Ήταν ένα διαβολεμένο ερωτικό δίπολο που διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη. Έμενε να το διαβάσουμε και να το τραγουδήσουμε. Έγραψε θαυμάσια γι’ αυτούς τους δύο η Λιλή Ζωγράφου, και μετά η Λένα Πλάτωνος, μελοποίησε μέσα σ’ ένα βράδυ, ένα αριστουργηματικό δίσκο με δεκατρία ποιήματα του Καρυωτάκη.Ήρθε η Μαρία Βουμβάκη αργότερα, ευτυχώς, η οποία με το ροκ - ηλεκτρονικό λεπτούργημα της «Σεμνότητος», πιστεύουμε πως έδωσε τέλος στις πληκτικές, μουσικές μελούρες των Ποιητών της εποχής, αναδύοντας ως εκ θαύματος, το Ρόδο του ποιήματος της Πολυδούρη, το ρόδο το Αισθησιακό και το Άσπιλο. Ακούστηκε ο αληθινός παλμός της καρδιάς της Μαρίας, ενός λογερού, πανηδονικού νάρκισσου. Και να το άσμα:
Ακολουθεί πρόζα:
Ο Τάκης και η Μαρίκα έχουν γνωριστεί.
ΚΟΣΜΙΚΟΝ ΟΙΝΟ-ΤΕΪΟΠΟΤΕΙΟΝ, ΒΡΑΔΑΚΙ.
(Προσφορά μπουκέτου ανθέων στη δεσποινίδα).
ΠΟΛYΔ: Ευχαριστώ. Πώς τα κατάφερες και με ξετρύπωσες εδώ μέσα κι ήρθες τρεχάτος!
Ανησυχούσα μην τυχόν και δε με δεις.
ΚΑΡΥΩΤ: Τα μάτια σου, σα δυο αστέρια μου φώτιζαν από την πόρτα και μου ’δειξαν τον
δρόμο
ΠΟΛΥΔ: Για να φωτίσω μια στιγμή τον δρόμο σου μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια
ΚΑΡΥΩΤ: Τί ωραία που είσαι!
ΠΟΛΥΔ: Σου αρέσει το φόρεμα; Μόνη μου το ‘ραψα.
ΚΑΡΥΩΤ: Είσαι η ίδια η Ποίηση, το ζωντανό τραγούδι.
ΠΟΛΥΔ: Στο σπίτι θα σου δείξω πώς το σχεδίασα και το ζωγράφισα.
ΚΑΡΥΩΤ: (παραγγέλνει) Ένα τσάϊ.
Θα μπορούσε κανείς να υπονοήσει, πως η Μαρία του κάνει μια έμμεση πρόταση προς ερωτική συνεύρεση στο σπίτι της κι ο Κώστας, σκοπίμως την αποφεύγει και υπεκφεύγει.
Ο έρωτάς τους, ως γνωστόν, θα μείνει, πλατωνικός.
Τα μάτια της ακόμα αστράφτουν, η γυναίκα αυτή ήθελε να ζήσει (και στη σύντομη ζωή της, όντως βίωσε τα πάντα με πάθος), κυρίως όμως, ήθελε να καεί από έρωτα, καιόμενη να τον προσμένει στην πόρτα της, λίγο μετά το πρώτο φιλί, με όλο το αίμα της να τον καλεί, να περιμένει τον Τάκη της, λαχταρώντας ένα του γράμμα, μια λέξη του ακριβή (ήταν κι ακριβομίλητος πανάθεμά τον) και, πάνω στο ζενίθ του ερωτικού της σκιρτήματος, σκίζοντας αχόρταγα τον φάκελο, διαβάζει:
«Το θάνατό μας χρειάζεται ἡ ἄμετρη γύρω φύση / και τον ζητοῦν τα πορφυρά στόματα
τῶν ἀνθῶν / Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θα μᾶς ἀφήσει, / κι ὕστερα πια μήτε σκιές δεν
εἴμεθα σκιῶν. / Τό θάνατό μας καρτερεῖ το λαμπρό φῶς τοῦ ἥλιου./ Τέτοια θα δοῦμε
ἀκόμη μια δύση θριαμβική, / κι ὕστερα φεύγουμεν ἀπό τα βράδια τοῦ Ἀπριλίου, / στα
σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεῖ».
Πείτε μου αλήθεια τώρα, ποια γκόμενα δε θα ξενέρωνε;
Και το παρακάτω, εφόσον κι αυτό ανεκδιήγητο, ακολουθεί με πρόζα:
(Στο προηγούμενο μέρος, βράδυ ξανά. Ακούγεται μια άρια από τη φθισική Τραβιάτα, ω! τί
σύμπτωση... )
ΚΑΡYΩΤ: Πόσο σ’ αγαπώ Μαρίκα μου
ΠΟΛΥΔ: Λατρεμένε μου κι εγώ να μη σε πιστεύω και να σε στενοχωρώ με τη ζήλεια μου.
Είμαι ανίκανη να νιώσω το θησαυρό που κρύβεις στην ψυχή σου…
ΚΑΡΥΩΤ: (της φιλάει τα χέρια) Σσσς άκου το τραγούδι «Πεθαίνω απελπισμένος».Θα ‘θελα όταν θα πεθάνουμε, όταν ο ένας πεθάνει πριν από τον άλλον, να θυμηθεί αυτό το τραγούδι. Και τη στιγμή που είμαστε τώρα μαζί
ΠΟΛΥΔ: Γιατί Τάκη; Γιατί εάν πεθάνω εγώ στην αγκαλιά σου μέσα, στα χάδια της αγάπης σου να θυμηθώ τη στροφή αυτή; Ή αν εσύ πεθάνεις που δε θέλω να υποθέσω κάτι τέτοιο, στην αγκαλιά της άπειρης αγάπης μου, γιατί να πεις, «Πεθαίνω απελπισμένος»;
ΚΑΡΥΩΤ: Σ’ αγαπώ!
ΠΟΛΥΔ: (παύση) Μόνο γιατί με αγάπησες γεννήθηκα, γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη…
Η τελευταία ατάκα της έγινε ποίημα και τραγούδι. Κι ήταν ο ύμνος της αγάπης και της ζωής.
Μια ιδιοτελής (ούσα ερωτευμένη), μια ακατανίκητη λύσσα πλησμονής, αχορτασιάς, στοίχειωνε τον έρωτα της Πολυδούρη, που αφού δεν ευοδώθηκε σε συνουσία, δεν μπόρεσε να κατασταλεί, έστω να χαρεί λίγο και ν’ απαγκιάσει σε μια ευλογημένη συνθήκη, πουθενά, ποτέ και με κανέναν τρόπο. Απλώς, όλοι αργά ή γρήγορα, βρίσκουν ένα «κόλπο» ξεγελάσματος του εαυτού τους, με την υποκατάσταση του «απόλυτου» αισθήματος, που επειδή το προσέβαλλες σ’ εκδικείται… Φεύ! τέτοιοι είναι οι έρωτες των Ποιητών (κι όχι μόνον των Ποιητών), που δε λυτρώνονται και εγκαταλείπονται, αρρωσταίνουν, τους αρρωσταίνουν και τους πεθαίνουν χίλιες φορές στη ζωή και μια τελευταία, στον θάνατο.
Την αυτοκτονία του λατρεμένου της που την εγκατέλειψε ενώ εκείνη του πρόσφερε όλη τη ζωή της, (αυτή η «ελευθεριάζουσα συνάδελφος», η φεμινίστρια με το αποστομωτικό της, λέγειν, η «εξώλης και προώλης» για τις κοινωνικές νόρμες της εποχής που, προκειμένου να μην τον χάσει, υπέπεσε και τον παρακαλούσε για κάθε συμβιβασμό), αυτό του το διάβημα, πώς θα μπορούσε να το διαχειριστεί; Και δη, εάν εγνώριζε, ότι δεν αυτοκτόνησε γι’αυτήν… Έτσι ακριβώς:
Το ότι δεν τον κράτησε εκείνη τη στιγμή έστω, στην ποδιά της, ήταν το θέμα και γι’ αυτήν, δε θα μπορούσε να είναι ποτέ νεκρός. Γίνηκε ένας Άτοπος κι αυτό ήταν χειρότερο.Έτσι, όσο να πεις, γλυκά σε ανακουφίζει μια ένεση μορφίνης, στο τελευταίο στάδιο της φθίσης σου, της συναισθηματικής και φυσικής σου κατάπτωσης (που είναι και πολύ"κόμιλ φο" πράξη, θα σημειώναμε). Δεν υπάρχει λόγος να παραδέρνεσαι σαν ανόητος με τα κύματα, με τη βία του να μην καταφέρνεις να πνιγείς όταν ξέρεις κολύμπι, με σιδερικά και πιστόλια που δεν ξέρεις ν’ απασφαλίζεις ή με κάτι τελευταία σημειώματα «ηθελημένης ασάφειας του ανίατου σου, τραύματος» (...) , πριν μπήξεις εν τέλει, μια σφαίρα, στην καρδιά.
Πώς θα μπορούσε να καταλάβει την τερψιθυμία με τον θάνατο που έφερε εκείνος, μια παθιασμένη Πρέσβειρα της ζωής;
Φαντάζομαι ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ακατανόητο για έναν άνθρωπο σαν την Πολυδούρη.Όπως πιθανώς θα ήταν ακατανόητο, πώς μια τραγική ατυχία της ζωής π.χ. της αρρώστιας του, της δημοσιοϋπαλληλικής μιζέριας τους, του πολέμου, του εκβιασμού του από ιταμούς πολιτικάντηδες, (ό,τι βασάνιζε δηλαδή τον Καρυωτάκη, μα το οτιδήποτε*), θα μπορούσε να παραβγεί με τον έρωτά της για εκείνον, και να νικήσει. Και η Πολυδούρη έδωσε έναν άνισο αγώνα, ένιωσε καταγέλαστη, ηττήθηκε. Ηττήθηκε το πάθος και η πίστη δύο ανθρώπων, που η ίδια θα χάλαγε τον κόσμο, προκειμένου να ήταν μαζί.
Ο Πόνος όμως, μεταξύ Θανάτου και Ζωής, θα λέγαμε, πως αποτελούσε το εξαίσιο, κοινό, ηδονιστικό τους τοπίο· ασχέτως ο καθένας τους πώς θα τον βίωνε. Ας κλείσουμε με αυτό:
Έναν τόπο αλληλογραφίας:
[…]
ΠΟΛΥΔ: Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο· […] Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου, που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ' ένιωθε; δε θα συμπονούσε;
ΚΑΡΥΩΤ: Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ' αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ'αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν'αγαπήσω. Τί έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη; Ένα "Τάκη" ή ένα "πού είσαι;" καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν ως την καρδιά μου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ο Καρυωτάκης, για τον χωρισμό και την αυτοκτονία, είχε φυσικά τους λόγους του που είναι άξιοι σεβασμού, ποικίλου σχολιασμού και τόννου μελάνης. Στο άρθρο όμως αυτό, το δίπολο, «μπατάρει» προς την πλευρά της Πολυδούρη, οπότε και καταλογίστε μας απολύτως, αυτήν τη σκοπιμότητα…
** Όσον αφορά στα χειρόγραφα, το πρώτο ανήκει στον Ποιητή και το δεύτερο στην Ποιήτρια. Για τη σύνταξη του άρθρου, οι κάθε λογής πηγές που χρησιμοποιήθηκαν, είναι διαθέσιμες στον αναγνώστη.
Η φωτογραφία είναι από http://gym-elliniko.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου