά οι Θεοί
Κι ο Οδυσσέας
Δεν πέρασε απ’ το κατώφλι της αθανασίας.
Ίσα που γεύτηκε μες στην σπηλιά
Το θεϊκό σπαρτάρισμα...

Ύστερα, πελεκώντας και καρφώνοντας
Τραγούδια για τη θάλασσα,
Ποιήματα για της αγάπης τον καημό,
Έφκιαξε μια σχεδία
Και κίνησε γυμνός για το θνητό χαμόγελο
Που χρόνια τον περίμενε...

Κι η Καλυψώ, η αγέρωχη θεά,
Γύρισε οριστικά στον αργαλειό της.

Γιάννης Τζανής. 1993. Παρά θῖν ἁλός (Η ραψωδία της θάλασσας). Θεσσαλονίκη: Μπίμπης.


Odysseus departs from the Land of the Phaeacians. Painting by Claude Lorrain

Γιάννης Υφαντής - Η μοίρα του Οδυσσέα

Γιατί ο Οδυσσέας δεν ήθελε τον πόλεμο
γιατί δεν ήθελε στρατιώτη να τον πάρουν
έπιασε κι όργωνε σαν έμαθε πως φτάνουν
απεσταλμένοι του Αγαμέμνωνα.
Όργωνε με το ένα και με τ’ άλλο
χούφτωνε αλάτι και το έσπερνε
για να τους πείσει ότι ήτανε τρελλός.
Ή μήπως δίχως να το ξέρει
μετείχε σε μια πράξη μαγική, το αλάτι σπέρνοντας,
αυτός που του μελλόταν να θερίζει
χρόνια ολόκληρα τη θάλασσα;

Από τη συλλογή Ναός του κόσμου (1996) του Γιάννη Υφαντή

  Odysseus and Telemachus. 1819. Wilhelm Tischbein. German. 1751-1819


Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου - 
ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

Με το κορμί σκυφτό
βαδίζοντας στα τέσσερα
ανεπαισθήτως
τρύπωσες μες στη ζωή μου
Έφυγες
εκκωφαντικά
με κανονιοβολισμούς
και τυμπανοκρουσίες
Όπως ταιριάζει στον στυγνό κατακτητή
που αφήνει πίσω
σαν σκιά
την κουρσεμένη πολιτεία

Μίλια μακριά αμέριμνη
κοιμάται η Πηνελόπη
μ’ ένα χαμόγελο αδιόρατο στα χείλη
Έχει κερδίσει την παρτίδα άλλη μια φορά

Από τη συλλογή “Το Άλφα του Κενταύρου”, εκδ. Μανδραγόρας, 2015

Δούρειος ΄Ιππος του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

Κυριάκος Χαραλαμπίδης - Πηνελόπη Οδυσσέως
Στον Θεοδόση Πυλαρινό
Σας εξορκίζω στ’ όνομα του Διόςτου ζώντος κι ενός δυο αλογοανθρώπωννα προτιμάτε λαϊκές απογευματινέςενώπιον του δύοντος ηλίουτου κορκυραίου. Πράγματα που λέω!
Εκεί τον είδα τον καλό μου βγαίνονταςαπ’ τα ξερόκλαρά του να υποκλίνεταιστην ιριδίζουσα βεζιροπούλα.
Στάθηκε ομπρός στην πεπλοφόρα κόρηπου ’χε το τόπι ρίξει στο γιαλό,τυχαία τάχα· ξέρουμε από δαύτα,γνωστά τα κόλπα. Είθε, ω Ναυσικά,να σου συγχωρεθεί το κοντοζύγωμα.
Έγειρες στην αγκάλη εκειού του βρόμικουκαι πόρνου γέρου. (Τί του βρήκε, αλήθεια;Την κεκρυμμένη αντρεία και την τιμήπου είχε φυλακτό για τη γυναίκα του;)
Κύλησα εγώ, καθώς μπαλόνι, κι ήρθαγοργά στα στέφανά μας, στέριωσα καλάτο σώμα μου και λούστηκα ώς αργά.
Στην κοντυλογραμμένη ανατολήκαμώθηκα πως δεν τον αναγνώρισα.Και κείνος έσκυψε βαθιά να κρύψειτις ενοχές του. Όρμησα, τον έγδυσαγια να τον πετσοκόψουν οι μνηστήρες.
Ως τέλειωσε η τελετή και βγήκαν τ’ άγρια πάθη,σανό να βρούνε στα αίματα,τον κοίμισα στην αγκαλιά μου θεό.
Αύγουστος 1999
«The Siren» by John William Waterhouse (circa 1900)


Γιώργος Χουλιάρας - Ο Οδυσσέας στο σπίτι

Με την πασίγνωστη πια πανουργία μουτον ίσκιο μου άφησα στις θάλασσεςκαι επέστρεψα αμέσως στην Ιθάκη.
Κανείς δεν πίστεψε πως είμαι εδώ.
Γι’ αυτό τις ημέρες μου τώρα περνώκαι εγώ σαν ένας από τους μνηστήρες.Όμως κρυφά υφαίνω.
Ανάστατη κάθε πρωί η Πηνελόπηκαινούργιο βρίσκει φόρεμα στον αργαλειό.Να το χαλάσουμε μας βάζει αμέσωςκάθε μνηστήρας τραβώντας μια κλωστή.
Γαμήλιο ένδυμα το σώμα τηςχωρίς κανένα φόρεμα μόλις μείνειέναν από εμάς θα παντρευτείσε ξένα μέρη σκορπίζοντας τους άλλους.
Προς το συμφέρον μας είναι λοιπόνόταν καθυστερεί η ιστορίακαι όλοι πλοκή στα μάτια της γινόμαστε.
Περνά έτσι ο καιρός, περιμένονταςτην άφιξη του Οδυσσέα.
Odysseus slaying the suitors, detail of a red-figure skyphos from Tarquinii, c.
450 bc; in the Staatliche Museen zu Berlin, Ger.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, - ΙΘΑΚΗ

Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;

(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992)


Odysseus approaches Nausicaa. 1888 painting by Jean Veber


Franz Kafka - Η σιωπή των Σειρήνων

Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη & Νάσος Βαγενάς

ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:

Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες ―εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά― ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.

Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.

Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας· γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο ― εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.

Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του. Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μακριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.

Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν ― μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.

Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως· απλώς, ο Οδυσσέας τούς ξέφυγε.

Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική ― ίσως να πρόσεξε στ’ αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.

Franz Kafka. χ.χ. "H σιωπή των σειρήνων". Μετ. Τζένη Μαστοράκη & Νάσος Βαγενάς. Στο Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Ανθολόγιο μεταφράσεων (Β΄ Γενικού Λυκείου). Επιμ. Νάσος Βαγενάς, Τάκης Καγιαλής, Λάμπρος Πόλκας, Νίκος Ταραράς, Γιώργος Φράγκογλου. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.


Athena inspires Odysseus for vengeance, Jan Styka

Michael Longley - Λαέρτης

Μετάφραση: Xάρης Bλαβιανός

Όταν βρήκε τον Λαέρτη μόνο στην περιποιημένη πεζούλα, να σκαλίζει
Ένα αμπέλι, αξιοθρήνητο στα κουρελιασμένα ρούχα της δουλειάς,
Βρόμικα και μπαλωμένα, με κομμάτια δέρμα να προστατεύουν χέρια και πόδια
Από τα βάτα, και σαν να μην έφταναν αυτά,
Βέβαιο σημάδι της βαθιάς του θλίψης, ένα καπέλο από δέρμα κατσίκας,
Ο Oδυσσέας έκλαψε στη σκιά μιας αχλαδιάς για τον πατέρα του
Τόσο γέρο και εξαθλιωμένο που το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή
Ήταν να τον φιλήσει και να τον αγκαλιάσει και να του αποκαλύψει όλη την ιστορία.
Όλη η ιστορία όμως είναι ένας κατάλογος κι ύστερα άλλος.
Έτσι περίμενε να αναδυθούν από εκείνο τον βασιλικό κήπο εικόνες
Των παιδικών του χρόνων, όταν τρέχοντας πίσω από τον πατέρα του
Ρωτούσε για ό,τι έβλεπε μπροστά του, τις δεκατρείς αχλαδιές,
Τις δέκα μηλιές, τις σαράντα συκιές, τις πενήντα σειρές αμπέλι,
Να ωριμάζουν σε διαφορετικές εποχές για να προσφέρουν συνεχώς σοδειά,
Ώσπου ο Λαέρτης αναγνώρισε τον γιο του, και με τρεμάμενα γόνατα,
Ζαλισμένος, τύλιξε τα χέρια γύρω από τον λαιμό του τρανού Oδυσσέα,
Που τράβηξε τον γέροντα, έτοιμο να λιποθυμήσει, στο στήθος του και τον κράτησε εκεί
Και νανούρισε σαν κλαράκια τα κόκαλα του πατέρα του, που όλο και μίκραινε, μέρα με τη μέρα.

Michael Longley. 2005. "Λαέρτης". Μετ. Χάρης Βλαβιανός. Ποίηση 26/2005: 38-39.

The Meeting of Odysseus and Nausicaa, Jacob Jordaens (I), c. 1630 – c. 1640

Michael Longley - Άργος

Μετάφραση: Xάρης Bλαβιανός

Yπήρξαν κι άλλοι αποχωρισμοί και τόσο πολλοί
Ώστε ο Άργος, το σκυλί που περίμενε είκοσι χρόνια τον Οδυσσέα,
Συνέχιζε να περιμένει, ακόμη εγκαταλελειμμένος πάνω σ’ ένα σωρό κοπριά
Στο κατώφλι μας, γεμάτος τσιμπούρια, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός,
Αυτός που κάποτε κυνηγούσε αγριοκάτσικα και ζαρκάδια· ο εκλεκτός,
Γνήσιο καθαρόαιμο, ένα έξοχο λαγωνικό,
Που ακόμη και τώρα κουνάει την ουρά του, χαμηλώνει τ’ αυτιά του
Κι αγωνίζεται να πλησιάσει τη φωνή που αναγνωρίζει
Για να πεθάνει στην προσπάθεια· έτσι, σαν τον Οδυσσέα,
θρηνούμε για τον Άργο το σκυλί, και για όλα εκείνα τ’ άλλα σκυλιά,
Για τη σύλληψη των χάμστερ, τον πανικό των άσπρων ποντικών
Και την απέλαση ενός καναρινιού ονόματι Πέπιτσεκ.

Michael Longley. 2005. "Άργος". Μετ. Χάρης Βλαβιανός. Ποίηση 26/2005: 40.


Penelope Reading a Letter from Odysseus (c.1780). Louis-Jean-François Lagrenée (French, 1724-1805).

Η Οδύσσεια ως πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης

.......................................
«Oι Κύκλωπες» του Ευριπίδη, μια θεατρική παράσταση με σατυρικό περιεχόμενο το οποίο είναι πασίγνωστο ακόμα και 2000 χρόνια μετά την συγγραφή του.
Το «True Story» του Lucian, το οποίο γράφτηκε τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. και είναι μία παρωδία του ταξιδιού του Οδυσσέα από τις Ηράκλειες Στήλες στο φεγγάρι.
Οι ιστορίες του βιβλίου «Χίλιες και μία Νύχτες» βασίζονται στην Οδύσσεια.
Το βιβλίο «MerugudUilixMaiccLeirtis» είναι μια παλιά χειρόγραφη ιρλανδική έκδοση της Οδύσσειας που χρονολογείται από τον 8ο αιώνα μ.Χ.
Ο Dante Alighieri έχει δημιουργήσει ένα διαφορετικό τέλος της Οδύσσειας στο βιβλίο CantoXXVI.
To «IIritornod’ UlisseinPatria», μία γνωστή όπερα του Μοντεβέρντι η οποία συγγράφηκε το 1960 είναι βασισμένη στο 2ο μισό τους Οδύσσειας.
Κάθε επεισόδιο της σειράς βιβλίων «Ulysses» έχει αναφορές σε διάφορα κομμάτια τους Οδύσσειας και χρησιμοποιεί παρόμοιες τεχνικές μ΄αυτήν.

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του με τίτλο «Οδύσσεια» αναφέρεται σε διάφορα σημεία τους Οδύσσειας που απασχολούν την σημερινή κοινωνία.

Το 1954 το μιούζικαλ «TheGoldenApple» του συγγραφέα John Treville Latouche και του συνθέτη Jerome Moross το οποίο αναφέρεται στον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο και την ανασυγκρότηση της Ουάσιγκτον έχει πολλά γεγονόντα εμπνευσμένα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Στην ταινία του Jean-Luc Godard «LeMempris» ο σκηνοθέτης (Fritz Lang) προσπαθεί να υιοθετήσει κάποια στοιχεία της Οδύσσειας.
Το Γαλλοϊαπωνικό άνιμε «Ulisses 31» μετατρέπει το αρχαίο αυτό έργο σε μία όπερα του 21ου αιώνα.
Το ποίημα «Omeros» του Derek Walcott σε ένα μέρος του ξαναλέει ένα κομμάτι τους Οδύσσειας.
Το μυθιστόρημα «TheColdMountain» του Charles Frazier δανείζεται διάφορα στοιχεία από τη Οδύσσεια για να αναπαραστήσει τον Αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο. Το μέταλ συγκρότημα Symphony σε πολλα σημεία των τραγουδιών τους μιλάνε για διάφορα κατορθωματα του Οδυσσέα.
Το «The Lost Books of the Odyssey» του Zachary Mason είναι μία σειρά βιβλίων από μικρές ιστορίες που είναι βασισμένες στην Οδύσσεια, αλλά είναι διατυπωμένες με ένα πιο σύγχρονο τρόπο.
«Η Οδύσσεια», η οποία είναι μία πασίγνωστη ταινία που γράφτηκε πριν 10 χρόνια από τον Andrei Konchalovsky , παίζεται πολύ συχνά στην τηλεόραση και χάρη στις σημερινές δυνατότητες είναι μία ιδιαίτερα ακριβής αναπαράσταση.

http://izoimetatosxoleio8.weebly.com/


πίνακες 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου