Φωτογραφία : Λία Σιώμου
Osama Esber, born in Jableh, Syria, is a widely published author of poetry and short stories, as well as a major translator of English writings into Arabic. He is also an editor for the Arab Studies Institute’s Tadween Publishing house and a host of Status, Jadaliyya’s audio-visual podcast. The poem was translated by Osama Esber from its English version, back in 2015, and has been presented on Jadaliyya, (an e-zine, or electronic magazine )
Following are, first the Poem in Arabic translated by Osama Esber, second the poem in English translated by me , and last the poem in it’s original form, in Greek, as written by me.
Jadaliyya
ON THE CHESAPEAKE SHORES
Abandoned little house on the Chesapeake shores
The wind blowing through the wooden, rotten shutters
The sea breeze softly blending with the dust
Covering the few furniture pieces remaining.
Innocent dreams of our youth still filling the deserted rooms.
Abandoned little house under the tall pines
Whispering to the wind memories
Somehow forgotten in the deep past.
Cherished memories of children voices
Words of love, laughter and joy.
Forgotten, forgotten or not?
Just faded by the years, diminished
Under shadows of sorrow or despair.
Come to me dreams of youth
Still breathing alive as long as my heart beats.
Words spoken, promises given
All faded but not forgotten
Whispering still in the empty rooms
Traveling far over the deep waters
Under the moon dust of the sweet summer night
Far, to reach my solitude.
Come to me innocent dreams of youth
Console this empty nest with the warmth of your memories.
Listen; listen to the whispers abandoned heart.
Remember the scent of the abundance of honeysuckle
Under the loved pines, walk the paths covered
With thick layers of pine needles
And broken pieces of sea shells.
Remember the baby blanket drying in the sun
Babies talk and laughter around blooming azaleas
Under flower covered dogwood and myrtle trees.
The heavy summer rains seeping in
Soaking the red sandy earth
The sun rays gleaming gloriously through the pines
Glorifying the wet land.
Cut fresh branches from the holy tree
Adorning the long shut front door
And spread the red berries all around
The spent ashes of the hearth.
Giving holiness and fire to the lost past.
Winds from the Chesapeake
Bring me back the white seagulls
White and innocent like our dreams.
Glorious sun rays after the rain
Find your ways through the broken shutters
Raise the dust and the shadows of the past
Blend with the mind, bring alive
The sweet, forgotten memories.
Winds of the Chesapeake swirl swirl
Dance with me in this emptiness of desertion
Remember, remember my heart
The innocent dreams of youth
Lia Siomou
November 15, 2008
ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ CHESAPEAKE
Αδειανό μικρό μου σπίτι στις ακτές του Chesapeake
Με τον άνεμο να κτυπά αλύπητα
τα ξύλινα τα παραθύρια
Την αύρα της θάλασσας να σμίγει απαλά με την σκόνη
που χρόνια καλύπτει τ’ απομένοντα λιγοστά έπιπλα
Και με τ’ αγνά της νιότης μας όνειρα να τριγυρνούν
αόρατα στ’ άδεια της εστίας της πρώτης μας δώματα..
Εγκαταλελειμμένο της νιότης μας σπίτι
κάτω απ΄ τα πανύψηλα πεύκα
που ψιθυρίζουν αναμνήσεις στον άνεμο
Αναμνήσεις λησμονημένες, κάπως σβησμένες
στην ομίχλη του παρελθόντος.
Θύμισες αγαπημένες από φωνές παιδιών
από λόγια αγάπης, γέλια, χαρές
Λησμονημένες άραγε της περασμένης ζωής αναμνήσεις;
Μάλλον όχι, μάλλον αμυδρές,
χλωμές απ’ τα χρόνια που διάβηκαν
Κάπως μπλεγμένες με σκιές θλίψης, πικρίας
Ελάτε σε μένα της νιότης μου όνειρα
που ζείτε στον νου όσο η καρδιά μου χτυπά
Λόγια ειπωμένα, υποσχέσεις δοσμένες
όλα αμυδρά μα για μένα αξέχαστα
Με τους ψιθυρισμούς σας γεμίστε
τα άδεια τα δώματα, με την πνοή σας ταξιδέψτε μακριά
Πάνω απ’ τα νερά τα βαθειά
κάτω απ’ την φεγγαρόσκονη
της γλυκιάς νύχτας του καλοκαιριού
Μακριά, να ’ρθείτε κοντά μου
την πικρή μοναξιά μου να βρείτε
Κοντά μου ελάτε αγνά της νιότης μου όνειρα
νανουρίστε με, στην άδεια τωρινή μου φωλιά
με την θαλπωρή, την ζεστασιά που κρατάτε.
Άκουσε… τους ψιθύρους άκουσε μοναχική μου καρδιά
Θυμήσου το άρωμα απ την αφθονία του αγιοκλήματος
κάτω απ’ τ’ αγαπημένα μου πεύκα
Πάρε τα μονοπάτια που πευκοβελόνες καλύπταν
και τα σπασμένα, λιωμένα κελύφη
των οστρακιών του Chesapeake
Θυμήσου την παιδική κουβερτούλα που στέγνωνε στον ήλιο
τις κουβέντες τις παιδικές, τ’ αμέριμνα παιδικά γέλια
γύρω απ’ τις ανθισμένες πολύχρωμες αζαλέες,
κάτω απ’ τις ολάνθιστες κρανιές, τις ρόδινες μυρτιές
Οι βαριές βροχές των καλοκαιρινών ημερών
να εισδύουν βαθιά, να μουσκεύουν την κόκκινη αμμώδη γη
Οι ηλιαχτίδες θαμβωτικές να διαπερνούν
μέσ’ απ’ τις βελόνες των πεύκων
ν’ αγκαλιάζουν σε δόξα την μουσκεμένη γη.
Κόψε φρέσκα κλαδιά απ’ τον πρίνο
που χρόνια στολίζει την σφραγισμένη πια πόρτα
και σκόρπισε τα κόκκινα μούρα του ολόγυρα
στις σβησμένες του τζακιού τις στάχτες
Να φέρουν θαρρείς αγιοσύνη και φλόγα
στο σβησμένο στην λήθη της ζωής παρελθόν.
Ανέμοι φερμένοι απ τον Chesapeake
φέρτε μου πίσω τους άσπρους μου γλάρους
λευκούς, αγνούς σαν τα πρώτα μου όνειρα
Δοξαστικές του ήλιου ακτίνες μετά την βροχή
βρείτε τον δρόμο σας μεσ’ απ’ τα σάπια
του πρώτου σπιτιού παραθύρια
την σκόνη, τις σκιές του παρελθόντος σηκώστε
Μπείτε στον νου μου, και ζωντανές
τις γλυκές αναμνήσεις μου φέρτε.
Ανέμοι του Chesapeake, στριφογυρίστε..
Στον νου μου στροβίλους γυρίστε, χορέψτε μαζί μου
στο άδειο της τωρινής εγκατάλειψης
Θυμήσου, θυμήσου καρδιά μου
τ’ άσπιλα όνειρα της νιότης
Λία Σιώμου
15 Νοεμβρίου 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου