«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες.
«Τίποτα, είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ’ η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη. Κ’ η βροχή
σαν ένα διάφανο έπεφτε φως’ αραιή, απαλή,
σα καλοσύνη σε λουλούδια. Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. Γιατ’ είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα. Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος. Μόλις που μπορούσες
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ’ είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες κομμένες απ’ το
λατομείο του ήλιου.
Απ’ αύριο
θ’ αρχίζω να χτίζω.
https://elenahalivelaki.wordpress.com/
το μελαγχολικό της τραγούδι
κι όλο κοίταζε τα χέρια της
δυο φύλλα φθινοπωρινά.
Τα δάχτυλά της δέκα μαριονέτες
υποταγμένες
από τότε που την πέταξαν έξω
από τον παιδικό κήπο.
Πάγωνε στην αυλόπορτα.
Μικρή μου πριγκίπισσα, γιατί δεν μπαίνεις;
Της είχε πει ένας περαστικός.
Άγγελος θα ΄ταν, μάλλον βιαστικός
-τόσα παιδιά στον κόσμο-.
Μόλις που πρόλαβε να δει
κάτι φτερά που άνοιγαν
κι ένα σύννεφο σκόνη.
Ούτε πριγκίπισσα, ούτε μικρή ξανάνιωσε ποτέ.
Μου πήρανε τα χέρια μου.
ήθελε να του πει.
Δεν είπε τίποτα ποτέ και σε κανέναν.
Απόμεινε έξω
μέχρι που ξέχασε
πως μέσα υπήρχε κήπος.
Απόψε κοιτάζοντας
εκείνα τα κίτρινα φύλλα
που είχαν φυτρώσει στη θέση των χεριών
θυμήθηκε.
Ήξερε τώρα γιατί σε κάθε χάδι
τόσο βαθιά πονούσαν.
“Χέρι μαυρισμένο απ’ το μελάνι του θλιβερού μαθητή
Χέρι κόκκινο πάνω στον τοίχο απ’ την κάμαρα του εγκλήματος
Χέρι χλωμό της πεθαμένης
Χέρια που βαστούν ένα μαχαίρι ή ένα ρεβόλβερ.
Χέρια ανοιχτά
Χέρια κλειστά
Χέρια τιποτένια που βαστούν έναν κοντυλοφόρο
Ω χέρι μου εσύ επίσης εσύ επίσης
Χέρι μου με τις γραμμές σου κι’ όμως έτσι είναι
Γιατί να σπιλώσω τις μυστηριώδεις γραμμές σου
Γιατί; καλύτερα οι χειροπέδες καλύτερα να σ’ ακρωτηριάσω καλύτερα καλύτερα
Γράψε γράψε γιατί γράφεις ένα γράμμα σ’ εκείνη
κι’ αυτό το βέβηλο μέσο είν’ ένα μέσο να την αγγίξεις
Χέρια που απλώνονται χέρια που προσφέρονται
Υπάρχει μήπως ένα ειλικρινές χέρι αναμεσά τους
Α! δεν τολμώ πια να σφίξω τα χέρια
Χέρια που λένε ψέματα χέρια λιγόψυχα που τα μισώ
Χέρια που ομολογούν και που τρέμουν όταν
Κοιτάζω τα μάτια…
Χέρια χέρια όλο τα χέρια
Ένας άνθρωπος πνίγεται ένα χέρι βγαίνει απ’ τα κύματα
Ένας άνθρωπος φεύγει ένα χέρι κουνιέται
Ένα χέρι συσπάται μια καρδιά υποφέρει
Ένα χέρι σφίγγεται ω θείος θυμός
Ένα χέρι ακόμα ένα χέρι
Ένα χέρι πάνω στον ώμο μου
Ποιος είναι;
Είσαι συ επιτέλους
Είναι πολύ σκοτεινά! τι σκοτάδια!
Δεν ξέρω πια τίνος είναι τα χέρια
Τι θέλουν
Τι λένε
Τα χέρια μας ξεγελούν
Θυμούμαι ακόμα λευκά χέρια μες στο σκοτάδι
Απλωμένα πάνω σ’ ένα τραπέζι, μέσα στην προσμονή
Θυμούμαι χέρια που τ’ αγκάλιασμά τους μου ήταν αγαπητό
Και πια δεν ξέρω
Υπάρχουν πολλοί προδότες πολλοί ψεύτες
Α! ακόμα και το χέρι μου που γράφει
Ένα μαχαίρι! Ένα όπλο! Ένα εργαλείο!
Όλα εκτός απ’ το γράψιμο
Αίμα αίμα
Υπομονή η μέρα αυτή θ’ ανατείλει.”
(μτφ. Tάκης Βαρβιτσιώτης)
(Ανθολογία γαλλικής ποίησης- από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας, Καστανιώτης)
Και φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
το ἄγγιγμα στις πέτρες τοῦτες
μην ἐπιτείνει τη φθορά, μην ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων την ἐρείπωση.
Τα δυο μικρά ζώα
τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες.
Απόσπασμα.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη - ΩΤΑΚΌΎΣΤΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ
Αφουγκραζόμουν τα χέρια νέου άνδρα
πόσα με περηφάνια έλεγαν
έλαμπαν κραυγαλέα τη χαρά
Κρατούσε σφιχτά τρόπαιο νίκης
οι φλέβες ποτάμι που φούσκωσε
Δεν τις χωρούσε το δέρμα
έτοιμες άπλωναν φτερά να πετάξουν
Κι ύστερα πώς έγιναν βελούδινα αγγίγματα
χιλιάδες πεταρίσματα στο πρόσωπό της
Όμως στη μνήμη έχουν εγχαραχτεί
εκείνα τα σκούρα τα μαβιά τα τεθλιμμένα
Πριν χρόνια κι ακόμα ακούω το σκοτείνιασμά τους
θρηνούσαν σιωπηλά τον ξαφνικό χαμό αγαπημένης
Και προχθές τι συντριβή -θεέ μου ασύλληπτο–
τα άλλα τα ωχρά τα σταυρωτά σφιχτοδεμένα
Να διαμηνύουν δύσθυμα το άτοπο αναχώρησης
Χρημάτισα ωτακουστής της γλώσσας των χεριών
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, “Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα”, εκδόσεις Ρώμη 2021
(Αφιερωμένο στην Eva Johanos που που διδάσκοντάς μου Αγγλικά μου έμαθε το τραγούδι που ακολουθεί το ποίημα)
Κοίτα αυτά τα χέρια –κεφάλια που μιλούν-
Τα χέρια μου δεν κλαίνε πια
Κι αν τρέμουν
Τα κρύβω μες στις τσέπες μου
Να μη φανούν
Δεν θέλω να προδίδουν
Έκρυψα κάθε τι σημάδι από τα χέρια μου
Έκρυψα κάθε τι σημάδι απ’ τη ζωή μου.
Στο μέτωπο μου δεν υπάρχει πια
Η χαρακιά σκαμμένης γης
Ούτε απ’ τα ρούχα μου
Μπορεί κανείς να καταλάβει
Τίναξα κι απ’ τα ρούχα μου
Της γης τη σκόνη
Και τη θαλασσινή αρμύρα
Απ’ τα μαλλιά μου
Κοίτα αυτά τα χέρια
Κίτρινα είναι απ’ τον καπνό
Μελανωμένα απ’ το μολύβι
Κοίτα αυτά τα χέρια
Μη ψηλαφίζεις άλλο τα χέρια μου
Αν θες να βρεις τα σημάδια μου
Πρέπει πρώτα να βρεις την ψυχή μου
©ΑΘΗΝΑ ΚΟΤΣΟΒΟΛΟΥ
Το προηγούμενο ποίημα είναι βασισμένο πάνω στο στίχο των Τalking Heads " Born Under Punches"Songwriters: BYRNE, DAVID/FRANTZ, CHRISTOPHER/WEYMOUTH, TINA/HARRISON, JERRY/ENO, BRIAN PETER GEORGE
Take a look at these hands.
Take a look at these hands.
The hand speaks. the hand of a government man.
Well I'm a tumbler. born under punches.
I'm so thin.
All I want is to breathe I'm too thin
Won't you breathe with me?
Find a little space, so we can move in-between in-between it
And keep on step ahead, of yourself.
Don't you miss it, don't you miss it.
Some 'a you people just about missed it!
Last time to make plans!
Well I'm a tumbler...
I'm a government man.
Never seen anything like that before
Falling bodies tuble 'cross the floor well I'm a tumbler!
When you get to where you wanna be thank you! thank you!
When you get to where you wanna be don't even mention it!
Take a look at these hands. they're passing in-between us.
Take a look at these hands
Take a look at these hands. you don't have to mention it.
No thanks. I'm a government man.
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...where the hand has been...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes
On...where the hand has been...and the heat goes on...and the heat
Goes on...
I'm not a drowning man!
And I'm not a burning building! (I'm a tumbler!)
Drowning cannot hurt a man!
Fire cannot hurt a man. (not the government man.)
All I want is to breathe thank you. thank you
Won't you breathe with me?
Find a little space...so we move in-between I'm so thin
And keep one step ahead of yourself. I'm catching up with myself
All I want it to breathe
Won't you breathe with me hands of a government man
Find a little space so we move in-between
And keep one step ahead of yourself. don't you miss it! don't you
Miss it!
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
And the heat goes on...and the heat goes on...and the heat goes on...
Where the hands has been...and the heat goes on...and the heat goes
On...and the heat goes on...
Γιατί μαλάσσουν το ψωμί, γράφουν ποιήματα,
παίζουν το βιολί, την κιθάρα, το πιάνο.
Γιατί εκφράζουν όλες τις λέξεις του λεξικού μας
και είναι αυτά που παίρνουν την αρχηγία,
όταν τα μάτια είναι στο σκοτάδι.
Γιατί το έμβρυο με τα χέρια ερευνά το σώμα
της μητέρας πριν έρθει στον κόσμο.
Γιατί τα χέρια όταν είναι στο στόμα συγκρατούν
συγκινήσεις και όταν ενώνονται παρακαλούν για συχώριο.
Γιατί καρφώθηκαν στο ξύλο του Σταυρού.
Γιατί τα χέρια των αγαπημένων είναι πηγή
ζεστασιάς που ζεσταίνει τις κρύες πλαγιές της καρδιάς μας.
Γιατί στολίζουν το φόρεμα της γης μας
με όλα τα δέντρα και άνθη.
Γιατί ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω πως τρέμουν
από το άγχος και από τα νεύρα.
Γιατί γελάνε όταν χειροκροτούν και νευριάζουν
όταν σηκώνονται απειλητικά στον αέρα.
Γιατί και ο δάσκαλος των Κλαζομενών έλεγε ότι
είναι τα χέρια που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο από τα ζώα.
Γιατί τα χέρια είναι το φως για έναν τυφλό
αλλά και το φως της σιγουριάς για έναν που βλέπει.
Γιατί με τα χέρια ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή
με την σκληράδα της σκέψης.
Γιατί ποτέ δεν κατάλαβα πως δύο άνθρωποι
μπορούν να μιλούν τόσο καλά με τα χέρια.
Γιατί μια θερμή χειραψία από "αληθινά χέρια"
Δεν διαφέρει και πολύ από ένα ποίημα.
Γιατί πολλές φορές ζητάνε το γιατί
και σε μια στιγμή δυστυχίας ικετεύουν βοήθεια.
Γιατί κάποιες στιγμές μαζεύουν σκέψεις,
για να ξανάβρουν χαμένες ελπίδες.
Γιατί στην απόγνωση τρέμουν, ζητάνε
άλλα χέρια και πιάνονται στα αόρατα σύρματα της ελπίδας.
Γιατί τα χέρια χαϊδεύουν, χτυπούν, δημιουργούν και ενώνουν.
Γιατί και ο Αίσωπος μας φωνάζει από το μακρινό παρελθόν:
"Συν Αθηνά και συ χείρα κίνει"!
https://xaralampakisgiannis.blogspot.com/
Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου
Ακόμη
Εξακολουθώ να μην πιστεύω
έρχεσαι δίπλα μου
και η νύχτα είναι μια χούφτα
αστεριών και ευθυμίας
δακτύλων γεύσεις ακούω και βλέπω
το πρόσωπό σου το μεγάλο σου διασκελισμό
τα χέρια σου, και ακόμα
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω
ότι η επιστροφή σου έχει πολλά
να κάνει με σένα και με μένα
και για ξόρκι το λέω
και για τις αμφιβολίες το τραγουδώ
κανείς ποτέ δεν θα σε αντικαταστήσει
και τα πιο ασήμαντα πράγματα
αλλάζουν σε θεμελιώδεις
επειδή γυρνάς στο σπίτι
ωστόσο εξακολουθώ να
αμφιβάλλω σε αυτήν την τύχη
γιατί ο ουρανός σε έχει
μου φαίνεται φαντασία
Αλλά έρχεσαι και είναι σίγουρο
και έρχεσαι με το βλέμμα σου
και γι’ αυτό η άφιξή σου
κάνει μαγικό το μέλλον
ακόμη και αν δεν είναι πάντα κατανοητές
οι ενοχές μου και οι καταστροφές μου
αλλά ξέρω ότι στα χέρια σου
ο κόσμος έχει νόημα
και αν φιλήσω με τόλμη
και το μυστήριο των χειλιών σου
δεν θα υπάρχουν αμφιβολίες ή άσχημες γεύσεις
θα σ 'αγαπώ περισσότερο
ακόμη.
μετάφραση: Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος
αλλά και σε θάλασσες μέσα χεριών
τα δικά σου εγώ
θα τα ξεχώριζα αμέσως:
δυο άσπρα πουλιά
-άλλα πουλιά, αλλιώτικα
απ' όλα τ΄άλλα πουλιά -
και πετούν ανάμεσα από χέρια
αποδημητικά,
ταξιδεύουν στον αγέρα, πάνε
-διάφανα - πάνε
κι έρχονται ξανά κι όλο ξανά
στο πλευρό το δικό σου,
στο δικό μου πλευρό,
μαζεύονται, κοιμούνται στο στήθος μου πάνω.
Γυμνά,
ολοδιάφανα
και περίλεπτα
και καταφώτεινα
σα βιτρίνα με κρύσταλλα
περπατούν,
σα βεντάλιες περπατούν
ανοιχτές στον αέρα
σάμπως φτερά πλατιά στα ουράνια.
Μοιάζουν όμως και στο ψωμί,
μοιάζουν και στο στάρι,
μοιάζουνε στο νερό,
στου φεγγαριού μοιάζουν τις χώρες,
στου αμύγδαλου τη φάτσα,
στο άγριο ψάρι κυρίως μοιάζουνε
που ασημένιο σπαράζει
στη στενή ατροπό
των πηγών.
Τα χέρια σου πάνε κι έρχονται
στη δουλειά, δουλεύουνε,
τρέχουν μακριά, τ' ακούς που τρέχουν,
πιάνουν κουταλοπήρουνα,
ανάβουν φωτιά κι έπειτα, ξάφνου,
βουλιάζουν παφλάζοντας
στα μαύρα νερά,
της κουζίνας,
ραμφίζουνε τη γραφομηχανή
και φωτίζουν τις βάτους τις φλεγόμενες
της δικής μου καλλιγραφίας,
καρφώνουνε καρφιά στους τοίχους,
πλένουν τ΄ασπρόρουχα
κι έπειτα γυρνούν ξανά
στην αρχική τους, την πρώτη λευκότητα.
Ασυζητητί, ναί, υπάρχει λόγος σπουδαίος
που έχει έρθει εδώ κάτω στη γη
και κοιμάται και συνάμα πετάει
πάνω απ' την καρδιά μου
τούτο το θαύμα το θαυμάσιο.
Τίτλος πρωτοτύπου: Oda a tus manos
Από τη συλλογή Nuevas odas elementales (1956)]
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
https://filolektikon.blogspot.com/
“Τα χέρια μου
το τέμπλο του είναι σου ανοίγουν
μ’ άλλην γυμνότητα σε ντύνουν
ανακαλύπτουνε τα δώματα του σώματός σου
τα χέρια μου
άλλο κορμί σκαρώνουν στο κορμί σου.”
(Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Ίκαρος)
Τα χέρια μου είναι να μαζώνω
Τα χέρια μου είναι για να σπέρνουν
Τα χέρια μου είναι για να σκάφτουν
Τα χέρια μου την πέτρα δεν πετάνε,
Όμως τα χέρια μου, όταν την Αλήθεια
Αλήθεια, υπάρχεις! Η Αρετή μ’ εσένα
Δίχως εσέναν’ η Αρετή μια φουσκαλίδα,
Α! κι ας μπορούσα να ’δινα τα χέρια
Μα νά! σκυλιά και φίδια και παλιάτσοι
στης χώρας τ’ άθλια τα καταχνιασμένα,
με βρίσκουν εκεί πὄσταιναν καρτέρια
Τα χέρια μου, τ’ ανήμπορα βυζασταρούδια,
1904
https://www.greek-language.gr/
Μαρία Πολυδούρη - Τα χέρια σου
Aκούω τη γλώσσα που λαλούν τα δυο σου χέρια-ω χέρια!
καθώς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στον Πύργο της απελπισιάς κρυμμένα περιστέρια
από μακριά τα ξαγναντώ, σύμβολα ειρηνικά.
Μιλούνε, δε μιλούν; Αχεί βαθιά μέσ’ στην καρδιά μου
χαιρέτισμα ενός ρόδου στους γκρεμούς.
Λάμπουν, δε λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τη ματιά μου,
ανατολή του αυγερινού στους σκοτεινούς χαμούς.
Ξανοίγω την αγνώριστην αγάπη μου κλεισμένη
στο κρίνο των μπλεγμένων σου χεριών
και πλέκω τόνειρο γλυκό. Μη με κοιτάς, πληθαίνει
στη σκοτεινιά το χρυσοφώς των πλάνων αστεριών.
http://logiasantaxronia.blogspot.com/
Μαρία Πολυδούρη - Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες (απόσπασμα)
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι' αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
Εφιάλτης δεν είναι η πέτρα
που τσακίζει τα μυαλά μας
Εφιάλτης είναι η μέρα
που θρυμματίζει τον ονειρόβραχό μας
σε βοτσαλάκια
Εφιάλτης είναι η ίδια πάντα παρακμή
που δεν αφήνει ν’ ανθίσει η ζωή μας
Κι’ ο φόβος
που μας σκορπάει σαν πουλιά
Αλήθεια πως φαίνεται η γύμνια
της ημέρας
σαν βγαίνουν στους δρόμους
οι τρωγλοδύτες με τα καροτσάκια
σαν βγαίνουν επαίτες τα παιδιά
με τ’ απλωμένα χέρια.
Τότε είναι που σκοντάφτει η Ιστορία
στο απάνθρωπο
και πέφτει σαν παλιάλογο, βογκώντας
Τότε είναι που γλύφει τις πληγές του
ο ποιητής
σαν το ψωριάρικο σκυλί
με το σπασμένο πόδι του
Πως αλλιώς αφού μ’ ένα νεύμα
στο φανάρι
σκοτώνεται η ελπίδα ενός πεινασμένου;
Γι’ αυτό όσοι ξέρουν να διαβάζουν
τον καιρό
βλέπουν την καταιγίδα να ‘ρχεται
κεραύνια και βρυσομάνα.
18 Δεκεμβρίου 2011, Γιάννης Ποταμιάνος
Tης Ζαν Μαρί τα χέρια είναι γεροφτιαγμένα
μαυρισμένα από το καλοκαίρι
χέρια χλωμά σαν πεθαμένα.
Το χρώμα αυτό το σκοτεινό
πώς πήρε τέτοιο χέρι;..
Στις λίμνες μήπως πλένοντας του αισθησιασμού;
Το πρόσωπο αγγίζοντας γεμάτου φεγγαριού
που κύλησε στην αγκαλιά του ήρεμου νερού;
Τη ζέστη τάχα ρούφηξε βάρβαρου ουρανού
στη λυπημένη μοναξιά κάποιου μεσημεριού;
Κι έκαψε με τη θέρμη του τα χέρια τα γερά
ακουμπισμένα ήσυχα σε γόνατα κομψά;
Τί χέρια τάχα να ναι αυτά;..
……………………………..
Χέρια που επανάσταση ξέρουν να τραγουδούν
της παρηγόριας προσευχές δε κάθονται να πουν.
Απ΄το λαιμό αν θέλουνε μπορούν να σας αρπάξουν
εσάς αριστοκράτισσες, ευγενικές αστές,
τα τρυφερά τα άκρα σας, λευκά και βυσιννιά
να τα συνθλίψουν μονομιάς σαν τα ξερά κλαδιά,
με τούτες τις παλάμες τους τις τόσο δυνατές
Η καστανή η λάμψη σας, χέρια αγαπημένα,
τ΄αθώα πρόβατα τραβά
Στα δάχτυλά σας τα καρυκευμένα
ρουμπίνι αφήνει ο ήλιος όταν τα κοιτά
Η λαική καταγωγή τα κηλιδώνει, το καφετί τους χρώμα
αμαρτωλό λεκέ απ΄το χθες ζητάει να θυμίσει,
όμως περήφανος επαναστάτης δεν υπάρχει
που αυτά τα χέρια δεν λαχταράει να φιλήσει!
Υπέροχα τα χέρια τούτα, χάρισμα ενός ήλιου με αγάπη φορτωμένου
πάνω στο μπρούτζινο των όπλων χρώμα
του Παρισιού του επαναστατημένου.
http://www.katiousa.gr/
Γιάννης Ρίτσος - Οι γειτονιές του κόσμου
Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές τού κόσμου.
Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.
Μες απ’ τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.
Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν’ αγαπιόμαστε πολύ.
«Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
Θε μου τι απέραντος που ‘ναι ο κόσμος .
Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
θα κουραστούμε,
μπορεί να τσακιστούμε κιόλας». Ο Αλέκος είπε:
«Φτάνει να μου κρατάς το χέρι,
φτάνει να με λες σύντροφο,
και τότες το βράδυ που θα γυρνάμε απ’ τη δουλειά –
φτάνει να μου κρατάς το χέρι,-
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι κοντά μας και θα γυαλίζουν
όπως τα μπρίκια κι οι κατσαρόλες στην κουζίνα της θειας-Καλής,
εκεί που μαζευόμαστε τις παράνομες Κυριακές μας και κουβεντιάζαμε για το μέλλον,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι φιλικά και χαμογελαστά
σαν τα κουμπιά στο μπλουζάκι της συντρόφισσας Μαρίας
κείνο το βράδυ που μας έφερε τα νέα για τη κατάληψη των Μεταλλείων τού Δομοκού απ’ τον ΕΛΑΣ,
και τότες τ’ αστέρια θα ‘ναι δικά μας, θα ‘ναι χαρούμενα και δυνατά
σαν τα πλήκτρα κείνης της γραφομηχανής όπου γράφαμε
το χρονικό τής λευτεριάς τις πρώτες μέρες τής Αντίστασης.
Φτάνει να μου κρατάς το χέρι.
(απόσπασμα)
Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως
και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας
τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια
αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον
σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα
με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,
ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,
βάζουμε πότε πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι
ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά
ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες.
https://www.greek-language.gr/
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ’ την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.
Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ’ ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.
Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.
Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.
‘Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.
Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ’ την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.
Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν’ αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.
Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.
Τίποτα πιο μυστηριώδες σ’ αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί.
‘Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ’ τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ’ τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.
Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;
Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ’ το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ’ αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,
την αόρατη παρουσία.
Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.
Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να ‘ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.
Μίλτος Σαχτούρης - Ὁ σωτήρας
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μουτις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ’ ανέμουδεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτεςδε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
5Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρόμια αυτά νεράμε τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)ένα γαλανό παράθυροπώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικάδίχως μια χαραμάδα φως10δίχως μια αναπνοή οξυγόνουγια τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτή πληγήπώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονταιανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά15να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζεςκι αν βρω το φαρμακείο κλειστόκι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιόκι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τέλειωσε δεν υπάρχει σωτηρία
20Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναιμε τον άνεμο και τα καλάμια τουμε τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογκάνεμε την άχρωμη αιμορραγία τουςμε χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα25με την ασυχώρετη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου χέρια που κοπήκαντην ώρα που μετρούσα την αγωνία τους
https://www.greek-language.gr/
Salvador Dali
Θόδωρος Σκουρλής - Το χέρι
Το χέρι ετούτο που άξια μου χαρίζει
μόνο μου βιός και κέρδος, το ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή…
Το χέρι ετούτο, χρήσιμο εργαλείο
που σπάει κι ιδρώνει πάντα στη δουλειά,
Είτε κασμά βαράει στο μεταλλείο
είτε σκαλίζει πρόστυχα λιλιά…
Το χέρι ετούτο, που κρατάει δρεπάνι,
πένα, τιμόνι, σίδερο, σφυρί,
Στο δρόμο, στο εργοστάσιο, στο λιμάνι,
που σφίγγει και ματώνει και βαρεί…
Το χέρι ετούτο, που βωμούς υψώνει,
μέγαρα, θρόνους, μπάγκες, εκκλησιές,
Που ανοίγει τον Παράδεισο και στρώνει
πούπουλα και μετάξια κι ομορφιές…
Το χέρι ετούτο, που άνεργο όταν μείνει
και το ψωμί του απλώνει και ζητά,
Βάρβαρος νόμος άδικα το κλείνει
κι η φυλακή στ΄ αλύσια το κρατά…
Το χέρι ετούτο, αλί, κι όταν ορμήσει
κι άγρια υψωθεί με μίσος σε γροθιά,
Ξέρει γερά μαχαίρι να κρατήσει
ξέρει ν΄ ανάψει ακέρια τη φωτιά…
Ξέρει να ρίξει , ως ήξερε να χτίζει,
να πλερωθεί το απλέρωτο ψωμί,
Το χέρι ετούτο, εμπόρευμα που αξίζει
κι έχει ξεπέσει τόσο στην τιμή!…
(1923)
Elaine Feinstein - Χέρια
Aρχικά αναγνωρίσαμε ο ένας τον άλλο σαν να ήμασταν αδέρφια,
και όταν δώσαμε τα χέρια,
το άγγιγμά σου με έκανε να μοιάζω χαζοχαρούμενη.
Κράτα το χέρι μου, είπες στο νοσοκομείο.
Είχες μεγάλα χέρια, δυνατά χέρια
και τρυφερά σαν αυτά ενός Μεσογειακού πατέρα
καθώς χαϊδεύουν το κεφάλι ενός παιδιού.
Κράτα το χέρι μου, είπες.
Νιώθω πως δεν θα πεθάνω όσο είσαι δίπλα μου.
Kράτησες το χέρι μου στο πρώτο μας ταξίδι με αεροπλάνο
και στην όπερα
ή για να δούμε μια ταινία που ήθελες να μοιραστώ μαζί σου.
Κράτα το χέρι μου, είπες
Θα κοιμηθώ και δεν θα καταλαβαίνω πως λείπεις.
https://frear.gr/
“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”
(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
(Οδυσσέας Ελύτης)
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία.
(Ανδρέας Κάλβος)
τα χέρια σας απλώνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω·
βλέπει ο θεός και αστράπτει
διά τους πανούργους.
Ανδρέας Κάλβος
χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς.
Κώστας Βάρναλης
Όποιος έχει λυμένον το στόμα πρέπει να είναι πολύ τυχηρός διά να μην του δέσουν τα χέρια.
Δημήτριος Καμπούρογλου
Και ήταν οι καιροί που η Πόλη
πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε
και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε
και καρτέραγ’ ένα μακελάρη
(...)
Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει.
Κωστής Παλαμάς
François Mauriac
Αν βουληθείς να μ’ αρνηθείς και να μ’ αλησμονήσεις,
σε Τούρκικα σπαθιά σε δω, σε Καταλάνου χέρια.
Αράπηδες σε σέρνουσι και Τούρκοι να σε δέσουν,
και σ’ όχλο Σαρακίνικο τρεις μαχαιριές σε δώσουν.
Ελληνικό μεσαιωνικό δημώδες άσμα
Δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος.
Νίκος Καζαντζάκης
Πάψετε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου,
τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
κι αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:
το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!
Κώστας Ουράνης
(από) δεύτερο χέρι : για κάτι μεταχειρισμένο
(από) πρώτο χέρι : από την πηγή
(από) χέρι σε χέρι : δίνοντας ο ένας στον άλλο, σε μια αλυσίδα ανθρώπων
βάζω/δίνω ένα χέρι (βοήθειας) ή βάζω/δίνω ένα χεράκι : προσφέρω βοήθεια
βάζω χέρι (σε κάποιον): κάνω σε κάποιον παρατήρηση, επιτιμώ κάποιον
βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο / στη φωτιά : έχω απόλυτη βεβαιότητα για ό,τι λέω, ορκίζομαι
γεια στα χέρια σου! : έκφραση ικανοποίησης
δε μου κοβόταν καλύτερα το χέρι : έκφραση απογοήτευσης για κάτι που έκανα και το μετάνιωσα
δένω τα χέρια κάποιου : περιορίζω τις ενέργειες κάποιου, τη δυνατότητά του να ενεργήσει όπως θέλει
γλιτώνω από τα χέρια κάποιου : ξεφεύγω από την εξουσία κάποιου
έρχομαι στα χέρια : τσακώνομαι
έχω μόνο δύο χέρια! : σε περιπτώσεις που κάποιος δεν προλαβαίνει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που έχουν οι άλλοι από αυτόν
έχω το πάνω χέρι : έχω τον έλεγχο μιας κατάστασης
ζητώ το χέρι : κάνω πρόταση γάμου
κάθομαι με σταυρωμένα χέρια : μένω άπρακτος
κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει : είναι προτιμότερη η μικρή αλλά σίγουρη ασφάλεια παρά η μεγαλύτερη αλλά αβέβαιη
κάτω / κοντά τα χέρια σου! : μη με αγγίζεις!
λύνω τα χέρια κάποιου : βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση
μακρύ χέρι : η τάση κάποιου να κλέβει
με το σταυρό στο χέρι : με εντιμότητα, τίμια
(με) το χέρι στην καρδιά : με ειλικρίνεια
παίρνω κάποιον από το χέρι : καθοδηγώ
πέφτω στα χέρια κάποιου : υποδουλώνομαι, κυριεύομαι, βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
πιάνουν τα χέρια μου : είμαι επιδέξιος
σηκώνω τα χέρια (ψηλά) : παραιτούμαι από τις προσπάθειές μου
το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο: για κοινά συμφέροντα οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο
του τραβάω ένα ξύλο, του τραβάω ένα γερό χέρι ξύλο : σπάω στο ξύλο
Έβαλα τα χέρια μου κι έβγαλα τα μάτια μου.
Τον έχει του χεριού της.
Έβαλε το χέρι του.
Ο θεός να βάλει το χέρι του.
Τα ξένα χέρια - Καίτη Γκρέυ & Βασίλης Τσιτσάνης
Στίχοι - Μουσική :Βασίλης Τσιτσάνης
Όποιος μεγάλωσε στα ξένα χέρια
κι ήπιε το δάκρυ της ορφάνιας το πικρό
αυτός γνωρίζει τι θα πει
να τρως με πόνο το ψωμί
όταν βρεθείς χωρίς προστάτη στη ζωή
Είναι πικρά είναι βαριά τα ξένα χέρια
τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια
Και στην αγάπη μου τα όνειρά μου
κι αυτά γκρέμισαν από της μοίρας την οργή
αυτός που μου `χε υποσχεθεί
πως θα μ’ αλλάξει τη ζωή
κι αυτός δεν είχε μες τα στήθια του ψυχή
Locomondo - Χέρια σαν κι αυτά (2009) (FULL HD) Στίχοι: Μάρκος Κούμαρης Μουσική: Μάρκος Κούμαρης
Νοστράδαμος - Δώσ' Μου Το Χέρι Σου
Στιχουργός: Φωτιάδης Στέλιος
Hands
Καλλιτέχνης Jewel
Άλμπουμ Greatest Hits
Στιχουργοί/Συνθέτες Patrick Leonard, Jewel
"Hands"
If I could tell the world just one thing
It would be that we're all OK
And not to worry 'cause worry is wasteful
And useless in times like these
I won't be made useless
Won't be idle with despair
I'll gather myself around my faith
For light does the darkness most fear
My hands are small, I know
But they're not yours, they are my own
But they're not yours, they are my own
And I am never broken
Poverty stole your golden shoes
It didn't steal your laughter
And heartache came to visit me
But I knew it wasn't ever after
We'll fight, not out of spite
For someone must stand up for what's right
'Cause where there's a man who has no voice
There ours shall go singing
My hands are small I know
But they're not yours, they are my own
But they're not yours, they are my own
And I am never broken
In the end, only kindness matters
In the end, only kindness matters
I will get down on my knees, and I will pray
I will get down on my knees, and I will pray
I will get down on my knees, and I will pray
My hands are small, I know
But they're not yours, they are my own
But they're not yours, they are my own
And I am never broken
My hands are small, I know
But they're not yours, they are my own
But they're not yours, they are my own
And I am never broken
We are never broken
We are God's eyes
God's hands
God's mind
We are God's eyes
God's hands
God's heart
We are God's eyes
We are God's hands
We are God's eyes
https://www.azlyrics.com/
"Hands To Heaven"
As I watch you move
Across the moon-lit room
There's so much tenderness in your loving
Tomorrow, I must leave
The dawn knows no reprieve
God give me strength when I am leaving
So raise your hands to heaven
And pray
That we'll be back together someday
Tonight
I need your sweet caress
Hold me in the darkness
Tonight
You calm my restlessness
You relieve my sadness
As we move to embrace
Tears run down your face
I whisper words of love so softly
I can't believe this pain
It's driving me insane
Without your touch
Life will be lonely
So raise your hands to heaven
And pray
That we'll be back together someday
Tonight
I need your sweet caress
Hold me in the darkness
Tonight
You calm my restlessness
You relieve my sadness
Tonight
I need your sweet caress
Hold me in the darkness
Tonight
You calm my restlessness
You relieve my sadness
Morning has come
Another day
I must pack my bags
And say goodbye
Goodbye
Tonight
I need your sweet caress
Hold me in the darkness
Tonight
You calm my restlessness
You relieve my sadness
Tonight
I need your sweet caress
Hold me in the darkness
Tonight
You calm my restlessness
You relieve my sadness
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου