Ο Κωνσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος (11 Μαΐου 1868 - Ιούλιος 1920) ήταν μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Ο Χατζοπουλος ήτανε γόνος φτωχής οικογένειας. Ήταν το πρώτο παιδί από τα πέντε - τρία αγόρια και δυο κορίτσια - του εμπόρου από το Βάλτο, - και συγκεκριμένα από το χωριό Χαλκιόπουλο, Γιάννη Χατζόπουλου. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου που προερχότανε από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν Φιλικοί και αγωνιστές του 1821. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα. Ο Χατζόπουλος παρακολούθησε το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και στη συνέχεια μετά της εγκύκλιες σπουδές του σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και αποφοιτάει με τον βαθμό "Καλώς". Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1889-1891) Επέστρεψε ως δικηγόρος στο Αγρίνιο όπου και εργάζεται για δύο χρόνια. Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας, που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του και ειδικότερα από τον παππού του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 πήρε μέρος και επιστρατεύεται ως έφεδρος αξιωματικός του στρατού στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο όπου και υπηρέτησε στην Άρτα. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, γεγονός που εξέφρασε στο διήγημά του «Αντάρτης» (1907), το οποίο αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.
Ο Κωστής Παλαμάς, ένας από τους θαυμαστές του, ενθυμούμενος τα κοινά μαθητικά τους χρόνια στο Μεσολόγγι, γράφει: "...Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο,φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο,που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".
Στη Λογοτεχνία ο Κώστας Χατζόπουλος εμφανίστηκε σε νεαρή ηλικία, το 1884, δημοσιεύοντας το ποίημά του «Έλα Ξανθή» στο περιοδικό «Εβδομάς». Χρησιμοποιούσε συνήθως τα φιλολογικά ψευδώνυμα: Πέτρος Βασιλικός και Γληγόρης Παπαστάθης. Ήταν δημοτικιστής και στον αγώνα μεταξύ καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών που μαινόταν την εποχή εκείνη, βοήθησε με την έκδοση του βραχύβιου αλλά πρωτοποριακού περιοδικού «Η Τέχνη», που εξέδωσε από το 1897 ως το 1899 το οποίο και έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην λογοτεχνία που ακόμα τότε διαμορφωνότανε, το οποίο επιδίωκε να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ιωάννης. Γρυπάρης, ο Κωνσταντίνος. Θεοτόκης, ο Ανδρέας. Καρκαβίτσας, ο Μιλτιάδης. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Παύλος. Νιρβάνας, ο Κωστής. Παλαμάς, ο Λάμπρος. Πορφύρας κ.ά. -υπήρξε σταθμός στην πνευματική εξέλιξη του τόπου., Την γραμμή της τέχνης συνέχισε το περιοδικό Ό Δίονυσος το οποίο και ιδρύσανε ό Γιαννης Καμπυσης και ό αδελφός του πεζογράφος και Δημοσιογράφος Δημητριος Χατζοπουλος..
Το 1900 ο Κώστας Χατζόπουλος αναχώρησε για τη Γερμανία. Σπούδασε στο Μόναχο, στη Δρέσδη και στη Λειψία και εντρύφησε στη φιλολογία και την ποίηση των βόρειων λαών, και των σοσιαλιστικών ιδεών που επηρέασαν το έργο του. Η διαμονή του στην Ευρώπη αποτέλεσε τομή στη ζωή του, καθώς εκεί παντρεύτηκε τη Φινλανδή σπουδάστρια Σάννυ Χάγκμαν (Sanny Häggman), η οποία υπήρξε υποδειγματική σύζυγος. Από τον Αύγουστο του 1901 έως τον Ιούνιο του 1905 μένουν οικογενειακώς στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1905, με τη γυναίκα του και την τριών ετών κόρη τους εγκαθίστανται στο Μόναχο. Τον Ιούλιο του 1906 θα μετακομίσουν στο Βερολίνο, αλλά το Φεβρουάριο του 1908 θα επιστρέψουν στο Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη (1907), θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Εκεί ασπάστηκε και τον Μαρξισμό. Ό Χατζοπουλος θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον "Νουμά" και σε άλλα έντυπα και περιοδικά Ήταν ο πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά και δη στην Δημοτική Γλώσσα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, των Μαρξ και Ένγκελς, που δημοσιεύτηκε στον «Εργάτη» του Βόλου το 1908 το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα "Ο εργάτης" του Βόλου, το 1908. Επίσης, ό χατζοπουλος το 1909 ίδρυσε στο Μόναχο τη «Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση». Τέλος, ίδρυσε στο Μόναχο και στο Βερολίνο «Αδελφάτα της Δημοτικής», όπου συγκεντρώνονταν Έλληνες και Γερμανοί διανοούμενοι που ενδιαφέρονταν για το ελληνικό γλωσσικό ζήτημα.
Το 1914, με την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου Πόλεμου, ο Κώστας Χατζόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και μετέβη στην Αθήνα όπου για ένα διάστημα αφοσιώθηκε στην πολιτική και άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματα και μυθιστορήματα που είχε γράψει κατά καιρούς στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Θα πάψει να είναι μέλος του "Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών" -αν και δεν θα αποκηρύξει τις σοσιαλιστικές ιδέες-, απογοητευμένος από τις διαμάχες των μελών του. Το 1916, ιδρύει μαζί με άλλους διανοούμενους την "Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών". Τον Ιούλιο του 1920, ο Χατζόπουλος ταξιδεύει μια τελευταία φορά στο Μόναχο οικογενειακώς, προκειμένου να μεταφέρουν από εκεί τα πράγματα τους για να επιπλώσουν το καινούργιο σπίτι τους στην οδό Μαυρομιχάλη.Το 1917 εργάστηκε σε μια υπηρεσία λογοκρισίας ως διευθυντής. Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι(με το ατμόπλοιο "Montenegro") προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από την κόρη του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Η γενέτειρα πόλη του, το Αγρίνιο, σε ένδειξη τιμής έδωσε το όνομά του σε κεντρική πλατεία της πόλης όπου βρίσκεται και ο ανδριάντας του. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε και ο αδελφός του Δημήτρης Χατζόπουλος, γνωστός με το ψευδώνυμο Μποέμ, εκδότης του περιοδικού «Ο Διόνυσος».
Έργο
Το έργο που άφησε ο Κώστας Χατζόπουλος είναι πλουσιότατο. Περιλαμβάνει:
*Ποιητικές συλλογές: "Τραγούδια της ερημιάς" και "Ελεγεία και Ειδύλλια" (1898), "Απλοί τρόποι" και "Βραδινοί θρύλοι" (1920), που ανήκουν στη σχολή του συμβολισμού.
*Πεζογραφία: "Το φθινόπωρο" (1917), "Αγάπη στo χωριό" (1910), "O πύργος του Aκροποτάμου" (1915), "Τάσω, Στό σκοτάδι και άλλα διηγήματα" (1916), "Aννιώ" και άλλα διηγήματα (μεταθανάτια έκδοση, 1923), "Υπεράνθρωπος" (1915) Στα έργα του αυτά ακολούθησε τις αρχές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού, εκτός από το Φθινόπωρο που είναι γραμμένο με την τεχνική του συμβολισμού. Σε όλα διαφαίνεται ο κοινωνικός προβληματισμός, κυρίως για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
*Κριτικό έργο: μελέτες για τους Παλαμά, Κρυστάλλη, Καμπύση κα. και γενικότερες μελέτες για τον συμβολισμό ("Η ψυχολογία του συμβολισμού") και τον σοσιαλισμό ("Σοσιαλισμός και Τέχνη", "Σοσιαλισμός και γλώσσα"). Είναι αξιοσημείωτο ότι με αρκετές μελέτες επιχείρησε να ανατρέψει καθιερωμένες απόψεις ακόμα και για λογοτέχνες όπως οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Κωστής Παλαμάς, επισημαίνοντας αρνητικά στοιχεία του έργου τους.
*Μεταφράσεις: μετέφρασε (από τα γερμανικά) κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά *θεατρικά έργα. Κάποιες από τις σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι:
*Ιφιγένεια εν Ταύροις και Φάουστ του Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
*Πέερ Γκυντ του Ίψεν (αν και μετέφρασε -κατόπιν παραγγελίας του Θωμά Οικονόμου- ολόκληρο το έργο, δημοσιεύτηκαν μόνο δύο αποσπάσματα στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 538 / 8 Νοεμβρίου 1914 και τεύχος 548 / 17 Ιανουαρίου 1915)
*Όταν ξυπνήσωμε νεκροί του Ίψεν (περιοδικό «Διόνυσος», τεύχος 1 / 20 Ιουλίου 1901 έως τεύχος 4 / 20 Οκτωβρίου 1901)
*Ηλέκτρα του Χόφμανστάλ
Το μεταφραστικό του έργο στον τομέα του θεάτρου στόχευε στην καθιέρωση της δημοτικής, στην ανανέωση του θεατρικού ρεπερτορίου, στο οποίο κυριαρχούσαν κακής ποιότητας γαλλικά έργα και στη διεύρυνση των οριζόντων του θεατρικού κοινού. Ό Χατζοπουλος τοσο από της στήλες των περιοδικών του Τέχνη και Διόνυσος όσο και με το προσωπικό λογοτεχνικό του έργο συνετέλεσε αποφασιστικά στο να γίνει γνωστή στα ελληνικά γράμματα ή Τεχνοτροπία του Συμβολισμού. Ή Ποιησή του,κυρίως οί τελευταίες συλλογές του Απλοί Τρόποι και Βραδυνοί Θρύλοι που κυκλοφόρησαν σχεδόν της παραμονές του θανάτου του, καθώς και οί πεζογραφία του ιδιαίτερα το τελευταίο του μυθιστόρημα Φθινόπωρο το οποίκο και εκδώθηκε το 1917 φιλοξένησαν τα γκρίζα χρώματα και την θολή ατμόσφαιρα του βορρά, στοιχεία που αγαπούσανε υπερβολικά οί συμβολιστές ποιητές. Συγχρόνως ό χατζοπουλος εισήγαγε στο έργο του και στοιχεία της σοσιαλιστικής ιδεολογίας του, έστω και αν αυτή στα έργα της ωριμοτητάς του, δεν διακρίνεται από την αισιοδοξία της αρχικής μυησής του στην αριστερά. Από την μεταφραστική του εργασία που αφοσιώθηκε κατά κανόνα σε συγγραφείς του βορρά, ίσως ή πιο αξιόλογη ήτανε ή μετάφραση του Φάουστ του Γκαίτε.
Εργογραφία
Ποιήματα
Έλα Ξανθή( Ποίημα, περιοδικό «Εβδομάς») (1884).
Τραγούδια της ερημιάς(Γραμμένο με την Τεχνική της Σχολής του Συμβολισμού) (1898).
Ελεγεία και ειδύλλια(Γραμμένο με την Τεχνική της Σχολής του Συμβολισμού) (1898).
Απλοί Τρόποι(Γραμμένο με την Τεχνική της Σχολής του Συμβολισμού) (1920).
Βραδυνοί θρύλοι(Γραμμένο με την Τεχνική της Σχολής του Συμβολισμού) (1920).
Τα Ποιήματα», άπαντα τα ποιήματά του συγκεντρωμένα σε έναν τόμο στη σειρά «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη», του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη. Εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια Γιώργος Βελουδής, 1992
Πεζογραφία
Αντάρτης(Διήγημα αφιερωμένο στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, περιοδικό «Νουμάς») (1907).
Το φθινόπωρο(Διήγημα γραμμένο με την τεχνική του Συμβολισμού ,Νουμάς) (1917).
Αγάπη στο χωριό(Μυθιστόρημα, Νουμάς) (1910).
Ό Πύργος του ακροποτάμου(Διήγημα, Νουμάς) (1915).
Υπεράνθρωπος(Σατηρική Ηθογραφία) (1915).
Τασσώ(Διήγημα, Νουμάς) (1916).
Το όνειρο της κλάρας(Μυθιστόρημα, Νουμάς) (1918).
Πίσω Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα (1916).
Αννιώ και άλλα διηγήματα (Διήγημα, Νουμάς Μεταθανάτια έκδοση Γκοβόστης) (1923).
Τα διηγήματα (Μεταθανάτια έκδοση Περιοδικό Νουμάς) (1924).
Μελέτες Έργων
Κωστής παλαμάς μελετη του έργου του (1915).
Κώστας κρυστάλλης μελέτη του έργου του (1916).
Αλέξανδρος παπαδιαμάντης μελέτη του έργου του (1916).
Γιάννης καμπύσης μελέτη του έργου του (1917).
Ή ψυχολογία του συμβολισμού (1917).
Σοσιαλισμός και τέχνη (1918).
Σοσιαλισμός και γλώσσα (1918).
Δημοτική γλώσσα εισαγωγή και αφιέρωμα (Δίτομο, περιοδικό Νουμάς) (1919).
Καθαρεύουσα γλώσσα εισαγωγή και αφιέρωμα (Δίτομο, περιοδικό Νουμάς) (1919).
Δημοτικισμός και λογοτεχνία - Εισαγωγή και αφιέρωμα (Δίτομο, περιοδικό Νουμάς) (1920).
Σοσιαλισμός και λογοτεχνία - Εισαγωγή και αφιέρωμα (Δίτομο, περιοδικό Νουμάς) (1920).
Τα ελληνικά σχολεία την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας 1453-1821», εκδόσεις Βάνιας - εξαντλημένο
Κρητικογραφίες
Κριτικά κείμενα», κείμενα κριτικής του. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, μεταθανάτια έκδοση (1996).
Μεταφράσεις για θεατρικές παραστάσεις
Θεατρική περίοδος 1903 – 1904
Pius Alexander Wolff, Πρετσιόζα (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
Θεατρική περίοδος 1904 – 1905
Johann Wolfgang von Goethe, Φάουστ (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
Franz Grillparzer, Ηρώ και Λέανδρος (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
Franz Grillparzer, Το στοιχειό του πύργου (Η προμάμμη) (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
Bjørnstjerne Bjørnson, Έρως και γεωγραφία (για το Βασιλικόν Θέατρον / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου)
Θεατρική περίοδος 1906 (θερινή)
Κάρλ Μάρκ και Μάξ Έγκελς Κομμουνιστικό Μανιφέστο(Οχτάτομο σε συνέχειες) (1901-1908)
Henrik Ibsen, Η κυρά της θάλασσας (για τον Θίασο Θωμά Οικονόμου / σκηνοθεσία Θωμά Οικονόμου ολόκληρο το έργο, δημοσιεύτηκαν μόνο δύο αποσπάσματα στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 538 / 8 Νοεμβρίου 1914 και τεύχος 548 / 17 Ιανουαρίου 1915))
Μεταφράσεις (αυτοτελείς εκδόσεις)
Johann Wolfgang von Goethe, Ιφιγένεια εν Ταύροις (Τυπογραφείο Ερρίκου Λάουππ του νεότερου, 1910)
Gustaf af Geijerstam, Το βιβλίο του μικρού αδελφού (Γ. Βασιλείου, 1915)
Henrik Ibsen Πέερ Γκύντ(αν και μετέφρασε -κατόπιν παραγγελίας του Θωμά Οικονόμου- ολόκληρο το έργο, δημοσιεύτηκαν μόνο δύο αποσπάσματα στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 538 / 8 Νοεμβρίου 1914 και τεύχος 548 / 17 Ιανουαρίου 1915)
Johann Wolfgang von Goethe, Φάουστ (α’ έκδοση «περικομμένη και πρόχειρη» / Εστία, 1916) (β’ έκδοση «συμπληρωμένη» / Ελευθερουδάκης, 1921)
Hugo von Hofmannsthal, Ηλέκτρα (Εστία, 1916)
Henrik Ibsen ;όταν ξυπνήσωμε νεκροί (περιοδικό «Διόνυσος», τεύχος 1 / 20 Ιουλίου 1901 έως τεύχος 4 / 20 Οκτωβρίου 1901)
Χοφμανστάλ Ηλέκτρα (Περιοδικό Νουμάς) (1919).
Herman Bang, Οι τέσσεροι διάβολοι (Ελευθερουδάκης, 1927)
Franz Grillparzer, Μήδεια (Ελευθερουδάκης, 1927)
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ἔλα Ξανθή
Ἔλα ξανθή ἀγάπη μου, ἡ αρνάδα σου σε κράζει
πέρα στην ἀκροποταμιά, στα πράσινα λειβάδια,
τώρα π᾿ ὁ ἥλιος ἔγειρε, που πιάνει να βραδιάζει
τώρα π᾿ ἀρχίσαν στις βοσκές να βγαίνουν τα κοπάδια.
Να δεῖς τ᾿ ἀρνάκι που πηδᾷ τριγύρω στη βρυσούλα,
και πάλι πῶς χαρούμενο γυρίζει στη μανούλα.
Θυμήσου μία φορά κι ἐμεῖς σαν εἴμαστε παιδάκια
πῶς παίζαμε τρελά-τρελά μες στ᾿ ἄγρια λουλούδια,
θυμήσου πῶς σοῦ στόλιζα τ᾿ ὁλόχρυσα μαλλάκια.
Θυμήσου πόσα σοῦ ῾λεγα κατ μοῦ ῾λεγες τραγούδια.
Τα χρόνια κεῖνα πέρασαν, τώρα σαν μ᾿ ἀντικρύζεις
τα γαλανά τα μάτια σου ἀλλοῦθε τα γυρίζεις.
💛💛
Χριστούγεννα τοῦ χωριοῦ
Μες την ἀχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην ἔρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λες κι ἁπλωμένη σιγαλιά
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα ἀπ᾿ το βουνό
γλυκός σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσάν βαθιὰ ἀπ᾿ τον οὐρανὸ
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι ἀντιλαλεῖ τερπνά-τερπνά
γύρω στην ἄφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνᾶ
την ἅγια μέρα να γιορτάσει.
💛💛
Ασ᾿ τη Βάρκα…
Ασ’ τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει τ᾿ αγέρι, τιμόνι-πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πι᾿ όμορφοι οι άγνωστοι πάντα γιαλοί,
η ζωή μία δροσιά είναι ένα κύμα, ας το φέρει
όπου θέλει τ᾿ αγέρι, όπου ξέρει τ᾿ αγέρι.
Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός,
είτ᾿ ειδύλλιο γελούμενο απλώνετ᾿ η πλάση,
είτ᾿ αντάρες και μπόρες σου κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις,
όπου θέλει το κύμα μαζί του θ᾿ αράξεις.
Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
Έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ᾿ ότι ρωτάς;
Ότι σ᾿ έχει μαγέψει κι ότι σου ῾χει γελάσει,
το ΄χεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;
Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
ασ᾿ τις ζάλες να σέρνουν τυφλά την καρδιά
κι αν τριγύρω βογκά κι αν ψηλά συννεφιάζει,
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά
κι αν πικρό τη ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μια χαρά την προσμένει.
http://users.uoa.gr/
💛💛
Θεατρίνοι, Μ.Α.
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά
και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς!
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές
ριγμένα ανάκατα μαζί μ’ εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
πάνω απ’ το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα
γυμνά κι ανάερα, στεγνά στην κάψα
(πότε μας γέννησαν; πότε μας θάψαν; )
και τεντωμένα σαν τις χορδές
μιας λύρας που ολοένα βουίζει – δες
και την καρδιά μας: ένα σφουγγάρι,
στο δρόμο σέρνεται και στο παζάρι
πίνοντας το αίμα και τη χολή
και του τετράρχη και του ληστή.
💛💛
Ήρθε το νερό…
Ήρθε το νερό μουγκρίζοντας,
σαν το ταύρο τού χωριού μας,
τον Καρά·
Ήρθε το νερό αφρίζοντας
σαν το άτι τού χωριού μας,
το Σαρή·
Ήρθε το νερό κι απλώθηκε
σαν τις δίπλες τού χορού μας
στην πλατέα!
Παίρνει το δρόμο τής ματιάς μας,
παίρνει το δρόμο τής καρδιάς μας,
παίρνει το δρόμο τού χωριού!
Στις μουριές μας έπλεξε
το θολό του δίχτυ…
Ήρθε το νερό,
με καλάμια και με χώμα.
Σήκωσε κρυφά τις θημωνιές,
τα γεφύρια φόρτωσε
στην πλατειά του ράχη –
και ξεκίνησε!..
(«Φλέβες τού ποταμού», 1958)
💛💛
Δε γυρεύω ξένο, δε ρωτώ κρυφό,
δε γυρεύω χάρη·
κάτι μου έχουν πάρει, μέσ' απ' την ψυχή
κάτι μου έχουν πάρει.
Και δεν ήταν ούτε ξωτικά,
και δεν ήταν χέρια,
και ήταν ένα βράδυ που έπαιζαν θολά
στο γιαλό τ' αστέρια.
Κι ήρθε ένας αέρας κι ήρθε ένας βοριάς
κι ήρθε ένα σκοτάδι -
ω αδερφή, χαμένο κάποιο μυστικό,
που θρηνούμε ομάδι,
μες στο κύμα ανοίγει δρόμο μυστικό,
δείχνει το φεγγάρι: -
κάτι μου έχουν πάρει, μέσ' απ' την ψυχή
κάτι μου έχουν πάρει.
Ήρθες
Ήρθες· και η μέρα ήταν χλωμή
και ήταν κρύο -
ήρθες, μα με απλωμένα τα πανιά
έμενε το πλοίο.
Ήρθες·
και τα πουλιά καθίσαν στα κλαδιά
και κελαηδούσαν,
και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά
κι άνθη σκορπούσαν.
Ήρθες·
αλλά τα φύλλα στα κλαδιά
ήταν μαδημένα
και ήταν τα σύννεφα σταχτιά
και κρεμασμένα.
Κι ήταν η θάλασσα χλωμή
και ήτανε κρύο·
κι όλοι κοιτάζανε χλωμοί
που με απλωμένα τα πανιά
έμενε το πλοίο.
http://www.peri-grafis.net/
💛💛
Φθινόπωρο
Έλα, με ρόδα του φθινοπώρου
να στεφανώσω τα μαλλιά στου
αυτά ταιριάζουν ομορφότερα
στη χλωμιασμένην ομορφιά σου.
Να τα κοιτάξω που τριγύρω σου
θα πέφτουνε ξεφυλλισμένα,
όπως ολόγυρα στη νιότη σου
τόσα όνειρα μου είδα σβησμένα.
Έλα, με ρόδα του φθινοπώρου
να στεφανώσω τα μαλλιά σου,
αυτά ταιριάζουν ομορφότερα
στη μαραμένην ομορφιά σου.
Να τα κοιτάζω που τριγύρω σου
θε να μαδούνε στον αέρα,
όπως θωρώ και την αγάπη μας
τώρα να σβήνη μέρα μέρα.
http://www.peri-grafis.net/
.
💛💛
Ο Μπαρμπα-Αντώνης
Ακουμπούσε ορθός στον τοίχο, ανασήκωνε την πλατιά λερή μανικά και τέντωνε το χέρι. Ο παππούς του έδενε σφιχτά το μπράτσο με μια καλτσοδέτα κι ύστερα έδινε τη νυστεριά στη φλέβα. Το αίμα πηδούσε αχνοκόκκινο, γράφοντας τόξο στον αέρα, έπειτα χαμήλωνε σιγά σιγά, ως που στάλαζε θόλο και σκούρο, σα μισοστειρωμένη βρύση απο σκουριασμένη κάνουλα, χάμω στις αγριάδες της αυλής.
Κι ο Μπαρμπαντώνης τον κοίταζε με τα θαμπά μάτια του, τον κοίταζε και θυμόταν τον παλιό γιατρό, που έχτισε κει στην εξοχή το σπίτι, το σπίτι αυτό που αγόρασε ύστερα ο παππούς. Μαζί με το σπίτι πήρε ο παππούς και το νυστέρι του παλιού γιατρού και τη συνήθεια ν' ανοίγει κάθε άνοιξη τις φλέβες των χωρικών και των βοσκών, που κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σε αχεροκαλύβες κάτω πλατιές, ψηλά στενές, όπως χωνιά αναποδογυρισμένα. σε μια απ' αυτές κι ο Μπαρμπαντώνης.
Η εξοχη ηταν περισσοτερο ερημια. Γυρω ακαρποι πετρινοι λοφοι με δω και κει, στα πλαγια, χλωρασιες που μοιαζαν σα νησακια, και ακπου που ενα δεντρο, που εστεκε σαν ερημιτης στην κορφη. Οταν ερχοταν η ανοιξη, ημερωνε, γελουσε λιγο ο τοπος, μα γληγορα ξαναπαιρνε τη σκυθρωπη, συνηθισμενη του οψη, Ητανε σα να διαλεξε το μερος ο βαρυς και σκυθρωπος, ο ιδιοτροπος και ασκητικος παππους. Κανεις δε σιμωνε στοσ πιτι, κανεις δεν του εκανε υπηρετης. Ο Μπαρμπαντωνης μονο ερχοταν κι εστεκε καθε πρωι στην πορτα.
Ηταν γεροντας ψηλος, στεγνος, σαν ξεραμενο δεντρο. Φορουσε φουστανελλα, μαυρη σκουφια και μυτερα αρβανιτικα τσαρουχια. Δεν εβλεπε καλα, κι περπατησια του ηταν κοντη και χορευτη και σκονταβε σε καθε πετραδακι. Μα ακουμπωντας στην ωηλη του γλιτσα, που την προβαλλε παντα μπροστα σαν τριτο ποδι, πηγαινε τακτικα στην πολη κι εφερνε στην πορτα, οσο που τον εδιωχνε ο αππους.
Γυριζε τοτε στη καλυβα του, στην πλαγια της ραχης και καθοτανε μπροστα στην πορτα. Εβγαζε απο το σελαχι το μακρυ σουγια μ ετην λαβη απο μαυρο κερατο, κι επιανε κι εσκιζε και πελεκουσε μικρα παλουκια και κλαδια απο λυγαριες, κι επλεκε με αυτες το φραχτη, που χωριζε τον τοπο του απο του γειτονα τον κηπο. Επλεκε και διορθωνε και στεριωνε το φραχτη, γιατι του φαινοταν πως αυτος ο φραχτης ζυγωνε ολοενα στην καλυβα κι εφτανε σιγα σιγα παντα κοντυτερα ατη ριζα μιας αχλαδιας που ηταν μπροστα απο την καλυβα. Επειτα ξανακαθοτανε στην πορτα, καθοτανε και κοιταζε εξω περα, και φαινοτανε σα να περιμενα.
Ο παππους βαριοτανε τη φλυαρια του και τον αφηνε να περιμενη. Μα, οταν η πληξη του χειμωνα τον καρφωνε κι αυτον μοναχο μερες ολακερες
μπροστα στο τζακι, εβγαινε και τον ζητουσε. Τον εβαζε και καθιζε στην ακρη πλαι στην πορτα, του θυμουσε παντα να μακραινη την καρεκλα απο τον τοιχο, οπου κρεμοταν το δικο του επανωφορι, και τον αφηνε να λεη τα νεα απο την πολη και να διηγαται για τον παλιον καιρο. Κι ο Μπαρμπαντωνης διηγοτανε για τον παλιο καιρο, για την Αρβανιτια αποθε ηρθε, την Επανασταση που ειχε πολεμησει, για τα ρεντιφικα και το στρατο οπου εκαμε υστερα, για τη λιγη συνταξη που δεν του φτανει. Επειτα για τη γυναικα του—μια χηρα που πρωτα τον παντρευτηκε, μα υστερα, οταν αρχισε και γεραζε, τον αφησε και πηρε αλλον νιοτερο—για το γιο της, ενα μαγκα που ερχοταν και τον εδερνε και του επαιρνε τη συνταξη. Για ολα αυτα μιλουσε και ξαναμιλουσε, μιλουσε και κλαιγοταν, οσο που τον βαριοταν ο παππους και τον ξαναδιωχνε.
Κι ο Μπαρμπαντωνης γυρνουσε παλι στην καλυβα κι επιανε και πελεκουσε, κι εσκιζε και πελεκουσε, κι επειτα καθοτανε παλι στην πορτα, καθοτανε και κοιταζε σα να περιμενε.
Ωσπου τον ξαναφωναξε ο πππους, κι ερχοταν παλι και ξαναρχιζε και διηγοταν παλι γαι την Αρβανιτια και τους πολεμους, για την κονκαρδα του αγωνιστη, που ειχε ακομα στην καλυβα, για τη γυναικα, που δεν ειχε πια, και για το γιο της, που ερχοταν και τον εδερνε, Και διηγοταν υστερα για τον παλιο, τον Μπαβαρεζο το γιατρο, που εχτισε το σπιτι εκει, και τον θυμοτανε ψηλον, παχυ, με μακρυα ξανθα μουστακια, τον θυμοτανε που καβαλουσε το αλογο, το αλογο που ειχε αυτος και συγυριζε—το καβαλουσε καθε πρωι και πηγαινε τριγυρω στα χωρια και γιατρευε τον κοσμο. Επειτα γυριζε και φυτευε κλαρια στον κηπο κι εσπερνε σπορους στις βραγιες. Φυτευε κι εσπερνε, οπως το λεγαν τα βιβλια, τα βιβλια, που ειχερ ενα σωρο α. αυτα και διαβαζε, και εκει μεσα διαβαζε για ολα, και κει μεσα διαβαζε για τον κοσμο, πως θ'αλλαξη.
— Παλαβος ανθρωπος, τον εκοβε ο παππιυς.
— Σοφος ανθρωπος, βασιλικος γιατρος. ελεγε ο Μπαρμπαντωνης.
Για τον παππου ειχε χαλασει για παντα ο κοσμος απο τοτε που διωξανε τον πρωτο βασιλια και καμαν συνταγμα στον τοπο. Και θυμωνε και ξαναδιωχνε το Μπαρμπαντωνη. Κι ο Μπαρμπαντωνης γυριζε και ξανακαθιζε στην πορτα της καλυβας. Γυριζε και καθιζε και πελεκουσε κι εσκιζε και κοιταζε. Κοιταζε μπρος του περα και φαινοτανε σα να περιμενε. Αν ηταν ο προγονος του που περιμενε, ο προγονος του ερχοταν παντα. Ερχοτανε, τον φωναζε αποπισω απο την καλυβα, του γυρευε τη συνταξη, τον εδερνε, και του επαιρνε τη συνταξη. Και τοτε ξαναρχοταν ο Μπαρμπαντωνης στον παππου. Μα του μιλουσε παλι για τον παλιο γιατρο και για τον κοσμο, που ελεγε κεινος πως θ'αλλαξη, κι παππους θυμωνε και ξαναδιωχνε τον Μπαρμπαντωνη.
Κι ο Μπαρμπαντωνης ξαναγυριζε στην πορτα της καλυβας και καθοταν παλι και στυλωνε τα θαμπα ματια εμπρος του και κοιταζε το φραχτη του γειτονα να του ζυγωνη την καλυβα, να φτανη παντα κοντητερα στη ριζα της αχλαδιας, που ηταν μπροστα απο την καλυβα. Κι εβγαζε παλι το σουγια και πελεκουσε κι εσκιζε, εσκιζε κι επλεκε τα κλαδια και στεριωνε το φραχτη. Και πιανοταν με τα γειτονα. Ο γειτονας του γυρευε να του πουληση τον τοπο με την αχλαδια, κι ετσι να βγη για να παντα απο την υποψια. Μα ο Μπαρμπαντωνης την ηθελε την αχλαδια. Την ηθελε. γιατι την ειχε κεντρωμενη ο ξενος γιατρος, την ηθελε γιατι ηθελε να καθεται στον ισκιο της το καλοκαιρι, την ηθελε γιατι ηθελε να καθεται και να φυλαη τ'αχλαδια της απ'τα παιδια και τους βοσκους, κι οσα γλιτωνανε να τα μαζευη και να τα παη της γυναικος του.
Τα πηγαινε δεμενα στο μαντηλι με τα ρουχα, που της πηγαινε μαζι, για να τα πλυνη. Κρατουσε αυτη τ'αχλαδια, και του γυριζε τα ρουχα, κι Μπαρμπαντωνης γυρνουσε στην καλυβα κι επιανε παλι τον ισκιο του και φυλαγε. Κι επιανε παλι και πελεκουσε κι εσκιζε, κι επλεκε και στεριωνε, δυναμωνε το φραχτη. Οσο που κουραζοταν. Και τοτε ξανακθοταν παλι ασλευτος στη θεση του και κοιταζε, κοιταζε μπροστα ρου, και φαινοτανε σα να περιμενε.
Αν ηταν τουτο που περιμενε, ηρθε. Μια μερα, εκει που κοιταζε, ο φραχτης δε χορευε μπροστα του πια, δεν περπατουσε. Ειχε χαθη. Ακομα του φανηκε, πως κι η καλυβα χαθηκε αξαφνα και παει. Ο Μπαρμπαντωνης φωναξε κι επεσε χαμω. Του φανηκε, πως χαθηκε και παει κι ολος ο κοσμος μαζι μ ετην καλυβα, γιατι αγαπουσε την καλυβα, τηνηθελε να καθεται, την ηθελε να πεθανη μεσα. Ο Μπαρμπαντωνης ξανφωναξε, μα οπως απλωσε το χερι, το χερι του αγγιξε τον τοιχο, κι ενιωσε ευθυς τι χαθηκε, και συρθηκε πασπατευτα με την μακρια του γκλιτσα ως το κατωφλι του παπου κι εφερε το νεο. Και σερνοταν, ετσι κι υστερα καιρο, μηνες πολλους ως το κατωφλι του παπου, οσο που επεσε κι απο τα ποδια του μαι μερα. Τωρα μπορουσε μονο και καθοτανε δτην πορτα, καθοτανε και κοιταζε αδεια με τα ματια, κοιταζε και φαινοταν, πως περιμενε.
Αν κεινο που περιμεν ηταν η γυναικα του, η γυναικα του ηρθε. Ηρθε και τον πηρε σπιτι της, αφου πηρε και τα χρηματα, που φυλαγε ο παππους απο την συνταξη του Μπαρμπαντωνη. Μα ο Μπαρμπαντωμης δεν αργησε πολυ να παραγγειλη, πως τον αφηνουν νηστικο, κι ο παππους εστειλε και τον ξαναφεραν στην καλυβα. Και ξαναπιασε παλι τη θεση του μπροστα στην πορτα, τηνεπιασεμα πια δεν κοιταζε και δε φαινοταν πως περιμενε. Καθοταν και χτυπουσε τη γκλιτσα του κατω στη γη, καθοταν και διηγοταν ιστοριες στους βοσκους και στους διαβατες. Διηγοτανε για την Αρβανιτια, την Επανασταση και την κονκαρδα που τη φυλαγε τωρα στον κορφο, για τον παλιο γιατρο που καβαλικευε και πηγαινε και γιατρευε στον κοσμο, κι υστερα γυριζε και φυτευε κλαρια κι εσπερνε σπορους, οπως το διαβαζε μες στα βιβλια. Και διηγοταν για την αχλαδια και για το γειτονα που γυρευε να την παρη. Να πελεκηση και να φραξη δε μπορουσε πια, μονο σερνοταν με τα γονατα στο χωμα κι εψαχνε χαμω και μετρουσε το φραχτη με τα χερια.
Ακουγονταν οι φωνες του. Κι εβγαινε τωρα ο παππους και μαλωνε το γειτονα, κι εβγαινε κι εδιωχνε τον προγονο, που γυρευε κι αυτος να του χαριση ο Μπαρμπαντωνης την αχλαδια και την καλυβα. Μα ο Μπαρμπαντωνης δεν το εκανε, γιατι φοβοταν μην ο προγονος πουληση την καλυβα, κι αυτος την ηθελε, την ηθελε για να πεθανη μεσα.
Πεθανε στον αχερωνα μας, οπου τον μαζεψε ο παππους, οταν επιασε ο χειμωνας, για να μην ξεπαγιαση στην καλυβα. Ως τις στερνες στιγμες του διηγοταν ιστοριες, θυμοταν την Αρβανιτια και τους πολεμους και τον ξενο γιατρο, που του συγυριζε αυτος το αλογο, το γιατρο που γιατρευε τους χωρικους και φυτευε κλαρια κι εσπερνε σπορους, οπως το διαβαζε μες στα βιβλια. Για τ'αλλα, που διαβαζε ο γιατρος μες στα βιβλια, δε διηγοταν. Σωπαινε, αμα εφτανε ως εκει, κι εσκυβε χαμω στη φωτια κι εμενε ασαλευτος εκει και δε φαινοταν πως περιμενε. Μονο λιγες στιγμες πριν ξεψυχηση, ανσηκωθηκε αξαφνα και γυρισε προς τη μερια, οπου φανταζοτανε, πως ειναι η πορτα. Σταματησε στη θεση αυτη και φανηκε, σα να περιμεν. Μα γρηγορα ξαναπεσε ησυχα, βγαζοντας μαι βραχνη φωνη, αφηνοντας εναν αχο, που εμοιαζε με γελιο.
Τον ακουσε ο παπους, που σεριανουσε με σουφρωμενα φρυδια περα δωθε στο μακρινο χαγιατι, καπνιζοντας αμιλητος και βροντωντας μονορυθμα κι αδιακοπα, σα χτυπους ρολογιου της πληξης, τα τακουνια απ'τις παντουφλες του στις πλακες, τον ακουσε, εριξε κειθε μια ματια και πεταξε και κεινος ενα γελιο απο τα δοντια, ενα—δεν ακουσα καλα—"αλλαξε;"ή"θ'αλλαξη!".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου