(Δ. Σολωμός)
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ - Η ΜΑΓΙΣΣΑ
Ν’ ακούς το ανάκουστο μού λέει
καθώς σωπαίνουν τα νερά
νεκρό παιδί να σιγοκλαίει
κόρη να ντύνεται φτερά
σαν άσπρη ντάλια που επιπλέει
Ν’ ανθούν στο στήθος σου τ’ αστέρια
στο ανάβλεμμά σου οι πασχαλιές
και δυο κορμιά γεμάτα χέρια
να σμίγουν σ’ άγριες αγκαλιές
κι αιματοπότιστα νυχτέρια
Να φέγγει ολόφωτο το χώμα
κι όλος ο λάκκος ανοιχτός
και να ‘ρχεται απ’ το ξένο σώμα
το μαύρο αγέρι της νυχτός
Σαν ρούχο που σκεπάζει πτώμα
https://itzikas.wordpress.com/
Βαγγέλης Αλεξόπουλος - [Ο μάγος]
Ο μάγος φυσάει τη φλογέρα του
κόντρα στον άνεμο
που διαχέεται απ’ τις οπές της
σαν ένα αόρατο μουσικό σιντριβάνι.
Βρέχει μια μαύρη συγχώρεση
στον κήπο της Γεσθημανής και
στις Μητροπόλεις της Ευρώπης χιονίζει,
κινέζικα χαρτάκια τύχης.
Ο χάρος κάποτε θα βαρεθεί
να βάφει τα μαλλιά του,
αυτό το χιλιάδων χρόνων,
αμούστακο παιδί.
ΠΩΛ ΒΑΛΕΡΥ (PAUL VALÉRY) - Στο μαγεμένο δάσος
Στο θρό και στον τρεχάμενον ίσκιον κοιμάται μέσα,
κι όταν πουλιά χαμένα της μασούν τα δαχτυλίδια,
λόγον κοράλι, σκοτεινόν, τότε ανασαίνει αιφνίδια,
μες στο παλάτι, ένα παλάτι ρόδο, η πριγκιπέσσα.
Μηδέ που ακούει τις στάλες, μες στο πέσιμό τους, πέρα
το ηχερό πλούτος του άφαντου καιρού όλο να κενώνουν·
μηδέ που ακούει, απ’ το άστατο δάσος, οι αυλοί να λιώνουν
τ’ αγέρι, που τρυπά ο σερτός αγερμός απ’ το κέρας.
Μες στους ηχούς του το εωθινόν ο ύπνος ξανά να παίρνει
άφες, ω η όλο πιότερο, και συ, όμοια η κληματίδα
που τα θαμμένα μάτια σου τα κρούει, κι ανεμοσέρνει!
Τόσο στο μάγουλό σου πλάι το ρόδο έχει απαυδήσει!
Το χάρμα τούτο της πτυχής ποιος μελετά να λύσει
μυστικά ενόσω γεύεται την πεσούμενη αχτίδα!
Μετάφραση: Τέλλος Άγρας
https://thepoetoftheuniverse.wordpress.com/
Francisco Goya Witches' Flight
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ - ΟΙ ΜΑΓΟΙΤους βλέπεις; Είναι εδώ που μια νυχτιά
ξαπλώσανε στο αχούρι των αλόγων.
Να ο παλμός, γιορτάζει μονοσύλλαβος
και ρουθουνίζει. Ούτε καν νιώσαν πώς,
κυνηγοί αυτοί, επέσανε σ’ ενέδρα ζώων.
Και δώστου με σαϊτιές και με πυγολαμπίδες.
Βεβαίως αβέβαια πράγματα
είναι χρησμός να μην το μάθω
ποιο τάχατες καμίνι βαρεμάρας μυ ύφανε
από το χάος σ’ αυτή τη φάτνη του γραφτού.
Μου αρκεί που προσκυνώ
το μάστορά μου ρύπο σας
ω νεκροί μάγοι.
Ελάτε να σας φιλήσω
https://itzikas.wordpress.com/
Μάνος Ελευθερίου - ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ
«Για ποιον τα λέει; Την τύχη μας διαβάζει;
Αυτά ακούγονται συνήθως στον καφέ και την τράπουλα.
Τι προσπαθεί να ξεδιαλύνει;
Δεν είναι ο θάνατος αυτός που προμηνά.
Για χωρισμούς, για έρωτες που μισολέει
σημάδια μαύρα κι άγρια το δείχνουν.
Για αγάπες τι να πει; Δεν τις βρίσκει;
Για πλούτη πες της να μας πει και για κομπίνες
και οι αγάπες βρίσκονται.
Πώς δένεται ο καιρός
απ’ τον λαιμό, σε μια πατρίδα που μας σπρώχνει
στους γκρεμούς, αυτό να βρει.
Για δόξες να μας πει και για τιμές
για ψυχικές μας δήθεν ανατάσεις
και σε ποια γόνατα
θα γείρουμε ζητώντας να μας κλείσουνε τα μάτια.
Ρώτα, λοιπόν, αφού εσύ μιλάς τη γλώσσα.»
Αναμνήσεις από την όπερα (1987)
Μας έκανε φοβερή παγωνιά,
Ακριβώς η χειρότερη εποχή του έτους
Για ταξίδι, και μάλιστα ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι:
Τα μονοπάτια βαθιά και ο καιρός δριμύς
Μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Κι οι καμήλες γδαρμένες, με πόδια πληγιασμένα, πεισματάρες
Πλαγιάζοντας πάνω στο χιόνι που έλειωνε.
Έρχονταν στιγμές που μετανοούσαμε
Για τα θερινά παλάτια στις πλαγιές, τις ταράτσες,
Και τις γλυκές κοπέλες που έφερναν σερμπέτια.
Κ’ ύστερα οι καμηλιέρηδες βρίζοντας και γκρινιάζοντας
Και τρέχοντας μακριά, και ζητώντας το γλυκό πιοτό τους και γυναίκες
Κ’ οι φωτιές της νύχτας που έσβηναν, κι ούτε ένα αποκούμπι,
Κ’ οι πολιτείες εχθρικές κι οι πολίχνες αφιλόξενες
Και τα χωριά βρωμερά ζητώντας ακριβές τιμές:
Μας βρήκαν δυσκολίες πολλές.
Στο τέλος προτιμήσαμε να ταξιδεύουμε όλη νύχτα,
Παίρνοντας στα κλεφτά έναν ύπνο,
Με τις φωνές που τραγουδούσαν στ’ αυτιά μας λέγοντας
Πως όλα αυτά ήταν μια τρέλα.
Κι ύστερα την αυγή φτάσαμε σε μια εύκρατη κοιλάδα,
Υγρή, κάτω απ’ τη χιονογραμμή, που μύριζε βλάστηση·
Με τρεχούμενα νερά κι ένα νερόμυλο χτυπώντας το σκοτάδι
Και τρία δέντρα πάνω στο χαμηλό ουρανό
Κι ένα άσπρο γέρικο άλογο κάλπαζε μακριά στο λιβάδι·
Κ’ ύστερα φτάσαμε σ’ ένα καπηλειό μ’ αμπελόφυλλα πάνω απ’ τ’ ανώφλι,
Έξι χέρια σε μια πόρτα ανοιχτή παίζοντας ζάρια μ’ ασημένια νομίσματα,
Και πόδια κλωτσώντας τους άδειους ασκούς του κρασιού.
Όμως δεν υπήρχε καμιά είδηση, κι έτσι συνεχίσαμε
Και φτάσαμε κατά το δειλινό, ούτε στιγμή νωρίτερα
Βρίσκοντας το μέρος· ήταν (θα ’ λεγες) ικανοποιητικό.
Όλα ετούτα έγιναν πριν από πολύν καιρό, θυμάμαι.
Και πάλι θε να τ’ αποφάσιζα, όμως σημείωσε
Αυτό σημείωσε
Αυτό: κάναμε τόσο δρόμο για Γέννηση ή για Θάνατο; Ασφαλώς, υπήρξε μια γέννηση,
Είχαμε αποδείξεις, δεν χωρούσε αμφιβολία. Είχα δει γεννήσεις και θανάτους
Είχα νομίσει όμως πώς ήσαν διαφορετικοί· η Γέννηση αυτή
Ήταν σκληρή και πικρή αγωνία για μας, όπως ο Θάνατος, ο δικός μας θάνατος.
Ξαναγυρίσαμε στον τόπο μας, σ’ αυτά τα Βασίλεια,
Όμως δε νιώθουμε άνετα πια εδώ, με τις παλιές εντολές,
Μ’ έναν ξένο λαό που κρατάει γερά τους θεούς του.
Θα ήμουν ευχαριστημένος μ’ έναν αλλιώτικο θάνατο.
μετ. Κλείτος Κύρου.
Herman Hesse - Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Υπάρχει ένας μαγικός κόσμος μέσα στον κόσμο,
και ένας μαγικός άνθρωπος μέσα σε κάθε άνθρωπο.
Ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο
της μεγαλειώδους συσκευασίας,
όμως δεν βλέπει τα υπέροχα περιεχόμενα .
Αλλά αν δει τον μαγικό άνθρωπο μέσα του
τότε ο μαγικός άνθρωπος βλέπει τον μαγικό κόσμο.
Δεν είναι ανύπαρκτος ούτε αόρατος.
Είναι υπαρκτός και ορατός,
Άμα ξέρεις ότι υπάρχει
Και αν ξέρεις να τον βλέπεις…
«Ο λύκος της στέπας»
https://itzikas.wordpress.com/
Κ. Π. Καβάφης - Κατά τες συνταγές αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων
«Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται από βότανα
γητεύματος», είπ’ ένας αισθητής,
«ποιο απόσταγμα κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που για μια μέρα (αν περισσότερο
δεν φθάν’ η δύναμίς του), ή και για λίγην ώρα
τα είκοσι τρία μου χρόνια να με φέρει
ξανά· τον φίλον μου στα είκοσι δυο του χρόνια
να με φέρει ξανά— την εμορφιά του, την αγάπη του.
»Ποιο απόσταγμα να βρίσκεται κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο
που, σύμφωνα με την αναδρομήν,
και την μικρή μας κάμαρη να επαναφέρει.»
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
«θα ζήσεις χωρίς»
είπε η μάγισσα
και μου έδωσε το φίλτρο
«τα κοχύλια σου θα γίνουν χέρια για να γράφεις».
«Μα χρειάζομαι τα χέρια για να αγγίζω
μικρές μοβ ανεμώνες να χαϊδεύω
τα μάτια του να ψηλαφώ
τις σκιές στα βλέφαρα κουπιά
το σώμα του να κολυμπώ».
«Δεν κατάλαβες λοιπόν»
είπε η μάγισσα
και το πρόσωπό της ράγισε
χίλιες μικρές ρυτίδες.
«Τα χέρια σου θα γράφουν
αυτά που ποτέ σου δεν θα αγγίξεις»
από τη συλλογή Η αλεπού και ο κόκκινος χορός,
σ’ αγάπησα
σε σκονισμένες γειτονιές και εργοστάσια
στην άχρωμη επιφάνεια του μπετόν
πίσω από οδοφράγματα σ’ αγάπησα
σε συγκεντρώσεις απεργών
σε διαδηλώσεις φοιτητών
στους διαδρόμους των δικαστηρίων
σε μυστικές συνεδριάσεις της νύχτας
είναι γραμμένο τ’ όνομά σου
στις προκηρύξεις που μοιράσαμε
στις κόκκινες αφίσες που κολλήσαμε
και στα αρχεία των τμημάτων ασφαλείας
σ’ αγάπησα, σύντροφέ μου,
η μαγεμένη σου ψυχή είναι δική μου
η αγωνία μου σου ανήκει
Αναρχικά
Με τους παλιούς και σκοτεινούς μάγους (όπου μπορούσαν,
με φίλτρα, σολομωνικές και με την αλχημεία,
να ξέρουνε το κάθε τί, να ‘ναι παντού οπού θέλουν,
να κάνουνε τ’ αδύνατα) — μοιάζουνε τα Βιβλία
Κάθε που πιω απ’ τα φίλτρα τους και μπω στη συντροφιά τους,
του Χρόνου και της Έκτασης οι νόμοι σταματάνε,
υψώνουμαι έξω απ’ τη Ζωή για μπαίνω μέσα σ’ όλα
κ’ οι Αιώνες απ’ τα μάτια μου τα εκστατικά περνάνε.
Μπορώ να παίρνω την ψυχή ανθρώπων πεθαμένων
και την πικρή τους ή λαμπρή να ξαναζώ ιστορία,
κάνω δική μου των λαών την άπειρη σοφία
κι όταν σαλεύει μέσα μου της αλλαγής ο πόθος,
όπως του Γκαίτε οι μάγισσες κ’ εγώ, καβαλλικεύω
ένα Βιβλίο — και στον πλατύ τον κόσμο ταξιδεύω.
© Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, σ. 209, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1953.
Τον ίλιγγο των στροβίλων σου, πόσο περίτεχνα
τον αποκρύβεις με την επίφαση της γαλήνης.
«Γαλήνια νύχτα» σε ονομάζουν, εσένα, του οίστρου
την προφυλακή. Κι όντως, στον άνθρωπο, που ενόσω ζει,
τον τρέφει η απατηλότητα των όσων φαινομένων
που του προσφέρνονται να τα ορμηνέψει
όπως του βολεί, παρέχεις, νύχτα, μεταξύ των άλλων
σωτήριων το πλέον σωτήριο, την επίφαση της γαλήνης σου.
https://itzikas.wordpress.com/
Ἤτανε νυχτιὰ πειὸ μαύρη ἀπὸ τὸν ᾍδη·
βαρυχειμωνιὰ ἐπάγονε τὴ χώρα,
χιόνι ἔπεφτε μέσ' στὸ βαθὺ σκοτάδι
καὶ μεσάνυχτα ἐσήμανεν ἡ ὥρα...
Ἐβασίλευε σὰν χάρος ὕπνος, κρύο,
σιωπὴ βαθειὰ σὰν μέσα σὲ φορεῖο.
Δὲν ἀκούγετο φωνή, πνοὴ καμμία,
ὅλα ἤτανε νεκρά, βουβὰ καὶ κρύα.
Ἔτσι ἕνα καιρό – πρὶν τοῦ καιροῦ ἀκόμα, –
θἆταν σκοτεινοὶ κ' οἱ κόσμοι πρὶν φανοῦνε·
πρὶν ἀπάνω τοὺς Θεοῦ φυσήσῃ στόμα
κ' ἔβγουνε στὸ φῶς, ποὺ νὰ μὴν εἶχαν βγοῦνε!
Β'
Στὴν γωνιὰ κοντά, εἰς ἕνα μικρὸ δῶμα,
ποιητὴς χλωμός, νειὸς ἄμοιρος κοιμᾶται·
ἔκλαψε πολὺ πρὶν κοιμηθῇ ἀκόμα,
πλὴν στὸν ὕπνο του ξεχνᾷ καὶ δὲν θυμᾶται,
νἄδιν' ὁ Θεὸς ποτὲ νὰ μὴν ξυπνήσῃ,
καὶ τὸν ὕπνο του ὁ ἄλλος νὰ κρατήσῃ,
ὁ ἀξύπνητος, ποὺ σταματᾷ τὸ χρόνο,
ὅλα, τὸ Θεό, ἁκόμα καὶ τὸν πόνο...
Τίποτε, Θεέ, ἀπ' ὅλα τὰ καλά Σου,
πειὸ καλλίτερο τοῦ ὕπνου δὲν ἐφάνη·
ὄχι· κι' ἀπ' αὐτὸν ἀκόμα, ἡ καρδιά Σου
σπλαγχνικώτερο τὸ Χάρο ἔχει κάνει!
Ἄχ, ὁ νειὸς αὐτός, ποὺ κοίτεται θλιμμένος
θενὰ ἤτανε γιὰ τὴ χαρὰ πλασμένος,
ἄν δὲν ἔσμιγε μιὰ δύσεχτην ἡμέρα,
κόρη Μάγισσας καὶ Μάγου θυγατέρα.
Εἶχε γεννηθῇ σὰν ρόδο τὸν Ἀπρίλι·
γλυκοχάραγμα, ἐπάνω σὲ τριφύλλι·
ἔπεφτε δροσιά, ἐτρέχανε ρυάκια
κι' ἀνατέλλανε μαζὺ σὰν ἀδελφάκια,
ἀπ' τὴ μιὰ μεριὰ ἐκεῖνος... κι' ἀπ' τὴν ἄλλη
φῶς ἀνέφελο, τὸ φῶς τοῦ χρυσομάλλη.
Καὶ πρωτόπνευσε ἀγέρι ἀπὸ λουλούδια
καὶ πρωτάκουσε τῶν ἀηδονιῶν τραγοῦδια.
Σὰν μανούλα του τὸν προίκισεν ἡ μοῖρα·
ζοῦσε μὲ ἀνθοὺς καὶ τὴν ἀγνή του λύρα,
μὲ τὸν οὐρανὸ ποὺ εἶχε στὴ καρδιά του,
μὲ τὸ δάσος του καὶ μὲ τὰ ὄνειρά του.
Κι' ἀγαποῦσε... - πλὴν αὐτὸ τὸ λένε μόνο,
ὅσοι ἔρωτος ποτὲ δὲν εἶχαν πόνο·
ὄχι, ἐλάτρευε· πλὴν μήτε, προσκυνοῦσε·
δὲν ἀγάπαε ἐκεῖνος· ἀγαποῦσε!
Ἀγαποῦσε, ναί· πλὴν ὄχι καθὼς ἄλλοι,
κόρη ἀπ' τὴ γῆ, νεράϊδας κρύα κάλλη·
ὄχι, ἑμάζωξε ἀπὸ τὴν πλάσι ὅλα·
ὅ,τι ὤμορφο καὶ ὅ,τι ἐμοσχοβόλα·
χαμογέλασμα ἀπ' τῆς αὐγῆς τὰ χείλη,
οὐρανοῦ δροσιά, τριαντάφυλλο τ' Ἀπρίλι,
κύματος άφρό, ἀκτῖν' ἀπὸ τὴν Πούλια
καὶ τὰ ἔσμιξε μὲ χιονισμένα φούλια,
μὲ Βωμοῦ φωτιά, μ' ἀγέρι μυρωμένο
καὶ μὲ μενεξὲ ἀκτινοφιλημένο,
κ' ἔπλασε μ' αὐτά, μὲ τὸ δικό του χέρι
τὴν ἀγάπη του, τῆς νειότης του τὸ ταῖρι.
Γ'
Κ' ἔζη σὰν δροσιὰ μέσ' σ' ἄνθη μυρωμένα,
μὲ τὴν ἄπλαστη, καρδιόπλαστη παρθένα
σ' ἕνα ὄνειρο... αὐτὴν εἶχε ζωή του
καὶ τὴν φύλαγε βαθειὰ μέσ' στὴν ψυχή του·
ἤτανε γλυκειά, παράξενη λατρεία·
κόρη ἀνύπαρκτη ἐλάτρευε μὲ πόνο
ζωντανὴ καρδιὰ μ' ἀγάπη οὐρανία·
αὐτὴν ἔβλεπε νύχτα καὶ μέρα μόνο·
τί παράξενο! Ἦτον σκιὰ μπροστά του
κάθε ζωντανή, κ' ἐζοῦσε ἡ σκιά του...
Πλὴν κ' ἡ ἄφαντη ποὺ ἔπλασε παρθένα
π' ὠνειρεύονταν μὲ μάτια ἀνοιγμένα,
τὸν ἐλάτρευε κι' αὐτή, τὸν ἀγαποῦσε,
στὴν ἀγάπη του ποτὲ δὲν ἀπιστοῦσε...
Τὴν ἐκύτταζε σ' ἀκτῖν' ἀργυρωμένη
καὶ τὴν ἄκουγε τ' ἀηδόνι σὰν λαλοῦσε·
τὴν ἀγκάλιαζε σὲ μύρτο ἀνθισμένη
καὶ σὰν ἔδινε φτωχοῦ τὴν ἐφιλοῦσε...
Δὲν χωρίζονταν καὶ σὰν ἀπεκοιμᾶτο·
τοῦ τὴν ἔφερναν τὰ ὄνειρά του πάλι,
τὴν ἀντάμονε εἰς τὸ λιβάδι κάτω,
στὸ ψηλὸ βουνό, στὸ ἔρημο ἀκρογιάλι·
καὶ καμμιὰ φορὰ σὰν ἔσβυνε ἡ μέρα,
ἀνταμόνανε στὸ κοιμητῆρι πέρα!
Ὅμως μιὰν αὐγή, αὐγὴ καταραμμένη,
ἡ ἁγία του ἐφάνη ἐρωμένη·
πλὴν δὲν ἤτανε ὀνείρου πλέον πλάνῃ,
κόρη ζωντανὴ στὰ μάτια του ἐφάνη·
τ' ὄνειρό του, ναί· ἀλλὰ μὲ σάρκα κ' αἷμα·
μπρὸς σὲ λυγαριὰ ἐκάθουνταν, στὸ ρέμμα·
εἶχε στὰ μαλλιὰ τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι
καὶ στὸ μέτωπο γλυκειὰν αὐγὴ τ' ἀπρίλι,
φῶς εἰς τὴ ματιά, πλὴν φῶς ἀπὸ τὸν Ἅδη,
καὶ τριαντάφυλλο μισόκλειστο στὰ χείλη.
Λάμψις σκέπαζε τὰ κάλλη τ' ἀνθηρά της,
πλὴν ἐφαίνουνταν κι' αὐτὴ κ' ἡ ὠμορφιά της...
Ὅμως ὠμορφιὰ ποὺ πόνο προξενοῦσε·
σ' ἀποτύφλονε κ' ἐδίπλαζε τὸ φῶς σου·
σοὔπερνε τὸ νοῦ κι' ὀπίσω στὸν γυρνοῦσε,
σοὔδινε ζωὴ καὶ ἦτο θάνατός σου.
Δ'
Μάζονε ἀνθοὺς μέσα στὸ ρέμμα μόνη
κ' ἐτραγούδαγε τῆς ἄνοιξης τὰ κάλλη,
ἄλλοτε αὐτὴ καὶ ἄλλοτε τ' ἀηδόνι·
ἦταν δυὸ φωναὶς καὶ μία ἦτο πάλι...
Ἄχ· τὸν ἔδεσε ἀλύπητα ἡ μοῖρα!
Λίγο πέρασε κ' ἡ ἀργυρῆ του λύρα.
Ἐσυντρόφευε τῆς κόρης τὸ τραγοῦδι...
Μὲ φαρμακερὸ ἐδένετο λουλοῦδι
Παραδείσου ἀνθός... κι' ἀλλάζαν δαχτυλίδι,
ἄστρο μὲ φωτιά, ἀηδόνι μὲ τὸ φεῖδι!
Ἀγαπήθηκαν· ὁ νεὶς τὴν ἐπροσκύνα,
σὰν βωμὸ Θεοῦ, σὰν Παναγιᾶς ἀκτῖνα,
μ' ἔκστασι τρελλή, πλὴν καὶ κρυφὴ ὀδύνη·
σάν... ἀλλ' ὄμως σάν, δὲν βρίσκουνταν γιὰ κείνη!
Γιὰ τῆς Μάγισσας τὴν κόρη μόνο ζοῦσε
κ' ἐδροσίζετο σ' ἀγνώριστα πελάη·
πλὴν κ' ἡ Λυγερὴ κι' αὐτὴ τὸν ἀγαποῦσε,
ὅπως τὴ ζωὴ ὁ Χάρος ἀγαπάει...
Ὅπως ἡ φωτιὰ τὰ δάση σὰν ἀνάβει,
καὶ ἡ θάλασσα ποὺ πνίγει τὸ καράβι!
Χάρος ἤτανε γι' αὐτὸν, φωτιὰ καὶ κῦμα·
πλὴν δροσιᾶς φωτιά, ζωή, πλὴν μέσ' στὸ μνῆμα.
Μὲ ἀθάνατο φαρμάκι τὸν κερνοῦσε·
τονὲ πέθαινε καὶ τὸν ἐλαχταροῦσε·
ἦταν δάγκαμα φειδιοῦ τὸ φίλημά της,
ἦταν ἄβυσσος φωτιᾶς τ' ἀγκάλιασμά της.
..................................................................
Ε'
Κ' εἶχαν μιὰ ψυχὴ σὲ δυὸ κορμιά, μία γνώμη·
ταῖρι σὰν κι' αὐτὸ στὸν κόσμο δὲν ἐφάνη.
Χρόνος πέρασε· πλὴν πέρασε ἀκόμη
καὶ τοῦ ποιητοῦ τὸ μάγευμα κ' ἡ πλάνη...
Εἶδεν ἔξαφνα τὴν ἅγια Τράπεζά του
μπρός του θρύμματα· γυναῖκα τὴ θεά του·
τοῦ ὀνείρου του δὲν ἦτο πλέον κόρη,
ποὺ στὸν οὐρανὸ καὶ στ' ἄστρα ἐθεώρει.
Ἄχ, δὲν ἤτανε ἡ κόρη ἡ ἁγιασμένη,
ἡ πανάχραντη, ἀφρόχυτη παρθένα·
πῆρε γιὰ δροσιά Λαΐδα κολασμένη
καὶ γιὰ χερουβεὶμ τῆς μάγισσας τὴ γέννα!
Σὰν ἐξύπνησε ἀπὸ τὸ βυθισμό του,
ἐθυμήθηκε τὸ πρῶτο τ' ὄνειρό του.
Κ' ἔκλαψε πολύ, ἡ δροσερὴ μορφή του
ἐκιτρίνισε· νυχτώθηκ' ἡ αὐγή του·
τοὔπεσ' ὁ ἀνθὸς κι' ἀπόμεινε τ' ἀγκάθι
κι' ἀπ' τὴ λύρα του ἡ ἔμπνευσις ἐχάθη!
Στ'
Ἄχ, εἶναι σκληρὸ μὲ τὴν καρδιὰ ἐκείνου
κόρη ν' ἀγαπᾷς, κόρη κιτριᾶς καὶ κρίνου,
καὶ ἀντὶ ἀνθοῦ νὰ βρῇς ἀγκάθι ἐμπρός σου!
Εἶναι κόλασις ἀγνώριστη ἀκόμα,
ν' ἀγαπᾷς θεὸ καὶ νἆνε ὁ θεός σου
σάρκα καὶ σεισμὸς σὲ φλογισμένο στρῶμα...
Ὅσοι ξεύρουνε τὸν ξένον τοῦτον πόνο,
τὴ ζωή τοῦ νειοῦ, αὐτοὶ γνωρίζουν μόνο·
εἶχε στὴ καρδιὰ βαθειὰ γιὰ κείνη θλῖψι·
ὄχι ἔρωτα, ὄχι ἀγάπη· τύψι,
τύψι κ' ἔλεος, μετάνοια, ὀδύνη
καὶ ἀποστροφὴ κι' ἀγγέλου καλωσύνη...
Καὶ τὴν ἔφευγε κι' ἀποπλανᾶτο μόνος,
μέσ' σὲ ρεμματιαὶς ἡμέρα, νύκτα, δείλη·
πλὴν τὸν γύριζε ἐλέους πίσω πόνος·
μὲ μαρτυρικὸ χαμόγελο στὰ χείλη,
ἡ εὐγενικὴ τῆς ἔκρυβε ψυχή του,
τὸ μαρτύριο, τὴ θλῖψι τὴν κρυφή του.
Σεῖς ποὺ ἔχετε καρδιὰ μέσ' στὴν καρδιά σας,
μὴν τὴν ρίχνεται στὸ πρῶτο ἀπάντημά σας,
εἰς τὴν πρώτη νειὰ ποὺ ἔξαφνα ἰδῆτε·
μὴ τὴ δίψα της τὴν σβύνετ' ὅπου βρῆτε.
Τ' ἄχραντά της μὴ ὅπου κι' ἂν εἶν' σκορπᾶτε·
τ' ἄνθος τῆς ζωῆς μὴ εὔκολα πετᾶτε!
Δίδετ' ἡ καρδιὰ μὲ τόση εὐκολία,
ἀλλὰ πέρνεται ὀπίσω στάχτη κρύα...
Ἡ αὐγὴ ἀργεῖ· ἀκόμη δὲν χαράζει
καὶ ἀπὸ μακρυὰ βραχνὸ τ' ὀρνίθι κράζει·
ἔξω ὁ βοριὰς στὰ σκοτεινὰ βογκάει
καὶ στῆς Μάγισσας κοιμᾶται ὁ νειὸς τὸ πλάϊ,
- φεῖδι μὲ πουλί – πλὴν δὲν κοιμᾶτ' ἐκείνη·
ἡ ἀναλαμπὴ ποῦ ἡ γωνιὰ ἀφήνει,
ξέναις ὠμορφιαὶς φωτίζει κι' ἄλλα κάλλη·
ἀκουμποῦσ' ὁ νειὸς σ' ἀφράτο προσκεφάλι,
ἄχ· σε στήθεια δυό, δυὸ μῆλα μυρισμένα,
σὲ δυὸ κύματα χιονάτα καὶ σμιγμένα.
Τὸν νανούριζε παλμός· καὶ τὸ κορμί υοθ
ὅλο ἐσκέπαζαν μαῦρα μαλλιὰ ἁπλωμένα·
ἦταν σὰν νεκροῦ ἡ ὄψις ἡ χλωμή του
καὶ τὰ μάτια του ἀστέρια σκεπασμένα,
μέσ' στὴν ἀγκαλιὰ ἡ κόρη τὸν κρατοῦσε
καὶ τὸν κύτταζε μὲ μάτι ἀναμμένο·
πότε στέναζε καὶ πότε ἐφιλοῦσε
στὰ δυὸ χείλη του τριαντάφυλλο κλεισμένο!
«Ξύπνα, τοὔλεγε, τοῦ Παρνασσοῦ λουλοῦδι
- κ' ἤτανε ἡ φωνή, χάϊδι, φιλί, τραγοῦδι -
«Ξύπνα, φίλησε, στὰ χείλη μου κεράσι
«καὶ στὰ μάτια μου ὁλόκληρη τἡν πλάσι
«Τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου στὴ ματιά μου
«καὶ τὴ δύσι του στὰ δύο μάγουλά μου.
«Ξύπν. Ἀγκάλιασε, ἡ νειότη πρὶν νὰ σβύσῃ,
«Κρίνο ζωντανό, μὲ σάρκα κυπαρίσσι·
«Κι' ἀπ' τὰ σύνεφα κι' ἀπὸ ψηλὰ ριχμένα,
«Μῆλα τ' οὐρανοῦ στὸν κόλπο μου κρυμμνα.
«Ξύπνα νὰ χαρῇς τὴ νειά ποὺ σὲ λατρεύει·
«Ἄχ, ὁ ὕπνος σου τὰ κάλλη μου σοῦ κλέβει!»
Σὲ λησμονησιὰ κ' εἰς ὕπνο βυθισμένος,
δὲν ἐξύπνησε ὁ νειὸς ὁ πικραμένος.
Ἄνθρωπο ποτέ, ποτὲ μὴν ἐξυπνᾶτε!
Εἶνε θλιβερή, μεγάλη ἁμαρτία,
νὰ τὸν ἐξυπνᾷς τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται·
ἡ ἀνάστασις δὲν εἶνε εὐτυχία!
Ὁ Θεὸς ζωῆς μᾶς ἔχει δώσει κῦμα,
πλὴν διώρθωσε τὸ λᾶθός του τὸ μνῆμα...
Τρόμαξε ἡ νειὰ στὴν τόση σιωπή του·
δὲν ἀκούστηκε καμμιὰ ἀπάντησί του·
σκύβει, τὸν φιλεῖ, τὸν σείνει φοβισμένη,
ὅμως ἄφωνος ὁ ποιητής της μένει.
Μπρὸς στὰ μάτια της ἐμπῆκε μαύρη σκέπη
Καὶ σὰν τοῦ πουλιοῦ κτυποῦσε ἡ καρδιά της,
λύχνο ἄναψε καὶ σὰν τρελλὴ τὸν βλέπει·
ἄχ! ἤτανε ἀκίνητος, νεκρὸς ἦταν μπροστά της!
.........................................................................
Ἕνα φίλημα δροσιὰ ἢ φλόγα ἀφήνει,
πότε τὴ ζωὴ καὶ πότε χάρο δίνει.
Στην αγορά στοιβάζουν τα ξερόκλαδα.
Μια λόχμη από σκιές, φτωχό πανωφόρι.
Κατοικώ
Το κέρινο ομοίωμα του εαυτού μου, κορμί κούκλας.
Η νόσος ξεκινά εδώ: είμαι χάρτινος στόχος για μάγισσες.
Μόνον ο διάβολος μπορεί να κατατροπώσει το διάβολο.
Στον μήνα των κόκκινων φύλλων,
σκαρφαλώνω σε ένα κρεβάτι από φωτιά.
Είναι εύκολο να κατηγορήσεις το σκοτάδι:
Το στόμα μιας πόρτας, Την κοιλιά του κελαριού.
Έσβησαν το πυροτέχνημά μου.
Μια μαυροντυμένη κυρία με κρατά σ' ένα κλουβί για παπαγάλους.
Τι μεγάλα μάτια που έχουν οι νεκροί !
Έχω στενές σχέσεις μ' ένα μαλλιαρό πνεύμα.
Καπνός περιστρέφεται από το ράμφος αυτού του άδειου λαγηνιού.
Αν μείνω μικρή, δεν θα προξενήσω καμιά βλάβη.
Αν μείνω ακίνητη, δεν θ' vανατρέψω τίποτα.
Έτσι είπα
Καθισμένη κάτω απ' το καπάκι,
μικροσκοπική και αδρανής σαν κόκκος ρυζιού.
Ανάβουν τα μάτια της κουζίνας, ένα προς ένα.
Είμαστε γεμάτοι άμυλο, οι μικροί λευκοί μου σύντροφοι.
Μεγαλώνουμε. Πονάει στην αρχή.
Οι κόκκινες γλώσσες θα διδάξουν την αλήθεια.
Μητέρα των σκαθαριών, μόνο χαλάρωσε το χέρι σου:
Θα πετάξω μέσα απ' το στόμα του κεριού σαν άκαυστη πεταλούδα.
Δώσε πίσω τη μορφή μου.
Είμαι έτοιμη να ερμηνεύσω τις ημέρες
Που ζευγάρωσα με τη σκόνη
στη σκιά μιας πέτρας.
Οι αστράγαλοί μου φωτίζονται.
Φως ανεβαίνει στους μηρούς μου.
Είμαι χαμένη, χαμένη, μέσα στους χιτώνες όλου αυτού του φωτός.
WITCH BURNING
A thicket of shadows is a poor coat. I inhabit
The wax image of myself, a doll's body.
Sickness begins here: I am the dartboard for witches.
Only the devil can eat the devil out.
It is easy to blame the dark: the mouth of a door,
The cellar's belly. They've blown my sparkler out.
A black-sharded lady keeps me in parrot cage.
What large eyes the dead have!
If I am a little one, I can do no harm.
If I don't move about, I'll knock nothing over.
So I said, Sitting under a potlid,
tiny and inert as a rice grain.
They are turning the burners up, ring after ring.
Mother of beetles, only unclench your hand:
I'll fly through the candle's mouth like a singeless moth.
Give me back my shape. I am ready to construe the days I
coupled with dust in the shadow of a stone.
My ankles brighten. Brightness ascends my thighs.
I am lost, I am lost, in the robes of all this light.
Φαίδων ο Πολίτης - ΟΙ ΜΑΓΟΙ
Οι μάγοι με τα δώρα δεν φάνηκαν
Ούτε σήμερα
Θα ’ναι το άστρο μου πολύ χλωμό
Με λιγοστό το λάδι
Η φυγή στην Αίγυπτο
Η δεύτερη σελίδα
Ξανά πρέπει ν’ αναβληθεί
1959 , Κασσάνδρες και τυφλοί κροκόδειλοι (1961)
https://itzikas.wordpress.com/
Μια γυναίκα που γράφει νιώθει πάρα πολλά,
τους εκστασιασμούς εκείνους και τους οιωνούς!
Σαν να μην έφταναν
οι κύκλοι και τα παιδιά και τα νησιά∙
οι θρηνωδοί και τα κουτσομπολιά
και τα λαχανικά σαν να μην έφταναν καθόλου.
Νομίζει πως μπορεί να προειδοποιήσει τ’ άστρα.
Μια συγγραφέας είναι πρωτίστως κατάσκοπος.
Γλυκιά μου αγάπη, είμαι αυτό το κορίτσι.
Ένας άντρας που γράφει ξέρει πάρα πολλά,
τι μάγια, τι φετίχ!
Σαν να μην έφταναν
οι στύσεις, τα συνέδρια και τ’ αγαθά∙
οι μηχανές και τα γαλόνια
και οι πόλεμοι σαν να μην έφταναν καθόλου.
Μ’ έπιπλα από δεύτερο χέρι φτιάχνει ένα δέντρο.
Ένας συγγραφέας είναι πρωτίστως κάθαρμα.
Γλυκιά μου αγάπη, είσαι αυτός ο άντρας.
Δίχως ν’ αγαπάμε τον εαυτό μας,
μισώντας τα παπούτσια μας, και τα καπέλα μας ακόμη,
αγαπάμε ο ένας τον άλλον, μονάκριβα, μονάκριβα.
Τα χέρια μας είναι γαλάζια κι απαλά.
Τα μάτια μας είναι γεμάτα τρομακτικές εξομολογήσεις.
Αλλά όταν παντρευόμαστε
τα παιδιά φεύγουν αηδιασμένα.
Υπάρχει πάρα πολύ φαγητό και κανείς δεν απόμεινε
για να καταφάει όλη αυτήν την αλλόκοτη αφθονία.
Ανν Σέξτον, από τη συλλογή Ερωτικά ποιήματα, Μαύρη μαγεία, σελ. 9, Μτφρ.: Eυτυχία Παναγιώτου, Εκδόσεις Μελάνι, 2010
Anne Sexton - Το είδος της
Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα,
στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα·
πετώ πάνω από σπίτια φτωχικά, σκέφτομαι το κακό,
πάω από φως σε φως.
Πλάσμα μοναχικό, δωδεκαδάχτυλο, τρελό.
Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.
Βρήκα τις ζεστές σπηλιές στο δάσος,
τις γέμισα με κατσαρολικά, κουζινομάχαιρα και ράφια,
ντουλάπια και μεταξωτά, αμέτρητα αγαθά.
Μαγείρευα για τα σκουλήκια και τα ξωτικά.
Γκρίνιαζα, έβαζα τα πάντα πάλι σε σειρά.
Μια τέτοια γυναίκα την παρεξηγούν.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.
Ανέβηκα στην άμαξά σου, οδηγέ,
κούνησα τα γυμνά μου μπράτσα στα χωριά που
προσπερνούσα,
έμαθα όλες τις λαμπρές, ύστατες διαδρομές,
επέζησα εκεί που οι φλόγες σου ακόμα γλείφουν το μηρό μου,
εκεί όπου περνούν οι ρόδες σου κι ακόμα σπάνε τα πλευρά μου.
Μια τέτοια γυναίκα δεν ντρέπεται να πεθάνει.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.
Θα προσπαθήσω να ευχαριστήσω τους θεατές
Τους σπάγκους το γυαλιστερό σου πριόνι
Είμαι στο κουτί σου φάλτσε μάγε
Με πονάς μάγε
Θα προσπαθήσω να σ’ ευχαριστήσω σαν κτήνος σφαγμένο
Τώρα δε βλέπω τίποτα πρέπει να φύγω
Η νύχτα στάζει από παντού
Μέσα στη μουσική τα κόκαλα του έρωτα
Τον άδειο σπασμό
‘Αφησέ με θα φέρω το φτωχό ζώο στην τρύπα του
Σέρνοντας πόνο το αίμα στις σκάλες
Θα κάθομαι μαζί του ακούγοντας τους αέρες
Αυτό το οξύ που με παραμόρφωσε
Ο μόνος που μου μίλησε ένας χαζός οδηγός
Μου ‘ πε το χαλασμένο του αυτοκίνητο να σμπρώξω
Λοιπόν τους γκρέμισα στο βάραθρο
Ο θάνατος είναι εθνικό προϊόν
Γέμισα ποντικοπαγίδες όλο το σπίτι
Κρέμονται σαν κλουβιά στο ταβάνι
Στο νεροχύτη στο σωλήνα αποχετεύσεως
Στο αραχνιασμένο κοστούμι του γάμου μου
Κανένα όνειρο κάτω απ’ την κρύα κουβέρτα
Κι οι τοίχοι τελειώνοντας κάπου απελπισμένα
Αδέξιοι σαν ποιήματα.
https://itzikas.wordpress.com/
Γιάννης Υφαντής - ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Όλα του Μηδενός μεταμορφώσεις είναι, μάγια.
Φόρεσε δαχτυλίδι το Μηδέν και ξόρκισε τη Μάγια.
Μανθρασπέντα (1977)
https://itzikas.wordpress.com/
Στιχουργός: Θαλασσινός Ερρίκος
Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες
και περπατώ στα ξένα
είναι το σπίτι ορφανό
αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
ένα χελιδονάκι,
να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά
δίπλα στο μπαλκονάκι,
στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
Να πάει στη μάνα υπομονή
δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου
και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί
να πάει στη μάνα υπομονή
Στιχουργός: Γκόγκος Δημήτρης
Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει
η κάθε σκέψη μου κοντά σου τριγυρίζει
δεν ησυχάζω και στον ύπνο που κοιμάμαι
εσένα πάντα αρχοντοπούλα μου θυμάμαι
Μες στης ταβέρνας τη γωνιά για σένα πίνω
για την αγάπη σου ποτάμια δάκρυα χύνω
λυπήσου με μικρή και μη μ’ αφήνεις μόνο
αφού το ξέρεις πως για σένα μαραζώνω
Αχ παιχνιδιάρα πάψε τώρα τα γινάτια
και μη μου κάνεις την καρδούλα μου κομμάτια
με μια ματιά σου σαν μου ρίχνεις αχ πώς λιώνω
μαζί σου ξέρεις τον ξεχνάω κάθε πόνο
Νύχτα Μαγικιά , Μαρία Δημητριάδη, Μίκης Θεοδωράκης
Στιχουργός: Θεοδωράκης Γιάννης
Νύχτα μαγικιά μια σκιά περνά
σκέψου τώρα τη φωνή
που σου ’λεγε, ποτέ, ποτέ μαζί
Βάδιζα σκυφτός, ήσουν ουρανός
με των άστρων τη μουσική
μου τραγουδάς, ποτέ, ποτέ μαζί
Μάγισσα χλωμή, το στερνό σου φιλί
ξεχασμένη μουσική
μια μαχαιριά, ποτέ, ποτέ μαζί.
Μια πόλη μαγική - Μάνος Χατζιδάκις
Συνθέτης: Χατζιδάκις Μάνος
Στιχουργός: Χατζιδάκις Μάνος
Μια πόλη μαγική
ζούμε μαζί οι δυο αγαπημένοι
μια πόλη σαν κι αυτή
πεθαίνει, ζει
κι αλλάζει μαγεμένη.
Σαν πέσει η σκοτεινιά
η αναπνοή μου
θα σμίξει με τ’ αγέρι
τότες η πόλη θα φανεί
μονάχη ερημική
σαν τ’ ακριβό μου αστέρι.
Μαρία Φαραντούρη - Τα μάγια
Στο Μόλυβο, στη Μυτιλήνη
θα βρω μια μάγισσα που λύνει
τα μάγια που σου έχουν κάνει
και την καρδιά σου έχουν μαράνει.
Κι όταν λυθούν τα μαύρα μάγια
κάτω απ’ των άστρων την ανταύγεια
σ’ ένα κοχύλι θα κλειστούμε
και στο βυθό θ’ αγκαλιαστούμε.
Να μην μας δει ανθρώπου βλέμμα
γιατί τα μάγια σαν το αίμα
φεύγουνε και ξαναγυρνάνε
και την αγάπη τυραννάνε
Οι πίνακες είναι από
https://fineartamerica.com/
https://wikipedia.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου