Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπουλου
Οἱ σταλακτῖτες τῶν καιρῶν
πληθαίνουν στά ὑπόγεια σπήλαια˙
στενεύουν τά περάσματα.
Μέ τά βαριά μου ἐνδύματα
ἀσθμαίνω στίς διαβάσεις…
(Ὑφαίνοντας Ἄνεμο, 2004, 2008)
λθ'
Κανάρη! — και τα σπήλαια
της γης εβόουν: Κανάρη.—
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
πάντα: Κανάρη!
Νίκος Καρούζος – Χριστούγεννα του σταλαγμίτη
Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.
Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.
Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.
Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.
Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.
Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.
Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι –
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.
Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.
Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.
Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…
Νίκος Καρούζος
«Ποιήματα» (1961)
Μιχάλης Κατσαρός : Με ποιον με ποιον να μιλήσω;
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΝΕΟΙ
Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους
δε βγαίνουν
φοβούνται
δεν παραδίδουν τίποτα—
Με ποιον με ποιον να μιλήσω;
Κρατά γερά το μυστικό ο Παπαδίτσας
παίζει
βγαίνει απ’ το παράθυρο σαν το πουλί
βρέχεται ξαναμπαίνει—
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Ο Σαχτούρης μαζεύει με ένα φακό τις λέξεις του
ταχτοποιεί σε δέντρα τα συμβάντα
χτυπάει μετά τη χορδή του
ξαφνιάζεται σαν το μικρό παιδί—
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Χάθηκε ο Αναγνωστάκης στο Βορρά
ούτε ένα θρήνο νέο
λες και να πέθανε τώρα αλήθεια
ούτε ένα Χάρη δεν κλαίει ούτε τον ήλιο.
Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;
Σκοτεινός περιφέρεται ο Σινόπουλος
με τους νεκρούς νεκρός δειπνεί
τρέχει μονάχος σε υπόγεια με πυρσούς
φανούς και σπίρτα.
Με ποιον με ποιον να μιλήσω.
Ο Δούκαρης ένας πιστός του εαυτού του
έτοιμος για σφαγή ο Καρούζος
χτυπάει το άδειο γκογκ η Ελένη Βακαλό—
Κανείς δεν αποκρίνεται.
Με ποιον με ποιον θα μιλήσω;
Κανέναν άλλο δε θυμάμαι πια
παρά στ’ αυτιά μου ακούω τις φωνές
του Χριστοδούλου
μ’ ένα φανάρι τριγυρνά σ’ άγνωστους διαδρόμους
κραυγάζοντας σαν το σκυλί το πληγωμένο.
Ιάσονα θρηνείς Δεπούντη — μόνος;
Νίκο Φωκά ψάχνεις σε «ακροπωλεία» ακόμη;
Γιώργο μου Γαβαλά πού είσαι;
Αχ Σαραντή το έδωσες το αίμα;
Νίκο Βρανά μη με κοιτάς
μ’ αυτό το κρύο μάτι
είμαι εδώ κοντά σου — μόνος.
Με ποιον με ποιον να μιλήσω;
Και σεις ποιητές όλοι εσείς μονάχοι
τί γίνατε; Ποιος άνεμος σας έδιωξε σας πήρε;
Τώρα που σας καλώ όλους εδώ —
θυμάστε αλήθεια θυμάστε
τα καφενεία τα πεζοδρόμια τα μυδράλια
τα δωμάτια με τα χρυσά πουλιά
θυμάστε
κείνο το βράδυ που μιλούσαμε
θυμάστε;
Ο ποιητής ο Λίκος ήταν άγνωστος
και παραμένει.
Μ ι χ ά λ η ς Κ α τ σ α ρ ό ς (1920-1998)
Περ. Αθηναϊκά Γράμματα, τ. 8, Φεβρουάριος 1958.
Χλόη Κουτσουμπέλη - Η μόνη γη
Ήθελα κάποτε να σου γράψω ένα γράμμα, δεν γνώριζα όμως τα ιερογλυφικά.
Ήθελα κάποτε να συναντηθούμε, μια άλλοτε αργούσες εσύ έναν αιώνα, άλλοτε εγώ ερχόμουν μια χιλιετία πιο νωρίς.
Όταν εσύ άφηνες στο σπήλαιο αποτύπωμα παλάμης, το δικό μου χέρι μίκραινε απότομα.
Όταν εσύ ζωγράφιζες τον βίσονα, εγώ φοβόμουνα τους ταύρους.
Όταν καταποντιζόταν η Θήρα, εγώ συμμετείχα στην πομπή της Άνοιξης.
Όταν καιγόταν η Ρώμη, εγώ κατοικούσα στην Πομπηία.
Όταν σε κατασπάραζε η Αγαύη, εγώ γλεντούσα με τον Διόνυσο.
Όταν πολεμούσες στα χαρακώματα, εγώ ήμουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Όταν βομβάρδιζαν τη χώρα σου, εγώ πήγαινα εκδρομή στις Άλπεις.
Όταν εσύ έμπαινες σε κάποιο τρένο στη Ζυρίχη, εγώ πετούσα για το Άμστερνταμ.
Σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας.
Μα ποιοι άνθρωποι άραγε ποτέ τους συναντιούνται;
Άλλωστε κάπως πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της και η ποίηση.
Η μόνη γη όπου οι ψυχές συμπίπτουν.
Χλόη Κουτσουμπέλη
Από τη συλλογή Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον (2021)
Σέρνεις τα βήματα πάνω κάτω.
Τα συναισθήματα, δόντια λύκων,
τρώνε το πάτωμα.
Εντοιχίζονται.
Χοάνη ονειρική
Πέφτεις μέσα και χάνεσαι.
Σε σπηλιές με αυτοκτονικούς σκορπιούς
Σε σπηλιές με αρκούδες που γεννάν ενώ κοιμούνται
Παιδιά σε ποδήλατα χωρίς σαμπρέλες
Σου ζητάν ψωμί
Κι ένας επαίτης παίζει σαξόφωνο
Παράτονα κι όμως τόσο τονικά
Που ανατριχιάζεις
13.
Γυρίζοντας από την Αρκαδία,
Στη σπηλιά μέσα ω! τα μυστήρια θεία,
Μα ω! στην ψυχή μου αρκαδική αρμονία
Τα ωραία ποιήματα, είπε
είναι μεγάλα μυστικά σπήλαια που ποτέ ολοκληρωτικά δεν αποκαλύπτονται·
είναι γεμάτα σταλακτίτες ιδεών και σταλαγμίτες αισθημάτων
φωτισμένα μόνο στο μέρος τους που δεν έχει εξέχουσα σημασία.
Γίνεται κάτοικος μέσα τους ένας άνθρωπος που απλά δεν φοβάται
την τρομερή ομορφιά.
Με μια αντήχηση ψυχής, με ένα απόκοσμο
φως που σ’ άλλον κόσμο παραπέμπει
να γίνει ευανάγνωστη η εικόνα η πέρα απ’ την ζωή..
Στὸ σπήλαιο τῶν ἀτόφιων ψιθυρισμῶν
κρατᾶς δισκοπότηρο ξέχειλα γεμάτο
πλημμυρίδα εἶσαι, ἐσένα διψοῦν
ἀκοὲς ψηλαφητὲς ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
γλαφυρὴ ἔκρηξη τρυφερῶν στοιχείων ἀφανῶν
ὡσὰν πάλκο ἐξοχῆς μὲ τὸ σπόρο
νὰ κουρδίζει τὶς χωμάτινες χορδές του
στῆς ἄνοιξης τὶς νότες τὸν ὕμνο νὰ πετύχει
καὶ δρόμους μουσικοὺς κατάλληλους
ὅλο νὰ ξεφαντώσει τὸ σκάσιμο ζωῆς.
Στὸ σπήλαιο τῶν ἀτόφιων ψιθυρισμῶν
γαλάζιο κρατήρα θεραπεύεις στοὺς ἐπισκέπτες τῆς στοργῆς
σὰ μωράκια τοὺς δέχεσαι σὰν ἀρχόντους τοὺς φιλεύεις
τὸ νέκταρ σου πιὸ χαρὰ ἀπ᾿ τοὺς φιλέορτους
πιὸ θλίψη ἀπ᾿ τὶς ὀδύνες
κι οὐρανεύεις ἡδονὲς ἀκόμη κι ὅταν στοὺς μακρυνοὺς πόλους
μαῦρα σύννεφα ξεψυχᾶνε τὸν τελευταῖο θάνατο
ζωὴ στὶς περπατημένες ὁράσεις τυφλῶν ξαναγεννημένων.
Κρατᾶς δισκοπότηρο ξέχειλα γεμάτο
μὲ χέρια ἱερὰ σ᾿ ἀχειροποίητη παστάδα νὰ προσφέρεις
τὴν ἔντιμη αἰώνια πρώτη σου στιγμὴ στὸ ἀντάμωμα
μὲ τῆς ψυχῆς σου ταιριαστὸ καλλιεργητὴ ποὺ ἐρωτευμένος
καίγεται νὰ σοῦ φορέσει ἀνθοστέφανο πλεγμένο
ἀπὸ εἰκοσιτέσσερα βοτάνια ποὺ τὴν ὕπαρξη ὑμνοῦν
καὶ μὲ τὸ λάδι τους πρὶν ξαπλώσετε
στὸ ἐρωτικὸ κρεβάτι τὸ ραντίζει.
Πλημμυρίδα εἶσαι, ἐσένα διψοῦν
φρέσκα αὐλάκια ποὺ ὁδηγοῦν στοῦ ἔρωτα τ᾿ ἀπέραντα λιβάδια
ἴδια κι ὅλη μέθη ἀνοιξιάτικης πνοῆς ποὺ ἀφοσιώνει τὴ χαρὰ
στὰ χρώματα ἀνθῶν νερῶν πουλιῶν καὶ πεταλούδων
κάτω ἀπ᾿ τὸ βλέμμα ἱεροφάντη ἥλιου ποὺ γνέφει ἔναρξη χοροῦ
σ᾿ ἀκοὲς ψηλαφητὲς ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
ἴσαμε τοῦ ἔρωτα τὸ μουρμουρητὸ
στὶς ψηλαφητὲς ἀκοές μας.
Γλαφυρὴ ἔκρηξη τρυφερῶν στοιχείων ἀφανῶν
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις...
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις ταυτότητα...
σ᾿ ἀγαπῶ! γιατὶ μοῦ δίνεις ταυτότητα χωρὶς κατηγορία...
χωρὶς κατηγορία ὀξύνοων φιλοσόφων
ποῦ διακρίνουν τὶς ἐποχὲς τῶν οὐρανῶν.
(εὐτυχῶς οἱ ἀφιλοσόφιτοι δὲν σὲ ἀγάπησαν)
Σ᾿ ἀγαπῶ ἐπειδὴ μ᾿ ἐλευθερώνεις
κοντά σου ἄφοβα μπορῶ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς
μοῦ χαρίζεις τὴν ἐλευθερία τῆς εἰλικρίνειας
ἀληθινή! ἐσύ, σὰν τὸν ἔρωτα τῶν παραμυθιῶν
καὶ τὴν ἀγαπημένη ἀφοσίωση τῶν πριγκιπισσῶν.
Ὡσὰν πάλκο ἐξοχῆς μὲ τὸ σπόρο
μεταμορφωμένο καλλιτέχνη λαξευτὴ
σὲ μιὰ γεύση ἐπανάστασης στὸ μέσο
τοῦ χωρισμένου τῶν παιδικῶν χρόνων ἀγαπημένου τόπου
σὲ κάτοικους τοῦ χωριοῦ τῆς ἄνω καὶ μετὰ τὴν ἄνω ἐποχή,
στὸ μέσο, νὰ ἐπαναστατεῖ τὴν ἄνθιση τῆς ἕνωσης
τραγουδώντας: σᾶς υἱοθετῶ τὴν ἄνοιξη νὰ γίνετε καλοκαίρι...
σᾶς υἱοθετῶ τὴν ἄνοιξη νὰ γίνητε καλοκαίρι!
Κι ὅμως! Βλέπετε! Βλέπετε! Ἕνας σπόρος...
Νὰ κουρδίζει τὶς χωμάτινες χορδές του
στῆς ἄνοιξης τὶς νότες τὸν ὕμνο νὰ πετύχει
κι ἀπορεῖτε, ποιὸν ἄραγε ὕμνο ἐμεῖς ξεχάσαμε
ποιὰ γνώση στὰ βαθειά του ποταμοῦ τῆς λήθης χάσαμε!
μήπως κάποιου ζωντανοῦ Θεοῦ τὸ ἅρμα πετάξαμε!
καὶ δὲν βρίσκουμε δρόμους μουσικοὺς κατάλληλους
μέσα του ὅλο νὰ ξεφαντώσουμε τὸ σκάσιμο ζωῆς...
Ζωή! Ζωή! Ζωή!
Ἀργὰ θὰ εἶναι ὅταν σὲ γνωρίσω καὶ μόνο αὐτὸ γνωρίζω!
Κρυμμένη στὰ ἐνδώτερα ἐσὺ
μετὰ τὰ τέλη τῆς ταπεινοσύνης
καὶ στὶς ἀρχὲς τῆς ποίησης!
Μια σπηλιά θαλασσινή,
ο οίστρος στο κορμί σου
Να τη ριπίζει ο άνεμος
Να τη σμιλεύει το κύμα
Και φως, το λάγνο φως,
Στα μάτια σου να λάμπει!
Φυλάκισα στη μνήμη μου
το ανέμισμα, να πέφτει
το τελευταίο των πέπλων σου
Καθώς προσέφερα θυσία
το κεφάλι μου
στα χέρια σου Γυναίκα
Κατέβαινες τη σκάλα του ουρανού
Κρατώντας στο χέρι ώριμο μήλο,
Ρομφαία στο βλέμμα
Και άλικο τριαντάφυλλο
Υπόσχεση, στα στιλβωμένα στήθη
Ανέβαζε ο τζίτζικας στα σκίνα
τις μαρμαρυγές των πόθων,
καθώς τοξοβολούσε ο έρωτας
αιωνιότητα
Και η αρμύρα στα χείλη σου έμελπε
υπόσχεση στο φθαρτό μου
Σπηλιά μου στο βράχο λαξεμένη,
κιβωτέ μου
Στο βάθος σου φωσφορίζουν, τα μάτια
αρχέγονων θηρίων
Καθώς στης μνήμης τις κυψέλες
Βομβούν οι λάγνες βασίλισσες
των μελισσιών
Σπηλιά μου στο βράχο λαξεμένη
Ενώνεις το ύψος με το βάθος
Τη θάλασσα με τη στεριά
Το φως με το σκοτάδι
Περιδινείται το έρεβος στα σωθικά σου
Και αναπηδά η ανάγκη να ξεβραστούμε
ναυαγοί, σε νέους παραδείσους
Με τα βαρίδια των ενστίκτων
λαξευμένα στην αθέατη όψη μου
λυτρώνομαι στη χαίνουσα σπηλιά σου
Νύμφη ακαταμάχητη
7 Αυγούστου 2010
Βάλτερ Πούχνερ - Ο μέγας εγκλεισμός
Και λέγαμε πως έτσι θα συνεχίσουμε
βαριόμασταν κιόλας την επανάληψη
και ήταν ο αιφνιδιασμός απόλυτος
το αναπάντεχο με μια σπαθιά
μας άνοιξε τα πλευρά στην πανοπλία
το άτρωτο της προόδου έγινε μύθευμα μεμιάς
κλειστήκαμε στις σπηλιές ανάψαμε φωτιές
πόλεμος έξω βιολογικός με αόρατες στρατιές
με κομμάτια ύλης δίχως ζωή δίχως ψυχή
ένα τίποτε που κολλά στον άξονα του είναι.
Από σπηλιά σε σπηλιά φτερουγίζει ο φόβος
αργός στραγγαλισμός σ’ αόρατο ικρίωμα
στη μοναξιά στα πλαστικά ο Χάρος σε λευκή στολή
κι ο ρόγχος νεκρώνει τη χώρα·
η κάθε αγάπη σβήνει στην απόσταση, χέρια
περιαπτεύουν αόρατα, κρύα δάχτυλα σφίγγουν
της φούρκας ο τελευταίος λόγος είναι σιωπή.
Το χώμα είναι παντού, μαλακό και φιλόξενο
εκεί δεν είναι κανείς πια μόνος τους
παρέα με εκατόμβες η ανωνυμία κυριαρχεί
κι άλλος εβδομηντατριάχρονος μας άφησε
επώνυμα ταυτότητες διαλύονται όπως και οι σάρκες
ο χους εις τον χουν, το λίπος για λίπασμα
και τα οστά σταυρόλεξο της ματαιότητας.
Σπήλαιο των χεριών - Σάντα Κρούζ, Αργεντινή
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη
υπάρχει μια έκσταση,
όλα σκληρά σαν τα κοχύλια
μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου.
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.
Γιώργος Σεφέρης, Σχέδια για ένα καλοκαίρι, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος |
Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια
για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.
Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.
Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο
κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα.
Μυθιστόρημα, Β’
https://poiimata.com/
III
Μας πολιόρκησε το φως
στα ξηροπήγαδα της Μάνης.
"Όταν
το φως κοκκάλωσε γύρω στο μεσημέρι,
οι παραλοϊσμένοι
χύμηξαν στα βουλιαγμένα σπήλαια
να βρουν
λύχνους, μαλάματα, το στράτευμα
με τ’ αργυρά κανόνια.
Μες στα ναυάγια υποταγμένα
τα κουπιά,
στα ασπρόρουχα απέμειναν
οστά και αστερίες.
H θάλασσα π’ αγάπησες
εσύλησε τις άγκυρες
που έφερναν τον πλούτο.
Παραμεθόριο Νεκροταφείο Σελ.59
ΟΜΗΡΟΣ - Ὀδύσσεια ε 55-74
ἔνθ᾽ ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ᾽ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόθι δ᾽ ὀδμὴ
60κέδρου τ᾽ εὐκεάτοιο θύου τ᾽ ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ᾽ ἔνδον ἀοιδιάουσ᾽ ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ᾽ ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ᾽ αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
65ἔνθα δέ τ᾽ ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ᾽ ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ᾽ αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι·
70κρῆναι δ᾽ ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ᾽ ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
Κι όταν πετώντας έφτασε το απόμακρο νησί, τότε από τον πόντο βγήκε55
τον μενεξελή, και πάτησε τη γη.
Πλησίασε προς την ευρύχωρη σπηλιά όπου η καλλίκομη νεράιδα
κατοικούσε. Την βρήκε μέσα. Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσκοβόλαγε ένα γύρο το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.60
Εκείνη εκεί: να τραγουδά με την ωραία φωνή της,
υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,65
τώρα πάνω στους κλώνους κούρνιαζαν: γεράκια,
κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες,
που ξόδεψαν τη μέρα τους στη θάλασσα.
Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερεις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,70
κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυό μεριές λιβάδια μαλακά μ᾽ άγριες βιολέτες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας θεός αν έρχονταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψυχή του.
https://www.greek-language.gr/
Το μαγευτικό σπήλαιο Reed Flute Cave κλέβει τις εντυπώσεις και τα βλέμματα όλων με τα εντυπωσιακά φυσικά του χρώματα.
Ανάμεσα σε δεκάδες αξιοθέατα της ασιατικής χώρας ξεχωρίζει το μαγευτικό αυτό σπήλαιο. Ο λόγος για το σπήλαιο των χρωμάτων ή όπως είναι το επίσημο όνομα του, Reed Flute Cave, το οποίο μαγεύει κάθε επισκέπτη που έχει την τύχη να το γνωρίσει από κοντά ή ακόμα και μέσα από φωτογραφίες. Το φυσικό σπήλαιο έχει ηλικία 1200 ετών, είναι στρωμένο με ασβεστόλιθο και πήρε το όνομα του από τον τύπο καλαμιών, που αναπτύσσονται στο εξωτερικό του.
Τα συγκεκριμένα καλάμια χρησιμοποιούνται για την κατασκευή μελωδικών φλάουτων. Το σπήλαιο των χρωμάτων είναι γεμάτο με σταλακτίτες, σταλαγμίτες και βράχια σε παράξενα και εντυπωσιακά σχήματα, τα οποία όταν φωτίζονται προκαλούν δέος.
Στους τοίχους υπάρχουν περισσότερες από εβδομήντα επιγραφές, που χρονολογούνται από το 792 μ.Χ. μεταξύ των οποίων υπάρχουν και ποιήματα από τη δυναστεία των Τανγκ. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το 1940 από μία ομάδα προσφύγων και τότε αξιοποιήθηκε ως τουριστικό μέρος.
Δεν είναι λίγοι, που το αποκαλούν «υπόγειο παλάτι», ενώ οι Κινέζοι του δίνουν διάφορες ονομασίες όπως «κρυστάλλινο παλάτι», «παρθένο δάσος», «βουνό λουλουδιών και φρούτων» και άλλες ονομασίες. Η ξενάγηση στο σπήλαιο των χρωμάτων διαρκεί περίπου μία ώρα καθώς έχει μήκος 240 μέτρων.
Αν και η ομορφιά του είναι φυσική, οι Κινέζοι έχουν φροντίσει για τον τεχνητό φωτισμό του σπήλαιου ώστε να μπορεί να είναι επισκέψιμο . Η είσοδος στο σπήλαιο των χρωμάτων είναι εκθαμβωτική, καθώς ο φωτισμός έχει γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται το βάθος και το ύψος του σπηλαίου. Οι τουρίστες, που το επισκέπτονται καθημερινά, μπορούν κατά την έξοδό τους από αυτό να πάρουν ως αναμνηστικό ένα φλάουτο φτιαγμένο από τα καλάμια.
M_Plummer-Fernández https://www.plummerfernandez.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου