Ομήρου Οδύσσεια
Το προοίμιο της Οδύσσειας
(α 1-10)
Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.
Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ’ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ’ εμάς.
[Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, Αθήνα, εκδ. «Στιγμή» 1992, σ.9]
τ
Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τά νίπτρα. ( Αποσπάσματα )
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Τότες από το θάλαμο κι η Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια με την Άρτεμη και τη χρυσή Αφροδίτη.
55 Φέρανε πλάγι της φωτιάς και θέσαν το θρονί της,
που τορνευτό με φίλντισι κι ασήμι τό 'χε φτιάξει
ο μάστορης ο Ικμάλιος, μαζί μ' ακουμποπόδι
συνταιριαστό, και με προβιά μεγάλη σκεπασμένο·
σ' εκείνο απάνω η φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη.
60 Απ' τα παλάτια πρόβαλαν και δούλες ασπροχέρες,
που σήκωσαν τα φαγητά και τα λαμπρά τραπέζια,
και τα ποτήρια που έπιναν οι αγέρωχοι μνηστήρες.
Κι έρριξαν χάμου τις φωτιές απ' τους φανούς, και βάλαν
άλλα περίσσια απάνω τους ξύλα για φως και ζέστα.
65 Τότες αρχίζει η Μελανθώ ξανά με το Δυσσέα·
«Ακόμα θα μας τυραννής, ώ ξένε, εδώ τη νύχτα,
στο σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες να ματιάζης;
Σου σώνουν, κακορίζικε, τα πόφαγες, και φεύγα,
Ή τάχα θες με τις δουλειές να πεταχτής στο δρόμο;»
70 Και λέει αγριοκοιτώντας την ο μέγας Οδυσσέας·
«Γιατί με τόσο, αθεόφοβη, με κατατρέχεις άχτι;
Τάχα πού 'μαι έτσι δα λερός και φτωχικά ντυμένος,
και βγαίνω και ψωμοζητώ στης πείνας την ανάγκη;
Τέτοιοι 'ναι κείνοι που στη γης γυρίζουν και ζητάνε.
75 Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος,
κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν,
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
80 Μα ο Δίας άλλα θέλησε, και μου τα ρήμαξ' όλα·
Κι εσύ, ώ γυναίκα, κοίταξε μη χάσης τη λαμπράδα
που σε στολίζει ανάμεσα σε τόσες άλλες δούλες,
μαζί σου αν τύχη κι άξαφνα χολιάση η δέσποινά σου,
ή αν έρθη, σαν που ελπίζουνε, στο Θιάκι ο Οδυσσέας.
85 Κι αν πάλε εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
να, ο γιόκας του ο Τηλέμαχος, μεγάλος με τη χάρη
του Απόλλωνα· δε δύνεται να πράξη εδώ γυναίκα
κακό, χωρίς να ξέρη αυτός, τι πια παιδί δεν είναι.»
Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά τον άκουσε, κι αμέσως
90 την παρακόρη μάλωσε, και φώναξέ της κι είπε·
«Αδιάντροπη κι αθεόφοβη, τη βλέπω σου την κάκια,
που απάνω στο κεφάλι σου θα πέση αυτή κατόπι.
Σα να μη γνώριζες μαθές, μιάς κι άκουγές με τότες
πως μέσα, στο παλάτι μου ποθούσα να ρωτήξω
95 τον ξένο για τον άντρα μου, γιατί βαρειά 'χω λύπη.»
Κατόπι της κελάρισσας της Ευρυνόμης κρένει·
«Φέρε, Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβιά αποπάνω,
ο ξένος να καθίση εκεί, να λέη και να μ' ακούγη
σαν του μιλώ, τι λαχταρώ να τον καλοξετάσω.»
100 Είπε, κι εκείνη πρόθυμα φέρνει σιμά και στήνει
σκαμνί καλοπελέκητο, με την προβειά αποπάνω.
Κάθισ' εκεί ο πολύπαθος κι ο θείος Οδυσσέας,
κι η Πηνελόπη η φρόνιμη μ' αυτά τα λόγια αρχίζει·
«Ξένε, εγώ πρώτα πρώτα αυτό να σε ρωτήξω θέλω·
105 ποιός είσαι εσύ, και πούθενε; ποιά η χώρα σου, οι γονιοί σου;»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα, εσένα δεν μπορεί μήτε στης γης την άκρη
ψεγάδι να σου βρη θνητός. Ως τα ουράνια εσένα
πηγαίνει η φήμη σου· ο καλός παρόμοια βασιλέας
110 φημίζεται σαν κυβερνάη λαό πολύ κι αντρείο,
με δίκιο και θεοφοβιά. Η γης του βγάζει στάρι,
τα δέντρα φέρνουνε καρπούς, τα πρόβατα πληθαίνουν,
χαρίζει ψάρια η θάλασσα, κι όλος ο κόσμος έχει
και πλούτια και καλοτυχιά με την καλοδηγιά του.
115 Τώρα κι εμένα ρώταγε στο σπίτι σου ό,τι άλλο,
όμως πατρίδα και γενιά να πω μη μου γυρεύης,
παλιές μην έρθουν θύμησες και με γεμίσουν πόνους,
γιατ' είμαι πολυστέναχτος. Και μες σε ξένο σπίτι
δεν πρέπει να μοιρολογώ και στεναγμούς να βγάζω,
120 τι φρόνιμο τ' ανέπαυο παράπονο δεν είναι,
μην κάποια δούλα σου, ή κι εσύ, χολώστε και θαρρέψτε
πως το μεθύσι μ' έπιασε, και πλημμυρώ στα δάκρυα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Ώ ξένε, όλες τις χάρες μου, την ομορφιά, το σώμα,
125 οι αθάνατοι μου αφάνισαν αφότου στην Τρωάδα
με τους Αχαιούς ξεκίνησε ο άντρας μου ο Δυσσέας.
Άν τη ζωή μου ερχότανε να διαφεντέψη εκείνος,
κι η δόξα μου θα πλήθαινε, κι όλα καλά θα βγαίναν·
τώρα έχω πίκρες· τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα.
130 [ Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο με τα δασά τα δέντρα,
κι όσοι σ' αυτό το λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν,
θέλω δε θέλω με ζητούν, κι όλο χαλνάν το βιός μου. ]
Γιά δαύτο, μήτε ξένο έγώ, και μήτε ικέτη ακούγω,
135 μήτε κανένα κήρυκα, του κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος.
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
140 ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
145 σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
150 τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους τους κρυφόπαιζα, κι έτσι τους έπειθα όλους·
μα οι εποχές σαν έφεραν τον τέταρτο το χρόνο,
και τα φεγγάρια χάνονταν, και πλήθαιναν οι μέρες,
οι δούλες, σκύλες άπονες, με πρόδωσαν, κι εκείνοι
155 ήρθαν και μ' έπιασαν εδώ, και μου βαριομιλήσαν,
Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσα απ' ανάγκη.
Μήτ' από γάμο γλυτωμό δε βλέπω τώρα, μήτε
άλλον πια τρόπο· στην παντρειά με σπρώχνουν οι γονιοί μου
κι ο γιός μου, βλέποντας το βιός που τρων αυτοί, σκυλιάζει,
160 τι τώρα που άντρας έγινε και νιώθει, θα φροντίζη
το σπίτι του σαν άνθρωπος που τον τιμάει ο Δίας.
Ως τόσο λέγε μου κι εσύ τη φύτρα, τη γενιά σου·
δε θά 'σαι απ' του παραμυθιού το δρύ και το λιθάρι.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
165 «Γυναίκα πολυσέβαστη του θεϊκού Οδυσσέα,
ως πότε εσύ θένα ζητάς να μάθης τη γενιά μου;
Μα θα στην πω, και πιότερος ας γίνεται ο καημός μου·
αυτή 'ναι η τύχη του θνητού που λείπει απ' την πατρίδα
τόσον καιρό, όσο βρίσκουμαι κι εγώ ξενιτεμένος,
170 και τυραννιέται σε πολλές γυρνώντας πολιτείες.
Όμως και πάλε θα σ' το πω το που ρωτάς να μάθης.
Είναι μιά γης κατάμεσα του μελανού πελάγου,
η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα.
175 Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζούν Αχαιοί στον τόπο,
ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια,
και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες.
Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου
του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους,
180 του Δευκαλίωνα ο γονιός, του αντρόψυχου γονιού μου,
που εξόν εμένα, γέννησε το ρήγα Ιδομενέα.
Στό Ίλιο αυτός ακλούθησε τους δυό του Ατρέα γόνους
με τα καράβια του. Αίθωνας εμένα τ' όνομά μου,
κι εγώ ο νεώτερος, αυτός καλύτερος και πρώτος.
185 Εκεί είδα το Δυσσέα εγώ, και ξενοφίλεψά τον,
τι του ανέμου η μάνητα τον πέταξε στην Κρήτη,
στην Τροία καθώς αρμένιζε, λοξά από το Μαλέα,
κι ήρθε στην Αμνισό, κοντά στης Ειλειθυίας το σπήλιο,
μέσα στα κακολίμανα, και σώθη απ' τα δρολάπια,
...................................................................................
Κούλα Αδαλόγλου -[Γράφω...]
Γράφω
ημερολόγιο
γράφω μηνύματα
γράφω.
Τί θα ’κανε η Πηνελόπη χωρίς γράψιμο;
Μ’ αυτό παλεύει τη φθορά, τον χρόνο,
τη λαγνεία, τον φόβο, την απόγνωση.
Τα υφαντά τελειώνουν κάποτε,
το γράψιμο κρατάει όσο κι η ζωή μας.
Πρόσεξε πώς διαβάζεις τα μηνύματά μου.
Κούλα Αδαλόγλου. 2013. Οδυσσέας, τρόπον τινά. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.
Κούλα Αδαλόγλου - [Οδυσσέα Dear...]
Οδυσσέα Dear,
ελπίζω να περνάς καλά με την αντροπαρέα σου.
Και να σου πω ότι, παρά την άρνησή σου για βοήθεια,
βρήκα τους αριθμητικούς συσχετισμούς που με βασάνιζαν.
Ευελπιστώ, λοιπόν, να ολοκληρώσω το υφαντό που σχεδιάζω.
Με άλλα λόγια, τα καταφέρνω και χωρίς εσένα!
Κούλα Αδαλόγλου. 2013. Οδυσσέας, τρόπον τινά. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν.
Σου φώναξε απ’ τ’ ακρόγιαλο η Σειρήνα·
«Την άγκυρά σου αμόλα εδώ σιμά
κι έλα να ιδείς γοφιά, να ιδείς λαιμά,
να ιδείς ολάσπρα στήθια ωσάν τα κρίνα!
Έλα να σου χορτάσω εγώ την πείνα,
μ’ ό,τι η καρδιά σου η μάργα πεθυμά·
κι όλα να σου τα σβήσω τα χλομά
φαντάσματα, που μέσα σου επληθύνα!»
Κι απ’ το κουπί, Οδυσσέα, της αποκρίθης·
«Θα ’ρχόμουνα στ’ αλήθεια, στο ζεστό
λιμάνι σου για πάντα να κλειστώ!
Μα φεύγω, γεια σου! Είν’ η μορφή της λήθης
φριχτότερη απ’ της Μέδουσας! Φοβάμαι!
Κάλλιο να ζω όπως ζω, μα να θυμάμαι!»
Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.
Λευτέρης Αλεξίου - Ο Οδυσσέας στην Καλυψώ
Το σώμα σου ως ναός φεγγοβολάει,
στο βράχο ορθό κι ολάσπρο σαν το χιόνι.
Τις απλωτές μαγνιές σου μόνο οι χρόνοι
σαλεύουν, σαν οι αύρες τα πελάη.
Μα εντός μου εμένα αίμα θνητό κυλάει,
που πάθη αρχαία το καιν, μίση και πόνοι·
κι η αθανασιά που τάζεις, το παγώνει
κι αναριγάω στο πέτρινό σου πλάι.
Θέλω να φύγω. Του θανάτου η μοίρα
είναι στα κόκαλά μου ριζωμένη.
Από του Ολύμπου με τραβάει τη θύρα
η ζωή του ανθρώπου η χιλιοπικραμένη.
Λύσε με πια απ’ το δίχτυ σου το πλάνο,
να ζήσω, να παλέψω, να πεθάνω.
Λευτέρης Αλεξίου. 1951. Έργο ζωής: Ποιήματα. Αθήνα: Αετός.
Νάνος Βαλαωρίτης - Η μπαλάντα του ξενιτεμένου
για τον Κωσταντίνο Ν.
Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.
Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;
Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.
Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.
Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.
Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.
6.5.1983
Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ανιδεογράμματα. Αθήνα: Καστανιώτης.
Νικηφόρος Βρεττάκος - Ένας άλλος πολίτης
Η ζωή του ολόκληρη, ένα ταξίδι σε μια
δίχως όρια πατρίδα δίχως εμπόδια ορέων
και άστρων. Χωρίς γυρισμό. Συνεχίζει
ανιχνεύοντας τις μορφές του φωτός
στο κενό ή στα πράγματα. Της καρδιάς του
τα όρια ταυτιστήκαν με τα όρια των αχτίνων
του ήλιου. Ένας άλλος πολίτης — Οδυσσέας,
που διαμοίρασε παντού την Ιθάκη του.
Το σημείο που ξεκίνησε είναι παντού.
ω
Στον Κάτω Κόσμο φτάσανε γρήγορα οι μνηστήρες.
Οι συγγενείς τους πολιορκούν το παλάτι,
γυρεύοντας εκδίκηση.
Σπαραξικάρδια αναγνώριση Οδυσσέα και Λαέρτη.
Οι θεοί επιβάλλουν κατάπαυση πυρός!
Επίλογος: "έτσι σοφός που έγινες..."
Στον κάτω κόσμο φθάσανε γρήγορα οι μνηστήρες
με τον Ερμή ψυχοπομπό να σέρνει τις ψυχές τους
που ακολουθούσαν με στριγκλιές σαν να ’ταν νυχτερίδες.
Περάσανε τα άκαυτα, περάσαν τα καμένα,
ανηφοριές, κατηφοριές, ύπουλα μονοπάτια
ωκεανούς αδιάβατους, τέρατα και σημεία.
Και ύστερα διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι
έφθασαν κάποτε εδώ στον δήμο των Ονείρων,
μόνιμο ενδιαίτημα όλων των πεθαμένων.
Είδωλα πλέον των ψυχών και ίσκιοι των σωμάτων.
Κι εκεί που δυο δεν περπατούν και τρεις δεν συντυχαίνουν,
είδαν ψυχές αθάνατες σαν να ’ταν Δροσουλίτες.
Τον Αγαμέμνονα μαζί με τον γοργό Αχιλλέα
εκεί στην κορυφογραμμή, χορεύοντας να λένε
τι άλλο: για τον θάνατο που είχε ο καθένας.
Του Αχιλλέα ένδοξος, του πρώτου πολεμάρχου,
μα τ’ Αγαμέμνονα άδοξος για έναν στρατηλάτη,
που τόση δόξα έσβησε μια τσεκουριά στην πλάτη,
όχι από τον Έκτορα αλλά απ’ την Κλυταιμνήστρα.
Ο Οδυσσέας έφθασε στο κτήμα του Λαέρτη
εκεί που ο πατέρας του ζούσε με λίγους δούλους
και μια σεβάσμια κυρά από τη Σικελία
που είχε τη φροντίδα του και τον γηροκομούσε.
(Πρόσφυγας θα ’τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες
που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες.)
Τηλέμαχος κι οι δυο βοσκοί πήγαν να ετοιμάσουν
μια γουρνοπούλα νόστιμη με πέτσα σαν λουκούμι,
κι ο Οδυσσέας έτρεξε στο κάτω περιβόλι
να ψάξει τον πατέρα του. Λαχτάρα κι αγωνία.
Τον βρήκε ολομόναχο σε μία λεμονίτσα
να της μιλάει σιγανά και να την κανακεύει.
Τα ρούχα του παμπάλαια, τριμμένα, μπαλωμένα
κι ένα καπέλο γίδινο στην άσπρη κεφαλή του.
Τον πήρε ένα παράπονο να πάει εκεί κοντά του
και να τον πάρει αγκαλιά, πάνω του να τον σφίξει.
Πατέρας τού πατέρα του να γίνει για λιγάκι.
Αντί γι’ αυτό του μίλησε με σεβασμό κι αγάπη.
— Είσαι καλός με τα φυτά, μιλάτε ίδια γλώσσα.
Με μια κοντούλα λεμονιά σάς είδα να τα λέτε.
Συμπάθα με που θα το πω, μα διόλου δεν φροντίζεις
εσένα και τα ρούχα σου και την εμφάνισή σου.
— Η λεμονιά είναι μικρή κι εγώ πολύ μεγάλος,
είναι τελείως φυσικό εκείνη να προσέχω,
αλλά πώς βρέθηκες εδώ; Μπορώ να σε βοηθήσω;
— Ναι, αν μου πεις πού βρίσκομαι. Είμαστε στην Ιθάκη;
Είχα έναν φίλο κάποτε, τον λέγαν Οδυσσέα,
Ήτανε μου ’πε αποδώ. Πατέρας του ο Λαέρτης.
— Τότε πατάς τα χώματα της όμορφης Ιθάκης
κι έχεις μπροστά σου ζωντανό τον κύρη τ’ Οδυσσέα.
Μα πότε γνωριστήκατε εσύ και το παιδί μου;
— Πάνε δυο χρόνια που ’μεινε στο σπίτι μας για λίγο.
Περάσαμε πολύ καλά, γι’ αυτό και σε ρωτάω.
Και μη μου πεις ότι αυτός δεν έφτασε ακόμα!
— Δεν έφτασε, παιδάκι μου, κι ούτε ποτέ θα φτάσει.
Μπορεί και να τον έφαγαν τα άγρια θηρία
ή να τον ξεκοκάλισαν κάποια μεγάλα κήτη.
Δεν έχει τάφο, γιόκα μου, να γράφει τ’ όνομά του,
σαν να μην έζησε ποτέ, σαν να’ ταν ο Κανένας.
Κι όπως ήταν στα γόνατα, κάθισε όλος κάτω
και γέμισε τις χούφτες του με στάχτη για τ’ αμπέλι,
που έριχνε σιγά σιγά στην άσπρη κεφαλή του
κλαίγοντας μ’ αναφιλητά και δάκρυα ποτάμια.
Ο Οδυσσέας τον άρπαξε στα δυνατά του μπράτσα
κι ολόκληρο τον έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του.
— Πατέρα, εγώ ’μαι ο γιόκας σου που χρόνια περιμένεις.
— Αν είσαι αλήθεια ο γιόκας μου, απόδειξέ το τώρα.
— Πριν τ’ αποδείξω, άκουσε τα νέα που σου φέρνω.
Εχτές το βράδυ σκότωσα τους άτιμους μνηστήρες,
Μαζί με το εγγόνι σου, που βγήκε παλικάρι.
Η Πηνελόπη ανάσανε, και όλο το παλάτι.
— Η χώρα όλη ανάσανε. Ξεβρόμισε ο τόπος!
Όποιος κι αν είσαι, γιόκα μου, εύγε σου και χαλάλι.
— Όσο για την απόδειξη πως είμαι το παιδί σου,
έλα να δεις το πόδι μου και πιάσε το σημάδι
που μου ’κανε στον Παρνασσό ο κάπρος που θυμάσαι.
— Καλά ’ναι αυτά που άκουσα, αλλά δεν έχεις άλλα;
Για πες μου κάτι πιο κρυφό κι ολότελα δικό μας.
— Μμμμ... θυμάσαι που φυτεύαμε δέντρα εδώ που στέκω
τη μέρα που μου χάρισες δάσος με οπωροφόρα;
— Α, μπράβο. Τώρα κάθισε και πες τα μου ένα ένα.
— Δέκα μηλιές, δέκα ροδιές, συκούλες δεκαπέντε...
— Και πόσες ήταν άγριες;
— Ήτανε τρεις, τις λέγαμε αρσενικές, θυμάσαι;
Οι άλλες ήταν θηλυκές και όλες περδικούλες.
— Πολύ καλά! Και κλήματα;
— Εξήντα, μετρημένα.
— Μαύρα ή άσπρα γιόκα μου;
— Μισά μισά πατέρα.
Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και ποιός να τους χωρίσει...
Ο Χάροντας συμμάχησε με όλους τους εχθρούς τους,
και οι εχθροί πληθύνανε κι έρχονταν οπλισμένοι
να εκδικηθούν τον θάνατο παιδιών και αδερφών τους.
Πρωί πρωί που έμαθαν τα φοβερά μαντάτα
πήγαν και πήραν τα κορμιά, τα αιματοβαμμένα.
Τα έπλυναν, τα έκλαψαν, τα έθαψαν με θρήνους,
έβγαλαν λόγους πύρινους, χωρίστηκαν στη μέση.
Μισοί πήγαν στα σπίτια τους, κι άλλοι στου Λαέρτη,
πανέτοιμοι να χτυπηθούν, και όποιον πάρει ο Χάρος.
Μπήκαν στη μέση οι θεοί, η Αθηνά κι ο Δίας,
που ’χαν μπουχτίσει αίματα και δάκρυα και πόνους,
διέταξαν τις δυο πλευρές ν’ αφήσουνε τα όπλα,
τα χέρια τους να δώσουνε, να κάνουνε ειρήνη.
Είπανε και βροντήξανε και τα σκυλιά δεμένα!
Επίλογος
Έτσι σοφός που έγινες θα το ’χεις καταλάβει
ποιά είναι η θέση των θεών και ποιά ’ναι των ανθρώπων.
Ίσως εμείς τους πλάσαμε με δάκρυα και χώμα,
γι’ αυτό και μας ποτίζουνε τόση χολή και όξος,
μα δεν θα ήταν φρόνιμο να ζήσουμε χωρίς τους.
Όταν πεθαίνουν οι θεοί, πεθαίνουνε εντός μας,
και δηλητηριάζεται το ίδιο μας το αίμα.
Όταν αδειάζει ο ουρανός, αδειάζει ο κόσμος όλος,
οι θάλασσες και οι πηγές και του ματιού το δάκρυ,
κι αυτό φως το εφτάψυχο όλο και λιγοστεύει...
Όσο σοφός κι αν έγινες, δύσκολο να εννοήσεις:
Τ’ είναι θεός; Τί μη θεός; Και τί τ’ αναμεσό τους;
Σημ.
Έτσι σοφός που έγινες
Στίχος του Κ.Π. Καβάφη.
Τ’ είναι θεός; Τί μη θεός; Και τί τ’ αναμεσό τους;
Στίχος του Γιώργου Σεφέρη βασισμένος σε στίχο της Ελένης του Ευριπίδη.
Μιχάλης Γκανάς. 2016. Ομήρου Οδύσσεια. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Όταν η Πηνελόπη περιμένει στο σπίτι,
όταν είσαι σίγουρος για την Πηνελόπη,
τότε δε βλέπω το λόγο που πρέπει σώνει και καλά
να γυρίσεις το συντομότερο στην Ιθάκη.
Δε βλέπω το λόγο
που πρέπει να κονταρομαχήσεις με τους Κύκλωπες,
να διακινδυνέψεις την αρτιμέλεια των συντρόφων σου,
ν'αντιμετωπίσεις τόσην έχθρα!
Δε θα ήταν προτιμότερο να συμφιλιωθείς με τους ανέμους,
να δοκιμάσεις,χωρίς άτολμες υπεκφυγές,
τις προθέσεις των Σειρήνων,
να επωφεληθείς από την ηδυπάθεια της Καλυψώς
και της Ναυσικάς την ευδαιμονική περίθαλψη,
χωρίς ύποπτες βιασύνες
που προκαλούν την απορία των καφενοβίων;
Εκτός εάν δεν είσαι τόσο σίγουρος για την πίστη της Πηνελόπης.
Εκτός εάν δεν είναι μόνον η Πηνελόπη
που σε κάνει να επιθυμείς τόσο πολύ την Ιθάκη.
Εκτός εάν η Ιθάκη είναι μόνον ένα πρόσχημα.
Το τέχνασμα του δούρειου ίππου
μπορεί να στάθηκε μοιραίο
για την τύχη της Τροίας.
Δικαίωσε όμως εκείνον τον παλιάνθρωπο τον Λαοκόοντα.
Τούτο δεν πρέπει να το ξεχνάς ποτέ.
Γιατί,με το πάθημα της Τροίας,
πολλοί είναι εκείνοι που βλέπουν παντού Δαναούς
κι υποψιάζονται πίσω από κάθε αγαθή πρόθεση
κι έναν Οδυσσέα.
Και προπαντός δεν πρέπει να ξεχνάς
πως,αν ξεγέλασες τους πλιατσικολόγους της Ιλιάδας,
δε μπόρεσες να ξεγελάσεις τους επιγόνους σου.
Στο γιο του Πηλέα οι δάφνες του ήρωα.
Για σένα η συγκατάβαση του πολυμήχανου.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη,1979
-Παραθέτουμε από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη λίγους στίχους, όπου ο Οδυσσέας εμψυχώνει τους συντρόφους του να συνεχίσουν το ταξίδι:
— Αδέλφια μου, που από εκατό
κιντύνους, κράζω, φτάσατε στη δύση
στην τόσο πια μικρή που μένει αγρύπνια
του νου και του κορμιού, μην αρνηθείτε,
τον ήλιο ακολουθώντας, να γνωρίστε,
στα πέρατα, τη γης χωρίς ανθρώπους.
Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε·
σεις δεν πλαστήκατε σα ζα να ζείτε,
μα γνώση κι αρετή ν’ ακολουθάτε!
(Κόλαση, Άσμα ΚΣΤ΄, στ. 112-120, μτφρ. Ν. Καζαντζάκη)
Δεν άραξε ποτέ ο Οδυσσέας
δεν κουράστηκε
δεν ξαπόστασε δεν πέθανε.
Γυρίζει και θα γυρίζει τόπους λαούς εποχές
όσο ο ήλιος θ'ανάβει και θα σβήνει τα μάτια του
όταν οι άνθρωποι θα πηγαίνουν να πολεμήσουν
στην Τροία όταν θα κρύβουν στο Δούρειο ίππο
τη μοίρα τους όταν θ'αγκαλιάζουν το
τελευταίο κατάρτι τραβώντας ανέμεσα στις Σκύλες
και στις Χάρυβδες ανάμεσα στις Κίρκες και
στους Κύκλωπες για την Ιθάκη
για την Αγάπη.
Ο Οδυσσέας
ίδιος περιπλανώμενος ιουδαίος
προ Χριστού
μετά Χριστόν
Πάντα.
Πηγή: Ποιητική ανθολογία άγκυρας νέας γενιάς,1971
(απόσπασμα)
Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες
μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά
μια ν’ ανεβαίνουνε
ώς τα ύψη πάλι
Από το κεφαλόσκαλο ψηλά
μ’ ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές
κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά
ποιoς να στεριώσει ένα μαδέρι
ποιoς να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες
προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μάς
μπατάρει
Έτσι κι αλλιώς
στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε
Πρόσω
Και με προσοχή
σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα
κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ
Πρόσω ηρέμα
Ἔπρησεν δ’ ἄνεμος μέσον ἱστίον
ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρη
πορφύρεον
μεγάλ’ ἴαχε νηὸς ἰούσης
Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο
ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη
άλλοτε
ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν στον ύπνο τους ανάλογα
με τον καιρό
Κι όπως έχουν να λένε
δυο φορές το χρόνο
στις Ισημερίες
μικρά
λευκά παιδιά
μηδαμινά στο ζύγι
έπεφταν συνεχώς σαν απαλές
νιφάδες
και με το πρώτο που άγγιζαν
έλιωναν κι έμενε η δροσιά
Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ’ τους δρόμους τους γνωστούς
όπου
δεν ήταν εύκολο να πιάσεις
και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν
σαν πυγολαμπίδες
Δόξα να ’χει ο Θεός
εμείς γυρίζαμε παντού
ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους
απ’ αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα
μπουκαλάκια
με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες
Έξαφνα μια κοπέλα
χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη
που
την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ώς σήμερα που γράφω μόνο αυτή
μου παραστέκει
Όλο δεξιά
Στο σημείο το ίδιο
σαν σταματημένοι
που οι στεριές αργούσαν
να φανούν
«Νόμισες εσύ σταμάτησες
αλλ’ οι άλλοι που μάκρυναν
αυτοί σε
ακινητούν» έλεγε
διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας
Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα
[...]
Οδυσσέας Ελύτης. [1971] 2006. Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά. 7η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
Φαίνανε πανί στον αργαλειό
Κι άρχισε μια τέτοια φασαρία,
Κέρδισε τη νίκη μια φοράδα
Φύγαμε μπατίδοι από την Τροία.
Σίγουρα κυβέρναγε το διάκι
Είχε δαγκωνιά στο μάγουλό του
Για τη ναυτοσύνη δάσκαλο είχα
Τσούρμο από Καστό κι από Εχινάδες,
Χίπηδες λεβέντες με μαλλιά δασά,
(Αν τα τελευταία τα γράφω πρώτα
Είχες και το φόβο της τιμής σου.
Σμίξαμε κοντά στην Ασκανία
Κείνες οι ρουφιάνες, τ’ αποσπόρια,
Νά και η Ναυσικά από τσου Κορφούς
Φαίνε, Πηνελόπη, το πανί σου,
Του θεού το ασκί, του Αιόλου,
Την ευχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
Αθήνα 1974
Νίκος Καζαντζάκης - Οδυσσέας
(απoσπάσματα)
[...]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν είσαι εσύ το θείο της Πηνελόπης
κορμί, χαρά στα μάτια που σε βλέπουν!
Χωριά και χώρες γύρισα, κι αλήθεια
τις όμορφες τα μάτια μου χορτάσαν·
μα τώρα, να, σαν άγουρος, που ο πόθος
τον πλάνταξε, γλυκά αχνοτρέμω ομπρός σου,
κυρά μου!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την Ελένη, πες, της Σπάρτης,
την είδες; Θα ’ναι πιο όμορφη από μένα.
Η σκύλα, πόσους βούλιαξε στο χώμα!
κι όμως στην πάσα γης ανθίζει η δόξα της
κι όλοι κρυφά τη λαχταρούνε!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Η δόξα σου
της άμυαλης, κυρά, δε μοιάζει Ελένης!
Η γης που θρέφει το κορμί σου αγάλλεται,
σα χώμα που έχει ανθίσει ολάσπρο κρίνο.
Εσύ σα μια κολόνα στο παλάτι
του αντρός σου, ορθή κρατάς ψηλά τη στέγη.
σα λύχνος στέκεσαι άγρυπνος και φέγγεις
με υπομονή τ’ ανώγια, τα κατώγια·
και μ’ έγνοια συντηράς τα ζα, τις σκλάβες,
τα μαγερειά, και τη δουλειά μοιράζεις.
Χαρούμενο βροντάει το σπιτικό σου
στο χτύπο του αργαλειού, και λες στις δούλες,
τον άντρα τον καλό σου αναστορώντας:
«Πανί στον ύπνο μου άλικο χτες βράδυ
νειρεύτηκα· με βιας τα χτένια παίχτε,
πλούσια ως θεός σκουτιά να συχναλλάζει
στην αγορά, να τον ζηλεύουν όλοι,
με τους προεστούς σαν πάει να κουβεντιάσει·
γιατί, μου λεν, το κόκκινο γοργό ’ναι!»
Και τώρα που μπροστά μου το άγιο θάμα
της γυναικός θωρώ, βλοημένη ας είναι
φωνάζω η γης, κυρά, που σ’ έχει ανθίσει!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Την άμετρη αρετή μισούν οι αθάνατοι
κι ασέβεια να περνάς, θαρρώ, του ανθρώπου
τα σύνορα σε πλούτη ή φρονιμάδα.
Κι η προσταγή της Μοίρας με γυρίζει
ξανά στην πολυσύχναστη άγια στράτα,
και τα πολλά παινάδια δε μου στέκουν·
όχι θεά, μα ανήμπορη θνητή ’μαι!
[...]
ΕΥΜΑΙΟΣ
Καιρός, βασίλισσά μου ορθά εστηθήκαν
τα δώδεκα πελέκια και προσμένουν·
για δώσε στους λεβέντες το δοξάρι!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Πρώτα της θεάς το χέρι ας το βλογήσει!
Καλή Αφροδίτη, το άγιο σου χεράκι
δώσε και την τυφλήν οδήγα Μοίρα!
Τους όρκους μου δεν πάτησα, το ξέρεις·
σαν έφυγε ο καλός μου για τ’ αλάργα
καταραμένα ακρόγιαλα, το χέρι
πα στο κατώφλι μού ’πιασε και κρένει:
«Πολλοί μας νιώθω θα χαθούν, γυναίκα,
και δε θα γύρουν πίσω στην πατρίδα,
γιατί γενναίοι φουμίζουνται κι οι οχτροί μας,
στο κοντάρι και στ’ άλογα τεχνίτες.
Να ’χεις καλά την έγνοια του σπιτιού μου,
τα γονικά μου γεροκόμιζε με αγάπη·
τη ρίζα της γενιάς μου σαν ποτίζεις,
εμέ θα θρέφεις, μάθε το, κι ας λείπω.
Και σύντας δεις το πρώτο αντρίκιο χνούδι
το πρόσωπο του γιου μας να παχνίζει,
το σπιτικό μου πια παράτα κι όποιον
ορέγεσαι άντρα διάλεξε και πάρε.
Γιατί θαρρώ ’ναι κρίμα, νέα κι ωραία
που θα κρατάς ακόμα, να μαραίνεσαι
για με, που θα ’χω τότε πια δαγκάσει
τη γης γιά στον υγρό βυθό θα λιώνω.
Μισούν το ανόργωτο χωράφι οι αθάνατοι,
που άσπαρτο, χέρσο, ανώφελα αγκαθιάζει!»
Τέτοια, στερνά, φιλώντας τη γυναίκα του
την άμοιρη, παράγγελνε ο Δυσσέας.
Κι εγώ σκυφτή τον πρόσμενα, στης χήρας
σφιχτά μαντιλωμένη την αρφάνια·
κι αξιώθηκα το γιο μου να χαρώ
με το χνουδάτο μάγουλο σαν άντρας
τις κορασιές με πόθο να κοχεύει.
Όμως εγώ, τ’ ορκίζουμαι, ποτέ μου
κορμί δεν καταδέχτηκα να φράνω
μήτε ψυχή κατώτερη του αντρός μου·
απάνωθέ μου ο μέγας ίσκιος πάντα!
Μα τώρα οι θεοί προστάζουν, κι υπακούω
Μοίρα, τυφλή κι αγέλαστη μην έρθεις·
την Αφροδίτη συντροφιά σου πάρε,
να μου διαλέξει τ’ ώριο παλικάρι,
που τυχερό ’ναι απ’ τους θεούς ν’ ανέβει
την αψηλή βασιλικιά μου κλίνη!
[...]
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τηλέμαχε, θαρρώ πως είναι δίκιο
η σεβαστή βασίλισσα να μείνει·
τους θεούς εγώ θα βιάσω ν’ αληθέψουν,
κι ο γάμος ο μοιρόγραφτος να γίνει.
Ένας μνηστήρας μένει ακόμα· κάμε,
κυρά μου, υπομονή, παρακαλώ σε!
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Ομπρός, αφέντη του σπιτιού, η σειρά σου!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Βογκά η καρδιά, κακό λες κι ανεμίζεται!
(Ο Αντίνοος δοκιμάζει και πάλι το δοξάρι τού κάκου.)
ΑΝΤΙΝΟΟΣ
Αχ, δεν μπορώ, και μάγια μου ’χουν κάμει!
Αγκάλιαστη γραφτό σου, Πηνελόπη,
στην έρμη κλίνη ακόμα να στενάζεις·
μην κλαις, και ξέρει μύριες άλλες τέχνες
η φιλαντρού θεά, και θα μας σμίξει!
(Πέφτει το δοξάρι από τα χέρια του Αντίνοου· ο Εύμαιος το αρπάζει.)
Μην παίρνεις το δοξάρι· φέρ’ το πίσω!
ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ
Εγώ ’μαι ο νοικοκύρης και προστάζω:
Βοσκέ, του γέρου δώσε το δοξάρι,
να θυμηθεί τα νιάτα του!
(Ο Οδυσσέας αρπάζει ο δοξάρι, χτυπάει τη νευρά, κι αυτή λαλεί σα χελιδόνι. Γνέφει του Εύμαιου και του Τηλέμαχου και στέκουνται δεξόζερβά του. Ρίχνει τα κουρέλια· λάμπει σα θεός.)
ΛΑΕΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Ο Δυσσέας!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καλώς σας βρήκα, αρχόντοι μου· πού πάτε;
Οι θύρες μανταλώθηκαν, κι αρχίζει,
γαμπροί, μες στις φαρδιές αυλές μου ο γάμος!
Ε συ γυναίκα, στη γωνιά στριμώξου,
στο ανάστα της σφαγής μπορεί η σαΐτα —
έχε το νου, κυρά — να σε λαβώσει!
Είμαι ο Δυσσέας, και το πιστό δοξάρι
με γνώρισε, στα χέρια μου χορεύει
κι όλο χαρά η νευρά χελιδονίζει!
Και στις βαριές μου φούχτες λάμπει ο θάνατος
γαλήνια, ως κεραυνός σε δίκαιο χέρι!
Νίκος Καζαντζάκης. 1964. Θέατρο. Τόμ. Α΄: Τραγωδίες με αρχαία θέματα. «Προμηθέας Πυρφόρος», «Προμηθέας Δεσμώτης», «Προμηθέας Λυόμενος», «Κούρος», «Οδυσσέας», "Μέλισσα". 2η έκδ. Αθήνα: Καζαντζάκη [1η έκδ.: Αθήνα: Δίφρος, 1955].
Έκτωρ Κακναβάτος - Περίληψη Οδύσσειας
Το άλλο πιο γιαννιώτικο πιο λεπτοδουλεμένο
έλεγα περίτεχνο πως θ’ άναβε
κατάστηθα της ώχρας σαν εικονομάχος.
Πάνω σ’ αυτό σπάνε με το σεισμό οι ουσίες
κι ορμούνε τα νέα ονόματα:
γιαλός γυαλί αλίαρτος
οι κουπολάτες ρεμάλια Λαιστρυγόνων
τίς ξέρει πούθε μιλημένοι
του χαμού χύνονται του ναύκληρου
σε λίγο γύφτικα καρφιά πλάι στα μηλίγγια
του οι κάργιες·
όσο να λύσουν τις πρυμάστες πουλάνε
τ’ αζιμούθια δίχως εντόσθια σε Φοίνικες…
Κι ο άλλος,
τί κατάρτι θε μου ανάμεσα της σιωπής
τί φτισικός και τί αμίλητος
ακόμα του Λαέρτη γιος
για ένα νησί τα μάτια του πικρά του απήγανου
για κάτι άπιαστο του νου που λέει
δεν έπεσε με κουρσεμούς
ούτε με Τροίες και με Πρίαμους και φεύγει
κατά που μήτε Αχαιοί μήτε κουπιά
πορεία
ή γλάρος.
(1972)
Έκτωρ Κακναβάτος. 1981. Διήγηση. 2η έκδ. Αθήνα: Κείμενα. [1η έκδ. 1974, Αθήνα: Συντεχνία]. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα: Άγρα.
(απoσπάσματα)
[...]
ΕΥΑΝΔΡΟΣ
Οι γιατροί πιστεύουν πως οφείλεται στη σύγκρουση ενός υπερτροφικού εγωισμού με το βασικό σύμπλεγμα κατωτερότητος. Το αποτέλεσμα είναι να τους κολλάει πως είναι Ναπολέοντες, Καίσαρες, Χίτλερ, Στάλιν. Αυτός ο δυστυχισμένος πιστεύει πως είναι ο Οδυσσέας.(Στον Ελπήνορα). Εξοχότατε, είμαι της γνώμης να χαιρετήσουμε το γεγονός. Αποκτήσατε και τους τρελούς σας. Ορόσημο, ότι περνάτε στην αθανασία. Ζήτω ο Οδυσσέας!
ΟΛΟΙ
Ζήτω!...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Είμαστε χαμένοι, κύριε Ναύαρχε.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σώπα...
ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
Δε σε πιστεύουνε...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σώπα... είναι ανάγκη να σκεφτώ. Μηδέν τα λόγια, μηδέν οι αποδείξεις, σκουπίδια όλα, παλιόχαρτα, καπνός...
ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
Πού είναι που σε λατρεύουνε;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σώπα, είναι ανάγκη να σκεφτώ...!
ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
Τώρα πώς θα γυρίσουμε;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Με βγάλανε τρελό;
ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
Γι’ αυτό τρέμω, γιατί άμα σου βγει τ’ όνομα...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Είν’ εύκολο να με βγάλουν τρελό, αλλά είναι αδύνατο των αδυνάτων να με αντικαταστήσουν.
ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
Μα αφού φτιάξανε κιόλας δικό τους Οδυσσέα...!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σώπα σου λέω! Σκέφτομαι!
ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
Πάμε να φύγουμε.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ένας Οδυσσέας αυτός κι ένας εγώ δύο. Δεν το καταλαβαίνεις πως δεν πρέπει να το κουνήσω από δω; (Μπαίνουν τρέχοντας δυο φωτογράφοι).
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ
Πού είναι...; Ο Οδυσσέας πού είναι;
ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
(Δείχνοντας προς το βάθος). Εκεί. (Πριν καλά καλά φύγουν οι φωτογράφοι ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ορμά στον ΛΥΣΣΑΝΔΡΟ και τον αρπάζει απ’ το λαιμό).
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πού είναι ο Οδυσσέας; Ε; Άπιστε, άτιμε, προδότη, πού είναι ο Οδυσσέας;
ΛΥΣΣΑΝΔΡΟΣ
Εδώ... Εδώ... Εδώ...
[...]
ΝΙΚΙΑΣ
Καλό σας βράδυ εξοχότατε! Περιμένω από ώρα να σας βρω μονάχο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ποιός είσαι;
ΝΙΚΙΑΣ
Νικία με λένε. Δουλεύω εδώ στ’ ανάκτορα, ταΐζω τα περιστέρια στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Και τί μ’ ενδιαφέρει τί κάνεις;
ΝΙΚΙΑΣ
Ίσως να σας ενδιαφέρει το ότι ξέρω καλά ποιός είστε.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ξέρεις καλά ποιός είμαι;
ΝΙΚΙΑΣ
Πάρα πολύ καλά! (Παύση).
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
(Σε άλλο τόνο). Και ποιός νομίζεις πως είμαι;
ΝΙΚΙΑΣ
Χαίρε, Οδυσσέα Λαερτιάδη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Λάθος! Είμαι ο κύριος «μπάτε σκύλοι αλέστε».
ΝΙΚΙΑΣ
Κοίταξέ με καλά στα μάτια. Να ’ξερες πόσα μου θυμίζεις...!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Από μέσα σε στείλανε;
ΝΙΚΙΑΣ
Είμαι ο Νικίας από τη Σάμο. Τον καιρό του πολέμου κατατάχτηκα εθελοντής και ήρθα στην Τροία. Εκεί σε γνώρισα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δε μπορώ να θυμάμαι όλο τον κόσμο.
ΝΙΚΙΑΣ
Ήσουν ο Οδυσσέας! Ενώ εγώ ήμουν μια φωνούλα στο ανώνυμο πλήθος.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καλύτερα. Όταν φτάσει κανείς τόσο ψηλά, την παθαίνει απ’ τις απομιμήσεις. Δες τί απόμεινα! Ένα τεράστιο τίποτα.
ΝΙΚΙΑΣ
Ένα συγκλονιστικό τίποτα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καλοσύνη σου!
ΝΙΚΙΑΣ
Δεν τη χρειάζεσαι.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Φαίνεσαι τίμιος άνθρωπος!
ΝΙΚΙΑΣ
Το κατά δύναμιν.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θα ξέρεις τί έγινε!
ΝΙΚΙΑΣ
Ξέρω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τα καθάρματα. Εσύ πολέμησες στην Τροία, νίκησες, τους εξασφάλισες μια καλοθρεμμένη ειρήνη, και ποιό είναι το ευχαριστώ; Σε διορίσανε να ταΐζεις τα περιστέρια! Όσο για μένα με βγάλανε και τρελό από πάνω!
ΝΙΚΙΑΣ
Γι’ αυτό ήρθα, να σε ρωτήσω αν μπορώ να σε βοηθήσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δώσε μου να σου σφίξω το χέρι. Κι όταν όλα διορθωθούν, θα δεις σε τί πόστο θα σε διορίσω εγώ.
ΝΙΚΙΑΣ
Δε θέλω τίποτα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μην επιμένεις.
ΝΙΚΙΑΣ
Δε μου λείπει τίποτα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τη θυμάσαι την Τροία που κάψαμε;
ΝΙΚΙΑΣ
Προ πάντων εσένα...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Στην Τροία που κάψαμε καήκαμε πρώτοι εμείς. Ήσουν έφεδρος αξιωματικός;
ΝΙΚΙΑΣ
Απλός στρατιώτης. Πάνω στα τρία χρόνια υπηρεσίας με κάνανε λοχία.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πεζοναύτης ήσουν;
ΝΙΚΙΑΣ
Στο τρίτο τάγμα μηχανικού. Και μια μέρα ήρθα και σου ζήτησα ακρόαση.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σε δέχτηκα;
ΝΙΚΙΑΣ
Σου έφερα κάτι σχέδια να δεις...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
(Ταραγμένος). Σχέδια;
ΝΙΚΙΑΣ
Και μια μικρή μακέτα... ένα τόσο δα αλογάκι...
(Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ οπισθοχωρεί).
ΝΙΚΙΑΣ
Ήταν μια ιδέα για το Δούρειο Ίππο. Μόλις τα είδες ενθουσιάστηκες, μου είπες να ξαναπεράσω σε δέκα ημέρες. Εν τω μεταξύ θα τα είχες εισηγηθεί στο πολεμικό συμβούλιο. Πριν όμως περάσουνε δέκα μέρες, τοποθετήθηκα λιμενοφύλακας στη Λήμνο... (Παύση).
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
...Άκου να σου εξηγήσω...
ΝΙΚΙΑΣ
Δε διαμαρτύρομαι... (Παύση).
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
(Σαν κάτι να τον πνίγει). Δεν είμαι κλέφτης... Το έκανα για το καλό μας! Έπρεπε να το κάνω!
ΝΙΚΙΑΣ
Φυσικά... φυσικά...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αν έλεγα πως η ιδέα ήταν ενός απλού στρατιώτη, κανείς δεν θα την έπαιρνε σοβαρά! Εσύ, βέβαια, μπορείς τώρα να μου πεις «μα κύριε Οδυσσέα, αν το ’λεγες μετά την εφαρμογή και το θρίαμβο, όλοι τους θα τιμούσαν τον απλό στρατιώτη». Σωστό. Αλλά ήταν αργά πια. Όλοι πιστεύανε πως ήταν δική μου ιδέα. Ήμουν ηγέτης. Η αλήθεια θα κλόνιζε το γόητρο ολόκληρης της ηγεσίας και ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει.
ΝΙΚΙΑΣ
Δε διαμαρτύρομαι. Σκοπός μας ήταν να νικήσουμε. Το αν η δόξα για το Δούρειο Ίππο πήγε σ’ ένα στρατάρχη αντί σ’ ένα λοχία αυτό είναι δευτερεύον, αφού έτσι γίνεται πάντα. Έτσι κι αλλιώς, κράτησα την κρυφή χαρά πως ήταν δικό μου έργο και πως πέτυχε. Νά, όπως τώρα που ξέρεις πως εσύ είσαι ο Οδυσσέας, ενώ ο άλλος είναι μία μεγάλη απάτη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί πικρό! Και τώρα ήρθες να με βοηθήσεις;
ΝΙΚΙΑΣ
Αν δε σε βοηθήσω εγώ, ποιός θα σε βοηθήσει;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα σ’ έχω κλέψει...!
ΝΙΚΙΑΣ
Λόγια. Πάντα κάποιος κλέβει τον άλλον και η ζωή πάει κλέβοντας.
[...]
Ιάκωβος Καμπανέλλης. 1979. Θέατρο. Τόμος Β΄: «Το Παραμύθι χωρίς Όνομα», «Βίβα Ασπασία», "Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι". Αθήνα: Κέδρος.
Η σφαγή των μνηστήρων από τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο, το 330 π.Χ., Λούβρο
Πρώτον για γυναίκα έπινε πολύ.
Ύστερα ήταν το θέμα με τις μεταμορφώσεις.
Άδικα αυτή ισχυριζόταν
πως μπορεί κάποιος να γίνει μόνον
αυτό που πιο πολύ φοβάται
και πως το μόνο που έκανε η ίδια
ήταν να σπάει το εκμαγείο
για να απελευθερώσει το ζωντανό κορμί.
Τέλος έφταιγε που ήταν μάγισσα.
Όμως πανσέληνος το σύμπαν της γυναίκας.
Βελούδινο όπως μια μαύρη γάτα.
Πότε ορχιδέα πότε ρόδι.
Κουβάρι από κλωστές που σπαν συνέχεια
όπως οι χορδές μιας λύρας μες στον Γαλαξία.
Ούτε όμως την Ναυσικά ερωτεύτηκε.
Την άφησε μόνη της να παίζει με δεμένα μάτια
με άσπρο φόρεμα και κοντά καλτσάκια
σε ένα ακρογυάλι με τις φίλες της τυφλόμυγα.
Όχι δεν ερωτεύτηκε ποτέ
ούτε την μία ούτε την άλλη ο Οδυσσέας.
Και ούτε βέβαια ποτέ του υποπτεύτηκε.
Πως Κίρκη και Ναυσικά
ήταν δύο από τα πρόσωπα της Πηνελόπης.
Να γυρισεις πίσω ύστερα από είκοσι χρόνια
να βρεις στην άμμο χνάρια απ’ τα γυμνά σου πόδια
κι ο σκύλος σου ν’ αρχίσει ν’ αλυχτά
από αγριάδα. Όχι από χαρά.
Βγάλε τα ιδρωμένα σου κουρέλια, είναι μια κάποια λύση.
Η δούλα σου νεκρή, την ουλή σου δεν θ’ αναγνωρίσει.
Και την πιστή συμβία που ‘λέγαν ότι σε προσμένει
δεν θα τη βρεις. Σε όλους είναι πια δοσμένη.
Μεγάλωσε και ο μικρός σου γιος και ψάχνει το ταξίδι,
σε κοιτάζει λες κι είσαι σκουπίδι.
Η γλώσσα που τριγύρω σου μιλάνε
σαν ξένη μοιάζει που κάποιοι την πουλάνε.
Μην είν’ άλλο το νησί, και το λιμάνι άλλο;
Ή μήπως ειν’ το μάτι σου που όλα τ’ αηδιάζει.
Ένα κομμάτι γης που ορίζεις, μικρό όχι μεγάλο,
το κύμα θα το βρέχει κάθε που βραδιάζει.
(Ρώσοι ποιητές 20ου αιώνα ανθολογία, εκδ. Μεσόγειος)
Ω Πηνελόπη, αγρύπνησα, τι μου είχες γίνει ταίρι,
τη νύχτα ενός εξάμετρού μας φώτιζε τ’ αστέρι,
γυναίκα, λύρα, και τα δυο κυρίαρχα, τόσο ωραία!
Όσο δεν ήταν τρομερό το τόξο σου, Οδυσσέα!
Κωστής Παλαμάς - Ελένη
…Δίδωσι δ’ οὐκ ἔμ’ ἀλλ’ ὁμοιώσασ’ ἐμοὶ
εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ’ ἄπο
Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ’
ἔχειν,
κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων
Ευριπίδης (Ελένη, 33–36)
Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί, γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό.
Όχι εμένα! τον υπέρκαλο
νυχτανεβασμένο ίσκιο μου
σε γη και ώρα στοιχειωμένη
πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·
είμ’ η ανέγγιχτη κι η αχάλαστη,
κι η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.
Κωστής Παλαμάς. 1904. Η ασάλευτη ζωή. Αθήνα: τυπ. Εστίας. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Κωστής Παλαμάς. 1963. Άπαντα. Τόμος Γ΄. Αθήνα: Μπίρης.
Ζώντας χρόνια και χρόνια ανάμεσα σε
μη Ανατρέψιμα
μη Αναστρέψιμα, μη Πραγματοποιήσιμα
μη Επιτρεπόμενα
ζώντας ανάμεσα στων «Μη» τις Συμπληγάδες
συνηθίζεις
να συνθλίβεσαι, να μικραίνεις
να λοξοδρομείς, ν’ αλλοιώνεσαι.
Γι’ αυτό και όταν κάποτε
φτάνεις στην ποθητή σου Ιθάκη
—αν φτάσεις κάποτε—
κατάπληκτοι οι καθρέφτες σου
σε υποδέχονται σαν ξένο.
Και πάει χαμένη όλη η υπομονή
της Πηνελόπης σου
που δεν περίμενε τόσα και τόσα χρόνια απεγνωσμένα
αυτόν τον Άλλο.
Λένα Παππά. 1997. Τα ποιήματα. Β΄ τόμος. Αθήνα: Αρμός.
Στον Δημήτρη Μαρωνίτη
Ο Οδυσσέας ήξερε για το σόφισμα
πολύ πριν απ’ τον Ζήνωνα
ήξερε πως ο χρόνος δεν τεμαχίζεται
πως ο Αχιλλέας ξεπερνάει στο τρέξιμο τη χελώνα
για να τον παραπλανήσει, πολυμήχανος όπως ήταν,
έβαλε στη γραμμή αναρίθμητες χελώνες
έτσι κάποια βρισκόταν πάντοτε μπροστά
από τον γοργοπόδαρο ήρωα.
Ο Οδυσσέας έμαθε με τον πόλεμο
πως ούτε κι αναστρέφεται ο χρόνος
όμως μετά τον γυρισμό πάλι δοκίμασε
μερικά τεχνάσματα μήπως γίνει όπως πριν
ακατανίκητος εραστής κι ερωτευμένος σύζυγος
κοσμαγάπητος βασιλιάς και μοναχικός ταξιδευτής
ώσπου το παραδέχτηκε δημόσια
ο χρόνος μπορεί να σωρεύει χρήμα
ν’ ανοίγει περιπέτειες, να συρρικνώνει το άγνωστο
μα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν φέρνει πίσω
τον περασμένο χρόνο που τα γέννησε.
Ο Οδυσσέας ένιωθε όσο γερνούσε
ότι τα όσα είδε κι έπαθε
αρκούσαν για τους άλλους, όχι για τον ίδιο
παρά τα τονωτικά, τα βότανα μακροζωίας
όλο πιο δύσκολα κατόρθωνε να επινοεί
καινούρια πράγματα που να γεμίζουν
τις διαρκώς επεκτεινόμενες επιθυμίες του.
Τίτος Πατρίκιος. 2002. Η πύλη των λεόντων. Αθήνα: Διάττων.
Λευτέρης Πούλιος - Μυθολογία
Μια σειρήνα μέσα απ’ την οδύσσεια
με κόκκινο φόρεμα κι ένα χρυσοκέντητο σύμβολο
ρίχνει το τραγούδι της εκφραστικό, περιπαθές
και γεμάτο, σ’ ένα λιμάνι — κόλαση απόλαυσης κι αποπλάνησης
μακριά απ’ τον άνεμο.
Ένα καράβι στην ξέρα, μια νάρκη στην άμμο
και κόκαλα σκόρπια με δηλητήρια της μουσικής
που πετρώνει τη βούληση
και σκοτώνει και σκοτώνει και σκοτώνει.
Λευτέρης Πούλιος. 1978. Αλληγορικό σχολείο. Αθήνα: Κέδρος.
Το ευρύχωρο άντρο γέμιζεν από τα κυπαρίσσια
μιαν ήρεμη ευωδιά,
κι από των ξέρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
πνοήν η θεία βραδιά…
Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε μια κι άλληνε πλεξούδα
γιομάτη και χρυσή,
αργά, το ηλιοβασίλεμα, η Νύφη ορτή ετραγούδα,
και βόγκαε το νησί…
Και καθώς πλέρια, στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νά μπει
στο γέρσιμο του ηλιού,
μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
σα διάνεμα πουλιού,
κι απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα
αν ακουμπά ο κρουνός,
άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα,
και κόσμος εαρινός
μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει
στη φλόγινη αστραπή
χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
διαβατική σιωπή·
κι όπως, αν γείρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,
τα πάντα διαπερνά,
τα ξερά ’γκάθια, διάφωτα, με κρουσταλλένιο λάμπο,
σαλεύουν φωτεινά·
τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει
με διαμαντένια ακμή,
κι η αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
γλιστράει κάθε στιγμή·
τ’ άγριο το κύμα, ως τ’ άλογο που ορτώθη στα καπούλια
κρεμάει, κι από ψηλά
σα βρύση αφήνει τον αφρόν από άμετρα κανούλια
φλογάτος να κυλά—
έτσι απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν ό,τι διαβαίνει
διαβαίνει δίχως σκιά,
και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
που τραγουδά η θεά,
και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε
στη βαθουλή σπηλιά
τ’ αλάφια· Διοκατέβατα, να ποτιστούνε ως πάνε,
και τα τρανά πουλιά…
«Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ… Σου θέρισε σα στάχυα
τα κύματα μακριά
η ευκή μου, και τραβήχτηκε πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
η θλιβερή σου σκιά…
»Με το καλόν οπὄφυγες και πια δε σου προσμένω
τα μέλη τα γερά,
οπὄσβηνα τον πόθο τους σα σίδερο αναμμένο
μέσα στα κρύα νερά…
»Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό το μέλι
στη βαθουλή σπηλιά,
των Ολυμπίων τον έρωτα κι αν ένιωσες στα μέλη
σε αργόπορη αγκαλιά,
»δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι
τη θεϊκή μου ορμή
που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου, κι η νοσταλγία σ’ επάτει
για μιας θνητής κορμί;
»Όμως έτσ’ είναι η μοίρα σας… Με τα έργα σας μεθάτε·
και μόνη σας χαρά,
της λιγοστής σας δύναμης που εδόθη, να λυγάτε
στην έγνοια τα φτερά…
»Ω, πόσο ήταν λαμπρότερο το μέγα σου το τόξο
πά’ στ’ αργυρό καρφί,
σαν από κάθε πάλεμα και κάθε οργήν απόξω,
με μια αρετή κρυφή
»έδειχν’ ορμήν ανώτερη κι απ’ την ορμή του Ευρύτου,
ως άνεμος σφοδρός
τ’ άγγιζε, κι ήχος έβγαινεν αργός απ’ τη νευρή του,
ήχος γλυκός κι αδρός.
»σαν όλο το μουρμουρητό του πέλαου στ’ ακρογιάλι
την πρωινή ερημιά,
κι ήταν η βούληση μια ευκή, μιαν άγια γνώρα η πάλη,
η νίκη επιθυμιά…
»Κι ο θάνατος οπὄδινε με τα γοργά του βέλη
σα μάχονταν τη ζωή,
του πιο ψηλού θερίζοντας στου ενάντιου την αγέλη
την ξαναμμένη πνοή,
»καθώς η μέλισσα έμοιαζε που, αν μπήξει το κεντρί της,
και η ίδια θα χαθεί…
Κι εσύ, που για την κλίνη μου είχες, γυμνός αντρίτης,
πετάξει το σπαθί,
»στης λήθης ελουζόσουνα τη δύναμη την πρώτη
όπου αναβράει κρυφή,
να σε ποτίσει αθάνατη κι αστέρευτη μια νιότη,
της σάρκας μου η αφή…
»Όμως έτσι’ είναι η μοίρα σας… Με τα έργα σας μεθάτε.
και μόνη σας χαρά,
της λιγοστής σας δύναμης, που δόθη, να λυγάτε
στην έγνοια τα φτερά…
»Λαμπρέ θνητέ, σε χαιρετώ. Τώρα η βαθιά μου κλίνη,
στρωμένη πάντα πλιο,
με τα σεντόνια που ύφανα μ’ αθάνατη γαλήνη
στον πέτρινο αργαλειό,
»να μου κρατούνε τη δροσιά και να την ξανανιώνουν
σαν του πελάου αφρό
κι ωσάν από τα κύματα τον ύπνο μου να ζώνουν
μ’ ανάσασμα αλαφρό,
»την πιθυμιά σου δεν κρατεί μηδ’ όσο τ’ άσπρο αυλάκι
π’ αφήνει όπως περά
καράβι γοργοτάξιδο ξοπίσω από το δοιάκι
στα ολόμαυρα νερά…
»Πώς τη γαλήνη της νυχτός των Ολυμπίων τελειώνει
του γκιώνη αργή φωνή,
οπού απαντάει, αντίλαλος του μικρού, σ’ άλλου γκιώνη
τον πόθο αλαργινή,
»έτσι σε κύκλο αθάνατο ο αιώνιος πόθος δένει
το πνέμα φωτεινό,
κι απ’ την ευκή μεστότερος, ο αντίλογος πλουταίνει
τον άσωτο ουρανό…
»Σα λεύκα αν σειέται ο πόθος μου και στην οκνήν ημέρα
που αγέρας δε φυσά,
με τ’ αλαφρό το σείσμα μου πιότερο σέρνω αγέρα
στα σπλάχνα και δροσιά,
»κι όπως τη δίψα μου καλούν, αραδικώς, σα θρόνοι
οι αστέρευτοι κρουνοί,
όμοια περνάει ατέλειωτη, χωρίς να με σκλαβώνει,
το νου μου η ηδονή…»
***
Έτσι τραγούδησεν η θεά με τη φωνή την πλέρια
την ολυμπία βραδιά,
στον ηχηρόν ορίζοντα, που επάλλονταν τ’ αστέρια,
να λούσει την καρδιά…
Άγγελος Σικελιανός. 1966. Λυρικός Βίος. Επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Β΄. Αθήνα: Ίκαρος.
Οι εφημερίδες έγραφαν. Μα δεν μπορώ να θυμηθώ
τον πόλεμο και το θαμπό νησί
χαμένο μες στους ίσκιους του μυαλού
και του πελάγου. Είδα το φέγγος της φωτιάς όπως κατέβαινα
του πόνου μου τη σκάλα. Κέδροι πλατανιές —
εκεί έλουζε το κόκκινο κορμί. Και τότε πίσω από το μαύρο
φως του Άδη ο Γέροντας με το χρυσό ραβδί:
— Δεν έχεις κούφιο νου. Τί σέρνεσαι γύρα απ’ το θάνατο;
πολέμα με το πέλαγο με την αρμύρα. Κοίτα
ξαναγυρίζει η Ελένη αστραφτερή
σταφύλι ήχος αυλού και σμάλτο.
Οι εφημερίδες έγραφαν. Πού να σκαλίζεις τώρα.
Η μεταμέλεια κείτεται εις πολύ βάθος όμως
τη νύχτα αυτή γυρεύοντας επίμονα κάποιο κορμί φωτιά
και κρύσταλλο δεν ξαναφάνηκε
στη διψασμένη μνήμη μήτε καν εικόνα χάρτινη επιπλέοντας.
Ράχη του δελφινιού πλευρό πρασινισμένου καραβιού
οι αστερισμοί κοιτάζοντας το μαύρο και τη μοναξιά
κάτω απ’ τον ουρανό η Μεσόγειο ένα άδειο πέλαγο
σα δάσος απανθρακωμένο σα νεκρή σειρά αριθμών
και το ποτάμι νά το μες στις άκαρπες ιτιές
κανένα πλοίο εκεί σημάδι από άραγμα κανένα
κι αν σε ρωτήσουνε τί θέλεις;
πονώ ώς το κόκαλο θ’ αποκριθείς
ταμ ταμ
εδώ ανασταίνοντας τη θύμηση
μες στο μενεξελί-μαύρο νερό το τύμπανο σημαίνει.
Στο κόκκινο στιγματισμένο δέρμα φέραμε
σημάδια ότι κερδίσαμε μαλάματα μετάξι κούρσος
ολάκερο καθώς το πλοίο παράδερνε ακυβέρνητο
στο μέγα κύκλο του μεσημεριού.
Κι εγώ
φώναξα φύσαγε ο σιρόκος δυνατά φώναξα πίσω απ’ τα πανιά
κυλούσανε τα βράχια ανασαλεύοντας απ’ το βυθό τη θάλασσα
ΜΗΔΕΙΣ φώναξα δυνατά
κι εγύρισε η Ελένη ακούγοντας μες στ’ όνειρο
κι είπα θα ’ρθει η Ελένη θά ’ρθει από τους ουρανούς
κι ήμουν εκεί μισό κορμί στην κάψα του ήλιου
τ’ άλλο μισό σβησμένο από πολλά
σκοτάδια ή στοχασμούς.
Εδώ
περάσαμε και τις Ηράκλειες εποχές. Τα λάθη ερχόντανε
κοπαδιαστά ο αγέρας θρόιζε φέρνοντας μηνύματα
μιας άλλης γης. Κόκκινη η πρύμη παραμέριζε τα ρύγχη των κυμάτων
κι ο μπούσουλας γυρίζοντας πεισματικά
κι εδώ στο μέγα στόμα του γιαλού
χαζεύανε τυφλοί πολεμιστές.
Εδώ ο ξανθός Ελπήνωρ
σπασμένο κόκαλο στη έρημη μεσημεριάτικη γαλήνη
εδώ ο σφαγμένος βασιλιάς την ώρα του λουτρού
κι η Θέκλα χρόνους τώρα ερεθισμένη μουρμουρίζοντας
ένα παράξενο σκοπό κι ο Stephen σύντροφος
του σύγχρονου Οδυσσέα
κόκαλο ποτισμένο απ’ το κρασί μες στη δροσιά της κάμαρης
κι ο Μέγας Ήλιος στρέφοντας ολοένα σε Ήλιο καίγοντας
με δύναμη ό,τι απόμενε
φθαρτό. Τί ν’ απομείνει;
Όμως εγώ που φώναξα
χαράζοντας με το μαχαίρι μου τη φλούδα του κορμιού
κι απ’ το ξερό λαρύγγι ολόγυμνη ξεκόβοντας
πνιγότανε η κραυγή στο σιωπηλόν αιθέρα: Ελένη
είπα θα ’ρθει η Ελένη θά ’ρθει από τους ουρανούς.
Στου Αλκίνοου το νησί —
πώς να σ’ αγγίξω εσένα δροσερέ κλώνε μηλιάς —
θα σε ρωτήσουνε τί θέλεις τότες
ο Βασιλέας με φύκια ώς το λαιμό και το τσιμπούκι του
καπνίζοντας ακόμα δυνατά τ’ απομεσήμερο
μετά το φονικό που βούιξαν οι Μυκήνες
τα καφενεία σφαλίσανε στοιβάξανε
πρόχειρα τις καρέκλες πανταχού παρούσα η μαντική φωνή
κάτασπροι γέροντες στις έρημες αυλές
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί φυσούσε
διαβολεμένος άνεμος παντού φέρνοντας αίμα απ’ το λουτρό
κι ακόμα καλοκαίρι εκεί
κι αλλού με την Ελένη ολάκερη
στον κόσμο που καιγόταν.
Πλάγιασε τώρα κι άκου
σημαίνει δυνατά το τύμπανο πάνω από τα νερά
του ποταμιού. Μες στον αχό της μέρας που άνοιγε στίφη κλαδιών
σε δάσος πορφυρό πεύκα και δρυς κι ελάτια
πυκνά σα να ’ταν πέλαγο η φωνή
του παγωμένου κότσυφα μες στην πρωινή ασημένια καταχνιά
πιο κάτω ο ψίθυρος τον ύπνο εσάλευε. Κοιμήσου. Στο νησί —
το τύμπανο ταμ ταμ—
του Αλκίνοου εσήμαινε μες στο μενεξελί μαύρο νερό.
Τάκης Σινόπουλος. 1953. Άσματα I–XI. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Τάκης Σινόπουλος. 1976. Συλλογή Ι (1951–1964). Αθήνα: Ερμής.
Αλφρεντ Τένισον - Οδυσσέας
Τι αξίζει, αν στην ατάραχη γωνιά μου
σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
γριάς συντρόφισσας και σωστά μοιράζω
το δίκιο στους ανίδεους ανθρώπους,
5 που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν! Δεν μπορώ να πάψω
να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια·
θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Εχάρηκα πολλά, πολλά έχω πάθει
10 μονάχος μου ή με όσους μ’ αγαπούσαν
πότε σε ξένη γη, πότε στα μάκρη
σκοτεινού πολυκύμαντου πελάγου.
Τ’ όνομά μου εδιαλάλησεν η φήμη
κι η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
15 πάντα γρικάει κι ας έμαθα κι ας είδα
σε άλλες χώρες πώς ζουν, πώς κυβερνάνε.
Κι εγώ στερνός δεν είμαι, αφού με σέβας
με δέχτηκαν παντού κι έχω γνωρίσει
της μάχης το μεθύσι, πολεμώντας
20 με τους όμοιους μου μόνο μες στους κάμπους
τους βοερούς κι ανεμόδαρτους της Τροίας.
Κι είμαι εγώ καθετί που μου ‘χει τύχει,
κι ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω τώρα μοιάζει
με αψιδωτή στοά, που ανάμεσό της
25 φαίνεται κόσμος άγνωστος, μα πάντα
σαν σιμώσω τα σύνορα ξεφεύγουν…
Είναι άγνωμος ο πόθος που γυρεύει
να βρει τέλος κι ανάπαψη σαν όπλο,
που δεν αστράφτει πλια κι απορριγμένο
30 σκουριάζει. Όχι, δε ζει όποιος αναπνέει
μονάχα. Δεν αξίζει στριμωγμένοι
οι άνθρωποι να ‘ναι ο ένας κοντά στον άλλο.
Κι αν τώρα ζωή λίγη μου απομένει,
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
35 απ’ την αιώνια τη σιγή ν’ αρπάξεις,
πολλά πράγματα νέα θα ιδείς, θα μάθεις!…
Θα ήμουν δειλός, αν ήθελα για λίγο
καιρό, που ακόμα θα χαρώ τον ήλιο,
προσεχτικά να ζήσω μετρημένα,
40 αφού ο πόθος φλογίζει την ψυχή μου
ν’ ακλουθήσω τη γνώση σαν αστέρι
πέρα απ’ τα ουράνια, εκεί που ο νους δε φτάνει.
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
τώρα στο γιο μου, τον αγαπημένο
45 Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
τ’ άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Κι είναι άσπιλος, πιστός στο κοινό χρέος
50 και στο στήθος θερμήν αγάπη κρύβει,
τους θεούς, που πιστεύουμε, λατρεύει
κι εγώ σαν φύγω μένει αυτός. Κι οι δυο μας
κάνουμε το έργο, που ποθεί η ψυχή μας.
Στο λιμάνι εκεί κάτου το καράβι
55 με πανιά φουσκωμένα περιμένει…
κι η θάλασσα η πλατιά πέρα μαυρίζει…
Ω ναύτες, που με ανδρεία ψυχή μαζί μου
στις έγνοιες, στους αγώνες και στους κόπους
δειχτήκατε με χαμόγελο πάντα,
60 μ’ ελεύθερη καρδιά και περηφάνια,
κι αν έλαμπαν τα ουράνια ή κι αν βροντούσαν
είμαστε γέροι, αλλά δεν απολείπουν
από τα γερατειά το χρέος και η δόξα.
Όλα τα κόβει ο θάνατος. Μα τώρα,
65 πριν φτάσει εμείς να κάμουμε μπορούμε,
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων,
που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους φέγγουν λύχνοι από τα σπίτια,
η μέρα σβει και το φεγγάρι βγαίνει
70 κι ολόγυρα μυριόφωνο μουγκρίζει
το πέλαγος. Ελάτε, ω φίλοι, τώρα
δεν είναι αργά για κείνους που ζητούνε
νέους κόσμους. Σπρώχτε, σύντροφοι, το πλοίο
στ’ ανοιχτά και καθίστε στην αράδα
75 σαν άξιοι λαμνοκόποι. Εμπρός τραβάτε
σχίζοντας ρυθμικά το βοερό κύμα,
αφού η καρδιά μου απόφασην επήρε
στη μακρινή χώρα να πάω ν’ αράξω,
πέρα απ’ τη δύση, που βυθίζουν τ’ άστρα.
80 Κι αν δε μας πνίξει η τρικυμία, θα πάμε
στα μακάρια νησιά, τον Αχιλλέα
τον μεγαλόψυχο να ξαναϊδούμε!
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα, για να γίνουν,
85 κι αν δυνατοί δεν είμαστε σαν πρώτα
στα παλιά χρόνια, που δικά μας ήταν
γη κι ουρανός, είμαστε ακόμη κάτι,
γιατί καρδιές ανδρείες δε θ’ αλλάξουν
κι αν ο καιρός κι η μοίρα τις κουράσουν,
90 μα στο έργο σταθερή και στον αγώνα
βαθιά τους ζωντανή θέληση μένει,
που δύναμη καμιά δεν τη δαμάζει
Γιάννης Τζανής - Η Καλυψώ
Έτσι ορίσαν τελικά οι Θεοί
Κι ο Οδυσσέας
Δεν πέρασε απ’ το κατώφλι της αθανασίας.
Ίσα που γεύτηκε μες στην σπηλιά
Το θεϊκό σπαρτάρισμα...
Ύστερα, πελεκώντας και καρφώνοντας
Τραγούδια για τη θάλασσα,
Ποιήματα για της αγάπης τον καημό,
Έφκιαξε μια σχεδία
Και κίνησε γυμνός για το θνητό χαμόγελο
Που χρόνια τον περίμενε...
Κι η Καλυψώ, η αγέρωχη θεά,
Γύρισε οριστικά στον αργαλειό της.
Γιάννης Τζανής. 1993. Παρά θῖν ἁλός (Η ραψωδία της θάλασσας). Θεσσαλονίκη: Μπίμπης.
έπιασε κι όργωνε σαν έμαθε πως φτάνουν
απεσταλμένοι του Αγαμέμνωνα.
Όργωνε με το ένα και με τ’ άλλο
χούφτωνε αλάτι και το έσπερνε
για να τους πείσει ότι ήτανε τρελλός.
Ή μήπως δίχως να το ξέρει
μετείχε σε μια πράξη μαγική, το αλάτι σπέρνοντας,
αυτός που του μελλόταν να θερίζει
χρόνια ολόκληρα τη θάλασσα;
Από τη συλλογή Ναός του κόσμου (1996) του Γιάννη Υφαντή
Τζένη Φουντέα-Σκλαβούνου - ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
Με το κορμί σκυφτό
βαδίζοντας στα τέσσερα
ανεπαισθήτως
τρύπωσες μες στη ζωή μου
Έφυγες
εκκωφαντικά
με κανονιοβολισμούς
και τυμπανοκρουσίες
Όπως ταιριάζει στον στυγνό κατακτητή
που αφήνει πίσω
σαν σκιά
την κουρσεμένη πολιτεία
Μίλια μακριά αμέριμνη
κοιμάται η Πηνελόπη
μ’ ένα χαμόγελο αδιόρατο στα χείλη
Έχει κερδίσει την παρτίδα άλλη μια φορά
Από τη συλλογή “Το Άλφα του Κενταύρου”, εκδ. Μανδραγόρας, 2015
Δούρειος ΄Ιππος του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ
Σας εξορκίζω στ’ όνομα του Διόςτου ζώντος κι ενός δυο αλογοανθρώπωννα προτιμάτε λαϊκές απογευματινέςενώπιον του δύοντος ηλίουτου κορκυραίου. Πράγματα που λέω!
Εκεί τον είδα τον καλό μου βγαίνονταςαπ’ τα ξερόκλαρά του να υποκλίνεταιστην ιριδίζουσα βεζιροπούλα.
Στάθηκε ομπρός στην πεπλοφόρα κόρηπου ’χε το τόπι ρίξει στο γιαλό,τυχαία τάχα· ξέρουμε από δαύτα,γνωστά τα κόλπα. Είθε, ω Ναυσικά,να σου συγχωρεθεί το κοντοζύγωμα.
Έγειρες στην αγκάλη εκειού του βρόμικουκαι πόρνου γέρου. (Τί του βρήκε, αλήθεια;Την κεκρυμμένη αντρεία και την τιμήπου είχε φυλακτό για τη γυναίκα του;)
Κύλησα εγώ, καθώς μπαλόνι, κι ήρθαγοργά στα στέφανά μας, στέριωσα καλάτο σώμα μου και λούστηκα ώς αργά.
Στην κοντυλογραμμένη ανατολήκαμώθηκα πως δεν τον αναγνώρισα.Και κείνος έσκυψε βαθιά να κρύψειτις ενοχές του. Όρμησα, τον έγδυσαγια να τον πετσοκόψουν οι μνηστήρες.
Ως τέλειωσε η τελετή και βγήκαν τ’ άγρια πάθη,σανό να βρούνε στα αίματα,τον κοίμισα στην αγκαλιά μου θεό.
Αύγουστος 1999
Κανείς δεν πίστεψε πως είμαι εδώ.
Γι’ αυτό τις ημέρες μου τώρα περνώκαι εγώ σαν ένας από τους μνηστήρες.Όμως κρυφά υφαίνω.
Ανάστατη κάθε πρωί η Πηνελόπηκαινούργιο βρίσκει φόρεμα στον αργαλειό.Να το χαλάσουμε μας βάζει αμέσωςκάθε μνηστήρας τραβώντας μια κλωστή.
Γαμήλιο ένδυμα το σώμα τηςχωρίς κανένα φόρεμα μόλις μείνειέναν από εμάς θα παντρευτείσε ξένα μέρη σκορπίζοντας τους άλλους.
Προς το συμφέρον μας είναι λοιπόνόταν καθυστερεί η ιστορίακαι όλοι πλοκή στα μάτια της γινόμαστε.
Περνά έτσι ο καιρός, περιμένονταςτην άφιξη του Οδυσσέα.
Odysseus slaying the suitors, detail of a red-figure skyphos from Tarquinii, c.450 bc; in the Staatliche Museen zu Berlin, Ger.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, - ΙΘΑΚΗ
Δεν ξέρω αν έφυγα από συνέπεια
ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου,
τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη
με τα χριστιανικά της σωματεία
και την ασφυχτική της ηθική.
Πάντως, δεν ήταν λύση, ήταν ημίμετρο.
Κι από τότε κυλιέμαι από δρόμο σε δρόμο
αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες.
Οι φίλοι που αγάπησα έχουνε πια χαθεί
κι έμεινα μόνος τρέμοντας μήπως με δει κανένας
που κάποτε του μίλησα για ιδανικά…
Τώρα επιστρέφω με μιαν ύποπτη προσπάθεια
να φανώ άψογος, ακέραιος, επιστρέφω
κι είμαι, Θεέ μου, σαν τον άσωτο που αφήνει
την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει
στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει
στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική.
Τον Ποσειδώνα μέσα μου τον φέρνω,
που με κρατάει πάντα μακριά.
Μα κι αν ακόμα δυνηθώ να προσεγγίσω,
τάχα η Ιθάκη θα μου βρει τη λύση;
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1992)
Athena inspires Odysseus for vengeance, Jan Styka
Μετάφραση: Xάρης Bλαβιανός
Όταν βρήκε τον Λαέρτη μόνο στην περιποιημένη πεζούλα, να σκαλίζει
Ένα αμπέλι, αξιοθρήνητο στα κουρελιασμένα ρούχα της δουλειάς,
Βρόμικα και μπαλωμένα, με κομμάτια δέρμα να προστατεύουν χέρια και πόδια
Από τα βάτα, και σαν να μην έφταναν αυτά,
Βέβαιο σημάδι της βαθιάς του θλίψης, ένα καπέλο από δέρμα κατσίκας,
Ο Oδυσσέας έκλαψε στη σκιά μιας αχλαδιάς για τον πατέρα του
Τόσο γέρο και εξαθλιωμένο που το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή
Ήταν να τον φιλήσει και να τον αγκαλιάσει και να του αποκαλύψει όλη την ιστορία.
Όλη η ιστορία όμως είναι ένας κατάλογος κι ύστερα άλλος.
Έτσι περίμενε να αναδυθούν από εκείνο τον βασιλικό κήπο εικόνες
Των παιδικών του χρόνων, όταν τρέχοντας πίσω από τον πατέρα του
Ρωτούσε για ό,τι έβλεπε μπροστά του, τις δεκατρείς αχλαδιές,
Τις δέκα μηλιές, τις σαράντα συκιές, τις πενήντα σειρές αμπέλι,
Να ωριμάζουν σε διαφορετικές εποχές για να προσφέρουν συνεχώς σοδειά,
Ώσπου ο Λαέρτης αναγνώρισε τον γιο του, και με τρεμάμενα γόνατα,
Ζαλισμένος, τύλιξε τα χέρια γύρω από τον λαιμό του τρανού Oδυσσέα,
Που τράβηξε τον γέροντα, έτοιμο να λιποθυμήσει, στο στήθος του και τον κράτησε εκεί
Και νανούρισε σαν κλαράκια τα κόκαλα του πατέρα του, που όλο και μίκραινε, μέρα με τη μέρα.
Michael Longley. 2005. "Λαέρτης". Μετ. Χάρης Βλαβιανός. Ποίηση 26/2005: 38-39.
Μετάφραση: Xάρης Bλαβιανός
Yπήρξαν κι άλλοι αποχωρισμοί και τόσο πολλοί
Ώστε ο Άργος, το σκυλί που περίμενε είκοσι χρόνια τον Οδυσσέα,
Συνέχιζε να περιμένει, ακόμη εγκαταλελειμμένος πάνω σ’ ένα σωρό κοπριά
Στο κατώφλι μας, γεμάτος τσιμπούρια, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός,
Αυτός που κάποτε κυνηγούσε αγριοκάτσικα και ζαρκάδια· ο εκλεκτός,
Γνήσιο καθαρόαιμο, ένα έξοχο λαγωνικό,
Που ακόμη και τώρα κουνάει την ουρά του, χαμηλώνει τ’ αυτιά του
Κι αγωνίζεται να πλησιάσει τη φωνή που αναγνωρίζει
Για να πεθάνει στην προσπάθεια· έτσι, σαν τον Οδυσσέα,
θρηνούμε για τον Άργο το σκυλί, και για όλα εκείνα τ’ άλλα σκυλιά,
Για τη σύλληψη των χάμστερ, τον πανικό των άσπρων ποντικών
Και την απέλαση ενός καναρινιού ονόματι Πέπιτσεκ.
Michael Longley. 2005. "Άργος". Μετ. Χάρης Βλαβιανός. Ποίηση 26/2005: 40.
Penelope Reading a Letter from Odysseus (c.1780). Louis-Jean-François Lagrenée (French, 1724-1805).
«Oι Κύκλωπες» του Ευριπίδη, μια θεατρική παράσταση με σατυρικό περιεχόμενο το οποίο είναι πασίγνωστο ακόμα και 2000 χρόνια μετά την συγγραφή του.
Το «True Story» του Lucian, το οποίο γράφτηκε τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. και είναι μία παρωδία του ταξιδιού του Οδυσσέα από τις Ηράκλειες Στήλες στο φεγγάρι.
Οι ιστορίες του βιβλίου «Χίλιες και μία Νύχτες» βασίζονται στην Οδύσσεια.
Το βιβλίο «MerugudUilixMaiccLeirtis» είναι μια παλιά χειρόγραφη ιρλανδική έκδοση της Οδύσσειας που χρονολογείται από τον 8ο αιώνα μ.Χ.
Ο Dante Alighieri έχει δημιουργήσει ένα διαφορετικό τέλος της Οδύσσειας στο βιβλίο CantoXXVI.
To «IIritornod’ UlisseinPatria», μία γνωστή όπερα του Μοντεβέρντι η οποία συγγράφηκε το 1960 είναι βασισμένη στο 2ο μισό τους Οδύσσειας.
Κάθε επεισόδιο της σειράς βιβλίων «Ulysses» έχει αναφορές σε διάφορα κομμάτια τους Οδύσσειας και χρησιμοποιεί παρόμοιες τεχνικές μ΄αυτήν.
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του με τίτλο «Οδύσσεια» αναφέρεται σε διάφορα σημεία τους Οδύσσειας που απασχολούν την σημερινή κοινωνία.
Το 1954 το μιούζικαλ «TheGoldenApple» του συγγραφέα John Treville Latouche και του συνθέτη Jerome Moross το οποίο αναφέρεται στον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο και την ανασυγκρότηση της Ουάσιγκτον έχει πολλά γεγονόντα εμπνευσμένα από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Στην ταινία του Jean-Luc Godard «LeMempris» ο σκηνοθέτης (Fritz Lang) προσπαθεί να υιοθετήσει κάποια στοιχεία της Οδύσσειας.
Το Γαλλοϊαπωνικό άνιμε «Ulisses 31» μετατρέπει το αρχαίο αυτό έργο σε μία όπερα του 21ου αιώνα.
Το ποίημα «Omeros» του Derek Walcott σε ένα μέρος του ξαναλέει ένα κομμάτι τους Οδύσσειας.
Το μυθιστόρημα «TheColdMountain» του Charles Frazier δανείζεται διάφορα στοιχεία από τη Οδύσσεια για να αναπαραστήσει τον Αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο. Το μέταλ συγκρότημα Symphony σε πολλα σημεία των τραγουδιών τους μιλάνε για διάφορα κατορθωματα του Οδυσσέα.
Το «The Lost Books of the Odyssey» του Zachary Mason είναι μία σειρά βιβλίων από μικρές ιστορίες που είναι βασισμένες στην Οδύσσεια, αλλά είναι διατυπωμένες με ένα πιο σύγχρονο τρόπο.
«Η Οδύσσεια», η οποία είναι μία πασίγνωστη ταινία που γράφτηκε πριν 10 χρόνια από τον Andrei Konchalovsky , παίζεται πολύ συχνά στην τηλεόραση και χάρη στις σημερινές δυνατότητες είναι μία ιδιαίτερα ακριβής αναπαράσταση.
http://izoimetatosxoleio8.weebly.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου