Ο Δήμος ο παραπονιάρης.
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό οικισμό,λίγα χιλιόμετρα από την πόλη, ζούσε ο Δήμος ο παραπονιάρης. Οι κάτοικοι ήταν όλο κι όλο δώδεκα και τα σπίτια έξι
Μια ηλικιωμένη, ο ξυλουργός με τη γυναίκα του και ένα παιδί,η ράφτρα,ο γανωτής με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά,ο παλιατζής με τη γυναίκα του και ένας νέος, ο Δήμος.
Ο Δήμος μπήκε τυχαία και τελευταίος στην παρέα. Όλοι δεμένοι σα μια γροθιά, μικροί, μεγάλοι, τη μέρα δούλευαν σκληρά και μόλις ο ήλιος έγερνε στη δύση του, μάζευαν τα εργαλεία τους και έπειτα έβγαιναν σε ένα ξέφωτο, όπου το φως του φεγγαριού φώτιζε ικανοποιητικά τα πρόσωπά τους. Εκεί, πάνω σε μαξιλάρια και κουρελούδες, κάθονταν αναπαυτικά και συζητούσαν για δύο και τρεις ώρες. Το σύνθημα της διάλυσης της παρέας το έδινε πρώτη η ηλικιωμένη. Σηκωνόταν, έπαιρνε παραμάσχαλα το μεγάλο μαξιλάρι και έλεγε: "Ήρθε η ώρα της ανάπαυσης και του ύπνου. Σηκωθείτε".
Όλοι αυτόματα σηκώνονταν.
Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, υπήρχε ένα πρόβλημα.Ο Γκιώνης τραγουδούσε το γνωστό σκοπό του και έβλεπες το Δήμο να σκουπίζει τα δάκρυά του. Όλοι τον κοίταζαν παράξενα. Κι αν μιλούσαν και φώναζαν, με το άκουσμα του πουλιού, ήξεραν ότι ο "παραπονιάρης" θα άρχιζε το κλάμα.Μια φορά ο ξυλουργός τον ρώτησε: Δήμο από πού ήρθες εδώ, τι γύρευες και γιατί έμεινες τελικά;
Ο Δήμος,του απάντησε:"θα σου πω όταν θα είμαστε οι δυο μας".
Και ένα βράδυ ο ξυλουργός είπε στη γυναίκα του ,να καλέσει όλους στην αυλή τους, εκτός από το Δήμο.
Έτσι στο γνωστό ξέφωτο παραβρέθηκαν οι δυο τους. Ο Δήμος,εξασφάλισε ότι δεν θα έρθουν οι άλλοι και άρχισε: "Ο Γκιώνης που τον έλεγαν Αντώνη είχε έναν αδερφό που τον έλεγαν Δήμο. Ταράχτηκε ο ξυλουργός αλλά έκανε υπομονή να ακούσει.
Ο Δήμος, και πέρασε στη δική του πλέον παρεμφερή ιστορία, σκότωσε, αν σκότωσε,κατά λάθος τον Αντώνη. Βρίσκονταν σε ένα γκρεμό όταν πυροβόλησε ο Δήμος ένα κοπάδι πουλιών και άκουσε τον Αντώνη να κατρακυλάει και να χάνεται.
Ο Αντώνης δεν βρέθηκε ούτε σκοτωμένος μα ούτε και ζωντανός. Τότε ο Δήμος....από τον μεγάλο καημό, έγινε πουλί που γυρνά στα δάση και φωνάζει: γκιών γκιών!
Σταμάτησε την ιστορία ο Δήμος και ο ξυλουργός του είπε περιπαικτικά:"Να φανταστώ ότι έχεις σχέση με την ιστορία;"
"Κατά κάποιον τρόπο ναι.
Εγώ λοιπόν,με τον αδερφό μου τον Αντώνη..."
Κόκκαλο ο ξυλουργός. "Εγώ με τον αδερφό μου ακούγαμε από μικρά την ιστορία του Γκιώνη από τον παππού μας. Μας την έλεγε συχνά. Πριν δεκαπέντε χρόνια που εγώ ήμουν έξι κι ο Αντώνης δέκα χάσαμε ξαφνικά τον Αντώνη και δεν τον ξαναείδαμε,με τον τρόπο που σου είπα. Εγώ υποσχέθηκα να τον βρω για τούτο το λόγο και βρίσκομαι εδώ".
"Γιατί εδώ;"τον ρώτησε ο ξυλουργός που άρχισε να υποψιάζεται κάτι.
"Γιατί ο Αντώνης ήθελε να γίνει ξυλουργός, γιατί ήθελε να παντρευτεί μικρός, γιατί...θα συνεχίσω μια άλλη φορά" .
Ο ξυλουργός ήθελε να ακούσει κι άλλα.
"Πώς είσαι σίγουρος ότι ζει"τον ρώτησε.
"Δεν είμαι αλλά έχω αμφιβολίες και ψάχνω".
Ο ξυλουργός ο Αντώνης, άρχισε να κλαίει κάτω από το φεγγαρόφωτο.
"Θα σου πω δυο κουβέντες" ,και συνεχίζεις.
Εγώ Δήμο έπεσα κάποτε σε ένα γκρεμό, όταν ο αδερφός μου πυροβόλησε ένα σμήνος πουλιών. Τρόμαξα έκανα πίσω και γκρεμίστηκα. Με βρήκε την άλλη μέρα κάποιος βοσκός και με πήρε στο σπίτι του. Δε θυμόμουνα πολλά. Κ ι όταν θυμήθηκα, βρέθηκα μόνος μου σε ένα έρημο σπίτι. Ο βοσκός έλειπε και έφυγα. Ταλαιπωρήθηκα αρκετά. Δούλεψα σκληρά σε διάφορες δουλειές από τόπο σε τόπο. Τα χρόνια πέρασαν. Έκανα οικογένεια. Δεν ξέρω τι απέγιναν οι δικοί μου, ο αδερφός μου ο Δήμος, ο Δήμος μας και αγκάλιασε το Δήμο με αναφιλητά.
Αδερφέ μου,αδερφέ μου,Αντώνη μου ,εσύ είσαι σε βρήκα!.
Επέστρεψαν στο σπίτι. Όλοι κοιμόταν. Ξύπνησε τη γυναίκα του και της μίλησε. Εκείνη φώναξε: Ο "παραπονιάρης" είναι αδελφός μας;
"Ναι αδελφός μας"Ο Δήμος πλησίασε αγκαλιάστηκαν.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Ρainting by Peter Paul Rubens
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου