Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».
O Κώστας Βάρναλης
ήταν Έλληνας λογοτέχνης.
Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959
με το Βραβείο Ειρήνης
Λένιν.
Ο Κώστας Βάρναλης στη Μόσχα το 1959 για την απονομή του Βραβείου Λένιν. |
Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας στις 14 Φεβρουαρίου 1884 ( 26 Φεβρουαρίου ) .όπου
βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι
καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου
έμεναν πολλοί Έλληνες. .
Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα
Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του
Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε
μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το
1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο
κυκλοφόρησε δέκα τεύχη.
Το 1908 πήρε το πτυχίο του
από το Πανεπιστήμιο Αθηνών
και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του
Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην
Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε
για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς
λόγους και ως δημοσιογράφος.
Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916
ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα
Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ.
Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο
Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και
παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας
και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό
και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό,
όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα
Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που
εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το
1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο
περιοδικό Μούσα.
Με τη γυναίκα του, Δώρα Μοάτσου
|
Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική
Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως
καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που
δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη
δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927
τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα
Μοάτσου.
1912 Κράσι Κρήτης Από αριστερά
Κώστας Βάρναλη Χαρίλαος Στεφανίδης Νίκος Καζαντζάκης Γαλάτεια Καζαντζάκη
|
Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος
ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη
Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή
έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση,
ως μέλος του ΕΑΜ. Tο 1956 τιμήθηκε από την
Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν
προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο
της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965
εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972
το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και
εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.
Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
25-10-1935. Στο βαπόρι «Μαρία Λ.»
που τον μετέφερε, μαζί με άλλους εξόριστους, στον Αϊ-Στράτη. Κάτω πρώτη σειρά
από αριστερά: Δεύτερος ο Δ. Γληνός, τρίτος ο Βασίλης Δημησιάνος, τέταρτος ο
Κώστας Βάρναλης. Δεξιά πάνω, ανάμεσα στα σχοινιά, ο Αντώνης Στρατηγόπουλος
ΑΠΟ http://varnaliskostas.blogspot.gr/ |
Έργο
|
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και
πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και
σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του,
ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και
βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας
από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης
διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του
γεράματα.
1911: Ο Κ. Βάρναλης δάσκαλος της
Γ΄ Τάξης Ελληνικών στα Μέγαρα
|
· Ποιητικές συνθέσεις
- Ο Προσκυνητής (1919)
- Το Φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922 με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
- Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
· Ποιητικές συλλογές
- Κηρήθρες (1905)
- Ποιητικά (1956)
- Ελεύθερος κόσμος (1965)
- Οργή λαού (1975)
· Πεζά και κριτικά έργα
- Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
- Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
- Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
- Αληθινοί άνθρωποι (1938)
- Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
- Πεζός λόγος (1957)
- Σολωμικά (1957)
- Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
- Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
- Οι δικτάτορες (1965)
- Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
· Θέατρο
- Άτταλος ο Τρίτος (1972)
ΠΗΓΗ - ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο Βάρναλης νέος
|
Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ
("ΤΟ ΦΩΣ που ΚΑΙΕΙ")
Δεν είμ΄ εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ ΄μαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ΄ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόριαγια σένα,
σκλάβε, που πονείς
.............................
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές
.........................
Δε δίνω λέξεις παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ΄ ολουνούς.
καθώς το μπήγω μές το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους
..........................
'Οθε περνά,
γκρεμίζει κάτου σαν το βοριά,
σαν το νοτιάόλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψεφτιά.
Κ΄ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το ΄να ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ,
ΕΙΡΗΝΗ ! ΕΙΡΗΝΗ !
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΤΗΣ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΙΛΙΑΣ.
Αιδώς Αργείοι
Με ζήλο στα σχολειά της προδοσίας
του σάπιου αιώνα σέπεται η γενιά
χαίρονται της σκλαβιάς την ξεγνοιασιά
και τρέμουν του λαού την παρουσία.
Κι αν στα βουνά κραξ΄ η τρομπέτα ανάστα
θα τρέξουν τον οχτρό να διπλαρώσουν
να ξαναδέσουν τη φτωχιά πατρίδα
κι όσοι απροσκύνητοι όλους ντουφεκίδι.
Μακρυγιάννη οι πληγές σου από τα βόλια
τρέχαν αίματα και όμπυο όλο ζωής
μα τώρα διπλοτρέχουνε πατέρα
της ψυχής σου οι πληγές από ντροπή.
Χορός Ωκεανίδων
Αν ταράζουνε γης, ουρανό και πελάη
και με πάνε μακριά, με τινάζουνε πλάι
των αβύσσων πλουτώνειοι θυμοί
κι αν τον δρόμο μου χάνω σε τόση μαυρίλα,
αντηχάνε βαθιά στης καρδιάς μου τα φύλλα
της οργής οι μεγάλες βροντές.
Δε σε χάνω ποτές.
Στην κορφή του νερού, στον αγέρ΄ ανεβαίνω
να κορμί στον αφρό και στην άρμη δεμένο,
να κορμί σαν λαμπάδα χυτό,
σαν τριαντάφυλλο νέο, της αυγής πρώτη γνώρα.
Να κι αστήθι σαν ρόδι σφιχτό,
που μ΄ αγάπη και πόνο για σε
το φροντίζω, χρυσέ!
Τα βαριά σου βλέφαρα, Αγνέ, σήκωσέ τα,
τα ρουθούνια, που πάγοι τα κλείουν, άνοιξε τα,
μες στα σπλάχνα σου να μπει φως,
του κορμιού μου το φως, η ευωδιά του συνάμα,
του κορμιού, που λυγάει σαν νερόφιδο, θάμα
κι ένας κόσμος ωραίος, μυστικός
στην ψυχή σου γλυκά να χυθεί,
τη βαριά και παθή.
|
Αριστερά του Βάρναλη ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου
και δεξιά του ο Στρατής Τσίρκας
|
Οἱ μοιραίοι
Μες στην ὑπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνω εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τὰ βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
καὶ κάπου εφτυούσε καταγής,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!
(Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ὤ! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ίδιο στοιχειό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κ᾿ η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός ποὺ μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ απ᾿ όλα το κρασί!
«Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ἀκόμα.
Έτσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μᾶς εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι ἀντάμα!α
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Ο Κ. Βάρναλης στο σπίτι του
|
Ποῦ να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οἱ κακοί;
Σε ποιο νησί τοῦ Ὠκεανοῦ, σε ποια κορφή ἐρημική;
Δε θα σε μάθω να μιλᾷς και τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιά θενα σπαράξεις.
Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω ἀπό ματιά κακή κι ἀπό κακόν καιρό,
ἀπό το πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δεν εἶσαι συ για μάχητες, δεν εἶσαι συ για το σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.
Τη νύχτα θα συκώνομαι κι ἀγάλια θα νυχοπατῶ,
να σκύβω την ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστό
να σοῦ ῾τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτῶ
πού θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι.
Κι ἂν κάποτε τα φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου να μην την πεῖς!
Θεριά οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν το φῶς να το σηκώσουν!
Δεν εἶν᾿ ἀλήθεια πιο χρυσή σαν την ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορές νὰ γεννηθεῖς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)
Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»
Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.
Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!
1923, στο Παρίσι. Από αριστερά: πρώτος ο Κ. Βάρναλης, με τους φίλους του Νίκο Χατζηκυριάκο - Γκίκα (δεύτερος) και Στρατή Ελευθεριάδη (Τεριάντ)
Ἀρχὴ σοφίας
«Φρόνιμα καὶ ταχτικὰ
πάω μὲ κεῖνον ποὺ νικᾷ».
Ὁ ἕνας
Λίγη δροσιά, οὐρανέ μου,
καὶ χάηδεμα τ᾿ ἀνέμου,
κελάηδημα πουλιοῦ,
ξανάνιωμ᾿ Ἀπριλιοῦ!
Ἀνάσ᾿, ἀνάσα λίγη!
Χρόνια ἡ θελιὰ μᾶς πνίγει.
Λίγη χαρὰ σ᾿ ἀφτὰ
τὰ σκοτεινὰ γραφτά!
Σοῦ πήρανε, λαέ μου,
τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
πατριδοκαταλύτες,
ξένοι καὶ ντόπιο ἀλῆτες!
Ὁ ἄλλος
Ἂν θέλεις νὰ χαρεῖς
τὴ λεφτεριά, νωρὶς
γίνε προδότης, γίνε!
Τιμή, ντροπὴ δὲν εἶναι.
Θά ῾ναι μαζί σου οἱ νόμοι
κι ἡ πλερωμένη γνώμη!
Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου
κι ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη πιάσου!
Κι ἅμα σὲ φτύνει ἀφτός,
νὰ κάθεσαι σκυφτὸς
καὶ θά ῾χεις τὰ πρωτεῖα
στὴ σάπια πολιτεία.
Ὁ λαός
Ἔξω τοῦ ἀφέντη ἁρμάδα
φυλάει, μὲ μπούκα ὀρθή,
τὸ λείψανό σου, Ἑλλάδα,
μὴν ξάφνου ἀναστηθεῖ!
Ἀνάσταση
Νὰ τ᾿
ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!
Ψηλὰ τὸ
κυπαρίσσι σὲ καλεῖ.
- Ἔλα, δὲν
ἔχεις τίποτα νὰ χάσεις
μάιδε νὰ θυμηθεῖς καὶ νὰ ξεχάσεις.
Πατρίδα; Πουλημένη στὸ σφυρί!
Λεφτεριά; Μὲ χαλκᾶδες δὲν
μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ τὰ χεῖ ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿ ἢ προδότες τὰ ὀρφανά
του!
Εἰσ᾿
ἄδειος ἤσκιος
μέσα σ᾿ ὅλα
τ᾿ ἄδεια.
Δὲν εἶναι
τόσο μάβρα τὰ σκοτάδια
τοῦ τάφου, ὅσο τὰ φέγγῃ τῆς
ἡμέρας,
τὰ φέγγῃ
τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς φοβέρας.
Πιὸ σίχαμ᾿ ἀπ᾿ τὸ
κάθε γῆς σκουλῆκι,
οἱ θεόμορφοι δυνάστες σου καὶ λύκοι.
Μὴ λὲς
ἀφανισμὸ
τὸ θάνατό σου,
ἀφοῦ
δὲ ζοῦσες
γιὰ τὸν
ἐαφτό σου.
Ἂν ἔκανες τὸ χρέος σου στὸ λαό,
σὰν ξεχυθεῖ μὲ πάθος παλαιὸ
τὴν πᾶσαν ἀτιμία νὰ συνεπάρει,
μ᾿ ἄλλους πολλοὺς θά ῾χει κ᾿ ἐσὲ μπροστάρη
Πρωτοχρονιάτικο
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες
ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι
κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿
αὐτοὺς
χτυπᾷ ἡ
καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ
ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿
ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ
τῶν ἐπίγειων
ἀγαθῶν
σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
Πῶς μᾶς
θέλει ἡ«ἀληθής δημοκρατία»
Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.
“Το φως που καίει”:
Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο.
Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με
τους νικητές.
Ως τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.
Λεφτεριά θα πει δύναμη.
Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους.
Πιότερο το Μύθο
παρά τα γεγονότα.
Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους.
ΜΩΜΟΣ: Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα,
όσο παραμένει όξω τους η
αιτία του Κακού.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Ποια;
ΜΩΜΟΣ: Η Ανισότητα.
|
||||
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου