Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.
Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.
Εξόριστος μές σ’ ένα μακρινό χιονοστρόβιλο
Κρυμμένος πάντα μες στην ομίχλη
Απλώνεις το χέρι σου στα πιο ταπεινά πράγματα
Στον καπνό που στέφει το τζάκι
Στο κλειδί που σκουριάζει στην έρημη πόρτα
Στη μικρούλα φωτιά του χειμώνα
Ξυπνάς τη βροχή που κοιμάται
Μες σ’ ένα γυάλινο φέρετρο
Ξυπνάς τ’ αρώματα των κάμπων
Και ντύνεσαι τη μελωδία τ’ ουράνιου τόξου
Έτοιμος για τη συγκομιδή του κενού.
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
http://users.uoa.gr/
Μιχάλης Γκανᾶς - Χριστουγεννιάτικη ἱστορία
Κάθεται μόνος
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
Κανείς δέ θά’ ρθει καί τό ξέρει,
κλεῖσαν οἱ δρόμοι ἀπό το χιόνι, σάν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα καί πάλι
καί τά ποτά κρυώνουν στό ντουλάπι.
Τό τσίπουρο στυφό, τό οὖζο γάλα καί τό κρασί ραγίζει τά μπουκάλια.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δέ μιλάει.
Στήν τηλεόραση χιονίζει,
Τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι
καί στίς παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν,
πού τόν κοιτάζουν ἀπ’ τό μέλλον.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
Καί μόνο τό δικό της βλέμμα
ἔρχεται ἀπό τά περασμένα.
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ το πρωί.
Πῶς νά τοῦ πῶ «Καλά Χριστούγεννα»,
Εὐχές δέ φθάνουν ὣς ἐδῶ,
Δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τό κλαδί τῆς μνήμης,
μά νά τρυπώσει δέν μπορεῖ στή μοναξιά του.
Μιά μοναξιά πού χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ ὅλα τά ὑλικά καί δίχως λόγια.
Κοντεύουν ξημερώματα κι ἀκόμη
Γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
μέ ἀργές κινήσεις σά νά τό χαϊδεύει.
Μένει στά δάχτυλα τό λάδι
ἀλλά τό χάδι χάνεται.
Θυμᾶται κυνηγετικές σκηνές
μέ ἀγριογούρουνα καί χιόνια ματωμένα,
πρίν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος
στήν μπούκα ἑνός κρυμμένου κυνηγοῦ,
πού τόν παραμονεύει ἀθέατος
ἀφήνοντας νά τόν προδίδουν κάθε τόσο
πότε μιά λάμψη κάνης,
πότε μιά κίνηση στίς κουμαριές
κι ἡ μυρωδιά ἀπ’ τό βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ὅτι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια καί μπαρούτι μαῦρο.
Ὅταν ἀποφασίσει νά τοῦ ρίξει
δέ θά προλάβει πάλι νά τόν δεῖ
πίσω ἀπ’ τό σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.
Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,
καί δέν τόν τιμωρῶ ἐγώ μ’ αυτές τίς σκέψεις,
πῶς νά πλαγιάσει καί νά κοιμηθεῖ.
Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,
ἕνας πατέρας πού τοῦ ἒτυχε
σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,
καί νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία
γιά νά τόν πάρει ὁ ὓπνος.
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά πάρε καί τόν πατέρα…
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε καί τόν πατέρα• ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε
σά νά’ ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά
ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέ τό βαρύ ἀμπέχωνο
στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.
Δῶσ’ του κι ἕνα καλό σκυλί
καί τούς παλιούς του φίλους, καί ρίξε χιόνι ὓστερα
ἄσπρο σάν κάθε χρόνο. Νά βγαίνει ἡ μάνα νά κοιτᾶ
ἀπό τό παραθύρι, τήν ἔγνοια της νά βλέπουμε
στά γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νά τῆς τό κρύβουμε
πώς εἶναι πεθαμένη.
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μέ τούς ἀνήλικους γονεῖς,
παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σέ στρωματσάδα ρίξε μας
μιά νύχτα τοῦ χειμώνα, πίσω ἀπ’ τά ματοτσίνορα
ν’ ακοῦμε τούς μεγάλους, νά βήχουν, να σωπαίνουνε,
νά βλαστημοῦν τό χιόνι. Κι ἐμεῖς νά τούς λυπόμαστε
πού γίνανε μεγάλοι καί νά βιαζόμαστε πολύ
νά μοιάσουμε σ’ εκείνους, νά δοῦν πώς μεγαλώσαμε
νά παρηγορηθοῦνε.
Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα.
Κώστας Καρυωτάκης - Χιόνι
Τί καλά που ’ναι στο σπίτι μαςτώρα που όξω πέφτει χιόνι!Το μπερντέ παραμερίζοντας,τ’ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι5να σκεπάζει όλα τα πράματα:δρόμους, σπίτια, δένδρα, φύλλα.Πόσο βλέπω μ’ ευχαρίστησημαζεμένη τόση ασπρίλα! Όμως κάτου, τουρτουρίζοντας10το κορίτσι εκείνο τρέχει.Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας.Ψωμί λέγει πως δεν έχει,πως κρυώνει, πως επάγωσε…«Έλα μέσα, κοριτσάκι.15Το τραπέζι μας εστρώθηκεκι αναμμένο είναι το τζάκι.» |
Έβλεπα το χαμόγελό σου
όταν κοίταζες το τζάκι
κι ένιωθα τη ζεστασιά
της ανθρωπιάς σου.
Δεν έκλεινες πια τα μάτια
ήθελες να πιεις τη ζωή
όπως το γλυκό μοσχάτο
της συντροφιάς σου.
Τα τζάμια παγωμένα,
μαύρο, σβυστό το τζάκι,
τα τζάμια παγωμένα.
Ψυχομαχάει μια λάμπα
απάνω στο τραπέζι,
ψυχομαχάει μια λάμπα.
Στο ξέστρωτο κρεβάτι
μια γάτα ερημοπαίζει
στο ξέστρωτο κρεβάτι.
Μέσ’ την καρδιά του ξύλου
ο σάρακας γκρινιάζει,
μέσ’ την καρδιά του ξύλου.
Από τον τοίχο στάζει,
στάζει, δροσιά φαρμάκι
από τον τοίχο στάζει.
Κι’ απάνω από την στέγη
μια κουκουβάγια κράζει
και κάτω από την στέγη
αργοξυπνούν δυο μάτια
—ένα τριζόνι τρίζει—
κ’ εμπρός στα δυο τα μάτια
μιαν άνοιξη από ρόδα,
ξανοίγεται κι ανθίζει,
μιαν άνοιξη από ρόδα.
Κωστής Παλαμάς - Σβησμένο το τζάκι
—Σβησμένο το τζάκι. Στο σπίτι! Στο σπίτι!
—Αφήστε με! Ω δάσος! Τα πεύκα… Μια σκήτη…
—Σε χτύπησε, δόλιε, φωτιά τ’ ουρανού.
—Τ’ αηδόνι! τ’ αηδόνι!
—Στο δάσος τ’ αηδόνι σού πήρε το νου.
Μήτσος Παπανικολάου -Χειμώνας
Μη με προσμένει πια να ‘ρθω στο βουερό ακρογιάλι.
Την αμμουδιά να πάρουμε, να φθάσουμε ως το μώλο.
Στην καταχνιά της θάλασσας και στην ανεμοζάλη
Σα ροδοσύγνεφο σκορπά, σβήνει το είναι μου όλο.
Κάποια φωτιά ονειρεύομαι για το σβηστό μας τζάκι
Ν’ αστράφτει μες στη σκοτεινιά της σάλας της κλεισμένης.
Να κρούει το παραθύρι μας ο αέρας, το νεράκι
Και εσύ δειλή κι αμίλητη στο πλάι μου να μένεις.
Να λες σ’ αυτή σου τη σιωπή όσα ποτέ δεν είπες
Στις ανοιξιάτικες αυγές, στα θερινά τα βράδια,
Ν’ αντιστοράς στο βλέμμα σου χαρές μαζί και λύπες
Πόθους, παλμούς, ονείρατα, φιλιά, αγκαλιές και χάδια.
Κι έτσι στην κρύα τη σκοτεινιά της νύχτας του Γενάρη
Μες στ’ όνειρο θ’ αγγίξουμε μια άνοιξη περασμένη,
Τα ρόδα τ’ απριλιάτικα που πια μας τα’ χουν πάρει
η μοίρα μας κι οι ξένοι.
https://en.wikipedia.org/
Στὴ γωνιά μας κόκκινο
τ᾿ ἀναμμένο τζάκι.
Τοῦφες χιόνι πέφτουνε
στὸ παραθυράκι.
Ὅλο ἀπόψε ξάγρυπνο
μένει τὸ χωριό,
καὶ κτυπᾶ Χριστούγεννα
τὸ καμπαναριό.
Ἔλα, Ἐσὺ ποὺ Ἀρχάγγελοι
σ᾿ ἀνυμνοῦνε ἀπόψε,
πάρε ἀπὸ τὴν πίττα μας,
ποὺ εὐωδιᾶ καὶ κόψε.
Ἔλα, κι ἡ γωνίτσα μας
καρτερεῖ νὰ ῾ρθεῖς.
Σοὔστρωσα, Χριστούλη μου,
γιὰ νὰ ζεσταθεῖς.
Παιδική Χορωδία Σπύρου Λάμπρου - Το Τζάκι
πάλι θα `μαστε αλήθεια
θα σε χαίδεύω
θα σου λέω παραμύθια
Κοντά στο τζάκι
με φιλιά θα σε κοιμίζω
κι ως το πρωΐ σαν πρώτα
θα σε νανουρίζω
Έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει
τι μ’ αυτό;
κι αν παίζουν τ’ άστρα
με τα σύννεφα κρυφτό
Κοντά στο τζάκι
αγκαλιά στην πολυθρόνα
θα `χουμε άνοιξη
στις νύχτες του χειμώνα
Έξω ο αέρας κι αν σφυρίζει
τι μ’ αυτό;
κι αν παίζουν τ’ άστρα
με τα σύννεφα κρυφτό
Κοντά στο τζάκι
αγκαλιά στην πολυθρόνα
θα `χουμε άνοιξη
στις νύχτες του χειμώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου