Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ (9 Δεκεμβρίου 1859 - 3 Ιανουαρίου 1951)




Πουλί γεννιέται ο άνθρωπος και δέντρο θα πεθάνει:
ρίζες απλώνει γύρω του και τα φτερά του χάνει.

Η ΖΩΗ ΤΟΥ

Ο Γεώργιος Δροσίνης (9 Δεκεμβρίου 1859 - 3 Ιανουαρίου 1951) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της ανανεωτικής Νέας Αθηναϊκής Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πρώτο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Η Εστία» το 1883


 ΠΙΝΑΚΑΣ Γ ΡΟΪΛΟΣ Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός». Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής.



Γεννήθηκε σε ένα αρχοντικό της Πλάκας στην Αθήνα από γονείς Μεσολογγίτες. Ήταν γιος του Χρήστου Δροσίνη, που εργαζόταν ως ανώτατος υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών και της Αμαλίας Πετροκόκκινου, της οποίας η οικογένεια είχε κατεβεί στην Αθήνα με τον Καποδίστρια. Η οικογένεια του Δροσίνη, εκτός από εύπορη ήταν και γνωστή για τη συνεισφορά της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Παππούς του ήταν ο Γιώργης Καραγιώργης, που σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου το 1826 ενώ ο προπαππούς του ήταν ο Καπετάν-Αναστάσης Δροσίνης, γνωστός και ως ο Πρωτοκλέφτης των Αγράφων.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και μεταγράφηκε στη φιλοσοφική σχολή μετά από σύσταση του Νικόλαου Πολίτη. Το 1885 συνέχισε τις σπουδές του στην Ιστορία της Τέχνης στο εξωτερικό, στα Πανεπιστήμια της Λειψίας, της Δρέσδης και του Βερολίνου, στη Γερμανία, χωρίς όμως να πάρει κάποιο πτυχίο.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Η Εστία", το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα το 1894. Παράλληλα με την λογοτεχνική προσφορά του, συνεισέφερε σημαντικά σε πολλούς τομείς της πνευματικής και κοινωνικής ζωής της χώρας: ήταν γραμματέας του "Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων" που είχε ιδρύσει ο Δημήτριος Βικέλας από το 1899, διευθυντής του Τμήματος Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας (1914-1920) και 1922-1923 και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926.
Το 1918 αγόρασε μαζί με τον αδελφό του το σπίτι του θείου τους Διομήδη Κυριακού στην Κηφισιά και από το 1939 έμενε μόνιμα στο οίκημα αυτό που είχε μετονομασθεί σε έπαυλη Αμαρυλλίδα. Έζησε εκεί τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής μέχρι το τέλος της ζωής του την 3 Ιανουαρίου 1951. Το σπίτι αυτό έχει αναπαλαιωθεί, είναι σήμερα ιδιοκτησία του Δήμου Κηφισιάς και στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη από το 1991 και το Μουσείο Δροσίνη από το 1997.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Γεώργιος Δροσίνης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων της «Ακαδημίας Αθηνών», ενώ το 1947 προτάθηκε από το Ελληνικό Κράτος για το βραβείο Νόμπελ, σε αναγνώριση της αξίας του έργου του, το οποίο τελικά απoνεμήθηκε στο Γάλλο λογοτέχνη Αντρέ Ζιντ (André Gide).
Ο Γ. Δροσίνης ασχολήθηκε εξίσου με την πεζογραφία και την ποίηση, αλλά σημαντικότερο θεωρείται το ποιητικό του έργο. Άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα ποιήματά του το 1878 στην εφημερίδα "Ραμπαγάς", με το ψευδώνυμο "Αράχνη".


ΠΑΛΑΜΑΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΑΠΟ http://bougepas.blogspot.gr/


Ανήκε στον κύκλο των προοδευτικών ποιητών (μαζί με τους Νίκο Καμπά και Κωστή Παλαμά), που επεδίωκαν να ανανεώσουν τον ποιητικό λόγο, να τον απαλλάξουν από τον στόμφο και την απαισιοδοξία της Α' Αθηναϊκής Σχολής και να καθιερώσουν την δημοτική ως επίσημη γλώσσα της λογοτεχνίας. Η χρονολογία έκδοσης της πρώτης του ποιητικής συλλογής, το 1880, είναι το ορόσημο της εμφάνισης της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Ο Δροσίνης συνέχισε να υπηρετεί την ποίηση ως το τέλος της ζωής του, χωρίς όμως η ποιητική του τέχνη να παρουσιάσει κάποια εξέλιξη.
Τα πεζογραφικά έργα του Δροσίνη εντάσσονται στον χώρο της ηθογραφίας: απεικονίζουν σκηνές από την αγροτική ζωή, ήθη, έθιμα και παραδόσεις του λαού της υπαίθρου. Ο συγγραφέας εξ άλλου ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη Λαογραφία (ήταν ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας) και είχε ασχοληθεί με τη συλλογή τραγουδιών, εθίμων και παραδόσεων. Το κύριο γνώρισμά των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του είναι ο ειδυλλιακός χαρακτήρας. Παρ' όλο που στην ποίηση ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού, οι γλωσσικές του επιλογές στην πεζογραφία ήταν συντηρητικότερες, κάτι που αποτελεί μια από τις βασικές αδυναμίες του πεζογραφικού του έργου. 
ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Ο φιλολογικός κύκλος της Εστίας. Ορθιοι (από αριστερά): Ι. Ψυχάρης, Δ. Κακλαμάνος, Γ. Κασδόνης (εκδότης), Ι. Βλαχογιάννης, Κ. Παλαμάς, Γ. Δροσίνης, Γρ. Ξενόπουλος. Καθιστοί: Θ. Βελλιανίτης, Α. Περρής (εκδότης), Ν. Πολίτης, Στ. Στεφάνου, Μ. Λάμπρος, Γ. Σουρής, Εμμ. Ροΐδης, Εμμ. Λυκούδης. ΑΠΟ http://helectra.wordpress.com

              ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ

1 - Τα πρωτοβρόχια

Μὲ τὰ πρωτοβρόχια θἄρθουν τὰ μηνύματα τοῦ χειμώνα:
τὸ ποτάμι θὰ θολώσει,
θὰ τριζοβολοῦν ξερὰ τὰ πλατανόφυλλα

θὰ κρυώσει ἡ νύχτα καὶ θὰ μεγαλώσει.
Θὰ δροσοσταλάζουν κόκκινα τὰ κούμαρα,
κυκλαμιὲς θ᾿ ἀνθοῦν στὸ χῶμα ταίρια ταίρια,

θὰ καπνίζουν σφαλιστὰ τὰ χωριατόσπιτα
καὶ θ᾿ ἀρχίσουν τὰ σπιτιάτικα νυχτέρια.

Θὰ σωπάσει ὁ τζίτζικας κι ἑτοιμοτάξιδα
γι᾿ ἄλλων τόπων ἄνοιξη, μακριὰ ἀπ᾿ τὰ χιόνια
βράδυ βράδυ ὡς τὰ μεσούρανα θὰ χύνονται
μαῦροι φτερωτοὶ σταυροὶ τὰ χελιδόνια.

Ὦ χαρά μας! τὸ χειμώνα θὰ προσμένομε,
δίχως πάγους καὶ χιονιὲς νὰ φοβηθοῦμε:
τὴ ζωή μας τὸ στερνὸ ταξίδι ἐκάναμε
καὶ τὴν ἄνοιξη ἄλλων τόπων δὲν ποθοῦμε.

2- Ἡ ψαρόβαρκα

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα, ἔρχεται ὁλοΐσια
πέρα ἀπ᾿ τὸν Ἀσπρόπυργο κι ἀπ᾿ τὰ Πετρονήσια
σὰ νεράιδα ἀφρόπλαστη, νύφη φτερωτή,
τὴ χαϊδεύει ὁ μπάτης·
μύρια πλούτη ἀτίμητα στὴν ποδιὰ κρατεῖ,
ζηλευτὰ προικιά της.

Ἔρχετ᾿ ἡ ψαρόβαρκα χρυσοστολισμένη,
ἔρχεται ἀσημόζωστη καὶ ροδοντυμένη,
τοῦ πελάου ἀρχόντισσα βεργολυγερή, μὲ πολλὰ καμάρια·
πλούτη καὶ στολίδια της ἔχει καὶ φορεῖ
τοῦ γιαλοῦ τὰ ψάρια!


3 -Ἡ θάλασσα και τα ποτάμια


Πῆγαν τὰ ποτάμια
παραπονεμένα
κι εἶπαν τῆς θαλάσσης:

Φέρνομε σ᾿ ἐσένα ὅλα μας τὰ πλούτη,
ὅλη τη χαρά μας, ὅλη τη ζωή μας, 
ὅλα τὰ νερά μας.
Καὶ γιὰ πληρωμή μας
σὺ τί μᾶς χαρίζεις;
Παίρνεις τὰ νερά μας
καὶ μᾶς τ᾿ ἁρμυρίζεις! 

Καὶ τοὺς εἶπ᾿ ἐκείνη:
Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω;
Τὰ γλυκὰ νερά σας
πῶς νὰ τὰ φυλάξω; 
Εἶμ᾿ ἀπὸ τὴ φύση ἁρμυρὴ πλασμένη 
Κι ἁρμυρὸ κοντά μου 
κάθε τί θὰ γένει. 
Τὰ παράπονά σας 
πάνε στὰ χαμένα. 
Θέτε τὸ καλὸ σάς; 
φεύγετ᾿ ἀπὸ μένα.

4- μυγδαλιά

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.
Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:
-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;
Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.


5 -Ἑσπερινός

Στὸ ρημαγμένο παρακκλήσι
τῆς Ἄνοιξης τὸ θεῖο κοντύλι
εἰκόνες ἔχει ζωγραφίσει

μὲ τ᾿ ἀγριολούλουδα τ᾿ Ἀπρίλη.
Ὁ ἥλιος, γέρνοντας στὴ δύση,
μπροστὰ στοῦ ἱεροῦ τὴν πύλη

μπαίνει δειλὰ νὰ προσκυνήσῃ

κι ἀνάφτει ὑπέρλαμπρο καντήλι.

Σκορπάει γλυκειὰ μοσκοβολιὰ
δάφνη στὸν τοῖχο ριζωμένη -

θυμίαμα ποὺ καίει ἡ Πίστις -
καὶ μία χελιδονοφωλιά,
ψηλὰ στὸ νάρθηκα χτισμένη,

ψάλλει τὸ Δόξα ἐν Ὑψίστοις...

6 -Ἀπό  τα «Φωτερά Σκοτάδια»

Ὦ θαλασσοθεμέλιωτα καὶ ἡλιόσκεπα παλάτια,
Χτισμένα ἀπὸ τὰ σύννεφα τῆς θερινῆς βραδιᾶς,

«Δὲν θέλω τοῦ κισσοῦ τὸ πλάνο ψήλωμα
σὲ ξένα ἀναστυλώματα δεμένο
ἂς εἶμαι ἕνα καλάμι, ἕνα χαμόδεντρο,
μὰ ὅσο ἀνεβαίνω, μόνος ν᾿ ἀνεβαίνω.
Δὲν θέλω τοῦ γιαλοῦ τὸ λαμποφέγγισμα
ποὺ δείχνεται ἄσπρο μὲ τοῦ ἥλιου τὴ χάρη
θέλω νὰ δίνω φῶς ἀπὸ τὴ φλόγα μου
κι ἂς εἶμαι ἕνα ταπεινὸ λυχνάρι»


 7 - ΚΟΧΥΛΙΑ

Κάποια ξωτικὰ κοχύλια,
Στ' ἀκρογιάλι σκορπιστά,
Μοιάζουν νεκρωμένα χείλια,
Μοιάζουν μάτια σφαλιστά.
Λείψανα πού ριξε ἡ μοῖρα Ἀπ' ἀγνώριστο νεκρό,
Τὰ ξεδιάλεξα τὰ πῆρα
Μὲ χαμόγελο πικρό.
Κι' ὅταν ἦρθε ἡ μαγεμένη Ὥρα τοῦ μεσονυχτιοῦ,
Ποὺ ξυπνοῦν οἱ πεθαμένοι
Μὲ τὸν πόθο τοῦ σπιτιοῦ,
Τὰ σβυσμένα μάτια ἀρχίσαν
Νὰ σκορποῦν φεγγοβολιὰ
Καὶ τὰ χείλια ἀντιλαλῆσαν
Κάποια γνώριμη λαλιά.


8 -ΤΟ ΟΥΡΑΝΙ ΤΗΣ

Ὅσαις φοραὶς τὴν ἔβλεπα ξανθή, ἀνθοπλασμένη,
'Σαν νύχτας ὄνειρο γλυκὸ 'μπροστά μου νὰ διαβαίνῃ,

Ἔλεγα: νᾆνε τάχα γῆς ἢ οὐρανοῦ λουλοῦδι;
Νὰ ἦνε ἄνθρωπος ἢ ἀγγελοῦδι;

…………………………………………
Εἶν' ἡ ξανθή μου ἄγγελος, ἐδῶ 'ς τὴ γῆ ἂν μένῃ,
Μ' ἕνα κομμάτι τοὐρανοῦ τὴν εἶδα χθὲς ντυμένη.



9-Τι λοιπόν;

Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε,
αγγίξαμε τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;

Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;

Σ' ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;

Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ' τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ' απ' το θάνατο αρχίζει;

Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα
κι αντί να 'ρθει μια νύχτ' αξημέρωτη
ξημερώνει μι' αβράδιαστη μέρα;

Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
¨Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν' αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;




Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΣΤΑ ΗΛΥΣΙΑ ΠΕΔΙΑ 

10 - Ο ΚΡΥΦΟΣ ΛΟΓΟΣ

Δὲ θέλω ἀπὸ τὰ χείλη μου τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ βγάλω
Το λόγο τὸν ἀτίμητο, τὸ λόγο τὸ μεγάλο,
Ποὺ κρύβω χρόνια καὶ καιροὺς μέσ' στῆς καρδιᾶς τὰ βάθη.
Δὲ θέλω ὁ ἕνας νὰ τὸν πῇ κι' ὁ ἄλλος νὰ τὸν μάθῃ,
Καὶ μ' ἄλλα λόγια ταπεινὰ κι' ὁ λόγος ὁ δικός μου
Νὰ σέρνεται, νὰ τρίβεται στὰ στόματα τοῦ κόσμου.
Θέλω καὶ δίχως νὰ τὸν πῶ, ἐσὺ νὰ τὸν μαντέψῃς,
Θέλω καὶ δίχως ν' ἀκουστῇ, ἐσὺ νὰ τὸν πιστέψῃς,
Θέλω τὸ λόγο μου βαθειὰ μέσ' στὴν καρδιὰ νὰ κλείσῃς,
Καὶ θέλω νὰ μ' ἀποκριθῇς χωρὶς νὰ μοῦ μιλήσῃς.
Καὶ τότε νὰ διαλαληθῇ στὸν κόσμο ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη,
Μὲ τὸ διπλὸ χαμόγελο, μὲ τὸ διπλό μας δάκρυ,
Μὲ τὴ διπλή μας τὴ χαρά, μὲ τὴ διπλή μας λύπη,
Μὲ τὴ διπλὴ λαχτάρα μας καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι,
Καὶ τότε νὰ τὸ μάθουνε χωρὶς νὰ τοὺς τὸ ποῦμε,
Καὶ τότε νὰ μὴν τὤχωμε κρυφὸ πὼς ἀγαποῦμε.

http://users.uoa.gr/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου