Girl with a Pearl Earring by Johannes Vermeer, 1665
Γυναίκα θάλασσα. 30/11/2017
Σου μοιάζει η θάλασσα, σωστή γυναίκα
όπως τα μάτια σου, βαθιά γαλάζια
και τα μαλλάκια σου κρατάει μια στέκα
σπαστά σαν κύματα, απαλά σαν χάδια.
Μοιάζεις της θάλασσας όταν θυμώνεις
που ανταριάζεται και αγριεύει
στου κήπου τα δενδρά σιωπά ό Γκιώνης
και μόν’ η αγάπη μου σε ημερεύει.
Κι όταν τ’ απόβραδα φυσάει ο Μπάτης
γαλήνια, ήρεμη, δεν σε χορταίνω
ξάγρυπνος μένω σαν νυχτοβάτης,
θέλω την αύρα σου να ανασαίνω
αλμύρα του ίδρωτα σαν της θαλάσσης,
μες στην αγκάλη σου ως ξαποσταίνω.
Γυναίκα. 1 08/03/2018
Νύχτα, γυναίκα σκοτεινή του κόσμου ερωμένη
νύχτα του κόσμου αγκαλιά, στα τρυφερά που εκεί
σαν έρθει το ξημέρωμα ιδέα κενού σου μένει
κάτω από πέπλο ξέθωρο που φτιάχνει η αυγή.
Γυναίκα που του θερισμού τ’ αχνάρια ακολουθούσες
γυναίκα του ξεσηκωμού, του πόνου τοκετού
της λήθης, της απώλειας που άντεχες και θρηνούσες
γυναίκα που αξεπέραστη κι ας χρόνου αρκετού.
Γυναίκα εσύ ασυμβίβαστη κι ελεύθερη από φύση
που δυνατή στα πέρατα της γης κι ας έχεις πάθει
τ’ άστρο σου Μούσα ποιητή, ποτέ του δεν θα σβήσει
σε προστατεύουν σύμπαντα όσα κι αν κάνεις λάθη.
Γυναίκα εσύ του έρωτα, των άστεγων λιμάνι
που στα μυθιστορήματα στα κόκκινα ντυμένη
όποιος δεν θέλει σε γευθεί τόση ζωή που χάνει
όποιος γυναίκα αρνήθηκε, ζει μια ζωή χαμένη.
ΓΥΝΑΙΚΑ. 2 21/10/2019
Δεν είναι όμορφη να πεις, μήτε Καρυάτιδος κορμί
μα έχει κάτι που αγγίζει βάθη στην ψυχή
έχει μιαν άγρια ομορφιά πετάει λες σαν τον Ερμή
και μάτια που διαβάζουνε κάθε κρυφή πτυχή.
Είναι λουλούδι ταπεινό που δεν πωλούν στα μαγαζιά
ούτε σε πάγκους λαϊκής που η διατίμηση ανθεί
μόνο στου κόσμου τις βραγιές και σε δρομάκια σαν γαζιά
αν δεν προσέξεις το πατάς με κίνδυνο να μαραθεί.
Έχει μια δύναμη ακριβή, γυναίκα να εμπιστευθείς
πηγάζει από μέσα της σαν χείμαρρου ορμή
είναι τιμή σου άνδρα αν μπορείς δίπλα της να σταθείς
ζηλεύω σε, την τύχη σου και ψάχνω μι’ αφορμή.
Ξεχνώ την δέκατη εντολή, νοιώθω του κόσμου ναυαγός
αφρός εκείνη να πιαστώ, η αρπαγή της θέμα αρχής
θα κλέψω την και όπου βγει και της ζωής της αρωγός
και όπως λέει ο λαός ψάρι δεν τρως αν δεν βραχείς.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1
Προσπέρασέ το κι άφησε το χρόνο μιλήσει
βλεφαροπεταρίσματα σε σκέψη μη σε βάνουν,
ακόμα κι ένα δάκρυ της στο μάγουλο αν κυλίσει,
γυναίκες ην και ξέρουνε αυτές, αυτά τα κάνουν.
Μη γελαστείς, τα μάτια της ψέματα πάντα λένε,
την Εύα την πρωτόπλαστη, μαζί τους κουβαλάνε
παγίδα ο αναστεναγμός, ακόμα κι όταν κλαίνε,
μέσα τους, άλλα σκέπτονται και σε περιγελάνε.
Μη σταματάς ούτε στιγμή και μην πισωγυρίσεις
μη σε λυγάει το βλέμμα της, τα δακρυσμένα μάτια,
θα χάσεις ότι μπόρεσες για πάντα να κρατήσεις
με’ στην καρδιά που φύλαγες, θα βγεις χίλια κομμάτια.
Γυναίκες φίλε, ότι σκληρό έφτιαξε ο θεός στον κόσμο,
γνωρίζουνε τη θέση τους, διεκδικούν με χάρη,
παλεύουν για το δίκιο τους σκορπώντας μύρα, δυόσμο,
σε σκίζουν και σε ράβουνε πάνω στο μαξιλάρι.
Προσπέρασέ το κι άφησε το χρόνο να κυλίσει
θα δεις που κάποτε θα ‘ρθει, μόνη να σ’ ανταμώσει
ας την καρδιά σου λεύτερη εκείνη να οδηγήσει
τα βήματα, κι η αγάπη σου ότι έχει θα σου δώσει.
Όλα του κόσμου θηλυκά, κυρίαρχα στην πλάση,
τυφώνες που σαρώνουνε ην γένους θηλυκού,
πρωτοστατούν στις θάλασσες στις ζούγκλες και στα δάση
και στις ζωούλες των ανδρών, ως πλάσματος μυθικού.
Γυναίκες 2. 21/06/2017
Ποια αλήθεια ‘θελες να ήσουνα γυναίκα μυθική ;
Άραγε φαντασιώνεσαι, (συνήθεια των ανθρώπων)
και ονειρεύεσαι συχνά πως είσαι κάποια άλλη
στις άυπνες νύχτες ακουμπάς φανταχτερών προσώπων
και νοερά ταυτίζεσαι κει δα στο προσκεφάλι ;
Πανώριες θεές μα και θνητές ερώτων φαντασιώνεσαι ;
που μ’ όπλο τους την ομορφιά, χάραξαν τ’ όνομά τους
και ύμνησαν οι ποιητές, νοιώθεις ν’ απογειώνεσαι,
να γεύεσαι, να χαίρεσαι τα κατορθώματά τους ;
Στα όνειρά σου πρότυπο να ήσουν και θυσία
για το καλό των γύρο σου με τα φτερά ανοιγμένα
να δίνεις απ’ το υστέρημα ανθρώπου πεμπτουσία,
να θέλεις και να μην μπορείς, τα χέρια σου ην δεμένα ;
Θα ‘θελες να ‘σουν η Ηώς,
το φως, η ίδια η αυγή τον κόσμο να φωτίζεις ;
μήπως η Νύχτα η σκοτεινή
και με τα μαύρα σου φτερά αιώνια φτερουγίζεις ;
Η Σπαρτιάτισσα η Γοργώ,
σκληρή ατσαλοθέλητη, ανδρών λεβεντογέννα ;
ή, η Πηνελόπη του Θιακιού
με πίστη και προσήλωση κι ατσάλινη υπομονή,
προσμένει να ‘ρθει ο κύρης της από τα μαύρα ξένα ;
Να ‘σ’ η Αφροδίτη η όμορφη,
που στα τερτίπια του έρωτα απ’ όλες ήταν πρώτη;
η Κλυταιμνήστρα η φόνισσα
που σκότωσε τον άνδρα της αφού έχασε την νιότη;
μήπως η Ήρα η φθονερή,
ζηλιάρα, που όμως ήτανε σύζυγος παινεμένη,
ή μήπως του Μενέλαου
η άπιστη Ελένη του Πάρη η ερωμένη ;
Να ‘σουν η Ιφιγένεια
που με το σώμα της κρατά τους ούριους ανέμους;
Μια Αριάδνη που βοηθάει
να βρίσκουν δρόμο οι άβουλοι που χάνονται στα σκότη;
Μήπως η Αμάλθεια η τροφός για τους κατατρεγμένους;
Μήπως να ‘σουν η Δήμητρα η θεά της γεωργίας ;
Ποια αλήθεια ‘θελες να ‘σουνα γυναίκα μυθική ;
Χρήστος Κουκουσούρης.
Σου μοιάζει η θάλασσα, σωστή γυναίκα
όπως τα μάτια σου, βαθιά γαλάζια
και τα μαλλάκια σου κρατάει μια στέκα
σπαστά σαν κύματα, απαλά σαν χάδια.
Μοιάζεις της θάλασσας όταν θυμώνεις
που ανταριάζεται και αγριεύει
στου κήπου τα δενδρά σιωπά ό Γκιώνης
και μόν’ η αγάπη μου σε ημερεύει.
Κι όταν τ’ απόβραδα φυσάει ο Μπάτης
γαλήνια, ήρεμη, δεν σε χορταίνω
ξάγρυπνος μένω σαν νυχτοβάτης,
θέλω την αύρα σου να ανασαίνω
αλμύρα του ίδρωτα σαν της θαλάσσης,
μες στην αγκάλη σου ως ξαποσταίνω.
Ιταλικό Σονέτο.
Flaming June by Fredric Leighton, 1895
Γυναίκα. 1 08/03/2018
Νύχτα, γυναίκα σκοτεινή του κόσμου ερωμένη
νύχτα του κόσμου αγκαλιά, στα τρυφερά που εκεί
σαν έρθει το ξημέρωμα ιδέα κενού σου μένει
κάτω από πέπλο ξέθωρο που φτιάχνει η αυγή.
Γυναίκα που του θερισμού τ’ αχνάρια ακολουθούσες
γυναίκα του ξεσηκωμού, του πόνου τοκετού
της λήθης, της απώλειας που άντεχες και θρηνούσες
γυναίκα που αξεπέραστη κι ας χρόνου αρκετού.
Γυναίκα εσύ ασυμβίβαστη κι ελεύθερη από φύση
που δυνατή στα πέρατα της γης κι ας έχεις πάθει
τ’ άστρο σου Μούσα ποιητή, ποτέ του δεν θα σβήσει
σε προστατεύουν σύμπαντα όσα κι αν κάνεις λάθη.
Γυναίκα εσύ του έρωτα, των άστεγων λιμάνι
που στα μυθιστορήματα στα κόκκινα ντυμένη
όποιος δεν θέλει σε γευθεί τόση ζωή που χάνει
όποιος γυναίκα αρνήθηκε, ζει μια ζωή χαμένη.
Gustav Klimt, «Portrait of Adele Bloch-Bauer I», 1907
ΓΥΝΑΙΚΑ. 2 21/10/2019
Δεν είναι όμορφη να πεις, μήτε Καρυάτιδος κορμί
μα έχει κάτι που αγγίζει βάθη στην ψυχή
έχει μιαν άγρια ομορφιά πετάει λες σαν τον Ερμή
και μάτια που διαβάζουνε κάθε κρυφή πτυχή.
Είναι λουλούδι ταπεινό που δεν πωλούν στα μαγαζιά
ούτε σε πάγκους λαϊκής που η διατίμηση ανθεί
μόνο στου κόσμου τις βραγιές και σε δρομάκια σαν γαζιά
αν δεν προσέξεις το πατάς με κίνδυνο να μαραθεί.
Έχει μια δύναμη ακριβή, γυναίκα να εμπιστευθείς
πηγάζει από μέσα της σαν χείμαρρου ορμή
είναι τιμή σου άνδρα αν μπορείς δίπλα της να σταθείς
ζηλεύω σε, την τύχη σου και ψάχνω μι’ αφορμή.
Ξεχνώ την δέκατη εντολή, νοιώθω του κόσμου ναυαγός
αφρός εκείνη να πιαστώ, η αρπαγή της θέμα αρχής
θα κλέψω την και όπου βγει και της ζωής της αρωγός
και όπως λέει ο λαός ψάρι δεν τρως αν δεν βραχείς.
Jean-Honoré Fragonard - Young Girl Reading, c. 1770
ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1
Προσπέρασέ το κι άφησε το χρόνο μιλήσει
βλεφαροπεταρίσματα σε σκέψη μη σε βάνουν,
ακόμα κι ένα δάκρυ της στο μάγουλο αν κυλίσει,
γυναίκες ην και ξέρουνε αυτές, αυτά τα κάνουν.
Μη γελαστείς, τα μάτια της ψέματα πάντα λένε,
την Εύα την πρωτόπλαστη, μαζί τους κουβαλάνε
παγίδα ο αναστεναγμός, ακόμα κι όταν κλαίνε,
μέσα τους, άλλα σκέπτονται και σε περιγελάνε.
Μη σταματάς ούτε στιγμή και μην πισωγυρίσεις
μη σε λυγάει το βλέμμα της, τα δακρυσμένα μάτια,
θα χάσεις ότι μπόρεσες για πάντα να κρατήσεις
με’ στην καρδιά που φύλαγες, θα βγεις χίλια κομμάτια.
Γυναίκες φίλε, ότι σκληρό έφτιαξε ο θεός στον κόσμο,
γνωρίζουνε τη θέση τους, διεκδικούν με χάρη,
παλεύουν για το δίκιο τους σκορπώντας μύρα, δυόσμο,
σε σκίζουν και σε ράβουνε πάνω στο μαξιλάρι.
Προσπέρασέ το κι άφησε το χρόνο να κυλίσει
θα δεις που κάποτε θα ‘ρθει, μόνη να σ’ ανταμώσει
ας την καρδιά σου λεύτερη εκείνη να οδηγήσει
τα βήματα, κι η αγάπη σου ότι έχει θα σου δώσει.
Όλα του κόσμου θηλυκά, κυρίαρχα στην πλάση,
τυφώνες που σαρώνουνε ην γένους θηλυκού,
πρωτοστατούν στις θάλασσες στις ζούγκλες και στα δάση
και στις ζωούλες των ανδρών, ως πλάσματος μυθικού.
Γυναίκες 2. 21/06/2017
Ποια αλήθεια ‘θελες να ήσουνα γυναίκα μυθική ;
Άραγε φαντασιώνεσαι, (συνήθεια των ανθρώπων)
και ονειρεύεσαι συχνά πως είσαι κάποια άλλη
στις άυπνες νύχτες ακουμπάς φανταχτερών προσώπων
και νοερά ταυτίζεσαι κει δα στο προσκεφάλι ;
Πανώριες θεές μα και θνητές ερώτων φαντασιώνεσαι ;
που μ’ όπλο τους την ομορφιά, χάραξαν τ’ όνομά τους
και ύμνησαν οι ποιητές, νοιώθεις ν’ απογειώνεσαι,
να γεύεσαι, να χαίρεσαι τα κατορθώματά τους ;
Στα όνειρά σου πρότυπο να ήσουν και θυσία
για το καλό των γύρο σου με τα φτερά ανοιγμένα
να δίνεις απ’ το υστέρημα ανθρώπου πεμπτουσία,
να θέλεις και να μην μπορείς, τα χέρια σου ην δεμένα ;
Θα ‘θελες να ‘σουν η Ηώς,
το φως, η ίδια η αυγή τον κόσμο να φωτίζεις ;
μήπως η Νύχτα η σκοτεινή
και με τα μαύρα σου φτερά αιώνια φτερουγίζεις ;
Η Σπαρτιάτισσα η Γοργώ,
σκληρή ατσαλοθέλητη, ανδρών λεβεντογέννα ;
ή, η Πηνελόπη του Θιακιού
με πίστη και προσήλωση κι ατσάλινη υπομονή,
προσμένει να ‘ρθει ο κύρης της από τα μαύρα ξένα ;
Να ‘σ’ η Αφροδίτη η όμορφη,
που στα τερτίπια του έρωτα απ’ όλες ήταν πρώτη;
η Κλυταιμνήστρα η φόνισσα
που σκότωσε τον άνδρα της αφού έχασε την νιότη;
μήπως η Ήρα η φθονερή,
ζηλιάρα, που όμως ήτανε σύζυγος παινεμένη,
ή μήπως του Μενέλαου
η άπιστη Ελένη του Πάρη η ερωμένη ;
Να ‘σουν η Ιφιγένεια
που με το σώμα της κρατά τους ούριους ανέμους;
Μια Αριάδνη που βοηθάει
να βρίσκουν δρόμο οι άβουλοι που χάνονται στα σκότη;
Μήπως η Αμάλθεια η τροφός για τους κατατρεγμένους;
Μήπως να ‘σουν η Δήμητρα η θεά της γεωργίας ;
Ποια αλήθεια ‘θελες να ‘σουνα γυναίκα μυθική ;
Χρήστος Κουκουσούρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου