Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΤΖΑΚΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

The Fireplace by Childe Hassam

Γιάννης Βαρβέρης -ΈΛΑ ΓΙ’ ΑΠΟΨΕ

Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.


Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.


Cabin Fireplace is a painting by Doug Strickland


Τάκης Βαρβιτσιώτης - ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

Εξόριστος μές σ’ ένα μακρινό χιονοστρόβιλο
Κρυμμένος πάντα μες στην ομίχλη
Απλώνεις το χέρι σου στα πιο ταπεινά πράγματα

Στον καπνό που στέφει το τζάκι
Στο κλειδί που σκουριάζει στην έρημη πόρτα
Στη μικρούλα φωτιά του χειμώνα

Ξυπνάς τη βροχή που κοιμάται
Μες σ’ ένα γυάλινο φέρετρο

Ξυπνάς τ’ αρώματα των κάμπων
Και ντύνεσαι τη μελωδία τ’ ουράνιου τόξου

Έτοιμος για τη συγκομιδή του κενού.


 Peasant Sitting by the Fireplace Vincent van Gogh


Κώστας Βάρναλης -Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.

Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.

Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
http://users.uoa.gr/


Margaret Tarrant - Christmas Eve



Μιχάλης Γκανᾶς  - Χριστουγεννιάτικη ἱστορία 

Κάθεται μόνος
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
Κανείς δέ θά’ ρθει καί τό ξέρει,
κλεῖσαν οἱ δρόμοι ἀπό το χιόνι, σάν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα καί πάλι
καί τά ποτά κρυώνουν στό ντουλάπι.
Τό τσίπουρο στυφό, τό οὖζο γάλα καί τό κρασί ραγίζει τά μπουκάλια.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δέ μιλάει.
Στήν τηλεόραση χιονίζει,
Τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι
καί στίς παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν,
πού τόν κοιτάζουν ἀπ’ τό μέλλον.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
Καί μόνο τό δικό της βλέμμα
ἔρχεται ἀπό τά περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ το πρωί.
Πῶς νά τοῦ πῶ «Καλά Χριστούγεννα»,
Εὐχές δέ φθάνουν ὣς ἐδῶ,
Δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τό κλαδί τῆς μνήμης,
μά νά τρυπώσει δέν μπορεῖ στή μοναξιά του.
Μιά μοναξιά πού χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ ὅλα τά ὑλικά καί δίχως λόγια.

Κοντεύουν ξημερώματα κι ἀκόμη
Γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
μέ ἀργές κινήσεις σά νά τό χαϊδεύει.
Μένει στά δάχτυλα τό λάδι
ἀλλά τό χάδι χάνεται.
Θυμᾶται κυνηγετικές σκηνές
μέ ἀγριογούρουνα καί χιόνια ματωμένα,
πρίν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος
στήν μπούκα ἑνός κρυμμένου κυνηγοῦ,
πού τόν παραμονεύει ἀθέατος
ἀφήνοντας νά τόν προδίδουν κάθε τόσο
πότε μιά λάμψη κάνης,
πότε μιά κίνηση στίς κουμαριές
κι ἡ μυρωδιά ἀπ’ τό βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ὅτι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια καί μπαρούτι μαῦρο.
Ὅταν ἀποφασίσει νά τοῦ ρίξει
δέ θά προλάβει πάλι νά τόν δεῖ
πίσω ἀπ’ τό σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.

Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,
καί δέν τόν τιμωρῶ ἐγώ μ’ αυτές τίς σκέψεις,
πῶς νά πλαγιάσει καί νά κοιμηθεῖ.
Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,
ἕνας πατέρας πού τοῦ ἒτυχε
σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,
καί νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία
γιά νά τόν πάρει ὁ ὓπνος.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά πάρε καί τόν πατέρα…
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε καί τόν πατέρα• ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε
σά νά’ ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά
ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέ τό βαρύ ἀμπέχωνο
στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.

Δῶσ’ του κι ἕνα καλό σκυλί
καί τούς παλιούς του φίλους, καί ρίξε χιόνι ὓστερα
ἄσπρο σάν κάθε χρόνο. Νά βγαίνει ἡ μάνα νά κοιτᾶ
ἀπό τό παραθύρι, τήν ἔγνοια της νά βλέπουμε
στά γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νά τῆς τό κρύβουμε
πώς εἶναι πεθαμένη.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μέ τούς ἀνήλικους γονεῖς,
παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σέ στρωματσάδα ρίξε μας
μιά νύχτα τοῦ χειμώνα, πίσω ἀπ’ τά ματοτσίνορα
ν’ ακοῦμε τούς μεγάλους, νά βήχουν, να σωπαίνουνε,
νά βλαστημοῦν τό χιόνι. Κι ἐμεῖς νά τούς λυπόμαστε
πού γίνανε μεγάλοι καί νά βιαζόμαστε πολύ
νά μοιάσουμε σ’ εκείνους, νά δοῦν πώς μεγαλώσαμε
νά παρηγορηθοῦνε.

Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα. 



Komaromi-Kacz, Endre (b.1880)

Κώστας Καρυωτάκης - Χιόνι


Τί καλά που ’ναι στο σπίτι μαςτώρα που όξω πέφτει χιόνι!Το μπερντέ παραμερίζοντας,τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι5να σκεπάζει όλα τα πράματα:δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστησημαζεμένη τόση ασπρίλα!

Όμως κάτου, τουρτουρίζοντας10το κορίτσι εκείνο τρέχει.Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας.Ψωμί λέγει πως δεν έχει,πως κρυώνει, πως επάγωσε…«Έλα μέσα, κοριτσάκι.15Το τραπέζι μας εστρώθηκεκι αναμμένο είναι το τζάκι.»




Jυɗу Ɠιвѕση

Νίκος Λυγερός -Κοντά στο τζάκι

Έβλεπα το χαμόγελό σου
όταν κοίταζες το τζάκι
κι ένιωθα τη ζεστασιά
της ανθρωπιάς σου.
Δεν έκλεινες πια τα μάτια
ήθελες να πιεις τη ζωή
όπως το γλυκό μοσχάτο
της συντροφιάς σου.


Interior With A Woman In A Nightgown, 1899 by Felix Edouard Vallotton



Παύλος Νιρβάνας -Η τέχνη

Τα τζάμια παγωμένα,
μαύρο, σβυστό το τζάκι,
τα τζάμια παγωμένα.
Ψυχομαχάει μια λάμπα
απάνω στο τραπέζι,
ψυχομαχάει μια λάμπα.
Στο ξέστρωτο κρεβάτι
μια γάτα ερημοπαίζει
στο ξέστρωτο κρεβάτι.
Μέσ’ την καρδιά του ξύλου
ο σάρακας γκρινιάζει,
μέσ’ την καρδιά του ξύλου.

Από τον τοίχο στάζει,
στάζει, δροσιά φαρμάκι
από τον τοίχο στάζει.
Κι’ απάνω από την στέγη
μια κουκουβάγια κράζει
και κάτω από την στέγη
αργοξυπνούν δυο μάτια
—ένα τριζόνι τρίζει—
κ’ εμπρός στα δυο τα μάτια
μιαν άνοιξη από ρόδα,
ξανοίγεται κι ανθίζει,
μιαν άνοιξη από ρόδα.




Henry Edward Spernon Tozer (1864-1938)



Κωστής Παλαμάς - Σβησμένο το τζάκι


—Σβησμένο το τζάκι. Στο σπίτι! Στο σπίτι!
Προσμένει το ταίρι σου, κλαιν τα παιδιά!

—Αφήστε με! Ω δάσος! Τα πεύκα… Μια σκήτη…
Πώς κλαίει το φεγγάρι στα μαύρα κλαδιά,
πώς μέσα μου κάτι με λιώνει, με σώνει!…

—Σε χτύπησε, δόλιε, φωτιά τ’ ουρανού.
Στο σπίτι! Λυπήσου.

                                               —Τ’ αηδόνι! τ’ αηδόνι!

—Στο δάσος τ’ αηδόνι σού πήρε το νου.




Henry Edward Spernon Tozer



Μήτσος Παπανικολάου -Χειμώνας

Μη με προσμένει πια να ‘ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.

Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.

Να κρούει το παραθύρι μας ο αέρας, το νεράκι
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.

Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια,
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.

Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,
Τα ρόδα τ’ απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει
η μοίρα μας κι οι ξένοι.

Maria Theresa and her family celebrating Saint Nicholas, by Archduchess Maria Christina, in 1762
https://en.wikipedia.org/


Στέλιος Σπεράντζας  - Χριστούγεννα

Στὴ γωνιά μας κόκκινο
τ᾿ ἀναμμένο τζάκι.

Τοῦφες χιόνι πέφτουνε
στὸ παραθυράκι.

Ὅλο ἀπόψε ξάγρυπνο
μένει τὸ χωριό,
καὶ κτυπᾶ Χριστούγεννα
τὸ καμπαναριό.

Ἔλα, Ἐσὺ ποὺ Ἀρχάγγελοι
σ᾿ ἀνυμνοῦνε ἀπόψε,
πάρε ἀπὸ τὴν πίττα μας,
ποὺ εὐωδιᾶ καὶ κόψε.

Ἔλα, κι ἡ γωνίτσα μας
καρτερεῖ νὰ ῾ρθεῖς.
Σοὔστρωσα, Χριστούλη μου,
γιὰ νὰ ζεσταθεῖς.






Artwork by Jim Daly



Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου - Το Τζάκι

Μουσική: Παραδοσιακό Στίχοι: Αγγελική Καψάσκη Άλμπουμ: "Τραγουδάκια Για Τον Χειμώνα" ΣΤΙΧΟΙ Τι ζεστά που είναι στο τζάκι Καιν' τα ξύλα μας καλά Κι η ψιψίνα ξαπλωμένη Ρουθουνίζει δυνατά Αχ φωτίτσα, αχ φωτίτσα Κόκκινη ζεστή φλογίτσα Ζέστανε μου τα χεράκια , Τα μικρά τα ποδαράκια Έξω ας πέφτει τόσο χιόνι Κι ας φυσάει ο βοριάς Άναβε καλή φωτίτσα Μες στο τζάκι μας γερά


Νινή Ζαχά ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΤΖΑΚΙ (1951)

Σύνθεση: Νινής Ζαχά Στίχοι: Κώστα Κοφινιώτη Ερμηνεία: Νινή Ζαχά Ορχήστρα Ζακ Ιακωβίδη Odeon G.A. 7651 (1951)

Κοντά στο τζάκι
πάλι θα `μαστε αλήθεια
θα σε χαίδεύω
θα σου λέω παραμύθια

Κοντά στο τζάκι
με φιλιά θα σε κοιμίζω
κι ως το πρωΐ σαν πρώτα
θα σε νανουρίζω

Έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει
τι μ’ αυτό;
κι αν παίζουν τ’ άστρα
με τα σύννεφα κρυφτό

Κοντά στο τζάκι
αγκαλιά στην πολυθρόνα
θα `χουμε άνοιξη
στις νύχτες του χειμώνα

Έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει
τι μ’ αυτό;
κι αν παίζουν τ’ άστρα
με τα σύννεφα κρυφτό

Κοντά στο τζάκι
αγκαλιά στην πολυθρόνα
θα `χουμε άνοιξη
στις νύχτες του χειμώνα




Woman with Children in an Interior is a painting by Pieter de Hooch






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου