Σοφία Δ. Νινιού «Οι γυναίκες που σιωπούν καίγονται»
«Οι γυναίκες που σιωπούν καίγονται»*, λέει. Ναι! Ναι! Το βλέπω καθαρά. Έτσι γράφει. Υπερβολικό; Μπορεί να φαίνεται. Δεν είναι. Αλήθεια το λέω. Κι εγώ έτσι θα νόμιζα. Κάποτε. Τώρα όχι. Απλούστατα, γιατί την γλύτωσα. Παρά τρίχα! Παρά γουρουνότριχα για την ακρίβεια. Παρ’ ότι δε σιωπούσα παντελώς. Προφανώς, γι’ αυτό και την γλύτωσα.
Κι όταν αποφάσιζα να λύνω τη σιωπή μου, απαιτώντας τα αυτονόητα φυσικά, ο καλός μου με παρότρυνε «να κόψω το λαιμό μου με κανά γυαλί». Το ’κανα; Όχι! Όχι, εγώ, δηλαδή. Και όχι με γυαλί.
Το ’κανε ο χειρούργος με νυστέρι. Πώς αλλιώς να με γλυτώσει ο άνθρωπος από το συσσωρευμένο κόμπο των δακρύων; Γιατί μερικές γυναίκες, απ’ αυτές που σιωπούν, δεν κλαίνε κιόλας. Σ’ αυτή τη συνομοταξία ανήκω.
Σε πρώτη φάση… εντάξει. Μέχρι που κάηκε η καρδιά μου. Τότε χρειάστηκε ν’ ανοίξει μια μικρή κουμπότρυπα με το νυστεράκι του, λίγο πιο πάνω απ’ το μαστό, που την κρύβει. Όχι σπουδαία πράγματα! Κάτι σαν τη σχισμή, που περιγράφει ο Φοίβος ο Δεληβοριάς. Εκείνη που περνάει ίσα-ίσα το διφραγκάκι στο άλλο το τραγούδι. Βέβαια το διφραγκάκι καταργήθηκε και τώρα δεν ξέρω ποιο νόμισμα ταιριάζει στη δικιά μου κουμπότρυπα.
Δεν κολλάω στο μέγεθος, είναι η αλήθεια. Γνωστό το ρητό, που συμβουλεύει αναλόγως ― για το ανδρικό μόριο. Δεν έχω σκεφτεί, αν ταιριάζει και στη γυναικεία αυτή περίπτωση, αλλά έχω ένα γενικότερο σεβασμό στα ρητά, γι’ αυτό και το συστήνω αναντίρρητα και το συγκεκριμένο. Δεδομένου φυσικά του γεγονότος ότι και η κάθε γυναίκα έχει το δικό της κουμπί, διατηρώ στο βάθος-βάθος τις επιφυλάξεις μου.
Μετά και απ’ τη δεύτερη φάση, δείχνει να έβαλα μυαλό. Δεν είμαι σίγουρη, γιατί ακόμα σιωπώ. Αρκετά.
Το ευτύχημα είναι ότι ο νυν καλός μου με πιέζει για το αντίθετο. Γερά προπονημένη να πατάω και να τραβάω εγώ, δεν πολυμιλάω. Κι επιμένει. Δεν του φέρνω αντίρρηση. Και σ’ αυτό προπονημένη είμαι. Από τον τέως.
Γι’ αυτό έχω την πολυτέλεια να παρακολουθώ άλλες γυναίκες να καίγονται. Κι επειδή δεν βλέπω προς τι η θυσία, αγωνίζομαι να εμποδίσω την καύση τους. Μάταια συνήθως, γιατί, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο των Ινδιών, η σωστή σύζυγος οφείλει να ανεβαίνει στην πυρά μαζί με το θανόντα κύρη της. Εδώ μιλάμε για μια παραλλαγή του εθίμου τούτου, κατά την οποία η σύζυγος ανεβαίνει στην πυρά για να προλάβει το θάνατο του ομοκλίνου της. Και σ’ αυτό εύκολα διακρίνει κανείς μια σοφία. Αρκεί να γνωρίζει καλώς, ως άνθρωπος του 21ου αιώνα, ότι η πρόληψις είναι προτιμοτέρα της θεραπείας, όσον και αποτελεσματικοτέρα.
Υπάρχουν και περιπτώσεις― γιατί τα πάντα πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωσιν―, που η σιωπούσα γυνή καίγεται αργά. «Σιγοψήνεται » το λέει ο λαός. Η επιστήμη δεν έχει έτι αποδείξει, οποία περίπτωσις θεωρείται προτιμητέα. Πάντως στο αργό αυτό ψήσιμο, για να μην καταλήξει σε ξεροψήσιμο, επιβάλλεται η χρήση ουσιών, που την μεταλλάσσουν σε βραδυφλεγές υλικό, και έχουν δράση ηρεμιστική ή αγχολυτική, κατά περίπτωσιν (αδιαπραγμάτευτο αυτό). Κι έτσι η γυναίκα αποκτά θαυμαστή αντοχή στη σιωπή και ανθεκτικότητα στο ψήσιμο.
Πού οι παλιοί; Αυτοί χάναν λίγο. Χρησιμοποιούσαν τη μέθοδο του χταποδιού. Όσο την χτυπούσαν, τόσο μαλάκωνε η σιωπή της, σου λέει. Το κακό είναι ότι η επιστήμη ήταν στα σπάργανα τότε και δεν έχουμε συγκριτικές μελέτες. Ευτυχώς, επιλεκτικά η συγκεκριμένη μέθοδος σώζεται και σήμερα. Κατά περίπτωσιν! Αδιαπραγμάτευτο αυτό!
Πιστεύω να μην καθυστερήσουν άλλο οι μετρήσεις, στατιστικές και μη. Είναι αμαρτία! Για τις γυναίκες, που σιωπούν― εννοείται.
* σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου