Φτωχικό μνημόσυνο στ’ απολιθώματα της ομορφιάς σου..»
Κινήσεις που οδηγούν
σ’ ένα απλό κρεβάτι
πώς να εμπνεύσουν πια;
Κρεβάτι χωρίς παραστάτη
χωρίς εφιδρώσεις
χωρίς εντυπώσεις
ένα άδειο στρωμένο πανί
μία οθόνη δίχως προβολή
και κινήσεις μονοσήμαντες
που σημαίνουν μόνο το τέλος
της μέρας.
Μια ειρήνη υπόγραψα φαίνεται
χωρίς καμιά μάχη
να ‘χει κερδηθεί ή χαθεί.
Ειρήνη είναι ο ύπνος
που έρχεται περιβρεγμένος
μόνο με την ελπίδα
του ονείρου.
Αλλά, αναπάντεχα
μια γλύκα απλώνεται στην επιφάνεια
της ταλαιπωρημένης σάρκας.
Τέλειωσε και τούτο το βράδυ.
Ακόμη ένα κομμάτι χρόνου
που δεν πρόδωσα
δε βλαστήμησα
την ώρα και τη στιγμή.
Ήταν η μέρα καλή
καμιά δεν ένιωσα νέα πληγή
καμιά δεν κακοφόρμισε παλιά.
Κρεβάτι απλό
με τέσσερα πόδια
και καλοκαιρινά σεντόνια
βάναυσα λευκά.
https://www.neolaia.gr/
https://news.artnet.com/
Βαγγέλης Αλεξόπουλος - Ιπτάμενες καρέκλες
Είχε γίνει συμφωνία
της γιαγιάς μας με την αδελφή μου
Όταν θα έφευγε, σε περίπτωση
που υπήρχε άλλη ζωή εκεί έξω
θα επέστρεφε και σαν σήμα
θα σήκωνε μια καρέκλα
από την κουζίνα
Η γιαγιά πέθανε
Έκτοτε αλλάξαμε πολλές κουζίνες τραπέζια και καρέκλες
καμιά όμως, ποτέ
δε σηκώθηκε
https://staxtes2003.com/
Φρόντισα όσο μπορούσα το ντεκόρ.
Στον καναπέ και στις καρέκλες
εξώφυλλα των δίσκων νεκροζώντανες
οι δόξες του ’50.
Δυο τρεις αφίσες από κέντρα του καιρού
κι ήδη το στερεό
με παπιγιόν δύο πλήκτρα ο Γιάννης ο Σπάρτακος.
Απέναντί του ο ξύλινος παλιός καλόγερος
με τ’ άσπρο σου λινό κοστούμι
τη μεταξωτή γραβάτα σου δεμένη στο κολάρο
το μαντήλι στο τσεπάκι.
Κι ανοίγω την τζαμόπορτα:
Έξω φυσάει κι είναι χρυσό κι είναι μπόρα Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό
Απόψε μου λείπεις πολύ
Θα καθόμουνα πλάι σου
Κοντά στο τζάκι με φιλιά να σε κοιμήσω
Ας ερχόσουν για λιγο κι ας χανόσουν μετά.
Ακούς, μ’ άκούς
Πατέρα;
Έλα γι’ απόψε
μόνο απόψε
λίγη ώρα.
Όταν στρώνεις το τραπέζι
πριν καθίσεις
να ελέγχεις σχολαστικά
την αντικρινή σου καρέκλα
αν είναι γερή μήπως τρίζει
μήπως χαλάρωσαν οι εγκοπές
μήπως φαγώθηκαν οι αρμοί
αν υποσκάπτει το σκελετό
σκουλήκι
γιατί εκείνος που δεν κάθεται
γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο βαρύς.
Μέσα σ’ ένα κιβώτιο ή μέσα σ’ ένα έπιπλο από πολύτιμον έβενο θα βάλω και θα φυλάξω τα ενδύματα της ζωής μου.
Τα ρούχα τα κυανά. Και έπειτα τα κόκκινα, τα πιο ωραία αυτά από όλα. Και κατόπιν τα κίτρινα. Και τελευταία πάλι τα κυανά, αλλά πολύ πιο ξέθωρα αυτά τα δεύτερα από τα πρώτα.
Θα τα φυλάξω με ευλάβεια και με πολλή λύπη.
Όταν θα φορώ μαύρα ρούχα, και θα κατοικώ μέσα σ’ ένα μαύρο σπίτι, μέσα σε μια κάμαρη σκοτεινή, θα ανοίγω καμιά φορά το έπιπλο με χαρά, με πόθο, και με απελπισία.
Θα βλέπω τα ρούχα και θα θυμούμαι την μεγάλη εορτή — που θα είναι τότε όλως διόλου τελειωμένη.
Όλως διόλου τελειωμένη. Τα έπιπλα σκορπισμένα άτακτα μες στες αίθουσες. Πιάτα και ποτήρια σπασμένα καταγής. Όλα τα κεριά καμένα ώς το τέλος. Όλο το κρασί πιωμένο. Όλοι οι καλεσμένοι φευγάτοι. Μερικοί κουρασμένοι θα κάθονται ολομόναχοι, σαν κι εμένα, μέσα σε σπίτια σκοτεινά — άλλοι πιο κουρασμένοι θα πήγαν να κοιμηθούν.
[1894 – 1897;]
https://www.greek-language.gr/
Θάναι μόλις είκοσι δυο ετών.
Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα
χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.
Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.
Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·
δεν είχα ούτε ώρα για να πιώ πολύ.
Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.
Κι αν δεν θυμούμαι, πού — ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.
A τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι
γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει — κι απ’ τα ρούχα κάτω
γυμνά τ’ αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.
Γιάννης Κοντός - Η λύπη του έρωτα
Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα
κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα.
Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.
Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο. Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
να ξεχωρίσω τον κυνηγό –
Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές.
Χλόη Κουτσουμπέλη, «Πώς να βγείτε από το καλοκαίρι σας ανώδυνα – ΙΙΙ»
Σκέπασε με λευκά πανιά
(Από τη συλλογή «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης», εκδ. Γαβριηλίδης, 2016)
Ένα κρεβάτι
και να είναι Αύγουστος,
και ξέρω εγώ να ξαναζήσω.
https://artbloggr.wordpress.com/
Αλλά αν έχουμε ήδη πληρώσει τα εισιτήριά μας σε αυτόν τον κόσμο,
γιατί, γιατί δεν μας αφήνουν να καθίσουμε να φάμε;
Θέλουμε να δούμε τα σύννεφα,
θέλουμε να κάνουμε ηλιοθεραπεία και να μυρίσουμε το αλάτι·
ειλικρινώς δεν πρόκειται να ενοχλήσουμε κανέναν,
είναι τόσο απλό: είμαστε επιβάτες.
Όλοι περνάμε, και ο χρόνος μαζί μας:
η θάλασσα περνά, το τριαντάφυλλο λέει αντίο,
η γη περνάει απ’ τη σκιά και από το φως,
και εσείς και εμείς περνάμε, επιβάτες.
Τότε τι τους συμβαίνει;
Γιατί είναι τόσο εξοργισμένοι;
Ποιον γυρεύουν κρατώντας περίστροφο;
Δεν ξέραμε
ότι τα είχαν πιάσει όλα:
τα κύπελλα, τις καρέκλες,
τα κρεβάτια, τους καθρέφτες,
τη θάλασσα, το κρασί, τον ουρανό.
Τώρα προκύπτει
ότι δεν έχουμε τραπέζι.
Δεν μπορεί, πιστεύουμε.
Δεν μπορούν να μας πείσουν.
Ήταν σκοτάδι, όταν γεμίσαμε το πλοίο.
Ήμασταν γυμνοί.
Από το ίδιο μέρος φτάσαμε όλοι.
Ήρθαμε, γυναίκες και άντρες, ήρθαμε όλοι.
Ήμασταν όλοι πεινασμένοι και είχαμε τα δόντια μας έτοιμα.
Σε όλους μας μεγάλωσαν τα χέρια και τα μάτια
για να δουλέψουν και να ποθήσουν ό,τι υπάρχει.
Και τώρα μας λένε πως δεν μπορούμε,
πως δεν υπάρχει χώρος στο σκάφος,
δεν θέλουν να μας χαιρετήσουν
δεν θέλουν να παίξουν μαζί μας.
Γιατί τόσα οφέλη για εσάς;
Το κουτάλι ποιος τους τό ’δωσε, προτού ακόμα γεννηθούν;
Δεν είναι ευχαριστημένοι εδώ,
δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα.
Δεν μου αρέσει στο ταξίδι
να συναντάω στις γωνιές τη θλίψη,
χωρίς αγάπη τα μάτια, πεινασμένο το στόμα.
Δεν υπάρχουν ρούχα για τούτο το φθινόπωρο που μεγαλώνει
και ακόμα πιο λίγα, πιο λίγα, πιο λίγα για τον χειμώνα που ’ρχεται.
Και χωρίς παπούτσια πώς θα γυρίζουμε
στον κόσμο, με τόσες πέτρες στους δρόμους;
Χωρίς τραπέζι πού θα φάμε,
πού θα καθίσουμε, αν δεν έχουμε καρέκλα;
Αν είναι σαχλό αστείο, αποφασίστε, κύριοι,
να το τελειώσετε σύντομα,
για να μιλήσουμε τώρα σοβαρά.
Κι έπειτα η θάλασσα είναι σκληρή.
Και βρέχει αίμα.
[Από την ποιητική συλλογή Navegaciones y Regresos (1959).]
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
https://mag.frear.gr/
Edward Hopper, “Western Motel,” 1957. Yale University Art Gallery
https://www.artsjournal.com/
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ’ στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν’ ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ’ έπιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου. Θε ναρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.
Απ’ τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: «–Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε!…»
Θ’ απαντήσει άλλος παίζοντας: «–Μ’ αυτός έχει πεθάνει».
Μια στιγμή θα κοιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να πουν: «Τ’ είν’ ο άνθρωπος!… Χτες ακόμα ζούσε!»
Και βουβά το παιγνίδι τους θ’ αρχινήσουνε πάλι.
Κάποιος θάναι συνάδελφος στα «ψιλά» που θα γράψει
πως «προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ’ εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην».
Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρρώντας πως την ξέχασα γι’ άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα – και νεκρό θα με βρίσει.
Κωστής Παλαμάς - Το χρυσό κρεβάτι
Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινόσαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη,κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό,κι είμαι στον κάμπο ασήμαντο χορτάρι. 5Όμως άκουσε τ’ όνειρο το πλάνοπου φάνηκε μπροστά μου αστραφτεράτην ώρα που είχα κλείσει μια φοράτα μάτια μου στα γόνατά σου επάνω. Είδα πως εκοιμόμουνα βαριά10σφιχτός από έναν ύπνο μολυβένιο·και το κρεβάτι μου μαλαματένιοέλαμπεν από κάθε του μεριά. Κι ενώ τα μάτια μ’ έμεναν κλειστά,έβλεπαν απ’ το φως αυτό λουσμένα.15Απ’ το χρυσό κρεβάτι μου μπροστάπολλοί, πολλοί περνούσαν ολοένα. Κι έβλεπα, στο κρεβάτι μου μπροστάσταματούσανε, μήτε που μιλούσαν,και μ’ άνθη μύρια μοσχοβολιστά20με ράντιζαν και με μοσχοβολούσαν. Κι έβλεπα κόσμο ακίνητο, σκυφτό,με γόνατα μπροστά μου λυγισμένα,αλλά κανένα μες στον κόσμο αυτόπου να πονεί δεν ένιωθα για μένα. 25Δεν έβλεπα ένα στόμα να γελά,μιαν όψη από φροντίδα να βαραίνει,δυο μάτια δεν αντίκρισα θολά·λάμψη παντού μαρμάρου ήταν χυμένη. Παιδιά, γυναίκες, γέροι, νέοι, λαός30αμέτρητος μαρμάρωνεν εμπρός μου,κι έλεγες πως εγώ ήμουν ο θεόςτου στοιχειωμένου αλλόκοτου αυτού κόσμου. Αλλά θεός που είχα για φιλιά,κι είχα για χάιδια περισσή τρεμούλα!35που μ’ όλη μου τη θεία φεγγοβολιάέκρυβα μια πολύπαθη καρδούλα. Και κοίταζα καταφρονετικάλουλούδια, γονατίσματα, λιβάνια,θεός που λαχταρούσα πιο γλυκά40έναν περιστεριώνα απ’ τα ουράνια. Θεός με δίχως δύναμη καμιά,παρά με το προσκύνημα των άλλωνπου μου πλάταιναν και την ερημιάκαι έκαναν τον καημό μου πιο μεγάλον. 45Είδα καημός πως μ’ έπιανε τρανόςνα διώξω τέτοιον ύπνο, να ξυπνήσω,και λόγια τρυφερά του καθενόςνα ειπώ και γέλια μ’ όλους ν’ αρχινήσω. Και στέφανα οι ανθοί, από μέ πλεχτά,50σ’ όλους να τα μοιράσω πεταχτάκαι με τις νιες και με τα παλικάριαχορό να στήσω στα χλωρά χορτάρια. Αλίμονο, μια δύναμη κρατάτο σώμα μου δεμένο στο κρεβάτι,55τα χέρια μου στο στήθος καρφωτά,το στόμα σφραγιστό, κλειστό το μάτι. Και μου βαραίνουν οι χιονάτοι ανθοί,νεκρολούλουδα, χέρια μου και στήθια…αλλά του κάκου καρτερώ να ’ρθεί60να με γλιτώσει ανθρωπινή βοήθεια. Και τότε μια φωνή λαχταριστήκι απ’ της καρδιάς μού ξέφυγε τα βάθη,στο λάρυγγά μου μέσα η φωνή μου εχάθη,κι έλεγε αυτά η φωνή προτού σβηστεί: 65«Ω! Κάλλιο να είμ’ αγνώριστος απ’ όλουςκαι καταφρονεμένος να γυρνώ,να τρέχω, να βογκάω, και να πονώμέσα σε λόγγους, μέσα σε τριβόλους, «Καλύτερα τα πόδια μου γυμνά70σ’ αγκάθια, σε πρινάρια να ματώνω,και μες στις ερημιές και στα βουνάρόδα ποτέ, φίδια να βρίσκω μόνο, »παρά να μ’ έχ’ η δόξα χαϊδευτόκι ανθοστεφάνωτο να μ’ έχει θύμα,75κι εμπρός μου κόσμο να θωρώ σκυφτόστης Φήμης το κρεβάτι, σα σε μνήμα. »Μου φτάνει εμέ παράμερη ζωή,ψυχή και χέρια ελεύθερα να νιώθω,κι η αγάπη, μαλακότατη πνοή,80να μου ξανάβει της ζωής τον πόθο. »Μου φτάνει ο ήλιος, άστρο ευλογητό,όπως για όλους και για με να λάμπει,κι οι κάμποι που δουλεύω και πατώνα μου είναι της γλυκιάς πατρίδας κάμποι. 85»Μου φτάνει να ’χω πάντα στο πλευρόπαρηγορήτρα συντροφιά μου Εσένα,του βάσανου μου φτάνει το σταυρόμαζί να τον κρατούμε αντρειωμένα». Κι εξύπνησ’ από τ’ όνειρο το πλάνο90που πρόβαλε μπροστά μου αστραφτεράτην ώρα που είχα κλείσει μια φοράτα μάτια μου στα γόνατά σου επάνω. Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινόσαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη,95κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό,κι είμαι της γης ασήμαντο χορτάρι. Μα δεν ποθώ της δόξας τα παλάτια,και της Αθανασίας τον ουρανό·δόξα δική μου είναι τα δυο σου μάτια,100τα μάτια σου που κλαίνε όταν πονώ! |
Φωτιά στο δάσος φώναξε πριν γίνει δέντρο
.........................................................................
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή
από τη θέση τους ακίνητα σε παρακολουθούν
σε αποστηθίζουν μες στη στιλπνή ή θαμπή
γυαλάδα τους
τραβούν κινήσεις μέλη εικόνες απ' το σώμα σου
ταΐζουν μ' αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα
τα έπιπλα αγριεύουν με τον καιρό
ξυπνούν τη νύχτα τρίζουν ή γαυγίζουν σα σκυλιά
με δόλο από την κλειδαρότρυπά τους σε κοιτούν
ή ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά
θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα η μνήμη τους
κοιμάται πράσινη παντού
— ξυπνάει
όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος
Ι.
Λέω τα πράγματα όπως είναι
Ή ξέρουμε τα πάντα από πριν
Ή τίποτε ποτέ μας δεν θα ξέρουμε.
Το μόνο που μας επιτρέπεται
Είναι να μάθουμε σωστά να μιλάμε.
ΙΙ.
Όλη την νύχτα ονειρεύομαι γυναίκες
Κάποιες με κοροϊδεύουν απροκάλυπτα
Άλλες μου δίνουνε του κουνελιού το χτύπημα.
Δεν με αφήνουν σε ησυχία.
Βρίσκονται αδιάκοπα σε πόλεμο μαζί μου.
Ξυπνώ σαν κεραυνόπληκτος.
Εξ ου και συμπεραίνεται ότι είμαι παλαβός
Ή τουλάχιστον νεκρός από τον φόβο μου.
VII.
Είναι αρκετά σαφές
Πως δεν υπάρχουν στην σελήνη κάτοικοι
Πως οι καρέκλες είναι τραπέζια
Πως οι πεταλούδες είναι άνθη σε αέναη κίνηση
Πως η αλήθεια είν’ ένα λάθος συλλογικό
Πως το πνεύμα πεθαίνει μαζί με το κορμί
Είναι αρκετά σαφές
Πως οι ρυτίδες δεν είναι ουλές.
XIV.
Μόνο με την ομορφιά συμβιβάζομαι
Η ασχήμια με πονάει..
[Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης]
(https://www.bibliotheque.gr/article/51502)
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
.................
Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, — ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση
δυσπιστία —
λέω γιά τήν πολυθρόνα,πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες
νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει.......
Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.
Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν
σκάλες για τα δωμάτια τους. Όταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα
στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι.
«Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου», επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, εκδόσεις Κέδρος
https://popaganda.gr/
Σοῦ γράφω γεμάτη τρόμο μέσα ἀπὸ μιὰ στοὰ
νυχτερινὴ
φωτισμένη ἀπὸ μίαν ἐλάχιστη λάμπα σὰ δαχτυλίθρα
ἕνα βαγόνι περνάει ἀπὸ πάνω μου προσεχτικὰ
ψάχνει τὶς ἀποστάσεις του μὴ μὲ χτυπήσει
ἐγὼ πάλι ἄλλοτε κάνω πῶς κοιμᾶμαι ἄλλοτε
πῶς μαντάρω ἕνα ζευγάρι κάλτσες παλιὲς
γιατί ἔχουν ὅλα γύρω μου παράξενα παλιώσει
Στὸ σπίτι
χτὲς
καθὼς ἄνοιξα τὴ ντουλάπα ἔσβησε γίνηκε
σκόνη μ᾿ ὅλα τὰ ροῦχα της μαζὶ
τὰ πιάτα σπάζουν μόλις κανεὶς τ᾿ ἀγγίξει
φοβᾶμαι κι ἔχω κρύψει τὰ πηρούνια καὶ τὰ
μαχαίρια
τὰ μαλλιά μου ἔχουν γίνει κάτι σὰ στουπὶ
τὸ στόμα μου ἄσπρισε καὶ μὲ πονάει
τὰ χέρια μου εἶναι πέτρινα
τὰ πόδια μου εἶναι ξύλινα
μὲ τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρὰ παιδιὰ
δὲν ξέρω πῶς γίνηκε καὶ μὲ φωνάζουν μ ά ν α
Θέλησα νὰ σοῦ γράψω γιὰ τὶς παλιές μας τὶς χαρὲς
ὅμως ἔχω ξεχάσει νὰ γράφω γιὰ πράγματα
χαρούμενα
Νὰ μὲ θυμᾶσαι
http://users.uoa.gr/
Ο θάνατος ήσυχα κοιμόταν
στα παλιά καθίσματα
και ο δρόμος έμεινε ανοιχτός
για τους ταξιδευτές.
Γρήγορα προχώρησαν
για τις κορφές του ήλιου.
Ω ! Ψηλά είναι το φως.
Κι ο θάνατος
βλέπει ήσυχα όνειρα
στα παλιά καθίσματα.
https://www.fractalart.gr/
Στο δροσερό σαλόνι σας θροΐζει ένα δάσος
Αυτά τα έπιπλα που ακούτε ν’ ανασαίνουν
Φυλάνε ακόμα ενστικτώδη φτερωτά
Μες στα φυλλώματα. Κι αν τρίζουνε
Κάθε που μπαίνει νέος επισκέπτης
Θα ‘ναι που νιώθουνε κρυμμένο το τσεκούρι
Να τροχίζεται. Σε ανώδυνο χαμόγελο
Αβροφροσύνης τούτη τη φορά.
Τις νύχτες αλαφιάζονται
Και το χοντρό τους νύχι από ρίζα
Χώνεται
Στο βράχο του τσιμέντου. Οι κλώνοι τους
Ρημάζουν τα ταβάνια — να οι ρωγμές
Του ξύλου που μουγκρίζει. Αφήστε τα·
Ούτε μ’ αλήθεια ούτε με πλάνη λειαίνονται
Οι ρόζοι σε μια φλούδα γηρατειών· αφήστε τα.
Κι αν το τικ τακ του σκουληκιού υποδύεται
Το χτύπο της καρδιάς τους
Αυτά ονειρεύονται το ηρωικό λαμπάδιασμα
Να ‘ρθεί επιτέλους να χωρίσει πνεύμα
Από κορμί.
— Λάμψη και κάρβουνο.
IV
Μυρτώ των φθινοπωρινών ξενοδοχείων
Οι κάμαρες δε βλέπουν τη βροχή.
Μόνο κοιτάζουν σ’ άδειες ντουλάπες
σ’ ένα λαβομάνο χωρίς σεμνοτυφία
σ’ έναν καθρέφτη που μετράει ρυτίδες
χωρίς πρόσωπο ένα πόδι γυμνό
σκοπεύει τα κλειστά παράθυρα
κι είναι βγαλμένα πάνω στο σεντόνι
ζαρτιέρες μάτια και στηθόδεσμος
(Από την ενότητα «Μυρτώ στη φθινοπωρινή λιακάδα»)
https://www.poiein.gr/
Αργύρης Χιόνης.
Ω ναι! Ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις
πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουν πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους,
μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο τους πάπλωμα.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους,
σ΄ ένα κουπάκι του καφέ, σ΄ ένα κουταλάκι του γλυκού.
Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται.
Ας είναι γλυκός και ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.
«Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη» | Υάκινθος, 1986
https://tetartopress.gr/
Μια καρέκλα σε χιόνι
θα έπρεπε να είναι
σαν ένα οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο
ασπρισμένο και στρογγυλεμένο
κι ωστόσο μια καρέκλα σε χιόνι
είναι πάντα θλιμμένη
περισσότερο από ένα κρεβάτι
περισσότερο από ένα καπέλο ή ένα σπίτι
μια καρέκλα είναι φτιαγμένη απλά για
ένα πράγμα
να βαστά
μια ψυχή τις βιαστικές και λίγες εύκαμπτες
ώρες της
ίσως έναν βασιλιά
όχι για να βαστά χιόνι
όχι για να βαστά λουλούδια
Μετάφραση: Κώστας Λιννός
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει
Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει
Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ’ του αγάπη μου να πιει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου