Αὐτὸ τὸ γαρύφαλλο, ποὺ κρατώντας το
ἀνάμεσα στὰ τρία μου δάχτυλα
τὸ σηκώνω στὸ φῶς, μοῦ μίλησε καὶ
παρὰ τὸν κοινὸ νοῦ μου τὸ κατανόησα.
Μι᾿ ἁλυσίδα ἀπὸ ἀτέλειωτους γαλαξίες
συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στὴ γῆ φωταψίες
– τὸ σύμπαν ὁλόκληρο πῆρε μέρος στὴ
γέννηση
αὐτοῦ τοῦ γαρύφαλλου.
Κι᾿ αὐτὸ ποὺ ἀκούω εἶναι οἱ φωνὲς
τῶν μαστόρων του μέσα του. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Νίκος Εγγονόπουλος - Τ Α Γ Α Ρ Υ Φ Α Λ Λ Α
φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα
στ’ άγρια βουνά και
τα λαγκάδια
της Βόρειας Ηπείρου
και φάγαμε
το ξερό ψωμάκι
αυτό π’ αρμόζει
στον καλλιτέχνη
στον ποιητή
μόνη παρηγοριά
τα λουλούδια :
είτανε τα γαρύφαλλα…
μα κάτι γαρύφαλλα !
Στου καφενείου τα τζάμια
που έγλειφε η βροχή
σ’ αναπολούσε η ψυχή μου
περιμένοντας:
Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
έτσι σαν ανοιξιάτικο γαρίφαλο.
Έλα,
και τα τσιγάρα ένα ένα τέλειωσαν,
κι η ώρα πέρασε πολύ μαζί με τη βροχή.
Του κόσμου τούτου η ερημιά,
που εσένα δε σ’ αγγίζει,
έρχεται.
Κι απόψε δε θα κοιμηθώ,
κι όπως θα μυρμηγκιάζουνε
τ’ άπειρα δευτερόλεφτα
πότε η βροχή θα με κυκλώνει
και πότε απ’ την καρδιά
το είδωλό του θα ξανάρχεται.
Στο μέτωπο ξανθά μαλλιά
άσπρη μουσαμαδιά μες στη βροχή
λευκό ανοιξιάτικο γαρίφαλο.
Από τη συλλογή Ηλιοτρόπια (1954)
https://www.dimosargitheas.gr/
[Μικρό ποίημα]
Μια πεταλούδα είναι η καρδιά μου,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
που πιάστηκε στου χρόνου την αράχνη
και της μοιραίας άρνησης έχει τη μαύρη γύρη.
Από παιδί τραγούδαγα όπως κι εσείς,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
στον ουρανό αμολούσα το σαίνι μου
με τα φριχτά σαν του αγριόγατου τα νύχια.
Στης Καρταχένας τα περβόλια
ξόρκιζα της βερβένας το βοτάνι
και σαν περνούσα της φαντασίας το ποταμάκι
το δαχτυλίδι έχασα που 'χα για φυλαχτό.
Άι, καβαλάρης μια φορά γυρνούσα
μες στου Μαγιού το δροσερό το δείλι.
Ήταν εκείνη τότε το αίνιγμά μου,
άστρο γαλάζιο στο στέρνο μου τ' ανέγγιχτο.
Ανέβαινα αργά μέχρι τα ουράνια.
Ήτανε Κυριακή των ανθισμένων τριφυλλιών.
Την είδα τότε αντί για ρόδα και γαρύφαλλα
να κόβει με τα δυο της χέρια κρίνους.
Ήμουνα πάντα ανήσυχος,
παιδιά καλά του λιβαδιού,
το εκείνη του έρωτα με τύλιγε
σε ονείρατα όλο φως:
Ποια θα μαζέψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;
Γιατί θε να τη δούνε μόνο τα παιδιά
στου Πήγασου τις πλάτες;
Η ίδια θα 'ναι τάχα που στα γιορτάσια
με θλίψη τη φωνάζαμε
άστρο, καλώντας την να βγει
στους κάμπους να χορέψει...;
Απρίλη μήνα εγώ τραγούδαγα παιδί,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
εκείνη που η αγάπη μου δεν άγγιζε
εκεί που ξεπροβάλλει ο Πήγασος.
Τις νύχτες μιλούσα για τη θλίψη
και τη σελήνη την τρελή,
ω τι χαμόγελο που φόραγε στα χείλη!
Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;
Αχ, η κοπελίτσα η τόσον όμορφη,
η μικροπαντρεμένη από τη μάνα της,
σε ποιόνα τάφο μυστικό
τον χαλασμό της να κοιμίζει;
Μόνος εγώ κι η αγάπη μου η κρυφή
δίχως καρδιά και δίχως δάκρυ
ως τ' ουρανού τ΄αδύνατο το τέρμα
με παρηγόρια μου έναν ήλιο μέγα.
Θλίψη βαριά με σκιάζει!
Καλά παιδιά του λιβαδιού,
με πόση γλύκα η καρδιά θυμάται
τις μέρες τις ήδη μακρινές...
Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;
[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
Και η έπαρση του κόκορα σημαίνει καλοκαίρι
αυγινές ώρες λατρεμένες παρότι ντουφεκίζουν και καρατομούν
με γαρίφαλο και καρναφίλι έχε γεια ρομαντικέ μου Μάη!
Να πάμε πιο κάτω θέρος είναι το φως χρυσό
κεράσι ρούπκο δόξα της ρεματιάς και μπλάβο αηδόνι
θάμνοι που χαμογελούν αδιάφοροι στο μελισσολόι της ροδακινιάς
χνούδι τρυφερό μικρό πουλάκι κρέμεται στη φωλιά τρομαγμένο, θα πέσει;
καμπάνες της αγριαπιδιάς στη μάνα επείγον μήνυμα
γιατί κάτω δόντι οχιάς φαρμακωμένο
σιωπηλά στάχυα ώριμος καρπός και τσαντίρια θημωνιάς γεμάτα στάρι
βερίκοκα δαμάσκηνα πεπόνι
ευλογημένη ποδιά καλοκαιριού
Από τη συλλογή Τα φαντάσματα της ελευθερίας (1979)
https://www.translatum.gr/
Louise Michel - Κόκκινο γαρύφαλλο
Αν είναι να βαδίσουμε,αδέλφια, στο μαύρο κοιμητήρι
πετάξτε στην αδελφή σας, τελευταία ελπίδα ,
ένα κόκκινο γαρύφαλλο ανθισμένο.
Σαν ξυπνούσανε τα πλήθη,
τις μέρες τις στερνές της Αυτοκρατορίας,
ήταν το δικό σας το χαμόγελο,αδέλφια, κόκκινο γαρύφαλλο
που μας έλεγε ότι όλα γεννιούνται απ΄ την αρχή.
Σήμερα πια ανθίστε στη σκοτεινιά των θλιμμένων φυλακών.
Εμπρός, ανθίστε μέσα στο ζόφο της αιχμαλωσίας,
και πέστε σ΄όλους ότι αληθινά τους αγαπάμε.
Πέστε τους ότι, μέσα από το φεύγα του καιρού,
όλα ανήκουνε στο μέλλον.
Και πως ο βλοσυρός δυνάστης
έχει πιο σίγουρη θανή, παρά ο σκλαβωμένος.
Και τη δική σας την ψυχή, γαρούφαλα, ήπια!
Ferdinand Hodler - Κορίτσι με γαρύφαλλα. 1886. |
Γιάννης Ποταμιάνος - Κόκκινα γαρύφαλλα
==================
Τώρα που η δυστυχία
Σαν άγριο άλογο
……………… Καλπάζει ξέφρενα
……………………………... στην πόλη
Έκλεισαν οι πόρτες
σφραγίστηκαν τα παράθυρα
Και εμείς χωθήκαμε
……………… σε βαθιά σεντούκια
παρέα με τις παλιές ιδέες
που θησαυρίσαμε στη νιότη μας
Και μια ανοιχτή πληγή
……………… στο στήθος
Όμως είναι ζωντανές της νιότης μας
……………………………... οι ιδέες
Αγάπες ανυπότακτες,
……………… πυρπολούνε το μυαλό μας
Ας ανοίξουμε λοιπόν
……………… τα πουκάμισά μας
Να δραπετεύσουν οι πυγολαμπίδες
Στους δρόμους ας βγούμε
……………… να γίνουμε πυροφάνια
Και το αίμα μας
ας γίνει κόκκινο λουλούδι
……………… στα πεζοδρόμια
Να ποτίσει το φουστάνι
……………… της ελπίδας
Ας βιαστούμε όμως πριν μαραθεί
το γεράνι, στην καρδιά μας
Να καρφώσουμε και πάλι
……………… Τα κόκκινα γαρίφαλα
στο πέτο μας
Και ας πνιγεί η πόλη, στην τσίκνα
……………… της εξέγερσης
=============================
5 Ιουνίου 2010
Γιάννης Ποταμιάνος
Γιάννης Ρίτσος - Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο.
ΣΗΜΕΡΑ το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΑΝ. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ’ το σκοτεινό τούνελ της σιωπής μας έφερε το μαντάτο.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Τους σκότωσαν.
Ο Πέτρος που ξυρίζονταν στην αυλή μπρος σ’ ένα καθρεφτάκι της τσέπης απόμεινε με το χέρι στον αέρα κρατώντας την ξυριστική του μηχανή σα να κρατούσε με τα δύο του δάχτυλα το χέρι του κόσμου και να μετρούσε το σφυγμό του.
Ο Βαγγέλης που ’πινε το πρωινό του τσάι
απόμεινε με τη μπουκιά στο στόμα
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του μια πέτρα.
Είταν πικρό το τσάι σήμερα. Αφουγκραζόμασταν
ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο –
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να ’ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της
πέτρωσε εκεί σα να κατάλαβε
τι μαύρο που ’ναι το μαύρο χρώμα
σα να ’δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.
Μπορεί και να ’ταν ο τροχός της ιστορίας. Τους σκότωσαν.
Σάλεψε ή γη. Σάλεψαν τ’ αγκωνάρια του ουρανού.
Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού. Σάλεψε ή κρεμασμένη λάμπα
όπως σαλεύει το καρύδι στο λαιμό του ανθρώπου που καταπίνει το λυγμό του.
Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Κι είταν παράξενο να βλέπεις που δε σαλέψανε καθόλου οι αγελάδες και τ αρνάκια στην ταμπέλα του χασάπικου,
μόνο σα να ’σκυψαν λιγάκι τα κεφάλια τους
και ν’ αφουγκράζονταν κάτου απ’ της γης ένα βαθύ-βαθύ ποτάμι.
Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ΄ όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένας πύργος κατακόκκινος
μ΄ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά ΄ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά ΄ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ΄ ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
Δεν είναι ούτε η θάλασσα
κόκκινο γαρούφαλο
ήταν μια ελαφίνα
μέτρησαν τα χρόνια τους
τα μαλλιά της όμορφης
Δεν μπορώ να ζω
Έχω απάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το άσπρο γαρούφαλο —
που τον ντουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν απ’ την αυγή,
κάτω απ’ το φως των προβολέων.
Στο δεξί του χέρι
κρατάει ένα γαρύφαλο
πούναι σα μια φούχτα φως
απ’ την ελληνική θάλασσα.
Τα μάτια του τα τολμηρά,
τα παιδικά,
κοιτάζουν, άδολα,
κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια.
Έτσι άδολα —
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα —
ο Μπελογιάννης γελά.
Και το γαρύφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πούπε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς —
τη μέρα της ντροπής.
Ναζίμ Χικμέτ
https://www.koutipandoras.gr/
Κοιμήσ' ανθέ της λεμονιάς, κλαδί της ματζουράνας,
Παιδάκι μου, στην κούνια σου τρία δέντρα θα φυτέψω
το 'να να λένε μυρσινιά, το άλλο να λένε δάφνη,
Ο δυόσμος κι ο βασιλικός κι η δόλια η ματζουράνα
https://fyshsthlogotexnia.weebly.com/
Β. Αγάπη είχα στην ξενιτιά
Δυο μαύρα μάτια π' αγαπώ δεν είναι τρόπος να τα δω
αφού βρίσκονται στα ξένα και αλίμονο σε μένα.
Αγάπη έχω στην ξενιτιά, βάστα καημένη μου καρδιά
και την περιμένω να 'ρθει, το γαρίφαλο και τ' άνθη.
Γυρίζω νύχτα και πρωί, παν τα ματάκια μου βροχή
κι όλο σκέφτομαι εκείνη, ο καημός μου τι θα γίνει.
Της στέλνω γράμμα και γραφή, δεν είναι τρόπος για να 'ρθει,
για να 'ρθει να φιληθούμε την αγάπη να χαρούμε.
Της στέλνω τριαντάφυλλο μέσα στο κυδομάντηλο
το τριαντάφυλλο μαδιέται και η αγάπη μου μ' αρνιέται.
http://users.sch.gr/
Κόκκινο Γαρύφαλλο
Καλλιτέχνης: Πάριος Γιάννης Αλεξίου Χαρούλα
Συνθέτης: Ιγνατιάδης Νίκος
Στιχουργός: Ιγνατιάδης Νίκος
Για να με γνωρίσεις μες στο πλήθος
φόρεσα γαρύφαλλο στο στήθος
από μια γιορτή που μόλις τέλειωσε
μια γιορτή που δίστασες να πας
Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο
πάνω στο πουκάμισο, στο μέρος της καρδιάς
Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο
πάρ’ το από το στήθος μου, ελπίδες να κρατάς
Ρώτησα χαμένη μες στο πλήθος
ποιος φοράει γαρύφαλλο στο στήθος
Κι ήρθα να το πάρω με τα χέρια μου
είναι αυτά τα χέρια που αγαπάς
Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο
πάνω στο πουκάμισο, στο μέρος της καρδιάς
Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο
πάρ’ το από το στήθος μου, ελπίδες να κρατάς
Γαρύφαλλο στ' αυτί Αυλωνίτης Φωτόπουλος Σούλη Σαμπάχ
Συνθέτης: Χατζιδάκις Μάνος
Στιχουργός: Σακελλάριος Αλέκος
Γαρύφαλλο στ’ αυτί και πονηριά στο μάτι
Η τσέπη άδεια πάντοτε, μα η καρδιά γεμάτη
Γαρύφαλλο στ’ αυτί και ποιος θα σου τ’ αρπάξει
Σφιχτή γροθιά το στήθος σου, που σκίζει το μετάξι
Χτύπα τα πόδια τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα
Τσιγγάνα τουρκογύφτισσα, χτύπα τα πόδια τσίφτισσα
Γαρύφαλλο στ’ αυτί και στα μαλλιά μαντήλι
Είναι το στόμα σου δροσιά, είναι φωτιά τα χείλη
Γαρύφαλλο στ’ αυτί, στο στόμα το τσιγάρο
Πού είναι το τσαντίρι σου, για να `ρθω να σε πάρω
Φέρε μια βόλτα τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα
Τσιγγάνα τουρκογύφτισσα, φέρε μια βόλτα τσίφτισσα
Καλλιτέχνης: Ζωγράφος Γιώργος
Συνθέτης: Μαμαγκάκης Νίκος
Στιχουργός: Καρύδης Νίκος
Ψάχνω μες σε κλειδωμένα συρτάρια,
ψάχνω μέσα σε ξεχασμένες κασέλες,
ψάχνω μέσα στα μάτια μου,
σαν μοναξιά ψηλού βουνού,
σαν ρίζα εκατόχρονου δέντρου,
σαν αγέρας παλιός, πελαγίσιος,
ο καιρός που σ’ αγαπώ ίδιος.
Κορίτσι της θάλασσας που γελά,
ο σημερινός, ο αυριανός,
δεν μπορεί, κάποιος ήλιος
ταξιδευτής θα σε φέρει,
αλτάνα με τα είκοσι γαρύφαλλα
σε κάποιον ήλιο θα σε κερδίσω,
θα σε κερδίσω.
Ο καιρός που σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, ξεκινά
μέσα από τα Κρητικά περβόλια,
αγκαλιασμένος με γαρύφαλλα,
τραγουδημένος με μαντινάδες,
ξεκινά μέσα από τα πρώτα πετράδια
ζωγραφισμένος με πράσινα
και κίτρινα χρώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου