Πριν ξεκινήσουν τα περισσότερα παιχνίδια, έπρεπε να αποφασιστεί ποιος θα παίξει πρώτος. Για το λόγο αυτό λοιπόν τα... «βγάζανε».
Όλα τα ποιηματάκια ξεκινούσαν με το γνωστό, «μπουφ ή πουφ και συνεχίζανε με τα ποιηματάκια:
«Άκατα μάκατα σούκουτου μπε, άμπε φάμπε ντόμινέ, άκατα μάκατα σούκουτου μπε άμπε φάμπε βγε»
«Α μπε μπα μπλομ, του κίθε μπλομ, α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ μπλιμ μπλομ»
«Πού θα πας εκεί; Στη Βόρεια Αμερική να βρεις και τον Ερμή που παίζει μουσική».
«Ανέβηκα σ' ένα χωριό και είδα ένα γουρούνι το κοίταξα καλά καλά και σου΄μοιαζε στη μούρη. Γω γω γω, συ συ συ. Το γουρούνι είσαι 'συ!»
«Ένα δύο τρία, πήγα στην Κυρία μου 'δωσε ένα μήλο μήλο δαγκωμένο το 'δωσα στην κόρη έκανε αγόρι το 'βγαλε Θανάση σκούπα και φαράσι».
Κλέφτες και αστυνόμoι
Αυτό το παιχνίδι παίζεται με τρεις και περισσότερους παίχτες. Στην αρχή κανονίζεται ποιοι θα είναι οι κλέφτες και ποιοι οι αστυνόμοι. Όταν χωριστούνε, οι κλέφτες απλώνονται. Ο σκοπός των αστυνόμων είναι να πιάσουν όλους τους κλέφτες και να τους βάλουν φυλακή. Όμως οι κλέφτες μπορούν να "ελευθερώσουν" έναν δικό τους αν το ακουμπήσουν. ΄Οταν οι αστυνόμοι πιάσουν όλους του κλέφτες τότε τελειώνει το παιχνίδι και νικητές είναι οι αστυνόμοι.
Είναι ένα πολύ συναρπαστικό παραδοσιακό παιχνίδι. Παίζεται με πολλούς παίχτες σε ένα πλάτωμα. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία, η μικρότερη, είναι οι αστυνόμοι. Τα υπόλοιπα παιδιά αποτελούν τους κλέφτες. Το παιχνίδι εξελίσσεται σαν ένα κοινό κυνηγητό ανάμεσα στις δύο ομάδες. οι κλέφτες, όταν θέλουν να ξεκουραστούν, πάνε σ' ένα συγκεκριμένο σημείο το οποίο ονομάζεται σπίτι ή λημέρι. Εκεί οι αστυνόμοι δεν μπορούν να τους πιάσουν. 'Οταν όμως ο αστυνόμος πιάσει τον κλέφτη τον οδηγεί στη φυλακή, η οποία βρίσκεται συνήθως όσο πιο μακριά γίνεται από το σπίτι. 'Ενας φυλακισμένος παίχτης ελευθερώνεται όταν ένας σύντροφός του του ακουμπήσει το χέρι και φωνάξει "ξελέ". Σε περίπτωση που οι φυλακισμένοι κλέφτες είναι πολλοί, κάνουν το εξής κόλπο: πιάνουν τα χέρια τους στη σειρά και απλώνονται όσο πιο έξω μπορούν (ένας βρίσκεται "μέσα" στη φυλακή και οι άλλοι, κρατώντας χέρι χέρι, προχωρούν προς το σπίτι). Ο ελεύθερος παίχτης, αγγίζοντας το χέρι ενός φυλακισμένου, ελευθερώνει όλους όσους συμμετέχουν στην αλυσίδα. Φυσικά, απαγορεύεται αυστηρά στους αστυνομικούς να φρουρούν τους φυλακισμένους παίχτες, κανόνας που όποιος παραβεί αποβάλλεται αυτομάτως από το παιχνίδι. Το παιχνίδι τελειώνει όταν όλοι οι κλέφτες φυλακιστούν, και πολλές φορές αυτό δε συμβαίνει ποτέ!
Η κολοκυθιά
Η κολοκυθιά είναι ένα παραδοσιακό παιχνίδι. Παίζεται και σήμερα με τρεις, αλλά και περισσότερους παίχτες. Το κάθε παιδί παίρνει ένα νούμερο. Μετά το παιδί που έχει το νούμερο (ένα), αρχίζει λέγοντας :
" Στου παππού το περιβόλι, που το αγαπούμε όλοι, είναι μια κολοκυθιά, πλάι-πλάι στη ροδιά. Κάνει πέντε κολοκύθια στρογγυλά, μα την αλήθεια θα τα δώσει ο παππούς μποναμά της αλεπούς. Δυο θα δέσει στην ουρά της κι όλα τα άλλα στα παιδιά της".
'Επειτα ρωτάει :
" Ποιος θα πάει στην αλεπού ; " " Ποιός θα της πάει τα κολοκύθια ; "
Αργότερα το ίδιο παιδί λέει " να πάει το ..." και το παιδί που έχει αυτό το νούμερο λέει " γιατί να πάει το ...; Να πάει το ..." κ.λ.π. 'Οποιο παιδί απαντήσει χωρίς να είναι το νούμερό του, χάνει και παίρνει παρατσούκλι ή κάνει κάτι που του έχει ορίσει η παρέα.
Το παιχνίδι αυτό παίζεται με 3 παίκτες και πάνω. Κάθε παίκτης έχει από έναν αριθμό. Για παράδειγμα : Ο Γιώργος έχει το 1, η Σοφία το 2, ο Μιχάλης το 3, η Μαρία το 4 και ο Παντελής το 5. Το παιχνίδι αρχίζει. Ο Γιώργος λέει : 'Εχω μια κολοκυθιά που έχει 3 κολοκύθια. Τότε ο Μιχάλης πρέπει να πει : Και γιατί να έχει 3 κολοκύθια ; Ο Γιώργος ρωτάει : Και πόσο κολοκύθια να έχει ; Ο Μιχάλης του απαντάει : Να έχει 2 κολοκύθια. 'Ετσι πρέπει να μιλήσει η Σοφία. Αυτό γίνεται ώσπου να μπερδευτεί κάποιος και να πει κάτι άλλο. Τότε τ' άλλα παιδιά αποφασίζουν τι να κάνει. Για παράδειγμα πρέπει να πει ένα ποίημα.
Συχνά ακούμε τη φράση : Μα καλά, την κολοκυθιά θα παίξουμε ; Αυτό το λέμε όταν κάποιοι διαφωνούν και ρίχνει ο ένας στον άλλο την ευθύνη.
Η κρεμάλα
Παίζεται με 2 ή 4 παίχτες. Παρακολουθείται όμως ευχάριστα από πολλούς.
Παίρνετε μια κόλλα χαρτί και στη μέση γράφετε την άλφα βήτα. Στο πάνω διάστημα ζωγραφίζουμε μια κρεμάλα. Στο κάτω μέρος γράφουμε την λέξη που θα κρύψουμε από τον αντίπαλό μας. Την λέξη την γράφουμε στον αντίπαλο με παύλες δηλαδή μετράμε τα γράμματά της και το νούμερο που θα βρούμε τόσες παύλες θα βάλουμε. ΄Οταν αρχίσει το παιχνίδι ο αντίπαλός μας λέει ένα γράμμα από την άλφα βήτα. Αν το γράμμα που είπε ανήκει στην κρυμμένη λέξη τότε το σημειώνουμε πάνω στις παύλες. Αν το γράμμα που είπε ο αντίπαλος είναι λάθος τότε κρεμάμε το κεφάλι του και διαγράφουμε το γράμμα από την άλφα βήτα. ΄Ετσι συνεχίζεται το παιχνίδι και γίνεται το ίδιο ώσπου να βρει ο αντίπαλος τη λέξη. Αν όμως ο αντίπαλος δεν βρει τη λέξη μέχρι να τελειώσουν τα σημεία του σώματος, χάνει.
Κρυφτό
Σε αυτό το παιχνίδι μπορούν να παίξουν από 3 άτομα και πάνω. Ένα παιδί φυλάει (μετράει έως το 200- 5, 10, 15, 20...). Μόλις τελειώσει αρχίζει να ψάχνει για τα παιδιά. Όταν βρει ένα παιδί λέει "φτου" και το όνομα του παιδιού. Το παιδί μπορεί, όταν αυτός που φυλάει είναι μακριά να πει "φτου" και το όνομα του παιδιού που φυλάει. Το τελευταίο παιδί πρέπει να πει "φτου ξελευθερία" για να ξαναφυλάξει το ίδιο παιδί. 'Αμα αυτό δεν γίνει, τότε φυλάει το παιδί που "έφτυσε" πρώτο.
Ο μαέστρος
Ένα παιδί κρύβεται όσο τα υπόλοιπα παιδιά ορίζουν ποιος από την ομάδα θα είναι ο "μαέστρος" και ποιο "όργανο" θα παίζουν. Αφού σχηματίσουν ένα κύκλο, έρχεται το παιδί που είχε κρυφτεί και τους παρατηρεί για να βρει το μαέστρο. Όλα τα παιδιά παίζουν το ίδιο όργανο με τον μαέστρο και τραγουδούν:
- Ποιoς είναι ο μαέστρος να το μάθεις δεν μπορείς.
- Ποιος είναι ο μαέστρος δεν μπορείς να βρεις!
- Τι κουτός που είσαι, τι κουτός που είσαι.
- Νάτος ο μαέστρος, νάτος ο μαέστρος!
Το παιδί καταλαβαίνει ποιος είναι ο μαέστρος όταν αυτός αλλάξει όργανο. Τότε κρύβεται εκείνος και το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. Αν κάνει λάθος και δε βρει το μαέστρο το παιχνίδι επαναλαμβάνεται αλλάζοντας το μαέστρο και το όργανο.
Το μαντήλι
Είναι ένα ομαδικό, έξυπνο και πολύ διασκεδαστικό παιχνίδι που παίζεται από αγόρια και κορίτσια.
Τα παιδιά χαράζουν δυο παράλληλες γραμμές που απέχουν 20 τουλάχιστον μέτρα. Στο κέντρο αυτής της απόστασης σημειώνουν έναν κύκλο και μέσα σ’ αυτόν τοποθετούν ένα μαντήλι.
Μετά ορίζουν έναν αρχηγό που δίνει την εντολή στα παιδιά των δύο ομάδων να τρέξουν και να παραταχθούν σε γραμμές κατά αύξοντα αριθμό. Ο αρχηγός στέκεται έξω από το χώρο των παιδιών και φωνάζει κάποιο νούμερο που αντιστοιχεί το ίδιο σε δύο παιδιά από κάθε αντίπαλη ομάδα. Τα παιδιά ακούγοντας το νούμερό τους πρέπει να τρέξουν με μεγάλη ταχύτητα για να προλάβουν να πάρουν πρώτοι το μαντήλι από το κέντρο του χώρου, χωρίς όμως να χτυπηθούν από τον αντίπαλο.
Συμβαίνει πολλές φορές να φτάσουν μαζί στον κύκλο που είναι το μαντήλι και να μην το πάρουν από το φόβο μήπως ο αντίπαλος τους χτυπήσει. Έτσι δεν το παίρνει κανένας, επιστρέφουν στη θέση τους και ο αρχηγός φωνάζει άλλο νούμερο.
Ο παίκτης που θα καταφέρει να πάρει το μαντήλι χωρίς να χτυπηθεί, κερδίζει ένα πόντο για την ομάδα του. Αν όμως χτυπηθεί, τον πόντο τον κερδίζει η αντίπαλη ομάδα. Νικήτρια ομάδα είναι αυτή που καταφέρνει να συγκεντρώσει τους περισσότερους πόντους.
Παιδικά παιχνίδια του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου
Τα μήλα
Παίζεται σε εξωτερικό χώρο. Δύο παιδιά χωρίζονται και αποτελούν τα "τέρματα". Χαράζονται δύο γραμμές σε απόσταση δέκα περίπου βήματα η μια από την άλλη. Οι δυο αυτές γραμμές είναι τα τέρματα και πίσω από αυτές τις γραμμές στέκονται οι δυο παίκτες. Αριστερά από τις γραμμές χαράζεται μια άλλη που από πίσω της πηγαίνουν και στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά. Με κλήρο ορίζουν ποιος από τα τέρματα θα ρίξει πρώτος την μπάλα για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά πρέπει όλη την ώρα να τρέχουν από την μια άκρη στην άλλη για να μην χτυπηθούν. Αν αυτός που θα ρίξει την μπάλα δεν πετύχει κανένα, τότε βγαίνει και στέκεται πίσω από την αριστερή γραμμή.Με τη σειρά του ρίχνει την μπάλα ο άλλος.
Όταν μείνει μονάχα ένα παιδί στο κέντρο τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο ένας λέγοντας "Ένα μήλο", έπειτα ο άλλος "Δύο μήλα!" κ.λ.π. Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν τα καταφέρει να μην χτυπηθεί έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους του παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.
Κυνηγητό
Τα παιδιά χαράζουν πάνω στο χώμα μια γραμμή για αφετηρία και ορίζουν το τέρμα (τούκα) που είναι ένα δέντρο ή μια πέτρα στημένη στο χώμα. Ύστερα με λάχνισμα ορίζεται αυτός που θα τα φυλάει.
Μόλις δοθεί το σύνθημα, τα παιδιά τρέχουν να φύγουν και αυτός που τα φυλάει, τρέχει να τα πιάσει, ενώ εκείνα με διάφορους ελιγμούς προσπαθούν να τον αποφύγουν και να φτάσουν στην τούκα. Μόλις φτάσουν, πρέπει να την χτυπήσουν, να την φτύσουν και να φωνάξουν “έφτυσα”.
Αν ένα παιδί χτυπηθεί στον ώμο απ’ αυτόν που τα φυλάει, πριν φτάσε στην τούκα ή αν ξεχάσει να φτύσει, τότε καίγεται και τα φυλάει αυτό με τ σειρά του.
Ο λύκος και τ’ αρνί
Είναι ένα μικτό, ομαδικό Παιχνίδι που παίζεται και σήμερα.
Τα παιδιά πιάνονται από τα χέρια σε κύκλο και αποφασίζουν με κλήρο ποιο θα κάνει το λύκο και ποιο το αρνί. Ο λύκος θα προσπαθήσει να πιάσει το αρνί, το οποίο τρέχει γύρω-γύρω από τον κύκλο, μπαίνει και βγαίνει από τον κύκλο. Γι’ αυτό τα παιδιά που αποτελούν τον κύκλο έχουν αποστολή προστατεύσουν το αρνί από τον λύκο, χαμηλώνοντας τα χέρια τους κάθε φορά που ο λύκος θα προσπαθήσει να μπει μέσα στον κύκλο.
Ο λύκος με διάφορες προσποιήσεις προσπαθεί να παρασύρει το αρνί τον κύκλο-μαντρί ώστε να βρεθεί χώρος να περάσει μέσα ή έξω από τον κύκλο. Όταν ο λύκος πιάσει το αρνί, τότε το παιχνίδι συνεχίζεται με άλλα παιδιά που θα κάνουν τον λύκο και το αρνί.
Πινακωτή—Πινακωτή
Το παιχνίδι αυτό παίζεται από αγόρια και κορίτσια ηλικίας 6-8 χρονών. Η ονομασία του προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη “πινακωτιά” που σημαίνει ένα αντικείμενο με το οποίο συνήθιζαν να μεταφέρουν το ζυμάρι στο φούρνο.
Τα παιδιά σχηματίζουν μια ίσια γραμμή και κάθονται οκλαδόν το ένα πίσω από το άλλο, εκτός από τη μάνα-Πινακωτή και ένα άλλο παιδί. Η μάνα κάθεται και αυτή απέναντι από τ’ άλλα παιδιά, ενώ το παιδί παραμένει όρθιο για να εκτελέσει τις εντολές της μάνας.
Η Πινακωτή δίνει εντολή στο παιδί ν’ αρχίσει και εκείνο πηδώντας με κουτσό γύρω από τα παιδιά, φτάνει στη μάνα και λέει:
- Πινακωτή, Πινακωτή!
Εκείνη κάνει την κουφή και λέει:
- Από τ’ άλλο μου τ’ αυτί!
Τότε το παιδί πάει από την άλλη μεριά και λέει:
- Πινακωτή, Πινακωτή γιατί ‘ναι η μάνα σου κουφή;
Η Πινακωτή απαντά:
- Τι έχεις και με ζάλισες;
Το παιδί πάει από το άλλο της αυτί και της λέει:
- Μου είπε ο βασιλιάς να μου διαλέξεις ένα καλό παιδί.
Και η Πινακωτή απαντά:
- Διάλεξε και πάρε.
Τότε το παιδί-κουτσό διαλέγει από τη σειρά ένα παιδί φτύνοντας την ανοικτή παλάμη του και κτυπώντας μ’ αυτή το παιδί πίσω στο λαιμό του, λέγοντας
“Φτού γαρύφαλλο,
φτου σκόρδο,
φτου κρεμμύδι,
φτου κανέλα,
και του βασιλιά η κοπέλα”
Το παιδί που έχει εκλεγεί από τη σειρά, σταματά να παίζει, και το παιχνίδι συνεχίζεται με την παραπάνω στιχομυθία, ώσπου το παιδί-κουτσό πάρει όλα τα παιδιά. Τότε η Πινακωτή σηκώνεται γρήγορα, για να κυνηγήσει τα παιδιά μέχρι που να πιάσει ένα, οπότε αυτό θα γίνει μάνα-Πινακωτή και η Πινακωτή θα γίνει παιδί-κουτσό.
Το λουρί της μάνας
Τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο καθισμένα γύρω από τη μάνα, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνη βγάζει τη ζώνη της ή ένα λουρί ή ένα σχοινί και σχηματίζει μ’ αυτό διάφορα σχήματα, όπως ένα μήλο ή αχλάδι ή καλάθι κ.α. Τα άλλα παιδιά πρέπει να μαντεύσουν τι παριστάνει. Σ’ όποιο παιδί το βρει δίνει η μάνα το λουρί και τότε εκείνο πρέπει να σηκωθεί και να κυνηγήσει τα άλλα παιδιά.
Η μάνα παραμένει στη θέση της και κάθε τόσο φωνάζει: “τρεις και το λουρί της μάνας”. Εκείνος που κρατάει το λουρί, συνεχίζει το κυνήγι του και αν χτυπήσει κάποιο παιδί, τότε εκείνο βγαίνει από το παιχνίδι. Αν όμως η μάνα φωνάξει: “τρεις και το λουρί της μάνας” τότε αυτός που κυνηγάει, πρέπει αμέσως να γυρίσει πίσω και να παραδώσει το λουρί στη μάνα, αλλιώς τα άλλα παιδιά έχουν το δικαίωμα να τον κυνηγήσουν, να του πάρουν το λουρί και ν’ αρχίσουν μ’ αυτό να τον χτυπούν.
Max Liebermann Playing children
Ένα-δύο-τρία στοπ
Είναι ένα μικτό παιχνίδι που στοχεύει στην ανάπτυξη των αντανακλαστικών κινήσεων και στην κινητική ετοιμότητα.
Χαράσσεται στο έδαφος μια γραμμή και σ’ αυτή στέκεται ένα παιδί που έχει οριστεί ότι θα τα φυλάει. Σε απόσταση όχι μικρότερη των 10 μέτρων χαράσσεται απέναντι από την πρώτη μια δεύτερη γραμμή, πίσω από την οποία στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά.
Το παιδί που τα φυλάει, με τη φράση “ένα-δύο-τρία στοπ’ καλεί τα υπόλοιπα παιδιά να πλησιάσουν τη γραμμή του για να ακουμπήσουν την πλάτη του. Με την πλάτη γυρισμένη, χωρίς να βλέπει τα παιδιά, ο φύλακας λέει πολύ γρήγορα τη φράση και γυρίζει απότομα προς το μέρος των παιδιών.
Αυτά πρέπει, μόλις ακούσουν τη φράση, να τρέξουν μπροστά και να σταματήσουν ακίνητα, όταν ο φύλακας στραφεί προς το μέρος τους. Όποιο παιδί συλλάβει ο φύλακας να μη σταθεί ακίνητο, το καίει και το παίρνει κοντά του.
Τα πρώτα παιδιά που θα πλησιάσουν το φύλακα, απλώνουν τα χέρια, για να είναι έτοιμα με την επανάληψη της φράσης να κτυπήσουν το φύλακα και να ελευθερώσουν τα παιδιά που έχει πάρει. Μετά το κτύπημα, τα παιδιά που έχουν καεί και τα υπόλοιπα που έφτασαν κοντά στο φύλακα χωρίς να καούν, τρέχουν πολύ γρήγορα προς τη γραμμή τους, για να μην τους πιάσει. Όποιο παιδί καταφέρει να πιάσει προτού τη γραμμή, γίνεται φύλακας, αλλιώς τα φυλάει πάλι ο ίδιος.
Το κοροΐδο
Είναι ένα ομαδικό, μικτό Παιχνίδι.
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες και σκορπίζονται μέσα στο Χώρο. Μια μπάλα θα έχει στην Κατοχή της η ομάδα που την πήρε μετά από κλήρωση. Η άλλη ομάδα θα είναι τα κοροΐδα. Η μπάλα θα περνά πάνω απ’ τα κεφάλια τους ώστε να μη μπορούν να την πιάσουν. Οι αντίπαλοι θα προσπαθούν να ρίχνουν τη μπάλα με έξυπνο τρόπο από χέρι σε χέρι, κάνοντας προσποιήσεις, αναπηδήσεις και διάφορα τεχνάσματα για να μην πάρουν τη μπάλα τα κοροΐδα. Αλλά και τα κοροΐδα δεν θα είναι πάντα κοροΐδα, αφού το ρόλο τους κάποια στιγμή θα αναλάβουν οι άλλοι.
Το τζαμί
Το παιχνίδι αυτό είναι γνωστό και ως “πλακάκια” ή “λημαδάκια”. Τα παιδιά σχεδιάζουν ένα κύκλο με διάμετρο περίπου ένα μέτρο και στη μέση στήνουν δέκα πλακερές πέτρες ή στρογγυλές κεραμίδες τη μία πάνω στην άλλη, ώστε να σχηματιστεί το τζαμί.
Χωρίζονται σε δύο ομάδες και με λάχνισμα η μία ομάδα παίρνει την επιθετική θέση και η άλλη την αμυντική. Στην συνέχεια σχηματίζουν σε απόσταση 8-10 μέτρων από το τζαμί μια ευθεία γραμμή. Τα παιδιά που είναι έτοιμα για επίθεση στέκονται πάνω στη γραμμή. Το πρώτο κρατάει μια μπάλα, σημαδεύει και την πετά με σκοπό να ρίξει το τζαμί. Αν αποτύχει, τη θέση του παίρνει το δεύτερο και συνεχίζουν μέχρι να πετύχουν το στόχο τους. Αν κάποιο παιδί πετύχει και ρίξει μια πέτρα ή όλο το τζαμί, τότε απλώνουν όλες τις πέτρες γύρω στον κύκλο. Τα παιδιά που κάνουν την επίθεση προσπαθούν να ξαναστήσουν το τζαμί, ενώ τα παιδιά που αμύνονται, προσπαθούν να τα εμποδίσουν. Τότε η μια ομάδα σημαδεύει και χτυπά με τη μπάλα τους παίκτες της άλλης ομάδας. Όποιον παίκτη χτυπά η μπάλα, καίγεται και βγαίνει από το παιχνίδι.
Αν καούν όλοι οι παίκτες, πριν προλάβουν να στήσουν το τζαμί, το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή και σι ομάδες αλλάζουν ρόλους. Αν όμως οι παίκτες προλάβουν και στήσουν το τζαμί πριν καούν όλοι, τότε αρχίζουν πάλι το παιχνίδι από την αρχή, χωρίς όμως να αλλάξουν ρόλους.
Τα σκαμνάκια
Το παιχνίδι λέγεται αλλιώς και βαρελάκια ή καβαλαράκια. Παίζεται από πέντε έως οκτώ παιδιά που σχηματίζουν μια ομάδα.
Τα παιδιά στέκονται στη σειρά και ο πρώτος πηγαίνει σε μία απόσταση δύο μέτρων και σκύβει, ακουμπώντας τα χέρια του στα γόνατά του. Ο δεύτερος παίρνει φόρα και ακουμπώντας τα χέρια του στη ράχη του πρώτου πηδάει από πάνω του και ύστερα στέκει, όπως ο πρώτος, σε απόσταση δύο μέτρων απ’ αυτόν. Ακολουθεί ο τρίτος που, αφού πηδήσει και ακουμπήσει πάνω στον πρώτο, ύστερα πατάει στο ενδιάμεσο διάστημα, παίρνει φόρα και επάνω στον δεύτερο και αφού πατήσει και κάνει δύο βήματα σκύβει και αυτός με τη σειρά του. Το παιχνίδι συνεχίζεται ώσπου να πηδήσει και ο τελευταίος.
Μακριά γαϊδούρα
Είναι ένα ομαδικό παιχνίδι που παίζεται συνήθως από αγόρια, αλλά και μικτά. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες με 4-6 παίκτες η κάθε μια. Η μία ομάδα θα πάρει τη θέση της γαϊδούρας και η άλλη των καβαλάρηδων.
Τα παιδιά που αποτελούν την ομάδα της γαϊδούρας σχηματίζουν μια γραμμή μπροστά από ένα τοίχο. Ο πρώτος παίκτης ακουμπά την πλάτη του στον τοίχο, έχοντας το μέτωπό του στραμμένο προς τους υπόλοιπους της γραμμής. Ο δεύτερος παίκτης ακουμπά στην κοιλιά του πρώτου το κεφάλι του και στηρίζει τα χέρια του στον τοίχο. Οι υπόλοιποι 3-4 παίκτες βάζουν το κεφάλι τους κάτω από τα πόδια του μπροστινού τους και έτσι δημιουργείται η μακριά γαϊδούρα.
Ο πρώτος παίκτης που είναι όρθιος στον τοίχο δίνει το σύνθημα στους αντίπαλους παίκτες για να τρέξουν ένας-ένας και να πηδήξουν πάνω στη γαϊδούρα. Τότε ο καθένας πηδά με φόρα από απόσταση 5 περίπου μέτρων και από το τράνταγμα και το βάρος ακούγονται τα ξεφωνητά και τα βογκητά της γαϊδούρας που υποφέρει αλλά υπομένει.
Ο κανόνας του παιχνιδιού ορίζει να ανέβουν όλοι οι παίκτες πάνω στη γαϊδούρα, χωρίς να πέσουν και χωρίς να ακουμπήσουν τα πόδια τους κάτω. Αν δεν γίνουν τέτοια λάθη, Τότε ο αρχηγός θα τελειώσει το Παιχνίδι με το παρακάτω τραγούδι:
“Πήγε ο κυνηγός για κυνήγι, πόσα πουλιά σκότωσε;”
Δείχνει με τα δάχτυλά του έναν αριθμό, τον οποίο πρέπει να βρει ο αρχηγός της ομάδας που είναι σκυμμένη κάτω στη μακριά γαϊδούρα. Αν το βρει, τότε μπαίνει από κάτω η άλλη ομάδα, διαφορετικά το παιχνίδι επαναλαμβάνεται.
Κουτσό
Είναι ένα παιχνίδι που εμφανίζεται στην αρχαιότητα με το όνομα “ασκωλιασμός”. Παίζονταν τότε στις γιορτές κυρίως των Διονυσίων, που γι’ αυτό το λόγο ονομάζονταν και “Ασκώλια”. Συνεχίζει όμως και σήμερα να παίζεται και στοχεύει στην ανάπτυξη της αντίληψης του χώρου και στην καλλιέργεια της μνήμης και της παρατηρητικότητας.
Τα παιδιά σχεδιάζουν κάτω ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο που χωρίζεται στη μέση και κάθε μέρος σε πέντε τμήματα, τρία ίσα και δύο μεγαλύτερα. Με τη βοήθεια μιας λείας και πλακωτής πέτρας, περίπου 8-10 πόντων, το κάθε παιδί πρέπει να περάσει, σπρώχνοντας την πέτρα με κουτσό, απ’ όλους τους χώρους του πρώτου μέρους και να επιστρέψει από τους χώρους του δεύτερου μέρους, βγάζοντας την πέτρα έξω από το τελευταίο παραλληλόγραμμο, χωρίς ποτέ να πατήσει πάνω στη γραμμή. Νικητής στο παιχνίδι θεωρείται το παιδί που θα περάσει όλους τους χώρους, χωρίς να πατήσει τη γραμμή.
Στο πέρασμα των παραλληλογράμμων ακολουθείται η παρακάτω διαδικασία: το κάθε παιδί ρίχνει την πέτρα στο παραλληλόγραμμο ένα, με πήδημα κουτσό πηδά μέσα και αρχίζει να σπρώχνει την
πέτρα από παραλληλόγραμμο σε παραλληλόγραμμο χωρίς ούτε η πέτρα ούτε κάποια άκρη του πέλματος να αγγίξουν τη κάθε γραμμή. Έχουν δικαίωμα τα παιδιά να ξεκουράζονται με το πάτημα της μύτης του σηκωμένου ποδιού.
Στη συνέχεια, αφού το παιδί έχει περάσει με επιτυχία όλα τα παραλληλόγραμμα, θα πιάσει την πέτρα και θα την ρίξει στο παραλληλόγραμμο δύο, με προσοχή να πέσει μέσα, γιατί αν πέσει έξω θα χάσει τη σειρά. Αυτό γίνεται συνέχεια πετώντας κάθε φορά την πέτρα στο επόμενο παραλληλόγραμμο.
Ο σαλίγκαρος
Με ένα ξύλο, μια κεραμίδα ή ένα κάρβουνο χαράζουν στο έδαφος ένα σαλίγκαρο και με λάχνισμα ορίζουν πιο παιδί θα παίξει πρώτο και θα χαράξει τα “πατήματα”.
Το πρώτο παιδί αρχίζει το κουτσό, πετώντας το κεραμίδι του στο πρώτο πάτημα. Εκεί θα πηδήσει κουτσοπόδι και πάλι κουτσοπόδι θα σπρώξει το κεραμίδι του στο δεύτερο πάτημα κ.ο.κ. ως το κέντρο του σαλίγκαρου, όπου έχει δικαίωμα να πατήσει και με τα δυο πόδια για να ξεκουραστεί λίγο. Κατόπιν επιστρέφει με τον ίδιο τρόπο. Αν φτάσει έξω ομαλά, τότε κάνει ένα “ρούμπο”. Αν είτε το κεραμίδι του πέσει στη διαχωριστική γραμμή, είτε το πατήσει αυτό, είτε πατήσει κάτω και με τα δύο πόδια, τότε βγαίνει από το Παιχνίδι και αρχίζει το δεύτερο. Κερδίζει όποιο παιδί κάνει τους περισσότερους “ρούμπους”.
Χαλασμένο τηλέφωνο
Το χαλασμένο τηλέφωνο αποτελείται από μια ομάδα παιδιών που πρέπει να είναι πάνω από δύο.
Τότε ο πρώτος από τη σειρά λέει γρήγορα μια δύσκολη λέξη στον διπλανό του. Μετά αυτός τη λέει στο αυτί του άλλου παιδιού κ.λ.π. Ο τελευταίος θα πει τη λέξη δυνατά και αν τη πει σωστά το πρώτο παιδί έχει κερδίσει.
Αλάτι χονδρό-Αλάτι ψιλό
Το παιχνίδι αυτό παίζεται από πολλά παιδιά που συγκεντρώνονται και βγάζουν με κλήρο τη "μάνα". ΄Υστερα κάνουν όλα μαζί ένα κύκλο και κάθονται κάτω σταυροπόδι με τα χέρια πίσω, με τις παλάμες ανοιχτές.
Η μάνα στέκεται έξω από τον κύκλο και βαστάει ένα μαντήλι. Κάνει μια βόλτα γύρω από τον κύκλο τραγουδώντας:
Αλάτι ψιλό, αλάτι χονδρό,
έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω
παπούτσια δεν μου πήρε να πάω στο χορό
Την ώρα που τραγουδάει γύρω από τον κύκλο, πετάει το μαντίλι πίσω από ένα παιδί και συνεχίζει μέχρι να καταλάβουν ότι δεν κρατάει πια το μαντήλι. Το παιδί που πήρε το μαντήλι σηκώνεται και αρχίζει να κυνηγάει τη μάνα. ΄Οταν την πιάσει η μάνα κάθεται στη θέση του μαζί με τα άλλα παιδιά.
Το παιδί που πήρε το μαντήλι γίνεται μάνα και αρχίζει να κυνηγάει. Το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι μέχρι να το βαρεθούν.
Πουν' το το δαχτυλίδι
Στήνονται τα παιδιά σε σειρά. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, ψεύτικο ή αληθινό. Έπειτα προσπαθεί να αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
Πουν' το, πουν' το
το δαχτυλίδι,
ψάξε, ψάξε
δεν θα το βρεις!
δεν θα το βρεις,
δεν θα το βρεις,
το δαχτυλίδι που ζητείς.
Το καθένα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το ρίχνει στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.
Σβούρα
Παιχνίδι για 2-3 άτομα.
Κανόνες: Σχεδιάζουμε έναν μεγάλο κύκλο και γύρω απ' το κέντρο του, βάζουμε όσες σβούρες χωράει. Ύστερα καθόμαστε έξω απ' τον κύκλο και κρατόντας μια σβούρα στο χέρι μας, προσπαθούμε να την χτυπήσουμε στο κέντρο του κύκλου και να διώξουμε όλες τις υπόλοιπες μακριά. Απ' έξω απ' τον κύκλο. Προσοχή! Η σβούρα που θα κρατάμε στο χέρι μας πρέπει να είναι δεμένη μ' ένα σκοινί απ΄την μύτη (κάτω-κάτω) έως την λαβή (πάνω-πάνω), ώστε να γυρνάει γύρω-γύρω πιο εύκολα. Οι σβούρες που βγάζουμε έξω απ' τον κύκλο γίνονται δικές μας. Για διευκόλυνση του παιχνιδιού, οι παίχτες πρέπει να παίζουν με σειρά ένας-ένας ξεχωριστά ώστε να φαίνονται οι σβούρες που το κάθε παιδί βγάζει έξω απ' τον κύκλο.
Στραβός καλόγερος
Το παιχνίδι αυτό παίζεται με πολλά παιδιά. Βγάζουνε με έναν κλήρο ποιό παιδί θα κάνει το στραβό καλόγερο. Του κρύβουν τα μάτια με ένα σκούρο μαντήλι και του δίνουν ένα καλάμι. Αυτός γυρνάει γύρω γύρω και σχηματίζει ένα κύκλο με το καλάμι και λέει:
Στραβός καλόγερος
στέκει ολομόναχος
και όποιον βαρέσει
κρίμα δεν έχει
Τότε τα παιδιά τρέχουν κοντά του και τον πειράζουν. Αν πετύχει κανέναν με το μπαστούνι γίνεται αυτός ο στραβός καλόγερος.
Elizabeth Adela Forbes
Περνά, περνά η μέλισσα
Αυτό το παιχνίδι είναι ένα παλιό και παραδοσιακό παιχνίδι. Συγκεντρώνονται τουλάχιστον έξι παιδιά και δύο χτυπούν παλαμάκια και τραγουδούν. Τα υπόλοιπα παιρνούν κάτω απ' τα χέρια τους και όποιον πιάσουν το βάζουν και επιλέγει με ποιοανού το μέρος θα πάει. Τελικά όταν μαζευτούν όλα τα παιδιά τραβάνε τους άλλους και όποιοι δεν πέσουν κάτω είναι οι νικητές. Αυτό το παιχνίδι το παίζουν πολλά παιδιά (6-7 χρονών), από όλο τον κόσμο. Εμένα αυτό το παιχνίδι μου άρεσε και το θεωρούσα διασκεδαστικό όταν ήμουν μικρή. Τώρα έχω μαθήματα και δεν έχω χρόνο να παίζω παραδοσιακά παιχνίδια. Όμως αυτά τα παιχνίδια είναι πολύ ωραία!!!
Το Μπιζζζ!
Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα "φυλάει". Αυτός λοιπόν κάθεται σ' ένα σκαμνί ή στέκει σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του.
Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ' αριστερά του και ένας απ' αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στρυφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας "Μπιζζ!" όπως κάνει η μέλισσα. Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.
Η ουρά του Γαϊδάρου
Παίζουν παιδιά από 6 χρονών και πάνω. Χρειάζονται τουλάχιστον 2 παίκτες, ένα χαρτί, ένα μαντήλι και ένα μολύβι.
Σχεδιάζω πρώτα σε ένα χαρτί έναν γάϊδαρο χωρίς ουρά. ΄Ενα παιδί κλείνει τα μάτια του με ένα μαντίλι. Παίρνει το μολύβι και προσπαθεί να φτιάξει την ουρά. Ανοίγει τα μάτια και βλέπει πού έφτιαξε την ουρά. Μετά ένα άλλο παιδί αρχίζει την ίδια διαδικασία. Το παιχνίδι τελειώνει όταν προσπαθήσουν όλα τα παιδιά και νικητής είναι αυτός που έχει φτιάξει την ουρά στον κοντινότερο σημείο.
Ο Βασιλιάς
Τα παιδιά "τα βγάζουν" κι ένας τους γίνεται βασιλιάς. Ο βασιλιάς κάθεται κάπου, ενώ οι άλλοι απομακρύνονται για να διαλέξουν ποιο επάγγελμα θα παραστήσουν και με ποιες κινήσεις. Όταν τελειώσουν επισκέπτονται τον βασιλιά και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Βασιλιά, βασιλιά με τα 12 σπαθιά, τι δουλειά;
- Τεμπελιά!
- Και τα ρέστα;
- Παγωτά.
- Είπε η γιαγιά να μας κάνεις μια δουλειά.
- Τι δουλειά;
Τότε τα παιδιά κάνουν τις κινήσεις του επαγγέλματος που διαλέξανε. Αν ο βασιλιάς το καταλάβει, το φωνάζει και κυνηγάει να πιάσει ένα παιδί που γίνεται βασιλιάς. Αν δεν το καταλάβει, ξανακάθεται και τα παιδιά μιμούνται κάτι άλλο.
Βόλοι
Ένα παιχνίδι που χάθηκε, είναι και οι βόλοι. Ήταν φτιαγμένοι από πηλό και βαμμένοι σε ζωηρά χρώματα. Ας δούμε δυο πολύ δημοφιλή παιχνίδια με βόλους:
ΤΡΙΓΩΝΑΚΙ: Χαράζουμε στο χώμα ένα τρίγωνο και μέσα σ' αυτό ο κάθε παίχτης βάζει δυο-τρεις από τους βόλους του. Σε μια απόσταση 4-5 μέτρων στήνεται μια πέτρα, ο μπάστακας. Τα παιδιά ρίχνουν τους βόλους τους προς τον μπάστακα και όποιος φτάσει πιο κοντά παίζει πρώτος. Ο παίχτης ρίχνει με τον αντίχειρα το βόλο του στο τριγωνάκι με σκοπό να χτυπήσει έναν από αυτούς που ήταν μέσα και να τον βγάλει έξω, οπότε και τον κερδίζει. Εάν κάποια στιγμή χάσει και ο βόλος του μείνει μέσα στο τρίγωνο, ο αμέσως επόμενος παίχτης χτυπώντας το βόλο κερδίζει όλους όσους είχε μαζέψει ο προηγούμενος ως τώρα.
ΜΠΑΖ: Η διαδικασία με τον μπάστακα είναι η ίδια, αυτή τη φορά όμως οι βόλοι στήνονται σε ευθεία γραμμή ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο πρώτος στη σειρά λέγεται μάνα και ο δεύτερος παραμάνα. Αν χτυπήσεις κάποιον από τους δύο αυτούς βόλους, παίρνεις όλους όσους είναι στη σειρά μετά από αυτούς.
Κάθομαι δεν κάθομαι
Αυτό το παιχνίδι παίζεται από κορίτσια που είναι από 8 έως 10 ετών. Με λαχνό βρίσκεται το κορίτσι που θα τα φυλάει. Τα υπόλοιπα κορίτσια γυρίζουν από γύρω της και λένε τους παρακάτω στίχους:
Κάθομαι δεν κάθομαι
στη φωλιά μου κάθομαι
΄Οταν τα παιδιά δούνε το κορίτσι που φύλαγε να πλησιάζει, κάνουν ότι κάθονται. Αν το κορίτσι που τα φυλάει καταφέρει να πιάσει ένα από τα υπόλοιπα παιδιά πριν καθήσει τα φυλάει εκείνο το κορίτσι που έπιασε. Κανένα όμως κορίτσι δεν πρέπει να καθήσει τόσο βαθιά ώστε να ακουμπήσει το έδαφος γιατί βγαίνει από το παιχνίδι και τα κορίτσια τα υπόλοιπα της λένε:
΄Εσπασες τα αβγά σου
Πηγή: Το κείμενο αποτελείται από αποσπάσματα του έργου της Ευαγγελίας Κανάλη (Γυμνάσιο Κ. Μηλιάς) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΜΑΤΙ».
The Tug of War by MotionAge Designs
Διελκυστίνδα
Η «διελκυστίνδα» ή αλλιώς το «τραβηχτό», έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα. Ένα σχοινί και δύο ισάριθμες ομάδες, αρκούν. Αυτά είναι τα μόνα προαπαιτούμενα για να περάσει το παιχνίδι από τη θεωρία στην πράξη. Σκοπός: να κερδίσει η ομάδα που με τη δύναμή της θα καταφέρει να τραβήξει προς το μέρος της την αντίπαλη. Θέλει δύναμη, αλλά και τεχνική. Αν υπάρχει συγχρονισμός ακόμη καλύτερα. Αυτό το παιχνίδι, που στην αρχαία Ελλάδα ονομαζόταν «διελκυστίνδα», στη σύγχρονη εποχή άλλαξε μόνο ονομασία. Υπάρχει η άποψη πως το παιχνίδι εμφανίστηκε γύρω στον 5ο αι. π.Χ. Εκτός από την αρχαία Ελλάδα, αναφορές για την ύπαρξή του γίνονται και σε Αίγυπτο, Ρώμη, Κίνα, Ινδία γύρω στον 12ο αι. μ. Χ. Στα χρόνια του μεσαίωνα, γίνονται αναφορές σε παιχνίδια με σχοινιά στην Ευρώπη. Οι Άγγλοι το ονομάζουν «tug of war»....
Παιχνίδι ή άθλημα; Κανονισμοί συγκεκριμένοι δεν υπάρχουν, ούτε και πεδίο για πολλές παρανοήσεις. Τα πράγματα είναι απλά. Το «τραβηχτό» στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν αποτελεί άθλημα αλλά είναι ένα απλό παιδικό παιχνίδι ή άσκηση ενδυνάμωσης, που κάνουν σε πολλά αθλήματα για να σπάει η ρουτίνα της προπόνησης. Το ολυμπιακό άθλημα Από το 1900 και μόνο για μία εικοσαετία, αποτέλεσε άθλημα των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι κανόνες της διελκυστίνδας δεν είχαν σταθεροποιηθεί, ενώ ποτέ δεν υπήρχε συγκεκριμένη ομάδα αθλητών που έπαιρναν μέρος. Ουσιαστικά οι πιο «δυνατοί» κάθε χώρας δημιουργούσαν μία ομάδα, η οποία προσπαθούσε να τραβήξει με περισσότερη δύναμη το σκοινί κατά τέσσερα μέτρα προς το μέρος της. ...
Σήμερα είναι άθλημα που αναπτύσσεται σε 54 κράτη. Οι αθλητές κάνουν βάρη, γυμνάζουν συγκεκριμένες μυικές ομάδες, συγχρονίζονται και δουλεύουν την τεχνική, που χρειάζεται όσο και η δύναμη. Το οξύμωρο είναι ότι στην Ελλάδα, που μάλλον ανακαλύφθηκε το παιχνίδι, η διελκυνστίδα δεν είναι διαδεδομένο άθλημα. Ωστόσο, το «τραβηχτό» έχει λατρευτεί από μικρούς και μεγάλους. Αποτελεί σταθερό παραδοσιακό παιχνίδι, ιδίως κατά την περίοδο του Πάσχα, όταν οι γιορτές προσφέρονται για παιχνίδια και συγκεντρώσεις. Είναι ένα κομμάτι της παράδοσης και της παιδικής ηλικίας, όπως η μακριά γαϊδούρα και γι αυτό θα υπάρχει πάντα, καθώς περνάει από γενιά σε γενιά. ...
Μπερλίνα
Το παιχνίδι αυτό το έπαιζε μια ομάδα παιδιών την οποία αποτελούσαν τουλάχιστον τέσσερα μέλη. Οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού ήταν η Μπερλίνα και ο Ταχυδρόμος.Αρχικά τα παιδιά λαχνίζουν, δηλαδή τα βγάζουν για να δουν ποιος θα υποκριθεί τη Μπερλίνα και ποιος τον Ταχυδρόμο.Το παιδί που υποκρινόταν την Μπερλίνα καθόταν απομονωμένο σε μια γωνιά. Η άλλη ομάδα με επικεφαλής το παιδί που υποκρινόταν τον Ταχυδρόμο σχολίαζαν τα θετικά αλλά και τα αρνητικά χαρίσματα του παιδιού που υποκρινόταν τη Μπερλίνα. Τα μηνύματα είχαν σχέση με την εξωτερική εμφάνιση αλλά και το χαρακτήρα. Όταν ήταν έτοιμοι πλησίαζαν τη Μπερλίνα κι ο Ταχυδρόμος της έλεγε: «Έρχομαι από την αγορά κι έμαθα πολλά καλά και κακά για σένα». «Τι έμαθες» ρωτάει τότε η Μπερλίνα.«Έμαθα πως συχνά λες ψέματα. Διάλεξε και πάρε». Η Μπερλίνα προσπαθεί να μαντέψει ποιο είναι το παιδί που το εκμυστηρεύτηκε στον Ταχυδρόμο. Αν το βρει τότε αλλάζουν ρόλους αλλιώς ξαναπροσπαθεί.Το ξεχασμένο αυτό παιχνίδι ήταν ιδιαίτερο αλλά είχε τη δύναμη χωρίς να προσβάλει την παιδική ψυχή να το διδάξει πως το βλέπουν οι άλλοι, να μάθει τι εικόνα εκπέμπει προς το περιβάλλον του.Τη Μπερλίνα συνήθιζαν να την παίζουν τα παιδιά κατά την περίοδο των Αποκριών.
Ευαγγελία Χ.Λιάπη ( https://kokkinovraxos.blogspot.com/ )
Πεντόβολα
Τα πεντόβολα, πεντάλιθα/ πεντέλιθα (αρχαία ελληνική), πεντεγούλια, αλεκατρίδες (Δυτική Κρήτη), αλεκαφίδες, πετράδια είναι ένα ομαδικό παιχνίδι, με τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Παίζεται σε επίπεδη επιφάνεια από δύο ή περισσότερους παίκτες που ο καθένας χρησιμοποιεί πέντε βώλους, πετραδάκια ή βοτσαλάκια.
Οι παίκτες κάθονται αντικριστά, τοποθετούν από τέσσερις βώλους μπροστά τους και κρατούν τον πέμπτο στη χούφτα τους. Ρίχνουν κλήρο ποιος θα ξεκινήσει πρώτος και αυτός που έχει σειρά πετά ψηλά τον βώλο που έχει στο χέρι του. Με το ίδιο χέρι πρέπει να πιάσει έναν από τους βώλους που βρίσκονται στο πάτωμα και μαζί εκείνον που πέφτει. Στη συνέχεια αφήνει στην άκρη τον έναν από τους δύο βώλους, κρατά τον άλλον στη χούφτα του και τον πετά πάλι ψηλά προσπαθώντας να τον πιάσει μαζί με τον επόμενο από τους βώλους που βρίσκονται στο πάτωμα. Αν τα καταφέρει με όλους τους βώλους, ξεκινά και ο άλλος παίκτης κάνοντας το ίδιο. Όποιος πιάσει τους περισσότερους βώλους είναι ο νικητής. Όταν κάποιος κερδίσει ή έρθουν σε ισοπαλία, περνούν στον επόμενο γύρο με πιο δύσκολους κανόνες.
Στον δεύτερο γύρο οι παίκτες προσπαθούν να πιάσουν κάθε φορά δύο βώλους από τους τέσσερις που βρίσκονται στο πάτωμα μαζί με αυτόν που πετούν ψηλά. Στον τρίτο γύρο προσπαθούν να πιάσουν τρεις μαζί από κάτω και έπειτα αυτόν που περισσεύει, ενώ στον τέταρτο γύρο πρέπει να πιάσουν όλους τους βώλους μαζί.
Αν οι παίκτες είναι τόσο επιδέξιοι και τα καταφέρνουν χωρίς λάθος, μπορούν να κρύψουν τους βώλους, που παίρνουν από το πάτωμα, κάτω από την καμάρα του άλλου χεριού βάζοντάς τους τον έναν δίπλα στον άλλον.Έτσι, το παιχνίδι αποκτά σημαντικό βαθμό δυσκολίας.
Για μεγαλύτερη ακόμα δυσκολία ανοίγουν τα δάχτυλα μεταξύ τους και ο καθένας από τους τέσσερις βώλους μπαίνει ανάμεσα σε δύο δάχτυλα.
Το παιχνίδι μπορεί να γίνει ακόμα πιο απαιτητικό με τον όρο να πιάνουν τους βώλους καθώς πέφτουν με «ανάποδες» χούφτες («σκάφη» που σχηματίζεται με τα δάχτυλα και τα δύο χέρια ενωμένα και τις παλάμες να κοιτούν προς τα κάτω).
Παραλλαγές
Κούκος / Μάνα: Σε κάποιες παραλλαγές ο πέμπτος βόλος, που πετιέται πρώτος ψηλά, είναι πιο μεγάλος και δεν κρατιέται από την αρχή στο χέρι αλλά τοποθετείται και αυτός στο πάτωμα ανάμεσα στους παίκτες.
Κάθε πέταγμα του βώλου στον αέρα μπορεί να γίνεται εναλλάξ για κάθε παίκτη. Στην εκδοχή αυτή το παιχνίδι μπορεί να τελειώνει όταν ο πρώτος δεν καταφέρνει να πιάσει τους βώλους στη σειρά του.
Κότσια: Όταν χρησιμοποιούνται κότσια αντί των τεσσάρων βώλων, πρέπει να τοποθετούνται πλαγιαστά και με το πέταγμα του βώλου να προλαβαίνει ο παίκτης να τα τοποθετεί όρθια προτού ξαναπιάσει το βώλο.
Βασίζεται στην ταχύτητα, γρήγορα αντανακλαστικά, και τη δεξιοτεχνία. Όταν συμμετάσχουν περισσότεροι από δύο παίκτες δηλαδή δημιουργούνται ομάδες, οι παίκτες βάσει της συγκέντρωσης και της σωστής συνεργασίας, ξεπερνούν τον επικείμενο βαθμό δυσκολίας και έτσι προχωρούν στον επόμενο γύρο. Χάρη στην ομαδικότητα κοινωνικοποιούνται και αισθάνονται μέρος του συνόλου.
Ιστορία & λαογραφική αξία
Το παιχνίδι έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Στα νεότερα χρόνια παιζόταν στις παλιές γειτονιές (συναντάται ακόμη στο Αμύνταιο της Φλώρινας). Τα παλιά παιχνίδια τα επονομαζόμενα της αυλής ή της γειτονιάς αποτελούν πολιτισμική κληρονομιά και ζωντανό κομμάτι της λαογραφικής παράδοσης. Σκιαγραφούν ιστορικά τον πολιτισμικό δείκτη και τις κοινωνικές συνήθειες, ενώ έχουν συναισθηματική αξία για όσους τα αναπολούν.
Πετάει-Πετάει
Πρόκειται για ένα παλιό και χαρούμενο παιχνίδι που διασκεδάζει πολύ τα μικρά παιδιά και θέλει γρηγοράδα! Όλα τα παιδιά βάζουν το δάχτυλό τους σε ένα σημείο κάτω στο πάτωμα ή στο τραπέζι. Ένα παιδί ή μεγάλος είναι η «μάνα».
Η «μάνα» ξεκινάει και λέει «πετάει, πετάει… το σπουργίτι!» Αφού πράγματι το σπουργίτι πετάει, θα πρέπει όλοι να σηκώσουν ψηλά το δάχτυλο. Όταν πει, για παράδειγμα, «πετάει, πετάει… ο γάιδαρος!», τότε όποιος σηκώσει κατά λάθος το χέρι του, χάνει! Η «μάνα» συνεχίζει λέγοντας διάφορα ζώα, πουλιά ή ψάρια και προσπαθεί να μπερδέψει τους παίκτες!
Το παιχνίδι μπορεί να συνεχίζεται για περισσότερη διασκέδαση ή όποιος χάνει να βγαίνει από το παιχνίδι, μέχρι να μείνει ένας νικητής. Παίζεται και με δύο παίκτες.
Η μικρή Ελένη
Η μικρή Ελένη είναι παιδικό παραδοσιακό τραγούδι - παιχνίδι. Τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο και στο κέντρο του κύκλου κάθεται ένα παιδί που παίρνει εκείνη τη στιγμή το όνομα της μικρής Ελένης που προσποιείται ότι κλαίει. Τα υπόλοιπα παιδιά γυρνούν γύρω γύρω τραγουδώντας: "Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της. Σήκω επάνω, κλείσε τα ματάκια σου και πιάσε όποιον θες."
Μόλις τελειώσει το τραγούδι, η μικρή Ελένη σηκώνεται όρθια με κλειστά μάτια, υψώνει το κεφάλι κατά τον ήλιο κι έπειτα, ψηλαφιστά, πλησιάζει ένα από τα παιδιά του κύκλου και διαλέγει ένα στην τύχη. Το παιδί που διάλεξε η μικρή Ελένη παίρνει τη θέση της στο κέντρο του κύκλου και το παιχνίδι ξαναρχίζει.Τα παιδιά συνεχίζουν τραγουδώντας:
Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει
ποιος δεν την παίζει
φίλοι αδελφοί.
Σήκω απάνω
κλείσε τα ματάκια σου
κοίταξε τον ήλιο
και ποιον χαιρέτισε!
Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει
πως δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.
Σήκω απάνω
τα μάτια κλείσε
τον ήλιο κοίτα
κι αποχαιρέτισε!
Το τσιλίκι
Το τσιλίκι παίζεται με δύο ή περισσότερα παιδιά. Για να παιχτεί το παιχνίδι χρειάζονται δύο ξύλινες βέργες, μια μακριά 60-70 εκ. περίπου (τσιλίκα) και μια μικρή 10-20 εκ. περίπου (τσιλίκι), που είναι ξυσμένο όπως το μολύβι μας στις δυο άκρες του.
Τα παιδιά βάζουν σημάδι ρίχνοντας πέτρες και όποιος το πλησιάσει περισσότερο αρχίζει πρώτος. Αυτός λοιπόν βάζει πάνω από μια μικρή σκαμμένη εσοχή στο έδαφος το τσιλίκι, παράλληλα προς το έδαφος, κι έχοντας τα άλλα παιδιά απένταντι του, ρίχνει με την τσιλίκα το τσιλίκι, όσο πιο μακριά μπορεί, προσέχοντας όμως να μην το πιάσουν τα άλλα παιδιά.
Αν το πιάσει ένα απ' τα παιδιά, τότε πηγαίνει αυτό το παιδί να ρίξει το τσιλίκι και εκείνος που το έριξε πριν, αλλάζει θέση και πηγαίνει απέναντι με τα άλλα παιδιά. Αν δεν το πιάσει κανείς, τότε κάποιος απ' τους απέναντι ρίχνει το τσιλίκι για να χτυπήσει την τσιλίκα, που την τοποθετεί εκείνος που έριξε το τσιλίκι οριζόντια στο έδαφος και αν τη χτυπήσει αυτός παίρνει τη θέση αυτού που έριχνε και αλλάζουν θέσεις.
Αν δε χτυπήσουν τη τσιλίκα, τότε ο κύριος παίχτης βάζοντας το τσιλίκι σε ένα σημείο κοντά στην εσοχή, χτυπάει το τσιλίκι με τη τσιλίκα του σε μία άκρη του και αυτό ανασηκώνεται ψηλά. Κατόπιν ο παίχτης αν το χτυπήσει μία φορά δυνατά τότε μετράει την απόσταση από το μέρος που το 'ριξε μέχρι το σημείο που έπεσε με τη τσιλίκα του και όποιο νούμερο βρει, αυτό είναι οι πόντοι που κέρδισε.
Επίσης αν πριν χτυπήσει το τσιλίκι του για να το στείλει μακριά, το χτυπήσει άλλη μια φορά (συνολικά 2) τότε τους πόντους, τους μετράει με το τσιλίκι και όχι με την τσιλίκα. Και αν το χτυπήσει 2 φορές (συνολικά 3), τότε οι πόντοι μετράνε με το διπλάσιο νούμερο που βρίσκεται μετρώντας την απόσταση με το τσιλίκι κ.ο.κ.
Τυφλόμυγα. Πίνακας του Κορνέλις Τροστ, 18ος αιώνας
Τυφλόμυγα
Η τυφλόμυγα παίζεται από δύο παιδιά και πάνω. Στην αρχή όλοι τραβάνε έναν κλήρο για να δούνε ποιος θα τα φυλάει. Αυτός κλείνει τα μάτια του με ένα μαντήλι . Την ώρα που τα έχει κλειστά τα παιδιά ανακατεύονται. ΄Οποιο παιδί πιάσει πρέπει να βρει πως το λένε δηλαδή ποιο είναι. Αν το αναγνωρίσει τότε αυτό το παιδί κάνει τη τυφλόμυγα. Και έτσι αυτό συνεχίζεται.
Αμπάριζα
Τα παιδιά που συμμετέχουν στο παιχνίδι, χωρίζονται σε δύο ισάριθμες ομάδες, ή "ισοδύναμες" αν είναι μονός ο αριθμός των παικτών.Το παιχνίδι παίζεται τουλάχιστον με τέσσερις παίκτες (2+2), αλλά είναι διασκεδαστικότερο με μεγάλη παρέα.
Κάθε ομάδα ετοιμάζει την αμπάριζά της η οποία σχεδιάζεται με ένα κύκλο που έχει 3-4 μέτρα διάμετρο. Δίπλα σε αυτήν, με ένα μικρότερο τετράγωνο 2-3 μέτρων, σχεδιάζεται η φυλακή, δηλαδή ο χώρος όπου, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, όποτε πιαστούν, φυλακίζονται οι παίκτες της αντίπαλης ομάδας.
Οι δύο αμπάριζες απέχουν μεταξύ τους 20-40 μέτρα.
Οι ομάδες ρίχνουν ένα κέρμα για να δουν ποια από τις δύο θα ξεκινήσει πρώτη. Αυτή που προκύπτει, στέλνει έναν παίκτη της να βγει από τη θέση του. Αυτός, φωνάζοντας "παίρνω αμπάριζα και βγαίνω", βγαίνει τρέχοντας προς το χώρο ανάμεσα στις 2 αμπάριζες. Κάποιος παίκτης της αντίπαλης ομάδας βγαίνει και αυτός και τρέχει να τον πιάσει για να τον φυλακίσει. Ο πρώτος υποχωρεί, επειδή φοβάται μήπως σκλαβωθεί αν πιαστεί από τον παίκτη που έφυγε μετά από αυτόν. Τότε, ένας ακόμη παίκτης της πρώτης ομάδας βγαίνει να καλύψει τον συμπαίκτη του, προσπαθώντας παράλληλα να φοβίσει αυτός τον αντίπαλο ή, ακόμη καλύτερα, να τον πιάσει πρώτος. Έτσι, ο ένας μετά τον άλλον, βγαίνουν από την αμπάριζά τους και προσπαθούν να πιάσουν όσους έχουν απομείνει, ενώ κάποιοι ξαναγυρίζουν για να πάρουν δυο ανάσες και να σκεφτούν την επόμενη στρατηγική τους.
Όποιος πιαστεί σκλαβώνεται και πηγαίνει στην αντίπαλη φυλακή, δηλαδή στον αντίστοιχο χώρο που έχει φτιαχτεί για τους σκλάβους. Εκεί περιμένει κάποιον από την ομάδα του, να τον ξεσκλαβώσει. Για να γίνει αυτό αρκεί να τον ακουμπήσει κάποιος συμπαίκτης του. Συνήθως η ομάδα που έχει μερικούς φυλακισμένους βάζει έναν από τους παίκτες της να τους προσέχει.
Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να μείνει ένας παίκτης, σε κάποια από τις δύο ομάδες. Αν αυτός ο τελευταίος καταφέρει, χωρίς να τον ακουμπήσουν, να φτάσει στην αμπάριζα της αντίπαλης ομάδας, τότε ελευθερώνει και παίρνει πίσω όλη την ομάδα του και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή. Αν δεν τα καταφέρει, το παιχνίδι σταματάει με νικήτρια την ομάδα που φυλάκισε όλους τους αντίπαλους παίκτες της.
Παραλλαγές
Το παιχνίδι ήταν από τα αγαπημένα στις παλιές αθηναϊκές γειτονιές. Εκεί, οι δυο ομάδες, έφτιαχναν την αμπάριζά τους σε κάποια κολόνα ηλεκτρισμού ή σε κορμό δέντρου, από αυτά που υπήρχαν στα πεζοδρόμια. Όσο άγγιζες τη κολόνα ήσουν ασφαλής, αν απομακρυνόσουν μπορούσαν να σε πιάσουν ή, σύμφωνα με τους κανονισμούς, να πιάσεις εσύ κάποιον άλλο.
Μέσα στις στενές οδούς της πόλης, είχε κανείς την δυνατότητα να κρυφτεί και να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο σε αντίθεση με τον ανοιχτό χώρο, και αυτό έκανε πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι. Η διαφορά ήταν πως, αν έπαιζαν πολλά άτομα και οι παίκτες της μιας ομάδας πιάνονταν αλυσίδα μεταξύ τους, με τον τελευταίο να κρατάει την κολόνα, αυτός που απομακρυνόταν έβρισκε γρηγορότερα άσυλο στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, από το να πρέπει να ξαναγυρίσει πίσω στην αμπάριζά του.
Μια άλλη παραλλαγή που παίζεται από τους προσκόπους, είναι γνωστή ως «σημαίες». Η διαφορά ήταν πως η κάθε ομάδα έχει μια σημαία που πρέπει να υπερασπιστεί. Αν η μία ομάδα καταφέρει να πάρει τη σημαία της άλλης και να την πάει στην δική της αμπάριζα, αυτομάτως λήγει το παιχνίδι, με νικήτρια την ομάδα που έχει και τις δύο σημαίες. Σε αυτή την παραλλαγή, οι ομάδες αφήνουν πάντα κάποιον πίσω να φυλάει τη σημαία και να αποτρέψει την αντίπαλη ομάδα να την κατακτήσει.
Σ' αυτό το παιχνίδι, τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Κάθε ομάδα έχει ένα σημείο εκκίνησης, συνήθως κολόνα ή δέντρο. Στην αρχή ένα παιδί από τη μια ομάδα (δεν έχει σημασία ποια), "παίρνει αμπάριζα και βγαίνει" για να προκαλέσει τους παίχτες της άλλης ομάδας να τον κυνηγήσουν. Τότε κάποιος απ' την αντίπαλη ομάδα "παίρνει αμπάριζα και βγαίνει" και τον κυνηγάει. 'Ετσι βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά κυνηγούν. Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει τα παιδιά που έχουν βγει πριν απ' αυτόν, αλλά όχι τα παιδιά που έχουν βγει μετά. Επίσης κάθε παίχτης μπορεί να γυρίσει στην κολόνα του και να βγει όσες φορές θέλει. 'Οταν κάποιο παιδί πιάσει ένα παίχτη της αντίπαλης ομάδας, τον πάει στη φυλακή, που είναι συνήθως κοντά στην κολόνα του. Οι παίχτες της ομάδας του παιδιού που είναι φυλακισμένο, πρέπει να το ακουμπήσουν για να ελευθερωθεί. Σκοπός του παιχνιδιού είναι ν' ακουμπήσει ένας παίχτης την κολόνα της αντίπαλης ομάδας.
Πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί
Αυτό είναι ένα γνωστό παιχνίδι, που δεν χρειάζεται εξοπλισμό, αλλά μόνο το χέρι μας! Οι παίκτες κάθονται σε κύκλο, ακόμη και όρθιοι, και λένε ρυθμικά «πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί!» και μόλις ολοκληρώνουν τη φράση, κάνουν ταυτόχρονα συμβολικά με το χέρι τους ένα από τα αντικείμενα αυτά, όποιο έχουν επιλέξει. Τότε, κοιτάζουν ποιός κερδίζει, ανάλογα με τα αντικείμενα και παίρνουν αντίστοιχα από έναν πόντο.
Συγκεκριμένα, το χαρτί κερδίζει την πέτρα, το μολύβι κερδίζει το χαρτί, το ψαλίδι κερδίζει το μολύβι και το χαρτί και η πέτρα κερδίζει το ψαλίδι και το μολύβι. Μπορεί να οριστεί από την αρχή σε πόσους πόντους θα τελειώσει το παιχνίδι, π.χ. όποιος συγκεντρώσει πρώτος δέκα πόντους θα είναι ο νικητής. Παίζεται και με δύο παίκτες.https://www.mamakid.gr/
Τα Κεραμιδάκια
Τα παιδιά χαράζουν ένα κύκλο και στο κέντρο στήνουν το ένα πάνω στο άλλο, πέντε κεραμιδάκια. Ύστερα σε απόσταση 5-6 μέτρων, χαράζουν μια γραμμή και χωρίζονται σε δύο ομάδες. Τα παιδιά της πρώτης ομάδας, ένα, ένα, πατώντας στη γραμμή, σημαδεύουν με ένα μικρό τοπάκι τα κεραμιδάκια για να τα γκρεμίσουν. Αν αποτύχουν, έρχεται η σειρά της δεύτερης ομάδας. Όταν κάποιο παιδί τα γκρεμίσει, η ομάδα του τα διασκορπίζει μέσα στον κύκλο για να δυσκολέψει την άλλη ομάδα που, για να κερδίσει, πρέπει να τα ξαναστήσει. Κι ενώ οι παίχτες της δεύτερης ομάδας αγωνίζονται να ξαναστήσουν τα κεραμιδάκια, τα παιδιά της πρώτης ομάδας τους χτυπούν με το τοπάκι για να τους «κάψουν», δηλαδή να τους βγάλουν έξω από το παιχνίδι. Τότε, συχνά, κάποια παιδιά στέκονται επίτηδες να χτυπηθούν για να παρασύρουν το τόπι μακριά και να δώσουν στους δικούς τους καιρό να τελειώσουν το στήσιμο.
Δεν περνάς κυρα Μαρία
Τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο και πιάνονται από το χέρι. Με λάχνισμα επιλέγεται ένα παιδί που στέκεται στη μέση. Είναι η κυρά Μαρία! Αρχίζουν να γυρίζουν περπατώντας γύρω γύρω και να τραγουδούν ενώ η…κυρα Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους. Τότε λαμβάνει χώρα ο παρακάτω τραγουδιστός διάλογος:
ΠΑΙΔΙΑ: Δεν περνάς κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς,
Δεν περνάς κυρα-Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ.
Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ
Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, δεν περνώ
Θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς
Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Η καλή μου είν’ η π.χ. Μάρθα, δεν περνώ, δεν περνώ
Η καλή μου είν’ η π.χ. Μάρθα, δεν περνώ, περνώ!
Τα χελωνάκια
Τα χελωνάκια είναι παιχνίδι που παίζεται με μπάλα.
Παίζεται με δύο και πάνω παιδιά. Πρέπει να υπάρχει τοίχος. Τα παιδιά που το παίζουν μπαίνουν σε σειρά και κάνουν «ουρά».
Όταν έρχεται η σειρά ενός παιδιού πετάει την μπάλα στον τοίχο και πηδάει για να περάσει η μπάλα κάτω απ’ τα πόδια του. Εάν τον ακουμπήσει η μπάλα, καίγεται και πάει και στέκεται όρθιος μπροστά στον τοίχο. Αν καούν όλοι και μείνει μόνο ένας τότε δίνει την μπάλα σ’ εκείνον που κάηκε πρώτος. Εκείνος παίρνει την μπάλα και τη χτυπάει στον τοίχο. Αν την πιάσει αυτός που δεν κάηκε ο άλλος που κάηκε βαράει άλλες δύο φορές. Άμα δεν μπορέσει να βγει ο πρώτος που κάηκε συνεχίζει ο δεύτερος και πάει λέγοντας. Εάν κάποιος μπορέσει και βγει τότε συνεχίζει με αυτόν που είναι έξω. Αν καεί κάποιος απ’ τους δύο τότε αρχίζουν πάλι τα ίδια.
Τα μανιταράκια
Τα μανιταράκια παίζονται από τέσσερα άτομα και πάνω. Τα παιδιά βγάζουν κάποιον να «φυλάει». Αυτός μετράει μέχρι το δέκα και αρχίζει να κυνηγάει. Όταν πάει να πιάσει κάποιο παιδί, τότε αυτό το παιδί κάθε¬ται κάτω. Έτσι εκείνος που κυνηγάει δεν μπορεί να το πιάσει.
Για να ξανασηκωθεί κάποιο παιδί πρέπει κάποιο άλλο παιδί να περάσει από πάνω του. Όταν όλοι έχουν κάτσει κάτω και μείνει μόνο ένας όρθιος, αυτός δεν πρέπει να κάτσει κάτω γιατί θα τα «φυλάει ».
Αν καταφέρει να πιάσει αυτόν που έμεινε τον κάνει να φυλάει αυτός. Ενώ αν καταφέρει, αυτός που έμεινε όρθιος, να περάσει πάνω από κάποιο παιδί, το παιχνίδι συνεχίζεται.
Τον πρώτο τελικά που θα καταφέρει να πιάσει, θα είναι ο επόμενος που θα τα φυλάει.
Το κυνήγι της αλεπούς
Τα παιδιά ρίχνουν κλήρο ποιο θα είναι η αλεπού. Η αλεπού πρέπει να είναι εφοδιασμένη με είκοσι πέντε χαρτονάκια αριθμημένα.
Ξεκινά και παίρνει ένα δρόμο. Περπατώντας κρύβει τα χαρτονάκια κάτω από μια πέτρα ή ανάμεσα στα χόρτα.
Μετά από λίγη ώρα, τα σκυλιά, δηλαδή οι υπόλοιποι παίκτες, ξεκινούν. Όταν κάποιος από τους σκύλους ανακαλύψει ένα χαρτονάκι από αυτά που έχει κρύψει η αλεπού, φωνάζει και τους άλλους παίκτες κοντά του. Κοιτάζουν τον αριθμό του χαρτονιού. Το παιδί που θα βρει το μεγαλύτερο αριθμό στη διάρκεια της ανίχνευσης, μπαίνει εκείνο αρχηγός του παιχνιδιού και το διευθύνει.
Την αλεπού δεν μπορούν να την πιάσουν, ακόμα κι αν την προλάβουν. Αυτό γίνεται, όταν οι παίκτες δεν έχουν βρει όλα τα χαρτονάκια. Όταν τελειώσουν τα χαρτονάκια της αλεπούς, τρέχουν τα σκυλιά να την πιάσουν κι όταν την πιάσουν, τελειώνει το παιχνίδι.
Το λιοντάρι
Το παιχνίδι αυτό παίζεται με πολλά παιδιά και το προτιμούν τα κορίτσια.
Σχηματίζονται δυο σειρές, που η μια έχει δύο κορίτσια και η άλλη 5 – 7.
Ένα από τη σειρά με τα δυο κορίτσια λέει στις άλλες:
– Πολλές πέρδικες που ‘χεις εσύ κι εγώ καμιά δεν έχω.
Μια από τη σειρά με τα 5 κορίτσια απαντά:
– Αν έχω κι αν δεν έχω, σένα δε σου δίνω.
– (Το ένα): Θα στείλω το λιοντάρι μου να ‘ρθει ν’ αρπάξει μια
– (Το άλλο): Για στείλε το, για στείλε το
κλοτσιές που θε να φάει…
Τότε, βγαίνει από τη γραμμή των δύο κοριτσιών η μία και προσπαθεί τρέχοντας να σπάσει τα χέρια της σειράς των πέντε κοριτσιών και να πάρει ένα.
Αυτό επαναλαμβάνεται, ώσπου η ομάδα που έχει δυο κορίτσια να κατορθώσει να πάρει όλα της άλλης ομάδας.
Σχοινάκι
Παίζουν όσα παιδιά θέλουν, αλλά όχι πάρα πολλά. Δύο παιδιά βγαίνουν έξω και γυρνάν το σχοινάκι. Τα υπόλοιπα παιδιά πηδούν. Όποιο μπερδευτεί στο σχοινάκι, χάνει, βγαίνει έξω και γυρνάει το σχοινί. Ο άλλος που γυρνούσε, μπαίνει μαζί με τα άλλα παιδιά και έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται.
Συμεών Σαββίδης - Γύρω γύρω όλοι
Γύρω-γύρω όλοι
Υπήρχε και εκπομπή με παρουσιαστή τον Γιάννη Ζουγανέλη με αυτό τον τίτλο. Παιχνίδι που μαθαίνει κανείς από το νηπιαγωγείο. Τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο και βάζουν το πιο μικρό στη μέση. Ύστερα πιάνονται από τα χέρια και γυρίζουν τραγουδώντας: «Γύρω-γύρω όλοι-Στη μέση ο Μανόλης-Χέρια, πόδια στη γραμμή-Όλοι κάθονται στη γη!». Με το που ακούγεται η φράση: «όλοι κάθονται στη γη», όλοι κάθονται και τεντώνουν τα πόδια τους προς το κέντρο. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο «Μανώλης».
Κόκκαλο - Ξεκόκκαλο
Κάποιος μετράει από το 1 μέχρι το 10 και αρχίζει να κυνηγάει τα άλλα παιδιά. Αν προσπαθήσει να πιάσει ένα παιδί, το παιδί αυτό πρέπει να πει κόκαλο και να μείνει ακίνητο για να μη το πιάσει. Το παιδί αυτό μένει ακίνητο μέχρι κάποιο από τα άλλα παιδιά το ακουμπήσει, λέγοντας ξεκόκκαλο.
Το παιδί που θα πιαστεί τελικά είναι και αυτό που θα είναι ο κυνηγός στον επόμενο γύρο.
Ήλιος ή βροχή
-Όταν επρόκειτο να δημιουργηθούν δύο ομάδες για κάποιο παιχνίδι και για να διαλέξουν οι δύο αρχηγοί τους συμπαίκτες τους έπαιζαν το «ήλιος και βροχή» . Ο ένας αρχηγός παίρνει μια πλακίτσα (κομματάκι πλακερής πέτρας) τη φτύνει στη μια μεριά (όψη) και ρωτάει τον δεύτερο αρχηγό: Τι θέλεις, ήλιο ή βροχή; (άβρεχη ή βρεγμένη) κι εκείνος δηλώνει. Ο πρώτος ρίχνει στριφτά την πλακίτσα στον αέρα και πέφτει στη γη με τη μια όψη.
-Κερδίζει εκείνος που μάντεψε και έχει το πλεονέκτημα να διαλέξει πρώτος τους συμπαίκτες του.https://opaliouriotis.blogspot.com/
Η σβούρα
-Η σβούρα είναι ξύλινη σε σχήμα κώνου και στην κάτω άκρη έχει ένα μεταλλικό καρφί.
-Μπορεί να περιστραφεί με δύο τρόπους. Με ένα σχοινάκι που τυλίγεται γύρω - γύρω από τη σβούρα και τραβιέται απότομα ή στρίβοντας το κεφάλι της με τα δάκτυλα.
-Όποια σβούρα γυρίζει περισσότερη ώρα από τις άλλες είναι νικήτρια.
Σφεντόνα
-Ξύλινο, με πετσάκια και λάστιχο κλώνο ή σαμπρέλα. Επικίνδυνο και απαγορευμένο
,παιχνίδι που έφτιαχναν οι μεγαλύτεροι, αφού εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί πολύ σοβαρά εάν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες που εκτοξεύανε.
-Το χρησιμοποιούσαν για να κυνηγήσουν πουλιά, ιδίως στις διακοπές των Χριστουγέννων που τα σπουργίτια και άλλα γέμιζαν τις αυλές, άλλα και για να συναγωνιστούν στην σκοποβολή. Αρκετές φορές σπάζανε και κανένα τζάμι. !!!https://opaliouriotis.blogspot.com/
Τάκα-τάκα
,-Το παιχνίδι αυτό το αποτελούσαν δυο μεγάλες κοκάλινες μπίλιες που κρεμότανε με λεπτό σχοινάκι από ένα σιδερένιο κρίκο. Ο διαολεμένος θόρυβος που έκανε σε συνάρτηση με τα συχνά ατυχήματα που προκαλούσε, το έκανε γρήγορα απαγορευμένο παιχνίδι.
Κότσι ή Σγρουμπάτσι:
Αυτό δεν ήταν παρά ένα κόκαλο από την άρθρωση ζώου, με τέσσερις χαρακτηριστικές πλευρές. Το έριχνες και ανάλογα με το ποια πλευρά έμενε όρθια αναλάμβανες και τον αντίστοιχο ρόλο: «Βασιλιάς» (που παρέμενε μέχρι κάποιος άλλος να φέρει το ίδιο και που έδινε τις εντολές των τιμωριών), «Σγρουμπάτσι» (αυτός που έδερνε ή τελοσπάντων εκτελούσε τις τιμωρίες), «Λίμπα» (ούτε κρύο, ούτε ζέστη, ουδέτερη ριξιά) και «Γάιδαρος» (δηλαδή ο υφιστάμενος τις τιμωρίες, εν ολίγοις ο λαός). Διδακτικό παιχνίδι, γιατί το κότσι ήταν έτσι φτιαγμένο που 7-8 φορές στις 10 ερχόταν «Γάιδαρος». Άπονη ζωή!
Τα σκλαβάκια
Αφού χωριστούν σε δυο οµάδες, χαράζουν µια γραµµή µπροστά από κάθε οµάδα, σχηµατίζοντας έτσι µια διαχωριστική ζώνη ανάµεσά τους.
Στόχος του παιχνιδιού είναι να «σκλαβώσουνε» όλους τους αντιπάλους , γι’ αυτό βγαίνει ένας παίκτης µπροστά από τη γραµµή και τους προκαλεί να τον κυνηγήσουν.
Το βασικό στοιχείο αυτού του παιχνιδιού είναι ότι όποιος παίκτης βγαίνει αργότερα, έχει το πλεονέκτηµα απέναντι
σ’ αυτούς που βγήκαν πριν απ’ αυτόν κι εποµένως µμπορεί να τους «σκλαβώσει».
Έτσι, λοιπόν, όταν έβγαινε από την απέναντι οµάδα κάποιος για να κυνηγήσει αυτόν που βγήκε πρώτος, έτρεχε κάποιο άλλο παιδί από την οµάδα του για να τον προστατέψει κι αν µπορέσει να πιάσει«σκλάβο» τον αντίπαλο.
Φυσικά και οι παίκτες της άλλης οµάδας έτρεχαν να προστατέψουν τον παίκτη τους και έτσι κάθε φορά κάποιος άλλος έχει το πλεονέκτηµα.
Αν κάποιος επέστρεφε στη γραµµή της οµάδας του, µμπορούσε να ανανεώσει τη δύναµή του, κερδίζοντας το πλεονέκτηµα απέναντι στους αντιπάλους του.
Όταν κάποιος πιαστεί «σκλάβος», τον βάζουµε στη γραµµή µπροστά από την περιοχή µας.
Στόχος των αντιπάλων είναι να τον ελευθερώσουν, ακουµπώντας τον χωρίς όµως να πιαστούν οι ίδιοι.
Όποια οµάδα έπιανε όλους τους αντίπαλους «σκλάβους» ήταν η νικήτρια.
Ένα λεπτό κρεμμύδι γκέο βαγκέο
Κοριτσάκια 6-10 ετών Πανελλήνιο
Χωρίζονται σε 2 ισάριθμες ομάδες και πιάνονται απ’ τα χέρια στέκοντας η μια αντικριστά απ’ την άλλη, σε μια απόσταση ως 10 βήματα. Ύστερα η πρώτη ομάδα (Α) αρχίζει να προχωρεί προς τη δεύτερη (Β), τραγουδώντας:
Α- Ένα λεπτό κρεμμύδι γκέο βαγκέο,
Ένα λεπτό κρεμμύδι φράνσε βαγκέο!
(Τώρα η Α γυρίζει πίσω)
Β- Τι να το κάνω το λεπτό γκέο βαγκέο
Τι να το κάνω το λεπτό, φράνσε βαγκέο
(Προχωρεί η Β και γυρίζει πίσω)
Α- Μ’ αυτό το ένα το λεπτό παντρεύουμε τη Νίτσα
(ένα από τα κορίτσια της Β)
Β- Και ποιόν θα της εδώσετε γκέο βαγκέο
Και ποιόν θα της εδώσετε φράνσε βαγκέο
Α- Της δίνουμε έναν κυνηγό γκέο βαγκέο
Της δίνουμε έναν κυνηγό φράνσε βαγκέο
Β- Αυτόνε δεν τον θέλουμε γκέο βαγκέο
Αυτόνε δεν τον θέλουμε φράνσε βαγκέο
Α- Της δίνουμε έναν… (προτείνουν διάφορους γαμπρούς)
Β- Αυτόνε δεν τον θέλουμε γκέο βαγκέο
Αυτόνε δεν τον θέλουμε φράνσε βαγκέο
Α- Της δίνουμε το βασιλιά γκέο βαγκέο
Της δίνουμε το βασιλιά φράνσε βαγκέο
Β- Αυτόνε τον εθέλουμε γκέο βαγκέο
Αυτόνε τον εθέλουμε φράνσε βαγκέο.
Τοιμάστε τα προικιά της και τα χαλκώματά της
Και τα μαχαιροπήρουνα, τ’ ασημοκούταλά της.
Με τον τελευταίο στίχο το κοριτσάκι, που ονομάζεται Νίτσα, πηγαίνει αντίκρυ, οπότε η σειρά Α πηγαίνει προς τη Β τραγουδώντας:
Α- Σας πήραμε, σας πήραμε μια όμορφη κοπέλα
Β- Μας πήρατε, μας πήρατε μια παλιοκατσιβέλα
Α- Σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί κωσταντινάτο
Β- Μας πήρατε, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!
Στο διάστημα και του πρώτου και του δεύτερου διαλόγου, οι 2 ομάδες προχωρούν η μια προς την άλλη, τραγουδώντας, περί τα 3 βήματα κι ύστερα στον δεύτερο στίχο κάνουν 3 βήματα πίσω, κάθε μια με τη σειρά της.
Το παιχνίδι τελειώνει είτε με το να πάνε τόσα παιδιά της Α στη Β, ώστε σχεδόν να διαλυθεί η σειρά είτε μετά το πρώτο ή το δεύτερο παιδί, ν’ αλλάξουν σειρά η Α με τη Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου