Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΣΙΩΜΟΣ " ΚΑΛΕΊΣ ΤΙΣ ΜΟΥΣΕΣ."


Σ' ένα παγκάκι πάρκου καθισμένη Πήγασο της ποίησης λαχταρείς Σκέφτεσαι σαν ονειροπαρμένη , Να' ρθουνε,τις Μούσες καλείς. Προστάζεις εκεί χίλιες εικόνες Θέλεις να τις βάλλεις σε μια σειρά.. Όμως δεν είναι θαλάσσης γοργόνες, Γίνονται φαντάσματα ξηράς. Σ' ανοιχτό τετράδιο στήνεις λέξεις Στο στόμα το μολύβι σου μαδάς Σαν να ψάχνεις να τις ζωντάνεψες
Πρόωρα ζητάς να κελαηδάς. Βγάζουν σπινθήρες χαράς τα μάτια, Πείθονται οι στίχοι που κυβερνάς Σαν να' χεις δαμάσει χίλια άτια Ποίησης Θεούς να προσκυνάς. Μη κολλάς στα πως και πρέπει Τ' άσματα ψυχής σου να σκεφτείς Έχε οδηγό της ζωής καθρέφτη Τραγούδα καθετί χιλιοποθείς . Λευτέρης Σιώμος Κ/10 δ.π.ελ.








Dilip Mewada..MY HINDI POEMS WITH ENGLISH TRANSLATION

 


1

इन्तिज़ार...  

 
कर न सका

इन्तिज़ार  

मौत के आने तक...

चल पड़ा

मरने को उस पे

दिल मेरा...  

 
English Translation...

WAIT...


My heart

couldn't wait
until

the death arrived...
It set off

to die for her...


2.

बदनाम ...

 
ख़ुद गिरती हैं

आ के दूर दूर से नदियाँ... 

एक साहिल से दूसरे साहिल जाने का शौक़ है

इसलिए डूबती हैं कश्तियाँ भी...

समंदर तो ख़्वाह-मख़ाह बदनाम है

 
English translation ...
NOTORIOUS...


The rivers come from afar and fall into the sea...

The boats are fond of going from one shore to another.

That's why they sink...

The sea is notorious for no reason.

 
 3

ग़ज़ल ...


गो हौसले पे अपने यक़ीं है 

पर हात में दिल के कुछ नहीं है


जिन राहों की मंज़िल इक सफ़र है

रुकता ये दिल थोड़ा बस वहीं है 

 
माना नज़र है दिल की फ़लक पे

क़दमों के नीचे लेकिन ज़मीं है


अश्कों की बारिश में दिल न भीगे

होता कभी क्या ऐसा कहीं है

 
जलवे दिखाता है हर ग़ज़ल में  

वो ग़म जो दिल में पर्दा-नशीं है

 
English translation
Ghazal ...

Although I fully trust my courage;
Nothing is within the control of my heart.

The paths whose destination is a journey;
The heart halts for a moment there only.

I admit, the eyes of the heart are in the sky
But there is always ground under the feet,.

The heart doesn’t soak in the rain of tears;
Does anything like this happen anywhere?

The pain shows splendour in every verse;
That's hidden behind the veil in the heart.

 
Bio data:  

Dilip Mewada is a poet by avocation and teacher by vocation. He lives in Gandhinagar city of Gujarat state of India. 
He is conferred with B.Sc. (physics) and composes poems in Hindi and English languages.
He has been writing Ghazals, Nazms, Haiku, Cinquains, Quatrains, Etheree, Tricube, Free style poems and many other forms of poems including rhymes since 2001.
Besides two poetry books, he has co- authored many Hindi and English anthologies. He has been awarded with many national and international certificates for his outstanding poems.
For more details one can contact him at – dilipmewada325@yahoo.com











Mauro Montacchiesi (Rome) "RABINDRANATH TAGORE AND DR JERNAIL SINGH ANAND "

 


RABINDRANATH TAGORE AND JERNAIL SINGH ANAND


Mauro Montacchiesi (Rome)

ESERGO

"Faith is the bird that, when the dawn is still dark, feels the light.." — Rabindranath Tagore

PREFACE

In the brownian traffic of cosmic thought, few, very few indeed, are the voices that shine with luminescing clarity -Rabindranath Tagore and Jernail Singh Anand are two of them. Although they are many years apart, they are brought together in the spiritual and poetic sphere of existence, where their philosophies, ethics and aesthetic minds intermingle in a metaphysical quest. This meeting is not a mere dialogue of minds, but an eavesdropping of two souls: two souls that are committed to truth, to beauty and to human advancement. Bengal’s mystic bard meets bio-textual consciousness sage of a later age; Tagore and Anand speak across the time and space of centuries and continents.



MONOLOGUE BY TAGORE

I am the hushed tone of the break of day.
My words are drawings in the air, my grief and my joy have come and met.

The universe is not a problem to be solved but a poem to be sung. In every flower’s whisper, in every beggar’s palm, I see the face of the Infinite.

Not to teach, but to wake. The soul is not a lesson but a dance.” Oh Earth, with fire let me kiss you, and in your embrace vanish.




HAIKU

Waves of morning light
caress the soul's silent shore
—truth blooms in stillness.


MONOLOGUE BY ANAND

I am the pen of the hopeless, the scream of the battered Earth.
My ink suffers of time, my pen mourns.

The truth is not a relic, it is a cry. I'm moving with some prophets/ eating with the oprhans.

I saw my thirst mirrored, there in Whitman and Puran Singh. In the mirror of Whitman and Puran Singh, I found my thirst; I learnt my thirsting. Out of this thirst, I forged the theory of Bio-Text—where blood and word can no longer be told apart.


APHORISM

"The poem is written by the world whispering through the soul, not by the poet.”

DIALOGUE BETWEEN TAGORE AND ANAND

TAGORE: Do you write with joy, Anand, or with wounds?

ANAND: I write because wounds have learned to sing. And you?

TAGORE: I sang before I knew what sorrow meant. Then sorrow became my scale.

ANAND: We have walked the same riverbanks, then. I named the stream Bio-Text. You called it Gitanjali.

TAGORE: And yet, a longing for the Divine in the human, the current is the same.

ANAND: The poem is our proof, our protest, our prayer.

TAGORE: If truth be told. The poet speaks, even in silence.

ANAND: And the poet restore to health, in suffering.

TAGORE: Like bread among seekers, then let our ink be shared.

SYNTHESIS

In their dialogic dance, Tagore and Anand, unveil the poem as a sacred act: both offering and resistance, both vision and balm. The mystic and the reformer merge into a single pulse of conscience. Their words, whether sung or bled, form a liturgy of hope in the age of dissonance.

PARALIPOMENON
The play takes the form of a dreamed conversation between two great poets who write in right-minded, spiritually questing ways. The form transitions seamlessly blip by blip from monologue to dialogue, aphorism to synthesis, and calls to mind Tagore’s transformative mysticism and Anand’s existential activism. The haiku is a frozen breath of union, and the aphorism is the metaphysical embodiment.


AUTHOR 
Mauro Montacchiesi one of the leading Italian intellectuals, multi talented and multi awarded author, ex President  of the A.I.A.M. International Academy of Modern Art in Rome. 

DR ANAND:


Dr. Jernail Singh Anand, with an opus of 180 plus books, is Laureate if the Seneca, Charter of Morava, Franz Kafka and Maxim Gorky awards.  His name adorns the Poets’ Rock in Serbia. Anand is a towering literary figure whose work embodies a rare fusion of creativity, intellect, and moral vision. He’s not just an Indian author but a global voice, challenging readers to confront the complexities of existence while offering hope through art and ethics.   If Tagore is the serene sage of a colonial past, Anand is the fiery prophet of a chaotic present.











Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025

Ομαδική έκθεση ζωγραφικής "Ταξιδεύοντας.." στην ART ARK GALLERY της Νάξου, 1-15 Αυγούστου 2025

 



Δελτίο Τύπου

Ομαδική έκθεση ζωγραφικής «Ταξιδεύοντας…» στην ART ARK GALLERY της Νάξου, 1-15 Αυγούστου 2025


Μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της ομαδικής έκθεσης «Ιούλιος, μα όχι καλοκαίρι», που φιλοξενήθηκε στην ART ARK GALLERY και κέρδισε το ενδιαφέρον του κοινού, η γκαλερί συνεχίζει δυναμικά το εικαστικό της πρόγραμμα παρουσιάζοντας τη νέα έκθεση ζωγραφικής με τίτλο «Ταξιδεύοντας…».
Αυτή τη φορά, δύο εικαστικοί, η Μάρθα Κορίτσογλου και η Κάλλια Παπαθεοδώρου, συναντιούνται στον ιδιαίτερο και καλαίσθητο εκθεσιακό χώρο στο ιστορικό Κάστρο της Νάξου, για να μοιραστούν μέσα από τα έργα τους εμπειρίες, μνήμες και συναισθήματα.
Η Κάλλια Παπαθεοδώρου, με φόντο το Αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο και το λαμπερό φως της Νάξου, περιπλανιέται στα ιστορικά μονοπάτια της τεχνικής της εγκαυστικής για να αναδείξει, διαχρονικά, τα σπαράγματα των ανθρώπων και των μέσων που χρησιμοποιούν για να βρουν το καταφύγιό τους.
Η Μάρθα Κορίτσογλου με τη γαλήνια διαφάνεια της ακουαρέλας, αναζητά ανοιχτούς και φωτεινούς ορίζοντες, μέσα από την αέναη κίνηση της θάλασσας, από το βλέμμα ενός παιδιού, από το ελεύθερο πέταγμα των πουλιών.
Σ’ αυτό το ταξίδι και οι δύο αναζητούν την αλήθεια των ανθρώπων που ζουν, ενδημούν ή μεταναστεύουν ψάχνοντας να βρουν τον δικό τους τόπο, τον δικό τους ουρανό, που σαν τα πουλιά ψάχνουν να βρουν ασφαλές καταφύγιο.

Η ART ARK GALLERY, που έφτιαξε με γνώση και μεράκι η εικαστικός Νατάσα Κοντούλη, φιλοδοξεί να γίνει σημείο συνάντησης δημιουργών, έργων και κοινού, συνεχίζοντας να αναδεικνύει σύγχρονες εικαστικές φωνές και να προσφέρει στον επισκέπτη μια εμπειρία που συνδέει την τέχνη με το βίωμα.

Εγκαίνια έκθεσης: Σάββατο 2 Αυγούστου στις 20:30


Βιογραφικά ζωγράφων:

Κάλλια Παπαθεοδώρου

Γεννήθηκε και εργάζεται στον Πειραιά. Σπούδασε γλυπτική στην ΑΣΚΤ της Αθήνας με τον Δ. Καλαμάρα, ζωγραφική με τους Δ. Μυταρά, Π. Τέτση, Τ. Πατρασκίδη (ακροάτρια τρία χρόνια στον Γ. Μόραλη), ψηφιδωτό με τους Γ. Κολέφα, Γ. Βαλαβανίδη και Π. Αγγελοπούλου, γυψοτεχνία, χαλκοχυτική και τορευτική με τον Γ. Κυρλή, εγκαυστική με την Ε. Δοξιάδη, καθώς και τεχνικές χαρακτικής μαύρου-άσπρου και ακουαρέλας με τον Am Issackson στο Gergerboscholan της Σουηδίας, με υποτροφία του Υπουργείου Πολιτισμού. Είναι μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, του Επιμελητηρίου της Κεντρικής Ελλάδας, του Δ.Σ. του Συλλόγου Εικαστικών Εκπαιδευτικών Μέσης Εκπαίδευσης και ιδρυτικό μέλος της θεατρικής ομάδας Χίου. Έχει παρουσιάσει το εικαστικό της έργο σε 10 ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα της υπάρχουν σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στην Αμερική, στην Αυστραλία και στην Ευρώπη.

Μάρθα Κορίτσογλου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλλιθέα Αττικής. Σπούδασε Συντήρηση Έργων Τέχνης στη σχολή Δοξιάδη με δασκάλους τους Π. Ζουμπουλάκη, Κ. Ρόθο και Σ. Λιδάκη. Σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Παράλληλα, παρακολούθησε το εργαστήριο συντήρησης έργων ζωγραφικής της ίδιας σχολής για δύο χρόνια. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακό πρόγραμμα εκπόνησης έργου με καθηγητές τους Χ. Μπότσογλου, Τ. Μεταξά, Γ. Βαλαβανίδη και Δ. Μυταρά. Από το 1977 έως το 1986 εργάστηκε ως συντηρήτρια σε βυζαντινά μνημεία με το Υπουργείο Πολιτισμού, σε αρχαιολογικές ανασκαφές σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε, με την Αυστριακή Αρχαιολογική Σχολή, καθώς επίσης και με την Εφορεία Νεότερων Μνημείων Πάτρας, ενώ διατηρούσε εργαστήριο συντήρησης έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με εικονογραφήσεις βιβλίων και άλλων εντύπων καθώς και με τη δημιουργία σκηνικών, την κατασκευή κοσμήματος και την κεραμική. Για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με τον Δήμο Καλλιθέας για τη δημιουργία Πολιτιστικού Κέντρου, την οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων και δίδαξε στα εικαστικά του εργαστήρια. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε δημόσια σχολεία.
Συμμετείχε σε συμπόσια, καλλιτεχνικές διοργανώσεις κ.ά. σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Γερμανία και Πολωνία. Συμμετείχε με εισηγήσεις και παρεμβάσεις σε συνέδρια και ημερίδες, με θέματα σχετικά με την τέχνη και την εκπαίδευση και οργάνωσε εκδηλώσεις και διαλέξεις σχετικές με τον πολιτισμό σε συνεργασία με διάφορους φορείς. Έχει παρουσιάσει έργα της σε 8 ατομικές και σε πάνω από 60 ομαδικές εκθέσεις χαρακτικής και ζωγραφικής. Έργα της υπάρχουν σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές σε Ελλάδα, Ιταλία, Βουλγαρία, Πολωνία και Κίνα. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας και ήταν για πολλά χρόνια μέλος του Δ.Σ., καθώς και της Ένωσης Εκπαιδευτικών Καλλιτεχνικών Μαθημάτων. Είναι επίσης μέλος του ΣΚΕΤΚΕ (Σύλλογος Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Κεντρικής Ελλάδας).


Επικοινωνία & Πληροφορίες

Διάρκεια έκθεσης: 1-15 Αυγούστου 2025

Ώρες λειτουργίας: 10:00-15:00  & 18:00-22:00

Τοποθεσία: Κάστρο Νάξου, Ι. Δελλαρόκα & Καζαντζάκη

Τηλέφωνο: 2285024682

Είσοδος ελεύθερη

Facebook | Instagram

artarkgallerynaxos@gmail.com

Επικοινωνία: ArtsPR












Project Youth and Poetry.... China Greece

 

Project 
Youth and Poetry 
EVA Petropoulou Lianou 
Founder 

Co partner 
Su Yun From china 


Τhese poems are written by me and Chinese teenagers. All these poems have obtained the approval of their teachers, who personally submitted them to me. Additionally, consent has also been given by the teenagers themselves and their parents.

1.大地流彩
文/肖世嘉(小荷诗社,11岁)

五彩缤纷的世界
也有流光溢彩的大地

春天的大地穿上了绿油油的衣裳
绿是希望的象征
这份希望绿是独属于春天的大地的

夏天的大地戴上了深蓝的帽子
深蓝的大海有着无穷的奥妙
这份奥妙蓝是独属于夏天的大地的

秋天的大地穿上了金黄的毛绒大衣
金黄的毛绒表示着丰收的稻田
这份丰收黄是独属于秋天的大地的

冬天的大地披上雪白的披风
雪白的白雪和枯萎的大树形成了一种凄凉美
这份凄凉美是独属于冬天的大地的
The Earth Flows with Colors
 
By Xiao Shijia (Xiaohe Poetry Club, 11 years old)
 
This colorful world
Also has a radiant earth
 
In spring, the earth puts on green clothes
Green is a symbol of hope
This hopeful green belongs uniquely to the spring earth
 
In summer, the earth wears a deep blue hat
The deep blue sea holds endless mysteries
This mysterious blue belongs uniquely to the summer earth
 
In autumn, the earth dons a golden fluffy coat
The golden fluff represents the harvest fields
This harvest gold belongs uniquely to the autumn earth
 
In winter, the earth wraps itself in a snow-white cape
The snow-white snow and withered trees form a poignant beauty
This poignant beauty belongs uniquely to the winter earth

**

2.无题
文/邹斯宇(小荷诗社,9岁)

大树伤心的时候
会落下一片叶子
但人类会觉得是一处美景

Untitled
By Zou Siyu (Xiaohe Poetry Club, 9 years old)
 
When a big tree is sad
It will drop a leaf
But humans will think it's a beautiful scene

**

3.人生
文/雷雨晗(小荷诗社,10岁)

有些人的人生像苦瓜一样苦,
而有些人的人生像糖一样甜。
人生很苦的人想要人生变甜,
首先他得适应生活,
就像不喜欢吃苦瓜的人一样,
只要坚持下去他会变得很喜欢吃苦瓜,
那就代表坚持得了生话的各种苦。
所以,
一切都有可能。

Life
By Lei Yuhan (Xiaohe Poetry Club, 10 years old)
 
Some people's lives are as bitter as bitter melons,
while others' lives are as sweet as sugar.
 
Those who live a bitter life want their life to turn sweet.
First, they have to get used to life,
just like people who don't like bitter melons—
as long as they persist, they will come to like bitter melons.
That means they can endure all kinds of hardships in life.
 
So,
everything is possible.

**

4.无题
文/张雨涵(小荷诗社,11岁)

老天这是怎么了
总是在流泪
让大地、河流都变成了汪洋
让大豆、棉花都在潜水
让鱼、虾都在遨游
农民苦不堪言

雨过天晴后
一切都恢复了平静

Untitled
By Zhang Yuhan (Xiaohe Poetry Club, 11 years old)
 
What's wrong with the sky?
It keeps crying
Making the earth and rivers turn into a vast ocean
Making the soybeans and cotton seem to be diving
Making the fish and shrimp swim freely
The farmers are overwhelmed with suffering
 
After the rain stops and the sky clears
Everything returns to peace

**

5.
文/胡裕乐(11岁)

她静静站在那儿
人来人往都夸她
美丽、清新
可我却说她不屈
你不信
那是你没有看见她
在淤泥里的挣扎

Flower
By Hu Yule (11 years old)
 
She stands there quietly
People come and go, praising her
For being beautiful, fresh
But I say she is unyielding
You don't believe it
That's because you haven't seen
Her struggle in the mud

**

6.我不算谁的附庸
王韵瑶
也不是某段的支流河
比起这些
我更想成为一场顷刻间的滂沱
旷野间乍起的风波
又或是唐朝遗风外
悬着的唯一月色
人生本就是一首诗歌
而他们的文字浅薄
不该被潦草地印刷着
所以在我笔下
一重山有一重山的错落
我有我的平仄

I Am Not Anyone’s Appendage
By Wang Yunyao
 
I am not anyone’s appendage
Nor a tributary of some section
Compared to these
I’d rather be a sudden downpour
A gust of wind rising in the wilderness
Or the only moonlight hanging
Beyond the legacy of the Tang Dynasty’s style
Life is originally a poem
Yet their words are shallow
Not to be carelessly printed
So in my writing
One range of mountains has its own arrangement
I have my own rhythm

**

Su Yun's Poem:

栅栏
我学会笨拙的飞
或是跳跃
我就去爬盯我千遍的栅栏
用我沾上的泥点记录
我所填过的格块
填满一面
包括尽头挤压变形的铁丝
我忘记笨拙的飞
或是跳跃
我就去走俯视我千遍的横杆
用我脱落的绒羽记录
我所歇息过的桩头
走满千寸
包括中间被冰雹敲掉的木板
当我已经无力,溃烂
就让我的骨头
凭着记忆粘在铁网十字的中心
凝视人巷学会苟活的人们
用混着羽毛捏的泥人
标记十字路口的空间

The Fence
 
When I learned the clumsy flight
or the leap
I went to climb the fence that had stared at me a thousand times
using the mud spots stuck to me to record
every grid I’d filled
Filling up an entire side
including the twisted wire at the end
 
When I forgot the clumsy flight
or the leap
I went to walk the crossbar that had looked down on me a thousand times
using the downy feathers I’d shed to record
every post I’d rested on
Walking a thousand inches
including the plank in the middle, knocked off by hailstones
 
When I’m finally powerless, decaying
let my bones
stick to the center of the iron net’s cross
staring at the crowd in the alley—people who’ve learned to survive by compromise
using a mud doll kneaded with feathers
to mark the space at the crossroads



Biography 

Suyun, 17 years old, is a member of the China Poetry Society and a young poet. Her works have been published in more than ten countries. She has published poetry collections Yang Fa Wan Wu (Inspiring All Things) and Rui Yu Zhe Si (Wise Words and Philosophical Thoughts) in China, and WITH ECSTASY OF MUSINGS IN TRANQUILITY in India. She is the recipient of the Guido Gozzano Orchard Prize of Italy, the Special Prize for Foreign Writers of the City of Pomezia (with the organizing committee hailing her as "a craftsman of Chinese lyric poetry"), the "Cuttlefish Bone" Award for Best International Writer Under 25, and the Creative Award of the Naji Naaman International Literary Prize of Lebanon.







Κωνσταντίνος Μπασούρης "Ρίθυμνα"




Άλλαζε το χρώμα τ' ουρανού,
καθώς ο ήλιος κρύβονταν
πίσω από τα όρη.
Από τις χρυσές τις ηλιαχτίδες,
στη βαθιά πορφύρα
κι ένα δειλινό μενεξεδί,
με το τελευταίο φως της μέρας
στη θάλασσα να πέφτει απαλά
κι ο ήχος των κυμάτων συντροφιά,
καθώς αγκάλιαζαν τα βράχια.

Κάτω απ' τη σκιά του Ψηλορείτη,
υπό του φάρου τ' άγρυπνο το βλέμμα,
η νύχτα έπεφτε στην Πόλη των Γραμμάτων.
Μια αύρα αλλιώτικη
πλανιόταν στον αέρα,
ανάμεσα στα πέτρινα στενά δρομάκια,
καθώς ξεδιπλώνονταν
πέρα απ' το ενετικό λιμάνι.

Περιδιάβαιναν οι άνθρωποι,
φωνές που δυνάμωναν κι απομακρύνονταν,
ένας αχνός απόηχος στα πέτρινα σοκάκια,
αναμειγνύονταν, ώσπου γινόταν ένα,
εκεί που έσμιξε ο μύθος με την ιστορία,
η επιστήμη με την τέχνη,
σ' ένα ψηφιδωτό σκέψεων, γραμμάτων, ιδεών.

Απ' τ' ανοιχτά παράθυρα
στο σπίτι της Κορνάρου
απαλό το φως φαινόταν
πίσω απ' τις κουρτίνες.
Κι ακούγονταν, θαρρείς,
οι γνώριμες φωνές εκείνες,
της παλιάς παρέας φοιτητών
κι ο νεότερος εαυτός μου
απ' το παράθυρο μού έγνεφε
μ' ένα αμυδρό χαμόγελο,
σαν να ήξερε πως,
θα έφτανε η μέρα εκείνη,
που τα βήματά μου θα διέσχιζαν
τους ίδιους πάλι δρόμους
και το βλέμμα μου θ' αντίκριζε
το ίδιο σκηνικό,
ίδιο κι αλλαγμένο συνάμα,
μ' ένα κομμάτι μας
να παραμένει πάντα εκεί,
ανέγγιχτο απ' τον χρόνο,
σαν να ξεδίψασε, θαρρείς,
από της κρήνης το νερό,
να αγναντεύει πλάι στον φάρο
τα μενεξεδένια δειλινά,
καθώς αλλάζει το χρώμα του ουρανού
κι ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα όρη.

Ρέθυμνο, 27/07/2025

Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με ΑΙ






Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Ο συγγραφέας Μάκης Τσίτας στο βιβλιοπωλείο Αναγέννηση της Πάρου

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ο συγγραφέας Μάκης Τσίτας στο βιβλιοπωλείο Αναγέννηση της Πάρου

Το βιβλιοπωλείο Αναγέννηση (Πλατεία Εκατονταπυλιανής, Παροικιά), ο Δήμος Πάρου και οι εκδόσεις Μεταίχμιο, προσκαλούν τους μικρούς και μεγάλους φίλους του βιβλίου να συναντήσουν τον συγγραφέα Μάκη Τσίτα, την Κυριακή 10 Αυγούστου 2025, στις 19:00. 

Ο συγγραφέας θα βρίσκεται στον χώρο του βιβλιοπωλείου για να συνομιλήσει με τους αναγνώστες, να μοιραστεί τις ιστορίες του και να υπογράψει τα αγαπημένα του βιβλία, τόσο για παιδιά όσο και για ενήλικες.



Βιογραφικό:

Ο Μάκης Τσίτας γεννήθηκε το 1971 στα Γιαννιτσά και σπούδασε δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη. Ζει στην Αθήνα και διευθύνει το ενημερωτικό site για το βιβλίο και τον πολιτισμό Diastixo.gr. Έργα του στο θέατρο ανέβασαν σημαντικοί σκηνοθέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό και στίχους του μελοποίησαν σημαντικοί συνθέτες. Διηγήματα και βιβλία του για παιδιά έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Για το μυθιστόρημά του «Μάρτυς μου ο Θεός» έλαβε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014 και τιμήθηκε από τους Δήμους Αθηναίων, Πέλλας, Έδεσσας, την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Έδεσσας. Το «Μάρτυς μου ο Θεός» κυκλοφορεί σε 12 ευρωπαϊκές γλώσσες. Έχει εκδώσει 5 βιβλία για ενήλικες και 32 βιβλία για παιδιά, 3 από τα οποία βραβεύτηκαν: «Η καμηλοπάρδαλη Χαραλαμπία» (Κρατικό Βραβείο Εικονογράφησης Κύπρου, 2021), «Έρχεται ο γίγαντας» (Βραβείο IBBY - Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, 2023), «Ο σύμβουλος του βασιλιά» (Βραβείο Περιοδικού Χάρτης, 2024).

Για περισσότερες πληροφορίες: makistsitas.com.





ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Περνάς και δεν μας χαιρετάς…"

 

Μνήμη κυρ-Βασίλη Κρημνιώτη*

 

Α΄ Βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος 2018

της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας

 

«Αλλιώτικη μέρα σήμερα», σκέφτηκε ο Αλέκος. Ούτε ήλιος ούτε συννεφιά, καταχνιά μόνο και ζέστη. Απέναντι ο κουρέας ανέβαζε τα ρολά. Έβγαλε την τσίγκινη ταμπέλα στο πεζοδρόμιο:

«Κουρείον η ‘‘Ομορφιά’’. Ανδρικόν-Παιδικόν», με ένα μεγάλο κόκκινο βέλος στο πάνω μέρος που έδειχνε προς την πόρτα του μαγαζιού.

«Γιατί γράφει παιδικόν; Αφού μόνο μεσήλικες και υπερήλικες κουρεύει, με λιγοστό μαλλί και πολλή όρεξη για κουβέντα», αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά ο Αλέκος. Όπως είχε αναρωτηθεί και χτες και προχτές και την προηγούμενη εβδομάδα αλλά και πέρυσι και πρόπερσι, από τότε που καθηλώθηκε στην καρέκλα της σάλας, μέσα από το παράθυρο. Όπως θα αναρωτιόταν την επόμενη μέρα, τη μεθεπόμενη, την επόμενη εβδομάδα, τον επόμενο μήνα, ίσως και τον επόμενο χρόνο.

Τέταρτη χρονιά στην ίδια θέση, στο ανοιχτό παράθυρο της σάλας, το μισοκρυμμένο πίσω από τη νεραντζιά. Σαν έχασε τη Χρυσούλα, πήρε την κάτω βόλτα. Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο βαρύθυμος. Το μεράκι για τη δουλειά του έφυγε. Τα μόνιμα βουρκωμένα μάτια δεν τον βοηθούσαν πια να ράψει, να γαζώσει και να μπαλώσει σωστά. Τα δάχτυλά του γίνονταν ολοένα και πιο δυσκίνητα, όχι μόνο από τα αρθριτικά. Δυσκολευόταν ακόμα και να τρυπήσει το δέρμα. Όταν χάλασε ένα μποτάκι που του είχαν φέρει για αλλαγή σόλας, το πήρε απόφαση. Αποζημίωσε την γυναικούλα που είχε έρθει έτοιμη για καυγά και την ίδια κιόλας ημέρα κλείδωσε το Υποδηματοποιείον. Δεν ξαναμπήκε μέσα εκεί. Σόλες, δέρματα και καλαπόδια απόμειναν να κρέμονται στον τοίχο, με ένα παράπονο και μιαν απορία για το ξαφνικό κακό που τα βρήκε.

Τον πρώτο καιρό βγήκε από το σπίτι, πήγε στο καφενείο, πήγαινε στης ανιψιάς του, αλλά δεν είχε μάθει από κόσμο και δεν μπόρεσε να συνηθίσει. Τα αρθριτικά χειροτέρεψαν ακόμα πιο πολύ την κατάσταση. Σταδιακά κλείστηκε μέσα. Ο κόσμος του περιορίστηκε στη θέα από το παράθυρο της σάλας.

-Καλημέρα, Μπάμπη.

-Καλημέρα, Αλέκο, πάω στο μανάβη, θες τίποτα;

-Καλημέρα, κυρά-Κατίνα.

-Καλημέρα, κυρ-Αλέκο, άστα η μέση μου με τάραξε απόψε.

-Καλημέρα Αννούλα.

Μια πρωινή καλημέρα απόμεινε ως καθημερινή επαφή του με τη ζωή. Ποια ζωή, δηλαδή; Τα νέα των συνταξιούχων: γιατροί, φάρμακα, εξετάσεις, θεραπείες, αναπόληση του παρελθόντος. Και βέβαια, έννοιες για παιδιά, νύφες, γαμπρούς, εγγόνια και τα παρόμοια. Μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, χρόνο με το χρόνο, οι καλημέρες λιγόστευαν. Ο ένας μετά τον άλλον οι άνθρωποι που είχε ζήσει μαζί τους γερνούσαν, αρρώσταιναν, κλείνονταν στα σπίτια τους ή σε γηροκομεία, έφευγαν.

Όταν κάποιος εξαφανιζόταν από το δρόμο, στην αρχή ρωτούσε τα παιδιά του, τους συγγενείς του, μα με τον καιρό δεν εύρισκε τι να ρωτήσει, αφού η απάντηση ήταν πάνω-κάτω η ίδια:

-Τι να κάνει, γεράματα κυρ-Αλέκο.

Είτε δεν βαστούσαν τα πόδια, είτε δεν δούλευε το μυαλό. Σταδιακά, άρχισαν να τον αποφεύγουν, να μην περνούν από το παραθύρι του ή να περνούν βιαστικά κάνοντας πως δεν τον έχουν δει.

Περνάς και δεν μας χαιρετάς…

 

«Αλλιώτικη μέρα σήμερα». Η μοσχοβολιά της ανθισμένης νεραντζιάς γέμισε τη σάλα. Άπλωσε το χέρι του, έκοψε έναν ανθό και τον έβαλε στ’ αυτί του. Μελαγχόλησε, θυμήθηκε τη Χρυσούλα. Όταν ανθίζανε οι νεραντζιές, κάθε πρωί τού στερέωνε έναν ανθό στο αυτί.

-Για να σπάει τη μυρωδιά από την παπουτσόκολλα, Αλεκάκι μου!

«Αλεκάκι» τον έλεγε. Επειδή ήταν λιανός και κοντός, μόλις ένα και σαράντα πέντε. Οριακά τον πήρανε φαντάρο. Παιδί της κατοχικής πείνας. Μικρό μπόι αλλά μυαλό ξυράφι. Με ό,τι καταπιανόταν τα κατάφερνε. Μαστορέματα, ξυλουργικά, επισκευές, δεν υπήρχε μπελαλοδουλειά που δεν εύρισκε λύση. Σβούρας! Τελικά, μπήκε παραγιός σε έναν τσαγκάρη και έμαθε την τέχνη.

Ο μεγαλύτερος «μπελάς» του υπήρξε η Χρυσούλα. Την πρωτόειδε να κόβει νεράντζια για να φτιάξει γλυκό. Λυγερή, μελαχρινή, με μέση δαχτυλίδι και δυο μαύρες κοτσίδες που της χάιδευαν την πλάτη ως την μέση. Του έγινε καημός. Καθημερινά στηνόταν στη νεραντζιά. Μα εκείνη, σημάδι δεν του έδινε. Σκληρό καρύδι η Χρυσούλα. Κάποια μέρα δεν άντεξε, πήρε θάρρος και πέταξε την ατάκα:

-Περνάς και δεν μας χαιρετάς, χαρά στην περηφάνια!

Αυτό ήταν! Για πρώτη φορά αχνογέλασε και του έριξε μια λοξή ματιά.

Σαράντα χρόνια έζησαν μαζί. «Αλέκο, Αλεκάκι», τον είχε. Παιδιά δεν κάνανε. Μέχρι που του την πήρε η παλιαρρώστια κι απόμεινε μόνος.

 

Έριξε μια ματιά στη γειτονιά. Τίποτε δεν είχε αλλάξει από το προηγούμενο απόγευμα. Τι να αλλάξει δηλαδή; Το μόνο που άλλαζε ήταν το κηδειόσημο στην κολώνα της ΔΕΗ. Τότε είχαν να πουν. Ποιος ήταν, από τι πέθανε, τι ώρα ήταν η κηδεία. Στην κηδεία συναντούσαν ξεχασμένους φίλους, αναπολούσαν στιγμές που έζησαν με τον αποθαμένο, μετρούσαν πόσοι απόμειναν από τους συνομηλίκους. Και την επόμενη μέρα σχολίαζαν τα της κηδείας. Αυτά. Μέγα θάμα, τρεις μέρες! Ο ένας μετά τον άλλο οι παλιοί του γείτονες μετακόμιζαν αθόρυβα στο νεκροταφείο.

Υπήρχαν ημέρες που δεν έλεγε ούτε μια καλημέρα. Η ώρα δεν περνούσε. Τότε το μυαλό του ταξίδευε στη Χρυσούλα. Θυμόταν τα βράδια του χειμώνα δίπλα στη σόμπα, όταν ακούγανε ραδιόφωνο και λέγανε τα δικά τους. Θυμόταν τα καλοκαίρια, όταν έστηναν το κρεβάτι στην ταράτσα, στο «Ξενοδοχείον των Αστέρων», όπως το αποκαλούσαν ειρωνικά. Θυμόταν το σούρουπο, όταν καθισμένοι στα «βοτσαλάκια», στα σκαλάκια της εξώπορτας, πιάνανε την κουβέντα με τους άλλους «παραθεριστές» της γειτονιάς και χάζευαν τα πιτσιρίκια που παίζανε στο δρόμο τα μήλα, το σχοινάκι, το κουτσό και τις αμάδες. Θυμόταν τις Κυριακές που πήγαιναν εκδρομές για μπάνιο στον Άλιμο ή στο Έντεμ, στοιβαγμένοι στην καρότσα κάποιου φορτηγού. Θυμόταν…

Η Χρυσούλα ήταν ο μπελάς και το καταφύγιό του. Φτωχής οικογενείας, άνευ προικός και άνευ αδελφού προστάτη. Τουτέστιν, στόχος για κουτσαβάκηδες και γόητες της πιάτσας. Μα δεν χάριζε κάστανα. Με τον τρόπο της τους έβαζε όλους στη θέση τους είτε με το καλό είτε, αν ήταν απαραίτητο, με το άγριο. Αγοροκόριστο, που λένε. Στην αρχή ο Αλέκος τρόμαξε. Την είχε φοβηθεί το μάτι του. Λες και γι’ αυτήν είχε γράψει ο Βαμβακάρης το τραγουδάκι:

Περνάς και δε με χαιρετάς, μελαχρινό, γιατί δε με γνωρίζεις

και ντρέπομαι να σου το πω, μελαχρινό, γιατί έμαθα πως βρίζεις.

Έτσι ντρεπόταν κι αυτός, ώσπου πήρε την απόφαση να δώσει τέλος στο βάσανο που τον έτρωγε. Από το τραγούδι σκαρφίστηκε το στίχο που της πέταξε:

-Περνάς και δεν μας χαιρετάς, χαρά στην περηφάνια!

Και δεν αστόχησε. Η Χρυσούλα δεν μέτρησε το μπόι που του έλειπε, μέτρησε την καρδιά και το φιλότιμο που του περίσσευε. Τον ταλαιπώρησε μερικές εβδομάδες, ώσπου είπε το Ναι και το Αλεκάκι έγινε ο σύντροφος της ζωής της. Παιδιά δεν κάνανε αλλά δεν είχε παράπονο.

Εκείνος ολημερίς χωμένος στο τσαγκαράδικο, στην πίσω αυλή, πάλευε με τα βερνίκια και τα δέρματα.

Εκείνη στην κουζίνα της και στον χωματόκηπο με τις ορτανσίες, τους κατιφέδες, τις βιολέτες και τις γαρδένιες.

-Για να σπάνε τη μυρωδιά από την παπουτσόκολλα, Αλεκάκι μου!

 

«Αλλιώτικη μέρα σήμερα». Το πήρε απόφαση. Κατέβηκε στην αυλή κι άνοιξε το «μαγαζί». Οι φυλακισμένες για χρόνια μυρωδιές των δερμάτων και των βερνικιών ξεχύθηκαν στη γειτονιά. Οι παλιοί γείτονες, από το δικό τους σπίτι-γηροκομείο ο καθένας, τις ένιωσαν αμέσως. Ο Αλέκος ο τσαγκάρης δούλευε ξανά!

Κάθισε στο σκαμνάκι του. Γύρω του, σε μια οργανωμένη αταξία, απλωμένη όλη η ζωή του: δέρματα, σόλες, καλαπόδια, κορδόνια, πάτοι, φόλες για μπαλώματα, τρυπάνια, σακοράφες, βελόνες, καρφάκια, κουτάκια παπουτσόκολλας, μπουκαλάκια με βερνίκια και μπογιές. Για μια στιγμή νόμισε πως άκουσε τη Χρυσούλα:

«Αλεκάκι μου, είναι ώρα να φέρω τον καφέ σου;»

«Αργότερα Χρυσούλα, έχω επείγον χειρουργείο», ψιθύρισε και χαμογέλασε. Ήταν το συνθηματικό του, όταν είχε κάποιο σπασμένο τακούνι ή ξεκολλημένη σόλα που ήθελαν άμεση επέμβαση.

Ξεκρέμασε τη χιλιοσημαδεμένη, μαύρη ποδιά και την πέρασε στο λαιμό του. Σαράντα χρόνια πάνω σ’ αυτή την ποδιά είχε φτιάξει, επιδιορθώσει, μπαλώσει, βάψει, γυαλίσει, ράψει άπειρα παπούτσια: παιδικά πέδιλα, γυναικεία γοβάκια, ανδρικά σκαρπίνια, γαμπριάτικα λουστρίνια, νυφιάτικα ψηλοτάκουνα, γεροντίστικα πλατύσολα, μποτάκια μαύρα, καφετιά, κόκκινα, λευκά, με κορδόνια και χωρίς. Μια ζωή μετρούσε, έκοβε, κολλούσε, έραβε, ξαναμετρούσε, τρυπούσε, έβαφε, γυάλιζε, μπάλωνε.

Έψαξε στα καλούπια, βρήκε το πιο μικρό, που το είχε φτιάξει για τον εαυτό του, στο δικό του νούμερο, και ξεκίνησε. Διάλεξε το πιο ακριβό δέρμα, ένα μαλακό, γυαλιστερό από μοσχάρι σε μαύρο χρώμα και το κατέβασε από το ράφι. Το μέτρησε, το έκοψε κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Κέντησε τα στολίδια στη γύρα της φτέρνας και στη μύτη, άνοιξε τις τρύπες για τα κορδόνια, το έραψε. Πήρε την πιο μαλακή σόλα, την προσάρμοσε κι άρχισε να ράβει το παπούτσι επάνω της. Ύστερα το τακούνι. Το σούρουπο έκλεισε το μαγαζί και πήγε για ύπνο ευτυχισμένος. Συνέχισε την επόμενη, τη μεθεπόμενη. Έφτιαξε τα καλύτερα παπούτσια που είχε φτιάξει ποτέ.

Τα δοκίμασε κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Μπήκε στο σπίτι, έβγαλε από την ντουλάπα το καλό του κοστούμι, το καλό του πουκάμισο, τη ριγέ γραβάτα και ντύθηκε. Φόρεσε τα καινούργια του παπούτσια και τα ένιωσε να αγκαλιάζουν τα πόδια του. Βγήκε από το σπίτι και περπάτησε ως τη νεραντζιά που είχε γνωρίσει το κορίτσι με τις μακριές κοτσίδες.

Περνάς και δεν μας χαιρετάς…

Έκοψε ένα μικρό κλαράκι με δυο άνθη και το έβαλε στο αυτί του. Γύρισε στο σπίτι χαρούμενος. Έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε στην πολυθρόνα της σάλας. Ήπιε μια γουλιά και μύρισε το άνθος.

-Για να σπάσει τη μυρωδιά της παπουτσόκολλας, Χρυσούλα μου!

Στον τοίχο η Χρυσούλα τού έγνεψε.

Την κοίταξε στα μάτια.

-Ετοιμάσου, της είπε. Απόψε θα έρθω να σε ζητήσω.

[Ιούνιος 2017]

Από τη Συλλογή διηγημάτων «Λογισμοί στο σύθαμπο» (2019)

 

*Σημείωση. Ο κυρ-Βασίλης Κρημνιώτης (1947-2025), με καταγωγή από την Κοζάνη και γείτονας στη Ν. Σμύρνη, μια ζωή στην οικοδομή, ταλαιπωρημένος από σοβαρά προβλήματα υγείας, για πολλά χρόνια καλημέριζε τη γειτονιά από το παραθύρι του. Από την καθημερινή αυτή εικόνα προέκυψε η γενεσιουργός ιδέα για αυτό το διήγημα, το οποίο στα υπόλοιπα στοιχεία του αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Εδώ και λίγες ημέρες το παραθύρι του κυρ-Βασίλη έκλεισε...

 


Από https://belitsosquarks.blogspot.com/







Carpe " Στα φεγγάρια του θέρους..."

 

  Ο εκτροχιασμός των αισθήσεων
  επιθυμία μιας ζωής .
  Περιπλανηθήκαμε στη φλεγμονή του πάθους
  καταλύοντας κάθε ενδοιασμό.
  Την γιορτή των συνευρέσεων
  ακολούθησε η μελαγχολία της αναχώρησης .
  Στα εξουθενωμένα κορμιά
  χαράχτηκε το αποτύπωμα ,
  η άλωση της καρδιάς .
  Με την ανάσα δροσίζω το σώμα σου,
  έτσι διανυκτερεύω
  στα φεγγάρια του θέρους .

  Carpe .







ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΆΓΓΕΛΑ ΚΩΣΤΑ

 


Ποιήματα της Άγγελλα Κώστα

Τα ποιήματα της Angela Kosta, «Συγκίνηση...» και «Η Χαμένη Αυτοκρατορία», εκφράζουν βαθιά συναισθήματα νοσταλγίας, αναζήτησης και μετανάστευσης. Στο «Συγκίνηση...», η ποιήτρια βυθίζεται στη μνήμη και στα αισθήματα που κάποτε απαρνήθηκε, για να ανακαλύψει ξανά την ουσία μιας παρουσίας μέσα στον χρόνο. Η ανάμνηση γίνεται γέφυρα προς το παρελθόν, γεμάτη μουσική, εικόνες και συναισθήματα που ξαναγεννιούνται με έναν απλό αναστεναγμό. Στο «Η Χαμένη Αυτοκρατορία», η ποιήτρια περιγράφει την εμπειρία της ξενιτιάς, της απώλειας ταυτότητας και της λαχτάρας για επιστροφή. Μέσα από έντονες εικόνες της θάλασσας, του ανέμου και της ξένης γλώσσας, αποτυπώνει τον πόνο του ξεριζωμού, την αίσθηση του μετεωρισμού μεταξύ δύο πατρίδων και την αιώνια ωδή της περιπέτειας στον κόσμο του μετανάστη. Και τα δύο ποιήματα χαρακτηρίζονται από λυρισμό, δυνατές μεταφορές και μια διαρκή αναζήτηση του «ανήκειν» σε έναν κόσμο γεμάτο απώλειες και αναμνήσεις. Εύχομαι στην Angela πάντα επιτυχίες. Πέτρος Τσερκέζης ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ... Στις σελίδες της ζωής θα σε βρω. αγγίζοντάς σε ελαφρά ψιθυρίζοντας ένα όνομα που δεν θα μου απαντήσει σε έναν πίνακα με χίλια χρώματα στα βλέφαρα που αιωρούνται στο σκοτάδι που λάμπουν από το ίδιο εκτυφλωτικό φως. Να σβήσω τη σκόνη των σιωπηλών αναμνήσεων βγαλμένα από τα μισόκλειστα συρτάρια του χρόνου. Ν’ ακούσω στο πεντάγραμμο τη μουσική του αγαπημένου μας τραγουδιού ή στο χαμόγελο και τη φωνή σου παραμένοντας ίδια με χθες επιζώντας από κάθε μαινόμενη καταιγίδα σέρνεται από βαθιά ταλαιπωρία στις ζεστές, ανήλιαγες μέρες αναζητώντας το φεγγάρι κρυμμένο στα σύννεφα. Κι όμως σήμερα νιώθω τόσο πλούσια από ατελείωτα συναισθήματα που τα αρνήθηκα κάποτε από έναν απλό αναστεναγμό. Παίρνω μια βαθιά ανάσα... Επιτέλους σε βρήκα... Να που είσαι!

** Η ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Σαν αιωνόβιο δέντρο ξεριζωμένο από τις φλέβες της μητέρας γης Εγκατέλειψα όνειρα και επιθυμίες. κλειδωμένη σε καρδιά χωρίς κλειδί. Πέρασα τη θάλασσα σαστισμένη γεμάτη με τα δάκρυα μου, σταματημένη στα μανιασμένα κύματα, όπου η ελπίδα συγκρούεται με τον κόσμο μου, μουσκεύοντάς με ως το μεδούλι με τη δροσιά που περιβάλλει τις σκέψεις μου, σκορπισμένες ποιος ξέρει πού ή σε εκείνο το ξένο, μακρινό μέρος. Καθώς απομακρύνομαι από τη μιζέρια. Ξεπερνάω τα σύννεφα της ύπαρξής μου. κολλημένη στην προσευχή για ένα καλύτερο μέλλον. Περιπλανιέμαι στη θάλασσα. Κάποια άλλη βλέπω, αλλά δεν είμαι εγώ. Αναζητώ τον εαυτό μου πικραμένη. χωρίς να μπορώ να τον βρω. Όταν άκουσα μια άλλη γλώσσα τ’ αγκάλιασα όλα χωρίς χέρια ένιωθα σαν να ήμουν αλυσοδεμένη για την άτυχη ζωή μου. Οι κομματιασμένες ρίζες, φτάνουν ως εδώ; αναστεναγμός το κάλεσμα της πατρίδας όπως πολλοί άλλοι. εγώ... κρέμομαι στον αέρα. ανίκανη να πετάξω στο γαλάζιο σε έναν άλλο, άγνωστο ουρανό ενώ θρέφω τους πνεύμονες με τον παγωμένο άνεμο της καταιγίδας. Και δεν μπορώ. να ζεσταθώ ακόμα και από τον ήλιο προδότη του γκρίζου ωκεανού σαν το φεγγάρι που δεν με χαϊδεύει πια. Γι’ αυτό γίνομαι ανίκανη. διψασμένη, πεινασμένη, άθλια. Παραμένω μετανάστρια ανάμεσα σε δύο ακτές, ανάμεσα σε δύο μέρη λαχταρώ να επιστρέψω. Να επιστρέψω από εκεί που ήρθα. και χαλαρώνω λίγο κάτω από τη σκιά των δέντρων που μου άφησε ο προπάππους μου. Περιφέρομαι στο πένθος περιπλανιέμαι στους αιώνες και δεν ξέρω πού πάω. σαν κούκος τραγουδώ και δεν σταματάω, απλά τραγουδάω. Τραγουδάω το τραγούδι του θρήνου.

(Απόδοση από τα Αλβανικά: Πέτρος Τσερκέζης)








ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΣΙΩΜΟΣ "ΣΈΡΝΕΙΣ ΣΥΡΤΆΚΙ ΚΌΣΜΟΥ "

 


Μύθος Ελλήνων ζωντανός Φωνή, του κόσμου άσμα Γόνιμος μουσικός Θεός Των ταλαντούχων πλάσμα. Χώρα κάνεις δεν αγνοεί Το λίκνο Ρομιωσύνης Το εμβατήριο σου ηχεί Για πάλη,νίκη ειρήνη. Επαναστάτης λεβεντιάς Ω ελληνάρα Μίκη Αγωνιστής της ανθρωπιάς Στης γης πλάτη και μήκη . Πάντα αγάπησες πολύ Το λαϊκό μπουζούκι Σ' ορχήστρες το' κανες πουλί. Αηδόνι και ζουμπούλι. Με τον Κουίν, συγχωριανούς Δετά χέρια στους ώμους Μες στις πλατείες τ' ουρανού Σέρνεις συρτάκι κόσμου. Πήρες μπαγκέτα σου μαζί Παίζεις κονσέρτα αστέρων Και τραγουδάς τ",Άξιον Εστί" Στον κήπο των αγγέλων. Λευτέρης ΣιώμοςΚ/23δ π.ελ.