Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Θανάσης Κωσταβάρας ( 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007)




Ο Θανάσης Κωσταβάρας (Ανακασιά Βόλου, 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.

Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε το 1927 στην Ανακασιά του Βόλου. Πολέμησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών και τραυματίστηκε το 1944. Σπούδασε Οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1946 και το 1952-1954. Διέκοψε για κάποιο διάστημα τις σπουδές του επειδή εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Εργάστηκε ως οδοντίατρος. Το 1953 εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Πρελούντια», την οποία όμως αποκήρυξε αργότερα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αντί», «Λέξη», «Μανδραγόρας». Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων. Σύζυγός του ήταν η δοκιμιογράφος Αγγελική Κωσταβάρα με την οποία απέκτησαν ένα γιο.

Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται «ποίηση της ήττας» (όπως και η ποίηση των Μανόλη Αναγνωστάκη, Τάσου Λειβαδίτη και άλλων ποιητών της γενιάς αυτής). Ο όρος «ποίηση της ήττας» εισήχθη από τον Βύρωνα Λεοντάρη, σ' ένα κείμενό του, του 1963, με θέμα τα ποιήματα «Ο γυρισμός» του Θ. Κωσταβάρα και «Μαθητεία» του Τίτου Πατρίκιου. Στο κείμενο αυτό έχουν τεθεί ως μότο στίχοι του Κωσταβάρα Προσοχή: ο Λεοντάρης επισημαίνει ότι ως «ποίηση της ήττας» εννοείται η ήττα της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και όχι η στρατιωτικοπολιτική ήττα της Αριστεράς. Η συγκεκριμένη ποίηση δεν παραπέμπει σε ηττοπάθεια ή συνθηκολόγηση.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Κωσταβάρα. Γράφει ο Σάββας Μιχαήλ σε αφιέρωμα του περιοδικού «Μανδραγόρας»: «Η πορεία της ποίησης του Κωσταβάρα μέσα από την ιστορική απόγνωση, είναι μαθητεία αξιοπρέπειας (...) Ο Κωσταβάρας είναι ταπεινός, συχνά ταπεινωμένος, αλλά συγκλονιστικά αξιοπρεπής».
Σε όλο του το έργο ως τη συλλογή «Οι μεταμορφώσεις των κήπων» υπάρχει το συναίσθημα του φόβου το οποίο εκφράζεται σταθερά σ’ όλο του το έργο ως τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων του 2003: Γράφει:
«Με τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο».
Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, πολωνικά, γαλλικά, γερμανικά.
Του απονεμήθηκαν:
το 1983 το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου,
το 1987 το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Τα ερωτικά», αλλά το αποποιήθηκε.

Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2007 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Χαλανδρίου.

Έργα

Ποίηση
Πρελούντια (1953)
Αναζήτηση (1956)
Αναβίωση (1957)
Έξοδος (1957)
Κοντσέρτο για κυκλάμινα και ορχήστρα ωρών (1958)
Ρωμαίικη σουίτα (1959)
Ο γυρισμός (1963)
Κατάθεση (1965)
Συμπληρώματα (1970)
Ο μουγκός τραγουδιστής (1982, επιλογή ποιημάτων του από τον ίδιο)
Ιστορήματα (1985)
Τα ερωτικά (1986)
Ζώδια (1986)
Ο φόβος του ακροβάτη (1989)
Κήποι στον Παράδεισο (1990)
Στο βάθος του χρώματος (1993)
Το ημερολόγιο της αυριανής εξορίας (1995)
Η μακρινή άγνωστη χώρα (1999)
Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003)
Χαιρετισμοί (2006)

Πεζά
Το ρήγμα (διηγήματα) [1966]
Ο λάκκος (διηγήματα) [1972]

Θεατρικά
Οι ανίκητοι (1959)
Το Φαγκότο ή Το τραγικό τέλος του Νικηφόρου Φωκά και η ηρωική ζωή του Π. Ν. Πάστη (1971)
Τα ιερά και τα όσια (1983 Νοέμβριος, παράσταση από την ΕΤ1)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σαν το αγρίμι έζησα.
Στυλώνοντας πάντα τʼ αυτί μου.
Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα
Ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.

Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου.
Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου.
Δεν μου άφησαν τίποτα.
Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.

Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.

Από την «ΚΑΤΑΘΕΣΗ» – 1965


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Σαν το άνθος της βουκαμβίλιας
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματά σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιά
τα φιλιά και τα χάδια σου.

Από τους «ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ» – 2006

ΘΑ ʼΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ξέρω ποιος είμαι.
Δε θα μπορώ να χτίσω ένα λόγο
να ψελλίσω ένα πρόσωπο.
Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ʼμαι μόνο πολύ λυπημένος.
Θα ʼμαι χαμένος σʼ έναν κόσμο ξένο για μένα
θα ʼχω κιόλας απʼ αυτόν ξεχαστεί.
Θα ʼρθει μια μέρα που δε θα ʼχω τίποτε ωραίο να σου χαρίσω.
Θα κλείσω μόνο τα μάτια
Και θα προσπαθήσω να σε δω μʼ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Μα ούτε τα ριγηλά σκιρτήματα του κορμιού σου
θα μπορέσω να θυμηθώ
ούτε τα φλογερά μας οράματα
θα είμαι σε θέση να τραγουδήσω.
Κι έτσι όπως ήρθα, ξένος κι απελπισμένος
θα κινήσω να φύγω.
Θα γυρίσω πάλι σε κείνο το σκοτεινό τίποτα
χωρίς να κρατώ τίποτα πάνω μου.
έξω μόνο απʼ τα βαθιά σημάδια που θα ʼχουν αφήσει στο σώμα μου
τα εγκαυστικά φιλιά σου.
Κι απʼ της φωνής σου τα χάδια που είναι χαραγμένα στους στίχους μου.
Μʼ αυτά, μόνο απʼ αυτά
εκεί που θα πάω, ίσως
μπορέσω να με γνωρίσουν.

Από τις «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ» – 2003


Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ

Η φωνή μας
σαν τα τσαλακωμένα χαρτιά που τα παίρνει ο άνεμος.
Σαν πουλιά σκοτωμένα, φιμωμένοι οι στίχοι μας.

Κι όμως, κάτι κατορθώσαμε κάποτε.
Κάτι πιστέψαμε πως χρωστάμε ακόμα.

Γι’ αυτό, έστω και με κομμένη τη γλώσσα
δίχως μιλιά
δεν σταματάμε
να τραγουδάμε.

Έξω από το τραγούδι, ο άνθρωπος
δεν είναι παρά ένα φοβισμένο αγρίμι.
Μέσα στο τραγούδι η καρδιά του χτυπάει πιο ανθρώπινα.
Ανάβει μυστικά φεγγάρια στα σκοτεινά, στα έρημα βράδια
κρατάει συντροφιά στους ξένους, στους κυνηγημένους
δίνει στους απελπισμένους κουράγιο.

Ας το πούμε μια φορά ακόμα: δίχως Ποίηση
δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα στον κόσμο.
Πάντως δίχως τραγούδι
δεν υπάρχει Ομορφιά

Από «ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ» – 2007


ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΓΕΥΜΑ ΜΕ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ


Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα στον κήπο.
Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά
και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.
Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.
Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

Κι απʼ το βάθος
φαίνεται να προβαίνει αργά
ο απρόσκλητος επισκέπτης.

Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο
και το πρόσωπο αθέατο.
Κρυμμένο πίσω απʼ τα φύλλα.

Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.
Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μʼ ένα φόβο αόριστο.

Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.
Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται
αρχίζουν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες.
Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.
Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.
Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.
Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σʼ όλα τα πρόσωπα.

Από το «ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ» – 1993


Δέντρο μέσα στο σπίτι

Απερίσπαστος, κάθομαι στο παράθυρο και ρεμβάζω.
Χτυπάει η πόρτα· ανοίγω, μα δεν είναι κανένας.
Ξαφνικά, βλέπω μέσα στο σπίτι ένα πελώριο δέντρο.
Κάτι σαν βαλανιδιά, που μεγαλώνει χωρίς να μ’ αγγίζει.
Απλώνει μόνο τους κλώνους της γύρω μου.
Πάνω, αν και δεν φαίνονται, ακούγονται ένα πλήθος πουλιά.
Σαν να ‘ναι σούρουπο, εγώ όμως νομίζω πως είναι μεσημέρι ακόμα.
Γυρίζω και μπροστά μου στέκει τώρα μια τίγρις.
Όμορφο ζώο, που με τρομάζει, όμως δε χύνεται πάνω μου.
Αντίθετα, μου μιλάει με απροσδόκητη τρυφερότητα.
Μη φοβάσαι, μου λέει, και με πιάνει απ’ το χέρι.
Πάμε να σου δείξω τι είναι ο χρόνος.
Να σου δείξω τι είναι η ελπίδα, τι είναι η αγάπη.
Με παίρνει και πετάμε ψηλά, εγώ δεν βλέπω τίποτα ωστόσο.
Δεν βλέπεις, μου λέει, τους άλλους πάνω στο δέντρο;
Δεν βλέπω τίποτα πάλι, μόνο διαπιστώνω πως δεν είναι η τίγρις κοντά μου.
Είναι ένα τεράστιο ψάρι, με μαύρα λέπια και γυάλινα μάτια
και δίπλα μια κοπέλα, που κάτι μου λέει δίχως ν’ ακούγεται.
Κάτω δεν υπάρχει τώρα ούτε σπίτι, ούτε δέντρο, ούτε φλυαρούν τα πουλιά.
Μόνο σκοτάδι, ένα κρύο σκοτάδι, που σκεπάζει λίγο λίγο τα πάντα.
Και σαν να το βγάζει το ψάρι απ’ το στόμα του.
Καταλαβαίνω πως δεν μπορώ πια να ξεφύγω.
Σαν να ‘μαι παγιδευμένος στα κλαδιά και στα φύλλα του δέντρου.
Πάντως, προλαβαίνω να δω για τελευταία φορά το κορίτσι
έτσι καθώς χειρονομεί και φωνάζει πάντα δίχως ν’ ακούγεται.
Την ώρα ακριβώς που ο Θεός θα πρέπει να ετοιμάζεται να δείξει τα δόντια του.
Κάτι μικρά δόντια σαν γαλβανισμένα καρφιά.
Ενώ τα μάτια παραμένουν πάντα θολά κι ασυγκίνητα.
Θανάσης Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Νεφέλη, 1993
https://dimartblog.com/


H Δυναστεία του φόβου

Mε τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο
Mπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο
στ’ άδυτα της Aγάπης βουλιάζω.
Kαί μόνο μέσα στην ποίηση
μόνο κάτω από κάποιους πυκνούς στίχους
σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.
Kι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι , αν χάνομαι
δνε είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου.
Eίναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο φόβος.
Mπήγοντας τα μοχθηρά δόντια του στο κορμί μου.
Tο ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι:
Σαν το αγρίμι
σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
Από τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003)

Mέσα από παλιό καθρέφτη

Σαν μέσα από παλιό καθρέφτη γνωρίζω τον κόσμο.
Mέσα σε ανήσυχο νερό ταξιδεύουν τα μάτια μου.

Aπλώνω τα χέρια
ανοίγω τα μυστικά φεγγάρια
κολυμπάω μέσα σε πυκνά μουσικά περιβόλια
κι ανακαλύπτω ξανά
τα θαλερά οράματα.
Aπό την άλλη γενιά μοιάζει να κρατάει ο φόβος.
Aπό άλλους φόβους αναβλύζει το θάμπος.
Kι η ερημιά βέβαια πάντα.
H ερημιά με τα στεγνά κι απόκρημνα βράχια
στη μέση της θάλασσας.
Γιατί όλα αλλάζουν, όλα θαμπώνουν και λάμπουν
γίνονται πάλι σκοτεινά κι ανεξήγητα.
Kι όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάμε τις μέρες μας
με τα μικρά και τα εφήμερα διανύουμε τη ζωή μας.
Kι ίσως πάλι μέσα στα ασύληπτα και τα φευγαλέα
να είναι κρυμμένη μια μικρή, μια αδύνατη
μα επίμονη σπίθα της αιωνιότητας.




ΤΟΠΙΟ ΓΥΜΝΟ ΜΕ ΟΜΙΧΛΗ

Σαν να είχα κατέβει σε βαθύ κρύο πηγάδι.
Και σαν να είχα περάσει από κει στη ζοφερή χώρα της νύχτας.
Εκεί που ούτε λουλούδι ανθίζει
ούτε λαλεί ποτέ πουλί.

Παρά μόνο ένας αέρας, φτασμένος κάπου απο τα βάθη, σφυρίζοντας.

Τότε είδα τον λυπημένο πάλι μπροστά μου.

Λέξη δεν είπε, όπως τότε, μόνο πάλι μου έγνεψε.
«Τι θέλεις» του είπα «και γιατί με παιδεύεις.
Και γιατί φανερώνεσαι έτσι πάντα μπροστά μου;»

Δεν μου αποκρίθηκε αμέσως.
Ώσπου βρήκα το κουράγιο και γύρισα.

«Μη φεύγεις» μου είπε τότε, σχεδόν με ικέτεψε.
«Μα μείνε λίγο ακόμα κοντά μου.
Να μου θυμίζεις όλα εκείνα που έζησα.

Για λίγο, μείναμε πετρωμένοι κι αμίλητοι.

«Ώ, να μπορούσα» πρόσθεσε ύστερα.
«να μπορούσα ν’ ανέβαινα μια ψίχα μαζί σου.
Να ξαναντίκριζα το φως του ήλιου.
και τις αμέτρητες χάρες του πάνω κόσμου να ξαναζούσα».

«Έστω ας ήταν μόνο» κατέληξε και με κοίταξε με απόγνωση
«ας ήταν μόνο μέσα από των θνητών τα εφήμερα όνειρα
σαν φευγαλέος άσαρκος άνεμος να περνούσα».

Έτσι είπε, μα εγώ κινούσα να φύγω.
καθώς εκείνος χανόταν λίγο λίγο σε μια κίτρινη πάχνη.

Κι ούτε φωνή πια ακουγόταν
ούτε ίσκιος φαινόταν την ώρα που ανέβαινα.

Παρά μόνο ένας αέρας, ένας πηχτός κρύος αέρας
χτυπώντας με δύναμη πάνω στο φως.

Βγαίνοντας σκοτεινιασμένος
μέσα από το μαύρο πηγάδι του ύπνου
σφυρίζοντας.


Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ Ή ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ

Θεέ της ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα.
Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα.
Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα.
Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα.

Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας
ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού.
Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται

και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα.
Κι έτσι παίρνει το δρόμο πίσω
γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του
και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία
πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος
σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο
το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.
https://whenpoetryspeaks.blog/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου