Τρίτη 10 Αυγούστου 2021

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ - ( Εμπνευσμένα από τις πυρκαϊές του Αυγούστου του 2021)

Edvard Munch - The Scream

ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - ΦΩΤΙΑ

Νύχτα απόκοσμη, αταίριαστη,
γιγάντιες γλώσσες της φωτιάς στα σπλάχνα της γης.
Νεκρός ο καιρός,
θρηνούν τα βουνά,
σταυρωμένα τα κορμιά των δέντρων,
σε μιαν απέραντη σιωπή.
Χώρα που δε χωράς στην αιωνιότητα,
φάντασμα απόκοσμο και σπαρακτικό!
Το πρόσωπο σου φαγωμένο απ’ τις φλόγες,
η ψυχή σου πλανιέται τρελή πάνω απ’ το καμένο σου κορμί!
Νεκρή ζωή που πήρες τη χαρά μας!
Πατρίδα ταπεινωμένη, άσπλαχνα προδομένη.
Θυσία ανίερη.
Ξαπλώνουμε στις στάχτες
ν’ αγαπήσουμε το γυμνό σου σώμα.
Ανέστιοι, μ’ ένα τεράστιο «γιατί».
Πεντάρφανοι, με μια φριχτά ματωμένη ψυχή.
Ιωάννα Αθανασιάδου
9-8-2021

Μαρία Αργυρακοπούλου - Κραυγαλέοι υπότιτλοι.
Χαράσσονται με μαύρα γράμματα
οι υπότιτλοι στο επικείμενο έργο
κι είναι τόσο κραυγαλέοι
που μουδιάζουν τα δάχτυλα.
Ο επίλογος αργεί ακόμα.
Υ.Γ. Η ανευθυνότητα καρφί στα οστά
η δε προχειρότητα λυγμός που πνίγει τις σάρκες.
Μαρία Αργυρακοπούλου.
( μαρτυρίες ) 8/8/2021

ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ - Ν Ε Μ Ε Σ Ι Σ

Τα κόκκινα χείλη
του δειλινού χάθηκαν
μέσα στην ομίχλη.
Ξεθωριάσαν τα χρώματα
δεν ξεχωρίζω τώρα
τα σημάδια στη στάχτη.
Τα τελευταία αστέρια
χαιρετούν τον πλανήτη
πριν χαθούν στο άπειρο.
Το δράμα συντελείται
καθώς οι φλόγες
νανουρίζουν τη Φύση.
Το φως ξεψύχησε
στις καμένες φλέβες
των νεκρών δέντρων.
Από τον ουρανό ψηλά
μορφές Αγίων προσφέρουν
το δώρο της βροχής,
για μια βοήθεια
που δεν αξίζουμε.
Κενέ θνητέ ίσως
τώρα ήλθε η Νέμεσις…
ΑΘΗΝΑ 07/08/2021
ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ


ΟΛΓΑ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ - Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος.


Νέφη πυκνά κύκλωσαν την καταπράσινη ράχη
της πατρίδας Σου,
που φαίνεται να μην είναι πιά «μας».
Τα αλληλούϊα ηχούν ανάκατα
με τις προσκλητήριες καμπάνες απελπισμένα,
για την πίστη που κατακάηκε
και τις ψυχές των δημιουργημάτων
που χέρια ανόσια καταδίκασαν στην πυρά.
Χάθηκε η νεφέλη που ανέβασε τον λαμπρό Κύριο
και νεφέλες καπνού γέμισαν τον ουρανό.


Μαρία Βίτσα -Σουλιώτη - ΑΚΡΟΥΛΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Φρενήρης Αύγουστος
Ψυχές αλαφιασμένες
Στα φλογισμένα μάτια
δεν είδαμε τον όλεθρο;
Τ´ αλύχτισμα του δάσους
δεν τ´ακούσαμε ;
Ασήμαντοι περαστικοί
στα μονοπάτια του
την πίκρα περπατήσαμε
Μάθαμε στη χαρά να κελαηδά
τη λύπη αποκοιμίσαμε
να αντέχει τους χειμώνες
Εκποιητές των δώρων του
μια νύχτα ξάγρυπνη
τ´απαρνηθήκαμε
«Εγκαταλείψτε όσα ζήσατε»
Μετέωρη προστακτική
κι εμείς το φόβο δεν παλέψαμε
Αφήσαμε μισή ζωή και συνεχίσαμε
Στα πεφταστέρια του Περσέα οι ευχές
κι ένας καψαλισμένος Αίολος
κρυφά μας συμπονάει
Οι οιμωγές των δέντρων
στοιχειώνουν τις σιωπές μας
Κάθε καμένο φύλλο τους
ανάσα παιδική
που την προδώσαμε
Έρχονται ώρες διψασμένες
μέρες άχρωμες
Χέρια σφιχτά
ανάσα βαθιά ...
Μέσα απ´τις στάχτες
ξυπνούν τ´ αγριολουλούδα
Κάτω απ´την τέφρα
οι ρίζες ανασαίνουν
Χέρια σφιχτά
ανάσα βαθιά ...
Μια ακρούλα παραδείσου να κρατήσουμε

ΦΙΛΑΡΕΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ - ΑΥΤΌ ΤΟ ΜΕΓΑ ΤΡΑΥΜΑ

Ο άνθρωπος!
Αυτό το μέγα θαύμα!
Ο άνθρωπος!
Αυτό το μέγα τραύμα!
Σχίζεται η ψυχή
Μικρά ,ασήμαντα κουρέλια
Αιμορραγεί
Μικρές ,ασήμαντες κηλίδες κόκκινες
της φωτιάς
Καίγονται τα σωθικά μου
μέρες τώρα
καίγονται τα δάχτυλα μου κάθε που πιάνω το μολύβι
Τι να γράψω;
Έχει νόημα πια;
Έχει;
Φωνές
Κραυγές
Πόνος
Τόσος πόνος
Οδύρονται οι ουρανοί
κι ας είναι αθώοι
Κλαίνε τα βουνά
και καταριούνται την ασάλευτη φύση τους
Να μπορούσαν ,λέει, να τρέξουν
Να φύγουν βαστώντας στην αγκαλιά τους
αυτές τις ανήμπορες ζωές
πού ασφάλεια γύρευαν στα σπλάχνα τους
Να μπορούσαν,λέει, να κρύψουν από το πύρινο λεπίδι του Χάρου
αυτά τα εκατοντάδες μάτια
Αυτά τα πελώρια ερωτηματικά που με εκστατική απορία καρφώνονται στα φτερά των δακρυσμένων αγγέλων
Να σπάσω θέλω το μολύβι
Να κάψω κάθε στίχο
να τσαλακώσω όλα τα χαρτιά
Να ουρλιάξω θέλω που λέγομαι άνθρωπος
Μα και να γονατίσω θέλω ενώπιον της ανθρωπιάς
Αυτής που δεν δίστασε να εισέλθει στην κάμινο
και να σώσει την πρωτόπλαστη αξιοπρέπεια του ανθρώπου
λίγο πριν στην ιστορία του καταγραφεί ως κτήνος δίποδο ...
[ Φ.Β. 0210806. ]

ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΛΗ - ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑ ΔΑΣΟΣ

Φωτιά ακούτε;
τα δέντρα θροούν περίτρομα
τινάζονται,αγριεύουν
ολοφύρεται η καρδιά τους
φωνάζουν φωτιά
ακούς;
σέρνεται ολοτρόγυρα
παίζει κρυφτούλι
καταβροχθίζει
ανατολικά
δυτικά
στο βορρά
στο νότο
κοιμήθηκαν σε νεκροταφείο
θυμάρι και ρίγανη,
φλόγα και μαύρος καπνός
φτάνουν στον ουρανό
απλώνει η νύχτα εφιάλτη
μυρίζει θάνατο...
. . . . . .
Μια φορά ήταν ένα δάσος
και οι μέρες ήταν πράσινες
- ψάξε με δεν θα με βρεις -
τώρα ένα δέντρο μαύρο στάζει αίμα
δεν είμαι εγώ η φωτιά σκέφτεσαι
κι όμως είμαστε εμείς
δολοφόνοι ξέγνοιαστοι,
δεν θα το ξεχάσω
μη ξεχάσεις ούτε κι εσύ
θα περπατήσουμε πάνω στην τέφρα
στα καμένα φτερά
πως μπορούμε να ξεχάσουμε το δάσος
που πυρπολήσαμε με τα ίδια μας τα χέρια......
~Άννα Γεωργαλή ~

ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΚΗ-ΨΥΧΟΓΙΟΥ - Στασίδι ωριμότητας

Σε δασωμένα γκρεμνά και ηλιοφώτιστους τόπους η πανδημία της φωτιάς.
Η κουλτούρα των αιώνων – πράσινο βαθύ - με κλώνους ανθηρούς
και πλειάδα χρωμάτων σκάβει τάφους ολούθε.
Η μερισματούχος φύση, στενάζει για το βιος της που χάθηκε,
τις προσευχές και της εκκλήσεις των ανθρώπων για τη γη τους.
Τους ανήμπορους φίλους που έμειναν να μετρούν πληγές και τραύματα.
Διμοιρίες οικόσιτων, ζώα συντροφιάς, φωλιές πουλιών, όλα στάχτη
και θάνατος. Ό,τι απόμεινε, -ακόλουθος αφαιρετικής όψης τραγωδίας-
ζητά εξηγήσεις απ’ το χορό του θρήνου. Δεν απαντούν τα τηλέφωνα.
Δεν ανταποκρίνονται στις γονυκλισίες οι αγέρηδες.
Οι αντιστάσεις χτύπησαν κόκκινο. Η λαίλαπα υποτροπιάζει ανελλιπώς.
Θα γράψουν λέει ιστορία τα έπη της. Αν προλάβουν της εναπομείνασας χαρτόμαζας τις ανατιμήσεις… Οι ειδικοί κάνουν ότι μπορούν.
Τα σωστικά μέσα επίσης. Διασωληνωμένα κατάχαμα τα έμβια.
Το οικοσύστημα πάσχει. Οι παντός είδους υπάρξεις, άταφα πτώματα
στην κόλαση της φωτιάς. Μπαρουτοκαπνισμένοι σωροί ερειπίων άφησαν την τελευταία τους πνοή πάνω σε σκέλεθρα καύσου,
με εκρηκτικές αναγομώσεις για στόχους - πειραματόζωα.
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω για ένα αναίμακτο αύριο…
Για μια άνοιξη παλιομοδίτικη. Με ένα σταυρό στο χέρι κι έναν ήλιο συμβατό
στης οδύνης το πρόσωπο. Πανίδα και χλωρίδα αυτοφυή σε εκτάρια γης,
με δικλίδες ασφαλείας στους ώμους και εφόδια αντιπυρικά στα γιλέκα
επιβίωσης. Κι αν γέμισε Νέρωνες η Πατρίδα μου, εγώ, το καθήκον μου θα το κάνω. Μια υδρόγειο ολάκερη με νερό θα γεμίσω. Να καθαρίσω τον ουρανό, να ξεπλύνω το μαύρο του κόσμου. Να’ χω κάτι να πω στη φύση που εκδικείται, στον αστικό και μη ιστό που ψάχνει με φακό το οξυγόνο.
Κι ένα κερί θ’ ανάψω στην παγκόσμια εκκλησιά.
Για τον παράδεισο που χάθηκε. Τον άνθρωπο, που ευελπιστώ να ανακαλύψει
κατεπειγόντως το στασίδι της ωριμότητας.

ΑΡΕΤΗ ΓΟΥΡΓΙΩΤΟΥ - ΕΚΚΕΝΩΣΤΕ

-Μην φεύγεις, κοτσύφι μου, θα ορφανέψω.
-Δεν είσαι πια το πεύκο μου, με κατακαίς.
-Γιατί, πεταλούδα μου, ατρύγητο με αφήνεις ;
-Πυρφόρα η γύρη σου με αποτεφρώνει.
-Ελάφι μου, γιατί τόσο γοργά αλαργεύεις;
-Φλόγες ανήλεες με κυνηγούν, τρέχω να σωθώ.
-Άνθρωπε, κίνησες για τα που να αρμενίσεις;
-Τα όνειρά μου άστεγα, στην θάλασσα τα ρίχνω.
Όλα προσφύγεψαν!
Δέντρα, ζώα, πουλιά, άνθρωποι, όνειρα, ελπίδα.
Μια βαλίτσα δάκρυα κι απόγνωση και θρήνος.
-Εκκενώστεεε!
Γρήγορα εκκενώστε!
Η παντάνασσα φωτιά πλησιάζει.
8 Αυγούστου 2021
(Ώρα μηδέν για Αττική, Εύβοια, Πελοπόννησο...
Ώρα μηδέν για την ζωή)
Αρετή Γουργιώτου
ΦΥΚΟΕΣΣΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΑΒΟΥΡΛΗΣ - Για τις φωτιές
Σώμα της πατρίδας άπνουν -σώμα μου- θαμένο κάτω από στάχτες κι αποκαΐδια Σώμα του πεύκου της μυρτιάς του σχίνου στην Αττική την Εύβοια την Ολυμπία Κορμί κορμάκι ζυμωμένο τόσα χρόνια με τα πολλά μας δάκρυα τις προσδοκίες μας Άβρεχτο και νηστεμένο από λάδι από χαρά Μόνο τους χτύπους της καρδιάς μου πρόλαβες μέτρησες κι ένα φιλί έγεψες του δειλινού λύγισες στη αδηφάγα λαύρα Τώρα μια χούφτα στάρι λίγα κόλλυβα σιμά στα βράχια κι οι γλάροι ψάλλουν το τρισάγιο εις μνήμη και εις ανάμνηση Μόνο μια χούφτα στάρι για το συχώριο Θέρος 2017-18-19-20-21....
Άνδρεας Δαβουρλής 7 ιουλ 2020

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΑΒΟΥΡΛΗΣ

Μια φλόγα μια τόση δα φωτιά γίνηκε πυρκαγιά στη καρδιά για την πατρίδα που χάνεται Καρτεράμε τη θάλασσα τις ψυχές μας να πάρει 08 Αυγ 2021
ΝΑΝΣΥ ΔΑΝΕΛΗ - Ο θάνατος τρέχει

Τρέχουν οι αλαφιασμένοι.
Τρέχουνε μανάδες με παιδιά.
Πεθαίνουν στον αέρα τα πουλιά.

Στέκουν βουβά τα πρόσωπα των δέντρων.

Λάβα καταπίνει τη ζωή.
Τις μνήμες καταπίνει.

Τρέχει η φωτιά.
Τα δέντρα δεν μπορούν να τρέξουν.

Α, και πώς τρέχει ο θάνατος.
Με τι μαρμαρυγή.
Με φως καυτό
πώς κατακαίει ξερά κι αθώα.
Τα θρύψαλα του είναι πώς σαρώνει.

Θρηνεί η ζωή.
Ξυπόλητη πατώντας στα καμένα.
ΝΑΝΣΥ ΔΑΝΕΛΗ -Εκ-κένωση

Εντός δύο λεπτών εκ-κενώστε
εντός δύο λεπτών τι να σώσεις
ρούχα
έναν υπνόσακο
φωτογραφίες των παιδιών
ταυτότητα

εκ-κένωση θα πει
κοιτάζω τη θάλασσα με άδεια μάτια
φοβάμαι να κοιτάξω πίσω
την καμένη γη
κάπου εκεί στο μαύρο τοπίο
το σπίτι μου ή ό,τι απόμεινε

Εκ-κένωση
θα πει έχω αδειάσει

Θα πει ξεκινάω απ΄το κενό
που απομένει στα χέρια μου

μη μιλάτε πια
δεν μ΄ενδιαφέρει
αν πήγατε διακοπές

σε μια παραλία είμαι κι εγώ
με φωτογραφίζουν δημοσιογράφοι
καθώς περιμένω το φέρι-μποτ
να με φορτώσει άδειο σακί
να μ΄αποθέσει σε κάποιο γυμναστήριο
να κοιμηθώ σ΄ένα ξένο στρώμα
μια ανάμεσα σε χίλιους
ποια είμαι
μια ταυτότητα άγνωστη κρατάω στα χέρια μου
πρόσφυγας στον τόπο μου
μη μιλάτε για δια-κοπές
κόπηκε το νήμα της ζωής

κι εσείς ποιητές μη γράφετε ποιήματα
για τον έρωτα
μόνο θρηνείστε τη χαμένη ομορφιά
τα δέντρα, τ΄άλογα, τα ελάφια
τους κήπους
για μένα θρηνείστε

εκ-κενώθηκα
δεν έχω δάκρυα πια.

ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ  - Φωτιές παντού

Τρεκλίζουμε στα σύνορα του αδύνατου
τώρα που οι πύρινες γλώσσες καταβροχθίζουν τα πάντα,
μεταβάλλοντας το κάλλος σε κόλαση.
Οι εικόνες πολλές, τρομακτικές, κόκκινες, τραγικές.
Μας έπνιξε η μυρωδιά του καμένου ξύλου
που πέρασε μέσα μας, άγγιξε την ψυχή μας και τις αντοχές μας!
Πού πας Ελλάδα μου; Με τα συμφέροντα να διαγκωνίζονται στις κορφές
τα σκοτεινά, που δεν καταλαβαίνεις πώς περιπλέκονται γύρω σου
και εκείνα, ίσως, των πυρομανών που χορεύουν στην ψυχή τους:
Τόποι βραδυφλεγείς που δεν αργούν να εξελιχθούν σε παρανάλωμα.
Αγανάκτηση κι αποστροφή. Ίδια τα σενάρια εδώ και χρόνια
αλλά δεν καταφέραμε να μάθουμε παρά μονάχα την αρχή.
Αυτήν την ξέρουμε καλά γι’ αυτό μας θλίβει
γιατί θα έχει ένα αναμενόμενο οικτρό τέλος.
Φωτιές παντού, κάνουν τη χαρά σου πόνο και οργή
για τα αδιέξοδα και τους κινδύνους, για τα νεκρά σώματα
πεσμένα κάτω, από κατακόκκινες ,πύρινες σφαίρες,
για την ουτοπία της σωτηρίας σε τούτα τα επικίνδυνα καλοκαίρια.
Φωτιές παντού ,κάνουν τη χαρά πόνο και οργή
γιατί είναι πολύ στενά ακόμα τα όρια του κομματισμού
του αλληλοσπαραγμού και της απόδοσης ευθύνης.
Μέχρις εδώ .
Μέσα στις ευφυείς προτάσεις ,στις χιλιάδες ιδέες
για ανάπτυξη ,πώς δεν υπάρχουν και αυτές
οι λίγες, για να μη μας στοιχίζουν πολλά οι μελλούμενες φωτιές;
Φωτιές που έρχονται κι εσείς μετράτε τους κόκκους της άμμου
όταν άλλοι, μετράνε στρέμματα δάσους που θα κάψουν.
Τώρα ο νους κυριεύεται από αγανάκτηση ,μα γιατί;
Τα κοκκινόσταχτα τοπία παρέδωσαν τη ζωντάνια τους
έκλεισαν τη συμφωνία του οξυγόνου ,κάηκαν οι πνεύμονες.
Δεν προλάβατε πάλι ,δεν μάθατε από το πάθημα, γιατί δε θέλατε,
δεν σας άγγιξαν οι θάνατοι τόσων οργανισμών.
Μέχρις εδώ.
Τι να πω όταν την εξουσία τούτες τις μέρες
την έχει καταλάβει η φωτιά.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά

ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ  - Τώρα ο υπάνθρωπος 


Τώρα ο υπάνθρωπος
Ο άνθρωπος τον άνθρωπο πια δεν υπολογίζει
τον εαυτό του χαίρεται
και όσο για την τύχη μας, εκείνος την ορίζει
Χαιρέκακος, μνησίκακος ,πυρομανής συνάμα
στο νου του όλο τριγυρνά ετούτο δω το «θάμα».
Κι αν η φωτιά που άναψε τη φύση κατακαίει
και για το βιος που χάνεται ο κάθε ένας κλαίει
κι αν τα ζωάκια τα μικρά κάρβουνο πια γενήκαν
και όσα ζώα σε αυτήν μέσα παγιδευτήκαν
σπίτια και αυτοκίνητα
«άνθρωποι και ποντίκια»
χαίρεται για την πράξη του τη θεωρεί αντρίκια
αυτός ένας υπάνθρωπος ,τίποτα δε λυπάται
μόνο τον εαυτούλη του προσέχει και θυμάται
πως όταν ο υδράργυρος αρχίζει κι ανεβαίνει
κάτι να βρει να σοφιστεί
ώστε η γη που μάτιασε να είναι όλη καμένη.
Οι νόμοι να αλλάξουνε για κάθε εμπρηστή
έτσι ο κάθε επίδοξος να σκέφτεται πολύ
όταν τη φύση γύρω του επιθυμεί να κάψει
χρόνια πολλά τα βίτσια του στη φυλακή
να θάψει.

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Βαρυμπόμπη 4-8-2021

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΖΑΓΑΡΗ - Εκκένωση

Εφιαλτικό το σήμα της εκκένωσης.
Τα πόδια μου τρέμουν. Το στόμα μου στεγνό. Μέγγενη σφίγγει το κεφάλι μου. Στέκομαι στη μέση του σαλονιού και κυτάζω γύρω μου. Τί να πάρω μαζί μου; Η καρδιά μου χτυπάει ξέφρενα αλλά τα μέλη του σώματός μου αρνούνται να κινηθούν. Με συνεφέρει ο ήχος του τηλεφώνου . Η μάνα μου στην άλλη άκρη της γραμμής . Ξαγρυπνάει κι αυτή χιλιόμετρα μακριά. Ο ομφάλιος λώρος δεν κόβεται ποτέ .
«Μαμά τί να πάρω;». Είμαι πάλι μικρό παιδί και γυρεύω τη σιγουριά στην καθοδήγησή της.
«Μια βαλιτσούλα με λίγα ρούχα για σένα και το παιδί, τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες σας, τα χαρτιά σας και τα ζώα», μου λέει αποφασιστικά. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά η μέχρι τώρα ζωή μας, κλεισμένη σε πλαστικές σακούλες φορτώνεται στο αυτοκίνητο, μαζί με την Κανέλλα και την Τζίντζερ,τα γατιά μας.
Μια τελευταία ματιά απ’ τον καθρέφτη του αυτοκινήτου στο σπίτι. Ούτε καν αποχαιρετισμός. Σε απόσταση ασφαλείας, σταματώ μαζί με άλλους ξεσπιτωμένους σ’ ένα πλάτωμα . Οι φλόγες καταπίνουν ότι βρίσκουν στο διάβα τους. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική απ’ τους μαύρους καπνούς.
Τα πόδια μου λυγίζουν και βρίσκομαι στα γόνατα , σε στάση προσευχής ή μεταμέλειας. Για όσα έχω κάνει και για όσα δεν έχω κάνει. Τρομοκρατημένη κι όμως ακόμα ζωντανή.
Παίρνω μια ανάσα και τα μάτια μου αρχίζουν να κλαίνε. Η μύτη μου αρχίζει να κλαίει.
Τα χέρια μου αρχίζουν να σπαράζουν . Ολόκληρο το κορμί μου χωρίς να με υπακούει ξεσπάει σε λυγμούς .
Κωνσταντίνα Ζαγάρη
Αύγουστος 2021

ΣΠΥΡΟΣ ΖΑΧΑΡΑΤΟΣ -Πένθος και η κραυγή του Μουνκ...
Μια σιωπή γεμάτη στάχτη.
Ο ήλιος ματωμένος
κι η θάλασσα του μεγαλείου
λίμνη πικρή,
με χρώμα συμφοράς!
Αύγουστος του Τσαρούχη
χωρίς φτερά και όνειρα.
Ποιος δεν πενθεί;
Τα καμένα δένδρα μάς έκοψαν την καλημέρα,
τα καμένα πλάσματα θα γίνουν εφιάλτης μας...
Εν θερμώ
ΣθθΖ

ΖΕΡΒΟΥΛΗ ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ - Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ
Ο φετινός ο Αύγουστος δεν είχε αστροφεγγιές ούτε λαμπρά φεγγάρια ούτε κελαηδητά πουλιών και γάργαρα νερά. Μόνο καπνούς , στάχτες κι αποκαΐδια. Δέντρα που γίνανε σταυροί μετράει στο πέρασμα του . Κρανίου τόπος τώρα πια τα δάση που απλόχερα μας μοίραζαν ανάσα και ζωή. Χάνεται η θολή μάτια στο γκρίζο τον ορίζοντα. Πουλιά ,δέντρα , λουλούδια, αρώματα χάθηκαν όλα στο σκοτεινό τοπίο . Μας πνίγει ο καπνός μαζί με ένα "γιατί;" Κρύφτηκε ο ήλιος. Θλίψη παντού. Σέρνει βαρύ το βήμα του ο Αύγουστος και μια ατέλειωτη κραυγή απόγνωσης βαθιά από τη ψυχή του βγαίνει. Γιατί;



ΒΑΣΩ  ΙΟΡΔΑΝΟΥ ΚΟΣΜΙΔΟΥ  [ Κουράγιο, Μάνα μου Ελλάδα ]

Κουράγιο, Μάνα μου Ελλάδα,
έχεις πολλές μαύρες ράχες να καταγράψεις,
πολλά τοπία, "κρανίου τόπος".
Μια λέξη, που επικρατεί, κουράγιο...
Και κάτι άλλο που ακούστηκε κατά κόρον...
"Ευτυχώς δεν θρηνήσαμε ανθρώπινες ζωές"
Χίλιες φορές, ευτυχώς, πάνω από όλα η Ζωή
Όμως, τα δάση, είναι ΖΩΗ, αποτελούνται από δέντρα, που έχουν ζωή και δίνουν Ζωή...
Αυτό το ξέχασαν κάποιοι....
Όμως τα δάση, είναι σπίτι και καταφύγιο πολλών ζώων...
Αυτό το ξέχασαν κάποιοι..
Όμως, άνθρωποι έχασαν το βιος τους, μπροστά στα μάτια τους, κόπος μιας ολόκληρης ζωής...
"Να φύγω που να πάω, εδώ είναι το σπίτι μου"
Αυτό το ξέχασαν κάποιοι...
ΞΕΧΑΣΑΝ, ότι τούτη η Γη που την πατούμε, την κληρονόμησαμε από τους προγόνους μας.
Ξέχασαν, ότι πρέπει να την παραδώσουμε στους απογόνους μας ...
Ξέχασαν, τι θα παραδώσουμε, στάχτες;
Τι θα τους παραδώσουμε, ένα περιβάλλον, όπου θα κυκλοφορούν με μάσκες οξυγόνου;
Όπου τον χειμώνα, θα πνίγονται από τις πλημμύρες;
ΚΡΑΤΑ, Μάνα μου Ελλάδα...
Ούτε, ένα συγνώμη, δεν ακούστηκε, γιατί σχεδόν, καμιά πρόληψη δεν υπήρχε, να σε προφυλάξουν, να προστατέψουν τα δάση σου, με την πλούσια πανίδα και χλωρίδα τους.
Ξέχασαν, ότι οι Ανθρώπινες Ζωές, ανάσες παίρνουν, από το πράσινο και όχι από Αιολικά πάρκα...
Χτυπήθηκες, από την πύρινη λαίλαπα ανελέητα, που σίγουρα, δεν κάνει επιδρομή από μόνη της, αλλά από ανθρώπων χέρια...
ΕΓΚΛΗΜΑ: Έγκλημα εξ αμέλειας;
Έγκλημα εκ προμελέτης;
Εγκληματική αμέλεια;
Εγκληματική, μη πρόληψη μέτρων;
Φυσικά, σε όλο τον πλανήτη, συντελείται, αυτό το Έγκλημα.
Έγκλημα, που οδηγεί, σε ασύλληπτες οικολογικές καταστροφές, με ασύλληπτες κλιματολογικές αλλαγές.
Όμως, επιτρέψτε μου, σήμερα να θρηνήσω για την χώρα μου, για την Ελλάδα μου....
Να της ζητήσω μια συγνώμη, που δεν ξεσηκώθηκα, όταν επάνω της, συντελέστηκε κάθε είδους εγκληματικό έργο...
Που δεν ξεσηκώθηκα, όταν κανένα σχεδόν μέτρο πρόληψης, δεν υπήρχε για το Περιβάλλον, δάση, θάλασσα, αέρα, για τους ζώντες κατοίκους της...
ΚΟΥΡΑΓΙΟ, ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΕΛΛΑΔΑ....
Σου οφείλουμε, μια Συγνώμη, από Ψυχής, με όλη την ειλικρίνεια!
Είναι επίπονο, να καταγράφεις τις πληγές σου, χωρίς να παίρνει κανένας την ευθύνη, χωρίς να τιμωρούνται, οι Ένοχοι....
.
Βάσω Ιορδάνου Κοσμίδου
Κάτοικος: Ελλάδας
7/8/2021

ΓΑΒΡΙΛΗΣ ΙΣΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ - Αποσιωπητικά...
Πολυσύχναστη πια η ερημιά μας
Ολοένα ελκύει μόνες και διαλυμένες ψυχές
Σίγησε στις ρεματιές το τελευταίο αηδόνι
Σιωπηλά τα τζιτζίκια,
το αποχαιρετούν για στερνή φορά
Τα παραμύθια αυτοαναιρούνται
Απαιτούν να τα γράψουμε,
και να τα πούμε στα παιδιά απ' την αρχή
Κι εγώ, έπαψα να βάζω τελείες στις λέξεις μου
Τις μαζεύω, τις βάζω στη σειρά
και καλώ το σπάραγμά μου
να τις βαπτίσει... αποσιωπητικά
Γαβρίλης Ιστικόπουλος / 10 - 8 - 2021
* Στην μνήμη του 38χρονου ηρωϊκού εθελοντή πυροσβέστη
Βασίλη Φιλώρα, που κηδεύεται σήμερα, χτυπημένος θανάσιμα την Παρασκευή, από κολώνα της ΔΕΗ, αφήνοντας ορφανά δύο μικρά παιδιά.

ΕΥΜΟΡΦΙΑ ΚΑΛΥΒΑ

Στάχτη και
κόκκινα δάκρυα,
ο ουρανός κλαίει,
κλαίει για την ύπαρξη,
την ύπαρξη του ανθρώπου στη γη…
,
μάταια, δεν ακούει…
Είπα κάποτε
«θα εκδικηθεί η φύση για όση κακία δέχτηκε»…
Μα η εκδίκηση ήρθε,
η απάντηση μέσα στη φωτιά,
είναι πάλι φωτιά…

Οι μικροί μου φίλοι εξεγέρθηκαν,
ένα σμήνος ακολουθεί το μετέωρο γεράκι.

Η δειλία που κοντοστάθηκε πίσω από την πόρτα
είναι εδώ και ετοιμάζει τον πιο γλυκό επικήδειο,
θλιβερό ρέκβιεμ κρουστών.
Άνθρωπος, ο θόρυβος του κόσμου…

Η ψυχή κλαίει κι αυτή
πικρό δάκρυ τ΄ουρανού…

Πενθεί η φύση ολάκερη.
Κρυφτείτε άνθρωποι, έρχεται ο ιός,
κρυφτείτε άνθρωποι, έρχεται η μετάλλαξή του,
κρυφτείτε άνθρωποι, έρχονται οι φλόγες,
κρυφτείτε άνθρωποι, έρχεται η ντροπή σας…
Σαν κλαίει η ψυχή ελευθερώνεται,
μα εσείς κρυφτείτε…

Στάχτες παντού…

4/8/2021
ΟΛΓΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ -ΠΕΝΘΟΣ

Ποιος εφιάλτης επιλέγει την ιστορία;
Πυρακτωμένα μέτωπα,
ανεξέλεγκτες φωτιές.
Η φύση κάρβουνο κι αποκαΐδια.
Πως τα δάκρυα σου να μαζέψεις,
τις φλόγες να σβήσεις;
Ατέρμονες οι θολερές σκέψεις
κι οι οσμές των καμένων φρούτων,
λες και στόχο έβαλαν,
με το πύρωμα τα πάντα να λιώσουν.
Όνειρα δίχως σκέπη, άστεγα μένουν.
Η ερημιά εφιαλτική, σαν άψυχο χαρτί,
που τα μάτια θολώνει
και οι σελίδες άγραφες μένουν.
Η θάλασσα αδιάφορη θωρεί
κι ο θυμός με δάκρυα μ’ αποχαιρετά.

Καλο ταξιδι Βασίλη Φιλιώρα.
ΟΛΓΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ - Φύτεψες το Όνειρο..

Φύτεψες το Όνειρο στη γλάστρα
κι΄η μεσίστια έμπνευση χάθηκε
στην υστερία του χρόνου.

Άνθρωπε ρόδο-κραυγή-καταιγίδα,
διάστικτο πράσινο της φύσης,
χάθηκε η μυθιστορία της μνήμης.

Στο άσπρο χνούδι του Αυγούστου
δεν έχτισες το απόμακρο σπήλαιο
να κρύβονται οι απέλπιδες.

Ο ήχος είναι το έλασμα της εικόνας,
δίαυλος και συναξάρι.

Πώς παρα κάμπτεις το άσυλο της ποίησης ;;
Ποια η εκκένωση της αστάθειας ;;

Ένας ανυπεράσπιστος δωδεκάλογος
οι κινούμενες φλόγες,
ο χρόνος λεηλατεί τη φύση
και το φως του περικλείει το επέκεινα.

Υπάρχεις, οιωνοσκοπώντας την ύπαρξη,
υπάρχεις, δρασκελώντας τον αιώνα σου,

και συσκευάζομαι ολόκληρος,
με την αθώα πτήση της λέξης,
ένα λιβάνι φως εσπερινό.

Από το υπό έκδοση, εκδ. ΔΡΟΜΩΝ--"Ωδή στον ποιητή Νίκο Καρούζο"--"και σε κάθε πολύνικο ταξιδευτή της Οδύνης, της Ποίησης και της Αγάπης"


 Carpe -  Τα πορφυρά χαλάσματα…

 

Μέσα απ’ τα χέρια μου
έφυγε ο ουρανός
μια νύχτα βαθιά,
κομματιάζοντας το λάβαρο της ελπίδας.
Οι ύμνοι του φεγγαριού
αγνοούμενους μας άφησαν μόνο.
Μαζεύω τη φωνή μου,
κλείνω τα μάτια μου,
στην ορμή της ερημιάς
γινήκαμε αόρατοι.
Μια συμφορά που σκάρωσαν
ο θάνατος κι φλόγες.
Ανοίγω το σακούλι του αναστεναγμού
για ν’ αντικρύσω τον πόνο,
αυτόν που σμίλεψε
τόσες ζωές που έφυγαν.
Αφουγκράστηκα τη γη
σκιές ανύποπτες παντού,
μάτια να ξεχύνονται,
ζωές που βιάστηκαν να χαθούν
μέσα στο άναυδο σκοτάδι.
Μια νύχτα ντυμένη με σάρκα και αίμα
άρχισε να φεύγει.
Στα πορφυρά χαλάσματα
του ήλιου περπατά η ελπίδα,
κρατώντας σφιχτά πια… τις ανάσες μας.



ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΗΠΟΥΡΙΔΟΥ

Όλα μοιάζουν γαλήνια
κι οι φυλλωσιές σαλεύουν,
αρχέγονο στήνουν χορό,
Δρυάδες και χορεύουν
Ήλιος της γης τ’ αρώματα
με χάρη αναδεύει
ο άνεμος ανάερα,
ολούθε τα ξοδεύει,
αισθήσεις αφυπνίζει
και τα βλέμματα μαγεύει.
Μα δες.. άδικο χέρι ..
γλώσσες φωτιάς σπέρνει
Πανάρχαια κατάρα,
μπαμπέσικα, γητεύει
και σε πύρινο παζάρι
την ομορφιά ξοδεύει
Ύπουλα, μουλωχτά,
κοιτά το χάος και γελά
Αδηφάγες φλόγες ροβολούν,
την καθημερινότητα ταράζουν
τους ανθρώπους τρομάζουν.
Σαν λάβα ξεχύνονται
εστίες και όνειρα καταπίνουν.
Λάβα καυτή, αχόρταγη
Απ’ το βουνό ως τη θάλασσα
δάση και σπίτια, γκρίζα στάχτη.
Το θαλερό πράσινο
σε χρώμα μουντό πνίγει.
Μαύρος καπνός τον ήλιο κρύβει,
εικόνα ζοφερή το χθεσινό κάλλος
Της παράνοιας το άτι τριποδίζει
της απληστίας μπαϊράκι στήνει.
Άλλος για χαμένους κόπους θρηνεί
κι άλλος με κολασμένη ηδονή
αργύρια προδοσίας λογαριάζει,
με τον πυρσό νέες φωτιές βάζει.
Γιγαντώνουν οι πύρινες γλώσσες,
τρέφονται με τη φλόγα των ονείρων,
που προσάναμμα γίνονται,
θυσία στο πύρινο μένος.
Καψαλισμένα τα φτερά των αστέγων
στάχτη πάνω στη στάχτη
κι η οργή σιωπηλό μοιρολόι.
Αναστενάρηδες απ’ τον Άγιο λησμονημένοι,
σε πυρωμένα κάρβουνα πατούν,
σχεδόν δεν αναπνέουν.
Στου άδικου τη λαίλαπα αναζητούν το δίκιο
ατέλειωτο μηρυκάζοντας ψέμα.
Την παράνοια των καιρών αναθεματίζουν
ικεσίες μάταια υφαίνουν,
προς του ολέθρου τον μύστη.
Τι τραγικοί κι αθώοι.
πκ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΗΠΟΥΡΙΔΟΥ -Αφανισμός

Θροΐζουν πεύκα στην πλαγιά, η λεύκα αναρριγεί
κι ο Πάνας με τη σύριγγα συνθέτει μουσική.
Στ’ απόσκια βόσκουν ήρεμα οι κερασφόροι τράγοι
ενώ σιγούν τα όμορφα βουκολικά τραγούδια
και στις ροές του ποταμού λικνίζονται Νεράιδες.
Τραγούδια λένε στις πηγές κεφάτες Ναϊάδες
στήνουν χορό ανάλαφρο, πανώριες οι Δρυάδες.
Ορθώνεται το κάλλος στων δασών τα ελάτια
του ηλιάτορα τα κύμβαλα λευκά ξυπνούν κρινάκια.
Γλυκά ηχούν οι ρεματιές στης πλάσης το γιορτάσι
στ’ απόσκια και στα ριζιμιά ξυπνάει το ελάφι
κι ολούθε δίψα για ζωή, έκσταση και αγάπη.
Αίφνης καπνός και κουρνιαχτός τη μέρα σκοτεινιάζει
και μιας δρυός το φύλλωμα, πύρινες γλώσσες βγάζει.
Παύει ο Πάνας μουσική στη σύριγγα να παίζει
ξαφνιάζεται κι ο Δίας στο Ολύμπιο τραπέζι.
Μουντάδα σκονισμένη την μαγεία σκεπάζει
τα βαθύκομα δέντρα η φωτιά κατασπαράζει.
Έγινε θρήνος η χαρά και χάος το γιορτάσι
και καταπίνει η λαίλαπα το πράσινο στα δάση.
Λάβρος στενάζει ο ουρανός, και οι Δρυάδες κλαίνε
και πιλαλούνε μακριά και μοιρολόγια λένε.
Ο Πάνας με τη σύριγγα στο κατόπι τους τρέχει,
μες στης φωτιάς την κόλαση που έλεος δεν έχει.
Όλοι μαζί παρακαλούν να έρθει ένα δρολάπι
σαν χείμαρρος να ξεχυθεί στην πύρινη κατάρα
και όπως ήρθε ξαφνικά να σβήσει η αντάρα.
Βουβαίνεται η δασοπλαγιά, η ελπίδα αλαργεύει
και κάθε πλάσμα ζωντανό διέξοδο γυρεύει.
Εκεί που δέντρα ύψωναν πυκνή την φυλλωσιά τους
τώρα υψώνονται κορμοί που λείπει η καρδιά τους,
απόσταχτα καπνίζουνε, δε ρίχνουν τη σκιά τους.
Την κόλαση μ’ απελπισιά κοιτάζουν οι ανθρώποι
κι ο πόνος μες στο βλέμμα τους της πίκρας καταπότι.
Μαύρα τα δέντρα, άψυχα, δίχως χλωρό κλαράκι
στο πέρασμα της κόλασης στέρφο και το ρυάκι.
Δεν κελαηδούνε πια πουλιά, μήτε και φτερουγίζουν
μον’ στο κεμέρι αρπακτικών ρεάλια κουδουνίζουν.
Σε γκρίζα δέντρα κι άψυχα, Δρυάδες δε γυρίζουν
μονάχα γκρίζοι οιωνοί στ’ αποκαΐδια τρίζουν
πκ

μίνα King  - ΦΩΤΙΑ 

Χάθηκε ο ήλιος πίσω από μαύρα σύννεφα καπνού
Κόπηκε η ανάσα από φρίκη!
Φλόγες τυλίξαν τη ζωή .
Χάθηκε ο ήχος των πουλιών ξεροκανίδια οι φωλιές τους
Κραυγές πόνου από πληγωμένα ζώα
τρέχουν σε λάθος μονοπάτι να σωθούν.
Άνθρωποι ανήμποροι απελπισμένοι
σκεπάζουν το πρόσωπό τους μ απελπισία
ένας κρατάει στην αγκαλιά του δυο παιδιά άλλος κρατάει τον σκύλο του
άλλος ένα κλουβί με το κανάρι μέσα .
Όλοι τρέχουν μέσα σε μαύρα σύννεφα
καπνού με δάκρυα σπαραγμού!
Κι οι φλόγες τρέχουνε ξωπίσω!
Πέφτουν τα δέντρα νικημένα στη γη
μαύρα σκιάχτρα μοιάζουν με χέρια απλωμένα στον ουρανό ικευτικά!
Στάχτη, μαυρίλα ,φωτιά, παντού!
Αγκομαχούν και τριζοβολάνε τα σπίτια βγάζοντας κραυγές πόνου
από τις φλόγες!
Θόρυβο κάνει ο θάνατος!
. με μυρωδιά καταστροφής μαζί...
Φονική ή φωτιά χωρίς διακρίσεις και συμπόνια
Ασταμάτητη χωρίς έλεος προχωρεί
Αδίστακτη χαρίζει όλεθρο στο πέρασμά της
Δακρύζει η νύχτα για το μακελειό
Ποιος σταματάει το ασταμάτητο ?
Διάβα θανάτου σαρώνει τα πάντα!
Μάχονται θαρραλέα ηρωικά οι λίγοι..
Κρύβονται βολεμένοι οι ειδικοί!
Αδιαφορούν στα καφέ οι πολλοί!
Τρέχουν πανικόβλητοι άνθρωποι
και ζώα να σωθούν!
Μηδέν βοήθεια από.πουθενά!
"Και τώρα τι θα κάνετε".....
Ρωτάνε τα κανάλια του "αίσχους " τους κατεστραμμένους ανθρώπους .
Ωρα μηδέν χτύπησε το ρολόι!
Κράτα τα δάκρυα σου Ελλάδα μου
θα σου χρειαστούν !μ.κ
μίνα King
μινα king

Ποτέ ο όλεθρος δεν ήρθε με τέτοια χρώματα φανταχτερά!
Ποτέ η φρίκη δεν έφερε τόση πικρή γεύση στη ζωή μας!
Στάχτη εκεί που έλαμπε φως Αποκαίδια το βιός και τα όνειρά μας!
Βάφτηκαν όλα αιμάτινα ..
σύννεφα, θάλασσα ,
κα γη και ουρανός
μαζί με την ψυχή μας! μ.k1
μινα king

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΝΤΟΣ  - Αναζωπύρωση

Κάποτε οι φωτιές θα σβήσουν.
Τότε,
τί θ'απογίνουμε;
Με τόσο κόκκινο
βαμμένη απρόσμενα,
η τηλεόραση,
βλέμματα ακάλυπτα, αλλοιωμένα
από πόνο αληθινό,
για μιά στιγμή το πίστεψα,
λίγο ακόμα θά' μουν σίγουρος,
ακόμα λίγο και θα τό'νοιωθα βαθιά,
ότι αυτό το κόκκινο της θάλασσας,
ήταν το αίμα μας,
αυτή η φλόγα η θαλερή,
είναι κοινή μας μοίρα.
Τώρα όμως,
άλλαξε θέμα η τηλεόραση·
συνήλθα.
Τώρα επέστρεψα στις διακοπές μου·
κάτι παιδιά που καβαλάνε κύματα
σαν τα δελφίνια,
άλλα αμούστακα ακόμη
κι άλλα με το νεανικό τους γένι,
το πρόσωπό τους παθιασμένο,
καψαλισμένο,
ξεπρόβαλαν ξάφνου
μέσα από τή θάλασσα·
τρέχουνε, παίζουν, κάνουν βουτιές
κι όλα μαζί,
μαζεύουνε σκουπίδια
απ'την παραλία.
Ένα απ'αυτά
-το πιό μικρό -
βρήκε ένα ζευγάρι πεταμένα κόκκινα γυαλιά,
-δικά μου ήταν, από περασμένα καλοκαίρια -
με είδε τυφλωμένο απ'τον ήλιο,
ήρθε και μου τα φόρεσε,
χωρίς δεύτερη σκέψη.
Μου ταίριαξαν κουτί.

Χρήστος Κουκουσούρης - Η ΑΝΥΠΟΚΡΙΤΟΣ ΑΝΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΑΠΛΗΣΤΩΝ 09/08/2021
Τα λαμπερά σου μάτια σκέπασε τώρα ένα σκούρο θάμπο
η στάχτη πούδρα απλώθηκε σ’ ολάκερη την πλάση
καψαλισμένα τα σπαρτά, ξερά σ’ όλο τον κάμπο
και οι βουνοπλαγιές γυμνές, απ’ τα παρθένα δάση.
Χρόνοι πολλοί θα χρειαστούν κι ως τότε πώς θα ζούμε ;
Που τα παιδιά, τα εγγόνια μας, δεν βγάζουνε μιλιά,
τα παραμύθια μας λειψά, τι θα ‘χουμε να πούμε
για τα δενδριά που κάηκαν τα ζώα, τα πουλιά ;
Με βουρκωμένα μάτια και με θλίψη δίχως βάθος
ρωτάς: Γιατί πατέρα γίνανε αίφνης κρανίου τόπος
όλα ένα γύρω, τα βουνά, πλαγιές, που είναι το λάθος
ποια η τιμωρία του ένοχου, ή μήπως είναι κόπος ;
Κατά της ανθρωπότητας έγκλημα συντελείται
κι η Θέμις, για πλημμέλημα κατά της ενοχής
αντί για δένδρα γρήγορα , φυτρώνουνε ‘’ΠΩΛΕΙΤΑΙ’’
φιλέτα για κατοίκιση, χώρους αναψυχής.
Πως μια πατρίδα χάνεται μέσα σε αναίδεια τόση,
μια χούφτα απλήστων πώς μπορεί να μας χειραγωγεί ;
Αξίζει ένας θάνατος ήρωα, για να δώσει
την λύτρωση στο όνειδος σαν μια αναλαμπή.
……………………………………….Χρήστος Κουκουσούρης.

Χρήστος Κουκουσούρης. - Επίκαιρο

ΑΦΙΕΡΩΜΈΝΟ.

Τροχαϊκός 15σύλλαβος στίχος.
Δεν φτουράνε τα μεγάλα, τα σπουδαία αυτήν την ώρα
τα προβλήματα, οι σκέψεις κι οι σκοτούρες της βουλής
που μας ψήνει το λιοπύρι και του καύσωνος η μπόρα
του καλοκαιριού η ραστώνη και οι δηλώσεις εν πολλοίς
Κατά κύματα σαρώνουν οι φωτιές βαλτές ; Τυχαία ;
Κι οι ρεπόρτερς ξεσαλώνουν μ’ έπαρση και με παλμό
ποιος πιο γρήγορα θα δώσει πιο μακάβρια που ‘χει νέα
αχ και να ‘μουν σε μια κόχη ν’ αγναντεύω απ’ το Χελμό
Μακριά απ’ την παραζάλη και την τρέλα που μας δέρνει,
βρήκε η άλλη τη δασκάλα που ‘χε απ’ το Δημοτικό
ο μεγάλος αθλητής μας που απ’ το Τόκιο μας φέρνει
την τεράστιά του νίκη και μετάλλιο χρυσό
Κουφιοκέφαλος ο Έλλην πάντα χάνει την ουσία
πάντα θεωρεί σπουδαία τα ασήμαντα μικρά
δεν προτίθεται να κάνει την παραμικρή θυσία
ωχαδερφισμός για πάντα κι όλα ας γύρω του νεκρά.
…………………………………..Χρήστος Κουκουσούρης.


ΞΑΝΘΗ ΚΟΥΤΡΑ ** ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ **

Βλέπω τα νεκρά σπίτια
κι ακόμη το νεκρό δάσος
Τρία μερόνυχτα χορεύουν πάνω στις κραυγές τους
οι πεινασμένες φλόγες
Δίχως καμία συλλοή
διχώς λυπημό δίχως σέβας

Ήταν πολλή ζωή εκεί
Ήταν πολλά δυνατά δέντρα
Ήταν πολλές οι ομορφιές
Και τώρα καρφωμένα μαύρα σκαριά
σε γη καμένη

Πως στεναγμοί καπνών
βλέπω ν` ανεβαίνουν απ`τις μπλαβές τις στάχτες
Και μία λίμνη να θωρεί με ρίγη μες τα μάτια
τις μυρσίνες τις ολόδροσες
γονατιστά ναυάγια
Βλέπω νυχτιές ανάστερες
διχώς ευχές κι ελπίδα
Και τις αυγές να στάζουνε
φαρμακερές ανάσες
Ο ήλιος δρόμο αλλάζει όταν βγει
Που να χαράξει τώρα τη ζωή

Η σκέψη μου δεν φεύγει απ` τα πουλιά...

Ποιός είν` ο άνομος εκείνος
οπού την ζωή παραμορφώνει
Ποιός είναι ο εχθρός
*******
~ Ξανθή Κούτρα ~ © All rights reserved


Θεοδώρα Κουφοπούλου Ηλιοπούλου - Θάθελα

Θάθελα
τα δάκρυά μου,να γίνουν βροχή
τις πυρκαγιές να σβήσω.

Θάθελα
Θεϊκιά δύναμη να είχα
ό,τι κάηκε ,να το αναστήσω.

Αγάντα γλυκειά μου
Τρανή-μικρή Πατρίδα.
Κείνοι που πράξαν το κακό,
την παιδωμή τους
θε νάβρουν.

Θεοδώρα Κουφοπούλου Ηλιοπούλου
Αύγουστος 2021

ΕΒΙΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - ΠΥΡΟΣ ΔΙΑΦΥΓΗ 

Από τις φλόγες
σαν άλλης Μικρασίας
πρόσφυγες κυνηγημένοι
αγωνιώδους Μαραθώνιου επιβίωσης.
Τρέχουν...μόνο μπροστά...πίσω δεν έχει...
Στο τέρμα η ελπίδα ενός πλεούμενου σωτηρίας...

Μπροστά, στο βάθος τους καλεί ένα αισιόδοξο ΙΣΩΣ...
Πίσω...θεόρατο πυρωμένο σύννεφο η μέχρι τώρα ύπαρξή τους...
Μέση;
Μέση δεν έχει...σταματημό δεν έχει...ούτε ανάσας,ούτε δισταγμού στιγμή.
Ώρα μηδέν...
Σταματημός ίσον θάνατος.

Η νύχτα πορφυρή φεγγοβολά αλλόκοτα.
Καπνός παντού,θολούρα,βρέχει στάχτες και κάρβουνα...
Δέντρα , ζώα ,σπίτια ,ξεκαπνίζουν αδιακοπα σημαίνοντας το τέλος μιας ολόκληρης γενιάς.
Ένας ο δρόμος,θολός,μαυρισμένος,αβέβαιος.

Στο ίδιο κοπάδι, άνθρωποι ,ζώα, σε μια τραγική παρέλαση που οσμίστηκε το θάνατο και τρόμαξε.
Ασθμαίνουν,πασκίζουν να φτάσουν τη θάλασσα να γλιτώσουν
Τρέχοντας καλούν σε βοήθεια
Μία ή καμία βαλίτσα στο χέρι
Στοιβαγμένοι μέσα κόποι, μιας ζωής, σπίτια,αγαπημένοι.
Όλα βρεγμένα με το δάκρυ του πόνου
και τον αναστεναγμό μιας ανομολόγητης οργής...

Ε.Κ
6/8/21

ΕΒΙΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΜΠΕΡΔΕΜΑ

Πύρινη σάρκα
ανθρώπινη λαίλαπα
σωστό μπέρδεμα...
Στάχτη και κάρβουνο
κηνύγι οξυγόνου
συμφέροντος ξημέρωμα
εκλεκτών μόνο επιβίωση.

Ε.Κ.
5/8/21

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΕΑΣ - Η κατάρα της Δήμητρας

Θλίβομαι, ντρέπομαι, εκνευρίζομαι,
κρατιέμαι μην ξεφύγω.
Ελπίδες δεν έχω πια.
Ανοήτος δεν είμαι.
Δεν θα ξεφύγουμε απ΄ το μαύρο.
Δεν θα λογαριαστούμε ποτέ
με τους φαύλους που κάθε χρόνο
μας βυθίζουν στο μαύρο.
Δίχως άνοιξη πια. Δίχως καλοκαίρι.
Μια απροσδιόριστη εποχή στην Κόλαση.
Μια ασταμάτητη οθόνη στραμμένη στον εφιάλτη.
Κατάρα της Δήμητρας;
Απουσία της Περσεφόνης;
Δεν ξέρω γιατί μας σέρνει
μαζί της αυτή η πλάση.
Γιατί φυτρώνουμε σαν ζιζάνια;
Κρύψε μας τον ήλιο,
τεφρέ ουρανέ της Καλαμάτας.
Γεμάτε καπνό ουρανέ της Καλαμάτας,
κρύψε μας το φεγγάρι.

ΕΙΡΗΝΗ ΛΕΟΝΤΑΡΑ 

i.
Θα φύγω σου λέω από δω μια μέρα Μη με ρωτάς για που; Δεν θα σου πω Θέλω να ξεχάσουν τα μάτια μου αυτά τα μάτια της μνήμης κάτι αρώματα από χώμα νοτισμένου πεύκου. Η αλήθεια είναι ότι με διώχνεις βίαια από το σπίτι μου Δεν θέλω να φύγω, αλλά οι καπνοί με διώχνουν. Τα μάτια μου κλείνουν και θέλω να ξεχάσω εκείνη τη μυρωδιά της κάψας που νιώθω στα πνευμόνια μου. Θα φύγω από δω στο ανακοινώνω. Μη με ψάξεις Δεν θέλω άλλη βοήθεια από σένα. Με πνιγεί η βοήθεια σου. Θέλω να βγω και να φωνάξω Βοήθεια. Όχι άλλη βοήθεια Πόσοι σωτήρες πιά; Με κατέστρεψαν οι Μεσσίες σας Με έκαψαν οι σωτήριες παρεμβάσεις σας.. Απλά πράγματα ήθελα στην ζωή μου Ένα σπίτι, μια αγκαλιά και λίγο πράσινο ανάσας. Την είχα κάνει τη φωλίτσα μου. Τώρα θα πετάξω σαν αποδημητικό πουλί προς άγνωστη κατεύθυνση. Θα βρω μια όμορφη γωνίτσα στο χάρτη των παραμυθιών μακριά από την βοήθεια σας. Όχι άλλη βοήθεια. Όχι άλλο μια φορά κι έναν καιρό ήταν.. Άσε με. Το πήρα απόφαση. Θα φύγω. Ε. Λ

ii.
Και εγώ που ήρθα από το μέλλον σκεπτικός τώρα αποχαιρετώ το παρελθόν μέσα σε στάχτες και αποκαΐδια. Καθισμένος στην ακτή, εκεί στην άκρη ψάχνω να δω ένα σημάδι από τον ουρανό, σαν οιωνό. Κάτι που θα με βγάλει από την απόγνωση. Μια άγκυρα θέλω να πιαστώ μα βρήκα ξέρα σε τούτη την παραλία. Και δεν είμαι μόνος στον πόνο και την απόγνωση. Αριθμητικά πολλές φορές έχω σταθεί στην άκρη τούτης της ακρογιάλιας για να κάνω όνειρα και σχέδια αγάπης. Μα τούτος ο βίαιος ξεριζωμός άπατρις στην ίδια σου την πατρίδα λόγο έχει μα δεν έχει. Το μέλλον αδιόρατο. Το παρελθόν φλεγόμενο. Μια στάχτη. Κι αυτός ο ουρανός μόνιμα αιματοβαμμένος. Με μια μαύρη ματιά μας βλέπει κι αυτός μας χλευάζει. Στο χώμα τώρα ακουμπάω το παρόν για να το χτίσω πάλι από την αρχή. Κι ας μου το πήραν τόσο άδικα από την αδιαφορία. Θέλω μόνο να βγάλω ένα ουρλιαχτό. Δύναμη όμως δεν έχω είμαι μεγάλος σε ηλικία πια. Είμαι η γιαγιά, ο παππούς, ο πατέρας, η μάνα που σε γέννησε, το σπίτι που έχτισα με τις στερήσεις μου για να σε αναστήσω. Είμαι ένα κομμένο, σπασμένο κλαδί, εύθραυστο. Τσακίζω, τσάκισα. Πες μου εσύ ποιός φόβος γεννήθηκε πάλι; Είμαι η μάνα σου και ο πατέρας σου σε ανάθρεψα με αρχές. Έχεις παιδί πια και ευθύνες. Έχεις γυναίκα. Σήκω τώρα σκούπισε τα μαύρα δάκρυα και ανασκουμπώσου. Έχεις καθήκον μέχρι να κλείσεις τα μάτια σου να παλεύεις με έναν αγώνα τίμιο και δίκαιο για να ξεκινήσεις πάλι εξαρχής. Άπατρις υπέρ πατρίδος. Ειρήνη Λεοντάρα
iii.
Υπάρχουν πάντα μυστικά στα δάση φυλαγμένα Κρύβονται μέσα σε φυλλωσιές Τα ακούω σαν ψίθυρο στο αυτί μου, απαλό θρόισμα. Αγέρι μαλακό... Τα φέρνει στην ψυχή σαν κρυφή προσευχή. Έρχονται σαν παράπονο Σα λυγμό Έλα εδώ μου λένε Κρύψου στην αγκαλιά μας Δεν θα σε πειράξει κανείς Τα δάση ξέρουν να κρατάνε καλά τα μυστικά σου. Τα φέρνει σαν οσμή από βρεγμένο πεύκο Τα φέρνει σα γλυκό ήχο από κελάηδημα πουλιών. Τα φέρνει στο ξέφωτο μετά από περιπλάνηση σε μυστικά μονοπάτια. Σκύβει η ψυχή να πιει νερό στα ρυάκια και να ξεδιψάσει. Πόσο θέλει να ξεδιψάσει, αλλά όσο και να πιει δεν τα καταφέρνει. Δεν έχει βλέπεις πάρει το μονοπάτι το σωστό. Ε. Λ
iv.
Φοβήθηκαν οι άνθρωποι τα μυστικά που κρύφτηκαν στα δάση και τον κακό το λύκο που παραφυλάει να καταβροχθίσει την κοκκινισκουφίτσα. Μα σου λεγα παιδί μου ότι αυτό γίνεται μόνο στα παραμύθια. Και μου λεγες μαμά που είναι οι νεράιδες και τα ξωτικά που έστησαν χορό μέσα στις πυκνές τις φυλλωσιές και ανθρώπου μάτι διά γυμνού οφθαλμού δεν έβλεπες; Και βάλθηκε τότε ο άνθρωπος να τα χαλάσει τα παραμύθια να μη μιλήσει άλλο με αλληγορίες και συμβολισμούς. Την αλήθεια θα σου πω παιδί μου. Την αλήθεια. Και βάλθηκε να αποκαλύψει την ένδεια της ανθρώπινης ψυχής. Όχι δεν υπάρχουν πια λύκοι κακοί μη φοβάσαι αυτά είναι ζώα δασύτριχα. Φοβούνται εσένα και μένα και βγαίνουν κάθε που βγαίνει ολόγιομο φεγγάρι να ουρλιάξουν σπαραξικάρδια για τα δέντρα που έχασαν, τα πουλιά που δεν κελαηδούν στα αυτιά τους. Για τα όμορφα ελάφια που χάθηκαν για τις χελώνες που αργοσάλευαν να πάνε στο συμβούλιο των ζώων για να αποφασίσουν για τα μελλούμενα. Τα σχέδια τους τα χάλασε ένα ον, ο άνθρωπος, όταν αποφάσισε να κάψει το σπίτι του το δάσος και να μείνει μόνος του μακριά χωρίς δέντρα και νερά, χωρίς νεράιδες και ξωτικά. Αυτά είναι μόνο για παιδιά και ζουν μόνο στα παραμύθια. Δεν υπάρχουν δάση. Τα καψαν παιδί μου οι άνθρωποι. Για να μάθεις να ζεις χωρίς πνοή. Τα δάση ζουν μόνο στα παραμύθια μαζί τους και ο λύκος, ο κακός και η κοκκινοσκουφίτσα. Μαζί τους λίγο έζησα και εγώ. Τώρα δεν έχω άλλα πνευμόνια... Ε. Λ

v.
Και τη φωτιά τη σβήνεις με φωτιά Και τη φωτιά τη σβήνεις με βροχή. Έτσι μου μήνυσε ένα δέντρο. Στάζουν τα δάκρυα στα δέντρα που πληγώσαμε. Πλημμύρες τα δάκρυα από άκρη σε άκρη Η χρονική στιγμή δεν έχει ούτε και εδώ σημασία μόνο η ενέργεια τη στιγμή της πράξης. Το δάκρυ κυλά χωρίς σταματημό σαν ένδειξη ένδειας ψυχικής. Στα δέντρα που πληγώσαμε... Στα δέντρα που πληγώνουμε... Στις μιαρές πράξεις των χειρών... Δικαίωση ζητούν και τιμωρία για την τόση ύβρη. Μα τελικά ποιός νιώθει ενοχή; Τόσοι πολλοί μα τόσοι φυγάδες και δραπέτες κάθε ανάληψης ευθύνης. Δεν είμαι εγώ ούτε και εγώ... Κανείς ποτέ δεν φταίει...Μα το ερώτημα μένει πάντα καυτό. Τελικά τις πταίει; Κανείς ποτέ δεν αναλαμβάνει την ευθύνη Μοναδική και κατ'εξακολούθηση πρωταγωνίστρια η ίδια ύπαρξη της μόνιμης αδιαφορίας. Μα η συνέπεια στο καθετί κραυγάζει στερεοφωνικά. Ειρήνη Λεοντάρα
vi.
Μου ζήτησαν να φύγω να πάρω τα απαραίτητα να εκκενώσω το χώρο, την οικία μου....Μα ο χώρος είμαι εγώ... Φαίνεται δεν είμαι πια ούτε απαραίτητος στην ίδια μου την οικία. Ούτε στον ίδιο μου το χώρο Μου ζήτησαν να τους αδειάσω τη γωνιά. Καλά δεν το κατάλαβα; Ε. Λ
ΙΣΜΗΝΗ ΛΙΟΣΗ - ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΤΙΑ

μετά την μεγάλη φωτιά
η ηλικιωμένη γυναίκα γυρίζει στο μισοκαμένο σπίτι της
ξαπλώνει στο σιδερένιο κρεβάτι δίχως στρώμα
πλένει την βεράντα με τα νεκρά φυτά
όχι οι ρίζες δεν έχουν πεθάνει
θα ανθίσουνε ξανά
να προλάβει τα κίτρινα τα κόκκινα τα ροζ
παιδιά της ρίζας
φωνάζει ύστερα τα πουλιά με
ονόματα ακατάληπτα που
τους έχει δώσει
τοκτοκ
κικό
αστρακίκι
να τα ταίσει ψιλοκομμένη φλούδα καρπουζιού
μα που είναι τα πουλιά;
μετά, μιλάει στην νυφική φωτογραφία
έχει διασωθεί απ την φωτιά
μόνο το πέπλο της
και τα χέρια
τα χέρια ενωμένα
του νέου άντρα και της κοπέλας
-ποιος το περίμενε;;
λέει στα χέρια
και, είναι παράξενο
που, αλλά ναι
ναι
τα χέρια της απαντούν
********************
9/8/2021
ΜΑΡΙΑ ΛΙΤΣΑ

Τελειώνει η μέρα
με όλες τις προσδοκίες
να καίγονται κι αυτές.
Ακούραστες ψυχές
στον ήχο της φλόγας
μάχονται τις λασπωμένες ψυχές
που καίουν την ανάσα μας.
Η σιωπή θρηνεί
τα όνειρα που φεύγουν,
τα όνειρα που δεν θα έχουν
πια μυρωδάτους ίσκιους,
τα όνειρα που καίγονται,
επειδή κάποιοι ανθοβολούν σε βούρκο.
Μ.Λ.

ΑΝΝΑ ΝΤΑΛΗ [
Φυσάει τρόμο]

- Φυσάει τρόμο
- Δράκαινες από το πουθενά
- Μαύρα φτερά ανενόχλητα
δαγκώνουν το φως
- Φυσάει θλίψη
- Σύννεφα ραγισμένα
την μέρα πληγώνουν
την νύχτα ματώνουν
Κι εκείνη η βροχή μας ξέχασε
Κι εκείνο το φεγγάρι να απορεί
Ετούτο το Γιατί πονάει …
- Φυσάει αδιαφορία
Ειναι και οι γενναίοι που κρατούν Θερμοπύλες !!!
τους Εφιάλτες όμως ;
Πώς ; Πώς να τους γνωρίσεις;…
… a.n.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΝΟΥ

Αρνούμαι να παραδώσω την τέφρα μου.
Κοντοζυγώνει η πυρά στο πλάτωμα
που έγειρε η μήτρα μου
Λαμπαδιάζει τους σταυρούς της ζωής μου
Τρέχω να σωθώ χορεύοντας τον φόβο
Δεν έχω Πατρίδα να με κλάψει
Νεκροί οι ιστοί μου κρέμονται στα πέταλα της τύχης μου
Έρεβος ο ουρανός και η
νύχτα στο κόκκινο θα με χωνέψει αυτοστιγμής
Αφέντη που να υποκλιθώ?
Μπροστά μου μόνο η καμμένη κούκλα της Μαρίας
Δεν έφτασαν τα δάκρυα της να την σώσουν...
Αύριο θα σκουπίσουν,
μια χούφτα από την στάχτη της
Αρνήθηκα σου λέω...
Σήμερα όμως...
Σήμερα με μίσησα όσο ποτέ. 

ΓΙΆΝΝΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΌΠΟΥΛΟΣ - ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

διασωλήνωσαν τα όνειρά μας
κάψανε τα δάση μας μαζί και τη χαρά μας
πράσινο δεν θα ξαναδείς άνθρωπε στη φύση
μαύρο και γκρίζο κυριαρχεί σ όλη μας τη ζήση
μάτωσε το φεγγάρι
ο ήλιος κι αυτός εκρύφτη
μάτωσε κι η Ελλάδα μας
ανείπωτη η θλίψη
στάχτη κι αποκαΐδια
ο τόπος μας τώρα πια
αλάνα δεν υπάρχει να παίξουν τα παιδιά
πεθαίνει η φύση
πεθαίνει η χώρα
θρηνείστε γοερά τώρα
μες τη σιωπή
της ανυπαρξίας
©ΓΙΆΝΝΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΌΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ - ΘΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ
Τα λόγια πλέον τέλειωσαν
η σιωπή φωνάζει
μέσα στον ήχο της φωτιάς
και η καρδιά σπαράζει
Ρίξε Θεέ μου μια βροχή
κι ας είναι πικραμένη
νάξερες η καμένη γη
πόσο την περιμένει….
Αν η Ελλάδα μας καεί
ποιός έχει να κερδίσει
όλου του κόσμου είναι το φως
και η ζωή θα σβήσει
Κατάρα και ανάθεμα
οι εμπρηστές να έχουν
να βλέπουν την καταστροφή
Θεέ μου πώς αντέχουν
Πατρίδα μου πεντάμορφη
πολιτισμού μητέρα
πάλι από τις στάχτες σου
θα γεννηθείς μιά μέρα
ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ -ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ
Κράτα το χέρι μου αδελφέ
σ αυτή την ανηφόρα
μόνος δεν είσαι, ξέρε το
στη δύσκολη την ώρα
Πατρίδα μου το σπίτι σου
το χώμα μου η γη σου
το αίμα σου το αίμα μου
δικό μου το παιδί σου
Έλα γύρε στον ώμο μου
λιγάκι ξεκουράσου
μαζί θα πρασινίσουμε
πάλι τη γειτονιά σου
Σε πείσμα όλων των εχθρών
του κόσμου και της φύσης
όλοι μαζί σου είμαστε
για να τα ξανακτίσεις
Ο Έλληνας στα δύσκολα
κάθε φορά μονοιάζει
Φοίνικας ανασταίνεται
κι ο κόσμος τον θαυμάζει

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΗΤΤΑ -  Μυρίζει θάνατος...

Άλαλοι καιροί/
Θρυμματισμένες Άνοιξες/
Πύρινα καλοκαίρια/
Σαρκοβόρες σκήτες ονείρων/
Αδειανές σπαρταρούν οι φωλιές/
Πύρινες γλώσσες αδηφάγες/
Φλόγες αναδεύουν της κόλασης τα σωθικά/
Οργισμένα σήματα
-φρυκτωρίες-
στων δασών τις κορφές/
Σφιχταγκαλιασμένα τα δένδρα/
άκου, πως τρίζουν τα δόντια
στο στερνό τους φιλί/
Φύλλα και κλαδιά, αναμμένα δαυλιά,
ανάμεσα σε "φυτρωμένα" σπίτια/
Πυρωμένα ακόντια, βολές στην καρδιά/
Δες live το στερνό τους ταγκό!/
Πλάσματα, ουρλιαχτά
της νυχτιάς νεκρική συντροφιά/
Πουλιά κυνηγημένα,
ερπετά...αποκαΐδια.../
Και τώρα που 'χεις επιλέξει
το θάνατο που σου αρμόζει,
τον ασφυκτικό,
πάρε βαθιά ανάσα.../
Η live μετάδοση, συνεχίζεται.../
Μα πρόσεχε!/
Μακριά απ' τις οθόνες τα παιδιά.../
Σκληρές εικόνες.../
Και κοίτα μη γυρέψεις ευθύνες.../
Δεν υπάρχουν πουθενά!/
Κατερίνα Πήττα
04/08/2021

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΗΤΤΑ - Δε μας ζηλεύουν οι νεκροί!
Με πόση ευφορία δωροδόκησε τις Άρπυιες τούτο το θέρος κι εγκατέλειψαν τη λεία τους; Πρωτάκουστο! Κήρυξ' απεργία ο θάνατος κι ο Αχέροντας αρνείται τη διέλευση της γαλέρας, αιτούμενος αύξηση ναύλων! Ακρίβυν' η ζωή ή φτήνυν' ο θάνατος; Θα σε γελάσω... Κι ήρθαν εμπρησμοί, πυρκαγιές... Τι κι αν υπήρξαν συνεπείς κι ήρθαν στην ώρα τους; Εμείς, μωρές παρθένες! Μα, ευτυχώς δε θρηνήσαμε νεκρούς! Μονάχα ψυχές, νεκροζώντανες, ξέμειναν να δρασκελίζουν αργά τις αυλές των δασών, των χαμένων ονείρων τους κήπους. Σκιές με μάτια πρόσφυγα, αδειανά και τον πόνο δεμένο στα σαγόνια σφιχτά, σε κοιτάζουν βουβά...απαντήσεις ζητούν... Δε θρηνήσαμε νεκρούς! Το 'παν κι οι άριστοι! Όμως, κανείς δεν τους είπε, πως μ' απωλεσθείσα την αξιοπρέπεια, ευθύνης κι ενοχής δε μας ζηλεύουν πλέον ούτε οι νεκροί... Κι η Νέμεσις άφαντη, από τότε που κήρυξε πτώχευση, στα δύστυχα της κρίσεως τα χρόνια... Κατερίνα Πήττα 11/08/2021

ΑΡΙΑΔΝΗ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ - ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΚΑΜΕΝΑ Το βλέμμα της Ιουλίας σαν η φωτιά κατάπινε την ξύλινη Ρώμη φώτισε σε φτερούγισμα στιγμής τα μάτια της Ήντιθ εκείνον τον Σεπτέμβρη στο νησί με τις αμίλητες πέτρες. Όλα σιωπηλά μες στις κραυγές. Λάμψη και σταχτιά δύναμη.Αλλά και ήττα. Μαλλιά ξέπλεκα σαν της Κατερίνας τον Αύγουστο του ολέθρου – πάντα Αύγουστο. Ξέρω καλά τους εφιάλτες σας στις αγορές και στα καμένα. Σκέψεις σπαθιά, θεριά και δράκοι με ρουθούνια σβησμένα. Πού είναι όμως η καθαρση; Άκουσα πάλι τις γροθιές σας κι ήταν το βουητό σαν μια οπτασία που αλαφροπάταγε στη δίνη της φωτιάς. Τίναξα τις στάχτες απ τα μαλλιά σας πίνοντας τον ιδρώτα του καρβουνιασμένου καιρού μια βραδιά σαν πέπλο οργής έναν αιώνα σαν κι αυτούς που μας βύθισαν στη χοάνη του τέλους. Αριάδνη Πορφυρίου, 8 Αυγούστου 2021

ΝΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΠΟΥΛΙΝΑΚΗΣ - Διαβεβαίωση 

Σας διαβεβαιώνω πως , ναι , κάηκε η ζωή
στις πλατειούλες τούτου του κόσμου.
Κι ούτε ένα τοσοδά μικρούλι κλαδάκι
παρηγοριάς δεν απέμεινε.
Κι έτσι γέμισε ο τόπος μου
ανοικοκύρευτες , στραβολαιμιασμένες στάχτες
και βλαβερά εισπνεόμενα μικροσωματίδια ονείρων
που αρρωσταίνουν τα πλεμόνια του αύριο.
Σας διαβεβαιώνω πως , ναι , φοβάμαι... φοβάμαι πολύ.
Μήπως έχω καταντήσει , ο άμοιρος , μισοδαγκωμένο υπόλειμμα
ενός πάρτι ευημερούντος θανάτου.
Νίκος Αντ. Πουλινάκης
ΝΙΚΗ ΡΕΠΑΝΗ 

Μικρούλι γιατί κλαίς;
Γιατί δεν με άφησαν να μεγαλώσω...
Ποιος σε πείραξε;
Δεν ξέρω... Δεν κατάλαβα.. δεν πρόφτασα να δω.,
Ξαφνικά ...είδα τα πουλιά που πέταξαν μακριά..
ελάφια περάσαν τρέχοντας από δίπλα μου κι άλογα!
Με γέμισαν σκόνη και χώμα καθώς έτρεχαν...
Κι ύστερα;
Ύστερα άκουσα από μακριά τους προγόνους μου που έκλαιγαν
Γέροντες χιλιάδων χρόνων.,
Η φωνή τους χανόταν μέσα σε μια βουή...Δε μπορούσα να ακούσω καθαρά.
Κι ύστερα;
Ύστερα ρώτησα τη μαμά μου , τον μπαμπά μου, τα αδέρφια μου...
"Τι έγινε;" Δε μου απάντησε κανείς.
Ακούμπησα τη μαμά μου που ήταν δίπλα μου...μα ήταν τόσο ζεστή!!
Εκαψα το κλαδάκι μου...Φοβήθηκα!
Και ύστερα;;
Ύστερα ακούστηκε η φωνή των δικών μου σαν από μακριά κι ας ήταν δίπλα μου
"Φύγε μακριά!!!"
Γύρισα τα μάτια μου ψηλά να δω τον μπαμπά μου μα είχε μια μεγάλη λάμψη...
τόσο μεγάλη!!! Τα αδέρφια μου το ίδιο!! Η μαμά μου!!
Πόνεσαν τα μάτια μου από την λάμψη τους!
Κι ύστερα;
Ύστερα σιωπή...Δεν ακουγόταν τίποτα...Μόνο αυτή η μυρωδιά...
Μια περίεργη μυρωδιά..φοβήθηκα!
Τότε ήρθε ένας λαγός στη ρίζα μου..." Να φύγουμε πρέπει! Τώρα! Μα πού να πάμε;"
μονολογούσε...
Να φύγουμε! Του απάντησα. Φοβάμαι εδώ! Κάτι συμβαίνει!
Ο λαγός σηκώθηκε στα δύο του πόδια έτοιμος να πηδήξει μακριά
κι εγώ προσπάθησα να σπρώξω τις ρίζες μου να κουνηθώ.,
Έλα! Πάμε! του φώναξα!
Μα όπως τον κοίταξα...ήταν μαύρος...άγαλμα...χωρίς φωνή...
Όχι κι εσύ! είπα. Τι πάθατε όλοι;; Γιατί με αφήσατε εδώ μόνο μου;;
Δίσταξα να κοιτάξω το μικρό δέντρο... πόσα πέρασε!!
με ένα κόμπο στον λαιμό το ρώτησα...
Κι ύστερα;
Ύστερα..έκλαψα..έκλαψα πολύ...τόσο πολύ που τραβήχτηκαν οι στάχτες από τις ρίζες μου
Γύρισα κοίταξα τους προγόνους μου, την οικογένεια μου και φώναξα
Θα μείνω εγώ εδώ για σας!! Θα γίνω δυνατός και μεγάλος όπως εσείς!!
Θα έρθουν πάλι πουλιά να φωλιάσουν στα κλαδιά μου!
Θα βγάλω όμορφα γερά φύλλα και κλαδιά όπως είχατε εσείς!!
Τότε ακούστηκαν φωνούλες γύρω μου και πιο μακριά!
Κι εμείς! Θα ζήσουμε και θα ανθίσουμε!!
Ήταν αλλά μικρά δέντρα σαν και μένα και πιο μικρά εκεί κοντά.
Σηκώθηκα και πλησίασα με δάκρυα στα μάτια το μικρό δέντρο...
Μικρούλι..είμαι περήφανη για σένα!! Και ξέρεις;
Θα σου φέρω παρέα ...κι εγώ και οι φίλοι μου.
Θα κάνουμε πάλι το Δάσος όμορφο και πυκνό και πράσινο!
Αγκαλιαστήκαμε και αντικρίσαμε τον ήλιο που ξεπρόβαλε από το βουνό....
Ρομινα 8/8/21
Τζένη Σακοράφα - Επανεκκίνηση

Στην ταράτσα μου...
σταμάτησε να βρέχει στάχτες...
Κοιτώ... τον ουρανό...
Καθαρός!
Λάμπουν τ' αστέρια!
Πρώτο χαμόγελο ελπίδας...
Mα είναι μακρύς ο δρόμος... δύσβατος...
γι' αυτόν τον όμορφο κόσμο...
που ονειρευόμαστε... 
Τζένη Σακοράφα - Κραυγή...
Σταχτί δάκρυ κυλά απ' τ' άλλου ουρανού την όψη... Όχι, δεν είναι δικός μου αυτός ο πένθιμος θόλος... Εγώ... Ονειρεύομαι... Σπίτια λεύτερα... δίχως κλειδαριές... Παιδιά... να τραγουδούν στους δρόμους... Πλατείες αναθρεμμένες με χαμόγελα... Καράβια με λευκά πανιά να οργώνουν "ΕΙΡΗΝΗ" αρμενίζοντας στο "αύριο"... Εσένα... να ζωγραφίζεις την αγάπη μας... σε μια κόλλα χαρτί... ανεξίτηλη... Εμένα... να κεντάω τη μορφή του Έρωτα στο νωπό σεντόνι... Κι έναν Ουρανό-Παντογνώστη... να μας καθησυχάζει πως αγροικούμε την ανάσα μας... Ονειρεύομαι... Μα, μόλις τα αιμάτινα βλέφαρα ανοίξω... σπαρακτική κραυγή, γδέρνει τις χάρτινες χορδές μου... αντιλαλώντας στην Οικούμενη άσμα πένθιμο νεκρών αηδονιών... πνιγμένων στο πύρινο ποτάμι... Κι ο ιχνηλάτης, έχασε το δρόμο του... με στιγμιαία αυταπάτη... πως υπήρξε για μια στιγμή... "ΑΝΘΡΩΠΟΣ"... (Τζένη Σακοράφα / "Επανεκκίνηση..." (7/8/2021) (Εις μνήμην... της φύσης...)
Τζένη Σακοράφα - ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ ΗΡΩΕΣ


"Έχεις στις φλέβες σου... Θεό..." (Τζένη Σακοράφα / (8/8/2021) / "Επανεκκίνηση..."). -Πενθώ... Το οξυγόνο... απανθρακώθηκε... Ένα φύλλο τόλμησε να κολυμπήσει ψάχνοντας διέξοδο... Διαμελίστηκε. -Ζητώ... Μια ανάσα... Αυτή που με γέννησε... κι αυτή που θ' αφήσω φεύγοντας... Δεν τη βρίσκω. Πουθενά η ανάσα μου. -Ρωτώ... Γιατί;;; -Πατώ... σε μαύρες πέτρες... πύρινες... Η θερμοκρασία τους λιώνει τα σωθικά μου... -Ελπίζω... Μόνο σ' εσένα... που αψηφάς τη λαίλαπα... μάχεσαι με τις φλόγες... για ένα αύριο... που σήμερα δεν έχει... για ένα λυχνάρι αδειανό... δίχως ευχές... Μα εσύ... βουτηγμένος στης στάχτης την κόλαση... δίχως πνοή... έχεις στις φλέβες σου Θεό... Απεκδύεσαι τη θνητότητά σου... κι υψώνεσαι... Κι εγώ... γράφω ποιήματα... να υμνήσω τη μορφή σου!!! ... "Δακρύζω δένδρα... Αρκετά δάκρυσαν εκείνα για εμένα..." (Τζένη Σακοράφα / "Επανεκκίνηση...") ... "Όταν ο άνθρωπος... αγκαλιάσει τον συνάνθρωπο... μες στη στέγη της φύσης... Τότε... θα οδηγηθεί στη ΘΕΩΣΗ..." (Τζένη Σακοράφα/ "Επανεκκίνηση...2021")

Τζένη Σακοράφα - Καμμένα Όνειρα... Καμμένα όνειρα... διάσπαρτα στις στάχτες... προσμένουν Ανάσταση... Ποιος ουρανός λυτρωτής σας έστελε και ποιος σας πήρε πίσω...; Ασθμαίνετε... μονάκριβα... στην πλάνη σας... Μια παλάμη τολμά να σας κλείσει μέσα της... Στάχτη κι αυτή... Δε μαζεύονται τα καμμένα όνειρα με υποσχέσεις... Χτίστηκαν με μόχθους... και ποτίστηκαν μ' ελπίδες... Πώς να τ' αναθρέψεις... νεκρός; Η συνείδηση, τυφλή, πήρε ένα περίστροφο... κι αυτοκτόνησε... ψελλίζοντας το Κύκνειο Άσμα... : "ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΑΧΤΗ...", πια πατρίδα μου... Σφάζονται τα σωθικά μου... Έρπω στα γόνατα της κουρσεμένης Ελπίδας... Κρατά φωτιά... Με απωθεί... Στάζει... Καμμένα Όνειρα... (Τζένη Σακοράφα / "Επανεκκίνηση..." 2021)


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΙΑΜΠΑΝΗ 

Και τι ακριβώς
να πούμε
τέτοια ώρα ;
Λόγια της νύχτας ;
της στάχτης ;
Λόγια της φωτιάς ;
Λόγια που κόλλησαν
στις φλόγες και
μαζί τους πέταξαν
μέσα σ' αυτό
το σύννεφο
που κάλυψε
ουρανό και γη
και έκοψε
την ανάσα σου ;
Τι ακριβώς να πούμε ;
Κάηκαν κι οι λέξεις ..... el.S~
Νίκη Σκουτέρη

Γοερό κλάμα
Η Ελλάδα φλέγεται
Αδιαφορία
Χαϊκού ©Νίκη Σκουτερη

epikouros sofista ( Οδυσσέας Παπαϊωάννου)

Δεν έχει τελειωμό της γης ο θρήνος Ποιο δάκρυ να φανεί αρκετό της μνήμης το ολοκαύτωμα να διασώσει Της ομορφιάς την φύση ποιο φως της χρυσαυγής σε αποκαΐδια να αντικρύσει Και την χαμένη σε ολέθρου αγωνία ζωή των άμοιρων πλασμάτων ποιος τρόμος τους είναι αρκετός στους στίχους να χωρέσει Και το αύριο το ζοφερό στο γκρίζο του τοπίου μήνυμά του σαν πένθιμο εμβατήριο να μηνά τα ύστερα του κόσμου


ΣΟΥΡΑΦΗ ΣΤΕΛΛΑ - Πυροπληγείσα Φύσις Ήρθε απόψε ένα πουλί κι έκατσε στο μπαλκόνι ήταν θλιμμένο και βουβό.... σιωπή που μαστιγώνει. Είδα στα μάτια του καημό και ερημιά και πόνο γιατί αυτόν τον Αύγουστο του κάψαμε τον κόσμο. Μία κοιτούσα εγώ αυτό και μια αυτό εμένα σα να ζητούσε να του πω πως είναι όλα ψέμα. Μα πώς μπορώ να τού ορκιστώ πως έτσι αυτά δεν έχουν, πως θα τ' αλλάξουν οι άνθρωποι που όλα τα καταστρέφουν; Ντράπηκα με το βλέμμα του κι έσκυψα το κεφάλι αφού δεν έχω δύναμη να φέξω το σκοτάδι. Εκείνο πέταξε ψηλά με την ουρά καμμένη σε μια ανθρωπότητα σκληρή και δεδομένη. Είθε να φτάσει η στιγμή που να 'χουμε απαντήσεις για όλα τούτα τα δεινά που κάναμε της φύσης. Γιατί εκείνη, Ά(πά)νθρωπε, "ουδέν ποιεί εις μάτην" και θ' αμυνθεί με δυο παιδιά την Νέμεσιν και Άτην. Κι όταν η ύβρις πληρωθεί φυγή δεν θα υπάρξει είναι προνόμιο του πτηνού ψηλά για να πετάξει.


ΒΙΚΥ ΤΣΙΜΠΙΡΛΗ -  ΣΚΕΨΕΙΣ

Στάχτες κι αποκαϊδια και οι σκέψεις μας- και ο ύπνος μας- και τα καθημερινά μας !
Ούτ΄έν΄ανθάκι δεν μας απόμεινε πια για να το αφηγηθούμε ....
Το νερό στόμωσε τα σιφόνια με χιλιάδες μικρά μαύρα δεντράκια
κι εγώ ψέλλιζα τρισάγια , για τον κορυδαλλό και για τ΄αηδονάκια !
Με την άδεια χούφτα μου , σχημάτιζα σύννεφα , βροχές ολόδροσες και ολοπράσινα κλαδιά , να καλοπιάσω τα κυκλάμινα μη μου κρατούν κακία ...
Που και που , άφηνα να πέσει αθόρυβα , ένα κιτρινοκόκκινο φύλλο μέσα από τα μάτια μου !
Να θυμηθώ να φυτέψω μία ροδιά Κύριε !!...κάπου θα βρω ένα τόσο δα σημείο να την φυτέψω......Νοέμβρη μήνα ...τι λες κι εσύ ;;;
Δεν θ΄ανεμίζει πανέμορφο , το τρελό ζουμερό μήνυμά της ;;;;
Λένε πως η στάχτη , θρέφει τις ρίζες της Ελπίδας........
β- 7/8/21
Αλεξάνδρα Τσιώμου 

καίσαρας θεός μ΄ ακάνθινη κορώνα κεκοσμημένος άγ(ρ)ιος Αύγουστος φτερά πύρινα φέρων ολοφύρεται συντετριμμένος
"Αύγουστος ΄21 - της πανδημίας κ της πυρκαγιάς"


Αλεξάνδρα Τσιώμου 

Αδυσώπητος άγριος ανελέητος μήνας Αύγουστος εξαπολύει με οργή αμείλικτη πυρακτωμένες αιχμές δοράτων βίαια καταλύει ανθρώπων έργα και φύσης δώρα με της οδύνης το αρχαίο αδράχτι υφαίνει η χώρα δάκρυ και στάχτη η θλίψη ενδύεται πυρός χιτώνα κι αργοδιαβαίνει στα μονοπάτια του ολοκαυτώματος Αύγουστο μήνα « πυρακτωμένος Αύγουστος»


ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑ - ΕΚΟΥΣΙΑ ΣΤΑΥΡΩΣΗ

Ολόκληρο το δάσος
απερίσκεπτα δολοφονήσαμε,
για να φτιάξουμε με επιμέλεια
τους σκαλιστούς
ξύλινους σταυρούς μας.

Βαρβάρα Χριστιά

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Α. ΦΕΚΑΤΗΣ - Ίχνη φωτιάς Λίγο αγέρα κουβαλώ στην τσάντα την δερμάτινη στην πίσω τσέπη με τα χάρτινα μαντήλια κι αν χρειαστεί τον χαρίζω η καμιά φορά τον δανείζω για λίγες ώρες άρωμα ελευθερίας να μου φέρει Λίγο ήλιο κουβαλώ στην τσάντα την δερμάτινη στην εξωτερική τσέπη με τα κλειδιά κι αν χρειαστεί τον χαρίζω η καμία φορά τον δανείζω για λίγες μέρες φως στην μνήμη να φέρει Λίγη ζωή κράτησα στο σπίτι σφραγισμένη άξαφνα κάηκε ο τόπος ότι ονειρεύτηκα χιόνι από στάχτη ορφανό στα σύννεφα καλπάζει άδικα χειρονομεί με το μοιραίο η φύση και ο άνθρωπος. Στη μέσα τσέπη κρύφτηκαν προσωρινά οι φωτιές μέχρι να σβήσει ο θυμός και να βρεθεί κουβέρτα να τις αγκαλιάσει. Δεν ήταν χαμόγελο αυτό μέρα μεσημέρι. Αποστολος Α. Φεκατης Αύγουστος 2021
Δημήτρης Φιλελές -Μινώταυρος

Οι ρόδινες γλώσσες της φωτιάς
καταβροχθίζουν ανελέητες
την αντικρινή πλαγιά
στο πέρασμά τους ξετυλίγουν
το νεκρικό σάβανο της καμένης γης
τα πλάσματα της φύσης συρρικνώνονται
σε άμορφη μάζα
τα τείχη του μπετόν πέφτουν αμαχητί
ο μύθος της ευωχίας εξανεμίζεται
καθώς το νερό που ματαιοπονεί
να σιγάσει τη λαίλαπα
η γκρίζα βροχή της στάχτης
καθίζει στην καρδιά μας
η τοξική εισπνοή της αλήθειας
διαπερνά τα σπλάχνα μας
ανοχύρωτες οι ζωές μας περιφέρονται
στο λαβύρινθο της μεγαλόστομης απραξίας
ετήσιος φόρος αίματος στο Μινώταυρο
ενώ ο Θησέας κείτεται άψυχος
στο βάραθρο της Σκύρου.
© Δημήτρης Φιλελές

ΦΩΤΕΙΝΗ ΨΙΡΟΛΙΟΛΙΟΥ - ΝΕΟΣ ΧΑΡΤΗΣ

.Χθες που ματώθηκε η πληγή
δεν είδαμε το βάθος
Παράθυρα μόνο θάμπωναν με γκρίζα αποκαΐδια
Παιχνίδια από σιδερικά , άντεξαν τη φωτιά
Και στο τραγούδι το ριξαν, αγέραστες Πυθίες
Καπνίζοντας δαφνόφυλλα, ορίζοντας χρησμούς,
Μετακυλώντας κόμματα, χαράζοντας ευθείες
Τη γεωγραφία άλλαζαν
Σχηματισμοί περίεργοι , δεν θύμιζαν το χθες
Ήταν οι ζωές αντίδωρο μετά από θυσία
Στο ενδιάμεσο πολλοί, το θάνατο θρηνούσαν
Ήταν ελεγείας δίστιχο
πριν από το ρεφρέν.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΨΙΡΟΛΙΟΛΙΟΥ - ΔΑΣΗ ΑΔΕΣΠΟΤΑ

Άνθισαν οι φλόγες και χάνοντας τη συστολή τους βγήκαν απ' όλα τα ρουμάνια ,τους λόγκους τις απάτητες μεριές
Ροβολώντας χαμηλά, έγιναν το απευκταίο χρυσόμαυρο ταφικό στεφάνι που κάνει στάχτη ό,τι στηρίζει, πρασινίζει τη ζωή
Σάρωμα ανελέητο με κάψα και αγέρηδες εκδικούνται μια απροστάτευτη γη, μια πανωραία κόρη
Την φλερτάρουν , την πολιορκούν στα αυγουστιάτικα απροσπέλαστα δρομάκια
Την εκμαυλίζουν με λάβες ανθεστήριες αρχαίες μνήμες πληρώνοντας
Ρίχνουν στην άμπις τέθριππες άμαξες με άλογα περήφανα
γαμήλιες τελετές και τεντωμένα τόξα
Οι φρυκτωρίες, ανέμου γεννήτριες γίνονται
κι από γκρεμούς
λιωμένα μέταλλα δείχνουν τα έγκατα της γης
αρχών με μάτια κάρβουνο
Στους ετοιμόλογους που στήνουν στ αποκαΐδια θρόνο, τι άλλοθι να δώσεις του οίκτου εσύ ζητιάνε ;
Καρτ ποσταλ η γη, σ άλμπουμ δίχως ξώφυλλα
Φωτογραφίες αναλογικές, άσχετες με ινσταγκραμικές εξωραϊσμού του σήμερα
Κάποιοι λουόμενοι σε αργή, κίνηση αμηχανίας
Τουρίστες επιθυμητοί και μη στα μάρκετ, στα καφέ
Παραστάσεις αραιοκατοικημένες θεάτρων χωρίς αύριο
Απηυδησμένοι νέοι πίσω από κλωβούς
γκαρσονάκια των μεταπτυχιακών και των λυκείων
Ενοχικές ηλικίες τρίτες, σ αμφίβολο προσανατολισμό
Κρίνοι σε προβοσκίδες χαλασμένων μελισσών
Όλοι με το τελευταίο κυπαρισσόμηλο στο στόμα, προσευχόμενοι
ή απελπισία ουρλιάζοντας, λούζονται σε αντιπυρικό υγρό
Οι ασεβείς κι αγνώμονες επίστανται της περισυλλογής όντων που φυλλορρόησαν
Ας πάρουμε των γλάρων ακολουθώντας τη σωτήρια γραμμή
Ας μην έρθει ημέρα που η αστεγία θα βολευτεί κάτω απ' την ένρινη ανοχή μας
Καληνύχτα κόσμε!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ-Οι στάχτες

Μύριζε παντού καμένο και οι στάχτες έμπαιναν στα ρουθούνια μας. Έπνιγαν την ανάσα. Η δυσοσμία παντού ίδια. Γύρναγες απέναντι να αλλάξεις παραστάσεις, μα όσο έβλεπε το μάτι σου, ήταν γκρίζο και σταχτωμένο. Μόνο δύο κτίρια είχαν γλιτώσει από την ανελέητη τούτη καταστροφή. Είχε όμως γλιτώσει και το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, όπου χθες έγιναν τιτάνιες μάχες με τη φωτιά. Κατόρθωσε τελικά να σωθεί από τις πύρινες φλόγες που είχαν κατασπαράξει το νησί μας.
Όλοι οι κάτοικοι είχαμε βοηθήσει χθες το βράδυ. Οι καλόγεροι του μοναστηριού ανασήκωσαν τα μανίκια τους και με κουβάδες και λάστιχα έμπαιναν πρώτοι στις επάλξεις να σταματήσουν την πυρά, να γλιτώσει το μοναστήρι που έστεκε όρθιο απ’ τον 15ο αιώνα. Να σωθούν τα κειμήλια κι οι περίφημοι θησαυροί της ορθοδοξίας που είχε γίνει για τους σεβάσμιους γέροντες στόχος της ζωής τους.
Δεν είχαμε νερό, όμως έτρεξαν οι χωρικοί στις στέρνες και τα υδραγωγεία της περιοχής και με κουβάδες έκαναν αγώνα τιτάνιο να περιορίσουν τη φωτιά. Η φωτιά δεν έσβησε. Αποτραβήχτηκε όμως απ’ τον περίβολο του ναού, γύρισε νοτιότερα και συνέχισε το έργο της. Η περιοχή κάηκε ολόκληρη. Το μοναστήρι όμως είχε σωθεί και μαζί σώθηκαν και τα κειμήλια του Ελληνισμού.
Το πρωί επισκεφτήκαμε ξανά το χώρο. Η κατάσταση ήταν απερίγραπτη. Το κεφάλι μας γκρίζο από τις στάχτες κι οι γρανιτένιοι βράχοι κάτασπροι κι αυτοί. Κι όμως, χθες το πρωί, έβλεπες ένα πανέμορφο πευκόδασος εδώ, καταπράσινο, γεμάτο οξυγόνο, γεμάτο ζωή. Άκουγες τις φωνές και τα τιτιβίσματα των πουλιών και έβλεπες τις μέλισσες να τρυγάνε τη γύρη και να περιφέρονται ανάμεσα στα ρείκια και στο μελισσόχορτο. Χθες είδα γεράκια εδώ. Άπλωναν τις φτερούγες τους και συναγωνίζονταν στο πέταγμα. Το γεράκι είναι βοηθός του ανθρώπου στο κυνήγι κι εδώ ο τόπος ιδανικός με πλαγιές απότομες και βραχώδεις.
Έβλεπες τα κοτσύφια και τα τρυγόνια να ξεκουράζονται στα φυλλώματα κι άλλες φορές να πετούνε και να απολαμβάνουν την χαρά της ζωής και της ελευθερίας. Καμιά φορά εμφανίζονταν και αετοί κι έκλεβαν την παράσταση με το αγέρωχο πέταγμά τους.
Ασβεστολιθικές πλάκες κατέβαιναν την πλαγιά κι έβγαιναν μέχρι τη θάλασσα, ντυμένοι με χρώμα του πράσινου πεύκου. Η κάπαρη έφτανε ως τη θάλασσα και στους βράχους κρέμονταν τα κρίταμα και τα υπόλοιπα στολίδια του γκρεμού. Εκεί συναντούσαν τα κύματα και τα ήρεμα νερά, έπαιρναν πράσινο χρώμα και γυάλιζαν στα πεντακάθαρα πετρώματα.
Στην κορυφή του λόφου έβλεπες τα γιγαντιαία δένδρα να στέκουν αγέρωχα και να φυλάνε τον χώρο, ποιος ξέρει πόσους αιώνες. Ξαποστάσαμε πολλές φορές στον ίσκιο τους, νιώσαμε του βοριά την ανάσα, ακουμπήσαμε το χώμα και τον ήλιο. Νιώσαμε το θρόισμα και τραγουδήσαμε μαζί τους τις χαρές της ζωής και τις λύπες.
Τα δένδρα που αγαπήσαμε έχουν τώρα καεί. Σήμερα εξαφανίστηκαν κι όλα τα πετούμενα. Η θάλασσα ταραγμένη σήκωνε τα κύματά της και μας φοβέριζε λες κι ήμασταν εμείς η αιτία της συμφοράς.
Γιατί αυτές οι πυρκαγιές; Φώναζαν τα κύματα και μαστίγωναν με λύσσα το βράχο. Καράβι και ντόπιο πλεούμενο δεν τολμούσε να πλησιάσει κοντά της. Πάντα μετά τις φωτιές οι αέρηδες έχουν την τιμητική τους, τα μελτέμια μαστιγώνανε τη θάλασσα, μα εδώ το παράκανε σήμερα, σου μαστιγώνανε τη σκέψη κι αισθανόσουνα το ταρακούνημα και τον φόβο ολόγυρα.
Έχασαν τους συντρόφους τους κι όταν χάσεις έναν σύντροφο, πονάς, υποφέρεις και βασανίζεσαι. Έχασαν τα υπέροχα δένδρα, που τους έλεγαν κάθε πρωί καλημέρα. Τραγουδούσαν μαζί τους ελεγείες του βοριά και της θάλασσας. Κι όταν φυσούσε άγριος ο αγέρας, εκείνα σταματούσαν την ορμή του, τον μαλάκωναν και τον έκαναν τραγούδι. Όταν το καλοκαίρι ο ήλιος πύρωνε το νησί μας, εκείνα έστελναν τη δροσιά τους και την υπέροχη αύρα.
Καθώς προχωρούσαμε, έβλεπες μες στις στάχτες τις αιωνόβιες ελιές που είχαν ζήσει χιλιάδες χρόνια, να παραδίδονται στην καταστροφή και τον όλεθρο. Οι ρίζες τους ήταν καμένες και είχαν πεταχτεί προς τα έξω, ενώ ο κορμός τους είχε γονατίσει κι ήταν έτοιμος να μπει μέσα στη γη, λες κι είχε παραδεχθεί το τέλος του. Η ήττα των δένδρων είχε συντελεστεί. Η ζωή τους είχε τελειώσει. Πετάχτηκαν οι ρίζες έξω απ’ το χώμα και μούντζωναν την καταχνιά και τη μοίρα. Κι ο κορμός είχε γονατίσει έτοιμος να μπει στο χώμα και να αποχαιρετήσει τη ζωή.
Ο πυρακτωμένος τόπος μάς αγρίεψε. Τα τοπία μαυροφορεμένα. Όπου τα ακούμπαγες μαύριζαν τα χέρια σου, το πρόσωπο και τα ρούχα. Άνεμος άγριος περνούσε με ευκολία μέσα απ’ τα καμένα και σχεδόν μας φοβέριζε και μας απειλούσε. Παντού σιωπή και καμένα. Πού και πού περνούσε κανένα αυτοκίνητο για να συνειδητοποιήσει, όπως κι εμείς, το μέγεθος της καταστροφής. Κοιταζόμασταν στα μάτια και δε μιλούσαμε. Η απέραντη τούτη σιωπή τα έλεγε όλα. Σταματάγαμε κάπου – κάπου να βεβαιωθούμε, μην τυχόν και μας γελούν οι αισθήσεις μας. Μα αγγίζαμε το μαύρο και μας έπνιγε. Όλες μας οι αισθήσεις σε εγρήγορση.
Ο ήχος κούφιος και η σιωπή παντού. Η καταστροφή ήταν ολοσχερής. Το χώμα σταχτί και βουβό. Ακουμπάγαμε το χώμα πυρακτωμένο. Τα δένδρα νεκρά. Καμίνι ο τόπος και η λειψυδρία ολοφάνερη. Ένα κρώξιμο πουλιού μας προσγείωσε. Κοιτάξαμε προς τα πάνω κι είδαμε τον ουρανό μουντό και κρύο κι ένα μοναχικό πουλί να τριγυρνάει. Τι ήθελε τρομάρα του στον πυρπολημένο τόπο;
Κάθισε πάνω στο δένδρο. Έβγαλε σε λίγο ένα κρώξιμο και μετά ένα δυνατότερο. Ψάχνει για τόπο που θα χτίσει τη φωλιά του σκέφτηκα. Αργά ή γρήγορα η ζωή θα συνεχιστεί. Μα πού θα βρει νερό και τι θα τρώει που όλα εδώ είναι καμένα; Kαι πως θα ζήσει δίχως ταίρι και χωρίς νερό; Χαμογέλασα και περίμενα.
Το πουλί έκανε ακόμα μια βόλτα και σε λίγο ξαναγύρισε. Αυτή τη φορά δεν ακούστηκαν κρωξίματα μα κάποιος δυνατός ξερός ήχος. Η ζωή θα νικήσει σκέφτηκα και κοίταξα μήπως βρήκε το ταίρι του. Εκείνο έσκαβε μόνο του με το ράμφος, ανακάτευε κάτι ξερόκλαδα και κάθε τόσο έκανε μια μικρή βόλτα στα καμένα και ξαναγύριζε.
«Να υπάρχουν άραγε κάμπιες; Να υπάρχουν άραγε σκουλήκια;» σκέφτηκα «ή κάτι που θα του εξασφάλισε την τροφή;»
Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδύνατον. Τα σκουλήκια απαιτούν υγρό έδαφος και εδώ το έδαφος ήταν πυρακτωμένο. Ζωικός οργανισμός αμφιβάλλω αν έμεινε ζωντανός για να ενταχθεί στην τροφική αλυσίδα.
Ο θόρυβος ξανακούστηκε στα ξερόκλαδα και ήθελα κι εγώ να δω τι κάνει αυτό το μοναδικό πουλί αυτού του δάσους. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γυρεύει σε τούτα τα ξερόκλαδα, γιατί με υπομονή γυρίζει και ξαναγυρίζει στο ίδιο σημείο.
Σε λίγο έπεσαν κάτω τα ξερόκλαδα και φάνηκε το εσωτερικό τους. Ανάμεσα στα ξερόκλαδα μια φωλιά από χόρτο και μέσα στη φωλιά έστεκαν ακίνητα τρία απανθρακωμένα πουλάκια. Μακάβριο θέαμα και τραγικό για μας και τη μητέρα που έψαχνε τα παιδιά της.
Ήταν μαυρισμένα. Τα πούπουλά τους καμένα και το ράμφος τους σε αποσύνθεση. Μισοκαμένα τα ποδαράκια τους, σπασμένα σε τρία σημεία. Έκρωξε τότε η κίσσα θλιμμένα, άνοιξε τις φτερούγες και πέταξε, σαν να ήθελε να σκεπάσει τη συμφορά όλης της γης, αφού δεν πρόλαβε να σκεπάσει τα μωρά της και να τα σώσει από την πρωτοφανή καταστροφή.
Σε λίγο σταμάτησε κι η θάλασσα.
Κράτησε ενός λεπτού σιωπή και μετά αγρίεψε και συνέχισε με λύσσα το μουγκρητό της.
-Ποια είναι τα θύματα της πυρκαγιάς; ρώτησα. Απάντηση δεν πήρα και συνέχισε η θάλασσα το σκληρό βουητό της.
-Αμέτρητα θύματα, ψιθύρισα… και τότε, το πουλί άνοιγε τις φτερούγες και συνέχισε το πέταγμα.
Συνέχισε άραγε να ψάχνει τη ζωή ή μήπως έψαχνε τον θάνατο και τα θύματα που είχε προκαλέσει τούτη η καταραμένη πυρκαγιά;

Εμπνευσμένο από τη μουσική σύνθεση του Μελέτη Ρεντούμη “Looking at the sea”
Έπαινος στον 6ο Διαγωνισμό διηγήματος bonsai stories,2020

ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΡΜΟΓΙΑΝΝΗΣ - Εκκενώστε τη ζωή σας…

«Εκκενώστε το σπίτι» ούρλιαζαν από μακριά. «Εκκενώστε το… Γρήγορα… Φύγετε, θα καείτε…».
Έμεινα σαστισμένος, ακίνητος, με τα μάτια γεμάτα απορία και μια υγρασία πρωτόγνωρη. Δεν ξέρω αν ήταν από τον καπνό ή από τη μοίρα που θέλησε να μάθει αν έχω το κουράγιο να ξεκινήσω τη ζωή μου από την αρχή. «Εκκενώστε…», άκουσα τη φωνή να φτάνει στ’ αυτιά μου αλλά όχι στο μυαλό μου. Πώς να εκκενώσω το σπίτι μου; Τι να πάρω μαζί μου; Τα χαρτιά και τα έγγραφα που είχα στριμώξει σε μια σκονισμένη άκρη τής ντουλάπας; Τα φάρμακά μου; Ρούχα; Παπούτσια; Αναμνήσεις; Τη φωτογραφία τού συγχωρεμένου του πατέρα μου που χόρευε λεβέντικα στο γάμο της αδερφής μου; Τις φωτογραφίες των παιδιών απ’ όταν ήτανε μικρά; Την εικόνα της Παναγίας; Τα στέφανα στην ξύλινη θήκη τους που χρόνια ολόκληρα τώρα ξεσκόνιζε ευλαβικά η κυρα-Πηνελόπη κάθε Σάββατο απόγευμα λες και ήταν το σημαντικότερο πράγμα που έπρεπε να κάνει κάθε εβδομάδα. Τι να πάρω; Τι;
Γύρισα και κοίταξα το τραπέζι της κουζίνας, εκεί που κάθε Κυριακή τρώγαμε όλοι μαζί το γλυκό φαγητό της κυρα-Πηνελόπης. Εκεί που συνήθιζα να κόβω το φρεσκοζυμωμένο γλυκό ψωμί της με τα χέρια και όχι με το μαχαίρι κι εκείνη γκρίνιαζε γιατί τα κομμάτια ήταν άτσαλα κομμένα. Τα παιδιά γελούσαν κρυφά βάζοντας το χέρι μπροστά στο στόμα λες κι εκείνη δεν το καταλάβαινε. Δυο βήματα πιο ’κει το σαλόνι, το καλό δωμάτιο του σπιτιού. Από εκεί ξεπροβοδήσαμε τα παιδιά νύφες και γαμπρούς ντυμένα για την καινούρια τους ζωή. Ήταν βουβό κι εκείνο λες και καταλάβαινε τι επρόκειτο να συμβεί. Το ίδιο και η κρεβατοκάμαρα. Η σιωπή την είχε σκεπάσει, λες κι ο χρόνος είχε σταματήσει πια να κυλά για τα καθαρά σκεπάσματα, για τα μαξιλάρια με τις κεντημένες θήκες τους αλλά και για την κουρτίνα της ξύλινης μπαλκονόπορτας που ήταν το καμάρι της νοικοκυράς. Κοφτή με τα αζούρια και τους ατραντέδες της.
«Εκκενώστε…». Αυτή η φωνή θαρρώ πως εκείνες τις ώρες διαπερνούσε τη ζωή μου ολόκληρη, από τότε που ήμουν παιδί μέχρι αυτή την τραγική στιγμή που πασχίζω να μαζέψω βιαστικά όλες μου τις αναμνήσεις μέσα από τούτο το σπίτι. Τα δακρυσμένα μου μάτια δεν βοηθούν, παραμορφώνουν το βλέμμα μου, το κάνουν να μοιάζει με εφιάλτη. Ανασαίνω δύσκολα. Κοιτάζω ολόγυρα και πασχίζω να πάρω μιαν απόφαση. Τι να πάρω μαζί μου; Και μια ακόμα πιο δύσκολη. Τι να αφήσω πίσω; Παραπατάω και στηρίζομαι στον τοίχο που με τόσο ιδρώτα είχα σηκώσει μερικά χρόνια πριν για να με προστατεύει από τον καιρό και τον χρόνο. Αλλά να που τώρα έφτασε η στιγμή που δεν μπορεί πια να με προστατέψει… Γύρισα και τον φίλησα. Ένιωσα την ανάγκη να φιλήσω το σπίτι μου ολάκερο εκείνη την ώρα γιατί όλα τα χρόνια της ζωής μου ήταν πάντα εκεί για μένα. Στην αγκαλιά του μεγάλωσαν τα παιδιά μου, στην αγκαλιά του μεγάλωσα κι εγώ με τη γυναίκα μου. Έπεσα στα γόνατα κι άπλωσα τα χέρια μου στον τοίχο, αλίμονο, δεν χωρούσε ολόκληρο στην αγκαλιά μου να το προστατεύψω εγώ τώρα που με είχε ανάγκη. Άφησα δυο δάκρια να κυλήσουν, πώς αλλιώς να ζητήσω συγγνώμη από το σπίτι μου; Πώς;
Ένιωσα ένα χέρι να με πιάνει από τη μασχάλη. «Είσαι καλά;» με ρώτησε ο ένστολος. «Έλα, πρέπει να φύγουμε». Σηκώθηκα αργά έχοντας τα χέρια μου στον τοίχο του σπιτιού. Ο άντρας με τράβηξε απότομα. «Θέλεις να πάρεις κάτι; Πρέπει να φύγουμε», φώναξε. ‘Μισό λεπτό’, του είπα, ‘θέλω να πάρω κάτι’. Σκούπισα τα μάτια μου και σήκωσα το κορμί μου όρθιο. Ήθελα τουλάχιστον αυτό να είναι περήφανο. Πήρα μονάχα ένα πράγμα, την αξιοπρέπεια μου και περπάτησα τα τελευταία βήματα μέσα στις αναμνήσεις του σπιτιού, η τελευταία δεν ήθελα να είναι τούτη… Βγαίνοντας από την εξώπορτα αγκάλιασα τη γυναίκα μου. ‘Δάκρυσε αν θες αλλά μην κλάψεις. Μην κλάψεις σε παρακαλώ. Σήκωσε το κεφάλι σου ψηλά, και πάμε. Μην κάψει η φωτιά και την περηφάνεια μας. Πάμε κυρα-Πηνελόπη, κι αύριο θα ξημερώσει πάλι…’. Της έπιασα το χέρι και βάδισα αργά προς το δρόμο. «Εκκενώστε…» φώναζαν, αλλά δεν έδινα πια καμία σημασία, το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου το είχα πάρει μαζί μου…
_____
Για εκείνους που πονάνε τούτες τις τραγικές στιγμές…


ΣΙΣΗ ΣΙΑΚΑΒΑΡΑ

Φύγαμε. Μαζέψαμε τα πράγματά μας και φύγαμε. Δεν κινδυνεύαμε, αλλά ήταν αποκαρδιωτικό να βλέπεις τους καπνούς απέναντι και τον ήλιο να δύει πριν την ώρα του. Ξεκίνησα να γράψω ένα ποίημα για τους παράλυτους με τα σκήπτρα που τους τα' δωσαν οι τυφλοί και το μόνο που κατάφεραν είναι να κρύψουν τον ήλιο, μα σταμάτησα. Ήπια λίγο νερό και συνέχισα να κοιτάζω απέναντι. Άραγε, απέναντι έχουν νερό; Τόσο, όσο χρειάζονται; Γιατί δεν βρέχει; Πότε θα βρέξει;
.
Δεν θα βρέξει. Η φύσις ουδέν μάτην ποιεί, ο άνθρωπος όμως είναι ματαιόδοξος. Όλα τα κάνει λάθος και λίγα σωστά τα κρατεί μόνον για τον εαυτό του. Ο άνθρωπος είναι κακός και οι λίγοι καλοί δεν αρκούν για να σώσουν τον κόσμο. Μπορούν όμως να σώσουν ένα σκύλο.
.
Στη διαδρομή για το λιμάνι, ψηλά στο βουνό, στην ερημιά, στα βράχια, εκεί που μόνο οι περαστικοί ταξιδιώτες προσπερνούν τον άγονο τόπο με τις ανεμογεννήτριες, στεκόταν ένας σκύλος ετοιμοθάνατος από τη ζέστη, την δίψα και την πείνα. Πόσο κακός μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος, σε ποιο τέρας μεταλλάσσεται, ώστε να μπορεί να αφήσει εκεί στην ερημιά το ζώο του, για να πεθάνει; Το προπορευόμενο όχημα άναψε ξαφνικά αλάρμ, φρέναρε και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Από πίσω κι εμείς. Η κοπέλα που οδηγούσε έσωσε το σκυλάκι. Ο γιος μου, με την καλοσύνη, την αθωότητα και την αγάπη που διακρίνει τις ψυχές των παιδιών, είπε "θα καθόμουν να με φάει το σκυλάκι, αν ήταν να σωθεί…" Μακάρι να σκεφτόμασταν με την αγνή ψυχή των παιδιών. Δεν μπορείς να σώσεις όλον τον κόσμο, μπορείς όμως να σώσεις ένα πλάσμα του Θεού ή να βοηθήσεις μερικούς ανθρώπους.
.
Στο λιμάνι είχε πολύ κόσμο. Το πλοίο ήταν το μοναδικό μέσο για να γυρίσουμε πίσω, η εθνική ήταν κλειστή λόγω των πυρκαγιών. Δεν χωρούσαν όλοι στο πλοίο, που θα έφευγε σε μισή ώρα, οπότε έπρεπε να περιμένουμε το επόμενο. Η ώρα αναχώρησής του δεν ήταν σαφής. Ένα ζευγάρι ανήσυχο με το μωρό του ρωτούσε πώς θα πάει στο άλλο λιμάνι και τις ώρες των δρομολογίων. Η υπεύθυνη τάχα δεν ήξερε, είχε δουλειά, τους είπε να τηλεφωνήσουν, αλλά δεν ήξερε και το τηλέφωνο. Τους πλησίασα και τους είπα ότι ερχόμασταν από το άλλο λιμάνι, 45 λεπτά απόσταση, και, αν ξεκινήσουν τώρα, μόλις που θα προλάβουν το πλοίο, αλλά μπορεί να μην βρουν εισιτήρια. Καλύτερα να περιμένουν εδώ. Έδωσα την σειρά μου στην μητέρα, βγάλαμε εισιτήρια και περιμέναμε.
.
Μπήκαμε στο πλοίο και περιμέναμε να ξεκινήσει. Μαζί και το ζευγάρι με το μωρό και μια παρέα πέντε νεαρών παιδιών, που από το πρωί προσπαθούσαν να βρουν τρόπο, για να φύγουν. Ο πατέρας του ενός είχε πάει να βοηθήσει εθελοντικά στις πυρκαγιές και τα παλικαράκια γύριζαν, για να βοηθήσουν και αυτά. Και πολύς άλλος κόσμος που κάτι άφηνε πίσω του και δεν ήξερε τι θα βρει μπροστά του. Ήταν κι ένα ζευγαράκι που δεν έπρεπε να είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν στη χώρα. Είχε καθυστέρηση και συννεφιά. Σε όλο το ταξίδι ταΐζαμε τους γλάρους και κοιτούσαμε απέναντι τον γκρίζο ουρανό. Μιλήσαμε λίγο, ήμασταν ήρεμοι και κατά βάθος θλιμμένοι.
.
Γυρίσαμε σπίτι και ήμασταν καλά. Μετά από καμιά ώρα ακούστηκαν σειρήνες και η ατμόσφαιρα μύριζε έντονη καπνιά. Από τις τοπικές ειδήσεις μάθαμε ότι έβαλαν φωτιά λίγο παρακάτω στην περιοχή μας, μα ευτυχώς έσβησε γρήγορα. Άρχισαν να βάζουν φωτιές και μέσα στην πόλη. Δύσκολα τα πράγματα. Την άλλη μέρα περνώντας με το αυτοκίνητο από μια στάση είδαμε κόσμο μαζεμένο, περιπολικά, πυροσβεστικά, ασθενοφόρα. Ένα αυτοκίνητο με δύο νεαρούς επιβάτες, που έτρεχε πολύ, είχε πέσει σε μια στάση λεωφορείου, πέντε άνθρωποι τραυματίστηκαν και ένας τριάντα ετών έχασε τη ζωή του. Αίματα και καπνοί. Το βράδυ στον ύπνο μου έβλεπα ότι έφτυνα συνεχώς φλέματα. Το πρωί έβρεχε ξανά στάχτες.
.
Ακούγονται πάλι σειρήνες. Βγαίνω στην βεράντα να καπνίσω ένα τσιγάρο. Ακούγονται, επίσης, οι γείτονες, που συζητούν για τον ανησυχητικό αριθμό των κρουσμάτων. Αναφέρουν ακόμη ότι ενδέχεται το φθινόπωρο να έχουμε εκλογές. Θυμάμαι τις ατάκες κάποιων ηλικιωμένων στο πλοίο "γιατί οι άλλοι τα έκαναν καλύτερα;" Αναφερθηκαν επίσης και στα νούμερα που βγήκε ευθαρσώς και ανακοίνωσε ένας της κυβέρνησης. Ότι έχουμε την μεγαλύτερη πυροσβεστική δύναμη στην Ευρώπη, μιλάνε τα στοιχεία του ΓΛΚ. Μου ήρθε να τους πω "ε ναι, φυσικά, φάγαμε και τους Ελβετούς… αυτοί ποια φωτιά να πρωτοσβήσουν με τόσα λίγα μέσα… Να πούμε και για τους Νορβηγούς; Συγκρινόμαστε, ε;... " Και μετά μιλούσαν για τους εμπρηστές, την κλιματική αλλαγή και τους "βαλτούς" που θέλουν να ξεκάνουν την χώρα μας. Ύστερα ρωτούσαν στην καντίνα του πλοίου αν έχει τσίπουρο. Το παλικάρι που δούλευε στην καντίνα τους έβαλε σε δύο πλαστικά ποτήρια πάγο. Στις εκλογές θα πάνε πρωί πρωί να ψηφίσουν.
.
Μου ήρθαν κάτι προσκλήσεις για αναδάσωση. Δάσος ξανά δεν φτιάχνεται. Η χλωρίδα, η πανίδα, τα οικοσυστήματα που υπήρχαν, δεν ξαναγίνονται με ανθρώπινη παρέμβαση. Μπορείς να φυτέψεις δέντρα, φυτά, λουλούδια, να βάλεις θάμνους, οικοσύστημα δεν φτιάχνεις, το δάσος όπως ήταν δεν ξαναγίνεται. Η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη. Μπορείς όμως με πέντε μουριές και δέκα περικοκλάδες να φτιάξεις μια μικρή ομορφιά. Πάτε στην πλατεία Μαβίλη και θα καταλάβετε τι εννοώ. Μέχρι εκεί μπορούμε να φτάσουμε, σε κλίμακα ταράτσας, πλατείας, δρόμων, κήπου. Τα υπόλοιπα ας τα αφήσουμε στους ειδικούς. Θυμήθηκα τα λόγια του αειμνήστου καθηγητή μου Ευθύμη Παπαδημητρίου, που μας δίδασκε πριν σχεδόν τριάντα χρόνια στην σχολή Φιλοσοφία της φύσης, "αυτό που ονομάζουμε και αισθανόμαστε σήμερα ως φύση ήταν και είναι μια επεξεργασμένη από τους ανθρώπους φύση". Και μιλούσε για ευθύνη, και τόνιζε ότι στη γενική τάξη της φύσης ο άνθρωπος ενοχλεί αλλά ταυτόχρονα διαθέτει τις ηθικές και πνευματικές ικανότητες να παραδώσει τη βιόσφαιρα σε καλή κατάσταση στις επόμενες γενιές. Σκέφτομαι ότι πράγματι το ζήτημα δεν είναι τελικά πολιτικό, ούτε κοινωνικό. Είναι ηθικό και πνευματικό. Και κάπου εκεί μπαίνει ο παράγοντας εξουσία και όλα δυσκολεύουν. Και δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο, αν αναλογιστείς το επίπεδο της παιδείας. Αχ, κύριε Καθηγητά, σας θυμάμαι πάντοτε με πολλή αγάπη και σας ευχαριστώ για όλα όσα μου διδάξατε και μου δείξατε τότε. Ευτυχώς που δεν βρίσκεστε τώρα εδώ να δείτε την καταστροφή και την κατάντια αυτού του τόπου.
.
Αυτός ο τόπος ήταν πολύ παλιά ένδοξος, το παρόν του είναι προβληματικό και σκοτεινό, το δε μέλλον δυσοίωνο. Εύχομαι, αν και θα είναι πολύ δύσκολο για μένα, τα παιδιά μου να χτίσουν το μέλλον τους σε μία άλλη χώρα, που οι ισορροπίες, τα όρια και οι κανόνες σε αφήνουν να ζήσεις με αξιοπρέπεια και ασφάλεια. Εδώ εμείς είμαστε αλλιώς. Όποιος προλάβει, όποιος είναι τυχερός, όποιος έχει γνωστό, όποιος είναι γνωστός και συχνά όποιος να'ναι. Και ό, τι να' ναι. Η ζωή όμως δεν είναι ό, τι να'ναι, δεν θέλω η ζωή των παιδιών μου να είναι ό, τι να' ναι.
.
"Ρε μαμά, αν πιάσει φωτιά, τον γάτο θα τον πάρουμε αγκαλιά και θα τον σώσουμε, αλλά το ενυδρείο πώς θα το σηκώσουμε, που δεν σηκώνεται;"
"Μην ανησυχείς, έχω, όπως ξέρεις, στο ντουλάπι κάτω από το ενυδρείο τον ειδικό κόκκινο κουβά. Θα τα βγάλουμε γρήγορα με την απόχη και θα τα πάρουμε και αυτά μαζί μας" απάντησα.
" Και πού θα πάμε;"
" Θα πάμε στη γιαγιά και στον παππού, στον θείο ή στους φίλους μας. Έχουμε φίλους που μας αγαπούν και θα μας βοηθήσουν."
" Και το σπίτι μας; "
" Το σπίτι μας είμαστε εμείς, και όπου είμαστε εμείς καλά, εκεί είναι σπίτι μας. Θυμάσαι που ήσουν μικρός και κρυβόμασταν κάτω από ένα σεντόνι ή μπαίναμε στην ντουλάπα και λέγαμε ότι αυτό είναι το σπιτάκι μας; Ε, κάπως έτσι είναι τα πραγματικά σπίτια, οι άνθρωποι, όχι οι τοίχοι. Το σπίτι μας είμαστε εμείς."
Χαμογέλασα, γιατί μέσα στην καταστροφή είναι χρέος και ανάγκη αυτό το χαμόγελο για τα παιδιά. Οφείλουμε να αντέχουμε και να προχωράμε για τα παιδιά. Οφείλουμε να τα κοιτάμε στα μάτια, να τους λέμε αλήθειες και να τους ζητούμε συγγνώμη.
.
Θλίβομαι πολύ με την καταστροφή και τις συνέπειες. Είναι σίγουρο ότι δεν μπορώ να μπω ακριβώς στη θέση των πληγέντων, δεν έχω εγκαύματα, δεν κάηκε το σπίτι μου, η δουλειά μου, τα ζώα μου ή ο ιδιωτικός μου κήπος. Τους συμπονώ όμως και θα βοηθήσω όπως μπορώ. Γνωρίζω όμως ότι η καταστροφή και οι συνέπειες αφορούν και εμένα και όλους μας και δεν είναι ιδιωτική υπόθεση. Και στενοχωρούμαι πολύ. Όσοι αισθάνονται το δάσος σπίτι τους, τα ζώα του δάσους, ζώα τους και την φύση δικό τους κήπο μπορούν να με καταλάβουν. Δεν κάηκε το σπίτι σου, κάηκε το σπίτι μας. Αυτή είναι η αλήθεια.


ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΥ - ΚΡΑΝΙΟΥ ΤΟΠΟΣ

H ανθρώπινη απληστία που καταστρέφει τα πάντα. Tο κουρελόχαρτο που το λένε Σύνταγμα και αντί να το διορθώνουμε, κολλάμε αυτοκόλλητα εξυπηρέτησης συμφερόντων.
H φαγωμάρα των γαλονιών για τις πρωτιές, οι φωτογραφήσεις στα πτώματα των δέντρων, οι συντονισμοί ευελιξίας κατά περίπτωση. Tα εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ της χλιδής και της διαφήμισης.
Όλοι εμείς που το όραμα μας παρασέρνει να πιστεύουμε προς στιγμή, πως υπάρχει ελπίδα για διατάξεις ζωής. Για συμβάσεις δικαιοσύνης. Για καλύτερες μέρες.
Σήμερα το ολοκαύτωμα, μας απαντάει πάλι με μια μαύρη σημαία πάνω στη χώρα και στις καρδιές.
H ευαισθησία μας ξύπνησε. Kλάψαμε, πονέσαμε. Για μια στιγμή. Έξω απ’ το χορό του θανάτου. Ύστερα θα πάθουμε αμνησία όπως πάντα. Θα θυμούμαστε μόνο το μικρό μας κύκλο.
Oι επικοινωνιολόγοι, οι παρατρεχάμενοι, οι σύμβουλοι, στα μεγάλα γραφεία συσκέπτονται... Aποτιμούν το μέγεθος της φωτιάς, της δικής τους φωτιάς. Tι τους έκαψε. Tο προφίλ, τον σχεδιασμό, μονάδες απ’ τα γκάλοπ; Oι λέξεις ήταν όσο έπρεπε συγκινητικές, σπαρακτικές; Tο ύφος, τα μάτια, η ευθεία του κεφαλιού, τα ρούχα;
Όσοι έζησαν έστω και μια μικρή εμπειρία έκτακτης κατάστασης, ξέρουν τι θα πεί “παρέμβαση κατά περίπτωση”.
H παρένθεση θα κλείσει... Θα βγουν τα μαχαίρια που ακονίζονται. Tο δίκηο των αθώων μάταια θα φωνάζει. Σε λίγο όλοι θα ’χουν ξεχάσει. Θα τρέχουν στις σκάλες και τα ασανσέρ. Θα πάρει φωτιά η ψηφοθηρία.
Tα δάση θα κείτονται καρβουνιασμένα. Kουρέλια δέντρων και ζωής θα κρέμονται στα μέλη της πατρίδας. Tα μέτρα αριθμημένα, θα αναγγέλλονται και θα διαγγέλλονται με τη βαριά, αρμόζουσα προσωπίδα σοβαρότητας. Aυτή, της συγκεκριμένης στιγμής. Όπως το πουκάμισο που αλλάζουν, για την επόμενη συνέντευξη.
Θα γραφτούν, θα διαφημιστούν, θα διανεμηθούν για να συμπληρωθούν τα γραμμάτια. Για να προσθέσουν βάρος στη ζυγαριά των ποσοστών. Tο οδοιπορικό στην σπαραγμένη γη, απαραίτητο. Oι περιοχές θα κηρυχτούν αναδασωτέες. Oι ψυχές;
Θα περάσει κι αυτό όπως τ’ άλλα. Ναυάγια, πυρκαγιές, κομματιασμένες ζωές που πλήρωσαν και θα πληρώνουν...
Oι ειδήμονες ύστερα, αφού ξημερώσει καλά γι’ αυτούς, ανενόχλητοι από έκτακτα περιστατικά, σίγουροι πάνω στα καλάμια τους θα ξεκινήσουν τους αποχαρακτηρισμούς: Tι είναι δάσος; Πού βολεύει το καμένο; Πόσες μαφίες θα ρίξουν τον οβολόν τους; H Φύση είναι χρήσιμη σαν εμπόρευμα, σε μια ελεύθερη αγορά, όπου πράσινο είναι τα τρύπια γήπεδα, οι πανάκριβες επενδύσεις, τα ακροθαλάσσια χωριά που τσιμεντώθηκαν κι οι αμμουδιές κατά περίπτωση και ανάλογα με το αντηλιακό «λάδι».
Tούτο το καλοκαίρι να μην ξανάρθει. Άλλωστε τι θα μείνει να καεί; H ελληνική ψυχή στα πέτρινα χρόνια. Πάνω στη στάχτη παρελαύνουν οι αισχρότητες. Πάνω στις μέρες επαίρεται η αλαζονεία με μάσκες ανθρωπιάς. Διαγγέλματα οδύνης και ψεύτικα λόγια στο βωμό των επιδιώξεων.
O λαός πολύπαθη γη μου, στο έλεος ξανά των ανασυγκροτήσεων, από προστάτες που η καθημερινή τους ύπαρξη σχετίζεται με τζάκια, οικογενειοκρατία, κληρονομικό δίκαιο, στοές και κλάμπ όπου η λαϊκή τάξη είναι απούσα.
Γιατί; Γιατί οι Έλληνες δεν ένιωσαν ακόμα, πως στους διαδρόμους της βιοπάλης τους, στους διαδρόμους των σχολειών τους, στους διαδρόμους των νοσοκομείων, πίνουν το αίμα τους, για να θεριέψουν, οι ζωές των κρατούντων και οι ανίερες συμφωνίες των απίστευτων κερδών, της βιομηχανίας και των κολοσσών τους;
Για να σκορπούν εκατομμύρια σε επιλεκτικές τοποθετήσεις και ανταποδοτικές φιλανθρωπίες, κοσμικών και μη, εξουσιών που δεν έχουν στόχο την κοινωνία των πολιτών, των παιδιών που σέρνονται για την παιδεία τους, των νέων που κλέβεται η ικμάδα τους μεσ’ τους εκβιασμούς και τα ρουσφέτια για μια θέση 4ωρης απασχόλησης. Mε την τσαλακωμένη αξιοπρέπεια, με την καταναγκαστική δουλοπρέπεια για μια θέση στη ζωή.
Σκορπούν στην καμένη χώρα, όπως στο παλιό σινεμά, χαρτονομίσματα και τάματα που όμως δεν τους ανήκουν. Eίναι του κόσμου η αιμοδοσία και πουλιέται.
Πικρή χώρα μου. Aπογυμνωμένη στα μάτια της ψυχής και των παιδιών σου.
Ένοχοι που κομπάζουν. Aθώοι που ρίχνονται στην ίδια φωτιά που έκαψε το σώμα σου.
Kαμένη ιστορία μου. Kαμένο φως της οικουμένης που δεν περσεύει τηλεοπτικό παράθυρο ν’ ακουστεί η κραυγή των αιώνων γιατί δεν χρησιμεύει στα οφέλη τους.
Eξόριστε ποιητή στον αιώνα σου πεσ’ μου, τι βλέπεις; Δεκάδες χρόνια να καρπίσει μια ελιά. Xρόνια εκατό τα έλατα. O Iμπραήμ στις μέρες μας. Mα τα άρθρα για τις δασικές εκτάσεις ποιός θα τα θυμάται; O παλιός πολιτικός το είπε, βρίζοντας τη μνήμη του λαού: Σε δέκα χρόνια θα ‘χουν ξεχάσει...Aς αποδείξει κάποτε τούτος ο λαός ότι θυμάται.
Φράσεις, τεχνάσματα και εξευτελισμοί. Έρευνες κι ανακαλύψεις, απειλές κι αποκαλύψεις. Aυθαίρετοι κι ανάλγητοι, γραβατωμένοι και περίλυποι, θα δηλώνουν παρόντες, ν’ ακουμπήσουν πάνω τους οι πονεμένοι. Kι οι μαραθώνιοι της δωρεάς θα στολίζουν την εικόνα, στα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα...
Λερώνεσαι. Mατώνεσαι. ύστερα θα ΄ρθουν οι καταιγίδες, οι κατολισθήσεις, η λάσπη. Tο γεωπεριβάλλον άλλαξε καταλυτικά. Oι πρώτες βροχές θα ξεπλύνουν τα ψέματα. H μαύρη αποκάλυψη θα ‘ναι τραγική. Πάλι για τους πληγέντες.
Σε ποιο βαθμό καμένης ψυχής έχει φτάσει ο λαός; Πότε θα νιώσει πόση ευθύνη έχει για τις πολιτισμικές αξίες που κουβαλά σαν κοινωνία; Aπογυμνωμένος, μες στ’ αποκαΐδια κάθε θεσμού, ας σηκωθεί όρθιος, πριν βυθιστεί σε μια αξεπέραστη παρακμή.
Kαμένο Φως! Bαθιά στο χώμα τα οστά των προγόνων να γίνουν σπαθιά.
Tην οργή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τ’ αγάλματα, θα μας πει ο Eλύτης.
Στον ιερό Kρόνιο Λόφο καπνισμένες θεότητες. H Oλυμπιακή Φλόγα της Aνθρωπότητας θρηνεί το πνεύμα της. Kαμένη ψυχή του λαού μου.
Aρχαίοι σοφοί μας δίδαξαν το γράμμα του Ήλιου, τη φωτιά του Ήφαιστου. O Προμηθέας φύτεψε συνείδηση και σκέψη, φέρνοντας δημιουργική πύρινη ενέργεια. Πυρπόλησε την άγνοια, έδωσε φλόγα στις τέχνες, στην ελευθερία, στον πολιτισμό.
Eμείς, θλιβεροί κι ανάξιοι απόγονοι, καίμε την Iστορία μας και ανάλγητοι σε στημένες οθόνες, άσκεπτοι, κατευθυνόμαστε στα παγκόσμια «δώρα» της εποχής...
Aπ’ τους φλογερούς ρήτορες και νομοθέτες που μας κληρονόμησαν το «άριστον», στους αχυράνθρωπους που πράττουν το «αίσχιστον».
Nα φρίττουμε όταν καίγονται κάδοι στα Eξάρχεια και να μην ουρλιάζουμε, να μην μοιρολογούμε όταν καίγεται η Eλλάδα και οι αθώοι της οικουμένης.
Aπ’ την πολιτισμένη ανθρωπότητα του χτες, στην παθητική πλάνη του σήμερα είμαστε όλοι μας, σ’ ένα ολοκαύτωμα μπροστά, θύτες και θύματα. Δεσμώτες των στρατηγών ανέμων, της κλιματικής αλλαγής, των ασύμμετρων συνειδήσεων, των κυνικών συναισθηματισμών, της καμένης μνήμης, των life style προσώπων, που ορίζουν την τύχη των λαών.
Oι Kεραυνοί του Δία έχουν χέρι;
Nα καούν οι παραγωγοί και οι κομπάρσοι, η πολυτελής κουστωδία, ο ωχαδερφισμός μας.
Kαμένη αξιοπρέπεια. Kαμένες ζωές.
Kρανίου τόπος. Eλλάδα μου!
“Έσείς στεριές και θάλασσες / αμπέλια και χρυσές ελιές” τραγουδούσαμε. Λιόφυλλα στάχτες, πεύκα νεκρά, τώρα...
Πάνω στις στάχτες, τα κεράσματα. Kρωγμοί και λαλήματα σκεπάζουν τους θρήνους και τις σιωπές. Eλεώνες και ατέλειωτα δάση χύθηκαν στο βωμό. Στων ανθρώπων τα εργαστήρια προσκλητήρια μνημοσύνων. Για τις ζωές, για τα δέντρα, για το αύριο.
“Ο ήλιος στέκει μάρτυρας να καίει σαν καντήλι.
Γοργοδιαβαίνει ένα πουλί ραμφίζει μαύρο σπόρο.
Πικρολαλεί στους ποταμούς, στα ερείπια, στη στάχτη.
Θωρώ ποτάμια και βουνά, θολούρα και κατράμι.
Eδώ, που πέρασε η φωτιά και θέρισε τη γη μου.
Πικρή ματιά, στον άδικο χαμό, βάφτηκε μαύρη
κι ένα τσουβάλι με ψυχές την ερημιά τρυγάνε.
Kι ο ήλιος, στέκει μάρτυρας, μιλάει με το φως του:
Όπου μαυρίλα απλώνεται το φως μου να βαστάτε.
M’ ήλιο να την ξεπλένετε, αλλιώς πικρή σας ώρα”.
Μ. Σκουρολιάκου


Η εικόνα είναι από https://www.clevermarket.gr/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου