Στο χωριό Πλάκα της Λήμνου υπάρχει ο ναός της Αγίας Άννας, ο οποίος θεμελιώθηκε το 2003 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και ανεγέρθηκε με επιστασία του Συλλόγου Ιμβρίων της Λήμνου και γενναία χορηγία του εξ Ίμβρου κ. Στυλ. Τζάνου.
Ο ναός αυτός αποτελεί τόπο προσκυνήματος των διωγμένων από τον τόπο τους Ιμβρίων, οι οποίοι έρχονταν από παλιά στο χωριό της Πλάκας, το οποίο βρίσκεται αντίκρυ από το νησί της Ίμβρου, σε απόσταση 15 περίπου μιλίων, προκείμενου να αντικρίσουν τα βουνά και τις ακτές της πατρίδας τους.
Στην ουσία προσπαθούσαν να αναβιώσουν στη Λήμνο το πανιμβριώτικο πανηγύρι που γινόταν κάθε καλοκαίρι, στις 25 Ιουλίου, εορτή της Κοίμησης της Αγ. Άννης, στο εξωκλήσι που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, στο ακρωτήρι Πύργος της Ίμβρου, στον μικρό ομώνυμο οικισμό που υπήρχε εκεί κι αποτελούσε το επίνειο του χωριού Σχοινούδι.
Εδώ συνέβη μια αντιστροφή της μοίρας καθώς το ναό στη Λήμνο ανέγειραν Ίμβριοι, ενώ τον αντίστοιχο της Ίμβρου είχε ανεγείρει ένας Λημνιός, ο Ιωάννης Αντωνιάδης, το 1860-61.
Ο Ιωάννης Αντωνιάδης (1818-95)
Ο Ι. Αντωνιάδης γεννήθηκε το 1818 στο χωριό Κορνός της Λήμνου, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Όταν απεβίωσε, τον Ιούλιο του 1895, στην Αλεξάνδρεια, ήταν ένας πάμπλουτος επιχειρηματίας και τραπεζίτης, με επιχειρήσεις στην Αίγυπτο, στη Σμύρνη, στη Γαλλία και την Αγγλία· υπήρξε συνδαιτυμόνας ηγεμόνων, βασιλέων και πατριαρχών· οι κόρες του έγιναν σύζυγοι διπλωματών, τραπεζιτών, αριστοκρατών και γόνων ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων.
Ήταν πλέον γνωστός ως «Sir John Antoniadis» καθώς είχε τιμηθεί με τον τίτλο του “Sir” από την βασίλισσα Βικτόρια της Μ. Βρετανίας, για τη σημαντική βοήθεια που προσέφερε στις μεταφορές και στην τροφοδοσία του βρετανικού στρατού κατά την εισβολή των Άγγλων στο Σουδάν και κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο.
Ευεργέτησε πολλαπλώς τη Λήμνο και όχι μόνο. Χρηματοδότησε γενναία την ανέγερση της Αγίας Τριάδας στη Μύρινα και του ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου στον Κορνό· ανέλαβε τη λειτουργία επί 15 χρόνια του «Αντωνιάδειου» Σχολαρχείου Κάστρου· υπήρξε ιδρυτής, ισόβιος πρόεδρος και βασικός χρηματοδότης της Λημνιακής Αδελφότητας Αλεξανδρείας, από την ίδρυσή της, το 1887.
Επιχορήγησε γενναία την πρώτη έκδοση της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους του Κων. Παπαρρηγόπουλου, την Αρχαιολογική Εταιρεία Αλεξανδρείας και την Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας· έκανε πολλές ακόμα ευεργεσίες, ων ουκ έστιν αριθμός.
Το Palais d’Antoniadis στην Αλεξάνδρεια, με τον επιβλητικό κήπο, αποτελεί δημόσιο αξιοθέατο της πόλης, στην οποία το δώρισε ο γιος του Αντώνιος (+1922). Επίσης, το αρχοντικό του στη Λήμνο στεγάζει σήμερα την Ιερά Μητρόπολη, κατόπιν δωρεάς του γιου του Αντωνίου προς την λημνιακή κοινότητα.
ΟΥΤΟΣ Ο ΝΑΟΣ ΕΠΟΝΟΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ
ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΩΝ ΔΙ ΙΔΙΟΙΣ ΔΑΠΑΝΗΣ
ΤΟΥ κκ ΙΩ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ ΛΗΜΝΙΟΥ
1860 ΔΕΚ 10
Μια δεύτερη επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα, την οποία ίσως παράγγειλε ο ίδιος ο ευεργέτης σε κάποιον εγγράμματο λόγιο, όπως συνηθιζόταν τότε, περιέγραφε το γεγονός της ανέγερσης σε αρχαΐζουσα γλώσσα.
Λογικά τοποθετήθηκε όταν ολοκληρώθηκε ο ναός, πιθανότατα όταν εγκαινιάστηκε παρουσία του ιδίου του κτήτορος (υποθέτω στο θερινό καθολικό του ναού, στις 25.7.1861).
Η επιγραφή αυτή διασώθηκε σε φωτογραφία από τον Σχοινουδιώτη δάσκαλο Κώστα Ξεινό (1913-87), που είχε εξοχικό στον Πύργο. Γράφει:
Αγλαός όντως της πέλας Λήμνου γόνος,
ΙΩΑΝΝΗΣ τουπίκλην δ’ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,
Λάτρις ΤΡΙΑΔΟΣ ΥΨΙΣΤΟΥ θερμός πέλων,
Ιερόν νεών ήγειρε τόνδε εκ βάθρων,
Λιταί μέλπωνται όφρα ΠΑΤΡΙ ΟΥΡΑΝΙΩι,
Ψυχών όπως τύχωσι βροτοί σωτηρίας.
Κτίτορος ες άληκτον μνημόσυνον και κλέος.
Εν έτει Σωτηρίω αωξα΄.
Έκτοτε, για έναν και πλέον αιώνα, ο ναός πανηγύριζε δυο φορές το χρόνο. Στις 9 Δεκεμβρίου (σύλληψη Αγ. Άννης) γίνονταν κυρίως αρτοκλασίες και τάματα από ζευγάρια που δυσκολεύονταν να τεκνοποιήσουν. Γι’ αυτό στο Σχοινούδι ήταν συνηθισμένα τα ονόματα Άννα και Ιωακείμ. Στο καθολικό της 25ης Ιουλίου (κοίμηση Αγ. Άννης) συνέρεε μέγα πλήθος καθώς το καλοκαίρι, στον μικρό παραθαλάσσιο οικισμό του Πύργου, διέμεναν παραθεριστές από το Σχοινούδι, Ίμβριοι από την Αίγυπτο ή από άλλα μέρη, ιδιοκτήτες μαγαζιών, ψαράδες και αγρότες ξωμάχοι.
Άλλοι είχαν εξοχική κατοικία, στην οποία φιλοξενούσαν συγγενείς ή φίλους. Οι πιο εύποροι νοίκιαζαν σπίτια ή έμεναν σε ένα μικρό ξενοδοχείο που λειτουργούσε στον οικισμό. Οι υπόλοιποι, αν ήταν τυχεροί, εύρισκαν κατάλυμα στα κελιά του ναού αλλά οι περισσότεροι κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο. Και φυσικά γινόταν διασκέδαση με όργανα και μεζέδες στα μαγαζιά του μικρού λιμανιού. Το καλοκαιρινό πανηγύρι της Αγ. Άννης είχε πανιμβριώτικη απήχηση.
Όλα αυτά τέλειωσαν απότομα το 1966, έπειτα από την αναγκαστική απαλλοτρίωση της περιοχής έναντι πινακίου φακής, την οποία επέβαλαν οι τουρκικές αρχές, προκειμένου να φτιαχτούν στρατιωτικές παραθεριστικές κατοικίες. Στις 5 Μαρτίου 1966 ο ναός λειτουργήθηκε για τελευταία φορά και την επόμενη μέρα ο οικισμός εκκενώθηκε.
Οι εικόνες μεταφέρθηκαν στο Σχοινούδι, τα σπίτια του Πύργου εγκαταλείφθηκαν, οι κάτοικοι αναζήτησαν αλλού να κονέψουν, οι περισσότεροι σε τόπους μακρινούς, εκτός Ίμβρου. Το εκκλησάκι ερήμωσε, σταδιακά ερειπώθηκε και την δεκ. ’80 το εναπομείναν χάλασμα κατεδαφίστηκε.
Κάποιοι Ίμβριοι εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο. Τα καλοκαίρια έρχονταν κι από άλλα μέρη και πήγαιναν ως την Πλάκα, από όπου αγνάντευαν το νησί τους. Δημιούργησαν Σύλλογο, ο οποίος καθιέρωσε κάθε καλοκαίρι, στο καθολικό της Αγ. Άννης, να λειτουργεί στον Άγιο Χαράλαμπο στην Πλάκα και να αναβιώνει ιμβριακά έθιμα.
Η ετήσια αυτή γιορτή εξελίχθηκε σε αντάμωμα των Ιμβρίων και από το 2004 πραγματοποιείται στο ναό της Αγ. Άννης στην Πλάκα, τον οποίο, όπως αναφέραμε στην αρχή του άρθρου, θεμελίωσε ο Ίμβριος πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Θ. Μπελίτσος, 7.12.2021
Βασικές πηγές
Γιώργος Ξεινός, «Ο Πύργος του Σχοινουδιού» στο «Οι οικισμοί της Ίμβρου», έκδ. Εταιρία Μελέτης Ίμβρου-Τενέδου, Θεσσαλονίκη 1998.
Χρυσόστομος Καλαϊτζής μητροπολίτης Μύρων, «Οι εκκλησίες και τα ξωκλήσια της Ίμβρου», έκδ. Σύνδεσμος εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών, Αθήνα 1998.
Θ. Μπελίτσος, «Ίμβρος και Λήμνος, δυο νησιά με κοινή ιστορία», περιοδικό «Ίμβρος» τ. 26/27 (Μάρτιος/Απρίλιος 1994) και Θ. Μπελίτσου «Λημνιακά 2012» σελ. 228-237.
Θ. Μπελίτσος, «Ιωάννης ή σερ-Τζων Αντωνιάδης (1818-1895)» στο «Λήμνος, τόμος Β΄: Ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά», έκδ. Γ. Κωνσταντέλλης, Αθήνα 2010, σελ. 386-387.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου