Χρήστος Ν. Κουκουσούρης : Σκιρτήματα του νου κρυμμένα στις Σκιές
Εκδόσεις:Βεργίνα
Ημερομηνία Έκδοσης:27/7/2018
Είδος : Ελληνική ποίηση
Σελίδες:144
ISBN : 13: 9786185215705
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Πάντα οι σκιές προδίδουν πηγές φωτός.
Δώσε μου το χέρι σου κι ας περπατήσουμε μαζί
το φωτεινό μονοπάτι των Σκιών.
☀ 〰☀
Ο,ΤΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ.
Γυμνώσανε οι ώρες,
ντυθήκανε χρόνια
πως τάχα μεγάλωσαν,
μα μένουν στιγμές…
Εσύ ένα στιχάκι
που νοιώθεις τραγούδι,
μια λέξη σου λείπει
να γίνεις καημός.
Εγώ της ψυχής σου
λειαίνω την άκρη
σαν πέφτει το δάκρυ
να μην πληγωθείς.
Λιμνούλα στον κάμπο
που θάλασσα νοιώθεις,
τα φύλλα που πέφτουν,
για πλοία περνάς.
Ω! πάθος του κόσμου
ω! φύση οργή,
στα πόδια μου θέλω
να σκύψει όλη η Γη.
Κι εσύ φεγγαράκι
είσαι ήλιος νομίζεις,
τη νύχτα φωτίζεις
και νοιώθεις θεός.
.
Κι εγώ με μια πένα
και λίγες σελίδες,
δηλώνω πως είμαι,
κοτζάμ ποιητής…
☀ 〰☀
ΣΕ ΓΥΡΕΥΩ. (Ανάπαιστος)
Σε γυρεύω στου κόσμου τ’ ανεξίτηλο χρώμα
σ’ ανοξείδωτα λόγια που η σκουριά τ’ απωθεί
μου ‘χες πει πως αιώνια, (όπως είναι το χώμα,
το λουλούδι του κάμπου και του βράχου η υφή),
μ’ αγαπάς, δυνατά με ψυχή και με σώμα,
που ριγά με την σκέψη κι η καρδιά μου ποθεί.
Μα σωπαίνεις με φόβο μην ταράξει η γαλήνη
χαραγμένη που βλέπεις στου προσώπου ρωγμή
με μαγεύει η μορφή σου με σκλαβώνει η σαγήνη
των ματιών, (αν δεν πνίγουν της ψυχής οι λυγμοί)
σαν σμαράγδια που σμίγουν σε μια εξαίσια δύνη
χορευτή, μπαλαρίνας, σε θεάτρου σκηνή.
Σε γυρεύω τα βράδια που ο ήλιος διπλώνει
κι η σκυτάλη, στα χέρια της νυχτιάς που ακλουθεί,
στο φεγγάρι που λειψό σαν ατίθασο πόνι
σταθερό στην γραμμή του δίχως κάποια στροφή,
να βρεθούμε για λίγο αγάπη μου μόνοι,
να σε νοιώσω, ν’ ακούσω, της ψυχής μου τροφή.
Τόσο χρόνο που ξόδεψες για μια αγάπη, που αλήθεια
δεν την έζησα ως έπρεπε κι η καρδιά μου απαιτεί
ναυτικός σε γκαζάδικα μου ‘χει γίνει συνήθεια
που η ελπίδα ριζωμένη στον αφρό με κρατεί,
ν’ αγναντεύω ορίζοντες κι η λαχτάρα ως τα βύθια
……………………………………..του είναι μου,
να μου γνέφει και βρίζοντας να με λέει κιοτή.
☀ 〰☀
Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Φορούσες το γαλάζιο σου, στο χρώμα του ουρανού,
κορδέλα σκούρα πράσινη δεμένη στα μαλλιά σου,
στο χέρι χάντρα θαλασσιά για το κακό το μάτι,
φαινόσουνα ανήσυχη σαν να ζητούσες κάτι,
κάποιον που πριν από καιρό χάρισες τα φιλιά σου,
κάτω απ’ το φως του δειλινού, στην άκρη του σταθμού.
Τα δειλινά της προσμονής, ατέλειωτοι χειμώνες,
κρατιόσουνα στην κουπαστή το βλέμμα σου αφημένο
στα φώτα, που αργοχάνονταν στου ορίζοντα την άκρη,
στα καστανά ματάκια σου, εχάραξε ένα δάκρυ
κι ένα αμυδρό χαμόγελο αχνό, ζωγραφισμένο,
πληγώθηκες και τα λεπτά σου φαίνονταν αιώνες.
η σκέψη σου ταξίδευε με της βροχής τον ήχο,
σ’ ένα αστεράκι, που συχνά ‘βλεπες τα κρύα βράδια
καρφιτσωμένο στον καμβά της νύχτας που κοιμάται
για όρκους αγάπης που έδωσε και τώρα δεν θυμάται,
για ένα χαμένο έρωτα, κάποια φιλιά και χάδια
και σου ξυπνούσε θύμισες κι ένα θλιμμένο στίχο.
Μην τον κακίζεις, η φυγή ειν’ πλανεύτρα θεατρίνα,
συχνά, νερό της λησμονιάς ποτίζει τους ανθρώπους
και χάνονται, μπερδεύονται και λησμονούν το λόγο,
λευτέρωσε από μέσα σου το βάσανο, το φόβο,
έχει η ζωή την δύναμη, πάντοτε βρίσκει τρόπους,
η αγκαλιά σου θα γευτεί και πάλι αγάπης κρίνα.
☀ 〰☀
Επιλογές 28/02/2015
Εγώ γεννήθηκα για τα απλά,
για τα μικρά, τα ταπεινά και τα φθαρμένα.
για τα μεγάλα, τα άπιαστα τα ακριβά,
τ’ αφήνω για άλλους.
☀ 〰☀
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΛΟΓΟΥ
Νόμισες πως τα πράγματα ειν’ εύκολα για σένα,
μα φράχτες γύρο σου έστησε η άδεια σου ζωή,
λόγια που δεν ξεστόμισες που ήταν ειπωμένα,
τα σκόρπισε ο άνεμος με μια απαλή πνοή.
Εσύ στο περιθώριο παραπομπή του λόγου,
μοιάζεις βιβλίο ολάκερο στο φως της ιστορίας,
πονούν τα μάτια, θέατρο μοιάζει του παραλόγου
στις πλάτες σου να κουβαλάς το βάρος της απουσίας.
Λίθος μονήρης, γίγαντας, κόντρα στις εξουσίες
που σου άρπαξαν τα όνειρα, σ’ έθαψαν στη σιωπή,
και λόγο είχες και φωνή και ηθικές αξίες,
όμως μια νύχτα χάθηκαν στη λήθη, στη βροχή.
Πολέμαρχοι μηδενιστές με όπλο τους τον λόγο
που η αλήθεια κρύβεται, πίσω από ασπίδες νόμους,
κι αν τους ακούς πλανεύεσαι δεν τους προσάπτεις ψόγο,
φορτώνεσαι τα ψέματα στους πληγωμένους ώμους.
Η τέχνη της πολιτικής, το ψέμα να ‘ν η αλήθεια
τα παραμύθια, όνειρα για μια καλή πορεία
εσύ, αιώνιο σύμβολο βαστάζου, από συνήθεια,
που οι καιροί σε γέμισαν μ’ απάθεια και μωρία.
☀ 〰☀
ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ
Ένας παλιάτσος του λόγου είμαι εγώ
κρύβω λέξεις στο ψηλό μου καπέλο
απ’ τις τρίχες γεννάει το τσερβέλο
και την μνείαν του όχλου κυνηγώ.
Υποκλίνομαι σφόδρα στα πλήθη
και τα χέρια κουνάω με πάθος
η σκηνή που ποζάρω είναι λάθος
δεν ποιώ λόγου τέχνη και ήθη.
Κάτι ατάκες σχεδιάζω και λέω
μα το γέλιο που βγαίνει, στυφό
όταν κλαίνε μαζί μου, γελώ,
μα πονάω, που γελούν όταν κλαίω.
Με στιχάκια που κάνουνε ρίμα
ξεφουρνίζω πικαντίκ ιστορίες
δεν γελούν και γεννούν απορίες,
δεν τις πιάνουνε όλες, τι κρίμα…
Το καπέλο μου άδειο και πόνοι…
τα παπούτσια στενά και οι κάλοι
σχοινοβάτη με κάνουν, χαμάλη,
νοιώθω μόνος και σεις τόσο μόνοι.
Στους παλιάτσους που γέννησ’ η χώρα
σαν παλιάτσος την ζωή μου αφήνω
ως παλιάτσους δεν μπορώ να σας κρίνω
πάει κι η τέχνη που είχα ως τα τώρα.
Δεν γελάω κι ας με λέω παλιάτσο,
κριτική στα κουσούρια μου κάνω,
η ζωή μου ολισθαίνει, την χάνω,
‘πο μια χούφτα παλιάτσων, ένα μάτσο.
Ανάπαιστος με σταυρωτή ομοιοκαταληξία.
☀ 〰☀
ΕΡΗΜΟΣ
Δεν είμαι εκεί που η γης φαιά, στενάζει διψασμένη,
σαν μήτρα που καρπό ζητάει μ’ αγάπη να γεννήσει,
που ό άνεμος σαθρή στεγνή φέρνει μια στείρα σκόνη,
πουλιά, ζουζούνια, μέλισσες, δεν βλέπεις να πετάνε.
Δεν είμαι εκεί που ολόλευκη, απέραντη και ξένη
που ούτε βουνά, ούτε ποταμοί, όλα μονάχα πάγος,
κάτι πουλιά ασπρόμαυρα που περπατούν με τάξη
να φθάσουν ως την θάλασσα με ψάρια να θραφούνε
Δεν είμαι εκεί που η υγρασία στην τροπική τη ζώνη
τα δένδρα που πανύψηλα σαν τους ουρανοξύστες
η ζέστη ανυπόφορη σαν έρθουν ξηρασίες
και ζώα που ευπροσάρμοστά αντέχουν στις συνθήκες.
Είμαι εκεί που ευλόγησαν θεοί την κάθε πέτρα
λίμνες, ποτάμια και βουνά κι εύφορες πεδιάδες
που ό ήλιος ανεμπόδιστος ζεσταίνει ότι στο διάβα
κι οι ακρογιαλιές πανέμορφες σε θέλγουν να βουτήξεις.
Είμαι εκεί που οι άνθρωποι δεν έμαθαν να βλέπουν
πίσω απ’ τ’ ασήμαντο δενδρί που υπάρχει ένα δάσος
πίσω από λέξη ταπεινή, πύρινος τρέχει λόγος
πίσω από μιάν υπόσχεση, σέρνεται ατόφιο ψέμα.
Είμαι εκεί που εύκολα παράδεισος λογιέται,
ην όμως κόλαση σωστή σαν πίνακας του Δάντη
που κάτι ασήμαντοί μικροί, της τάξης τυχοδιώκτες
άλωσαν ότι απέμεινε από τους λαοπλάνους.
☀ 〰☀
ΓΙΕ ΜΟΥ ΜΕΙΝΕ
Πως πονάνε οι λέξεις και τα λόγια αφήνουν αμυχές στην ψυχή
το σκοτάδι, της νύχτας μαύρο νυφικό που τον πόνο σου κρύβει
μία βάρκα σε πάει το ποτάμι διαβαίνεις με μια σκέψη ρηχή
τον κόσμο ν’ αφήσεις να παλέψεις δεν θέλεις στη ζωή που σε στύβει.
Πως πονάει η αδιάφορη στάση του κόσμου που ζεις και ματώνεις
πως πονάει ο κόσμος με δικά του προβλήματα που δεν έχουνε λύση
τόσα βλέμματα άδεια στο κενό όπως κοιτάζουν μια κόλαση βιώνεις
τα παιδιά σου ταξίδι ετοιμάζουν με κομμένα φτερά προς τη δύση.
Τόσα όνειρα πλάνα ( σε πατρίδα σκληρή ) με πτυχία σε τοίχους
η δουλειά που ο καθένας θα μπορεί ν’ ακουμπάει πολυτέλεια είναι,
μια θηλιά κι η κραυγή τους που χάνεται με’ στης νύχτας τους ήχους
η κραυγή του γονιού με ένα δάκρυ ικεσία που σου λέει γιέ μου μείνε.
Πόση ευθύνη να κρύβει η φράση ‘’γιέ μου μείνε’’ που ξεστόμισα τώρα
πόση αγάπη κι ελπίδα τόσα ψέματα που είπαν μήπως είναι αλήθεια
ένα όνειρο τάχα, εφιάλτης πως ήταν μια απρόσμενη μπόρα
και ουράνια τόξα το σημάδι να δώσουν όπως είναι η συνήθεια.
Πως ν’ αντέξεις τον πόνο που ανάλγητοι δίνουν με μαστίγια νόμους
στον ορίζοντα πώς να σταθείς ν’ ατενίσεις το μέλλον μ’ ελπίδα
με κουράγιο και χέρια γυμνά να χαράξεις ζωής νέους δρόμους
κάτι τζάκια πληγές να γκρεμίσουν, για να δει πάλι φως η πατρίδα.
Ανάπαιστος 19σύλλαβος στίχος με πλεχτή ομοιοκαταληξία.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
{.....}
Ένα βιβλίο που μέσα του συνάντησα την αγάπη και την μοναξιά, την ξενιτιά και τα όνειρα, το παράπονο και την χαρά. Αλλά και σκέψεις που σε τίποτε δε διαφέρουν από εξομολογήσεις. Όλα τους πλασμένα με λέξεις όμοιες με φάρους, που φωτίζουν τις αλήθειες και τα λάθη της ζωής μας. Φάρους, όπως το ομώνυμο ποίημα της συλλογής. Εκεί που ο δημιουργός μας εξομολογείται πως:
Ζωγράφισα στην άκρη του φάρο μικρό π’ ανθίζει
και οδηγεί ταξιδευτές και πλοία στο λιμάνι
κι όσο κι αν φαίνεται μικρός, καθώς το φως γυρίζει
σκορπάει ελπίδες ως εκεί, όπου το μάτι φτάνει 1
Άλλοτε ο ποιητής μοιράζεται μαζί μας και το παράπονο όσων αναγκάζονται ν’ αγναντεύουν την πατρίδα από μακριά, ως:
...λιμάνι αγαπημένο
παλεύοντας στα κύματα με φθισικούς αγέρες
να χάνομαι στο άγνωστο, μα πάντα εδώ να μένω
σ’ αναπολώ στα ύστερα
την μέρα, την άχραντη του γυρισμού
στον τόπο που μ’ αρνήθηκε και μ’ έδιωξε για αλλού... {...}
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ : https://www.koukidaki.gr/
Κοπιάσαμε πολύ
να φθάσουμε ώς την αφετηρία
κι είναι πολλά τα στάδια που πρέπει να διαβούμε.
Μη φαντασθείς
στόχος δεν ήτανε ποτέ
εκείνη του τερματισμού η γραμμή.
Στόχος είναι τα θαύματα
που μοιραία θ' απαντήσουμε
στην αέναη ροή του χρόνου.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
Δώσε μου το χέρι σου κι ας περπατήσουμε μαζί
το φωτεινό μονοπάτι των Σκιών.
☀ 〰☀
Ο,ΤΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ.
Γυμνώσανε οι ώρες,
ντυθήκανε χρόνια
πως τάχα μεγάλωσαν,
μα μένουν στιγμές…
Εσύ ένα στιχάκι
που νοιώθεις τραγούδι,
μια λέξη σου λείπει
να γίνεις καημός.
Εγώ της ψυχής σου
λειαίνω την άκρη
σαν πέφτει το δάκρυ
να μην πληγωθείς.
Λιμνούλα στον κάμπο
που θάλασσα νοιώθεις,
τα φύλλα που πέφτουν,
για πλοία περνάς.
Ω! πάθος του κόσμου
ω! φύση οργή,
στα πόδια μου θέλω
να σκύψει όλη η Γη.
Κι εσύ φεγγαράκι
είσαι ήλιος νομίζεις,
τη νύχτα φωτίζεις
και νοιώθεις θεός.
.
Κι εγώ με μια πένα
και λίγες σελίδες,
δηλώνω πως είμαι,
κοτζάμ ποιητής…
☀ 〰☀
ΣΕ ΓΥΡΕΥΩ. (Ανάπαιστος)
Σε γυρεύω στου κόσμου τ’ ανεξίτηλο χρώμα
σ’ ανοξείδωτα λόγια που η σκουριά τ’ απωθεί
μου ‘χες πει πως αιώνια, (όπως είναι το χώμα,
το λουλούδι του κάμπου και του βράχου η υφή),
μ’ αγαπάς, δυνατά με ψυχή και με σώμα,
που ριγά με την σκέψη κι η καρδιά μου ποθεί.
Μα σωπαίνεις με φόβο μην ταράξει η γαλήνη
χαραγμένη που βλέπεις στου προσώπου ρωγμή
με μαγεύει η μορφή σου με σκλαβώνει η σαγήνη
των ματιών, (αν δεν πνίγουν της ψυχής οι λυγμοί)
σαν σμαράγδια που σμίγουν σε μια εξαίσια δύνη
χορευτή, μπαλαρίνας, σε θεάτρου σκηνή.
Σε γυρεύω τα βράδια που ο ήλιος διπλώνει
κι η σκυτάλη, στα χέρια της νυχτιάς που ακλουθεί,
στο φεγγάρι που λειψό σαν ατίθασο πόνι
σταθερό στην γραμμή του δίχως κάποια στροφή,
να βρεθούμε για λίγο αγάπη μου μόνοι,
να σε νοιώσω, ν’ ακούσω, της ψυχής μου τροφή.
Τόσο χρόνο που ξόδεψες για μια αγάπη, που αλήθεια
δεν την έζησα ως έπρεπε κι η καρδιά μου απαιτεί
ναυτικός σε γκαζάδικα μου ‘χει γίνει συνήθεια
που η ελπίδα ριζωμένη στον αφρό με κρατεί,
ν’ αγναντεύω ορίζοντες κι η λαχτάρα ως τα βύθια
……………………………………..του είναι μου,
να μου γνέφει και βρίζοντας να με λέει κιοτή.
☀ 〰☀
Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Φορούσες το γαλάζιο σου, στο χρώμα του ουρανού,
κορδέλα σκούρα πράσινη δεμένη στα μαλλιά σου,
στο χέρι χάντρα θαλασσιά για το κακό το μάτι,
φαινόσουνα ανήσυχη σαν να ζητούσες κάτι,
κάποιον που πριν από καιρό χάρισες τα φιλιά σου,
κάτω απ’ το φως του δειλινού, στην άκρη του σταθμού.
Τα δειλινά της προσμονής, ατέλειωτοι χειμώνες,
κρατιόσουνα στην κουπαστή το βλέμμα σου αφημένο
στα φώτα, που αργοχάνονταν στου ορίζοντα την άκρη,
στα καστανά ματάκια σου, εχάραξε ένα δάκρυ
κι ένα αμυδρό χαμόγελο αχνό, ζωγραφισμένο,
πληγώθηκες και τα λεπτά σου φαίνονταν αιώνες.
η σκέψη σου ταξίδευε με της βροχής τον ήχο,
σ’ ένα αστεράκι, που συχνά ‘βλεπες τα κρύα βράδια
καρφιτσωμένο στον καμβά της νύχτας που κοιμάται
για όρκους αγάπης που έδωσε και τώρα δεν θυμάται,
για ένα χαμένο έρωτα, κάποια φιλιά και χάδια
και σου ξυπνούσε θύμισες κι ένα θλιμμένο στίχο.
Μην τον κακίζεις, η φυγή ειν’ πλανεύτρα θεατρίνα,
συχνά, νερό της λησμονιάς ποτίζει τους ανθρώπους
και χάνονται, μπερδεύονται και λησμονούν το λόγο,
λευτέρωσε από μέσα σου το βάσανο, το φόβο,
έχει η ζωή την δύναμη, πάντοτε βρίσκει τρόπους,
η αγκαλιά σου θα γευτεί και πάλι αγάπης κρίνα.
☀ 〰☀
Επιλογές 28/02/2015
Εγώ γεννήθηκα για τα απλά,
για τα μικρά, τα ταπεινά και τα φθαρμένα.
για τα μεγάλα, τα άπιαστα τα ακριβά,
τ’ αφήνω για άλλους.
☀ 〰☀
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΛΟΓΟΥ
Νόμισες πως τα πράγματα ειν’ εύκολα για σένα,
μα φράχτες γύρο σου έστησε η άδεια σου ζωή,
λόγια που δεν ξεστόμισες που ήταν ειπωμένα,
τα σκόρπισε ο άνεμος με μια απαλή πνοή.
Εσύ στο περιθώριο παραπομπή του λόγου,
μοιάζεις βιβλίο ολάκερο στο φως της ιστορίας,
πονούν τα μάτια, θέατρο μοιάζει του παραλόγου
στις πλάτες σου να κουβαλάς το βάρος της απουσίας.
Λίθος μονήρης, γίγαντας, κόντρα στις εξουσίες
που σου άρπαξαν τα όνειρα, σ’ έθαψαν στη σιωπή,
και λόγο είχες και φωνή και ηθικές αξίες,
όμως μια νύχτα χάθηκαν στη λήθη, στη βροχή.
Πολέμαρχοι μηδενιστές με όπλο τους τον λόγο
που η αλήθεια κρύβεται, πίσω από ασπίδες νόμους,
κι αν τους ακούς πλανεύεσαι δεν τους προσάπτεις ψόγο,
φορτώνεσαι τα ψέματα στους πληγωμένους ώμους.
Η τέχνη της πολιτικής, το ψέμα να ‘ν η αλήθεια
τα παραμύθια, όνειρα για μια καλή πορεία
εσύ, αιώνιο σύμβολο βαστάζου, από συνήθεια,
που οι καιροί σε γέμισαν μ’ απάθεια και μωρία.
☀ 〰☀
ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ
Ένας παλιάτσος του λόγου είμαι εγώ
κρύβω λέξεις στο ψηλό μου καπέλο
απ’ τις τρίχες γεννάει το τσερβέλο
και την μνείαν του όχλου κυνηγώ.
Υποκλίνομαι σφόδρα στα πλήθη
και τα χέρια κουνάω με πάθος
η σκηνή που ποζάρω είναι λάθος
δεν ποιώ λόγου τέχνη και ήθη.
Κάτι ατάκες σχεδιάζω και λέω
μα το γέλιο που βγαίνει, στυφό
όταν κλαίνε μαζί μου, γελώ,
μα πονάω, που γελούν όταν κλαίω.
Με στιχάκια που κάνουνε ρίμα
ξεφουρνίζω πικαντίκ ιστορίες
δεν γελούν και γεννούν απορίες,
δεν τις πιάνουνε όλες, τι κρίμα…
Το καπέλο μου άδειο και πόνοι…
τα παπούτσια στενά και οι κάλοι
σχοινοβάτη με κάνουν, χαμάλη,
νοιώθω μόνος και σεις τόσο μόνοι.
Στους παλιάτσους που γέννησ’ η χώρα
σαν παλιάτσος την ζωή μου αφήνω
ως παλιάτσους δεν μπορώ να σας κρίνω
πάει κι η τέχνη που είχα ως τα τώρα.
Δεν γελάω κι ας με λέω παλιάτσο,
κριτική στα κουσούρια μου κάνω,
η ζωή μου ολισθαίνει, την χάνω,
‘πο μια χούφτα παλιάτσων, ένα μάτσο.
Ανάπαιστος με σταυρωτή ομοιοκαταληξία.
☀ 〰☀
ΕΡΗΜΟΣ
Δεν είμαι εκεί που η γης φαιά, στενάζει διψασμένη,
σαν μήτρα που καρπό ζητάει μ’ αγάπη να γεννήσει,
που ό άνεμος σαθρή στεγνή φέρνει μια στείρα σκόνη,
πουλιά, ζουζούνια, μέλισσες, δεν βλέπεις να πετάνε.
Δεν είμαι εκεί που ολόλευκη, απέραντη και ξένη
που ούτε βουνά, ούτε ποταμοί, όλα μονάχα πάγος,
κάτι πουλιά ασπρόμαυρα που περπατούν με τάξη
να φθάσουν ως την θάλασσα με ψάρια να θραφούνε
Δεν είμαι εκεί που η υγρασία στην τροπική τη ζώνη
τα δένδρα που πανύψηλα σαν τους ουρανοξύστες
η ζέστη ανυπόφορη σαν έρθουν ξηρασίες
και ζώα που ευπροσάρμοστά αντέχουν στις συνθήκες.
Είμαι εκεί που ευλόγησαν θεοί την κάθε πέτρα
λίμνες, ποτάμια και βουνά κι εύφορες πεδιάδες
που ό ήλιος ανεμπόδιστος ζεσταίνει ότι στο διάβα
κι οι ακρογιαλιές πανέμορφες σε θέλγουν να βουτήξεις.
Είμαι εκεί που οι άνθρωποι δεν έμαθαν να βλέπουν
πίσω απ’ τ’ ασήμαντο δενδρί που υπάρχει ένα δάσος
πίσω από λέξη ταπεινή, πύρινος τρέχει λόγος
πίσω από μιάν υπόσχεση, σέρνεται ατόφιο ψέμα.
Είμαι εκεί που εύκολα παράδεισος λογιέται,
ην όμως κόλαση σωστή σαν πίνακας του Δάντη
που κάτι ασήμαντοί μικροί, της τάξης τυχοδιώκτες
άλωσαν ότι απέμεινε από τους λαοπλάνους.
☀ 〰☀
ΓΙΕ ΜΟΥ ΜΕΙΝΕ
Πως πονάνε οι λέξεις και τα λόγια αφήνουν αμυχές στην ψυχή
το σκοτάδι, της νύχτας μαύρο νυφικό που τον πόνο σου κρύβει
μία βάρκα σε πάει το ποτάμι διαβαίνεις με μια σκέψη ρηχή
τον κόσμο ν’ αφήσεις να παλέψεις δεν θέλεις στη ζωή που σε στύβει.
Πως πονάει η αδιάφορη στάση του κόσμου που ζεις και ματώνεις
πως πονάει ο κόσμος με δικά του προβλήματα που δεν έχουνε λύση
τόσα βλέμματα άδεια στο κενό όπως κοιτάζουν μια κόλαση βιώνεις
τα παιδιά σου ταξίδι ετοιμάζουν με κομμένα φτερά προς τη δύση.
Τόσα όνειρα πλάνα ( σε πατρίδα σκληρή ) με πτυχία σε τοίχους
η δουλειά που ο καθένας θα μπορεί ν’ ακουμπάει πολυτέλεια είναι,
μια θηλιά κι η κραυγή τους που χάνεται με’ στης νύχτας τους ήχους
η κραυγή του γονιού με ένα δάκρυ ικεσία που σου λέει γιέ μου μείνε.
Πόση ευθύνη να κρύβει η φράση ‘’γιέ μου μείνε’’ που ξεστόμισα τώρα
πόση αγάπη κι ελπίδα τόσα ψέματα που είπαν μήπως είναι αλήθεια
ένα όνειρο τάχα, εφιάλτης πως ήταν μια απρόσμενη μπόρα
και ουράνια τόξα το σημάδι να δώσουν όπως είναι η συνήθεια.
Πως ν’ αντέξεις τον πόνο που ανάλγητοι δίνουν με μαστίγια νόμους
στον ορίζοντα πώς να σταθείς ν’ ατενίσεις το μέλλον μ’ ελπίδα
με κουράγιο και χέρια γυμνά να χαράξεις ζωής νέους δρόμους
κάτι τζάκια πληγές να γκρεμίσουν, για να δει πάλι φως η πατρίδα.
Ανάπαιστος 19σύλλαβος στίχος με πλεχτή ομοιοκαταληξία.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκα το 1952 στις Σέρρες και αντίκρισα το φως του ήλιου παίρνοντας τις πρώτες ανάσες μου στο Νοσοκομείο Σερρών.
Το 1961 βρέθηκα οικογενειακώς εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης ζωής.. Με ένα πτυχίο Εργοδηγών – Σχεδιαστών και σε ηλικία 26 ετών δημιούργησα μία μικρή επιχείρηση κατασκευής κουφωμάτων αλουμινίου με την οποία πορεύτηκα όλη την επαγγελματική μου ζωή.
Η πρώτη ποιητική συλλογή μου εκδόθηκε το 2018 από τις εκδόσεις ΒΕΡΓΙΝΑ.
Συμμετοχή στην έκδοση της Ε.Λ.Β.Ε. με τίτλο Πανανθρώπινες Αξίες, στην Γ΄ ομαδική συλλογή των εκδόσεων Διάνυσμα με τρία ποιήματα
Στο ημερολόγιο των εκδόσεων ΒΕΡΓΙΝΑ με τον τίτλο ΑΧ ΕΡΩΤΑ με δύο ποιήματα για το 2020 και δύο για το 2021.
Συμμετοχή στην εγκυκλοπαίδεια Σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών το 2020, συμμετοχή σε ομαδική έκδοση Με τίτλο: Ένας δρόμος προς το όνειρο με πέντε ποιήματα.
Συμμετοχή με ένα Ποίημα στην έκδοση της ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ.
Δημοσιεύσεις σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά όπως το ΚΕΛΑΙΝΩ, ΚΕΦΑΛΟΣ, το Περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ το 1973 όπου δημοσιεύτηκε το πρώτο μου ποίημα,
δημοσιεύσεις σε ηλεκτρονικά περιοδικά και σε πολλά Blogs.
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ - "Σκιρτήματα του Νου--Κρυμμένα στις Σκιες " ποίηση-εκδ. Βεργίνα-Αθήνα 2019 του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥΣΟΥΡΗ--
Σύντομη κριτική στην ποιητική του Χρ. Κουκουσούρη
Ένα ξάφνιασμα μετρικής ποίησης, με πολλαπλά σκιρτήματα του νου και της ψυχής, δροσερεύουν την ποίηση του εκλεκτού φίλου -ποιητή Χρήστου Κουκουσούρη.
Ένας πολυθεματικός παλμός-βιωματικής στόχασης και ερωτικής και τολμηρής εξομολόγησης , διακρίνεις άμεσα, να περιπολεί από στροφή σε στροφή, το πονημά του, με αναδιφήσεις -ποιητικής επάρκειας-μετρικής τονικότητας, με κοινωνικές αιχμές, με στοιχεία αφύπνισης, με απλόχερο 15σύλαβο και ακούραστο καρδιοχτύπι, μ' ένα καημό-ποιητικής άνθισης, για τις αμετροέπειες της ζωής, για τις άτυπες ομολογίες των αντιθέσεων και των υποσχέσεων της ζωής.
Ο ποιητής κινείται με σκεπτικό-καλόκαρδης αποδοχής, του "πολύπειρου έρωτα " και της φιλίας. Πορεύεται αυτάρκης και νοηματοφόρος την ατραπό της ποιητικής παρουσίας, πάντα με πνεύμα ψυχικής και σταθερής προσωπικής κοινωνικότητας. Γράφει,
Τα όνειρα της νιότης μας στης θάλασσας τα πλάτη
με ούριο άνεμο στέλναμε για να μας παν’ μακριά
κι όπως η θάλασσα έπαιρνε χρώματα σκούρου αχάτη
βουρκώνανε τα μάτια μας απ’ την ανημποριά..
Η μουσική του στίχου γίνεται μια φυσική ενδοεπικοινωνία-βιωματικής σκόπευσης- που αντέχει στο χρόνο και προβάλλεται -πάντα- με ηθική διάσταση και κοινωνικής προέκτασης προβληματισμό και σκέψη. Παντρεύει ταιριαστά και αρμονικά τις ψυχικές του δυνάμεις [ και την ποίησή του ] με τις καλύτερες προθέσεις του, με όλη την λυρική του δυναμική, με κρίση και στοχασμό, στα κοινωνικά μας πράγματα,έντονα προβληματισμένος και δοτικός, με πολλά στοιχεία, ερωτικής διάθεσης και πειθαρχίας-άλλοτε οξύς και μοναχικός και άλλοτε σθεναρός και επιλεκτικός. Γράφει,
Δεν είμαι εκεί που η γης φαιά, στενάζει διψασμένη,
σαν μήτρα που καρπό ζητάει μ’ αγάπη να γεννήσει,
που ό άνεμος σαθρή στεγνή φέρνει μια στείρα σκόνη,
πουλιά, ζουζούνια, μέλισσες, δεν βλέπεις να πετάνε...
Είμαι εκεί που οι άνθρωποι δεν έμαθαν να βλέπουν
πίσω απ’ τ’ ασήμαντο δενδρί που υπάρχει ένα δάσος
πίσω από λέξη ταπεινή, πύρινος τρέχει λόγος
πίσω από μιαν υπόσχεση, σέρνεται ατόφιο ψέμα...
Εκλεκτέ φίλε -ποιητή Χρήστο Κουκουσούρη--καλοτάξιδο και καλοπόρευτο το βιβλίο σου, και με πολλά-ακόμα-σκιρτήματα του νου και της ψυχής σου.
Κώστας Καρούσος-- πρόεδρος Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών--
Δοκ/φος--Κριτικ.Λογοτ--Εικαστικός---Αθήνα 10 / 12 / 2019.
☀ 〰☀
Θεόφιλος Γιαννόπουλος - Βαδίζοντας στις σελίδες της ποιητικής συλλογής
«Σκιρτήματα του νου κρυμμένα στις Σκιές»
Ένα βιβλίο που μέσα του συνάντησα την αγάπη και την μοναξιά, την ξενιτιά και τα όνειρα, το παράπονο και την χαρά. Αλλά και σκέψεις που σε τίποτε δε διαφέρουν από εξομολογήσεις. Όλα τους πλασμένα με λέξεις όμοιες με φάρους, που φωτίζουν τις αλήθειες και τα λάθη της ζωής μας. Φάρους, όπως το ομώνυμο ποίημα της συλλογής. Εκεί που ο δημιουργός μας εξομολογείται πως:
Ζωγράφισα στην άκρη του φάρο μικρό π’ ανθίζει
και οδηγεί ταξιδευτές και πλοία στο λιμάνι
κι όσο κι αν φαίνεται μικρός, καθώς το φως γυρίζει
σκορπάει ελπίδες ως εκεί, όπου το μάτι φτάνει 1
Άλλοτε ο ποιητής μοιράζεται μαζί μας και το παράπονο όσων αναγκάζονται ν’ αγναντεύουν την πατρίδα από μακριά, ως:
...λιμάνι αγαπημένο
παλεύοντας στα κύματα με φθισικούς αγέρες
να χάνομαι στο άγνωστο, μα πάντα εδώ να μένω
σ’ αναπολώ στα ύστερα
την μέρα, την άχραντη του γυρισμού
στον τόπο που μ’ αρνήθηκε και μ’ έδιωξε για αλλού... {...}
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ : https://www.koukidaki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου