ΜΑΡΙΑ ΜΑΚΜΙΛΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑ - ΡΟΥΒΙΝΑ Η ΟΡΜΥΛΙΩΤΙΣΣΑ
ΕΚΔΟΤΗΣ - ΟΣΤΡΙΑ
ΗΜ. ΕΚΔΟΣΗΣ- 24/04/2024
ΔΕΣΙΜΟ - Μαλακό Εξώφυλλο
ΣΕΛΙΔΕΣ - 156
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ - 21x14
ΔΕΣΙΜΟ - Μαλακό Εξώφυλλο
ΣΕΛΙΔΕΣ - 156
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ - 21x14
ISBN - 978-960-604-938-5
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Αυτό το βιβλίο με αφηγήτρια εμένα αναφέρεται στην Ιστορία του σπιτιού και κατά συνέπεια στις ιστορίες των προσώπων της οικογένειας που το κατοίκησε από τις αρχές περίπου του περασμένου αιώνα από τότε δηλαδή που αυτό υπάρχει αν και φημολογείται ότι χτίστηκε το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα και βρίσκεται στην Ορμύλια Χαλκιδικής. Ένα ψυχογράφημα των ανθρώπων που συνδέονται με το σπίτι, με την Ιστορία, με την Γεωγραφία, με την εξέλιξη της επιστήμης, με τον πολιτισμό και με έντονο το γλωσσικό ιδίωμα —την τοπική διάλεκτο— που μέχρι σήμερα μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Πιστεύω πως αυτό το βιβλίο θα το βρουν πολύ ενδιαφέρον, όχι μόνο οι κάτοικοι της Ορμύλιας που γνωρίζουν το σπίτι αλλά όλοι οι νέοι που αγαπούν το διάβασμα άσχετα από τον τόπο καταγωγής τους ή την μητρική τους γλώσσα.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Στον Viktor Tatischev
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΡΟΥΒΙΝΑ
Μέσα από τα σάπια δοκάρια, τους μισογκρεμισμένους σοβάδες και την τρύπια στέγη, ψυχές, σκιές σαν καρικατούρες ανθρώπινες από χέρι αποτυχημένου σκιτσογράφου, ξεπροβάλλουν σεριανώντας τους καημούς, τις επιθυμίες, τα όνειρα και τα παράπονα τους που τους συντρόφευαν ως το τέλος.
Όλοι αυτοί που έζησαν εδώ μέσα κάποτε, μπερδεύονται στη σκέψη μου με τους νέους που ανυποψίαστοι περνούν από εκεί και την μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψωμί.
Η γριά Ρουβίνα ψήνει στον ξυλόφουρνο κάτω στην αυλή, σκεπασμένη πια με αγριόχορτα και πιο πέρα τσουκανίζει τον χασλαμά που φύτεψε κάτω από τον καυτό ήλιο καλοτυλιγμένη με το μαύρο τσεμπέρι της. Η γριά Ρουβίνα, αεικίνητη, πάντα απασχολημένη και πάντα αγέλαστη, ποτέ δεν είχε χρόνο για καφέδες και κουτσομπολιά.
Σαν χτες μου φαίνεται, που λεβέντικα μα με το κεφάλι σκυφτό περπάταγε εδώ σ’αυτόν τον ίδιο δρόμο και οι άλλες γριές, στρωμένες στον σόμπορο την ρωτούσαν:
«Πού μαρή Ασημίνα;»
«Στο σούπερ. »
«Κάτσε μαρή λίγο να ξαποστάσεις. »
«Δεν αδειάζω», απαντούσε λακωνικά.
Και πως να άδειαζε, τόσους άντρες είχε να φροντίσει!
Αυτός όμως δεν ήταν ο μόνος λόγος. Ήξερε πολύ καλά πως πίσω από την πλάτη της οι πιο καλοπροαίρετοι την λυπόντουσαν που στην καλύτερη περίπτωση θα λέγανε:
«Την κακομοίρα»
Όσο για τους πικρόχολους θα ακούγονταν λόγια όπως: «Σαν τί αμαρτίες μαρή πληρώνει η Γιέργενα και ο θεός την δίκασε με τόσα παιδιά ρουβά;»
Όσο για τις άλλες γριές κάθε απόγευμα με τα σκαμνάκια τους δεν κάνανε απουσία από τον περιβόητο σόμπορο.
Η γιαγιά η Μαρήγια η Καραγκιοζάδενα, η γιαγιά ή η Άννα η Στεργιούδενα, η γιαγιά η Φασούλενα, η γιαγιά η Πανάγιω και πολλές άλλες ντυμένες πάντα με τους παραδοσιακούς αρατζάδες.
Συγκεντρωμένες ασκούσαν το πανάρχαιο σπορ, το κουτσομπολιό.
Ούτε το ένα άντεχε ούτε το άλλο άντεχε η δόλια. Ήταν πολύ περήφανη για να αντέχει τα λόγια τους και έτσι κοιτούσε την δουλειά της και προσπαθούσε να κλείνει τα
αυτιά της με όποιο τρόπο μπορούσε.
Ξύπναγε χαράματα κάθε μέρα για να ζυμώσει, να φουρκαλίσει, να ετοιμάσει κάρβουνο, να σιδερώσει, να μαγειρέψει και να υφάνει στον αργαλειό της και άμα της έμενε λίγος χρόνος τρουβαδιαζότανε και βάδιζε αρκετά χιλιόμετρα να πάει στο Τοπικό, στα χωράφια, όπου οι γιοί της καλλιεργούσαν τη γη τους.
Είχε βλέπεις και δύο κορίτσια η Ρουβίνα.
Ύφαινε-ξύφαινε τα προικιά η Ασημίνα, μα καταβάθος δεν πίστευε πως θα ’μπαινε γαμπρός στο σπίτι της, πόσο μάλλον νύφη για τα δικασμένα παλληκάρια της.
Η ζωή βέβαια την διέψευσε. Οι γαμπροί βρέθηκαν και τι γαμπροί! Πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλον αυτά βέβαια κατά την γνώμη της Ασημίνας που εδώ που τα λέμε δεν είχε και τόσο άδικο.
Η ζωή εκείνα τα χρόνια όχι μόνο για το σπίτι της Ρουβίνας αλλά και για όλη την αγροτιά ήταν πολύ σκληρή,το ψωμί λίγο και τα στόματα πολλά. Τα πολλά χέρια ευλογημένα, τα πολλά στόματα καταραμένα μουρμούραγε η Ασημίνα κάνοντας τις δουλειές της. Μα δεν ήταν μόνο
η φτώχεια, ήταν που υπήρχε και πατέρας, ο άντρας της ο Γιέργος, πρώτος μπεκροκανάτας. Όλη μέρα στο καφενείο του μπάρμπα Φώτη του Πολυγυρνού κι όταν με το σούρουπο μαζευόταν στο σπίτι αφού είχε φάει τα λιγοστά λεφτά τους στα ούζα, τσάκιζε στο ξύλο όποιο παιδί του έβλεπε μπροστά του.
Ιδιαίτερα ανάμια στο χωριό άφησαν οι ξυλοδαρμοί της Ασημίνας από τον Γιέργο.
Ο μπάρμπας ο Γιώρης ο Γιαντάς, ο άντρας της θείας Χριστίνας, λάτρευε να μου λέει τέτοιες ιστορίες όσο ζούσε.
«Κάποτε η Ασημίνα, ως συνήθως, τσακώθηκε με τον άντρα της και του πέταξε μια πέτρα στο κεφάλι. Όπως ήταν επόμενο τον πήραν τα αίματα και τύλιξε το κεφάλι του με ενα σαρίκι. Θυμωμένος πολύ πήρε με την σειρά του μια τσάπα και κοπάνησε στο κεφάλι την ́ ́λατρεμένη ́ ́ του γυναίκα. Η Ασημίνα τύλιξε το κεφάλι της με ενα σαρίκι επίσης και άρχισε να τρέχει προς τα Τσάμια. Γύρω-γύρω στην πλατεία αγανάκτησαν οι χωριανοί να τους χωρίσουν».
Ξεκαρδίστηκα όταν παιδί ακόμα άκουσα αυτή την ιστορία.
Δυστυχώς αυτοί που βίωναν όλα αυτά τότε, οι κάτοικοι αυτού του σπιτιού, η Ασημίνα και τα παιδιά της δεν γελούσαν καθόλου. Πρωτότοκος ήταν ο Μήτσος, μετά η Στέλλα, ο Χρήστος,
ο Νικόλας, ο Λευτέρης και στο τέλος η Γόσα. Έξι παιδιά στο σύνολο. Έντεκα γέννησε η Ασημίνα μα τα πέντε τα’χασε στη γέννα.
Η γρια Ρουβίνα ήταν σκληρό καρύδι, ούτε μαμή να την ξεγεννήσει, ούτε τίποτα. Γεννούσε ή έθαβε τα παιδιά της μόνη της, στον μπαξέ, έκοβε μόνη της τον ομφάλιο λώρο, και χαιρότανε αν το παιδί ήταν ζωντανό ή έριχνε ένα κρυφό δάκρυ όταν έθαβε το νεκρό νεογέννητο. Η μηνιγγίτιδα θέριζε εκείνα τα χρόνια, τα εμβόλια, ο παιδίατρος ή ακόμα και αυτή η καθαριότητα θύμιζαν παραμύθι ή ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Την διάγνωση την κάνανε οι συγχωριανοί στο καφενείο.
«Για να βγήκαν μόνο τα αγόρια ρουβά θα είναι κληρονομικό. »
Η διάγνωση του καφενείου είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, έτσι ο Γιέργος έγινε αλκοολικός και η Ασημίνα, η γρια Ρουβίνα σήκωσε όλο αυτό το βάρος προσπαθώντας να επικοινωνήσει με τα ρουβά δημιουργώντας έναν δικό της κώδικα επικοινωνίας, ας πούμε μία νοηματική δικής της επινόησης.Δεν ακούστηκαν παιδικές φωνούλες στο σπιτικό της ούτε γελάκια μόνο μουγκρητά, και σαν μην έφτανε αυτό ο Νίκος, δεν ξέρω από πότε, φόρεσε τον τίτλο του τρελού του χωριού.
Είχε φάει τόσο ξύλο ο κακομοίρης στο κεφάλι, που δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάθει κάτι.
Η μητέρα μου πάντα έλεγε πως τα αδέλφια της όταν ήταν μικρά μιλούσαν.
🌼
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ
ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΕΤΑΙ
Το σπίτι της γριάς Ρουβίνας κατεδαφίζεται στο κεφάλι μου από τότε που ήμουν παιδί, για την ακρίβεια βρέφος.Οι πρώτοι σοβάδες πρωτοπέσαν πάνω μου τότε. Για να το προσδιορίσω χρονολογικά, το 1961 που είναι η χρονολογία της γέννησής μου. Έχω την εντύπωση ότι αυτό το σπίτι ήταν υπό κατεδάφιση από τότε.Η γριά Ρουβίνα βέβαια το μερεμέτευε, το ασβέστωνε και κατά κάποιο τρόπο συγκρατούσε τα δοκάρια του που τρίζαν να μην πέσουν με τα ίδια της τα χέρια.Τα χέρια της ερχόταν σε φοβερή αντίθεση με την επιδερμίδα του προσώπου της σαν η ίδια να αρνήθηκε να γεράσει μέχρι το 1994, την χρονιά που έκλεισε τα μάτια της στο Νοσοκομείο Πολυγύρου σε ηλικία 94ων ετών ή κάτι τέτοιο.
Αυτό δεν θα μπορούσα να το ξεχάσω γιατί τότε είχα το φροντιστήριο στην Νικήτη κι έμενα δίπλα της στην Ορμύλια.Είχα ήδη αποκτήσει το πρώτο μου αυτοκίνητο, ένα YUGO 900 κυβικά κι επειδή υπήρξα γκαζιάρα οι συγχωριανοί μου το αποκαλούσαν Γιουγκοσλάβικη Πόρσε. Έτσι η γιαγιά μου παρόλο που δεν με χώνευε μου ζήτησε να την μεταφέρω εγώ στο Νοσοκομείο. Την τοποθέτησα στο κρεβάτι της και έφυγα γιατί είχα δουλειά. Η Ρουβίνα δύο πράγματα μου ζήτησε πριν φύγω από κει. Να μην αδικήσω τα Ρουβά παιδιά της και κοιτώντας προς το ταβάνι δείχνοντας με τον δείχτη του δεξιού της χεριού είπε πως ήθελε να ζήσει άλλη μία μέρα. Το τελευταίο δεν μπόρεσα να της το πραγματοποιήσω σαν τελευταία επιθυμία της αυτό που μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω είναι πως δεν ήμουν εγώ που αδίκησα τα κωφάλαλα παιδιά της Ρουβίνας μα ούτε και τώρα παραμονή στο κλείσιμο του Κτηματολογίου έχω πρόθεση να διεκδικήσω οτιδήποτε δεν είναι δικό μου. Στην μνήμη της αυτό που μπόρεσα έκανα. Άλλωστε σε αυτήν την Ιστορία υπήρξα κι εγώ όπως και τα παιδιά μου που δεν μας άφησε ανέγγιχτους. Η περιπέτειά μου έχω την πεποίθηση πως δεν ήταν άσχετη.
Τα παιδιά μου βέβαια ήρθαν αργότερα και δεν γνώρισαν από κοντά την προγιαγιά τους αλλά ακόμα κι εμένα την εποχή που είχα το φροντιστήριο στην Νικήτη Χαλκιδικής και οπωσδήποτε δεν μπορούν να φανταστούν την περιπέτεια μου ως επαγγελματία, καθηγήτρια Αγγλικών και
ιδιοκτήτρια Φροντιστηρίου.Θα νόμιζε κανείς πως όλα αυτά με τα φροντιστήρια είναι άσχετα με την Ιστορία μας αλλά κάπου σε όλα αυτά υπήρξα κι εγώ. Νέα εργατική και δυναμική που όμως κάτι δεν πήγαινε καλά με τα αισθηματικά μου αν και από την ημέρα που το φροντιστήριο μου έγινε επιτυχημένο και κατά συνέπεια μύριζε χρήμα η υπόθεση αρκετοί γαμπροί από τα γύρω χωριά μου στέλναν τα προξενιά.
Θα μπορούσα οπωσδήποτε να κάνω ένα γάμο χωρίς ιδιαίτερους συναισθηματισμούς αλλά ήμουν ήδη ερωτευμένη με ένα συγχωριανό μας που αν και κάναμε πολύ παρέα, τόσο όσο να τον συμπαθήσω και στην συνέχεια να τον αγαπήσω η αγάπη αυτή δεν ευόδωσε γιατί ο Μήτσος
ήταν ήδη δεσμευμένος με την Γιώτα αλλά εγώ αυτό δεν το ήξερα. Καταλάβαινα όμως πως περνούσαν τα χρόνια και δεν είχα ελπίδες αν και ο Μήτσος ήρθε από την Ορμύλια στο φροντιστήριό μου και γράφτηκε ως μαθητής στο τμήμα ενηλίκων που για να λειτουργήσει ο Μήτσος κάλεσε και τον κρεοπώλη της Νικήτης κι έτσι είχα δύο μαθητές στο τμήμα. Στην Ορμύλια οι φίλοι του άλλο που δεν ήθελαν για να του κάνουν καζούρα και τον φώναζαν ο μαθητής.
Τα αισθηματικά δεν πήγαν πολύ καλά αλλά ως επαγγελματίας είχα δημιουργήσει μια εξαιρετική φήμη. Πρώτον γιατί οι μαθητές μου πρόκοβαν και το φροντιστήριο έκανε 100% επιτυχία στις εξετάσεις PALSO και δεύτερον διότι από σύμπτωση και συνωνυμία στην Χαλκιδική υπήρχε μια ακόμα Ζαχαρία Μαρία που πουλούσε έπιπλα. Το Radio TV Χαλκιδικής διαφήμιζε συνέχεια τα έπιπλά της και κάποια στιγμή άρχισε να διαφημίζει κι εμένα με το φροντιστήριο ενώ δεν το είχα ζητήσει. Όλοι νόμιζαν τότε ότι εκτός από Φροντιστήρια έχω και μαγαζί με έπιπλα όπως ότι εγώ και ο Μήτσος ήμασταν ζευγάρι. Ούτε το ένα ήταν αλήθεια, ούτε το άλλο. Αυτή όμως η περίοδος της ζωής μου ήταν ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να γνωρίσω πολλούς Ορμυλιώτες και Ορμυλιώτισσες και να τους συμπαθήσω.
Αξέχαστες θα μείνουν οι αδελφές Νίκου που μπήκαν τότε στον κόπο να με πάνε στα χωράφια τους για να δω τα γουρουνάκια. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ονόματα μα η σκέψη μου τρέχει στις πρώτες δυσκολίες που αντιμετώπισα για την ίδρυση του φροντιστηρίου μου στην Νικήτη. Αν δεν έβρισκα το Τζήτζιο Γιάννη που ανέλαβε τα σχέδια ως Πολιτικός Μηχανικός αφιλοκερδώς, μόνο και μόνο γιατί από πάντα ενδιαφερόταν για το καλό του τόπου του, της Νικήτης νομίζω δεν θα τα είχα καταφέρει. Εκτός από αυτό, οι γονείς του με δέχτηκαν σπίτι τους σαν δικό τους παιδί και μάλιστα τον πρώτο καιρό νοίκιαζα εκεί πληρώνοντας μόνο ελάχιστα χρήματα ενώ η συγχωρεμένη η μητέρα του η κυρία Δήμητρα μου είχε δώσει δικαίωμα να ανεβαίνω σπίτι της ότι ώρα ήθελα για να φάω. Η οικογένεια Τζήτζιου μου στάθηκε στα πρώτα βήματα της καριέρας μου ως ιδιοκτήτρια Φροντιστηρίου καλύτερα από δική μου. Πάντα θα είμαι ευγνώμων και υπόχρεη.
Η αλήθεια βέβαια για τα χρήματα που χρειάστηκα στο ξεκίνημα της ίδρυσης του σχολείου μου είναι πώς μου τα έδωσε ο αδελφός μου. Ο Γιώργος Ζαχαρίας μόλις είχε γυρίσει από την Κρήτη που δούλευε εκεί ως Μάναντζερ του Youth Hostel Αγίου Νικολάου, Νομού Λασιθίου και για κάποιο διάστημα στα δημόσια έργα ως εργάτης. Το ακριβές ποσό που μου έδωσε ήταν 160. 000 δραχμές . Όλα του τα λεφτά δηλαδή. Έτσι παρήγγειλα σε ένα φίλο ξυλουργό, τον Νίκο Γ. τα θρανία, τον πίνακα, την ταμπέλα του φροντιστηρίου με το όνομά μου και ότι άλλο θα χρειαζόμουν, στην πλατεία Άθωνος στην Θεσσαλοονίκη. Ο Νίκος βέβαια δεν χρησιμοποίησε πρώτης ποιότητας ξυλεία αλλά έβαλε όλη του την τέχνη και όλο του το μεράκι. Οι μαγαζάτορες της πλατείας όταν τα ετοίμασε βγήκαν έξω από τα καταστήματά τους και παίξαν τους μαθητές και τους καθηγητές.
Εγώ βέβαια τα έμαθα όλα αυτά αργότερα από τον παππού τον Στεφανή που το διασκέδασε ιδιαίτερα. Τότε ακόμα δεν υπήρχε ταβέρνα με το όνομα «Πίνακας» μα νομίζω πώς έκανε τόσο πολύ εντύπωση η παράταξη των θρανίων μου στην μικρή πλατεία που αργότερα κάποιοι ονόμασαν έτσι την ταβέρνα τους που μέχρι σήμερα υπάρχει. Ο Νίκος φόρτωσε τα θρανία σε ένα φορτηγό και τα μετέφερε στην Νικήτη πετώντας σε όλη την διαδρομή διαφημιστικά για
το φροντιστήριο μου. Μου είχε ζητήσει κάποια από αυτά που είχα για το χωριό. Τα έβγαλε φωτοτυπία και με διαφήμισε σε όλη την Χαλκιδική.
Ο Αγιασμός, την πρώτη μέρα θεώρησα πως ήταν απαραίτητος, όπως και τα μπισκοτολούκουμα για να κεράσω τους μικρούς και τους μεγάλους που θα μου έκαναν ποδαρικό. Αυτό που έγινε ήταν ανεπανάληπτο. Έγινε λαϊκό προσκύνημα. Πλήθος κόσμου έξω από το βενζινάδικο του μπάρμπα Γιάννη, απέναντι από το σημερινό ΑΒ supermarket. Τα μπισκοτολούκουμα δεν φτάσαν για όλους μα αν θυμάμαι καλά το καθιερώσαμε ως έδεσμα για εορταστικές περιπτώσεις.
Οι εγγραφές ξεκίνησαν με οιωνούς άριστους αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένη για το χρήμα. Έτσι για την εγγραφή δεν ζήτησα χρήματα ενώ οι συναδέλφισσες των άλλων σχολείων παίρνανε 5. 000 δραχμές. Σύντομα η μαμά μου με μάλωσε και αναγκάστηκα να ζητήσω τουλάχιστον 1. 000 δραχμές. Στο μικρό αυτό χωριό των 1. 000 κατοίκων, είχα περίπου 150 μαθητές και μαθήτριες.
Το πρώτο διάστημα, πριν αγοράσω την Γιουγκοσλάβικη Πόρσε, δηλαδή το YUGO μου πήγαινα από την Ορμύλια φορτωμένη στην καρότσα του Παύλου που είχε ένα DATSUN με τους εργάτες και την μπετονιέρα. Επίσης νιώθω υπόχρεη για τον φίλο μου τον Παύλο από την Ορμύλια όχι μόνο για τις εξυπηρετήσεις αλλά γιατί τότε το είχα διασκεδάσει πολύ.
Σύντομα μετά από κάποιες προσπάθειες να ζήσω ενοικιάζοντας στην Νικήτη, ανακαίνισα μερικώς το σπίτι μας στην Ορμύλια κι έχοντας αποκτήσει το πρώτο μου αυτοκίνητο πηγαινοερχόμουν στην δουλειά με άνεση.
Έτσι πρωτοέφραξα και το σπίτι μας στο χωριό μα η περίφραξη δεν ήταν γραφτό να κρατήσει πολύ.
Πολύ αργότερα μετά τον θάνατο του θείου Νίκου, η Λαμάρα σύζυγος του θείου Λευτέρη μου έδειξε κάποια χαρτιά που είχαν έρθει από τον δήμο Ορμύλιας και λέγαν πως το σπίτι της Ρουβίνας έπρεπε να κατεδαφιστεί και οι κληρονόμοι έπρεπε να πληρώσουν τα κατεδαφιστικά.
Η στιγμή δεν ήταν η κατάλληλη, ήταν στην κηδεία του θείου Νίκου. Αυτός ήταν ένας λόγος να κοιτιόμαστε βλακωδώς χωρίς να λέμε πολλά.
Η Λαμάρα όμως νομίζοντας πως εγώ θα καταλάβω μου έδειξε ένα μάτσο ταυτότητες (ID cards) του θείου Νίκου και κυριολεκτικά έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Αυτό είναι παράνομο σκέφτηκα αρχικά. Μετά όμως θυμήθηκα πως πολλές φορές μας πέρναν τηλέφωνο από το χωριό να μας πουν πως ο Νίκος πέθανε. Η μητέρα μου τότε άρχιζε να τρέχει για να διαπιστώσει πως αυτό ήταν ανακρίβεια ή πλάκα ώστε να με καθησυχάσει τηλεφωνικά γιατί εγώέλειπα. Τι είδους πλάκα σκέφτηκα είναι αυτή όταν μετά τον θάνατο της μητέρας εγώ έπρεπε να παραδώσω αμέσως την ταυτότητά της στο γραφείο κηδειών για να μου δώσουν την επομένη την ληξιαρχική πράξη θανάτου της;
Έτσι άρχισα να σκέφτομαι πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
Επίσης φέρνοντας τον θείο Νίκο στην μνήμη μου μετά από όλα αυτά πιστεύω πως δεν ήταν τρελός αλλά παιδί με ειδικές ανάγκες που κάποιος μπορούσε να διαπιστώσει χωρίς πολλές γνώσεις αφού ήταν κουφός και μουγκός κατά 100%. Με αυτό το ποσοστό αναπηρίας δούλευε και στα χωράφια και είχε επίσης σύνταξη και από τον ΟΓΑ εκτός από το προνοιακό του επίδομα! Και σε αυτό υπήρχε ερωτηματικό κι από μένα αλλά και από την Λαμάρα. «Τότε ποιός έπαιρνε τις συντάξεις του θείου Νίκου όσο αυτός ήταν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Σταυρούπολης στην Θεσσαλονίκη;»...
Δυο χρόνια αργότερα το τηλέφωνο χτύπησε την ώρα που εγώ και η μητέρα μου κατεβαίναμε τα σκαλιά από το σπίτι της στις 40 Εκκλησιές για να εισαχθεί στο νοσοκομείο για μία επέμβαση ρουτίνας όπως μας είχαν πει, πέτρα στην κύστη. Το τηλεφώνημα ήταν από την αστυνομία Πολυγύρου. «Ημητέρα σας κληρονομεί μερίδιο του σπιτιού της γιαγιάς σας Ασημίνας Μαρδά στην Ορμύλια.
Η μητέρα μου έκπληκτη με ρώτησε αν κληρονομεί και έγνεψα καταφατικά...
Δεν το συζητήσαμε καθόλου, προείχε η υγεία της και άλλωστε δεν χωρούσε χαρά στην λέξη «κληρονομιά» μια που οι κληρονόμοι ήταν τόσοι πολλοί και το μπέρδεμα μεγαλύτερο.
Δυσκολεύομαι ν’ ακολουθήσω την συνέχεια των γεγονότων. Ο νους μου τριγυρίζει στα στενά της Θεσσαλονίκης, εκεί που η μητέρα πρωτογνώρισε τον πατέρα μου.
Κατηγοριοποιώντας τις εποχές, οι Ιστορίες μοιάζουν μα κάθε μια είναι κάτι πολύ ξεχωριστό ιδιαίτερα για τους απογόνους αυτών που χτίσαν την ιστορία, την οικογένεια!
🌼
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18. Ο ΘΕΙΟΣ ΝΙΚΟΣ
Του Νικόλα του άρεσε να πηγαίνει στο καφενείο του Παύλου, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Σούπερ Μάρκετ του Γ. Γιέργου κι αυτό κλειστό όμως πια. Εκεί οι χωριανοί τον κέρναγαν ούζα και αυτό τον έκανε να φαίνεται κάπως.
Έτσι τον βάζανε να χορεύει χωρίς βέβαια να μπορεί ν’ακούει την μουσική για να διασκεδάσουν.
Ο Νίκος βέβαια ήταν ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Θυμάμαι πως κάποτε έκλαιγα καθισμένη στο μπαλκόνι του σπιτιού μας κι αυτός μου σκούπιζε τα δάκρυα με τα χέρια του.
Παρόλα αυτά η παρουσία του τους ντρόπιαζε και τον θεωρούσαν μπελά που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν κι έτσι αποφάσισαν να τον κλείσουν στο δημόσιο Ψυχιατρείο Σταυρούπολης, Θεσσαλονίκης λέγοντας πως δεν μπορεί να διαχειριστεί την περιουσία του, το 50% του παλιού σπιτιού της Ρουβίνας, κάποια χωράφια και το ποσοστό που του αναλογούσε από τον κλήρο του πατέρα του από 27 στρέμματα γης. Το δυσάρεστο όμως είναι πως δεν μπορούσε λένε να διαχειριστεί και τις συντάξεις του, αυτή της πρόνοιας με 100% κώφωση και της αγροτικής. Πολλοί λένε πως τις συντάξεις της κρατούσε η Ρουβίνα με τον Λευτέρη. Αυτά όμως είναι εικασίες διότι άλλοι λένε πως τις συντάξεις τις έπαιρνε ο γαμπρός νο 2, ο παπά-Γιώργης με την γυναίκα του την θεία μου την Γόσα. Κανείς δεν ξέρει κι όλοι αποφεύγουν να μου μιλήσουν ίσως γιατί δεν θέλουν να απαντήσουν σε ενδεχόμενες ερωτήσεις τέτοιου τύπου.
Οι συνθήκες εκεί ήταν φρίκη. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν μαζί του και τον πλάκωναν στα ψυχοφάρμακα ή τον έδεναν στο κρεββάτι του με ιμάντες, με λουριά και χειροπέδες. Η μητέρα μου που τον επισκεπτόταν συχνά τους έλεγε να μην τον δένουν διότι δεν είναι τρελός αλλά κωφάλαλος. Ποιός όμως θα άκουγε την φτωχή μητέρα μου, η διάγνωση έλεγε «ψυχωτικός», πώς να παλέψεις την διάγνωση των γιατρών, την ξύλινη γλώσσα τους και το σύστημα του νοσοκομείου που έλεγε καταστολή; Αυτό ευτυχώς κράτησε μόνο μερικά χρόνια, δεν θυμάμαι πόσο,θα σας γελάσω.
Κράτησε όμως αρκετά για να πλουτίσουν αυτοί που σφετερίζονταν την σύνταξή του χωρίς να του προσφέρουν ούτε ένα πακέτο τσιγάρα. Κάποιοι μάλιστα είπαν πως οι ψυχίατροι και το νοσοκομειακό προσωπικό της Σταυρούπολης φάγανε τα λεφτά του θείου Νίκου. Αυτό το τελευταίο θα ακουγόταν σαν κάτι παράλογο αλλά η ίδια η ζωή έδειξε πως τέτοια έχουν γίνει και σε άλλες οικογένειες στο παρελθόν όπου αγράμματοι άνθρωποι δεν είχαν την τεχνολογία στα χέρια τους αλλά ούτε και λεκτικά μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους επιχειρηματολογώντας.
Ο Θεός τον λυπήθηκε τον θείο Νίκο και τον ανακάλυψαν οι κοινωνικοί λειτουργοί. Κρίνανε δε πως ο Νικόλας δεν είναι ψυχασθενής ούτε ψυχωτικός αλλά άτομο με ειδικές ανάγκες και τον πήραν από την κόλαση της ασυνεννοησίας που ζούσε άδικα. Έτρεχε τότε κάποιο πρόγραμμα από την ΕΟΚ που επιδοτούσε ένα Ίδρυμα στην Προσοτσάνη Δράμας και περιθάλψαν αυτόν και τις ειδικές ανάγκες του.Το δωμάτιό του καθαρό και περιποιημένο, καθαρά ρούχα, τα τσιγάρα του που τα πλήρωνε από τις συντάξεις του, καλό φαγητό με όλα τα γεύματα, (mini bus)για τις βόλτες του μαζί με άλλα παιδιά που μέναν εκεί και βέβαια το καλοκαίρι τα θαλασσινά του μπάνια.
Πριν να συμβεί αυτό το θαύμα, ο Νίκος κάποια στιγμή το είχε σκάσει από την Σταυρούπολη γιατί δεν άντεχε άλλο.Ήθελε να πάει στο χωριό του αλλά δεν ήξερε πως και περιφερόταν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, συγκεκριμένα,εκεί στην πλατεία Ναυαρίνου ήταν που τυχαία τον συνάντησε ο αδελφός μου ο Γιώργος. Μετά την πρώτη έκπληξη,ο Γιώργος μη μπορώντας να συνεννοηθεί με τον θείο, πήρε αμέσως τηλέφωνο την μητέρα μου που ήρθε αμέσως. Ο Νίκος της είπε πως δεν ήθελε να ξαναγυρίσει στην Σταυρούπολη και πως ήθελε να πάει στο χωριό του. Αυτό του είπε η μαμά πως δεν γίνεται. Τότε αυτός της ζήτησε να μείνει μαζί της στην Θεσσαλονίκη. Μα ούτε κι αυτό γινόταν διότι η μαμά δεν είχε αρκετά λεφτά και την σύνταξή του κανείς δεν ήξερε ποιος την παίρνει. Έτσι παίρνοντάς τον με το καλό τον έπεισε να ξαναγυρίσει στην Σταυρούπολη. Ο Νίκος ρώτησε για μένα που έλειπα ως συνήθως σε κάποιο σχολείο κάπου στην Ελλάδα παλεύοντας με τα δικά μου
προβλήματα. Ο θείος μ’ αγαπούσε πολύ, κυρίως είμασταν παιδικοί φίλοι. Ήταν ο μόνος που χαιρόταν να παίζει μαζί μου και να μου αφιερώνει χρόνο από όλη την οικογένεια της μαμάς. Προσπάθησε να μου μάθει ποδήλατο μα στάθηκε αδύνατο και η προσπάθειά μας τελείωσε με το πρώτο οδικό μου ατύχημα. Έπεσα πάνω στην σκάλα της Ρουβίνας καθώς με έσπρωχνε με το ποδήλατο και χτύπησα παντού,κυρίως στο όμορφό μου πρόσωπο που πρήστηκε τόσο πολύ ώστε να νομίζω πως δεν θα ξαναμιλήσω κι εγώ ποτέ πια. Μ’ανέβασε μια άλλη φορά στα καπούλια του γαϊδάρου χωρίς να τον σελώσει και τρέχαμε τόσο πολύ ώστε η κακομοίρα η μάνα μου να φρικάρει τόσο που ούρλιαζε μα ο Νίκος δεν άκουγε, νόμιζε ότι χαιρόταν. Ευτυχώς η βόλτα με το γαϊδουράκι δεν τελείωσε με ένα ατύχημα ακόμα.
Υπήρξαν όμως πολλά άλλα ατυχήματα που μου συνέβησαν στο χωριό. Μια μέρα αφού οι γειτόνισσες μου είχαν κάνει το σεμινάριο για το κέντημα και το πλέξιμο με τσιγγελάκι, πήρα κι εγώ το εργόχειρό μου κι άρχισα να κεντάω. Ο Νίκος όμως ήθελε να παίξουμε και μου έδωσε μια σπρωξιά ώστε η βελόνα που την κρατούσα με το δεξί μου χεράκι να καρφωθει στον καρπό του αριστερού χεριού. Η μητέρα έξαλλη πήγε να την βγάλει μα αυτή έσπασε στην μέση. Η μισή ήταν μέσα στο χεράκι μου κι έτσι αρχίσαμε να τρέχουμε στα χειρουργεία της Θεσσαλονίκης για να κρατήσει η επέμβαση τέσσερις ώρες. Ο Νίκος στο χωριό έκλαιγε και φώναζε πως δεν το ήθελε. Όταν μετά από πολύ καιρό με ξαναείδε πάλι γερή και δυνατή, η χαρά του δεν περιγράφεται. Από τότε με πρόσεχε πάρα πολύ. Όταν με πλησίαζε μύγα, μέλισσα ή κουνούπι έμπαινε μπροστά μου να τα διώξει και μου έλεγε πως αν αυτά τα έντομα με πειράξουν θα τα φάει. Δυστυχώς όταν μια μέρα αυτός έλειπε μία σφήγκα με τσίμπησε στον δεξιό μηρό στο πίσω μέρος κι αρχίσαμε να τρέχουμε πάλι προς τα χειρουργεία της Θεσσαλονίκης για να αποχωριστεί ο δύστυχος για άλλη μια φορά την παιδική του φίλη. Όταν βέβαια πέρασε η ταλαιπωρία μου το μόνο που με απασχολούσε ήταν αν ο θείος Νίκος τελικά έφαγε την καταραμένη σφήκα που με τσίμπησε.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ τον αγαπούσα και τον σκεφτόμουνα όλα αυτά τα χρόνια που δυστυχώς δεν κατάφερα να πάω να τον δω ούτε στην Σταυρούπολη μα ούτε κι αργότερα στην Δράμα. Του έστειλα όμως φωτογραφίες από τον γάμο μου και από τα δίδυμα αγόρια μου, γράφοντας επεξηγήσεις για τις κοινωνικούς λειτουργούς. Ήθελα να με δει νύφη και να καμαρώσει τα εγγόνια του από την ανιψιά του. Του έστειλα και ζωγραφιές των παιδιών μου. Πήρα δε τηλέφωνο στο Ίδρυμα και τους είπα να βάλουν αυτές πάνω από το κρεββάτι του και να του πουν πως τον αγαπάω και πως όταν μπορέσω θα τον επισκεφτώ.
Αυτό στάθηκε αδύνατον διότι μεγάλωνα τα δίδυμα στο Περιστέρι στην Αθήνα και δίδασκα σε δύο ή τρία σχολεία ταυτόχρονα τότε. Ούτε την μάνα μου δεν προλάβαινα να πάω να δω και είχα κι εγώ τα δικά μου προβλήματα.
Ο Νικόλας Μαρδάς πέθανε τον Νοέμβριο του 2014 ή 2015 στην Προσοτσάνη Δράμας σε ηλικία μόνο 75 χρονών.Το τηλεφώνημα από το ίδρυμα με βρήκε στο σπίτι της μητέρας στις 40 Εκκλησιές στην Θεσσαλονίκη. Μόλις είχα φτάσει από Αθήνα με το τρένο και μετά από το ολονύχτιο ταξίδι μου η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Έκλαψα τότε για τον παιδικό μου φίλο, τον θείο Νίκο, το καλύτερο και πιο παρεξηγημένο παιδί στον κόσμο. Έκλαψα γιατί δεν πρόλαβα να τον επισκεφτώ και να τον δω πριν πεθάνει όπως του είχα υποσχεθεί. Τους είπα όμως πως ο Νίκος έπρεπε να ταφεί στο χωριό του, έστω και μετά θάνατον έπρεπε να γυρίσει στο χωριό του γιατί αυτή ήταν η επιθυμία του
Οι Χιλιομετρικές αποστάσεις δεν μου επέτρεψαν να τον επισκεφτώ μα έχω επισκεφτεί πολλούς συναδέλφους μου και συναδέλφισσές μου που νοσηλεύτηκαν σε Δημόσιο Ψυχιατρεία στην Αθήνα. Εδώ ίσως πρέπει να θυμηθώ ενδεικτικά ένα περιστατικό με την φίλη μου και συνάδελφο της Ελληνικής Φιλολογίας, την Ελένη, που νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρικό τμήμα του Νοσοκομείου Σωτηρία.
Ο φίλος μου ο Κώστας Κυπριακής καταγωγής μ’ ενημέρωσε πως η συνάδελφος μου έχει σοβαρά προβλήματα με τ’ ανίψια της που απειλούσαν να της πάρουν από τα χέρια της την περιουσία της, ένα ιδιόκτητο σπίτι στο Παγκράτι,Αθήνα κι ένα εξοχικό πάνω στην άμμο σε απόσταση αναπνοής από την καταγάλανη θάλασσα της περιοχής Ζαχάρω,Πελοπόννησος. Αμέσως, εγώ, ο Κώστας, ο Duncan και τα μικρά μου δίδυμα τότε μπήκαμε στο αμάξι μου και πήγαμε να την επισκεφτούμε. Την βρήκαμε ιδιαίτερα στενοχωρημένη και της ζήτησα να επιβεβαιώσει τα νέα που είχα μάθει.
Μετά από αυτό άφησα την οικογένειά μου και τον φίλο μου τον Κώστα μαζί της και πήγα να δω τους ψυχιάτρους. Με ρώτησαν ποια είμαι και τι βαθμό συγγένειας έχω με την ασθενή τους. Τους απάντησα πως είμαι από την ΟΛΜΕ κι έτσι μαλάκωσαν. Ευτυχώς ο νόμος άλλαξε και η Ελένη που δεν παντρεύτηκε ποτέ αλλά δεν έχει και δικά της παιδιά μπορεί να διαχειριστεί την περιουσία της χωρίς να κινδυνεύει από τα ανίψια της.
Ένα άλλο περιστατικό που πρέπει να αναφέρω είναι πως ο διευθυντής μου ο κος Σ. μ’ έστειλε στο Δρομοκαΐτιο νοσοκομείο να επισκεφτώ την γυναίκα του Τσοχατζόπουλου, του γνωστού πολιτικού του ΠΑΣΟΚ που καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος, λέγοντάς μου πως είναι κρίμα γιατί είναι μάνα κι έχει ένα αγοράκι που το αποχωρίστηκε. Εγώ βέβαια πήγα και την έψαξα μα στάθηκε αδύνατον να την βρω. Κάποια ασθενής μου αποκάλυψε πως την είχαν στα βαριά περιστατικά κλειδωμένη πίσω από κάγκελα βαριά επίσης που δεν γνώριζα ότι υπήρχαν. Αυτό το ανέφερα στον διευθυντή μου τον κο Σ. και ένιψα τας χείρας μου!
Ίσως θα αναρωτιέσαι βέβαια σε τι μπελάδες έμπλεξα με το που αντιλήφθηκα την άλλη μέρα από τα κεντρικά δελτία ειδήσεων αυτά που συνέβησαν μετά. Οι δημοσιογράφοι, την ανακάλυψαν αφού αυτή αποπειράθηκε να δραπετεύσει γιατί της είπαν συγκρατούμενοί της πώς μια θεία της την επισκέφτηκε.
Την άλλη μέρα οι δημοσιογράφοι είχαν το ρεπορτάζ που πραγματικά στα νούμερα της ακροαματικότητας κάναν γκελ. Η σύζυγος του Τζοχατζόπουλου στα κάγκελα και πάνω από το κρεββάτι της έγραφε «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΘΕΟΣ» με ημίγυνη και αποκαλυπτική ένδυση πόζαρε η πρώην κυρία των τιμών μέσα στην ψυχιατρική μονάδα του Δρομοκαΐτιου νοσοκομείου ενώ οι εικασίες για την κυρία που την επισκέφτηκε την προηγούμενη μέρα ακριβώς πηγαίναν κι ερχόντουσαν. Οι δημοσιογράφοι βέβαια που ψοφάν για την είδηση και τις εικασίες νόμιζαν πως εγώ είμαι η θεία της διαταραγμένης συζύγου του πρώην υπουργού Αμύνης κατάφεραν να εισβάλλουν στα κινητά της οικογενείας μου προκαλώντας μου τρόμο γιατί εγώ και ο άντρας μου καμιά σχέση δεν είχαμε ούτε με την πολιτική μα ούτε και τον πολιτικό λόγο. Από άποψη ανθρωπιάς επισκέφτηκα μια κοπέλα που διαταράχτηκε από τα δεινά που βρήκαν την οικογένειά της. Αυτό συνέβη όταν συμπλήρωνα ωράριο στο 8ο Γυμνάσιο Περιστερίου.
Στην κηδεία του θείου Νίκου ήρθε όλο το χωριό, δεν έχω ξαναδεί τόσο πολύ κόσμο σε κανενός ανθρώπου την κηδεία.Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση ήταν πως ο θείος Νίκος στο φέρετρο μέσα έδειχνε να είναι χτυπημένος στον δεξιό κρόταφο και το είπα ιδιαιτέρως στην μαμά μου η οποία απόρησε επίσης. Θυμήθηκα όμως πως όταν ο Νίκος αγανακτούσε με καταστάσεις που δεν μπορούσε να διαχειριστεί χτυπούσε μόνος του το κεφάλι του στον τοίχο. Σε αυτήν την περίπτωση υποθέτω αν το έκανε ήταν γιατί του έλειπε πολύ το χωριό του και κανείς μας δεν βρήκε χρόνο να πάει να τον επισκεφτεί. Ντροπή μας.
Εγώ βέβαια βρήκα τον μπελά μου. Ο θείος Χρήστος με απείλησε με μια καρέκλα που σήκωσε πως θα με χτυπήσει, Θεός σχωρέστον, κι ο θείος Λευτέρης με απειλητικό τρόπο μου έδειξε την είσοδο του σπιτιού του ώστε να καταλάβω πως δεν θα ξαναμπώ ποτέ ξανά εκεί μέσα.
Υπέθεσα βέβαια πως αγρίεψαν γιατί χαιρέτησα και μίλησα την άλλη αδελφή τους την Μαίρη η Γόσα μέσα στην εκκλησία την ώρα της κηδείας. Η αδελφή τους και ο γαμπρός νο2, δηλαδή ο παπά-Γιώργης είχανε φτάσει στα δικαστήρια με τους Ρουβούς μετά που ο θείος Λευτέρης ξυλοκόπησε την αδελφή του και την κυνήγησε οδηγώντας το Datsun ή με τα πόδια για να την σκοτώσει όπως είπαν οι χωριανοί.
Αυτά βέβαια μπορεί και να μην τα πίστευα μα ο θείος Λευτέρης δεν δίστασε να χτυπήσει και την μάνα μου, την Στέλλα, την άλλη αδελφή του, μια από τις τελευταίες φορές που αυτή πήγε στο χωριό. Η μητέρα μας το έκρυψε από μένα και τον αδελφό μου, όταν γύρισε τραυματισμένη, μας είπε ότι έπεσε.
«Ουδέν κρυπτόν»όμως, έμαθα την αλήθεια και από τον θείο Χρήστο αλλά και από άλλους χωριανούς. Ο Λευτέρης την χτύπησε μπροστά στο σπίτι του στον ίδιο δρόμο και μπροστά στα μάτια των γειτόνων. Υποθέτω βέβαια πως πάντα ο λόγος που αγρίευε ο Λευτέρης ήταν ο Κλήρος των 27 στρεμμάτων, γης που ο ίδιος καλλιεργούσε κι έπαιρνε τον καρπό και βεβαίως τα έσοδα ενώ ο κλήρος ανήκε και στα έξι αδέλφια.
🌼
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28. 2017
...............................................
Καθώς οι φιγούρες των γυναικών που ήταν κάποτε συγκεντρωμένες στον σόμπορο με τα σκαμνάκια τους ξεθωριάζουν σαν ξεφτισμένη παλιά γκραβούρα στα γυρίσματα του χρόνου και οι μνήμες μας τις κρατάν ζωντανές με τις μυρωδιές που αναδύονται από τις κουζίνες τους στην γειτονιά, την ώρα που η γιαγιά η Νίκενα απλώνει τον τραχανά της, η γιαγιά η Άννα η Στεργιούδενα ετοιμάζει το γλυκό πελτέ, η γιαγιά Ζγουράφω με την αδελφή της την γιαγιά Πανάγιω μαγειρεύουν ιμάμ μπαιλντί και η γιαγιά η Φασούλενα καθαρίζει τα φασολάκια της, τα δικά μας παιδικά όνειρα μπλέκονται με των παιδιών μας πάνω στον χωματόδρομο της γειτονιάς μας στην Ορμύλια στην οδό Εμμανουήλ Παππά.
Ψάχνοντας μέσα στην ντουλάπα της μαμάς μου ανακαλύπτω μια τρόκνια που οι παλιές αγρότισσες του χωριού συνήθιζαν να τροκνίζουν τα μωρά τους ενώ σκάβανε την γης μας. Ανακαλύπτω επίσης την βάση από το παλιό σίδερο με κάρβουνο της Ρουβίνας, καλοβαμένη και καλοδιατηρημένη, δυστυχώς όχι και το παλιό της σίδερο που δεν γνωρίζω τι απέγινε.
Απουσιάζουν και τα υφαντά προικιά της μητέρας μου,όλα χειροποίητα από τον αργαλειό και τα χρυσά χέρια της γιαγιά μου, της Ρουβίνας.
Στην γειτονιά μας ακούγονται μόνο σπαστά Ελληνικά με προφορά ξενική. Η ιδέα που τριγύριζε στο νου μου όταν ξεκίνησα να γράφω την Ιστορία του σπιτιού της, ήταν πως αυτό το σπίτι θα μπορούσε να κριθεί διατηρητέο και να αναπαλαιωθεί από την πολιτεία ώστε να γίνει Λαογραφικό Μουσείο και να στεγάσει όλη την Πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας. Αργαλειοί, τρόκνιες, ρόκες, παλιά σίδερα με κάρβουνο, υφαντά των γιαγιάδων μας που κάποιοι ασυλόγιστα πετάμε μέχρι και ιστορίες (μασάλια) του χωριού που όπως πληροφορήθηκα έχουν γραφεί κάποιες, με την παράδοσή μας, τις συνταγές μας, φωτογραφίες από αναπαραγωγή και την τοπική διάλεκτο μας. Όλα αυτά χάνονται μέσα στο ανακάτεμα των πολιτισμών και τον σύγχρονο τρόπο ζωής.
Δυστυχώς όμως αυτό είναι ένα όνειρο και μάλιστα μόνο δικό μου ενώ το παλιό σπίτι της Ρουβίνας χτίστηκε στα μέσα ή στο τέλος του προπερασμένου αιώνα που της δόθηκε ως γαμήλιο δώρο από τον πεθερό της τον Δημήτρη Μαρδά, οι κληρονόμοι του σπιτιού αυτού σήμερα είναι ο θείος Λευτέρης που βιάστηκε να αρχίσει να το μερεμετεύει για να το μετατρέψει σε ενοικιαζόμενα δωμάτια —χωρίς να ξέρει μα κάποιοι τον σταμάτησαν— η θεία Μαίρη η παπαδιά που κι αυτή βιάστηκε να πληρώσει τα κατεδαφιστικά και το μερίδιο της μητέρας μου της Στέλλας που κληρονομούμε, εγώ κι ο αδελφός μου ο Γιώργος αλλά δεν έχουμε λεφτά.
Αν και το σπίτι έχει κριθεί ακατάλληλο για την δημόσια ασφάλεια νομίζω πως μόνο η σκεπή του θέλει άμεση επιδιόρθωση. Εύχομαι οι φόβοι μου να μην βγουν αληθινοί αλλά νομίζω πως με την κατεδάφιση του σπιτιού της Ρουβίνας, μέσα στα χαλάσματα θα ψάχνουμε κι εμείς και τα παιδιά μας την ταυτότητά μας ως Έλληνες. Υπάρχει άλλωστε πολύς χώρος μπροστά από το σπίτι που ονομάζεται οικόπεδο. Αυτό φτάνει για τους κληρονόμους!
Η Μαρία Ζαχαρία γεννήθηκε στην Θεσσαλονικη το 1961 και έχει καταγωγή από την ΟΡΜΥΛΙΑ
ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ από την πλευρά της μητέρας της.
Αποφοίτησε από το ΣΤ' Γενικό Λύκειο Θηλέων της Θεσσαλονίκης .
Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Α.Π.Θ.
Δίδαξε την Αγγλική Γλώσσα σε όλα τα επίπεδα στην Ιδιωτική και Δημόσια Εκπαίδευση από το
1986.Έχει επίσης διδάξει στα Ι.Ε.Κ του Νομού Ηρακλείου Κρήτης στο Τμήμα Ειδικό Μηχανογραφημένου Λογιστηρίου το 1997.
1980,σπούδασε την Σλαβομακεδονική Γλώσσα στο Κέντρο Ξένων Γλωσσών του Πανεπιστημίου Κυρίλλου και Μεθοδίου στα Σκόπια της Πρώην Γιουγκοσλαβίας.Αποφοίτησε κι έκανε την εγγραφή της στην Αγγλική Φιλολογία του ίδιου Πανεπιστήμιου.
1988,Ίδρυσε,δίδαξε και διηύθυνε το δικό της Φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών στην Νικήτη Χαλκιδικής με επιτυχία 100% στα πτυχία LOWER και PROFICIENCY.
1993 φοίτησε στο ESCUELA OFICIAL του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης στην Ισπανία,την Ισπανική Γλώσσα αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της
1994,δέχτηκε τον διορισμό της στον Νομό Λασιθίου στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση,ενώ δύο χρόνια αργότερα,πήρε μετάταξη στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση του Νομού Ηρακλείου Κρήτης.
Στον Νομό Λασιθίου δίδαξε στα Δημοτικά,Παλαικάστρου,Μακρυγιαλού και Κουτσουρά όπως και πριν από αυτό στο Γυμνάσιο και Λύκειο Σητείας σαν αναπληρώτρια.
Στον Νομό Ηρακλείου υπηρέτησε στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο Αγίου Μύρωνα.
1997,μετεκπαιδεύτηκε στο Alsager ,Crew University of MANCHESTER,στο Multicultural, Multiligual school of 21st century(Το Πολυπολιτιστικό ,Πολυπολυτισμικό Σχολείο του 21ου Αιώνα.
1999,δέχτηκε την μετάθεσή της στον Δήμο Περιστερίου ,στην Αθήνα.
Η πρώτη της οργανική θέση ήταν ήταν στο 2ο Λύκειο Περιστερίου και για να συμπληρώσει ωράριο,υπηρέτησε ταυτόχρονα στο 11ο Λύκειο και στο 13ο Λύκειο ,όπως και στο 2ο Γυμνάσιο
Περιστερίου.
Για τις ανάγκες της υπηρεσίας δίδαξε Θρησκευτικά και Ιστορία στην Α 'Λυκείου του 2ου Λυκείου Περιστερίου.
1999,παντρεύτηκε με τον Duncan Macmillan,με Ορθόδοξο Θρησκευτικό γάμο στον Άγιο Ιερόθεο Περιστερίου.
Από τον γάμο αυτό απέκτησε δίδυμα αγόρια ,τον Μάρκο Μακμίλαν και τον Αντρέα Μακμίλαν.Ο τρίτος γιός της ήρθε αργότερα από άλλον σύντροφο. Ο Άλεξ,είναι σήμερα 13 χρονών και είναι μαθητής στοHalkyon International School Of London U.K
Η τελευταία οργανική της θέση ήταν στο 10ο Λύκειο Περιστερίου, ενώ ταυτόχρονα για συμπλήρωση ωραρίου,υπηρέτησε και στο 7ο λύκειο Περιστερίου.
Το τελευταίο σχολείο που υπηρέτησε με απόσπαση ήταν το 8ο Γυμνάσιο Περιστερίου, κάνοντας χρέη γραμματείας και αναπλήρωση της κας Ζωής που είχε πάρει άδεια για να γεννήσει..
Στην Βόρεια Ελλάδα,δίδαξε εκτός από το δικό της φροντιστήριο Ξένων Γλωσσών ,στο Φροντιστήριο της Κας Έφης Παπαποστόλου ,σε όλα τα επίπεδα,στον Σταυρό Χαλκιδικής ,ενώ το Καλοκαίρι του'94,πρίν τον διορισμό της δίδαξε στο Φροντιστήριο Ξένων γλωσσών του Κου Γιώργου Κριάρη, στην Σητεία Κρήτης ( και το Καλοκαίρι του1987).
Μετά την πρόωρη συνταξιοδότησή τη με τον νόμο για μητέρες με ανήλικα παιδιά από το Ελληνικό Δημόσιο Σχολείο,ασχολήθηκε με την συγγραφή και την φωτογραφία.
Συμμετείχε στον διαγωνισμό Ποίηση-Μυθιστόρημα 2023 της ABLE MUSE, able muse@gmail.com που έχει έδρα στην Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ,.με δύο ποιήματα,μια μικρή Ιστορία αφιερωμένη Στον Κουρδικό Λαό κι έναν Λογοτεχνικό Ταξιδιωτικό Οδηγό στην Ελλάδα .(στα Αγγλικά).
Το πρώτο ποίημα είναι A MESSAGE TO NATURE(Μήνυμα στην Φύση),το δεύτερο,THIS IS A SMALL BLUE WORLD(Αυτός είναι ένας μικρός μπλέ κόσμος). και A STORY ON A T-SHIRT(Μια Ιστορία πάνω σε ένα μακό μπλουζάκι) με δεύτερο τίτλο CROSSING ARISTOTELOUS SQUARE(Διασχίζοντας την Πλατεία Αριστοτέλους).
Η μεγάλη αγάπη της για την φωτογραφία την οδήγησε σε πολλές φωτογραφικές ομάδες και πριν από έξη μήνες στην παγκόσμια φωτογραφική ομάδα με έδρα την Σουηδία,YOUPIC.
H YOUPIC,της έδωσε την τρίτη διάκριση για το φωτογραφικό της υλικό στην κατηγορία #landscape και#traveller achievement,που σκοπεύει με αυτό το φωτογραφικό υλικό να ντύσει τον Λογοτεχνικό Οδηγό της στην Ελλάδα.Αυτή η δουλειά βέβαια είναι χρονοβόρα και καθόλου εύκολη αφού την γράφει στα Αγγλικά και ενδεχομένως χρεάζεται μετάφραση στα Ελληνικά.
Η Μαρία Ζαχαρία βγήκε στα γράμματα το 2020,έχοντας δημοσιεύσει στο ηλεκτρονικό περιοδικό MONOCLE ,ενώ αργότερα δημοσίευσε στο ηλεκτρονικό περιοδικό HOMO UNIVERSALIS.
Ασχολείται και με μεταφράσεις Άγγλων και Αμερικάνων ποιητών.
Τα βιβλία της «Το φλύαρο πληκτρολόγιο της κυρίας ‘Β’» & «Για μια σονάτα κι ένα χάρτινο φεγγάρι» κυκλοφορούν από τις «εκδόσεις Όστρια». Ζει και εργάζεται στην Αθήνα από το 1999. (Πηγή: "Εκδόσεις Όστρια", 2024)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου