Art: Vladimir Kush ~ "Diary of Discovery"
i.Γυμνά χαλάσματα
Κομμάτια γίνανε οι ώρες και σωπάσαν
μες στα ερείπια το δάκρυ περισσεύει.
Σταυρώσαν πάλι οι ριπές και προσπεράσαν
ένα παιδάκι τη μανούλα του γυρεύει
και όλο κλαίει, όλο κλαίει.
Σ’ ένα σακίδιο η ζωή τσαλακωμένη
σ’ ένα φορείο η ελπίδα να ουρλιάζει
γυμνά χαλάσματα, φυγή μαυροντυμένη
κι ένα παιδάκι μοναχό του μες στ’ αγιάζι
που όλο κλαίει, όλο κλαίει.
Πες μου.
Ποιος αγοράζει τη ζωή, ποιος την πουλάει
ποιος ξεριζώνει τις πατρίδες μ’ ένα νεύμα;
Ποιος την αλήθεια όσα - όσα ξεπουλάει
και μέχρι πότε θα κυλάει μαύρο αίμα;
Πες μου.
Πώς να στεγνώσω αυτό το δάκρυ
απ’ του μικρού παιδιού το βλέμμα;
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
(Για όλους όσους η κοινωνία «φρόντισε» να έρθουν και να φύγουνε μονάχοι)
Κλειδωμένες οι λύπες
ριζωμένες στα μάτια σου
κι ο αέρας να παίρνει το δάκρυ.
Ξεραμένες τουλίπες
στα γυμνά σκαλοπάτια σου
κι ένα γέλιο σου, κάπου στην άκρη
Ξοφλημένες ελπίδες
με σιωπές που χρεώθηκες
να ουρλιάζουν τη νύχτα σαν λύκοι.
Χαραγμένες ρυτίδες
όλα όσα φορτώθηκες
ποια στιγμή, ποια ζωή σού ανήκει;
Κολυμπάει η μέρα
στις καθάριες σου θάλασσες
συντροφιά σου ο βυθός κι ένας βράχος.
Ποιος να πει καλημέρα;
ποιος να δει όσα αγκάλιασες
αφού ζεις και πεθαίνεις μονάχος;
Μη λυπάσαι
τώρα που ήρεμα χάθηκες
στο αιώνιο, γαλάζιο σου κύμα
απ’ τον ξένο, τον γυάλινο κόσμο μου
θα σου γράψω κι εγώ ένα ποίημα
Να θυμάσαι
τώρα πια που ξεγράφτηκες
απ’ του κόσμου το τρύπιο κιτάπι
θα γυρεύω στον δρόμο τα μάτια σου
να μου δείχνουν πως μοιάζει η αγάπη
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
iii.Μια συγνώμη υγρή
Διπλωμένες σελίδες
αφημένες κατάχαμα
και το χώμα βροχή να μυρίζει.
Δύο μαύρες κηλίδες
να ρουφούνε το χάραμα
κι ο καπνός τη ζωή να ξαφρίζει
Πυρετός,
σε μια άνιση πάλη
παγετός,
στο χλωμό προσκεφάλι
δυνατός,
της καμπάνας ο κτύπος,
ξημερώνει ή νύχτωσε μήπως;
Καρφωμένες φτερούγες
ματωμένα πετάγματα
και το αίμα του χρόνου, να πήζει
Ζαρωμένες φιγούρες
μαυρισμένα αγάλματα
να τελειώνει η ζωή ή ν’ αρχίζει;
Ανοιχτές τ’ ουρανού οι εξέδρες
διψασμένες της νύχτας οι σφαίρες
κι ένα κρίνο στην πίσσα ν’ ανθίζει.
Μες στις φλόγες, λαμπάδα που καίει
ένα σκούρο ποτάμι να ρέει
κι ο αέρας μπαρούτι μυρίζει
Μη μου κλαις
μη φοβάσαι τη νύχτα
όσα θες
μες στα σπλάχνα σου ρίχτα
με τ’ αστέρια να πιάσουν χορό
Μη μου κλαις
άσε εμένα να κλάψω
μια συγνώμη υγρή να σου γράψω
για τον κούφιο καιρό που ανέχομαι
για τον άδειο καιρό που φορώ
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
iv.Δεν ήρθες
Δεν ήρθες. Σε περίμενα, μα δεν ήρθες.
Άφησα όλη τη νύχτα το παράθυρο ανοιχτό
κι εγώ εκεί, πίσω απ’ τ’ ανοιγμένο παράθυρο
να καρτερώ, ίσως φανεί από κάπου το βλέμμα σου.
Έβρεχε ψες. Την άκουγες άραγε τη βροχή;
Έτσι όπως καθόμουνα πίσω απ’ τ’ ανοιγμένο παραθύρι
με χτυπούσε στο πρόσωπο, λες κι ήθελε να ξεπλύνει
την αλμύρα που αυλάκωνε τα μάγουλά μου.
Τα δέντρα λύγιζαν, έπεφταν τα φύλλα κιτρινισμένα στο μπαλκόνι
μα εγώ εκεί, πίσω απ’ τ’ ανοιγμένο παραθύρι
να καρτερώ, ίσως φανεί από κάπου το βλέμμα σου.
Ξέχασα να σου πω. Το απόγευμα μπαινόβγαιναν φίλοι
πολλοί φίλοι, με κερνούσανε λόγια όμορφα, χαμόγελα αγάπης
τους κερνούσα κρασί και κάθε φορά έβαζα κι ένα επιπλέον ποτήρι στον δίσκο
και κοίταζα την πόρτα. Δεν γίνεται – έλεγα – όπου να ‘ναι θα φανεί.
Για μια στιγμή πήγα και στάθηκα στην είσοδο μ’ ένα ποτήρι γεμάτο κρασί.
Πίσω μου ακούγονταν γέλια, φωνές, τραγούδια, κιθάρες
μα εγώ, το μόνο που έβλεπα ήτανε τη μοναξιά
να πηγαινοέρχεται μ’ ένα μαύρο παλτό στο πεζοδρόμιο
και να τρυπά την αντοχή με τα ψηλοτάκουνά της.
Οι φίλοι, άρχισαν ένας - ένας να φεύγουν.
Ήπια γουλιά – γουλιά το κρασί. Έκλεισα την πόρτα.
Άνοιξα το παράθυρο. Έβρεχε.
Δεν ήρθες. Σε περίμενα, μα δεν ήρθες.
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
Κομμάτια γίνανε οι ώρες και σωπάσαν
μες στα ερείπια το δάκρυ περισσεύει.
Σταυρώσαν πάλι οι ριπές και προσπεράσαν
ένα παιδάκι τη μανούλα του γυρεύει
και όλο κλαίει, όλο κλαίει.
Σ’ ένα σακίδιο η ζωή τσαλακωμένη
σ’ ένα φορείο η ελπίδα να ουρλιάζει
γυμνά χαλάσματα, φυγή μαυροντυμένη
κι ένα παιδάκι μοναχό του μες στ’ αγιάζι
που όλο κλαίει, όλο κλαίει.
Πες μου.
Ποιος αγοράζει τη ζωή, ποιος την πουλάει
ποιος ξεριζώνει τις πατρίδες μ’ ένα νεύμα;
Ποιος την αλήθεια όσα - όσα ξεπουλάει
και μέχρι πότε θα κυλάει μαύρο αίμα;
Πες μου.
Πώς να στεγνώσω αυτό το δάκρυ
απ’ του μικρού παιδιού το βλέμμα;
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
ii.Ξεραμένες τουλίπες(Για όλους όσους η κοινωνία «φρόντισε» να έρθουν και να φύγουνε μονάχοι)
Κλειδωμένες οι λύπες
ριζωμένες στα μάτια σου
κι ο αέρας να παίρνει το δάκρυ.
Ξεραμένες τουλίπες
στα γυμνά σκαλοπάτια σου
κι ένα γέλιο σου, κάπου στην άκρη
Ξοφλημένες ελπίδες
με σιωπές που χρεώθηκες
να ουρλιάζουν τη νύχτα σαν λύκοι.
Χαραγμένες ρυτίδες
όλα όσα φορτώθηκες
ποια στιγμή, ποια ζωή σού ανήκει;
Κολυμπάει η μέρα
στις καθάριες σου θάλασσες
συντροφιά σου ο βυθός κι ένας βράχος.
Ποιος να πει καλημέρα;
ποιος να δει όσα αγκάλιασες
αφού ζεις και πεθαίνεις μονάχος;
Μη λυπάσαι
τώρα που ήρεμα χάθηκες
στο αιώνιο, γαλάζιο σου κύμα
απ’ τον ξένο, τον γυάλινο κόσμο μου
θα σου γράψω κι εγώ ένα ποίημα
Να θυμάσαι
τώρα πια που ξεγράφτηκες
απ’ του κόσμου το τρύπιο κιτάπι
θα γυρεύω στον δρόμο τα μάτια σου
να μου δείχνουν πως μοιάζει η αγάπη
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
iii.Μια συγνώμη υγρή
Διπλωμένες σελίδες
αφημένες κατάχαμα
και το χώμα βροχή να μυρίζει.
Δύο μαύρες κηλίδες
να ρουφούνε το χάραμα
κι ο καπνός τη ζωή να ξαφρίζει
Πυρετός,
σε μια άνιση πάλη
παγετός,
στο χλωμό προσκεφάλι
δυνατός,
της καμπάνας ο κτύπος,
ξημερώνει ή νύχτωσε μήπως;
Καρφωμένες φτερούγες
ματωμένα πετάγματα
και το αίμα του χρόνου, να πήζει
Ζαρωμένες φιγούρες
μαυρισμένα αγάλματα
να τελειώνει η ζωή ή ν’ αρχίζει;
Ανοιχτές τ’ ουρανού οι εξέδρες
διψασμένες της νύχτας οι σφαίρες
κι ένα κρίνο στην πίσσα ν’ ανθίζει.
Μες στις φλόγες, λαμπάδα που καίει
ένα σκούρο ποτάμι να ρέει
κι ο αέρας μπαρούτι μυρίζει
Μη μου κλαις
μη φοβάσαι τη νύχτα
όσα θες
μες στα σπλάχνα σου ρίχτα
με τ’ αστέρια να πιάσουν χορό
Μη μου κλαις
άσε εμένα να κλάψω
μια συγνώμη υγρή να σου γράψω
για τον κούφιο καιρό που ανέχομαι
για τον άδειο καιρό που φορώ
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
Δεν ήρθες. Σε περίμενα, μα δεν ήρθες.
Άφησα όλη τη νύχτα το παράθυρο ανοιχτό
κι εγώ εκεί, πίσω απ’ τ’ ανοιγμένο παράθυρο
να καρτερώ, ίσως φανεί από κάπου το βλέμμα σου.
Έβρεχε ψες. Την άκουγες άραγε τη βροχή;
Έτσι όπως καθόμουνα πίσω απ’ τ’ ανοιγμένο παραθύρι
με χτυπούσε στο πρόσωπο, λες κι ήθελε να ξεπλύνει
την αλμύρα που αυλάκωνε τα μάγουλά μου.
Τα δέντρα λύγιζαν, έπεφταν τα φύλλα κιτρινισμένα στο μπαλκόνι
μα εγώ εκεί, πίσω απ’ τ’ ανοιγμένο παραθύρι
να καρτερώ, ίσως φανεί από κάπου το βλέμμα σου.
Ξέχασα να σου πω. Το απόγευμα μπαινόβγαιναν φίλοι
πολλοί φίλοι, με κερνούσανε λόγια όμορφα, χαμόγελα αγάπης
τους κερνούσα κρασί και κάθε φορά έβαζα κι ένα επιπλέον ποτήρι στον δίσκο
και κοίταζα την πόρτα. Δεν γίνεται – έλεγα – όπου να ‘ναι θα φανεί.
Για μια στιγμή πήγα και στάθηκα στην είσοδο μ’ ένα ποτήρι γεμάτο κρασί.
Πίσω μου ακούγονταν γέλια, φωνές, τραγούδια, κιθάρες
μα εγώ, το μόνο που έβλεπα ήτανε τη μοναξιά
να πηγαινοέρχεται μ’ ένα μαύρο παλτό στο πεζοδρόμιο
και να τρυπά την αντοχή με τα ψηλοτάκουνά της.
Οι φίλοι, άρχισαν ένας - ένας να φεύγουν.
Ήπια γουλιά – γουλιά το κρασί. Έκλεισα την πόρτα.
Άνοιξα το παράθυρο. Έβρεχε.
Δεν ήρθες. Σε περίμενα, μα δεν ήρθες.
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
v.Δίχως αύριο
Ψιθυρίζουν σε μια χούφτα ονείρου,
δροσερές αναμνήσεις χαράς
και τα χείλη τρεμάμενα
στη βουβή των χαδιών τη λαχτάρα,
ψηλαφίζουν της μέθης τα ρίγη.
Κρύβει ο ήλιος των συγνέφων το ξέσπασμα
σε μεταξωτή, κατακόκκινη φόδρα
και χορεύει αφράτο το κύμα
σαν καταγάλανη γοργόνα
λουσμένη σε μαργαριταρένιες σταγόνες.
Κάπου ανάμεσα στο φως,
χρυσίζουν της ζωής τα κουδούνια
και μέσα στ’ απόμερα σοκάκια
των δύσβατων λογισμών,
σε κοιτάζω βαθιά μέσα στ’ άπειρο
σ’ αγκαλιάζω σφιχτά, δίχως αύριο
και το ξέρω, υπάρχεις ακόμα!
Ελενη Σωφρονίου Στρατή
vi.Με αίμα και φως, με φως και αίμα
Τριγυρνούσες ξυπόλυτος μες στ’ αγκαθωτά μονοπάτια του μυαλού
από βράδυ σε βράδυ,
ιχνηλατώντας τα ύψη τ’ ουρανού.
Mε το αίμα να ρέει απ’ τα πέλματα των σκέψεων
και να ποτίζει την αλήθεια σου,
σαν νυχτολούλουδο να ανθίσει μες στο πάλλευκο της νύχτας σου
και να μυρώσει την ψυχή.
Έσκαβες ολονυχτίς -μ‘ εκείνη την τσάπα των βαθύτερων ματιών σου-
το χώμα των λέξεων,
για να βρεις τρόπο να φυτέψεις τον σπόρο μιας Αρχής,
που θα καθόριζε την Πορεία του ταξιδιού σου και το καθάριο Τέλος του.
Μες στο πυκνό το σκοτάδι της μοναξιάς
κοινωνούσες την ανάσταση των ονείρων σου
με κάτασπρα δάκρυα,
καθώς περίμενες πίσω από ένα σκοτεινό παραθύρι,
να ζωγραφίσεις με κόκκινα γράμματα την αυγή
και το κελάηδημα τ’ αηδονιού.
Ορφανός από συνηθισμένες συντροφιές,
ανηφόριζες μόνος, μα λεύτερος, το μονοπάτι σου.
Κουβαλούσες στην πλάτη σου, τού χρέους το βαρύ σταυρό
ενώ τα μάτια σου φωσφόριζαν ξάστερα λόγια και ονείρατα.
Το ‘ξερες̇ θάνατο πως θα θήλαζες στο στήθος της ζωής
τη μέρα όπου ελάξευες σ’ ένα χαρτί ένα στίχο
επάνω του που έχτισες, το Ποίημα της ζωής σου:
«Με αίμα και φως, με φως και αίμα, γράφεται η αλήθεια»!
Κάποιοι σε είπανε τρελό κι άλλοι σε είπαν ΠΟΙΗΤΗ!
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
vii.Κρυώνω
Μισοσβησμένη μια σκιά
κρεμάμενη μέσα στους κύκλους
της στιγμής μιας ιστορίας.
Ισχνό το φως για να τη δω,
μα τ’ άρωμά της ζωγραφίζει τον αέρα,
έτσι όπως τότε που τον μύρισα
καθώς στα χέρια του βαστούσε
τον δυόσμο μιας ανατολής.
Κρυώνω, μα θέλω τούτο το παράθυρο
να ‘ναι για πάντα ανοιχτό,
για να φωτίζει τις χρυσές γραμμές
ενός αγίνωτου, μα πάντα γινωμένου πόθου
που μυροβλύζει μες στις σταγόνες
κάποιου κάτασπρου συγνέφου,
που ακουμπά τις φτέρνες του
μες στον τρεμάμενο ορίζοντα
μικρού, αθέατου φωτός.
Κρυώνω, μα θέλω τούτο το παράθυρο
να ‘ναι για πάντα ανοιχτό
για να μου φέρνει πίσω
ένα-ένα τα πουλιά της Άνοιξης!
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
viii.Θα χαθείς (Λέξεις)
Θα χαθείς. Κάποια στιγμή θα χαθείς
μες στη βοή του αέρα,
μέσα στους ήχους της μέρας,
θα χαθείς.
Μα θα ‘χω τις λέξεις,
θα ‘χω τις λέξεις να στάζουν αρώματα,
μέσα από τα Άλφα τους μέσα από τα Ωμέγα τους.
Θα τις απλώνω μέσα στο μισοσκόταδο
να μου υφαίνουν συντροφιές,
στρωσίδια μαλακά για τους σκληρούς χειμώνες.
Θα χαθείς. Κάποια στιγμή θα χαθείς
πέρα απ’ το φως της Ανατολής
πέρα απ’ το σκοτάδι της Δύσης.
Μέσα σ’ εκείνους τους αιθέρες
που φυτρώνουν μονάχα τα ανέφικτα.
Μα εγώ θα ‘χω τις λέξεις
να μου μουρμουρίζουν τα βήματά σου,
να μου ζωγραφίζουν τα μάτια σου
να με πνίγουν με τα χέρια των αγκαλιών σου.
Θα χαθείς. Μα τι μ’ αυτό;
Εγώ θα ‘χω τις λέξεις
να σε φέρνουν πάλι εδώ,
μέσα από το σύρμα ενός τηλεφώνου
πίσω από μια ανοιγμένη πόρτα,
πάνω στο σούρουπο μιας βεράντας.
Να σε φέρνουν μες στου Φθινοπώρου την ομίχλη
μες στα φύλλα εκείνου του χρυσαφένιου Σεπτέμβρη
μέσα στο κλάμα του ανέμου της φυγής.
Θα χαθείς. Μα τι μ’ αυτό;
Εγώ θα ‘χω τις λέξεις
ριζωμένες μέσα στα μονοπάτια της πιο βαθιάς παρουσίας
να μου μιλούν για σένα,
να μου μιλούν για μας,
να συλλαβίζουνε τους ήχους της αγάπης.
Και ναι,
να το θυμάσαι,
δε θα χαθείς ποτέ,
γιατί θα ‘χω τις λέξεις, μάτια μου,
να ζωγραφίζουνε ήλιους τα μάτια σου,
να μου υφαίνουν συντροφιές για τους σκληρούς χειμώνες!
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
ix.Ποιητής
Λες πως δεν είσαι ποιητής μα εγώ σε νιώθω
μέσα στο φλοίσβο των κυμάτων να ηχείς
ποίημα να πλάθεις της ψυχής
παιδί δικό σου, της αλήθειας, κι όχι νόθο
Γαντζώνεις μέσα στις φιγούρες του φωτός
τα αλλοπρόσαλλα πετάγματα της σκέψης
και γίνεσαι έτσι ποιητής της κάθε τέρψης
μες στο αλλότριο το φως, γυμνής νυκτός
Φοράς απάτητες κορφές Ανατολής
και Μαγιοστέφανα με κρίνα και φεγγάρια
του παραδείσου κρυφανάβεις τα φανάρια
απ’ τη λαμπρότη της καθάριας σου στολής
Βήμα το βήμα περπατώ και σε κοιτάζω
λέξη τη λέξη σου, μετρώ και σ’ ακουμπώ
ήχους αθόρυβους γλυκά σφιχταγκαλιάζω
με τη σιωπή μου, θέλω τόσα να σου πω!
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
🌼🌼
x.Οι δρόμοι μου που φεύγουν
Μύριζα στον αέρα μου, μια πίκρα από δάφνη
και μια ανάποδη θωριά με είχε κατοικήσει.
Οι μέρες μου που έχτιζα και μου γινήκαν χρόνια,
σαν σκόρπιες πέτρες φάνηκαν, εμπρός μου μοιρασμένες.
Οι δρόμοι που ερχόμουνα, από μπροστά μου φεύγαν
κι αυτοί που τους επέστρεφα στο κάθε δειλινό μου,
συρρικνωθήκαν μέσα μου σαν ρούχα που μαζέψαν
και μονοπάτια γίνηκαν, δύσβατα για το νου μου.
Θεέ μου τούτη η μέρα μου, ποιον πηγεμό να έχει,
που οι δρόμοι της χαθήκανε κι οι στράτες της αλλάξαν;
Θεέ μου, αλήθεια σήμερα, πώς η ψυχή ν’ αντέξει
που όλα ίδια φαίνονται και όλα είν’ αλλιώς;
Να ‘χει ανατείλει, άραγε, ανάποδα ο ήλιος
ή ναν’ η γης μου που άλλαξε θέση δια παντός;
Ελένη Σωφρονίου Στρατή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου