ΤΟ ΣΠΙΤΙ Άνοιξα τα χέρια. Σίγουρα πρέπει ν’ αγκαλιάσω κάποιον, ίσως το σπίτι των χρόνων που ανάποδα περνούν, ίσως τη βροχή που θα ξαναγυρίσει στα σύννεφα, ή εκείνον τον μαύρο σκύλο του κυρ Αντώνη, όταν μιλάει σε τρεις ξένες γλώσσες ζώων. Απλώνω τα χέρια, τ’ ανοίγω, τ’ ανοίγω, τ’ ανοίγω, αγκαλιάζω το σπίτι, το ξεριζώνω και τις ρίζες πετώ. Στη γη πέφτουν παιχνίδια, παιχνίδια, παιχνίδια και κομμένα κεφάλια ονείρων στη γη. Ο ΓΕΡΟΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Περπατά, χτυπά το ραβδί στο δρόμο προς την εκκλησιά, χτυπά τις ώρες που του απέμειναν, τη μαύρη άσφαλτο που ανοίγει την πόρτα, απ’ όπου βγαίνει η πεντάμορφη μεταμορφωμένη σε χρυσαλλίδα, τα ιριδίζοντα φτερά της χτυπά, Στα αιωνόβια μαλλιά του θέλει να ζήσει και να πεθάνει Το χέρι κουρδίζει το ελατήριο, κάνει δύο βήματα, στέκει, ξανακουρδίζει, προχωρεί. Απ’ τη γωνία προβάλλει το σγουρόμαλλο μωρό, με ηλιόμορφα μάτια, φωνάζοντας, κραυγάζοντας από τη χαρά για το γέρο – παιχνίδι γι’ αυτόν τον ζαρωμένο γίγαντα με τα τριμμένα από το χρόνο ρούχα με το ραβδί που έριξε τις ρίζες στην ψυχή. Προσοχή τέκνο μου, Χρειάζεται πολύ αγάπη και λίγο κούρδισμα. ΟΤΑΝ ΒΡΕΧΕΙ Βρέχει στην αυλή και στην ψυχή μου, δεν έχω ομπρέλα, στέγη δεν έχω, μόνο έναν ουρανό και τέσσερις τοίχους που περιβάλλουν την ύπαρξή μου και συρρικνώνονται μέσα μου. Τη μαύρη γάτα βλέπω να βρέχεται, το τραπέζι να αντηχεί σαν ταμπούρλο τα σκεπάσματα, φαντάσματα να χορεύουν, το κρεβάτι να σηκώνεται, να τινάζεται σαν σκύλος, από τα κάδρα να βγαίνουν άνθρωποι – σκιές, με λαμπερά μάτια και χέρια. Ενώ τον άνεμο να ξαπλώνει στο πάτωμα, να δακρύζει από τον πόνο και τη θλίψη.


Εφχαριστο πολλη γεια τοιν διμοσιευση τον ποιματον μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή