Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

Lia Siomou : My Poem On the Chesapeake Shores translated to Arabic by the Syrian poet Osama Esber.

 

Φωτογραφία : Λία Σιώμου 


Osama Esber, born in Jableh, Syria, is a widely published author of poetry and short stories, as well as a major translator of English writings into Arabic. He is also an editor for the Arab Studies Institute’s Tadween Publishing house and a host of Status, Jadaliyya’s audio-visual podcast.  The poem was translated by Osama Esber from its English version, back in 2015, and has been presented on Jadaliyya, (an e-zine, or electronic magazine )

Following are,  first the Poem in Arabic translated by Osama Esber, second the poem in English translated by me , and last the poem in it’s original form, in Greek, as written by me.

 

Jadaliyya


ولدت الشاعرة ليا سيومو ونشأت في أثينا، اليونانتخرجت من جامعة أثينا بعد أن حصلت على إجازة في الكيمياء وهاجرتْ إلىالولايات المتحدة حيث أكملتْ دراساتها في جامعة ميشغيان ستيت وحصلت على شهادة الماجستير في الكيمياء البيولوجيةوعملتكباحثة في كل من جامعة ميشيغان ستيت وفي جامعة إفانستون في ولاية إيلينوي.
عملت ليا سيومو أيضاً كعالمة لمدة 18 عاماً في وزارة الطاقة في مخبر أرغون القومي، في ضواحي شيكاغو.
صدرت لها سبع مجموعات شعرية نشرتها أهم دور النشر اليونانية، وقد حققت لها هذا الدواوين مكانة مرموقة في الشعر اليونانيالحديث.
لحّن الموسيقار ثناسيس زرفا بعض قصائد ليا. وهي تحيي أمسيات متواصلة في شيكاغو، حيث أسست “الدائرة الأدبية الهيلينية”،التي تتألف من مجموعة من الكتاب والشعراء المعروفين من أصول يونانية. 
القصيدة التي قمنا بترجمتها إلى العربية مؤلفة باللغة الإنكليزية وقد خصّت بها الشاعرة “جدلية”. 


على شواطئ تشيسبيك

أيُّها المنزلُ الصغير المهجورُ على شواطئ تشيسبيك،
الريحُ تهبُّ عبْر المصاريع الخشبيّة المتعفّنة،
ونسائمُ البحر تختلط بخفّةٍ مع الغبار
مغطيةً قطعَ الأثاث القليلة المتبقية.
أحلامٌ بريئةٌ من شبابكَ
ما تزال تملأ الغرف الخالية
أيُّها المنزلُ الصغير المهجور،
تحت أشجار الصنوبر الباسقة،
تهمسُ للريح ذكرياتٌ
منسيّة في الماضي السحيق،
ذكرياتٌ عزيزة لأصوات أطفالٍ،
كلماتُ حبٍّ، ضحكٌ أو متعة.
سواء كنت منسياً أم لا،
فقد ذويتَ تحت ثقل السنين، وغلّفتْكَ العتمة،
بظلال الحزن أو اليأس.
ارجعي إليَّ يا أحلام الشباب،
أنت، يا من يتواصل نَفَسَك الحيُّ طالما يخفق قلبي.
إن الكلمات المنطوقة، والعهود المقطوعة
تلاشت كلها، غير أنَّ النسيان لم يقدر عليها.
فهي ما تزال تهمس في الغرف الفارغة
تسافر بعيداً فوق المياه العميقة
تحت غبار قمر ليلة صيفيّة عذبة،
بعيدة، بحيث لا تصل إلى عزلتي.
تعالي إليَّ يا أحلام الشباب البريئة،
امنحي، بدفء ذكرياتك، عزاء لهذا العشّ الفارغ.
أصْغي، أصْغي إلى همسات قلب مهجور.
تذكّري عِطْر صريمة الجَدْي الفوّارة بالأوراق،
تحت أشجار الصنوبر البهية، سيري على ممرات
مكسوة بطبقات سميكة من إبر الصنوبر
وقطع متكسّرة من أصداف بحرية.
تذكّري بطانية الطفل منشورةً في ضوء الشمس
أطفالاً يضحكون، والضحك حول أزهار الأزلية،
تحت أشجار القرانيا والآس المغطاة بالأزهار.
أمطار الصيف الغزيرة تتسرب إلى الداخل
تبلل الأرضية الرملية الحمراء،
فيما تتوهج أشعة الشمس بعظمةٍ عبر أشجار الصنوبر
ممجّدةً الأرض المبللة.
أغصانٌ طريةٌ مقطوعةٌ من الشجرة المقدسة،
تزيّن الباب الأمامي الذي أُغلق طويلاً،
وتنتشر حبات التوت الأحمر في كل مكان.
الرماد المستنفد للموقد
يمنح قداسة وناراً للماضي المفقود.
يا رياح تشيسبيك
أعيدي لي النوارس البيضاء،
البريئة كأحلامنا.
ويا أشعة الشمس الخلّابة بعد المطر
اعثري على طرقك عبر المصاريع المحطمة
ارفعي الغبار وظلال الماضي،
امتزجي مع الذهن، ابعثي من جديد إلى الحياة،
الذكريات العذبة، الجميلة.
يا رياح تشيسبيك دوري، دوري
ارقصي معي في فراغ الهجر
وتذكّرْ، 
تذكّر يا قلبي
أحلام الشباب البريئة.

[ترجمة أسامة إسبر

 

 

ON THE CHESAPEAKE SHORES


Abandoned little house on the Chesapeake shores

The wind blowing through the wooden, rotten shutters

The sea breeze softly blending with the dust

Covering the few furniture pieces remaining.

Innocent dreams of our youth still filling the deserted rooms.

 

Abandoned little house under the tall pines

Whispering to the wind memories

Somehow forgotten in the deep past.

Cherished memories of children voices

Words of love, laughter and joy.

Forgotten, forgotten or not?

Just faded by the years, diminished

Under shadows of sorrow or despair.

 

Come to me dreams of youth

Still breathing alive as long as my heart beats.

Words spoken, promises given

All faded but not forgotten

Whispering still in the empty rooms

Traveling far over the deep waters

Under the moon dust of the sweet summer night

Far, to reach my solitude.

Come to me innocent dreams of youth

Console this empty nest with the warmth of your memories.

Listen; listen to the whispers abandoned heart.


Remember the scent of the abundance of honeysuckle

Under the loved pines, walk the paths covered

With thick layers of pine needles

And broken pieces of sea shells.

Remember the baby blanket drying in the sun

Babies talk and laughter around blooming azaleas

Under flower covered dogwood and myrtle trees.

The heavy summer rains seeping in

Soaking the red sandy earth

The sun rays gleaming gloriously through the pines

Glorifying the wet land.


 Cut fresh branches from the holy tree

Adorning the long shut front door

And spread the red berries all around

The spent ashes of the hearth.

Giving holiness and fire to the lost past.

 

Winds from the Chesapeake

Bring me back the white seagulls

White and innocent like our dreams.

Glorious sun rays after the rain

Find your ways through the broken shutters

Raise the dust and the shadows of the past

Blend with the mind, bring alive

The sweet, forgotten memories.

Winds of the Chesapeake swirl swirl

Dance with me in this emptiness of desertion

 

Remember, remember my heart

The innocent dreams of youth


Lia Siomou

November 15, 2008 



ΣΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ CHESAPEAKE 


Αδειανό μικρό μου σπίτι στις ακτές του Chesapeake

Με τον άνεμο να κτυπά αλύπητα 

τα ξύλινα τα παραθύρια

Την αύρα της θάλασσας να σμίγει απαλά με την σκόνη

που χρόνια καλύπτει τ’ απομένοντα λιγοστά έπιπλα

Και με τ’ αγνά της νιότης μας όνειρα να τριγυρνούν 

αόρατα στ’ άδεια της εστίας της πρώτης μας δώματα..

 

Εγκαταλελειμμένο της νιότης μας σπίτι

κάτω απ΄ τα πανύψηλα πεύκα

που ψιθυρίζουν αναμνήσεις στον άνεμο

Αναμνήσεις λησμονημένες, κάπως σβησμένες

στην ομίχλη του παρελθόντος.

Θύμισες αγαπημένες από φωνές παιδιών

από λόγια αγάπης, γέλια, χαρές

 

Λησμονημένες άραγε της περασμένης ζωής αναμνήσεις;

Μάλλον όχι, μάλλον αμυδρές,

χλωμές απ’ τα χρόνια που διάβηκαν

Κάπως μπλεγμένες με σκιές θλίψης, πικρίας

 

Ελάτε σε μένα της νιότης μου όνειρα

που ζείτε στον νου όσο η καρδιά μου χτυπά

Λόγια ειπωμένα, υποσχέσεις δοσμένες

όλα αμυδρά μα για μένα αξέχαστα

Με τους ψιθυρισμούς σας γεμίστε

τα άδεια τα δώματα, με την πνοή σας ταξιδέψτε μακριά

Πάνω απ’ τα νερά τα βαθειά

κάτω απ’ την φεγγαρόσκονη

της γλυκιάς νύχτας του καλοκαιριού

Μακριά, να ’ρθείτε κοντά μου

την πικρή μοναξιά μου να βρείτε

 

Κοντά μου ελάτε αγνά της νιότης μου όνειρα

νανουρίστε με, στην άδεια τωρινή μου φωλιά

με την θαλπωρή, την ζεστασιά που κρατάτε.

Άκουσε… τους ψιθύρους άκουσε μοναχική μου καρδιά

Θυμήσου το άρωμα απ την αφθονία του αγιοκλήματος

κάτω απ’ τ’ αγαπημένα μου πεύκα

Πάρε τα μονοπάτια που πευκοβελόνες καλύπταν

και τα σπασμένα, λιωμένα κελύφη

των οστρακιών του Chesapeake

 

Θυμήσου την παιδική κουβερτούλα που στέγνωνε στον ήλιο

τις κουβέντες τις παιδικές, τ’ αμέριμνα παιδικά γέλια

γύρω απ’ τις ανθισμένες πολύχρωμες αζαλέες,

κάτω απ’ τις ολάνθιστες κρανιές, τις ρόδινες μυρτιές

 

Οι βαριές βροχές των καλοκαιρινών ημερών

να εισδύουν βαθιά, να μουσκεύουν την κόκκινη αμμώδη γη

Οι ηλιαχτίδες θαμβωτικές να διαπερνούν

μέσ’ απ’ τις βελόνες των πεύκων

ν’ αγκαλιάζουν σε δόξα την μουσκεμένη γη.

 

 Κόψε φρέσκα κλαδιά απ’ τον πρίνο

που χρόνια στολίζει την σφραγισμένη πια πόρτα

και σκόρπισε τα κόκκινα μούρα του ολόγυρα

στις σβησμένες του τζακιού τις στάχτες

Να φέρουν θαρρείς αγιοσύνη και φλόγα

στο σβησμένο στην λήθη της ζωής παρελθόν.

 

Ανέμοι φερμένοι απ τον Chesapeake

φέρτε μου πίσω τους άσπρους μου γλάρους

λευκούς, αγνούς σαν τα πρώτα μου όνειρα

Δοξαστικές του ήλιου ακτίνες μετά την βροχή

βρείτε τον δρόμο σας μεσ’ απ’ τα σάπια

του πρώτου σπιτιού παραθύρια

την σκόνη, τις σκιές του παρελθόντος σηκώστε

Μπείτε στον νου μου, και ζωντανές

τις γλυκές αναμνήσεις μου φέρτε.

 

Ανέμοι του Chesapeake, στριφογυρίστε..

Στον νου μου στροβίλους γυρίστε, χορέψτε μαζί μου

στο άδειο της τωρινής εγκατάλειψης

 

Θυμήσου, θυμήσου καρδιά μου

τ’ άσπιλα όνειρα της νιότης


Λία Σιώμου

15 Νοεμβρίου 2008

 

 

 










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου