Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Cyclamen Pourpre Henri Matisse

Το κυκλάμινο είναι ένα από τα ομορφότερα αγριολούλουδα της Ευρωπαϊκής υπαίθρου. Είναι φυτό δικοτυλήδονο και ανήκει στην οικογένεια των Πριμουλιδών (Primulaceae). Άλλες ονομασίες είναι σκυλάκι, λαγόψωμο, λαγουδάκια. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας λέγεται και ‘Χοιρόψωμο» επειδή τις ρίζες του τις τρώνε οι χοίροι. Στην Κέρκυρα το ονομάζουν «Αυτιά του λαγού» και στη Κάσο «Λουλλάδες». Σήμερα υπάρχουν μέχρι και 24 είδη κυκλάμινου ενώ στην Ελλάδα συναντώνται πέντε είδη και αποτελεί σήμα κατατεθέν της ελληνικής φύσης. Επίσης είναι ένα από τα πιο δημοφιλή λουλούδια που χαρίζονται την περίοδο των Χριστουγέννων. Το κυκλάμινο είναι αυτοφυές στις παραμεσόγειες περιοχές. Τα άγρια κυκλάμινα που ευδοκιμούν στην ύπαιθρο αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία των φυτών του εμπορίου. Τα άγρια κυκλάμινα έχουν λευκό ή ανοικτό ροζ χρώμα με σκούρο ροζ στεφάνι στη βάση των πετάλων τους ενώ τα κυκλάμινα των ανθοπωλείων είναι διαθέσιμα σε μεγάλη ποικιλία χρωμάτων από το λευκό μέχρι το μοβ. Πρόσφατες ιατρικές έρευνες και μελέτες έδειξαν ότι το κυκλάμινο έχει και θεραπευτικές ιδιότητες ενώ ήδη χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.
Είναι ένα νανώδες φυτό, πολυετές, βολβώδες με πλατυσμένο κονδυλόμορφο βλαστό που έχει έρπουσες ρίζες. Εκτός από τα άνθη, ιδιαίτερα όμορφα είναι και τα φύλλα του κυκλάμινου σε σχήμα καρδιάς και σκουροπράσινο χρώμα. Εμπορικά πολλαπλασιάζεται με σπόρο και διατηρείται σα φυτό γλάστρας. Μπορεί όμως κάποιος να φυτέψει κυκλάμινα αγοράζοντας και βολβούς οι οποίο κυκλοφορούν στο εμπόριο. Στη φύση η ανθοφορία του γίνεται το Σεπτέμβριο, ενώ στην καλλιεργήσιμη εκδοχή του η περίοδος αυτή ξεκινάει το Νοέμβριο και λήγει στα τέλη Ιανουαρίου.
Είναι ένα καλλωπιστικό φυτό το οποίο απαιτεί μια ιδιαίτερη φροντίδα. Για να διατηρείται σε καλή κατάσταση χρειάζεται υγρασία και μέτρια θερμοκρασία καθώς υποφέρει από τη ζέστη. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να τοποθετείται σε ένα σκιερό σημείο και να μην έχει άμεση επαφή με τον ήλιο. Θα πρέπει να γίνεται καθημερινό πότισμα αλλά χωρίς υπερβολές καθώς οι ρίζες του μπορεί να σαπίσουν από την υπερβολική υγρασία. Προτιμάται η πρωινή άρδευση για να αποφεύγεται προσβολή από βοτρύτη. Θα πρέπει να εφαρμόζεται πότισμα με σταγόνες ή με το σύστημα του βρεγμένου δαπέδου (τριχοειδής άρδευση). Όταν βέβαια σταματά η ανθοφορία του και τα λουλούδια πέφτουν τότε καλό είναι να σταματά το πότισμα. Το κυκλάμινο ως αγριολούλουδο, αντέχει τις χαμηλές θερμοκρασίες αλλά τα φυτά εμπορίου επιδεικνύουν μικρότερη αντοχή. Απαιτεί μια σταθερή και μέτρια λίπανση η οποία θα πρέπει να εφαρμόζεται με το πότισμα. Θέλει ένα έδαφος αφράτο και καλώς στραγγιζόμενο και για αυτό χρησιμοποιούνται τα γνωστά εδαφοβελτιωτικά (τύρφη, περλίτης κ.τ.λ.).
Οι πιο σοβαροί του εχθροί είναι οι τετράνυχοι. Οι αφίδες και οι θρίπες προκαλούν περιορισμένης έκτασης ζημιές. Όσον αφορά τις ασθένειες μπορεί να προσβληθεί από βοτρύτη, από φουζαρίωση, από σήψη ριζών και από βακτηρίωση.

https://fytognoseis.blogspot.com/

 Ο λόφος με τα κυκλάμινα- Μαρία Χ. Μαραγκού (από Σέρβου Αρκαδίας) https://zounati.com/

Είδος κυκλάμινου που συναντάται κυρίως στην Ελλάδα για αυτό κι η επιστημονική του ονομασία είναι Κυκλάμινο το Γραικό. Πρόκειται για πολυετές φυτό με μεγάλη, κονδυλώδη, σχεδόν κυκλική, ρίζα από την οποία εκφύονται τα φύλλα και τα άνθη του. Το ύψος του φυτού δε ξεπερνά τα 15 εκατοστά. Τα άνθη του είναι σε μωβ αποχρώσεις με εντονότερο χρώμα στην κάτω πλευρά τους. Η άνθιση του σηματοδοτεί την αρχή του φθινοπώρου. Η καλλωπιστική αξία του οφείλεται τόσο στο ιδιαίτερο σχήμα των λουλουδιών του όσο και στο ότι η ανθοφορία του έχει μεγάλη διάρκεια και παραμένει ανθισμένο στην καρδιά του χειμώνα. Οι δραματικές κλιματικές αλλαγές στη λεκάνη της Μεσογείου δείχνουν ότι πολλά είδη κυκλάμινου πιθανώς να εξαφανιστούν μέσα στα επόμενα 50 χρόνια.

Το όνομα κυκλάμινο προέρχεται από τη λατινική λέξη cyclamen, ρίζα της οποίας αποτελεί η ελληνική λέξη κύκλος. Το φυτό αντλεί την ονομασία του από την περιγραφή του σχεδόν κυκλικού, πεπλατυσμένου βολβού του.

Ο Διοσκουρίδης το αναφέρει ως «κυκλάμινος», κι αναφέρεται στις θεραπευτικές του ιδιότητες κατά των παθογενειών του ρινικού συστήματος & της βλεννογόνου.


Κυκλάμινο Αυγούστα Στυλιανού 


Το όμορφο κυκλάμινο και οι περίεργες δοξασίες που το συνοδεύουν

Λένε πως το κυκλάμινο είναι το λουλούδι που συμβολίζει τη γονιμότητα, την ευτυχία, ενώ έχει ιδιότητες που προστατεύουν και προκαλούν λαγνεία.
Αυτή την εποχή στην κρητική ύπαιθρο, μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, βλέπεις να ξεπετάγονται μέσα από το χώμα τα πρώτα κυκλάμινα.
Τα συναντάς σε σχισμές βράχων, όπως αυτά της φωτογραφίας που τραβήχτηκε λίγο πιο κάτω από τη Φανταξοσπηλιάρα στο Ρέθυμνο, κάτω από δέντρα και γενικότερα σε μέρη που έχουν σκιά.
Η ομορφιά τους είναι αδιαμφισβήτητη, είναι τόσο ντελικάτα, τόσο μοναδικά που δεν μπορείς όταν τα συναντήσεις παρά να τα θαυμάσεις.
Στην Κρήτη μάλιστα έχουμε κι ένα ενδημικό είδος κυκλάμινου, ένα εντελώς δικό μας δηλαδή λουλούδι, το Cyclamen creticum, πέρα από τα υπόλοιπα είδη που συναντάμε και στην υπόλοιπη χώρα.
Χαρακτηριστικό αυτού του λουλουδιού είναι πως πρώτα βγάζει τα άνθη του και μετά τα φύλλα του κι όχι το αντίστροφο όπως συμβαίνει σε άλλα είδη.
Δεν είναι μόνο αυτό όμως το περίεργο που σχετίζεται με τα κυκλάμινα. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες δοξασίες γύρω από το συγκεκριμένο λουλούδι όπως για παράδειγμα το ότι αν μια ανύπαντρη γυναίκα φυτέψει κυκλάμινα ανάμεσα στα κεραμίδια του σπιτιού της κι αυτά πιάσουν τότε θα παντρευτεί αν δεν φυτρώσουν τότε τα νέα δεν είναι καλά για το μέλλον της.
Ακόμα λένε πως αν αποξηράνει κάποιος λουλούδια κυκλάμινου και τα τοποθετήσει σε ένα μικρό μπουκαλάκι, το οποίο θα κρεμάσει στο λαιμό του, τότε δεν έχει να φοβηθεί το κακό μάτι.

Πέρα από τις δοξασίες πάντως υπάρχουν επιστημονικές μελέτες που εντοπίζουν στους βολβούς του κυκλάμινου μια ουσία ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα ενοχλητικά και δυσάρεστα συμπτώματα της ιγμορίτιδας.

Οπότε για το μάτι δεν σας υποσχόμαστε αλλά για την ιγμορίτιδα έχουμε αποδείξεις.


 Βαρλάμος Γιώργος-Κυκλάμινα, 2005

Ανδρέου Ειρήνη "Μιας ‘Ανοιξης κυκλάμινο "

Σαν το κυκλάμινο στα ροζ ντυμένη,
μες σε μια πέτρα η καρδιά μου αφημένη.....

Στα ροζ ντυμένη στα χαλάσματα γυρνώ,
την πρώτη αγάπη μου με πόνο αναπολώ.
Βράδια ατέλειωτα πνιγμένη στα φιλιά,
που μου ψιθύριζες με πάθος, μ’ αγαπάς.

Ήτανε Ανοιξη θυμάμαι και σ’ αγάπησα πολύ…
η πλάση μύριζε λεμονανθούς και γιασεμί
κι ένα κυκλάμινο δειλά είχε ανοίξει
μέσ ’ απ’ την πέτρα διάλεξε ν ανθίσει.

Στα ροζ ντυμένη στα χαλάσματα γυρνώ
στις αναμνήσεις μού απόμεινε να ζω.
Μιας Ανοιξης κυκλάμινο που δεν ανθίζει πια
τα χρόνια πέρασαν μα Ανοιξη καμιά.

Σαν το κυκλάμινο στα ροζ ντυμένη,
μες σε μια πέτρα η καρδιά μου αφημένη
.
*εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία
απ’ την Τούρκικη εισβολή του 1974
όταν ένα 20χρονο αγόρι ανέβαινε με λεβεντιά
τα βουνά της Κερύνειας να «κατατροπώσει
τον εχθρό» ενώ μια νεαρή κοπέλα απέμεινε
«μιας Ανοιξης κυκλάμινο που δεν ανθίζει πια" μετά που ταυτοποιήθηκαν τα οστά του....

από το βιβλίο της Ειρήνης Ανδρέου : Φτου μας....με αγάπη

Cyclamen in a Blue Flower Pot by Esther Newman-Cohen


ΑΡΣΙΝΟΗ ΒΗΤΑ - ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ

Χαμόγελο του φθινόπωρου, καρδιόσχημα τα φύλλα, αιθέρια ευωδιά η πνοή του. Με λεπτότητα σκυμμένο το κεφάλι, με γνώση της μοναδικότητάς του ακριβή, ζηλευτή. Σε σχισμές ψυχές πέτρινες ανθίζει, σε ξερά φύλλα μουντά και κουρασμένα από καημούς. Βρίσκει τη θέση του. Ζητά λίγο νερό να δροσίσει την κλωστίτσα που το δένει με τη γη, νεράκι της αγάπης. Δεν το φοβίζουν οι πατημασιές οι άτσαλες του εγωισμού, της έπαρσης. Δε φωνάζει για μια άλλη γη. Ομορφαίνει τη δική του, που τυχαία του χαρίστηκε. Ομορφαίνει τη ματιά του κόσμου. Δε ζηλεύει τα περήφανα λουλούδια τα φανταχτερά. Κι έγινε ποίημα κι έγινε τραγούδι δοξαστικό. Κι αγαπήθηκε πολύ, όσο κανένα άλλο. Ταπεινοσύνη το λένε...κυκλάμινο το λένε...


Agnes Bodor




Στίχοι για το τραγούδι Lamento (θρήνος) Ρωμανός Γιώργος του έτους 1966 σε στίχους Γκάτσος Νίκος και σύνθεση Χατζιδάκις Μάνος από το album Μυθολογία.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ - LAMENTO (ΘΡΗΝΟΣ)

Είδα στον ίσκιο σου γραμμένο
Στον ουρανό τον ματωμένο
Δάκρυ πικρό και συννεφιά
Κι ήρθα και σου ‘βαλα στο χέρι
Σίδερο πέτρα και μαχαίρι
Και του σταυρού σου τα καρφιά

Άγρυπνο κράτησες το βόλι
Μα εγώ στης γης το περιβόλι
Θα κρύβω τη λαβωματιά
Ώσπου στο χώμα να γυρίσει
Το πεύκο και το κυπαρίσσι
Το δυοσμαρίνι κι η μυρτιά

Τώρα με τ’ όνειρο χαρά σου
Μείνε κυκλάμινο του δάσους
Και πριν στον ήλιο αναστηθείς
Πάρ’ την αγάπη για κλειδί σου
Στην αμμουδιά του παραδείσου
Πού πας απόψε να σταθείς;

Bridget Flinn



"Ο εφιάλτης της Περσεφόνης" Μάνος Χατζιδάκις - Νίκος Γκάτσος - Μαρία Φαραντούρη

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.


Jacqueline Talbot

Ο Ελύτης - Μαρία Νεφέλη

Μ.Ν. Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά
σ’ αυτά που ‘ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά
κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.



Pink Cyclamen by Joanne Porter


Χρήστος Ζουλιάτης - Ένα κυκλάμινο ανθεί αιώνια

Τι ξαφνικό ήταν αυτό; Ποια μοίρα το 'χε γράψει; Πως τούτο το κυκλάμινο ξεφύτρωσε στα βράχια; Που βρήκε τέτοια αποκοτιά και τα 'σκισε στα δύο; Πως τα ξεγέλασε και ορθώθηκε αντρείο ανάμεσά τους; Ποιο το μεγάλο μυστικό που μέσα του να κρύβει; Που βρήκε τόση δύναμη, που βρήκε τόσο θάρρος; Μήπως στο χρώμα π' ακουμπά στου ήλιου τις αχτίδες; Μήπως στα φυλλαράκια του που αγέρι τα χαϊδεύει; Μήπως στ΄αμέτρητα φιλιά τη νύχτα όταν κοιμάται δροσοσταλίδες όμορφες πάνε και το δροσίζουν; Μήπως στα όνειρα που υφαίνουνε του ποταμιού οι νεράιδες; Θα είναι, άραγε εκεί, τούτο, τον άλλο μήνα; Τούτο το χρόνο, τ' αλλουνού, ανάμεσα στα βράχια; Τα ξερολίθια τα 'σκισε, στο χρόνο θα αντέξει; Κι αν η αιωνιότητα σκληρή φερθεί μαζί του και τ' άνθη και τα φύλλα του κατάχαμα τα ρίξει; Θα 'χει ριζώσει μέσα μου κι αιώνια θα μείνει.


Ένα κυκλάμινο ανθεί αιώνια" Ποίηση: Χρήστος Ζουλιάτης Ακούγεται το κομμάτι "Οργώνω τη θάλασσα" του Μίκη Θεοδωράκη από το έργο "East Of The Aegean" Έπαιξαν οι μουσικοί Wolfgang Schmiedt (πιάνο) Jens Naumilkat (τσέλο)


Wild Cyclamen is a painting by Zaira Dzhaubaeva


ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΣΟΛΑΣ - ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ

Αν γινότανε τα εκατομμύρια
των κυττάρων μου να διαχώριζα,
σ' όλη τη γη θα τά'σπερνα
κυκλάμινα και χαμομήλια.
Πάνω σ' αυτά να περπατάς
κι όταν θα μ' αγαπάς
κι όταν θα μ' έχεις ξαγαπήσει.
Μήτσος Κασόλας (Δελτίο Καιρού)




Cyclamen Over New World by John Lautermilch


Μιχάλης Κατσαρός - Το σχῆμα μου

Θα προσπαθήσω να δώσω το σχῆμα μου
ὅπως συντρίβεται σε δυο   λιθάρια
θα σκεφτῶ ὑπόχρεος ἀπέναντί σου
θα στήσω τη  φοβερή ὀμπρέλα μου
με τις  μπαλένες ἀπ᾿ το πρόσωπό μου
μαύρη ὑγρή  ἀκατανόητη
ἀπ᾿ τον καιρό που ἤτανε ἀσπίδα
που ἦταν ταπεινό κυκλάμινο
και μια ρομφαία.

Θέλω να μιλήσω ἁπλά για την   ἀγάπη
τῶν ἀνθρώπων
και παρεμβαίνουν οἱ θύελλες
παρεμβαίνει το πλῆθος
το στῆθος μου
το τρομερό ἡφαίστειο που λειτουργεῖ
κάτ᾿ ἀπὸ πέτρες.
Τα φριχτά ἐρωτήματα παραμένουν ἐπίμονα
μαῦρα ὑγρὰ ἀκατανόητα
παραμένουν ἐπίσημα
σαν σαρτεβάλια.
Ὅσο ἀπ᾿ τις μικρές καλύβες να γελοῦν
ὅσοι οἱ χωρικοί να μπαίνουν στα ἐργοστάσια
ὁ πύργος μας καίγεται
θ᾿ ἀφήσουν εποχή οἱ ἔνδοξες μέρες
ὅλα τ᾿ ἀπόκρυφα χειρόγραφα θα ἐπιστραφοῦν
ἀπό σοφούς και μάντεις.( απόσπασμα)


Cyclamen Portrait by Christopher Ryland

Νότα Κυμοθόη - ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ

Σιωπηλά στο χάραγμα της μέρας
μες το μουντό ξημέρωμα
στην παγωνιά του χειμώνα
ταπεινοί προσκυνητές της γης
οπού με υπομονή κρατά το σπόρο
αυτόν που θα βλαστήσει την άνοιξη!

Αχ, χλόη καημέ μας
το μαράζι των ανθρώπων...

Θυμηθείτε τα σημάδια της γης
τα χοχλάδια που απόμειναν
εκεί οπού...δέντρα γίνανε στάχτη...
Το χάραμα, ολόγυρα η πλάση
έχει μιαν αχνάδα παγερή
οπού χτενίζει τον ορίζοντα...

Αχ, καρδιά, πήρες σβάρνα τοπία
κι είδες σύγνεφα που έρχονται
καθώς βάφονται βουνά μαβιά
από αντίχριστους που πλάκωσαν
χέρια που κόβουν σύρριζα κεφάλια
μαχαίρια οπού χτυπούν πισώπλατα
γλώσσες οχιάς που ροκανίζουν...
Αχ, καρδιά οπού τα έλατα διαφεντεύεις
εκεί οπού βογκούν των ελαφιών ψυχές
κι ακούγονται ανασεμιές αποθαμένων...
Οι ελιές σκιές στην ανηφόρα
καθώς τσομπαναραίοι ωσάν Απόστολοι
σφίγγουν στον κόρφο τους τ' αρνάκια.
Κι ο άνεμος; Κάτι σαλεύει σιγαλά
κι ύστερα περνάει σιωπηλά ως άγιος.

Τα κυκλάμινα, ομορφιάς σφραγίδα
σαν ένα μήνυμα ελπίδας
μαβιά-βουβά στέκουν χαμηλωμένα
πάνου από το χνότο της γης.
Πως να το πεις;
Κρατούν της στράτας το θυμίαμα
του ήλιου το δεκάλογο
του φεγγαριού το ασήμι.
Μη τους το πεις...
Στη ζυγαριά του κόσμου
το άγιο περιστέρι μες στα λιόδεντρα
ψάχνει ακόμα κλαδάκι...
Μη τους το πεις...
Τις νύχτες κουκολοφόροι
χτυπούν αθώους...
Μη τους το πεις!..

Αχ, καρδιά, μόνη εσύ μέσα στο χάραμα
να κρατάς τον ήλιο στη ράχη
μη στάξει πάνω του σκοτάδι ο καιρός...
Αχ, καρδιά αδράχτι τι θυμίζεις;
Χρυσόμυγα, ουράνιο τόξο;
Ξεφεύγεις μες τη βουή της τρικυμίας
και γίνεσαι κυκλάμινο όλο καημούς
σφίγγοντας χιλιοτρυπημένα λόγια
αφηνιασμένα χειροκροτήματα
βουβή απάνου στο μίσχο σου
κρατώντας μέσα σου υπομονή
και Αη-θυμαριού ανάσα.
Αχ, καρδιά...στόχαστρο οχτρών!
Σφύρα ν' ανθίσουν τα βουνά
σκαλί-σκαλί ως επάνω μαβιά
ταπεινά κυκλάμινα που λάμπουν!
copyright:Nota Kimothoi


Cyclamen and Primula  by Winifred Nicholson


Χρίστος Μαρκόπουλος - Κυκλάμινα


Τα χρόνια της μεγάλης ελπίδας
δεν χάθηκαν ποτέ
κι αν εμείς σκορπίσαμε
αναζητώντας ευθείες λεωφόρους,

κι αν εμείς δεν υπολογίσαμε
τα χιλιόμετρα των αποστάσεων,
κι αν εμείς σπαταλήσαμε
τις δυνάμεις μας
στο κυνήγι κινούμενων στόχων,
τα χρόνια της μεγάλης ελπίδας
ανακυκλώνονται ξανά,
με τον σηματοδότη χρόνο
στο πράσινο στο κόκκινο στο πορτοκαλί.

Εμπρός ξεκίνα πάλι,
πάλι και πάλι από την αρχή.
Κι αν αυτά που λέμε δεν είναι έτσι,
κι αν αυτά που νιώθουμε
δεν είναι αυτά που θέλαμε να νιώθουμε,
εσύ, μη μελαγχολήσεις
με την δική μας φτιαχτή αισιοδοξία,
εσύ, μη νιώσεις ίλιγγο
ακροβατώντας στου ορίζοντα
τις κινητές γραμμές
κι εμείς, το υποσχόμαστε
μαζί να τραγουδήσουμε
της συντροφιάς τραγούδια.

-Δεν πειράζει, που δεν έμαθες
να χαϊδεύεις τους κάκτους,
αλλοίμονο σου όμως
αν πατήσεις τα κυκλάμινα.


Cyclamen by Jeff Friedman

Δώρα Μεταλληνού - Τα κυκλάμινα 

Τα κυκλάμινα δες
σεμνυνόμενα κεφαλάκια
παραστάτες σε τελετουργία φθίσης
μυρωδάτα φιλιά της βροχής στα φύλλα
μέχρι ...τελικής πτώσης
χρώμα της φθοράς
χρώμα της μελαγχολίας
κίτρινο του κυδωνιού
καφετί του κάστανου
μύρωμα του αγέρα
που ακούσια με ταξιδεύεις σε άλλα πελάγη
που χαράζεις τα κύματα
που εικονίζεις στα έγκατά μου
το θάνατο....
με την ελπίδα σίγουρης ανάστασης
ανοίγει η γη να δεχτεί την Κόρη
κι η Δήμητρα θρηνεί
δάκρυα ποτισμένα ελπίδες
θα ξαναγεννηθούν ήλιοι που μαράθηκαν
θα μυρίσει η γη
''φλισκούνι κι άγρια μέντα''
ερωτιδείς θα τραγουδούν
σε ένα αέναο τραγούδι χαράς
κι εγώ αλλοπαρμένη θα ψιθυρίζω:
όλα ωραία και συγκλονιστικά μεγάλα!


Wicker Chair and Cyclamen  by Michelle Calkins

ΑΡΗΣ ΜΠΙΤΣΩΡΗΣ - ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ

Τέρμα Ειρήνης Βαρδαρίου
και  Αγίου Δημητρίου
το κυκλάμινο στο βράχο
σαν την καλαμιά μονάχο.

Δίπλα του σωροί σκουπίδια
και σπασμένα κεραμίδια.
Αδιάφοροι διαβάτες
με καμπουριασμένες πλάτες.

Μόνο ένα προσφυγάκι
το ποτίζει με νεράκι.
Ράγισαν στα χείλη οι στίχοι
δίπλα στα παλιά τα τείχη.

Κοκκινίζει το φανάρι
παγωμένο το σφουγγάρι
ο μικρός σκύβει στα τζάμια
τ’ αυτοκίνητα ποτάμια.

Λίγα κέρματα στην τσέπη
πού ’ναι ο Πανθ’ ορών, δε βλέπει;
Κι οι διαβάτες μες στο κρύο
στο δικό τους το φορτίο.

Το κυκλάμινο δακρύζει
όμως μάταια ελπίζει
του χιονιά η άσπρη πάχνη
ζάχαρη να γίνει άχνη

Candy Cane Cyclamen by Hilda Wagner

Γιάννης Ρίτσος

1. Κουβέντα μ’ ένα λουλούδι

– Κυκλάμινο, κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα,
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς,
πού μίσχο και σαλεύεις;
– Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα-στάλα.
Μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα.




Sincere Cyclamen  by Jo-An Frances

2. Το κυκλάμινο

Μικρό πουλί τριανταφυλλί
δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του
στον ήλιο πεταρίζει.
Κι αν το τηράξεις μια φορά
θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις
θ’ αρχίσεις το τραγούδι.






Cyclamen Fancy  by Kathy Braud


Γιώργος Σεφέρης - ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

«Πανιά στο φύσημα του αγέραο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.Άρωμα πεύκου και σιγήεύκολα θ’ απαλύνουν την πληγή65που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτηςη σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης. *Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,άκουσε των ανέμων την ταφή.

»Άδειασε το χρυσό βαρέλι70ο γήλιος έγινε κουρέλισε μιας μεσόκοπης λαιμόπου βήχει και δεν έχει τελειωμό·το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβειμε τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.75Γυναίκα που έχασες το φως,άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.

»Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·80φωνάζουν μα δεν έχουν τί να πουν.Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,κρίνα απ’ την άμμο, κι απ’ τη θάλασσα ανεμώνες·γυναίκα που έχασες το νου,άκου, περνά το ξόδι του νερού…»

85«Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίωςτα γεγονότα που ήκουσε με δέοςη κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργόςεδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…»«…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες…90κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες…γυναίκα…»«…υπερτερεί συντριπτικώς.Ο πόλεμος…»ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ. *


Cyclamen Pink by Cora Niele


Γιώργος Σεφέρης - Έφεσος

Ωστόσο σκύβουν
κάτω απ’ το βήμα του Θεού
τα κυκλάμινα.

Άγκυρα, 
30. 10. 1950

Cyclamen Vernum Flore Albo by Arentine H. Arendsen


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΙΑΜΠΑΝΗ - Κυκλάμινα ζωγραφιστά

Τόσο μικρά και ταπεινά
γεμάτα πλέρια ομορφιά
ριγμένα
στις κρυφές της γης γωνιές
σε βράχους κι άγονες ρωγμές
θαρρείς από ένα χέρι
μαγικό ,
ζωγράφου .

Στολίδια του Φθινόπωρου
που όλο κινούνται σιωπηλά
στου ανέμου την ανασαιμιά
Κυκλάμινα ζωγραφιστά . ..
el.S~


Red Cyclamen by Joanne Porter

ΝΙΚΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ - Το κυκλάμινο

– Πώς σε λένε, λουλουδάκι;
– Να σ’ το πω: κυκλαμινάκι.
– Και ριζώνεις στο βουνό,
δίχως άνθη άλλα κοντά σου;
– Έχω σύντροφο (στοχάσου!)
το γαλάζιον ουρανό.
– Και τι κάνεις όλη μέρα;
– Τραγουδώ με τον αγέρα·
παίζω με τ’ αγριοπούλια·
με κοιμίζει πάντα η Πούλια·
και στολίζω ταπεινά
τις ραχούλες, τα βουνά…
– Και το χιόνι όταν φτάσει;
– Δε φοβάμαι… Θα περάσει…
Μες στη γη θα κοιμηθώ,
στου Θεού μας την αγκάλη.
Και τον άλλο χρόνο πάλι
με καινούργιο θα ’μαι ανθό!…
– Καληνύχτα, λουλουδάκι…
– Ώρα σου καλή, παιδάκι…

ΝΙΚΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ



Cyclamen and Orchids in a Flower Pot  by Esther Newman-Cohen




Σαν του χειμώνα το κυκλάμινο

Στίχοι : Νίκος Μαρουλάκης
Σύνθεση : Φρόσω Λάσκαρη
Ενορχήστρωση : Τάσος Καλαιτζής
Ερμηνεία : Φρόσω Λάσκαρη


Σα μια βροχή από ψηλά
έπεσα τόσο χαμηλά
ένα φθινόπωρο και δάκρυσα
μα από το πουθενά εσύ
μ’ αγκάλιασες σα μάνα γη
και μες στον πόνο μου σ’ αγάπησα

Έβγαλα φύλλα στην καρδιά
ψήλωσα όπως τα βουνά
κι όλα στον κόσμο μου υπέροχα
το σώμα άγγιζε τη γη
μα ήταν στα σύννεφα η ψυχή
πλημμυρισμένη από έρωτα

Έρωτας ήσουν ξαφνικός
έρωτας φθινοπωρινός
στη δίψα μου νερό κρυστάλλινο
με μια αγάπη ακριβή
που ανθίζει μέσα στη βροχή
σαν του χειμώνα το κυκλάμινο

Μες στη δική σου αγκαλιά
έμαθα και στην παγωνιά
να περπατώ και στα λασπόνερα
και άφησα πίσω τα παλιά
χρόνια μου πέτρινα , σκληρά
κι έβαλα χρώματα στα όνειρα

Είχες στο βλέμμα σου ένα φως
σαν ήλιος ήσουν λαμπερός
που την ψυχούλα μου τη ζέσταινες
κι ένοιωθα μέσα στην καρδιά
να φεύγει πόνος κι ερημιά
με την αγάπη που μ’ ανέσταινες

Έρωτας ήσουν ξαφνικός
έρωτας φθινοπωρινός
στη δίψα μου νερό κρυστάλλινο
με μια αγάπη ακριβή
που ανθίζει μέσα στη βροχή
σαν του χειμώνα το κυκλάμινο


ΠΩΣ ΘΕΣ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΩ

Στίχοι: Νίκος Καρύδης 
Μουσική: Γιάννης Σπανός 
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Καράλης

Αν είσαι μια μικρή παραπονεμένη πέτρα
σε μια ερημιά
αν είσαι ένα μοναχικό κυκλάμινο
στο βουνό

αν είσαι ένα ξεχασμένο άστρο
στον ουρανό
πού θες να το ξέρω;

Αν είσαι μια βραδινή βροχή
στη θάλασσα
αν είσαι ένας βαπορίσιος καπνός
στο πέλαγος
αν είσαι ένα παλιό εικόνισμα
σε μια εκκλησιά
πού θες να το ξέρω;

Αν είσαι ένα αγκάθι
στην καρδιά μου
εγώ που σ’ αγαπώ
πώς θες να το ξέρω;

Still Life with a Red Cyclamen by Alvar Cawen


Διήγημα : Ζαχαρίας  Παπαντωνίου - Η κυκλαμιά του Αναπλιού

ΣΤΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ των Ψαρών απόμεινε, μετά την καταστροφή, μια ζωή κρυμμένη σε μια σχισμάδα. Οι βάρκες των γαλλικών πλοίων δεν την περιμάζεψαν. Ο τρόμος δεν την άφησε να βγη.* Τέλος, η πείνα την ξετρύπωσε. Περνούσε η σκούνα του γέρο Τούντα. Το απομεινάρι του χαμού κουνούσε τα χέρια του. Φώναζε. Το κύμα έσβηνε την αδύνατη φωνή του. Το πλεούμενο τράβαγε το δρόμο του. Η απελπισμένη φωνή μολαταύτα ρίχτηκε στο κύμα και, κολυμπώντας μ’ όση δύναμη τής είχε μείνει, ως που τη νιώσανε, αρπάχτηκε απ’ την καλούμα που της έριξαν και σκαρφάλωσε. Ήταν μια κοπέλα. Ο γέρο Τούντας ξαφνιάστηκε. Είχε κλάψει τα Ψαρά. Να τα εκεί πάνω, καθώς περνούσε η σκούνα του, πέτρινος τάφος. Και τώρα, τούτη η ζωή που πρόβαλε απ’ το νερό και γαντζώθηκε στη σκούνα και γλύτωσε, του φάνηκε σαν η ίδια η Ρωμιοσύνη, που εδώ τη σκοτώνεις κι εκεί ξαναζή. Η κόρη, σα βεβαιώθηκε πως έπεσε σε χέρια Ρωμιών, ανακάθησε απάνω στη σκούνα και, λαχανιασμένη απ’ το κολύμπι, με το περδικωτό το στήθος που ανεβοκατέβαινε, κοίταζε γύρω της. Ζούσε. Τι άλλο είναι απ’ αυτό; Όλα ξεχνιούνται. Η θάλασσα ήταν διαμάντι. Ο αγέρας σιγόπαιζε και σιγοσφύριζε στα σκοινιά και στο φλόκο. Η πλάση δεν ήξερε την καταστροφή των Ψαρών! Δε θα τη μάθη ποτέ.

-Πώς σε λένε; ρώτησεν ο καπετάνιος.
Δεν απάντησε.
-Έλα να βάλης ένα στεγνό ρούχο.
-Μαρώ, είπε τότε σαστισμένη.

Όταν κατάφερε, κρύβοντάς την απ’ τα μάτια των Τούρκων, να φτάση ο γέρο Τούντας στο Ανάπλι, πήρε την κοπέλα κ’ είπε στη γυναίκα του:

-Γριά, απόχτησες παιδί, σαν τη Σάρα.

Τρία χρόνια τώρα η Μαρώ ζη στ’ Ανάπλι. Ανθίζει κάτω απ’ το βράχο του παραμυθιού, σαν το κυκλάμινο κάτω απ’ την πέτρα. Και δεν ήταν τάχα κυκλάμινο; Ο Θεός της έδωσε αυτό το χρώμα στα μάγουλα. Λίγες κοπέλες αξιώθηκαν να τόχουν. Το κυκλάμινο ήταν ελαφρά χυμένο στα ήσυχα μάγουλά της, στο παιδιακίσιο πηγούνι, στις άκρες των αυτιών της, στα μελίγγια. Χαμηλόβλεπε κ’ έρριχναν τα τσίνορά της μενεξεδένιον ίσκιο. Ήταν η ντροπή. Ήταν η παρθενιά κ’ η αγιωσύνη. Όταν τα κέρινα δάχτυλά της, γραμμένα με το κοντύλι, χυμένα, άγγιζαν τις δυο ολοκάστανες πλεξίδες της, για να τις ξαναρρίξουν από το στήθος στις πλάτες, όταν ανέβαινε τη μικρή πέτρινη σκάλα, κυπαρισσένια, σεμνόπρεπη, μαυροντυμένη για κείνους πούχασε στα Ψαρά, οι γειτόνοι έλεγαν μέσα τους πως ήταν αδύνατο να συλλογιστή κακό. Μια τέτοια στιγμή την είδε, καθώς περνούσε από κει, ο Σάββας, φερμένος απ’ τα μέρη της Λαμίας, νοικοκυρόπαιδο, που φορούσε τη φουστανέλλα του χιόνι, μέσα στο καταλερωμένο και κουρελιασμένο Ανάπλι. Όλες οι ιδέες, όσες τούδωσαν τα λίγα γράμματα που ήξερε, ζωντάνεψαν εκεί δα. Η ελεημοσύνη, η καρτερία, η στοργή, πήραν γι’ αυτόν το κυκλαμί και το ντροπαλό της Μαρώς. Οι όσιες και οι άγιες, όσες είχε ιδή ζωγραφισμένες από Μανιάτες αγιογράφους στο μισοσκόταδο των παρεκκλησιών, δένοντας με σφιχτό μαντήλι τις πλεξούδες τους, που ήταν οι πλεξούδες της Μαρώς, ακινητούσαν ορθές στη φαντασία του, ενώ ένα λιγνό κερί έλυωνε στα πόδια τους και λύγιζε. Ο Σάββας έχασε τον ύπνο του. Τ’ αποφάσισε. Μια, δυο, πήγε στη γριά του ναυτικού.

-Την παίρνω! της είπε.

Καλύτερη τύχη δεν ήθελαν για την πεντάρφανη. Η γριά, σταυροκοπούμενη, τούπε να κάμη αβασταγή ως που νάρθη κι ο γέρος. Ο γέρος ήρθε κ’ έδωκε τη γνώμη του. Ο γάμος έγινε στον Άϊ-Σπυρίδωνα, και μάλιστα μ’ απίστευτες τιμές, με κανονιές. Ο Γρίβας απ’ το Παλαμήδι κι ο Φωτομάρας απ’ το Ιτς-Καλέ πιάστηκαν κ’ έτυχε αυτήν την ώρα ν’ αρχίσουν το κανονίδι. Παπάς και ψαλτάδες κατάπιαν βιαστικά την ακολουθία. Μα τελοσπάντων το μυστήριο έγινε.

-Αχ, τι βουνά ειν’ αυτά! Έλεγε η νιόπαντρη κοιτάζοντας πέρα, πολύ πέρα. Τι νάναι πίσω από κει;
-Τόπος, παιδί μου.
-Να βρισκόμουνα κει!
-Τι θες, παιδί μου, εσύ, στο ρημαγμένο τόπο;
-Ας βρισκόμουνα αλλού, θειά. Πέρα, πιο πέρα…
-Τι είν’ αυτά που λες; Εσύ, που είχες την τύχη να πάρης το νοικοκυρόπουλο απ’ το Ζητούνι;

Η Μαρώ δε μιλούσε.

Ερχόταν ο άντρας της. Ό,τι είχε μείνει στο Μοριά και δεν τόκαψε ο Ιμπραήμης, της τόφερνε. Τα λαχανικά. Τα οπωρικά. Τα κουφέτα απ’ το μαγαζί. Τα χάδια. Τα παραμύθια. Τα κιθαρίσματα. Γιατί μόνο αυτός είχε κιθάρα στο Ναύπλιο. Αυτή και το βιολί του Φλογαΐτη, φάλτσα και τα δυο, έφταναν για να θυμίσουν μέσα στη δύστυχη πόλη τις εννέα διωγμένες Μούσες και τον Απόλλωνα. Λίγο ιεροψάλτης ο Σάββας και λίγο τραγουδιστής, ξεκρεμούσε την κιθάρα, μοναδικό στόλισμα του κατάγυμνου τοίχου, και τραγουδούσε:

Εις μι’ ανθερή μυρσίνη
η χάρις Ευφροσύνη
εις δάση δροσερά,
τον Έρωτα δεμένον
τον είχε τον καϊμένον
με σίδερα σκληρά.
-Δεν μπορώ να τ’ ακούω, λυπητερό είναι! Άλλο χαβά! τούλεγε η Μαρώ.

-Άλλο, Μαρώ μου…

Και της τραγουδούσε σ’ άλλον ήχο:

Χαίρετε όρη, φθορείς Τιτάνων!
Κρημνοί Αγράφων, Πήλιον, Όσσα!
Ω, Πιερίας μνημεία τόσα,
σάλπιγγες πάντα θούρων παιάνων!

-Όχι άλλες σάλπιγγες! έλεγε η Μάρω. Βαρέθηκα. Απού ένοιωσα τον εαυτό μου, φωτιές και βροντές ακούω. Με τις κανονιές στεφανώθηκα…

Κ’ έβγαινε στο παράθυρο.

-Να μας έπαιρνε κείνο το καράβι, να μας πήγαινε όξω…
-Πού όξω, Μαρώ; Είναι βασιλικό το καράβι, είναι ντελίνι φράγκικο…
-Στη Φραγκιά να μας πήγαινε. Στα Παρίσια…
-Τι δουλειά έχομε στα Παρίσια, Μαρώ μου… Δεν είναι τα χούγια μας τέτοια. Εμείς είμαστε Ρωμιοί, δεν τρώμε μπακάκους. Κι έπειτα, τι, για μικρό τόχεις τ’ Ανάπλι; Εδώ είναι πολιτεία… Εδώ ειν’ στρατηγοί κ’ οι καπετάνιοι.
-Τσαρούχια, σιλάχια και κάπες! Έλεγε στραβομουτριάζοντας η Μαρώ.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλία από πατέρα μισο-Δημητσανίτη κι από μάννα Μακεδονίτισσα, έζησαν λίγα χρόνια στα Σάλωνα, κουβαλήθηκαν ύστερα με τους άλλους Ρωμιούς στα Ψαρά, την ξερρίζωσαν από κει τα κανόνια του Χοσρέφ, την πήρε η σκούνα, τη δέχτηκε τ’ Ανάπλι – κ’ η Μαρώ πονούσε για τη Φραγκιά. Ήταν απ’ τις ψυχές που βλέπουν όξω! Πέρα! Ήταν σαν το δεντρί που ριζώνει στην αυλή και καρπίζει όξω απ’ το φράχτη. Ποιος θα μάθη τι θέλουν αυτές οι ψυχές; Την ώρα που οι αρχόντοι ήρθαν απ’ την Ευρώπη στ’ Ανάπλι κ’ έτρωγαν όσπρια, η Μαρώ έλεγε στον άντρα της, μουντζοκλαίγοντας και φέρνοντας τα γραμμένα δάχτυλα στον περιστερένιο της λαιμό:

-Είμαι ως εδώ από φακή!

Η τύχη, σα να την άκουσε, της έφερε την Ευρώπη μες στην αυλή της. Ήρθε και κάθησε στο αντικρυνό δωμάτιο ένας από τα εικοσιεφτά μέλη του «Πανελληνίου»! Ευρωπαίος. Γρηγόρης Σούτσος τ’ όνομά του. Πριγκιπογενιά. Ερχόταν απ’ τα Παρίσια. Ήταν χυτός, ντελικάτος. Μακρυά δάχτυλα, βαριά και σοβαρή μιλιά. Μα εκείνο που θάμπωσε τη γειτονιά δεν ήταν το αξίωμά του κ’ η πριγκιπική του καταγωγή, όσο τα παράθυρά του με τα τζάμια στο Ναύπλιο. Η γυαλάδα τους, το άναμμά τους στο ηλιοβασίλεμα, το αόριστο, το αμφίβολο, το παραμυθένιο που έδινεν η διαφάνειά τους στα μέσα αντικείμενα, αναστάτωσαν τη Μαρώ. Κλείνοντας αυτή τα σανιδένια της παραθυρόφυλλα, χωριζόταν απ’ τον κόσμο. Κλείνοντας ο πρίγκιπας τα δικά του, είχε μπροστά του το λιμάνι, τα βουνά και τους διαβάτες. Αχ, η Φραγκιά! Κοιτάζοντας η Μαρώ μέσα απ’ το τζάμι, έτρωγε με τα μάτια το ευρωπαϊκό καθισμα που φαινόταν εκεί – ένα ήταν -, το μικρό κομοδίνο και τα πέντε δεμένα βιβλία που ακουμπούσαν απάνω του. Τέλος, ήρθε κ’ η δόξα. Μια Κυριακή μεσημέρι, ο Γρηγόρης Σούτσος, από υποχρέωση που τούστειλε το αντρόγυνο πέντε πορτοκάλια, ανέβηκε τη μικρή τους σκάλα και πήγε να τους χαιρετίσει μ’ όλο τον αέρα της ηγεμονικής του γενιάς και του Παρισιού. Η Μαρώ έκαμε τρεις νύχτες να κοιμηθή.

-Να εκείνος που θα με μάθαινε γαλλικά! Είπε μια μέρα στον άντρα της.
-Ο πρίγκιπας; Έλα στα καλά σου, Μαρώ!
-Θα σκάσω, αν δεν μου μάθη τα γαλλικά!

Ο καλός Λαμιώτης τής παράστησε πως αυτό είναι τρέλλα. Μη ξέροντας από τη μια μεριά πως το τρελλό είναι εκείνο που τραβά τις γυναίκες, κι από την άλλη τη Μαρώ, ένοιωθε μέσα του πως η τρέλλα έγινε κιόλας. Είχε δίκιο. Την πρώτη φορά ο πρίγκιπας, για να ξεφύγη, βρήκε την πρόφαση πως έχει συχνά συμβούλιο με τον Κυβερνήτη. Τη δεύτερη, πως του λείπουν τα βιβλία. Την τρίτη όμως, μαθαίνοντας πως η ωραία γυναίκα ήταν απομεινάρι της καταστροφής των Ψαρών, συγκινημένος, καταδεχτικός για την αφέλειά της, ανέβηκε στης Μαρώς και της έγραψε σαν καλός δάσκαλος το αλφάβητο. Το τέταρτο μάθημα κόπηκε στη μέση. Η Μαρώ, πετώντας χαρτί και μολύβι, στάθηκε στη μέση και, σιγοτραγουδώντας το τραγούδι:

Το πόσο δίνουν το φιλί
στη Δύση, στην Ανατολή,
της παντρεμένης τέσσερα
της χήρας δεκατέσσερα,

φώναξεν άξαφνα:

-Ακούς τι λέει το κουτοτράγουδο, πως έχει μόνο τέσσερα το φιλί της παντρεμένης; Έχει παραπάνω, έχει εξήντα, διακόσια φλωριά! Να το!

Κ’ έσκασεν ένα φιλί του δασκάλου.

Ο Σούτσος ταράχτηκε. Μα ήταν αργά. Σε μιαν αρχόντισσα θάξερε τι να πη, σε μια χωριάτισσα δεν ήξερε. Τη φοβέρισε πως δεν θα ξαναπατήση. Σε τρεις μέρες ξαναπήγε. Κ’ ύστερα το λάθος έγινε καθημερινό. Τόμαθε η αυλή, έπειτα η γειτονιά, έπειτα η Πρόνοια, έπειτα η κορφή του Παλαμηδιού. Ο άντρας της, απελπισμένος, πήρε τα μάτια του κ’ έφυγε στον πόλεμο, με την απόφαση να κυνηγήση τα βόλια και τις μπόμπες ως πού να σκοτωθή.

Μια μέρα ήρθε ο Νικολέττος απ’ το Κυβερνείο κ’ είπε του Σούτσου πως τον ζητεί ο Κυβερνήτης. Πήγε και παρουσιάστηκε. Δεν τον βρήκε καθισμένο στο γραφείο του και σκυμμένο στα χαρτιά, όπως πάντα. Περπατούσε απάνω κάτω με το δεξί χέρι πίσω. Απάνω στο γραφείο του ήταν λησμονημένο το γεύμα του, ένα φλυτζάνι λαχανόζουμο. Άξαφνα, ο Καποδίστριας στάθηκεν ακίνητος κ’ έρριξε στο Σούτσο τα δυο μικρά του μάτια, που έλαμπαν κάτω από τα θαυμάσια τόξα των μαύρων του φρυδιών.

-Κύριε, του είπε, Ροβινσώνες δεν είμεθα.

-……..

-Ροβινσώνες δεν είμεθα, σας είπα. Κανείς από μας δεν κατοικεί μόνος του στο νησί του. Το Ναύπλιον δεν είναι ερημόνησος και δεν είσθε ο Κρούσος, κύριε Σούτσε! Η κοινωνία είναι εδώ. Το λησμονήσατε.
-Εξοχώτατε…
-Υπάρχομεν γι’ αυτήν, κύριε. Γι’ αυτήν είμαι καλός ή κακός Κυβερνήτης, γι’ αυτήν είσθε καλός ή κακός πολίτης. Από σήμερα δεν είσθε μέλος του «Πανελληνίου». Χαίρετε.

Ο Γρηγόρης Σούτσος κατέβηκε τη σκάλα και τράβηξε ίσια στην αυτοκτονία. Όχι σκοινί και πιστόλι. Τιποτένια και συνηθισμένα πράματα, για τους δειλούς.

Ο Σούτσος έρρεψε από τύψη. Τρεις μήνες περπάτησε ακόμα μες στη μικρή κοινωνία, διαβάζοντας την καταδικαστική της απόφαση, το σκεπτικό της και το διατακτικό, σε χαιρετισμούς χλιαρούς, σε μουρμουρίσματα, σε κοιτάγματα. Τάνοιωθεν όλα. Κρυφογνώστης έγινεν απ’ την τύψη. Από γυαλί ήταν οι διαβάτες. Έβλεπε μέσα τους την κατηγορία. Τη συγγνώμη πουθενά. Ο ίδιος είχε καταδικάσει τον εαυτό του. Είδε τις σπουδές του μάταιες, τη ζωή του πλάνη, τη νιότη του καπνό. Μια γυναικούλα τον τράβηξε και γλίστρησε. Ήρθε στην πατρίδα του να την ωφελήση, πάνε όλα! Αφού λοιπόν το προπατορικό φίδι εξακολουθεί να σφυρίζη τα ίδια στο αυτί των ανθρώπων κι ο άνθρωπος είναι πάντα ο πρώτος κάτοικος του θείου κήπου, ποτέ ο δεύτερος, πάντα ανίδεος, πάντα έτοιμος να γελαστή, να χάση τον κήπο, να μείνη απέξω και ν’ ακούη τις βροντές του ιδιοκτήτη – «επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου…» - αφού τα ίδια γίνονται από τότε και θα γίνωνται, ας τελειώση αυτή η κωμωδία – έλεγε μέσα του ο Σούτσος. Δικαιολογούσε τον Κυβερνήτη που τον έκρινε, τη γυναίκα που ήταν κοκορόμυαλη, και μόνο στον εαυτό του, σαν άρχοντας, έδινεν άδικο. Κι όσο περπατούσε τις νύχτες στην ακρογιαλιά και τα συλλογιόταν αυτά στο σκοτάδι, εύρισκεν, ο αποδιωγμένος, πως όχι μια Μαρώ, παρά ένα χαλίκι, ένα μαμούδι, μπορούν ν’ αλλάξουν τη γραμμή της ζωής του ανθρώπου, άμα τούτο είναι γραμμένο, και τότε η νύχτα, το τρεμάμενο φως μιας ψαρόβαρκας πέρα, ενός άστρου απάνω, ενός λύχνου στο Ιτς-Καλέ, τα κύματα που μούγκριζαν στα μουράγια, η κοινωνία, τα έθνη, το άχυρο που λέμε άνθρωπο, η φήμη, η αρετή, του φαίνονταν όλα μια αλλόκοτη ιστορία, που ένα μόνο σοβαρό νόημα μπορεί νάχη, το τέλος που ο ίδιος περίμενε. Τον τρίτο μήνα, ήρθε ένας τύφος απ’ το νερό του Αναπλιού και τον αποτελείωσε. Ο Σούτσος πέθανε. Όλη η κοινωνία τότε ακυρώνοντας την απόφασή της, ακολούθησε την κηδεία του και τον έκλαψε πικρά. Ποτέ η καμπάνα του Άϊ-Σπυρίδωνα δεν έβγαλε τέτοιον ήχο.

Πολλοί, διαβάζοντας την αληθινή τούτην ιστορία, θα περιμένουν και το κακό τέλος της Μαρώς. Ας μη γελαστούν. Είναι γυναίκες πλασμένες για να παίρνουν τον αέρα της κοινωνίας. Η Μαρώ ήταν απ’ αυτές. Όποιος κι αν είδε το κυκλαμί στα μάγουλά της και το σεμνό της αργοπερπάτημα, νόμιζε, όπως ο καλότυχος ο Σάββας, πως ήταν η ίδια η Χρηστομάθεια. Τα μάτια έχουν δική τους γνώμη. Ας τρέξανε όσα τρέξανε. Η κοινωνία δεν μπορούσε να της αρνηθή την υπόληψή της. Όσο καταλάβαινε η Μαρώ πως πήρε του κόσμου τον αέρα, τόσο αυτή αδιαντρόπιαζε.

Και, με τον αέρα τούτον, κυνήγησε τον καινούργιο της καϊμό, που ήταν και πάλι καϊμός της Φραγκιάς. Μετά τα κουτσογαλλικά, χάθηκε να μάθη χορό. Λίγες μέρες μετά την κηδεία, η Μαρώ βρήκε το ευρωπαϊκό της ιδανικό σ’ ένα Γάλλο της στρατιάς του Μαιζόν. Τον ξόρκισε να της μάθη μαζούρκα. Σε τέτοιο μάθημα μιας μαζούρκας παλαβής, που τάραζε το πάτωμα και την κοψομεσασμένη σκάλα, είχαν συναρπαστή κ’ οι δυο, μια μέρα που ο Αλέξανδρος Ραγκαβής αντίκρυ μάζευε τα βιβλία και τις επιστολές του Γρηγόρη Σούτσου. Ήταν μόλις ένας μήνας μετά το θάνατό του! Ο Ραγκαβής, νέος ακόμα, μόλις φερμένος απ’ το Μόναχο, αντί να θυμώση με την αδιαντροπιά της γυναίκας, γύρισε το πρόσωπό του κι άρχισε να κλαίη για τη φυγή των ανθρώπινων πραγμάτων με το κεφάλι κάτω, με το χέρι ακουμπισμένο στο «Οδοιπορικό» του Σατωβριάνδου, το αγαπημένο βιβλίο του ξαδέρφου του. Τότε άκουσε όξω ένα χαλάζι από βρισιές και τινάχτηκε. Ο γέρο-Τούντας, γυρισμένος από μακρινό ταξίδι, ερχόταν μια και δυο να βρίση την κόρη που περιγέλασε τη συμπόνια του και τον ανθρωπισμό του.

-Χορό μούστησες, σκρόφα; φώναξεν ο ναυτικός, κοιτάζοντάς την μεσ’ από τ’ ανοιχτό παράθυρο να τινάζεται στον αέρα. Ντροπή, μωρή, ήταν εκείνο πούχες στα μούτρα σου, για ήτανε βαφή; Μάδημα ήθελε τούτο το παλιομούστακο και πέταμα στην κοπριά, σκύλα! Αν ήθελε να σ’ αφήκω στον πάτο της θάλασσας, να σε φάη η σμέρνα και το σκυλόψαρο, δε θα μου κάθιζες τη μουτζούρα που μούβαλες, σακαφλιόρα!

Η Μαρώ δεν τάχασε. Άμα τελείωσαν οι βρισιές, του φώναξεν ατάραχη:

-Για να πεθάνω με γλύτωσες, μπάρμπα, ή για να ζήσω;

Κι έκλεισε το σανιδένιο παράθυρο.

*Σημείωση: Στην αντιγραφή από την έκδοση του "Βιβλιοπωλείου της "Εστίας" τηρήθηκε με ακρίβεια η ορθογραφία του πρωτοτύπου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου