Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης
Σε ένα στενό μπαλκόνι που βγαίνει μισό μέτρο από τον τοίχο στέκει μια γυναίκα στο σούρουπο. Φορά ένα απλό ριχτό φόρεμα και έχει τα μαλλιά της μαζεμένα πρόχειρα. Στο πλάι της ένα τετράχρονο αγόρι κρατάει ένα ηχείο από όπου ακούγεται μια συμφωνική ορχήστρα να παίζει ένα βαλς. Η γυναίκα στρέφεται προς το παιδί και σιγουρεύεται ότι κρατά σωστά το ηχείο και γυρίζει ένα κουμπί που αυξάνει την ένταση. Στρέφεται προς τα μπροστά της, παίρνει βαθιά ανάσα και αρχίζει να τραγουδάει μια γνωστή άρια μιας όπερας. Η φωνή της υψώνεται μέσα την υγρή ατμόσφαιρα του Μαρτίου και κατρακυλάει προς τους 10 ορόφους κάτω απ το μπαλκόνι της μα και προς τις άλλες πολυκατοικίες μπροστά της.
Όσο το λεπτό της σώμα κρέμεται σ αυτή την λουρίδα του μπαλκονιού, η φωνή της που πάλλεται γεμίζει τον αέρα .Ακούγονται φωνές και παλαμάκια από τα απέναντι μπαλκόνια, λες και προσπαθούν να αγκαλιαστούνε με αυτήν την άρια, τώρα που τα χέρια δεν αγγίζουν άλλα χέρια .
Το σούρουπο που βαθαίνει ξεβάφει το χρώμα από όλη την συνοικία, μόνο η σοπράνο φωνή τυλίγει την ατμόσφαιρα μαζί με τις επιδοκιμασίες των γειτόνων στα μπαλκόνια τους.
Το αγόρι κρατώντας το ηχείο κοιτάζει την μαμά του.
Σε μια στιγμή, το μπαλκόνι ξεκολλάει απ τον τοίχο και ενώ η γυναίκα εξακολουθεί να τραγουδάει Βέρντι, πετάει σαν ιπτάμενο χαλί πάνω από το Μιλάνο και ύστερα πάνω από την Ιταλία και η μουσική βρέχει όλη την γη.
Το παιδί έχει αφήσει το ηχείο κάτω και έχει αρχίσει να κλαίει .
Η μητέρα του σταματάει το τραγούδι ,και το παίρνει αγκαλιά.
‘’Τι έπαθες’’,το ρωτάει καθώς ανοίγει την μπαλκονόπορτα για να μπούνε μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου