Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Μάγια-Μαρία Ρούσσου (1937 - 16 Σεπτεμβρίου 1989)

Η Μάγια Μαρία Ρούσσου γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα. Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου, ο πατέρας της, όντας στη Γαλλία για εμπόριο, έφυγε προς Νότια Αμερική. Η γυναίκα του δεν τον ακολούθησε και η Μάγια Μαρία μεγάλωσε στην Αθήνα, στο πατρικό της (για ένα χρόνο έμεινε και με τον πατέρα της, στη Βενεζουέλα). Το 1967 παντρεύτηκε κι έκανε τρία παιδιά εκ των οποίων έζησε μόνο το ένα. Με τον σύζυγό της ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, προώθησε τα συγγραφικά της ενδιαφέροντα και δούλεψε ως καθηγήτρια πιάνου. Πέθανε το 1989 μετά από μακροχρόνια αρρώστια.
Ήταν πολυτάλαντη καλλιτέχνης και εκτός από μουσική και ποίηση, αγαπούσε τη χαλκογραφία και τη ζωγραφική. Είχε έντονο πολιτικό πνεύμα κι είχε ακόμα φιλίες με αντιφρονούντες ποιητές απ' όλο τον κόσμο. Είχε παρευρεθεί σε συνέδρια Ποίησης στην Ισπανία, Δανία, Πολωνία και Βουλγαρία.


Έργα της: 

Ι. Ποίηση

Βάναυσες Ώρες, 1963
Το Βιβλίου Του Αγαπημένου, 1965
Γιατί, 1966
Της Φωτιάς Και Της Στάχτης, 1972
Στον Άγνωστο Φοιτητή, 1974
Τα Τραγούδια Της Αριάδνης, 1979
Χνάρια Στο Λαβύρινθο, 1979
Πρώτος Και Δεύτερος Ερωτικός Λόγος, 1982
Ποιήματα 1963-1983, 1984
Αντιψαλμός (ένα ποίημα σε δέκα γλώσσες), 1985
Λύκαινα Του Φεγγαριού, 1987

ΙΙ. Θέατρο: Η Σφαγή, 1972

ΙΙΙ. Μεταφράσεις Από Τα Ισπανικά


Ανάμεσά Μας

Μα καλά
Πώς δεν το καταλαβαίνετε
Πώς δεν το καταλάβατε εξ' αρχής
πως αυτός εκεί καταμεσής στο δρόμο
γεμάτος αίματα
είμ' εγώ.
Τι σημασία έχει που βρίσκομαι
εδώ ανάμεσά σας.
Δε βλέπετε που περιφέρω
το κομμένο μου κεφάλι...
Δε βλέπετε που κρατώ τη σφαγμένη μου
ψυχή στα χέρια...



ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΦΟΙΤΗΤΗ

Δρόμος το σώμα σου
Ανοιγμένος, λεύτερος
Καθώς πλατύς κι απέραντος
Κοίτεσαι καταγής
Γιέ μου

Σκάλα ψηλή το σώμα σου
Και πάνω σου
Ανέβαινε η πατρίδα για το φως
Μερόνυχτα
Πόσα μερόνυχτα – το αίμα σου έπηζε
Ο χτύπος της καρδιάς σου, το δάκρυ σου
Στάλα – σκαλί
Χτύπος –σκαλί
Δάκρυ – σκαλί
Κι από τα σκορπισμένα μέλη σου
Κάθε κομμάτι ακριβό
Σκαλί

Κι από τα θρυματισμένα σου όνειρα
Κι από την τσακισμένη σου ιαχή
Κι από την ομορφάδα σου
Την τόλμη, την αγάπη σου
Μερόνυχτα – πόσα μερόνυχτα
Μαλάζοντας το αίμα και τον βόγκο
Έχτιζες, Γιέ μου, τ’οθρανού τη σκάλα

Μέσα απ’το δάσος της σιωπής
Στου τραγουδιού
Μ’οδήγησες τη χώρα
Σ’ευχαριστώ
Σε προσκυνώ
Και σου φιλώ τα πόδια Γιέ μου


ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ


Αύριο θα πεθάνω
Μα δεν το ξέρω
Κι έτσι κάθομαι κι ονειρεύομαι
Και με κυρίεψε η αγωνία
Για την καταστροφή
Που δε θα με προλάβει
Και χαίρομαι για τις αγνώριστες χαρές
Και πολεμώ για τ’άφταστα όνειρά μου

Αύριο θα πεθάνω
Και σκέφτομαι να σπείρω αγρούς
Και σκέφτομαι να ζήσω
Να γεράσω
Σπίτια να χτίσω κι εκκλησίες
Και κλαίω για τους νεκρούς μου αγαπημένους
Που ύστερά μου θα πεθάνουν
Και για τ’απρόφταστα παιδιά μου, σκέφτομαι
Σπάργανα πρέπει να ετοιμάσω
Αύριο
που θα πεθάνω

ΛΑΟΣ

Δεν θα σας πω τίποτα
Βρήτε τ’όνομά μου
Βρήτε τον τόπο μου
Το χρώμα μου, τους γονιούς μου
Τους δημίους μου
Ίσως σας πω κάτι
Κάτι

Για τους θανάτους μου...
Αλλά εσείς
Τα ξέρετε όλα
Καθώς πειθήνια σκύβετε
Και σκάβετε
Και τρώτε
Και κοιμάστε
Κι εγώ είμαι όλοι οι νεκροί
Κι οι πικραμένοι
Κι εσείς οι καλοί κι ανίδεοι
Δήμιοι


Η ΑΡΝΗΣΗ

Σε θυμάμαι που αρνιόσουν να παραδοθείς.
Ελεγες
Δεν είμαι χώμα και δε θα γίνω χώμα
Ετσι λέγατε όλοι σας
Στη λιτανεία εκείνη.
Ολοι που είχατε αρνηθεί να λιώσετε.
Σε θυμάμαι τεντωμένη
Σχεδόν ορθή
Με την ωραία σου όψη
Τόσο πεισματικά αναλλοίωτη
Απαράλαχτα πραισιωμένη από τα μαλλιά
Λίγο μονάχα πιο θαμπά από πρώτα.
Μισόγυμνη, με ράκη που δεν είχαν αρνηθεί
Αδιάφορη
Σοβαρή
Στο καροτσάκι που έσερνε εκείνος
Κάτω από λαμπερό χειμωνιάτικο ουρανό.
Κι έλεγες
«Δεν είμαι χώμα!
Ήμουν όνειρο που δεν κάρπισε
Ζωή που δεν τέλειωσε
Άνθρωπος που δεν συνεχίστηκε
Ήμουν ψυχή αθάνατη, κι η παντοδυναμία Σου
Όλα αυτά χώμα δεν θα τα κάνει»
Καθώς σ’ακολουθούσα
Σ’ακουγα που έτσι έλεγες
Με τα βαριά παντοτινά σου μάτια
Αμετάκλητη.
Σ’έβλεπα παγωμένη
Σχεδόν ορθή, να τραβάς μακριά
Κι απόρησα που τα μαλλιά σου ανέμιζαν
Όπως στους ζωντανούς...



ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Έτσι που διάβηκε στιγμή η ζωή
Π’άστραψε κι έσβησε
Χτυπώ το στήθος μου
Κατάματα γιατι δεν κοίταξα τη λάμψη της
Γιατί σπάταλα δεν ξοδέφτηκα
Γιατί δεν παραδόθηκα
Με στροβιλίσματα, ύμνους και χορούς
Κι αφού ήταν να πεθάνω
Γιατί δειλά, ξυστά
Να κατεβώ του άδη το γκρεμό
Σερνάμενη στην πλάτη;
Γιατί πλατιά αγκαλιά, ανοιχτή
να μην χυθώ
στο μοιραίο μου χάος
βουερά, γιορταστικά,
ολόψυχα
σε μια στιγμή ολάκερη ζωή
αντίς ετούτη η ανοιχτή πληγή
της ύστερης ανώφελης μετάνοιας;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου