Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

"ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ" Διήγημα από τη συλλογή ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ της Γεωργίας Κοκκινογένη και η μετάφρασή του στα Γαλλικά από τον : Claude Seban



 ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ

Ένα διήγημα από τη συλλογή ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ της Γεωργίας Κοκκινογένη, εκδόσεις Ιωλκός.



ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ

Δεν μάθαμε ποτέ αν ήταν Ελληνίδα η Φραντσέσκα αλλά η επιδερμίδα της είχε εξωτική ομορφιά, που δεν θα άντεχε τον καυτερό ελληνικό ήλιο.

Δεν καταλάβαμε όμως και ποτέ για ποιο λόγο σφουγγάριζε καθημερινά τις σκάλες φορώντας εκείνες τις δωδεκάποντες κόκκινες γυαλιστερές γόβες, με το στενό σωλήνα τζιν. Τα παπούτσια αυτά δίνανε στην καθαριότητα μια ξεχωριστή αξία και στην κάθοδο της σκάλας με την όπισθεν τόνο τελετουργικό.

Ολημερίς αγωνιζόταν στην κουζίνα να ικανοποιήσει την οικογένεια και έκλεινε το ωράριό της με τη βραδινή πλύση ρούχων. Το πλυντήριο της σηματοδοτούσε πως ήταν πια ώρα για ύπνο γιατί θα τέλειωνε το πρόγραμμά του γύρω στις δώδεκα.

Το μπαλκόνι μύριζε απορρυπαντικό και αστέγνωτο νερό. Απ’ το πρωί ξεκινούσε με το τσιγάρισμα γιατί τιμούσε το κρεμμύδι και τα λαδερά. Όλη η γειτονιά ευωδίαζε από τη μαγειρική της.

Ίσα που ξεκούραζε τα πονεμένα της πόδια τη νύχτα και το πρωί έπιανε πάλι από την αρχή όταν έφευγαν τα παιδιά στο σχολείο.

Λίγες φορές την είχαμε δει να ξεπορτίζει από την πολυκατοικία με την οικογένειά της, πάντοτε με ψηλοτάκουνα παπούτσια και σφιχτά κουμπωμένο μπλουτζίν παντελόνι.

Εκτός απ΄ τα ατελείωτα εκείνα πόδια, που υψώνονταν μπροστά μας τα μεσημέρια λίγο πριν τις δύο, ήταν και ο κότσος της χαρακτηριστικός: κατάξανθοι βόστρυχοι, χαλαρά πιασμένοι με τσιμπιδάκι και αφέλεια επιμελώς ατημέλητη, που καθιστούσε το πρόσωπο ακόμα πιο θελκτικό. Το μόνιμο μακιγιάζ στις δέουσες αποχρώσεις και το κραγιόν επίσης. Ναι, το κραγιόν ήταν κατακόκκινο, αμετανόητο, να ταιριάζει με το κοντάρι της σφουγγαρίστρας και τα υποδήματα.

Σίγουρα τη δική μας απορία κουβαλούσαν μέσα τους και άλλοι ένοικοι της πολυκατοικίας, που εκτιμούσαν δεόντως τη Φραντσέσκα. Ξέρανε ότι θα τη βρουν εκεί στις σκάλες ή θ΄ ακούσουν το πλυντήριό της ή θα λιγωθούν απ΄ τις πικάντικες μυρωδιές της κουζίνας της. Κι όταν είχε καλό καιρό, άνοιγε όλες τις μπαλκονόπορτες και τίναζε ξεσκονίζοντας τα πάντα, νιώθοντας πως, εκεί ψηλά, η ίδια καθάριζε με το ξεσκονόπανο τον ουρανό.

Ύστερα από χρόνια βρήκα σε σχολικό βιβλίο τη λαϊκή παράδοση για τον άντρα τής Ανεράιδας… Εκείνη «άξαφνα αφανίστηκε σ΄ ένα πανηγύρι κι από τότε την ώρα που ο άντρας της έλειπε από το σπίτι, πήγαινε, το εσυγύριζε, εμαγείρευε, έντυνε τα παιδιά και έφευγε». Η φαντασία μου ήθελε την Φραντσέσκα να είναι η νεράιδα που έρχεται και σφουγγαρίζει τη μέρα τη σκάλα ενώ τα βράδια βουτά τους αστραγάλους της σε παγωμένα νερά ποταμών, εκεί που ζουν οι νεράιδες – αν υπάρχουν ακόμα.



Francesca

Nous ne sûmes jamais si Francesca était grecque, mais sa peau avait une beauté insolite qui devait mal supporter l’ardeur du soleil grec.

Nous ne comprîmes jamais non plus la raison pour laquelle elle lavait chaque jour l’escalier, chaussée de ces escarpins rouge vif aux talons de douze centimètres et serrée dans un jean cigarette. Ces souliers conféraient au nettoyage une valeur particulière et à la descente de l’escalier à reculons, l’allure d‘un cérémonial.

Elle s’activait du matin au soir dans la cuisine pour contenter sa famille et sa journée s’achevait par la lessive vespérale. La machine à laver lui indiquait qu’il était temps d’aller dormir, car son programme se terminait aux alentours de minuit.

Le balcon sentait le détergent et le sol lavé de frais. Dès le matin, elle faisait revenir des oignons, car elle avait la religion des plats de légumes à l’huile d’olive (« ladera »). Sa cuisine répandait ses effluves dans tout le voisinage.

Elle avait à peine reposé ses jambes douloureuses pendant la nuit qu’au matin elle recommençait tout depuis le début, après le départ des enfants pour l’école.

Nous ne l’avions vue que quelques fois quitter l’immeuble avec sa famille, toujours sur de hauts talons et dans un blue-jean boutonné serré.

En dehors de ces longues jambes interminables qui s’élevaient devant nous à la mi-journée, un peu avant 14 heures, son chignon était également remarquable, des cheveux torsadés très blonds, négligemment retenus par une pince, et des mèches folles d’un naturel étudié qui rendaient le visage encore plus attirant. φ Et oui, celui-ci était d’un rouge impudent, assorti au manche du balai-serpillère et aux escarpins.

Nul doute que nos interrogations étaient partagées par d’autres locataires de l’immeuble, qui appréciaient Francesca comme il se doit. Ils savaient qu’ils la trouveraient là, dans l’escalier, ou qu’ils entendraient sa machine à laver, ou que les odeurs épicées de sa cuisine leur tourneraient la tête. Et quand le temps était beau, elle ouvrait grand les baies vitrées et secouait tout ce qui avait besoin de l’être, avec le sentiment que, là-haut, c’était elle avec son plumeau qui nettoyait le ciel.



Des années plus tard, j’ai trouvé dans un manuel scolaire la légende populaire du mari de la Nymphe…… Celle-ci « avait brusquement disparu pendant une fête de village et depuis, quand son mari s’absentait de la maison, elle s’y rendait, rangeait, cuisinait, habillait les enfants, puis s’en allait ». Mon imagination se plaisait à voir en Francesca la nymphe qui vient laver l’escalier, le jour, mais qui, le soir, plonge ses chevilles dans l’eau glacée des rivières, là où vivent les nymphes — si elles existent encore.


Φραντσέσκα
Ενα διήγημα της Γεωργίας Κοκκινογένη

Μετάφραση : Claude Seban



Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με το ΑΙ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου