Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

Γιώργος Σεβαστίκογλου (1913 -1991)

Η φωτογραφία είναι από https://www.tovima.gr/

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου (Κωνσταντινούπολη 1913 - Αθήνα 1991) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής και σκηνοθέτης. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση.

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου γεννήθηκε στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1913. Το επόμενο έτος η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του Θεάτρου Τέχνης και για πρώτη φορά εμφανίστηκε στα γράμματα με τη μετάφραση του έργου Σουάνεβιτ του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν το 1942. Την χρονιά που ακολούθησε το Θέατρο Τέχνης ανέβασε το έργο του Κωνσταντίνου και Ελένης με το οποίο ξεκίνησε τη διπλή καλλιτεχνική του δραστηριότητα, ως σκηνοθέτη και μεταφραστή. Ήταν υπεύθυνος του Β τμήματος του Θιάσου Ενωμένων Καλλιτεχνών, το οποίο αποτέλεσε από το 1945 πόλο έλξης για τους αριστερούς θεατρικούς συγγραφείς και ηθοποιούς. Διετέλεσε υπεύθυνος του κινηματογραφικού συνεργείου του Δημοκρατικού Στρατού στον Γράμμο. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, αυτοεξορίστηκε στη Σοβιετική Ένωση, αρχικά στην Τασκένδη και ακολούθως στη Μόσχα. Σπούδασε στην Ακαδημία Θεάτρου της Μόσχας και έγινε γνωστός ως σκηνοθέτης και μεταφραστής. Το έργο του Αγγέλα, μεταφρασμένο στη ρωσική γλώσσα, παραστάθηκε από δεκαοκτώ σοβιετικές σκηνές μεταξύ των οποίων και το θέατρο Βαχτάγκωφ.

Το 1965 επέστρεψε στην Ελλάδα. Συνεργάστηκε ως σκηνοθέτης με τον θίασο Αλεξανδράκη Γεωργούλη ενώ ο Κάρολος Κουν ανέβασε το έργο του Αγγέλα. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, ξαναέφυγε, αυτή τη φορά μαζί με τη σύζυγό του Άλκη Ζέη στο Παρίσι. Εκεί δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Σορβόννης και στο Κονσερβατουάρ καθώς επίσης ίδρυσε τον θίασο Πράξις.

Στην Ελλάδα γύρισε το 1974 εκ νέου όπου δραστηριοποιήθηκε στα πεδία της σκηνοθεσίας και της μετάφρασης. Το 1981 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1985 σκηνοθέτησε στο Εθνικό Θέατρο το έργο του Θάνατος βασιλικού επιτρόπου που είχε γράψει τριάντα χρόνια νωρίτερα. Μετέφρασε έργα των Σω, Κάλντγουελ, Πυζέ και σκηνοθέτησε αρχαίους κλασικούς, Ντοστογιέφσκι, Σαίξπηρ, Αρμπούζωφ κ.ά. Έφυγε από τη ζωή το 1991.

Έργα

Θέατρο
(2014) Αγγέλα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης
(1992) Θέατρο, Εκδόσεις Κέδρος
(1992) Πράξις, Εκδόσεις Καστανιώτη

Μεταφράσεις
(2014) Shaw, Irwin, Θάψτε τους νεκρούς, Δωδώνη
(2013) Lorca, Federico García, 1898-1936, Ματωμένα στέφανα, Δωδώνη
(2013) Gorkij, Maksim, 1868-1936, Στο βυθό, Δωδώνη
(2011) Gorkij, Maksim, 1868-1936, Στο βυθό, Ελευθεροτυπία
(1998) Middleton, Thomas, 1580-1627, Οι αλλοπαρμένοι, Δωδώνη [μετάφραση, διασκευή]
(1989) Lorca, Federico García, 1898-1936, Ματωμένα στέφανα, Δωδώνη
(1984) Shaw, Irwin, Θάψτε τους νεκρούς, Δωδώνη
(1983) Kirkland, Jack, Καπνοτόπια, Δωδώνη
(1977) Gorkij, Maksim, 1868-1936, Στο βυθό, Δωδώνη

Απόσπασμα από το βιβλίο Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο της Άλκης Ζέη


Στην φωτογραφία επάνω: Η Άλκη Ζέη με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου στη Γιάλτα "

Ο Γιώργος θαύμαζε στον Γκάτσο την πολυμάθειά του. Ο ίδιος είχε έρθει με την οικογένειά του από την Κωνσταντινούπολη στα δεκατέσσερά του χρόνια. Πήγε στο γαλλικό σχολείο, στη Λεόντειο, και μετά με υποτροφία στο Κολλέγιο κι ήτανε φυσικό και τις γλώσσες να μάθει, και λογοτεχνία και θέατρο, αφού είχε δάσκαλο τον Κουν. Αναρωτιότανε λοιπόν πώς ο Γκάτσος, το παιδί από την Ασέα, το μικρό χωριό στην Πελοπόννησο, από μια οικογένεια που σίγουρα δεν είχε βιβλιοθήκη στο σπίτι, έμαθε τις γλώσσες, έμαθε λογοτεχνία, θέατρο και ποίηση, λες και είχε σπουδάσει στο Ίτον.Κι οι δυο ερχόντανε πολλές φορές τα πρωινά στο σπίτι μας. Φυσικά όταν έλειπε ο μπαμπάς. Η μαμά πάντα τους καλοδεχότανε. Εκείνοι τότε ξεχνούσαν την ύπαρξή μας και πιάνανε μια ατέλειωτη συζήτηση για τέχνη και λογοτεχνία. Η μαμά όταν έφευγαν έλεγε: «Σήμερα πήγα στο πανεπιστήμιο». Όταν όμως μας ξέρανε στεναχωρεμένες γιατί ο μπαμπάς μας δεν μας είχε αφήσει να βγούμε, ερχόντανε, κοτζάμ άντρες, όταν σκοτείνιαζε, κάτω στον δρόμο απέναντι από το μπαλκόνι του σπιτιού μας, κι άναβαν τσιγάρα κι εμείς μέσα από το τζάμι ξεχωρίζαμε στο σκοτάδι τις μικρές φωτίτσες και ξέραμε πως μας σκέφτονται.Με κείνη όμως που ο Γιώργος τα βρήκε από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους ήτανε η Διδώ. Η θείτσα μας, βέβαια, του έκανε τρίτου βαθμού ανάκριση, όπως μονάχα εκείνη ήξερε να κάνει, και χωρίς να την παίρνεις είδηση. Κόντεψε ακόμα και για τη Βίρτζι από τη Ρουμανία να της διηγηθεί ο Γιώργος. Έφυγε πριν από μένα για να πάει στον… Κάρολο κι η θείτσα μού είπε ανακουφισμένη: «Χάρηκα, μικρό, γιατί είναι δικός μας».Πρώτη φορά αυτή την έκφραση την άκουσα από τη Διδώ. Κι ύστερα πόσες φορές για ολόκληρα χρόνια λέγαμε ή ρωτούσαμε: «Αυτός είναι δικός μας;» Κι αν δεν ήτανε, ούτε θέλαμε καν να τον πλησιάσουμε. Πού να ξέραμε πως θα έρθει καιρός και θα ανακαλύπταμε ότι πολλοί «δικοί μας» δεν θα μας ταίριαζαν καθόλου, και σήμερα να μην ξέρουμε πια κατά πόσο εμείς οι ίδιοι είμαστε «δικοί μας».Τα συγκλονιστικά όμως εκείνα χρόνια της Κατοχής –κι ας μην φανεί παράξενο που τα λέω έτσι– οι περισσότεροι γύρω μας ήτανε «δικοί μας» και συνέβαιναν τόσα πολλά κι αξέχαστα. Με το πέρασμα του χρόνου έχουν γίνει αχνές οι εικόνες της φρίκης και ευτυχώς μένουν ανεξίτηλες οι άλλες". 


ΒΙΒΛΙΑ

Αγγέλα - Γαβριηλίδης 2014

Η "Αγγέλα" γράφτηκε στη Μόσχα το 1957. Την ίδια χρονιά που εγκατασταθήκαμε εκεί. Είχαν δώσει οι Σοβιετικοί του Γιώργου μια υποτροφία για την "Ανωτάτη σχολή συγγραφέων" κι έτσι μπορέσαμε να φύγουμε από την Τασκένδη, κάτι που θα ήτανε αδύνατον να γίνει πριν την άνοδο του Χρουστσόφ, τότε που "τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν".
"Θα γράψω ένα έργο σαν να το γράφω για τον Κάρολο" μου είπε ο Γιώργος, παρ' όλο που δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να το ανεβάσει ο Κουν, όσο κι αν το επιθυμούσε. Ο Γιώργος ήταν λιποτάχτης, δικασμένος ερήμην σε θάνατο και μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία είχαν αναλάβει το κινηματογραφικό συνεργείο του "Δημοκρατικού στρατού". Κι ακόμα ήταν πολιτικός πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση, του είχε αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα και φυσικά η επιστροφή του στην Ελλάδα απαγορευμένη.
Το έργο το τέλειωσε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με τον τίτλο "Αγγέλα". Ως το φθινόπωρο η μετάφραση στα ρωσικά ήταν έτοιμη. Είχαμε νοικιάσει ένα σπίτι μέσα στο δάσος δίπλα ακριβώς στη μεταφράστρια κι ο Γιώργος κλεισμένος μαζί της σ' ένα καμαράκι από το πρωί ως το βράδυ τη βοηθούσε στις δυσκολίες που έβρισκε. Ως κι η κόρη μας που ήταν ενάμιση χρόνων τον περίμενε στο κρεβατάκι της να γυρίσει κι έλεγε: "Πού είναι Αγγέλα;"
Γυρίσαμε στο τέλος του καλοκαιριού στη Μόσχα και η μεταφράστρια πήγε την "Αγγέλα" σ' έναν σκηνοθέτη σε αποστρατία πια, μα που είχε δουλέψει με το θέατρο Βαχτάγκοφ. Εκείνος διάβασε το έργο και το πήγε κατευθείαν στο Βαχτάγκοφ.
Το έργο ανέβηκε με τον καινούργιο χρόνο το 1958 στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, όπως συνηθιζότανε τότε στα μεγάλα θέατρα. Οι ηθοποιοί και η σκηνοθέτης αγάπησαν το έργο και πριν αρχίσουν πρόβες έκαναν ατέλειωτες συζητήσεις με τον Γιώργο για να μάθουν όσα μπορούσαν για την Ελλάδα και το παραμικρό για τους χαρακτήρες των ρόλων.
Στην πρεμιέρα νομίζαμε πως βλέπουμε παράσταση του Κουν. Κι οι θεατές έβλεπαν κάτι άλλο απ' ό,τι είχαν συνηθίσει να βλέπουν ως τα τώρα στα σύγχρονα σοβιετικά έργα που κυριαρχούσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Όταν μάλιστα δύο από τους ήρωες του έργου χόρεψαν ζεϊμπέκικο, καθένας χωριστά και με τρόπο του ταίριαζε στους χαρακτήρες του έργου, οι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκροτούσαν. Ο Γιώργος κι εγώ πιστέψαμε για μια στιγμή πως βρισκόμαστε στο "Θέατρο Τέχνης". Ο ίδιος ο Γιώργος δεν χόρευε ζεϊμπέκικο, το λάτρευε όμως, ήξερε τα βήματα. Τόσο όμως πολύ το εξήγησε στους ηθοποιούς που μπήκαν στο νόημα και χόρεψαν λες και χόρευαν μια ζωή Τσιτσάνη. [...]
(Άλκη Ζέη, από τον πρόλογο της έκδοσης)

Πράξις - Εκδόσεις Καστανιώτη 1992

«... Μιλώντας για την παιδαγωγική της σκηνοθεσίας και την εκπαίδευση του θιάσου, στόχος μου ήταν πάντα να αναδείξω ό,τι μένει άγνωστο, κρυμμένο στον ηθοποιό και όχι να επιβάλω μία πειθαρχία, μία τεχνική εξωτερικά. Στην αρχή αφήνω τον ηθοποιό να εκφραστεί σε πρώτο επίπεδο μόνος του· έπειτα δοκιμάζω να τον φέρω σε αμηχανία, να τον κάνω να βγει από τον εαυτό του· κι εγώ παρακολουθώ από μακριά, παρακολουθώ όλες του τις κινήσεις, όλες του τις αντιδράσεις, μέχρι να καταλάβω ποιο κατά τη γνώμη μου είναι το σωστό· το κρατάω και λέω: "Ωραία λοιπόν, αυτό είναι το πρόσωπο του Ορέστη σύμφωνα με τη δική του προσωπικότητα, του ηθοποιού, και όχι με τη δική μου". Αν ο Ορέστης έχει μία πλευρά συναισθηματική, είναι επειδή ο Έντζο έχει μία πλευρά συναισθηματική· αν έχει κάτι το λυρικό, είναι επειδή ο Μπερνάρ είναι λυρικός· αν έχει μία πλευρά παράλογη, είναι επειδή η Μπριζίτ διαθέτει κάτι τέτοιο. Με αυτόν τον τρόπο προχωρά η έρευνα, αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί τεράστια ετοιμότητα από τη μεριά του σκηνοθέτη και μεγάλη εμπιστοσύνη από τους ηθοποιούς. Στην αρχή αισθάνονται λίγο χαμένοι, δεν έχουν από πουθενά να αρπαχτούν, και καθώς κανείς δεν τους προσφέρει εύκολες διεξόδους, οδηγούνται τελικά να ανακαλύψουν ό,τι είναι πιο ειλικρινές και βαθύ μέσα τους. Εγώ τους οδηγώ εκεί ζητώντας τους ακόμη και να γελοιοποιήσουν το παίξιμό τους, για να μπορέσουμε να δούμε καθαρότερα τα πράγματα μεγεθύνοντάς τα, για να συγκεντρώσουμε υλικό και να ανακαλύψουμε την προσωπικότητα του καθενός...»








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου