Ο Ρώμος Φιλύρας (ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου) γεννήθηκε στο Κιάτο Κορινθίας και το 1902 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Από το 1903, μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (Νουμάς, Ακρόπολις, Πρόοδος, Νέα Ελλάς, Πατρίς, κ.α.), όπου δημοσίευσε κυρίως χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Το 1916 διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας και στη συνέχεια γραφέας στο στρατό, έφτασε ως το βαθμό του υπολοχαγού και κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου έπαθε κρυοπαγήματα. Αποτάχθηκε το 1924 λόγω ανίατης αφροδίσιας πάθησης. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στα περιοδικά Ηγησώ, Νέα Εστία, Κύκλος, Ξεκίνημα και ως το 1927, οπότε κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο ως το θάνατό του, εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές (Ρόδα στον αφρό, Γυρισμοί, Οι ερχόμενες, Κλεψύδρα, Ο πιερότος, Θυσία) και το πεζογράφημα Ο θεατρίνος της ζωής. Η πρώτη εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε με ένα πεζογράφημα που δημοσιεύτηκε στο παιδικό περιοδικό της Μυτιλήνης Χαραυγή. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών στην Διάπλαση των Παίδων, πάντα με το πραγματικό του όνομα, ενώ το 1903 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας για την υπογραφή ποιημάτων που δημοσίευσε στο Νουμά. Ως ποιητής τοποθετείται στον κύκλο των λεγόμενων νεορομαντικών ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα και άλλους. Επηρεάστηκε επίσης έντονα από το ρεύμα του συμβολισμού και υπέταξε την τεχνική της γραφής του και τη γλωσσική του έκφραση στην ανάγκη να μεταδώσει τα συναισθήματά του με άμεσα αντιληπτό τρόπο. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν εβδομήντα ποιήματα που έγραψε στο Δρομοκαΐτειο με επιμέλεια του Τάσου Κόρφη. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του παραμένει αθησαύριστο στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο της εποχής του.
Εργογραφία
Για τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο γράφει στο "Ημερολόγιο" του : "Εδώ ήρθα κι εγώ. Εδώ κλεισμένος ολομόναχος είδα τη ζωή σαν ένα τραγικό παιχνίδι της Μοίρας. Αποσυρμένος από τα εγκόσμια, πονεμένος και γελασμένος απ' όλα. Η Ζωή μας ξεγελά - το είπε και ο Ουάιλντ από την τραγική φυλακή του Ρήντιγκ - με μάταιες απρόσχαρες μορφές, απατηλές ομορφιές μικροχαρές, στιγμιαίες ηδονές, κουκλένιες φήμες και δόξες. Εδώ έρχεται η αυγή θλιβερώτατη από την κούρασή μας, την βαρεμάρα και τη μάταιη προσήλωσι στην ολέθρια ψυχοφθόρο ρέμβη - κλήρα των ποιητών και μοίρα των ταραγμένων. Εδώ πέφτει η νύχτα δονώντας μίαν αόριστη ελπίδα ότι τάχα θα ησυχάσουμε. Ο μόνος που μας θυμάται συχνά είν' ο θάνατος. Ακούει τη μυστική μας επίκλησι, στο αργό, ατέλειωτο μέτρημα των ράθυμων στιγμών της βαρυθυμίας μας, την άφωνη εκ βαθέων ευχή μας, απάνω στον ταραγμένο ύπνο μας κι έρχεται, παρηγορητής και γοργοϋπήκοος κοσμίζοντας τα υπέρτατα δώρα του, τα γλυκόπιοτα δυνατά βάλσαμα του που μας χαρίζουν ό,τι δεν μπορούν να μας χαρίσουν η βερονάλη και η χλωράλη, ούτε κανένα ναρκωτικό ή παυσόδυνο... την τελειωτική, την υπέρτατη κάλμα... τη γλυκεία, δροσοπάροχη λύτρωσι... Πόσες φορές δεν τον ονειρεύονται στον ύπνο τους και τον ξύπνιο, τα πολυβασανισμένα νευρόσπαστα των ψυχώσεων, στα τραγικά φωτεινά τους διαλείμματα, πόσες φορές δεν ονειρεύονται να τους χαμογελά, σαν μια θαμπή ελπίδα γλυκοχαραυγής, ανάμεσα από την αχλύ και τον ζόφο του τους σκεπάζει τα ταραγμένα τους λογικά... Και ξέρουν πως το γλυκό τους όνειρο, η ελπίδα κι η γλυκαπαντοχή των βασανισμένων αργά ή γρήγορα θα στέρξει μια φορά. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά, η μοναχή εδώ μέσα παρηγοριά μας... Όλοι κι αν μας ξεχάσουν, αυτός θα θυμηθεί."http://www.arxeion-politismou.gr/ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Χωρίς σκοπό Έτσι χωρίς σκοπό η Ζωή ριγμένη, και ράθυμα, ενώ ζούμε στην ανία, μια φλόγα αγάπης ξάφνου ν’ ανασταίνη την καρδιά μας, κρυφή χαλκομανία! Στο περιθώριο τάχα πεταμένοι, ξένοι προς κάθε δράσεως την μανία, ένα λικέρ αδρό να μας προσδένει μέσ’ στου Υπερπέραν την ευρυχωρία! Χαρούμενοι να ζήσουμε τα Νειάτα, χωρίς δεσμούς, που κυβερνά η ρουτίνα, δίχως συμβάσεις, συμφωνίες, γεμάτα. Εφήμερα τα ειδύλλια τα φίνα, να μαδούν στ’ άγγιγμα πνοής καινούργιας σαν ρόδου πρώιμου φύλλα, κρόσσια ούγιας. 🍁 Ποιητής Είχα πέσει σε βύθος, είχα πάντα τη μαύρη κι ολαπέλπιδη νύστα του βραχνά καταλύτη μέσ’ στο κάμα του θέρους, τη θλιμμένη και λαύρη ποθοθάνατη ονείρια, του οράματος νήτη *. ΄Εχω λήθαργου μοίρα κι είχα παραμιλήσει χρόνια, κι όμως ο Στίχος, ο Ρυθμός δεν ελείπαν. Είχα ανέβει εκεί που ‘ναι μονάχα η Βρύση κι η Επιστήμη, αν δεν είχα, δεν θ’ ανέβαινα – είπαν. Επειδή και είχα χάσει το ρέγουλο, είμαι ο εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης, ο πηγαίος ποιητής, που στο σύννεφο κείμαι, ο μεγάλος, ο θείος των ρυθμών υποφήτης **. *νήτη, η = η εσχάτη. **υποφήτης =Προφήτης. Γενικώς οι ποιητές λέγονται "μουσάων υποφήται" 🍁 Ο πιερρότος Πιερρότοι εσύ κι εγώ κι άλλοι κοντά του κι αυτός τόσο σωστός μ’ άσπρη ζακέττα, παίζαμε με τη φόρμα του, ρίχναμε κάτου τ’ ομοίωμά του - χρώμα σε παλέττα. Φτιάναμ’ εμείς τη στάση του μαζί του, ήταν τυχαία και το σύμβολό μας. Στο πέταγμα, στην τοποθέτησή του, είχε τον ξένο μορφασμό και τον δικό μας. Ήταν ειρωνικός, μα και θλιμμένος, στο παλκοσένικο ένας μώμος τραγικός, ήταν ολοφυρόμενος, απεγνωσμένος, σαν εμπροστά σε θαύμα, εκστατικός. Ανάμπαιζε με τη δική του κάθε πόζα, ενώ την είχε πάρει από τεχνίτη, και στα κυττάγματά του τα σκαμπρόζα, εμάντευες το δύσκολο και ψηλομύτη. Ήταν αυτός, ολόκληρος κι ωραίος, ανθρώπινος πολύ στη μπατιστένια στολή του, στα κουμπιά του, φευγαλέος, βραχνάς απ’ τους βαθύτερους στην έννοια. Κι έξαφνα καθώς έγερνε, ήταν όλος μια σκεπτική κι επιγνωσμένη εικόνα, διανοητικός κι όμως μαριόλος, δίπλωνε χαριέστατα το γόνα. Σα νάταν ανεμπόδιστος στην πλάση, χωρίς την ψεύτικην ευγένεια και τη γνώση, ελεύθερος να κλάψει ή να γελάσει, δίχως ν’ ακούσει σχόλια ή ν’ αρθρώσει. Είχε του θετικού την παρουσία, το ρεμβασμό ενός όντος νοητικού, ευπρέπεια πολλή, ετοιμολογία κι ύφος κρυψίνου σ’ έμπασμα ιερού. Άλλοτε είχε αυθάδεια μεγάλη κι έπαιρνε η φάτσα του έκφραση πικρή, περιφρονούσε τις κυρίες, όπου οι άλλοι θαυμάζανε, και του φαινόντουσαν μικροί! Είχε χολή σε υπόσταση πανένια, πλαστογραφούσε υπόκριση ρητή κι εσυγχυζότανε σα νιόκοπη γαρντένια με τεχνητή καμέλια στο κουτί. Είχε πρωθύστερη η μορφή του σημασία κι όμως μας απατούσε όλους μαζί κι ενώ ήταν άνθρωπος σωστός, ουσία γυρεύαμε και θέλαμε να ζει… Το ποίημα "Πιερρότος" είναι από την Συλλογή «ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ - ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ», επιμέλεια: Μανώλης Γιαλουράκης, Δημήτρης Γιάκος, Δημήτρης Ιατρόπουλος, τ. 6, εκδόσεις «Ναυτίλος», Αθήναι, 1995. 🍁 Στον Άδη Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη: Κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι, κι αν δεν εμείναμε σε θείαν αγνότη, το κορμί μας στον τάφο θ’ απογείρει. Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη: Τόση λαχτάρα μέσ’ στο πανηγύρι της ζωής, μας ανάρπαζε κι η νειότη μας φούντωνε του αίματος την πύρη. Οι κοπέλλες μονάχα θα εικονίζουν κάθε χαρά που επέρασε και πάει και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα. Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν σαν άγγελοι, των ουρανών τα χάη, ποια πιο πολύ μας χρύσωσε τα νειάτα! 🍁 Από τις «Ερχόμενες» […] Θα μπουν μαζί και θ’ απλώσουν τα χέρια, θα μας χαϊδέψουν μαλλιά, στον αγέρα σπαρμένα, θα μας μιλήσουν γλυκά σ’ αγκαλιάσματα αιθέρια, θα μας φιλήσουν με χείλη απαλά, μυρωμένα. […] Να μας ξεχωρίσουνε τελος τα σώματα εμπρός μου απ’ την ανοιγμένη κουρτίνα στηλές να προβάλουν, από μακριά κι αν φθασμένες, τα πέρα του κόσμου, να γίνουν σωστές σιλουέττες, χωρίς ν’ αμφιβάλλουν. […] Ήρθαν, μα δεν τις θέλω τόσες κοντά μου, είναι πάρα πολλές, με κουράζουν, μ’ αλλάζουν, πάρ’ τες, μητέρα, να φύγουν αν ήρθαν - αλιά μου! – όλα τα βίτσια μου αν δουν, θα σπαράξουν. Είναι πολλές, ένα πλήθος εγκάρδιο για μένα, γιατί δεν ήπια παρά την ψυχή των, μόνο τα λόγια τους άκουσα, μάνα μου, τα χαϊδεμένα, κι ύστερα φύγαν, ήταν πάρα πολλές, προς τη γη των […] 🍁 Νεκροταφείο φρενοκομείου Νεκροταφείο μακρινό κι απόμερο πένθιμο και θλιφτό, φρενοκομείου - νεκροταφείο πνευμάτων και ψυχών κι ύστερα, το ξεσύρσιμο φορείου… Απόγνωση στερνή, σε τόση απόγνωση βυθός, βυθού, σ’ άκραχτα σκότους βάθη: Ολοφυρόμενον ασκέρι σ’ έρημο, μακριά από πόνους, τόσα μαύρα πάθη. Το κυπαρίσσι, πένθιμο είναι σύμβολο κι όμως δεν φτάνει, θέλει κι άλλα ταίρια λωτόν, ελλέβορο, λιβανιστήρια πήλινα κοράκια, και σκουλήκια στα ξεφτέρια. Σκυλιά να ψάχνουνε σκυφτά στα μνήματα ιχνήλατα στα ολόθλιβα τα βράδια, μέσα στην άπειρη γαλήνη, την ολόπενθη, μέσα στο φως και μέσα στα σκοτάδια. 🍁 Υπεράνω Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη νειότη, κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει, κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι ένθεν η ορμή μας ξεπετά εκεί επάνω απ' της αβύσσου τ' άγρια σκότη και πέρα από του πλήθους τη βοή: δρόμο να μη χαράξουμε προδότη, στο χώμα χνάρι μας να μη σταθεί. Κι αν η πίστη στη χίμαιρ' άλλης πλάσης δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή, Ανυπαρξία κι αν δε μας ξεγελάσεις, οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί να πούμε πως εζήσαμε σ' αμάχη, μέσα, μα και σαν έξω απ' τη ζωή!... 🍁 Έρωτας Την πόρτα εμαντάλωσες κι ήρθες σιμά μου πάλι μού ΄σφιξες τα χέρια μου κι έγειρες το κεφάλι, να μου ειπείς τ΄ ανείπωτα που μόνο η νύχτα ξέρει, μέσα στο τρισκόταδο της κάμαρας, ω ταίρι! Κι είπαμε όλα τα κρυφά, που και τα ρόδα λένε στο περιβόλι τις βραδιές με λίγωμα και κλαίνε. Κι άπλωσες τα χέρια σου να μ΄ αγκαλιάσεις πάλι κι ήρθε το ιερό φιλί σαν τρόπαιο μέσ’ στην πάλη. (α΄ δημοσίευση: Απρ. 1905). |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου