Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Κωνσταντίνος Λίχνος "Ο φράχτης" Διήγημα


Σκοπεύω να σας διηγηθώ ένα περιστατικό τόσο αλλόκοτο που βάζω στοίχημα πως δεν θα 'χετε ματακούσει στη ζωή σας ποτέ κάτι παρόμοιο. Το ξεκαθαρίζω απ' την αρχή όμως, δεν πρόκειται να το διηγηθώ όπως έγινε - είναι μεγάλη κουβέντα αυτή - αλλά όπως το έζησα και χαράχτηκε έπειτα στο μνημονικό το δικό μου. Πολύ φοβάμαι όμως πως, όσο κι αν πασχίσω, θα αδικήσω αναπόφευκτα το όλο συμβάν καθώς είναι νομίζω αδύνατο να το αποδώσω σε όλη την ιλαρή του μεγαλοπρέπεια. Όπως και να 'χει, να τι συνέβη.

Ήταν Τετάρτη πρωί όταν σήκωσα τ' ακουστικό του τηλεφώνου μου και στην άλλη άκρη της γραμμής ωρυόταν εν εξάλλω η γιαγιά Ευτέρπη. Από τις πρώτες τις λέξεις κατάλαβα πως της είχαν κοπεί τα ύπατα απ' την αγωνία αλλά καθόλη την διάρκεια που μου εξιστορούσε το τι είχε συμβεί, ανάθεμα με κι αν καταλάβαινα τίποτα. Λες και μιλούσα με δέκα νοματαίους μαζί ήτανε, σαν να άκουγα ταυτόχρονα μιλήματα πολλά και κακό χαμό. “ Τρέξε στο χωριό, λάλα μου, πάνε χαμένα τα κόπια του παππούλη σου. Χτίσανε την μάντρα μες τον κήπο μας. Δεν έμεινε στάλα μονοπάτι εκεί που παλιά πέρναγε γάιδαρος κατάφορτος”.

Άδικος κόπος αποδείχθηκε η προσπάθεια μου να την ηρεμήσω και να συνεννοηθώ. Αν δεν δρούσα θα πηγαίναν χαμένα του παππού μου τα κόπια, μόνο αυτό είχε σημασία. Και ποιος, στην οικογένεια μας, μπορεί να παραβλέψει τον αγώνα που έδωκε ο παππούς Κωνσταντής για να μεγαλώσει αξιοπρεπώς κοπέλες τέσσερις και τρία παιδιά; Το σίγουρο ήταν πως είχε σημάνει συναγερμός κι αν χρειαζόταν να μαντέψω, θα υπέθετα πως κάποιος γείτονας καταπατούσε την γη μας· κι έπρεπε τώρα να παρουσιαστώ εγώ στο χωριό για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους. Να μου πει περισσότερα η κυρά Ευτέρπη μήτε μπορούσε μήτε ήθελε, θα μου εξηγούσε είπε όταν θα σμίγαμε.

Η διαβίωση μας στο χωριό ήταν εξαρχής μια μπερδεμένη υπόθεση. Το σπίτι μας το 'χαμε αγορασμένο από ένα γεροντοπαλίκαρο που ο κόσμος έλεγε πως είχε στεφανωθεί στα ξένα μα η νύφη γρήγορα τον παράτησε· κι αφού δεν είχε παιδιά και τη λεγάμενη δεν την είχε δει κανένας παρίστανε ύστερα τον ανύπαντρο. Μα ποιος μπορεί να πει αν τίποτα από όλα αυτά ήταν αλήθεια, ποιος ξέρει στη τελική τι είναι κακοήθεια και τι πραγματικό γεγονός; Το μόνο σίγουρο είναι πως όταν αποκτήσαμε εκείνο το σπίτι ήταν μοιραίο να αγοράσουμε μαζί και τους γειτόνους του. Απέναντι μας έμενε αρχικά μονήρης ο Μπαρμπα Θόδωρος, ένας ξεκουτιασμένος γέρος ναυτικός. Αγκυροβολημένος στο παρελθόν, στοιχειωμένος από τις θύμησες, καθόταν μοναχός του στη βεράντα κι έπαιζε το μπεγλέρι του αμίλητος. Κάθε τόσο τον επισκεπτόταν ένας ανεψιός του και του γύρευε δανεικά, γιατί ήξερε ότι είχε κομπόδεμα, αλλά δεν του 'παιρνε πεντάρα τσακιστή. Μερικές φορές,, μην δεχόμενο τ' όχι για απάντηση, περνούσε και βράδυ τ' ανίψι του και τον ξυλοφόρτωνε για να του πάρει ότι λεφτά είχε κρυμμένα κάτω απ΄ το στρώμα του. Όλη η γειτονία άκουγε το γέρο να σφαδάζει απ' τα χτυπήματα μα κανείς δεν βρισκόταν ποτέ να τον συντρέξει. Το φρονιμότερο είναι να μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις έλεγε ο εμποτισμένος από χαιρεκακία κι εμφορούμενος από πληθώρα προλήψεων θυμόσοφος λαός.

Αργότερα, σαν πέθανε ο Μπαρμπα Θόδωρος, στο διπλανό μας σπίτι μεταφέρθηκε ο Τόλιας με τη κυρά Αρσινόη και τη φαμίλια τους. Μια πόρτα μας χώριζε με το νοικοκυριό της Κυρά Νόης. Οι αυλές μας συνόρευαν και χωριζόταν μονάχα από ένα σοκάκι που παλιότερα οριοθετούνταν από λίγα αχαμνά δέντρα και μερικές ασήκωτες γλάστρες. Κανείς δεν είναι σίγουρος για τις ακριβείς διαστάσεις του μονοπατιού αυτού αλλά ακούγεται πως αρχικά μπόρεγε και περνούσε φορτωμένο το γαϊδούρι του παππού μου. Τώρα όμως, υψώθηκε ένας φραχτής που όπως φαίνεται δεν τηρούσε την προσυμφωνημένη χωροταξία αλλά στήθηκε καταμεσής του μονοπατιού· περιορίζοντας έτσι το κενοδιάστημα μεταξύ των δυο αυλών. Αυτός ο αναθεματισμένος o φραχτής ήταν και η αιτία της σημερινής αναστάτωσης.


Όταν έφτασα στο χωριό και μπήκα στην άυλη της γιαγιάς μου βρήκα την κυρά Νόη να στέκεται αντικριστά με την κυρά Ευτέρπη και να χαλάνε το κόσμο. Χρόνια αμέτρητα κρατάει η έχθρα τους κι ως αποτέλεσμα έχουν καταντήσει κι οι δυο ανυπόφορες απ' την γεροντίστικη γκρίνια τους. Όσο τις παίρναμε στα σοβαρά, είχαν παρασύρει τα σόγια μας σε πολλές περιπέτειες μα τώρα δεν ασχολείται κανένας μαζί τους κι αυτό, φαίνεται, τις εξαγρίωσε πιότερο.

Εγώ με τους γειτόνους μου θέλω να τα 'χω καλά. Όταν ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου κάθε πρωί, πρώτα στο γείτονα λες καλημέρα και μετά στο θεό.

Κι εγώ Ευτέρπη μου, τι νομίζεις, ήθελα γω να σας παραβλέψω; Τι ξέρω γω από ανδρικές δουλειές, γριά γυναίκα;

Εγώ δεν θα αντάλλαζα λόγο καν. “Δώσε τόπο στην οργή, μια σπιθαμή χώμα είναι στο κάτω κάτω” θα έλεγα, μα έτρεξε το παιδί μόλις το μάθε κι έβαλε δικηγόρους να βρούν τα συμβόλαια. Οι νέοι πάνε με το γράμμα του νόμου σήμερα και τα θένε όλα τακτοποιημένα. Είπε η βάβω μου, επισείοντας την απειλή της εμπλοκής των δικηγόρων και δείχνοντάς με απειλητικά καθώς τις ζύγωνα. Όπως καταλάβατε εγώ θα γινόμουν ο κακός της υπόθεσης και θα βρισκόμουν ξαφνικά μεταξύ σφύρας και άκμονος, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό. Όταν αργότερα ζήτησα εξηγήσεις για το τρόπο με τον οποίο με ανακάτωσαν στην όλη ιστορία η απόκριση της γιαγιάς Ευτέρπης δεν σήκωνε αντιρρήσεις. “Σιωπή εσύ, τίποτα δεν θα λες. Κάνε τον σκεπτικό μονάχα και έχε στο χέρι το τηλέφωνο ότι δήθεν θα πάρεις τον συμβολαιογράφο”.

Κι αυτό έκανα, έπραξα καταπώς όριζε η Κυρά Ευτέρπη. Παρίστανα και τον σοβαρό, μάλιστα, παρόλο που έπρεπε να γελώ με τα όσα έβλεπα. Αν και, ασχέτως το αστείο του πράματος, θα μπορούσε κάποιος να πει πως η κατάσταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή και χωρατά δεν σήκωνε. Ειδικά αφού ο καβγάς συνεχιζόταν για ώρες και κάθε τόσο, πάνω στην άψα της μάχης, ξεστομίζαν και οι δυό τους κουβέντες βαριές. Με την ίδια ευκολία που τις έλεγαν όμως, με την ίδια ευκολία τις προσπερνούσαν. Ώρες ολάκερες μιλούσαν για το ίδιο πράμα μα άκρη δεν βρίσκανε κι εκεί που έκαναν ανακωχή, εκεί χιμούσε ξαφνικά η μια στην αυλή της άλλης και ξεκίναε νέος κύκλος αντιπαραθέσεων. Και ήταν τόσο σφοδρές κι απρόβλεπτες οι εφορμήσεις τους που κανένας δεν μπορούσε να τις προκάμει.

– Έπρεπε να ζούσε ο Κωνσταντής Νόγιο, να 'βλεπα τότε αν θα τόλμαγες να κάνεις τέτοιο πράμα.

Αμ δε ζει όμως καψερή, τον ξαπόστειλες τον έρμο. Χωρίς λάδι μαγείρευες απ' τη τσιγκουνιά σου και τον είχες καταντήσει πετσί και κόκαλο.

Το κακό σου το καιρό παλιοβρόμα! Φώναξε η Ευτέρπη σκυλιασμένη κι αφού έκανε κάμποσα βήματα μπροστά κοντοστάθηκε, ανασκουμπώθηκε και γύρισε πάλι πίσω.

Κάποια στιγμή κι ενώ η μάχη μαινόταν είδα να ξεπροβάλει απ' το κτήμα ο εγγονός της κυρά Νόης, ο Γιώργης. Μας πλησίαζε βαριεστημένα κι απ' το βλέμμα του έμοιαζε να λείπει ολότελα της ζωής το σπιθοβόλημα, ίσως γιατί τον πύρωνε κατακούτελα ο απομεσημεριάτικος ήλιος. Το Γιώργη τον θυμόμουν από παλιά ως λογικό και συνεσταλμένο παιδί, έτρεξα να τον χαιρετήσω, λοιπόν, για να στρατολογήσω έναν πολύτιμο σύμμαχο. Άλλωστε, ας μην γελιόμαστε, μονάχος μου ενάντια στις σαλεμένες γριές δεν είχα καμιά ελπίδα να τα βγάλω πέρα.

-- Ρε Γιώργη, τι λες εσύ για όλα αυτά; Του είπα απότομα, ενώ αυτός αιφνιδιάστηκε και μόρφασε παράξενα.

-- Τι να πω; Εδώ κόσμοι χάνονται κι εμείς θα σκοτιστούμε μ' ένα φράχτη; Δεν πάμε να πιούμε κάνα κρασί στην πλατεία καλύτερα;

-- Δεν πιστεύω να πιαστούνε πάλι σα φύγουμε;

-- Άσ' τες να πιαστούνε, σάμπως κάνουνε και τίποτε άλλο; Μα το θεό, άμα πεθάνει η μια, στο λέω με βεβαιότητα πως μέσα στο μήνα θα ακολουθήσει κι άλλη. Αυτές ζούνε από γινάτι για να χολώνονται και να μπαίνει η μια στο μάτι της άλλης.

Είχε δίκιο, μια σταλιά παιδί ήμουν όταν πρωτάρχισαν να τσακώνονται αυτές που ήτανε από το σχολειό φιλενάδες. Κάτι βαρύ είχε πει η κυρά Νόη στην γιαγιά μου κι αφού δεν πήρε πίσω ποτές την κουβέντα που ξεστόμισε, κακοφόρμισε γρήγορα κι έκτοτε χύνει χολή η μιά για την άλλη. Να κάνει καλό είχε πρόθεση η γιαγιά μου μα θέρισε συμφορά και δεν υπάρχει κακό χειρότερο απ' το να πληγωθείς στην καλοσύνη σου. Έτσι τουλάχιστον διηγείται τα γεγονότα η κυρά Ευτέρπη, μα ποιος ξέρει στ' αλήθεια τι γίνηκε. "Τις έχω βαρεθεί πια, άσ' τες να παν' να κόψουν το λαιμό τους", πρόσθεσε ο Γιώργης και ζάρωσε το πρόσωπο του από ένα μορφασμό περιφρόνιας και πίκρας· αν και τελικά στο μούτρο του φάνηκε πιότερο κάτι σαν απέλπιδα διαμαρτυρία. Χαμογέλασα εγώ με το λόγο του και τον ακολούθησα μέχρι τον καφενέ κι αφού κάτσαμε και ήπιαμε τα κρασιά μας αρχίσαμε να μιλούμε για τα περασμένα.

-- Κώστα εσύ έφυγες και γλίτωσες από δω αλλά, και να με συγχωρείς που στο λέω, εμείς δεν γλιτώσαμε ποτέ από σένα.

-- Μα εγώ δεν έχω καθόλου μπερδέματα με τις υποθέσεις εδώ Γιώργη, είπα ενω ήξερα πως αληθεια δεν ελεγα. Με το τόπο όπου μεγάλωσες δεν ξεπλέκεις ποτέ.

-- Εσύ μπορεί να μην έχεις αλλά έχουμε εμείς με λόγου σου. Όλο για σένα μας μιλούσε η γιαγιά σου όσο ήσουνα στη Γερμανία. Να φανταστείς, κάθε μέρα ξυπνούσα μια ώρα νωρίτερα να πηγαίνω στα γίδια για να μην την πετυχαίνω ξύπνια. Τόσο με βούρλιζε.

-- Κατάλαβα. Σε ζάλιζε για τα καλά. Γριά ήταν όμως, δεν έπρεπε να ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της.

-- Μα δεν μ' άφηνε στιγμή σε ησυχία. Όλα τα νέα σου τα μαθαίναμε χαρτί και καλαμάρι. Σα τότε που πήρες το δίπλωμα, αριστούχος. Ένα ταψί χαλβά μας έφερε η Ευτέρπη, μα δεν τον φάγαμε μας έφαγε. Τέσσερις ώρες είχε θρονιαστεί στο καναπέ μας και σε παίνευε.

-- Ρε Γιώργη τι να σου πω τώρα; Ότι και να σου πω θα γελάσεις. Ποιο δίπλωμα; Μια τεχνική σχόλη τέλειωσα, πήρα κι ένα χαρτί για τη γλώσσα κι έγινα εργάτης.

-- Αμ έπρεπε να το ξέρω τότε αυτό για να την βάλω στη θέση της. Που μ΄ ανάγκαζε από μικρό παιδί να σε φτύνω όπου σε συναντώ για να μη σε βασκάνω. Λες κι έπρεπε να σε ζηλεύω ντε και καλά.

-- Μην τα σκαλίζεις Γιώργη καθόλου, πεθαμένα ξεχασμένα αυτά. Πάντα καταλήγεις κουβάρι άμα αφήνεις να σε παρασύρουν τα περασμένα, σε προφταίνουν οι πίκρες και σε πνίγουν ολότελα.

-- Μ' αφήνει η γιαγιά σου να τα ξεχάσω νομίζεις;

-- Άσ' τες να λέν τα δικά τους. Δεν θα γίνουμε κι εμείς σαν τα μούτρα τους.

-- Η δική μου δεν ενοχλεί κανέναν Κωστή, μόνο την Ευτέρπη εχθρεύεται.

-- Ίδια πάστα είναι κι οι δυο τους.

-- Αμ δεν είναι, πάρ' το στο λόγο μου.

-- Εσύ τις ξέρεις καλύτερα από μένα δηλαδή;

-- Εγώ ζω εδώ Κώστα, όχι εσύ.

-- Είσαι πιασμένος κι εσύ στην έχθρητα μου φαίνεται.

-- Ενώ εσύ έφυγες, έγινες πρωτευουσιάνος κι είσαι καλύτερος ε; Είπε και γκρέμισε το ποτήρι με το κρασί του, χτυπώντας μ' οργή στο τραπέζι το χέρι του. Μα ευθύς ντράπηκε σα παιδί για τα νεύρα του και δίχως να με κοιτάει έσφιξε τα χείλη κι έφτυσε καταγής· ενώ εγώ άλλαξα κουβέντα για να μη δώσω συνέχεια.

Όλο κόμπους το σχοινί της ζωής, που να κάνεις αρχή να το λύσεις; Κι άμα πεις να το κόψεις, διπλό και τριπλό το κακό, γιομίζεις σχοινιά και δένεσαι χειροπόδαρα. Κι έτσι όπως είσαι πιασμένος στα γιατί και τα πως, κακιώνεις χωρίς να το πάρεις είδηση κι αρχινάς να μουγκρίζεις. Ύστερα παρηγοριέσαι λέγοντας πως η κάθε συμφορά που βρίσκει τον άνθρωπο είναι πράγμα μυστήριο· ούτε να την προβλέψεις μπορείς, ούτε και να την παύσεις. Το πιο μάταιο απ' όλα, μάλιστα, είναι το να παρακαλείς να μη σε βρούνε νέα δεινά, γιατί το κακό άκρη δεν έχει. Οπότε, μόνο για τη λύση του προβλήματος δεν νοιαστήκαμε με το Γιώργη εκείνο τ' απόγεμα και καταφέραμε έτσι ν' αποφύγουμε τα δίχτυα της έχθρητας. Ήπιαμε τα κρασιά μας, γυρίσαμε την κουβέντα προς κάθε κατεύθυνση κι επιστρέψαμε σπίτι κεφάτοι κι ανάλαφροι. Η κατάσταση εκεί όμως δεν είχε αλλάξει καθόλου. "Μας καταπατάνε το κτήμα", φώναζε η Ευτέρπη κι ολημερίς τα 'βάζε με το ριζικό της που την κατέτρεχε κι όλα τα ανάποδα που της έλαχαν στη ζωή της. Κάθε τόσο χούφτιαζε τα ρυτιδιασμένα της μάγουλα σα να την είχε βρει κακό θεόρατο, μα εκεί που 'πιανε αρχή να μερέψει ξανά λαμπάδιαζε γιατί κάτι θυμότανε και πεταγόταν ορθή καθώς ανασκιρτούσε στα σπλάχνα η οργή της.

“Τι θες και τα θυμάσαι όλα αυτά ρε Γιαγιά; Ο κόσμος όλος γίνηκε αγνώριστος στο πέρασμα του χρόνου κι εσύ εκεί, κρατάς λογαριασμό στο πως θα πρέπει να είναι τα πράματα”, της είπα για να την ηρεμήσω μπας και μονιάσει με την γειτόνισσα της και δεν έχουμε τράβαλα. “Φεγγάρι μπαίνει, φεγγάρι βγαίνει εσύ εκεί το χαβά σου, απονήρευτος σαν τον πατέρα σου”, μου απάντησε και εξανεμίστηκαν ευθύς οι όποιες ελπίδες μου για συμφιλίωση. “Δεν βλέπεις πόσο σίμωσε στη μουριά ο φράχτης της; Μισιακό θα τον έχουμε τώρα τον ίσκιο του δέντρου”. Πρόσθεσε μετά από λίγο κι εγώ γελούσα εντός μου γιατί αυτή τη μουριά ποτέ δεν την χώνεψε. Γκρίνιαζε συνέχεια πως θα πέφτουνε φίδια επάνω της όταν θα βγαίνει να συγυρίσει την άυλη και με παρακάλαε να την κόψω. Τώρα όμως χτυπιόταν λες και της κλέβαν την προίκα της.


Είχε μεσημεριάσει πια και πέρα απ' των γρύλων το ξέπνοο τερέτισμα δεν ακουγότανε τίποτα. Σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα, να βγάλω τη γκρίνια απ' το κεφάλι μου και να δω το ζήτημα από ξάγναντο. Έφτασα στο τέρμα απ' το κτήμα μας και στάθηκα πάνω σε ένα σύγνεφο από μαβιές ανεμώνες, ενώ τα πεύκα και τα ελιόδεντρα τα κοπανούσε ο άνεμος στην παραφορά του. Καταμεσής του ουράνιου θόλου ένας λαμπρός καλοκαιριάτικος ήλιος απαύγαζε τα πάντα, αποκάλυπτε σημεία ακοίταχτα και τα παρουσίαζε καθάρια σαν ύστερα από αναπάντεχη ανακάλυψη. Μια απέραντη ερημία γύρω μου κι ένας αστραποβόλος ορίζοντας να απλώνεται σαν απροσπέλαστο σύνορο, μα η ηρεμία μου όμως δεν ήταν γραφτό να διαρκέσει πολύ. Την ώρα που επέστρεφα χίμιξε η κυρά Νόη στην αυλή μας, άρχισε τις κατηγόριες και ήμουνα σίγουρος πως θα κατέληγαν να μαλλιοτραβηχτούν οι γριές. Ο Γιώργης είχε πάρει ξοπίσω τη βάβω του για να την προφτάσει, μα καθώς έτρεχε γκρεμνίστηκε πάνω στον επίμαχο φράχτη και βρέθηκε πεσμένος καταγής να βλαστημά ακατάληπτα.

-- Πολλά μας τα πες σήμερα Ευτέρπη. Τα ξεχνάω τα κατορθώματα σου νομίζεις;

-- Άλλο πάλι και τούτο, είπε η Γιαγιά μου κι απόμεινε με το στόμα ανοιχτό δίχως να αποσώσει τον λόγο της.

-- Όλα εδώ πληρώνονται όμως, φώναξε η κυρά Νόη και ξάμωσε απειλητικά τα χέρια της ώστε να σηκωθεί το χυτό της μαύρο φουστάνι· αποκαλύπτοντας τα λιγνά της ποδάρια και τα πάνινα μαύρα πασούμια της.

-- Αν έχεις τίποτα να πεις Νόγιο, πες το ανοιχτά αλλιώς μη ξεκινάς λόγο. Αποκρίθηκε η Ευτέρπη ατρόμητη, οπλισμένη με τον ενθουσιασμό που της έδινε η απαντοχή της επικείμενης επικράτησης της.

-- Θυμάσαι που περνάγανε τα γίδια του αντρός μου απ' το χωράφι σου κι έβαλες το Κωνσταντή να το περιφράξει; Να φράξει το χέρσο το κτήμα που δεν έπιανε μία. Μόνο και μόνο για να μας δυσκολέψεις τη ζήσει. Είπε η κυρα Νόη με ύφος τάχατες θυμωμένο, ενώ ξεροκατάπιε σα να την έκλεινε στο λαιμό η αγανάκτηση.

-- Εσύ μιλάς; Ούτε στα παιδιά σου δεν κάνεις κάλο εσυ. Τα κρατάς τα κτήματα πάνω σου μέχρι να πεθάνεις. “Απ΄ το να χει ο γείτονας μου κάλιο να χουν τα παιδιά μου. Απ' το να 'χουν τα παιδιά μου, κάλιο να 'χει η αφεντιά μου”. Ετσι ζεις κακομοίρα, για αυτό δεν σε γνοιάζεται κανένας. Ανέκραξε η Ευτέρπη με φωνη τρεμάμενη, φορτωμένη αντίλαλους· λες κι απ' τη λαλιά της ανάβρυζε το παρελθόν της ολάκερο.

Η μονομαχία όμως για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο απετράπει και πάλι. Αφού ξεθύμαναν κι οι δυό το θυμό τους, γύρισαν πλάτη η μία στην άλλη και χωθήκαν στα σπίτια τους. Εγώ κι ο Γιώργης τις πήραμε καταπόδι σιωπηλά και βαρύθυμα, ενώ εκείνες ψελλίζαν κατάρες με τα δόντια σφιγμένα. Άχνα δεν έβγαλα, τι λόγο να στεριώσεις σε τέτοια περίσταση; Ότι και να 'λεγες χαμένο θα πήγαινε. Ο Γιώργης είχε σκεπάσει το μούτρο του με την μουντή αυλαία της αγανάκτησης κι είχε κρεμάσει ένα άδειο χαμόγελο. Περπατούσε πίσω απ' τη Κυρά Νόη με μια ασίγαστη ορμή που την ένιωθες να ρυθμίζει και το βάδισμά του ακόμη, ενώ είχε στυλώσει τις μελένιες του κόρες στον σταχτί ουρανό. Φαντάζομαι πως θα τα 'χε δει και ξαναδεί όλα αυτά τα τερτίπια, δεν θα κρύβαν πλέον για αυτόν κανένα μυστήριο.

Μια υποδόρια ανησυχία έπιασε τότες να επενεργεί στην διάθεση μου και σταδιακά μ' αναστάτωσε. Ο κόσμος γύρω μου άρχισε να χάνεται, ένα αψεντί ημίφως και μια νωπή μελαγχολία ξεκινήσαν να τον τυλίγουν και πήραν να χιμάνε πάνω μου, σα σιωπηρά και κατασκότεινα κύματα, οι θύμησες· γιομάτες άρμη και δάκρυα. Η μέρα αποχωρούσε και καθώς σουρούπωνε η φύση αγρίευε κι ο αγέρας ολοένα δυνάμωνε. Σάρωνε τις επιφάνειες, γλιστρούσε στα σκαλοπάτια, γδέρνονταν στις ακμές των κτιρίων και στριφογύριζε στενάζοντας. Μάζι του ερχόταν απροσκάλεστες οι μνήμες κι ο νους μου φορτωνόταν με λεπτομέρειες απολησμονημένες που μου αποδείκνυαν ζηλόφθονα τώρα πόσο γερά ριζωμένες κι ανεξίτηλες ήταν.


Πίσω απ' το σπίτι μας βρισκόταν, όταν ήμουν παιδί, η στενόψηλη κατοικία της εργένισσας δασκάλας με τα δυο νόθα κουτσούβελα. Μικρή η κοινωνία, στενά τα μυαλά, ούτε να βγει απ' το σπίτι της δεν μπορούσε δίχως να ντρέπεται. Τόσο άγρια την είχαν γλωσσοφάει οι γειτόνισσες της που δεν έλεγε να φυτρώσει δείγμα λουλούδι στο κήπο της. Δίπλα ήταν το σπίτι του Νίκου του μέθυσου με το σκοτεινό κατώι που έζεχνε ρετσίνι και κολλητά το διώροφο του Λιάκου του βαρύχερου που 'δερνε τη γυναίκα του όποτε έχανε στο μπαρμπούτι. Στον απέναντι δρόμο στεκόταν το κονάκι του μπερμπάντη της γειτονιάς μας, του Ντίνου του ατσαλάκωτου και παραπέρα το παράπηγμα της Μαριγώς, της χρυσοχέρας· με τις δυο ανύπαντρες θυγατέρες. Κάθε απόγεμα καθόταν η Μαριγώ στο κήπο της, κάτω απ' τον ίσκιο της θεριεμένης της κληματαριάς και κεντούσε με αταραξία μακάρια. Συχνά πυκνά όμως έκανε την μπουγάδα της κι έστελνε τ' αποπλύματα κατά τη Μυγδάλω, την διαλεχτή της γειτόνισσα. Άναβε η οργή της Μυγδάλως σα βρεχόταν τα πόδια της και κίναγε να μαλώσει, μα την κέρδιζε η ντροπή το λυποκράτημα. Σταμάταγε στην αυλόπορτα της, άρπαζε τον ξύλινο πάσσαλο λες κι 'θελε να τον ξεριζώσει και ψιθύριζε: “ας όψεται. Λησμόνα το κι αυτό, σα να μην γίνηκε”.

Ύστερα έπαιρνε κι ανηφόριζε το μονοπάτι, γίνονταν λιθόστρωτο κι έβγαζε στο ξωκλήσι του Αϊ Λιά και στο ερείπιο του Γερο-Λύρα. Κάθε μεσημέρι μαζευόμασταν τα πιτσιρίκια εκεί, σερνόμασταν μέχρι το κήπο του Λύρα και πετούσαμε πετραδάκια στα παραθυρόφυλλα του. Αυτός τραντάζονταν σύγκορμος και φώναζε βραχνιασμένος, λες και μόλις είχε πεταχτεί από νάρκη βαθιά, “παλιόπαιδα, δεν θα σας πιάσω μια μέρα; Αχ και σας πιάσω!”. Κι εμείς αρχίζαμε το τρέξιμο και σταματούσαμε μονάχα σαν φτάναμε στην πλατεία, αφήνοντας πίσω τον απόηχο των χαχανητών μας να τον περιγελάει για ώρα. Τόση επίδραση είχαν τα μικρά μας πειράγματα στον Γερο-Λύρα που ύστερα από κάθε βίαιο ξύπνημα ροβολούσε κατά την πλατεία, ευθύς για το καφενέ, κι αρχινούσε τα τσίπουρα· ενώ παραμιλούσε κι όλοι τον πείραζαν.

"Τι περιμένεις απο τέτοιο παλιότοπο; Είναι παλιότοπος όμως, επειδή εχει παλιόκοσμο. Θα φύγω! Τέτοιος παλιότοπος αλλού δεν βρίσκεται. Τόσο παλιόκοσμο μαζωμένο δεν απαντάς πουθενά", αναφωνούσε και βυθιζότανε στο όνειρο της φυγής και στου κρασιού το ηδονικό αποκάρωμα. Δεν γλίτωσε όμως, ποτέ του δεν έφυγε, εδώ τ' άφηκε τα κοκαλάκια του· κυκλωμένος από δυστυχία, φτώχια κι έχθρητα. Πάντα απόμακρο στην πλατεία τον θυμάμαι να κάθεται, ποτέ μέσα στο καφενέ, ότι καιρό και να έκανε. Την έβρισκε να λιάζεται, να τον χτυπάει ο καθαρός αέρας και δεν το κουνούσε από 'κει για ώρες ολάκερες. Με το που 'πιανε κάνα Μαϊστράλι μάλιστα και φιδοσέρνονταν για να χαδέψει τα χαμολούλουδα, γύρναγε την καρέκλα του κατά την εκκλησιά και ευφραίνονταν καθώς ο τόπος όλος μοσχοβολούσε ρίγανη, θυμάρι και φλησκούνι. Μα ακόμη και τότε καταριόταν τους συγχωριανούς του που τον σχολίαζαν και μεμψιμοιρούσε· αναθεματίζοντας την άτιμη τύχη του που του φύλαγε μια ζωή παιδεμό.

Δεν βρίσκεις στο χωριό ησυχία παρά μόνο στο σπίτι σου, κι αυτό μέχρις έναν βαθμό. Θες δεν θες, θα έχεις συναναστροφές και γειτόνους. Όσο κι αν παραφυλάς και προστατεύεις τα κόπια σου, πάλες θα βρεθούν να σε πλευρίσουν οι επιτήδειοι. Και την δουλειά σου μοναχά να κοιτάς και να μην αλλάζεις με κανέναν κουβέντα, απ' τις κακές γλώσσες δεν γλιτώνεις ποτέ. Άσε που όσο δεν ασχολείσαι μαζί τους, τόσο τις προκαλείς να σε βάλλουν στο μάτι. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε τόσο το χωριό μας συνταράζονταν από απρόσμενα νέα. Τα παλιά κουτσομπολιά μετά από λίγο καιρό δεν ενθουσιάζουν κανέναν, άπαξ και τα έμαθαν όλοι ξεχνιότανε γρήγορα. Με κάθε νέο κι αναπάντεχο σκάνδαλο όμως, ερχόταν του κόσμου η συντέλεια κι όλοι την καλοδέχονταν κι ας υποστήριζαν τ' αντίθετο. “Τι άλλο θα ακούσουμε παναγία μου;” αναφωνούσανε τότες οι μαυροφορούσες γριές και δένανε τα μαντίλια τους κινώντας να διαδώσουν τα νέα. Ο παππούλης μου δεν τόλμαε να ονειρευτεί στα τελευταία του πως θα 'φευγε, ήλπιζε μοναχά να γλιτώσω εγώ κι έλεγε: “Δυστυχώς παιδί μου, μας έλαχε να ριζώσουμε στο χειρότερο δυνατό τόπο” κι αφού έκανε τριπλά το σταυρό του πρόσθετε: “Βοήθα θεέ μου να ζήσουμε τουλάχιστον με το καλύτερο μπορετό τρόπο”.

Αυτό λέω τώρα κι εγώ, να ξημερώσει η αυριανή μέρα και να λύσουμε αυτή την παρεξήγηση με τον καλύτερο μπορετό τρόπο. Να μην γίνουμε και πάλι θέαμα σε όλο το χωριό δηλαδή. Μα ποιος ξέρει που θα καταλήξουμε, άδηλη ακόμη της μάχης η έκβαση. Το μόνο που περνούσε απ' το δικό μου το χέρι, ήταν να φτιάξω έναν φράχτη ακόμα και το έκαμα. Έχει και τον δικό της το φράχτη τώρα η Κυρά Ευτέρπη, γιατί να ορίζετε ο τόπος της απο ξένονε δεν το δεχότανε. Καλύτερος μπορετός τρόπος να πορευτούνε οι δυό τους δε νομίζω πως βρίσκεται. Το μόνο που απόμενε πια ήταν να ελπίζουμε πως θα μερώσουνε κάπως οι γριές και θα μισιούνται αθόρυβα. Σαν θεριά ανήμερα μα στα κλουβιά τους κλεισμένα, περιζωσμένα από πασάλια και πλέγματα.

Βιογραφικό

Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.

Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου