Δυο παλιές επιγραφές φωτίζουν το παρελθόν του τόπου
Ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου στην Παλιόχωρα. Εκατέρωθεν της πλαϊνής θύρας οι δυο επιγραφές: η παλιά ψηλά αριστερά του ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και η νεότερη δεξιά της θύρας |
Στον παραθαλάσσιο οικισμό της Παλιόχωρας Αβίας κεντρικός ναός είναι ο ναός της Κοίμησης Θεοτόκου, ο οποίος δεσπόζει του χωριού, όπως είναι κτισμένος πάνω στο ύψωμα που στο παρελθόν υπήρχε το μεσαιωνικό κάστρο της Μαντένιας (Μαντίνειας). Ο ναός αυτός αποτελεί το διαχρονικό σημείο αναφοράς των κατοίκων του χωριού και στο καθολικό του, στα εννιάμερα της Παναγιάς στις 23 Αυγούστου, συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών τόσο κατοίκων του χωριού όσο και παραθεριστών, μιας και η περιοχή έχει εξελιχθεί σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο. Στην τοιχοποιία του ναού είναι εντοιχισμένες δυο επιγραφές, τις οποίες θα παρουσιάσουμε επιχειρώντας ταυτόχρονα μια ιστορική διερεύνηση.
Παλιόχωρα 1980. Στο βάθος το ύψωμα στο ακρωτήρι, όπου υπήρχε το ενετικό κάστρο Mantenya in brazzo. |
Το παρελθόν της περιοχής
Στην ευρύτερη περιοχή της Παλιόχωρας τοποθετείται από παλιότερους ερευνητές η ομηρική πόλη Ιρή και η αρχαία πόλη Αβία, από όπου και η μετονομασία της Παλιόχωρας σε «Αβία» για λόγους ιστορικής συνέχειας. Η αρχαία Αβία, η οποία σημειώνεται σε χάρτες του σπουδαίου γεωγράφου Κλαύδιου Πτολεμαίου ως ΑΒΕΑ και τα ερείπια της σε αρχαιολογικούς χάρτες περιηγητών ως Abea, γνώρισε περιόδους μεγάλης ακμής και ήταν έδρα ασκληπιείου (θεραπευτηρίου) κατά τους κλασικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο η Αβία περιέπεσε σε παρακμή εξαιτίας πιθανότατα και των επιδρομών διαφόρων βαρβαρικών φύλων και στη συνέχεια χάνεται από τις πηγές μέχρι τα ύστερα βυζαντινά χρόνια.
Στις αρχές του 15ου αιώνα στην περιοχή σημειώνεται το κάστρο της Μαντένιας (Μαντίνειας), το οποίο εντοπίζεται από παλιότερους ερευνητές στο ύψωμα πάνω από τον όρμο της Παλιόχωρας, το αποκαλούμενο Πάσο (=πέρασμα, είσοδος, μπασία) - ενδεχομένως από την πέτρινη είσοδο σε μορφή καμάρας, κατάλοιπα της οποίας διακρίνονται ακόμα στο ανηφορικό καλντερίμι που οδηγεί από την ακρογιαλιά προς το ύψωμα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν εμφανή κατάλοιπα του κάστρου καθώς και χαλάσματα μεσαιωνικών και αρχαίων κτισμάτων στο εσωτερικό του, οι λίθοι των οποίων χρησιμοποιήθηκαν ως έτοιμο οικοδομικό υλικό σε νεότερες κατασκευές, όταν η περιοχή άρχισε να κατοικείται ξανά. Σήμερα ελάχιστα κατάλοιπα του τείχους είναι εμφανή σε διάφορα σημεία του στεφανιού πάνω από τη βραχώδη ακτή. Το κάστρο, φραγκικής κατασκευής, αποτελούσε έδρα της Βαρονίας της Μαντίνειας στα χρόνια του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, δηλαδή πριν από τον 15ο αιώνα. Προς τα τέλη του 15ου αιώνα για μικρό διάστημα (1470-1479) υπήρξε έδρα του Ενετού διοικητή της Μάνης.
Άρθρα για το βυζαντινό παρελθόν της Μαντίνειας στην εφ. ΕΘΝΟΣ (φ. 19.6.1954 και 29.3.1955) |
Στη διάρκεια του 15ου αιώνα η Μαντίνεια αποτελεί το μήλον της έριδος ανάμεσα στους Ενετούς, τους Δεσπότες του Μυστρά και αργότερα τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα η ζωή των γύρω κατοίκων να γίνει αφόρητη και να αναγκαστούν να μεταφερθούν σε κοντινή μεσόγεια θέση καλά κρυμμένη από τη θάλασσα. Εκεί συνέπηξαν οικισμό, ο οποίος αναφέρεται για πρώτη φορά το 1463 ως Mantenya Supra, δηλαδή «Άνω Μαντένια», παράλληλα με την Mantenya in brazzo, τη «Μαντίνεια στο βραχίονα» (ακρωτήρι), όπου και το κάστρο. Τον 16ο αιώνα οι δυο Μαντίνειες συνυπάρχουν και συχνά σημειώνονται ως Chiores (Χώρες) από τους χαρτογράφους, δηλαδή: Πάνω Χώρα και Κάτω Χώρα, επωνυμίες που επιβίωσαν σχεδόν μέχρι τις μέρες μας (ως τα μέσα του 20ού αιώνα).
Τοιχία και ερειπωμένες επάλξεις του Κάστρου της Μαντίνειας |
Το "Πηγάδι της Βασίλισσας": έξοδος διαφυγής από το κάστρο προς την ακρογιαλιά της Πορτέλας. Δυστυχώς μόνο σε φωτογραφία πλέον, αφού κατακρημνίστηκε το 2016. |
Όμως, από τα μέσα του 17ου αιώνα η Κάτω Χώρα εγκαταλείπεται. Οι ενετικές επιθέσεις του 1659 στην ευρύτερη περιοχή σίγουρα επιτάχυναν την εγκατάλειψή της. Η οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής μεταφέρεται σταδιακά στο μεσόγειο οικισμό, την Άνω Μαντίνεια, η οποία από τα τέλη του 17ου αιώνα αναφέρεται ως Μεγάλη Μαντίνεια, ονομασία που διατηρεί μέχρι σήμερα. Ο παραλιακός οικισμός ερημώνεται και η Κάτω Χώρα μετατρέπεται σε «Παλαιά Χώρα» ή «Παλιόχωρα», τοπωνύμιο που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Η περιοχή γύρω από τον ερειπιώνα της Παλιόχωρας συνέχισε να αποτελεί χώρο οικονομικής δραστηριότητας για τους κατοίκους της Μεγάλης Μαντίνειας, αφού διατηρούσαν εκεί αγροτικές εκμεταλλεύσεις (ελιές, αμπέλια, σπαρμένα χωράφια, περιβόλια κ.ά.) ενώ στην ακτή κατέβαιναν με τα ζώα τους για να πλύνουν και να κοπανήσουν τα χοντρά ρούχα (από όπου το τοπωνύμιο Κοπάνοι ή Κοπάνο), να ξεπικρίσουν τα λούπινα, να μαλακώσουν τα βούρλα και τα ψαθιά, να ψαρέψουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε έμπορους που προσέγγιζαν την ευλίμενη ακτή με καΐκια. Συνεπώς, στην πραγματικότητα ουδέποτε ξέκοψαν από την ακτή, η οποία απέχει από τη Μεγάλη Μαντίνεια απόσταση μισής ώρας με το ζώο.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πλέον η κατοίκηση στην παραθαλάσσια ζώνη έγινε ασφαλής, άρχισαν σιγά-σιγά να εγκαθίστανται ξανά κάτοικοι της Μεγάλης Μαντίνειας, δημιουργώντας τελικά τρεις παράλιους οικισμούς: την Παλιόχωρα (το 1926 μετονομάστηκε σε Αβία), το Αρχοντικό (έχει συγχωνευτεί με την Αβία-Παλιόχωρα) και το Κοπάνο (Ακρογιάλι).
Ο ναός της Κοίμησης (δυτική όψη) |
Ο ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλιόχωρας
Στη Μεγ. Μαντίνεια κεντρικός είναι ο ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου, κτίσμα του 18ου αιώνα, ίσως του 1720 σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει στον εξωτερικό τοίχο. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες αν πρόκειται για ανακατασκευή παλιότερης ή για νέα εκκλησία. Πάντως, στη διάρκεια του ίδιου αιώνα χτίστηκαν και άλλοι ναοί στο χωριό. Είναι σταυροειδής με οκτάγωνο τρούλο και έχει εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο των αρχών του 19ου αιώνα. Είναι χαρακτηρισμένος ως διατηρητέο, ιστορικό μνημείο.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου ανακαινίστηκε την περίοδο 1743-1753 σύμφωνα με επιγραφή. Επομένως, προϋπήρχε σε ταπεινότερη μορφή και ίσως να ήταν παλιότερος του ναού της Κοίμησης. Ο ναός αυτός έμεινε αλειτούργητος για λόγους αδιευκρίνιστους και χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο από το 1858 -όπως προκύπτει από χρονολογημένο σκαλιστό εθνόσημο που είχε τοποθετηθεί στον βορινό τοίχο- μέχρι το 1961.
Επίσης, την ίδια εποχή κτίστηκαν ο Άγ. Ανδρέας των Γεωργουλέων (1754) και οι Άγιοι Σαράντα (1751) καθολικό μοναστηριού σε κοντινή αγροτική περιοχή. Ενδεχομένως και κάποιες από τις υπόλοιπες παλιές εκκλησίες του χωριού (Άγ. Γεώργιος, Άγ. Θεόδωροι, Παναγίτσα, Άγ. Κωνσταντίνος, Άγ. Βασίλειος, Προφήτης Ηλίας) ανάγονται σε εκείνη την περίοδο αλλά οι μεταγενέστερες επιδιορθώσεις εξαφάνισαν τα τεκμήρια της παλαιότητάς τους. Συμπεραίνου-με ότι στα μέσα του 18ου αιώνα οι κάτοικοι του χωριού είχαν σχετική οικονομική άνεση και διοχέτευαν μέρος της περιουσίας τους στην ανέγερση ναών.
Τον αιώνα αυτόν η παραλιακή ζώνη δεν κατοικείται και η Παλιόχωρα είναι ερειπιώνας. Στα τέλη του 18ου αιώνα κάποιος Σταυρέας, κατά την παράδοση, αποφάσισε να κτίσει ένα ναό πάνω στα αρχαία και μεσαιωνικά ερείπια για να προσελκύσει οικιστές και να ξαναζωντανέψει την Παλαιά Χώρα. Ο ναός αυτός υπήρχε το 1795 και αναφέρεται από τον Άγγλο περιηγητή John Moritt που επισκέφτηκε την περιοχή. Μάλιστα, παρατήρησε ένα αρχαίο λιθόστρωτο μωσαϊκό στο δάπεδο του ναού, το οποίο προφανώς είχαν διατηρήσει οι κατασκευαστές του και το οποίο σε κάποια μεταγενέστερη επισκευή σκεπάστηκε κάτω από το νέο δάπεδο, μιας και σήμερα δεν υπάρχει. Άλλωστε ήταν κοινή πρακτική την εποχή εκείνη, στις οικοδομές να χρησιμοποιούν τις έτοιμες λαξεμένες πέτρες των ερειπίων και να ενσωματώνουν στους ναούς τυχόν αρχαιότητες. Την ύπαρξη του ναού αναφέρουν, επίσης, το 1805 οι Gell και Leake καθώς και μεταγενέστεροι επισκέπτες, οι οποίοι επίσης αναφέρουν πως ο τόπος ήταν ακατοίκητος. Οι πρώτες κατοικίες στην Παλιόχωρα ανεγείρονται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως η εκκλησία κτίστηκε πριν από το 1795 με λίθους από τον αρχαίο ερειπιώνα, πάνω σε αρχαιολογικό στρώμα, ενδεχομένως πάνω σε παλιό ναό ή σε κάποιο άλλο κτίριο. Κανείς από τους περιηγητές δεν σημειώνει σε ποιον άγιο είναι αφιερωμένη. Η πρώτη αναφορά προέρχεται από το Βιβλίο Γάμων της ενορίας, στο οποίο σημειώνεται η τέλεση δύο γάμων «εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου της Παλαιάς Χώρας», τα έτη 1884 και 1889. Πρόκειται για γάμους θυγατέρων του Κωνσταντίνου Μοιρέα, το σπίτι του οποίου βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο ναό. Έτσι πληροφορούμαστε ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Κοίμηση. Αυτό είναι λογικό μιας και ο αρχικός κτήτορας προερχόταν από τη Μεγ. Μαντίνεια και στην προσπάθειά του να προσελκύσει τους συντοπίτες του να μετοικίσουν στην ακτή μετέφερε και το ναό. Το καθολικό του ναού καθιερώθηκε να εορτάζεται στα εννιάμερα της Παναγίας, στις 23 Αυγούστου, αφού το Δεκαπενταύγουστο πανηγύριζε ο ναός του κεντρικού χωριού. Μας βάζει όμως μια σκέψη στο νου. Μήπως και παλιότερα, όταν η παραλιακή βυζαντινή Μαντίνεια ήταν σε ακμή, υπήρχε εδώ ναός της Κοίμησης τον οποίο μετέφεραν οι κάτοικοι κατά τη μετοίκισή τους στην ενδοχώρα; Οπότε, ο Σταυρέας απλώς έκανε την αντίστροφη κίνηση μεταφέροντας τον παλιό ναό στην αρχική του θέση. Σε αυτή την περίπτωση τα ερείπια πάνω στα οποία κτίστηκε η νέα εκκλησία, ίσως προέρχονταν από το βυζαντινό ναό του κάστρου της Μαντίνειας.
Στο σημερινό ναό υπάρχουν εντοιχισμένες δυο επιγραφές στο νότιο εξωτερικό τοίχο. Η μία είναι εμφανώς παλιότερη και αρκετά δυσνόητη. Η δεύτερη είναι νεότερη και σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες τοποθετήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Αν και νεότερη, περιγράφει το ιστορικό της αρχικής ανέγερσης του ναού διασώζοντας κάποια προφορική παράδοση. Ας δούμε ποιες πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε από αυτές.
Η παλιά επιγραφή
Η παλιά επιγραφή είναι πέτρινη και έχει πέντε στίχους. Είναι γραμμένη με συντομογραφίες, όπως συνηθιζόταν στις αγιογραφίες αλλά τα σύμβολα δεν είναι πάντα ευδιάκριτα και αναγνωρίσιμα. Μάλλον τοποθετήθηκε κατά την αρχική ανέγερση του ναού. Φωτογραφήσαμε την επιγραφή και επεξεργαστήκαμε τη φωτογραφία στον υπολογιστή. Αλλά και πάλι με μεγάλη δυσκολία και αρκετές επιφυλάξεις αντιγράψαμε τα παρακάτω σύμβολα:
17 † 7ჳ
Ν ι У = V O Σ Π
[Θ;] ΟΥ = Ι – Σ [Τζ;] Δ(;) Ο
Θ Υ Σ Κ C Α Ε Π Ι
Ε ξ Ο Δ Ο ς ჳ Β Ρ Ν ι У
Πρώτος στίχος. Φέρει στο μέσον ένα σκαλισμένο σταυρό και εκατέρωθεν τη χρονολογία (17 7ჳ). Το (ჳ) θεωρήθηκε ως (5). Όμως, ενδεχομένως να πρόκειται για το σύμπλεγμα (στ), με το οποίο συνήθιζαν να απεικονίζουν τον αριθμό (6), οπότε η χρονολογία είναι (1776).
Δεύτερος στίχος. Το σύμβολο (=) νομίζουμε πως διαιρεί το στίχο σε δυο ομάδες συμβόλων, μία στα αριστερά και μία στα δεξιά του. Τα (Νι) στην αρχή της γραμμής έχουν παλιότερα αντιγραφεί ως (Μ), δηλαδή ως ενιαίο σύμβολο αλλά νομίζουμε ότι πρόκειται για δύο. Με το (У) θεωρώ πως συμβολίζεται ο φθόγγος (ου), οπότε να τολμήσουμε να συμπεράνουμε ότι το (ΝιУ) διαβάζεται (νίου) ([Ιου]νίου) και δηλώνει το μήνα των εγκαινίων. Τα σύμβολα (V O Σ Π) είναι πιο ξεκάθαρα και θεωρούμε ότι είναι συντομογραφία του ονόματος του ναού. Το (VOΣ) σημαίνει «ναός». Το (Π) σημαίνει «Παναγίας» και συνδυάζεται με το πρώτο σύμβολο του επόμενου στίχου.
Τρίτος στίχος: Και αυτός ο στίχος χωρίζεται σε δυο ομάδες συμβόλων με ένα (=). Στην αρχή διακρίνεται το γνωστό από τις αγιογραφίες σύμπλεγμα του φθόγγου «ου», πριν από το οποίο πρέπει να υπάρχει και άλλο σύμβολο μη διακρινόμενο. Εικάζουμε ότι πρόκειται για το (Θ), οπότε το (ΘΟΥ) σημαίνει «Θεοτόκου». Έτσι σε συνδυασμό με το “V O Σ Π” του προηγούμενου στίχου, προκύπτει η λογική ερμηνεία «ναός Παναγίας Θεοτόκου».
Η δεύτερη ομάδα συμβόλων του στίχου αυτού είναι η πιο δύσκολη στην αντιγραφή της και η πιο ακατανόητη όλης της επιγραφής. Τα (Ι – Σ) αναγνωρίζονται με σιγουριά αλλά ο ρόλος της παύλας είναι άγνωστος. Το (Τζ;) που ακολουθεί μοιάζει να είναι σύμπλεγμα δύο γραμμάτων: (Του), (Τσ) ή (Τζ). Το (Δ) ίσως είναι και (Λ), το οποίο ακουμπά στη γράμμωση που χωρίζει τους στίχους. Με τόσες αμφιβολίες δεν μπορεί να γίνει κάποια προσπάθεια ερμηνείας.
Τέταρτος στίχος: Εδώ έχουμε πιο ευκρινή εικόνα. Το (Θ Υ Σ) νομίζω ότι απεικονίζει τις λέξεις «θυσία» ή «θυσιαστήριο», το (Κ) τη λέξη «και» και το (C A) τη λέξη «σωτηρία». Το (Ε Π Ι) διαβάζεται ως «επιστασία» και συνδέεται με τα αναγραφόμενα στον επόμενο στίχο.
Πέμπτος στίχος: Στον τελευταίο στίχο υπάρχει αναφορά στον κτήτορα του ναού. Θεωρώ ότι έχουμε δυο λέξεις. Η πρώτη είναι (Ε ξ Ο Δ Ο ς) και σημαίνει «εξόδοις». Και η δεύτερη (ჳ Β Ρ Ν ι У) σημαίνει «Σταβρινού». Μαζί με το (ΕΠΙ) του προηγούμενου στίχου μπορούμε να διαβάσουμε: «επιστασία και εξόδοις Σταβρινού», κάτι που επιβεβαιώνει και την παράδοση ότι το ναό έκτισε κάποιος Σταυρέας.
Η νεότερη επιγραφή
Η νεότερη επιγραφή είναι μαρμάρινη και είναι τοποθετημένη επίσης στο νότιο τοίχο του ναού. Είναι γραμμένη με ευανάγνωστα κεφαλαία γράμματα και έχει συνταχτεί σε αρχαιοπρεπές ύφος, προφανώς από κάποιον εγγράμματο κάτοικο του χωριού. Το κείμενο είναι κατανοητό και αποτελείται από επτά στίχους:
ΕΡΗΜΩΘΗΣΗΣ ΠΕΙΡΑΤΟΦΟΒΙΑΣ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΒΙΑΣ ΟΜΗΡΙΚΗΣ ΙΡΗΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ
ΣΤΑΥΡΕΑΣ ΝΑΟΝ ΗΓΗΡΕ 1775 ΕΡΕΙΠΙΟΙΣ
ΜΕΓΑΛΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΥ
ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟΥ ΣΚΟΠΟΥΝΤΟΣ
ΕΛΚΥΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΝ
Η επιγραφή αυτή περιγράφει το ιστορικό της ανέγερσης του ναού και δίνει και άλλες πληρο-φορίες που γνώριζε ο συντάκτης της κατά την εποχή της τοποθέτησης. Καταρχάς αναφέρει ότι από το φόβο των πειρατών είχε ερημωθεί η αρχαία Αβία, η οποία ταυτίζεται με την ομηρική Ι-ρή. Ακολούθως, σημειώνει ότι το 1775 κάποιος κάτοικος ονόματι Σταυρέας ίδρυσε το συγκε-κριμένο ναό πάνω στα ερείπια αρχαίου ναού του Ηρακλέους και γειτονικού Ασκληπιείου, με σκοπό να προσελκύσει οικιστές ώστε να ανοικοδομηθεί η ερημωμένη περιοχή.
Είναι προφανές πως ο συντάκτης της επιγραφής έχει γνώσεις ιστορίας και αρχαιολογίας. Γνωρίζει ότι η περιοχή ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Αβία της κλασικής και ρωμαϊκής εποχής αλλά και με την πόλη Ιρή των ομηρικών επών. Επίσης, γνωρίζει ότι έχει κτιστεί πάνω σε αρχαία ερείπια, τα οποία είναι σε θέση να ταυτίσει με ναό του Ηρακλέους και Ασκληπιείο. Κατά συνέπεια η επιγραφή αυτή δεν μπορεί να τοποθετήθηκε την εποχή της ανέγερσης του ναού, το 1775, αλλά πολύ μεταγενέστερα. Διότι στα τέλη του 18ου αιώνα που ανεγέρθηκε ο ναός δεν μπορούσε κάποιος να έχει όλες αυτές τις γνώσεις για το ιστορικό και το αρχαιολογικό παρελθόν της περιοχής. Πέραν της ταύτισης με την αρχαία Αβία όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν γνωστά στα 1775. Η τοποθέτηση της επιγραφής δεν μπορεί να έχει γίνει πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν πλέον η Παλιόχωρα είχε αρχίσει να κατοικείται ξανά.
Επίσης, ο συντάκτης γνωρίζει την τοπική παράδοση που θέλει ως κτήτορα του ναού τον Σταυρέα, ο οποίος έκτισε το ναό στην προσπάθειά του να προσελκύσει κατοίκους στην έρημη περιοχή. Τη χρονολογία 1775 διάβασε πιθανότατα στην παλιά επιγραφή. Βέβαια, ο συντάκτης της επιγραφής κάνει ένα τεράστιο χρονικό άλμα, αφού συνδέει την εγκατάλειψη της περιοχής λόγω πειρατείας απευθείας με την αρχαία Αβία, παραλείποντας το βυζαντινό και μεταβυζαντινό παρελθόν του τόπου, το οποίο προφανώς δεν γνώριζε αν και ήταν ακόμα εμφανή τα ερείπια της καστροπολιτείας της Μαντίνειας.
Το 19ο αιώνα στην Ελλάδα κυριαρχεί ο νεοκλασικισμός που προτιμά την απευθείας αναφορά στην κλασική αρχαιότητα. Συνήθως, παραβλέπεται το πρόσφατο παρελθόν, το οποίο συνδέεται και με την οθωμανική κυριαρχία. Συχνά κατεδαφίζονται βυζαντινά μνημεία για να αναδειχθούν οι κλασικές αρχαιότητες. Αυτό συμβαίνει ακόμα και με σημαντικά μνημεία στην Αθήνα (π.χ. η Καπνικαρέα κινδύνεψε να κατεδαφιστεί!). Επομένως, η προσπάθεια του συντάκτη να συνδέσει τον τόπο με το αρχαίο παρελθόν του εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα αρχαιολατρίας της εποχής και δεν πρέπει να ξενίζει.
Ανδρέας Ν. Σκιάς (1861-1922) |
Άραγε μπορεί να γίνει κάποια υπόθεση για την ταυτότητα του συντάκτη της επιγραφής; Αν δεχθούμε ότι ήταν ένας εγγράμματος, που καταγόταν από το χωριό και έζησε στα τέλη του 19ου αιώνα, νομίζω ότι πιθανότερος είναι ο Ανδρέας Ν. Σκιάς (1861-1922), ο οποίος γεννήθηκε στην Καλαμάτα αλλά καταγόταν από οικογένεια της Μεγ. Μαντίνειας. Ο Σκιάς υπήρξε αρχαιολόγος και καθηγητής αρχαίας ελληνικής φιλολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Αρχικά δίδαξε στο Γυμνάσιο Καλαμάτας και αργότερα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πραγματοποίησε ανασκαφές στην κοίτη του Ιλισού κοντά στο Ολυμπίειον, στην αρχαία Ελευσίνα και στην Πύλο. Συνέγραψε πολλές μελέτες φιλολογικές, γλωσσικές και αρχαιολογικές. Συγκεντρώνει, λοιπόν, όλες τις προϋποθέσεις να είναι ο συντάκτης της επιγραφής του ναού της Παλιόχωρας. Φυσικά, αυτό δεν είναι παρά μια υπόθεση.
Ο ναός μετά την συντήρηση και ανάδειξη της λιθοδομής που έγινε το 2011, δαπάναις Μαρίας Κοτσώνη εις μνήμη του συζύγου της Βασιλείου. Στα δεξιά το Ηρώον. |
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι από τη μελέτη των δύο επιγραφών προκύπτουν τα ακόλουθα χρήσιμα συμπεράσματα.
Από την προσπάθεια ανάγνωσης της παλιάς επιγραφής επιβεβαιώνεται ότι χρονολογία ανέγερσης του ναού είναι το 1775 ή το 1776. Τη χρονολογία επιβεβαιώνει και η νεότερη επιγραφή. Επίσης, από την παλιά επιγραφή προκύπτει ότι κτίστηκε προς τιμήν της Παναγίας Θεοτόκου, κάτι που δεν αναφέρεται στη νεότερη, προφανώς διότι το συντάκτη ενδιέφερε περισσότερο να σημειώσει πληροφορίες για το παρελθόν του τόπου και του ναού και όχι για το πασίγνωστο παρόν. Το όνομα του ναού επιβεβαιώνεται κι από άλλη πηγή: το Βιβλίον Γάμων της ενορίας, στο οποίο αναφέρεται δυο φορές (1884 και 1889) ως «Κοίμησις της Θεοτόκου της Παλαιάς Χώρας».
Τέλος, από την παλιά επιγραφή προκύπτει ότι κτήτορας υπήρξε κάποιος Σταβρινός, τον οποίο οι μεταγενέστεροι θυμόντουσαν ως Σταυρέα και με αυτό το όνομα (χωρίς βαφτιστικό) καταγράφηκε στη νεότερη επιγραφή. Άλλωστε, όταν συντάχθηκε η νεότερη επιγραφή, στα τέλη του 19ου αιώνα, τα μέλη της οικογένειας Σταυρέα είχαν πλέον φύγει από το χωριό και είχαν λίγους δεσμούς με αυτό. Έτσι είχε χαθεί η συνέχεια που μπορούσε να διασώσει τη μνήμη του πλήρους ονόματος του κτήτορα.
Θοδωρής Μπελίτσος, 20.8.2022
Από το βιβλίο του Θ. Μπελίτσου «Εν Αβία», Ν. Σμύρνη 2016, σελ. 62-67.
https://belitsosquarks.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου