Η Αλκυόνη Παπαδάκη γεννήθηκε στο Νιο Χωριό, κοντά στα Χανιά. Αφού αποφοίτησε από τη Γαλλική Σχολή, ήρθε στην Αθήνα με το όνειρο να αλλάξει τον κόσμο. Με την εμφάνισή της στη λογοτεχνία κατέκτησε το αναγνωστικό κοινό, το οποίο την ακολουθεί πιστά σε όλη τη συγγραφική πορεία της. Τα έργα της ανήκουν στη σύγχρονη μυθιστορία και διακρίνονται για την προσωπική, λυρική γραφή της. Η ποιητική έκφραση της συγγραφέως ξεδιπλώνεται με ιδιαίτερο τρόπο στα έργα της Το τετράδιο της Αλκυόνης και Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή. Τα υπόλοιπα βιβλία της αποτελούν μυθιστόρημα που καταγράφουν με ευαισθησία αλλά και ρεαλισμό την ανθρωπογεωγραφία της ελληνικής κοινωνίας μέσα στις δεκαετίες, αφήνοντας πάντα το δικό της ελπιδοφόρο αποτύπωμα στην εποχή της βαθιάς αξιακής κρίσης.Τα βιβλία της Αλκυόνης Παπαδάκη κυκλοφορούν αποκλειστικά από τις εκδόσεις Καλέντη.
https://www.ianos.gr/
https://www.ianos.gr/
Γεννήθηκα στο Νιο Χωριό, πολύ κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Η μάνα μου, ονειροπόλα... Όσο ήμουνα παιδί, η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες έως τραγικές καταστάσεις. Έτσι, αναγκάστηκα να ψάχνω από τότε τα μονοπάτια της φυγής. Εκείνη την εποχή μιλούσα με τα δέντρα, τις κάργιες που φώλιαζαν στα κυπαρίσσια του κήπου μας, τους θάμνους και τις πέτρες. Μου άρεσε, ακόμη, να φέρνω στο μυαλό μου διάφορες λέξεις και ν' ανακαλύπτω το χρώμα και τη μυρουδιά τους. Τελείωσα τη Γαλλική Σχολή κι ύστερα ήρθα στην Αθήνα με τ' όνειρο ν' αλλάξω τον κόσμο. Άρχισα τις επαναστάσεις και τις ανατροπές και το μόνο που κατάφερα ήταν να σπάω συνεχώς τα μούτρα μου. Ευτυχώς που όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως έγιναν. Χαλάλι. Είδα, έμαθα κι ένιωσα τόσα πολλά! Όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσα ν' αλλάξω τον κόσμο, είπα: εντάξει, θ' αλλάξω τον εαυτό μου. Πολύ το διασκέδασα που την πάτησα κι εκεί. Τελικά σκέφτομαι, προς το παρόν δηλαδή γιατί πάντα το ψάχνω, πως επανάσταση είναι να 'χεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά· να επιμένεις, ν' αγαπάς τη ζωή και να φροντίζεις να μην τη μολύνεις με το πέρασμά σου. Όσο για το γράψιμο, έγραφα από παιδί. Το πρώτο μου γραφτό ήταν ένα ραβασάκι στο Θεό. Η αλήθεια είναι πως, όταν μεγάλωσα αρκετά, έκανα φιλότιμες προσπάθειες να μην μπλεχτώ στα γρανάζια της λογοτεχνίας. Φοβόμουνα μήπως κάποια μέρα αυτή η ιστορία με καπελώσει. Μάταιος κόπος! Φαίνεται πως μερικοί γεννιούνται με τούτη την περίεργη διαστροφή στο κεφαλάκι τους. Τουλάχιστον με παρηγορεί το γεγονός, πως το καπέλο μου δε μου 'κρυψε ποτέ τα μάτια και τ' αφτιά μου.http://www.biblionet.gr/
Εργογραφία
( 2018 ) Το χαμόγελο του δράκου , εκδ, Διόπτρα
(2017) Μια ατελείωτη φυγή, εκδ. Καλέντης
(2015) Θα ξανάρθουν τα χελιδόνια, εκδ. Καλέντης
(2013) Σ΄ένα γύρισμα της ζωής, εκδ. Καλέντης
(2011) Τι σου είναι η αγάπη τελικά..., εκδ. Καλέντης
(2009) Αν ήταν όλα... αλλιώς, εκδ. Καλέντης
(2007) Το ταξίδι που λέγαμε..., εκδ. Καλέντης
(2005) Στο ακρογιάλι της ουτοπίας, εκδ. Καλέντης
(2004) Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή, εκδ. Καλέντης
(2004) Το τετράδιο της Αλκυόνης, εκδ. Καλέντης
(2003) Στον ίσκιο των πουλιών, εκδ. Καλέντης
(2001) Βαρκάρισσα της χίμαιρας, εκδ. Καλέντης
(1999) Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα, εκδ. Καλέντης
(1997) Οι κάργιες, εκδ. Καλέντης
(1995) Αμάν, αμάν, εκδ. Καλέντης
(1995) Το χρώμα του φεγγαριού, εκδ. Καλέντης
(1993) Σκισμένο ψαθάκι, εκδ. Καλέντης
(1989) Η μπόρα, εκδ. Καλέντης
(1988) Το κόκκινο σπίτι, εκδ. Καλέντης
(2013) Σ΄ένα γύρισμα της ζωής, εκδ. Καλέντης
(2011) Τι σου είναι η αγάπη τελικά..., εκδ. Καλέντης
(2009) Αν ήταν όλα... αλλιώς, εκδ. Καλέντης
(2007) Το ταξίδι που λέγαμε..., εκδ. Καλέντης
(2005) Στο ακρογιάλι της ουτοπίας, εκδ. Καλέντης
(2004) Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή, εκδ. Καλέντης
(2004) Το τετράδιο της Αλκυόνης, εκδ. Καλέντης
(2003) Στον ίσκιο των πουλιών, εκδ. Καλέντης
(2001) Βαρκάρισσα της χίμαιρας, εκδ. Καλέντης
(1999) Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα, εκδ. Καλέντης
(1997) Οι κάργιες, εκδ. Καλέντης
(1995) Αμάν, αμάν, εκδ. Καλέντης
(1995) Το χρώμα του φεγγαριού, εκδ. Καλέντης
(1993) Σκισμένο ψαθάκι, εκδ. Καλέντης
(1989) Η μπόρα, εκδ. Καλέντης
(1988) Το κόκκινο σπίτι, εκδ. Καλέντης
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2008) Σου γράφω ένα γράμμα, Εμπειρία Εκδοτική
https://el.wikipedia.org/
ΟΙ ΚΑΡΓΙΕΣ
α. Είναι γεγονός πως κάποιοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν
ποτέ ν απλώσουν τα «ρούχα» τους στον ήλιο, να τα στεγνώσουν.
Πάντα βρεγμένα τα φορούν.
Δεν είναι η ζωή που φταίει γι αυτό, κι ας της ρίχνουν
όλα τα βάρη.
Ούτε οι ίδιοι, βέβαια, φταίνε.
Φταίει το ότι δεν τους χάρισε ποτέ κανείς έναν ήλιο.
Έναν ολόδικό τους ήλιο.
Ν ανατέλλει, να δύει και πάλι ν ανατέλλει λαμπερός
μέσα τους.
(2008) Σου γράφω ένα γράμμα, Εμπειρία Εκδοτική
https://el.wikipedia.org/
πηγή φωτογραφίας |
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΙΤΙ
ISBN13 9789602192115
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Χρονολογία Έκδοσης Αύγουστος 1988
Αριθμός σελίδων 176
Διαστάσεις 21x14
Το χαμπέρι έφτασε και στο χωριό της πλαγιάς. Έφτασε σαν το κακό πουλί. Κι εσκέπασε σφιχτά με τις φτερούγες του τον ανθισμένο λόφο. Και τον έπνιξε.
Πρωί πρωί η "κυρία είσοδος" του κόκκινου σπιτιού έκλεισε μ' ένα βρόντο σαν τη στριγκλιά. Και το μπρούντζινο χέρι με το δαχτυλίδι τινάχτηκε δυο φορές στον αέρα και χτύπησε δίχως σκοπό. Τακ. Τακ. Περάστε! είπε η μοίρα στη συφορά. Κι εκείνη πέρασε ευγενικά κι εστρογγυλοκάθισε στον καναπέ, δίπλα στο μαντολίνο του Νικόλα και στα δαντελένια μαξιλαράκια της κυρίας Κατίνας.
Κείνη τη μέρα μαζευτήκανε όλοι στο σπίτι της Σμυρνιάς. Από κει θα φεύγανε οι πέντε άντρες.
«Θα 'ρθουμε πίσω», λέγανε. Γιατί προσπαθούσανε να δώσουνε κουράγιο στις γυναίκες. Και γελούσανε. Μα το γέλιο έπεφτε από το μισό τους χείλι σαν τ' αποτσίγαρο. Κι έσβηνε... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ISBN139789602190036
ΕκδότηςΚΑΛΕΝΤΗΣ
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 1989
Αριθμός σελίδων200
Διαστάσεις21x14
«Εγώ δεν ξέρω πολλά γράμματα. Μα όπως κάθομαι τις νύχτες στην αυλή μου και κοιτάζω τ' αστέρια, σκέφτομαι και μερικά πράματα. Σκέφτομαι λοιπόν, τι διαφορά υπάρχει να 'σαι μέσα στους ανθρώπους ή μέσα στα θερία. Και λέω πως με τα θερία, είναι καλύτερα. Στο κάτω κάτω, αυτά τα ξέρεις. Είναι θερία, λες. Και φυλάγεσαι. Τους ανθρώπους όμως; Μέχρι να πάρεις είδηση τι θεριό έχεις δίπλα σου, σε κατασπάραξε. Πάει. Τους ανθρώπους εγώ τρέμω. Τους όμοιούς του. Που μιλούνε, που χαϊδεύουνε, που χιχιρίζουνε, που χαιρετούνε. Αλίμονο απ' αυτούς, Χριστέ μου. Αλίμονο και τρισαλίμονο». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΣΚΙΣΜΕΝΟ ΨΑΘΑΚΙ
ΙSBN13 9789602190371
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Χρονολογία Έκδοσης Νοέμβριος 1993
Αριθμός σελίδων 242
Διαστάσεις 21x14
Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει.
-Τι 'ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει. Δεν είναι για σένα η λούφα, κορίτσι μου. Πάλι πλαστογραφίες κάνεις;
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό.
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι' άλλα. Όπως και να 'χει το πράμα, η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα. Όρτσα τα πανιά λοιπόν.
Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη.
Ένα ψαροκάικο, δίχως ρότα.
-Πού πάμε, καπετάνιο; με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι. Όπου πάν' τα κύματα! λέω επίσημα εγώ.
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα.
Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει. Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους, αληταράδες. Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες. Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά. Πού να χωρέσουν μέσα μου όλ' αυτά; Πού να στριμωχτούν, π' ανάθεμά τα;
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
Βαρέθηκα να ανάβω φωτιές για να ζεσταθούν οι άλλοι και στο τέλος να ξεπαγιάζω εγώ.
Να μοιράζομαι την καρέκλα μου με τον κάθε κουρασμένο και στο τέλος να στρογγυλοκάθεται αυτός και γω να κουλουριάζομαι στο πάτωμα.
Να σκουπίζω με τα χείλια μου τα δάκρυα των άλλων και τα δικά μου να ξεραίνονται στα μαγούλα μου και να κάνουν κρουστά
Κουράστηκε η ράχη μου να κουβαλά πληγωμένους. Στέγνωσε το στόμα μου να τους φωνάζω. Μη σωριάζεστε ρε ξεφτίλες. Σταθείτε στα πόδια σας. Μπόρα είναι. Βγάλτε τις τσίμπλες από τα μάτια σας Ξημερώνει.
Βαρέθηκα να φτιάχνομαι από τα λάθη μου. Να φυτεύω βολβούς πάνω σε σωρούς από σκατά. Να βγάζω αθώους τους ένοχους και να κάθομαι για πάρτη τους στο σκαμνί. Να μουλιάζω στην βροχή γιατί άνοιξα την ομπρελά μου να μπουν από κάτω δυο τρεις μουρόχαβλοι που μου φάνηκαν κρυουλιάρηδες.
Το κακό είναι πώς όλα αυτά γίνονται επειδή στο βάθος είμαι δειλή. Τα κάνω για να πιστέψω έστω και για λίγο πώς είμαι και εγώ εδώ. Πως παίζω και εγώ σ΄ αυτό το ντέρμπυ. Πάντως όπως και να χει το ζήτημα ένα πράμα ξέρω καλά. Πως γουστάρω πολύ.
Γουστάρω την φάση και περισσότερο την αντίφαση.
Γουστάρω την τρελά μου και περισσότερο την τρελά των άλλων
Γουστάρω να μυρίζομαι ανθρωπιά. Γουστάρω τ΄ αγόρια που έχουν κορδέλες στα μαλλιά και στα μάτια ένα ματσάκι μενεξέδες
Γουστάρω τα κορίτσια που τραγουδούν στις ακρογιαλιές μ’ ένα θαλασσοπούλι ανάμεσα στα φρύδια
Μπορεί να είμαι μια δειλή μια φευγάτη αλλά χαίρομαι αφάνταστα που κάποιος με έσπειρε σε αυτή την γη…
… Ξέρεις τι μετράει τελικά; Ποια χέρια θα σε αγκαλιάσουν και θα κάμουν το δέρμα σου να δακρύσει. Ποιο στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς αναπνοή στ αστέρια. Δεν έχει ταυτότητα ο έρωτας.
Κάθε φορά που τυχαίνει να πετάξω τις αποσκευές μου, να βάλω φωτιά στο καλύβι μου, με πιάνει μετά από λίγο τέτοια ταραχή, που τρέχω να ξεπουλήσω όσο, όσο την ανεξαρτησία μου
Αυτοί που λένε πως είναι ευτυχείς, γιατί έκοψαν τα νήματα που τους συνδέανε με τους υπόλοιπους, αν δεν το παίζουν βούδες είναι το λιγότερο μαλάκες του γλυκού νερού. Όσο περισσότερο ξεκόβεις από τους άλλους, τόσο έρχεσαι κοντύτερα στην Άβυσσο. Κι εκεί τα πράματα είναι δύσκολα. Παρία και πληγή
Χρειαζόμαστε μικρές σκλαβιές στην ζωή μας, για να ξυπνάμε Χρειαζόμαστε πλαίσια. Σκοπούς. Προσδιορισμούς. Χρειαζόμαστε κορνίζες, Για να κλείνουμε μέσα τα τοπία που ζωγραφίζει η ψυχή μας. Αλλιώς, τα παίρνει ο άνεμος.
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
ISBN13 9789602190227
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 2011
Αριθμός σελίδων 160
Διαστάσεις 21x14
Τι χρώμα έχει η λύπη; ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
-Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στην αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
-Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
-Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
-Τι χρώμα έχει η χαρά;
-Το χρώμα του μεσημεριού, αστεράκι μου.
-Και η μοναξιά;
-Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
-Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
-Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε στο φράχτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
-Και η αγάπη; ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
-...Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
-Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
-Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
-Έτσι, ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τ' αστέρι...
Κοίταξε μακριά στο κενό... και δάκρυσε...(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Σήμερα πάντως ζω. Ξέρεις πόσο σπουδαίο είναι αυτό; Τώρα είμαστε μαζί! Σου σφίγγω τα χέρια σε κοιτάζω στα μάτια. Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται . Μην αφήνεις την ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάχτυλά σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το Σήμερα ενέχυρο σ΄ αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου φίλε. Αγάπησέ το!
-Γιατί η σοφία του μυαλού είναι άλλο πράγμα. Την αποκτά κανείς με τη γνώση. Τούτη δω που σου λέω, η σοφία της ψυχής αποκτιέται μόνο με πόνο. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο.
-Καθένας χαράσσει με το σουγιαδάκι του ένα σήμα στο δέντρο της ζωής. Είναι μερικοί , που χαράσσοντας αυτό το σήμα , τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Είναι γιατί ήταν πολύ παθιασμένοι κείνη τη στιγμή. Είναι γιατί τρέμανε τα χέρια τους από τα πολλά όνειρα. Είναι γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του κόσμου. Ε! Δεν έπαψε η γη να γυρίζει ,ε;
-Ένα παιχνίδι είναι ο έρωτας. Κι εσύ δεν το ΄μαθες ακόμη. Μην τα δίνεις όλα. Άφησέ τη να ψάχνει μέσα σου και να τα βρίσκει ένα ένα. Άφησέ τη να χτυπά την πόρτα σου. Αν την ανοίξεις φόρα βία , με την πρώτη θα μπει μες στην ψυχή σου , θα σεργιανίσει λίγο και θα φύγει.
-Πήγαινε, μικρέ διάβολε, άρπαξέ την και δώσε της ένα δυνατό φιλί στο στόμα . Άντε μωρέ! Τί λες πως είναι η ζωή; Ένα λουλούδι, μια δροσιά, ένα τραγούδι. Μη με κοιτάς ... Θέλει βουτιά ο έρωτας ..
ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!
ISBN13 9789602190593
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Ιούλιος 1995
Αριθμός σελίδων 256
Διαστάσεις 21x14
Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο γιασεμιού κι ύστερα κρεμόταν πάνω της και νανούριζε τους πόθους της.
Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς.
Ήταν η φτερούγα από τ' όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού.
Ήταν ο αναστεναγμός από τον ξεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν.
Ήταν οι κόμποι από το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας που εστίαζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν.
Ήταν η αναπνοή του Λέου που τρεμόπαιζε στα φτερά της άσπρης πεταλούδας και δεν την άφηνε να αποκοιμηθεί.
Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας.
Ήταν όλ' αυτά ανακατωμένα. Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει... Και προς τι; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Απόσπασμα
Ένα πέτρινο σπιτάκι σε μια περιοχή εκτός σχεδίου, έξω από την Αθήνα. Πεταμά την έλεγαν την περιοχή. Κάποτε, χρησίμευε για σκουπιδότοπος· οι γύρω συνοικίες πετούσαν εκεί ό,τι άχρηστο είχαν. Γι' αυτό πήρε αυτό το όνομα. Στον Πεταμά είχαν χτιστεί κάμποσα αυθαίρετα σπιτάκια, που είχαν μεγάλους κήπους, πάμπολλα φυτά και διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου. Υπερτερούσαν οι γάτες και οι χελώνες, κι ακολουθούσαν οι κότες, τα φίδια, οι σκύλοι, οι αλεπούδες, τα κουνέλια κι οι σκατζόχοιροι. Κάθε παιδί σ' αυτό τον επίγειο παράδεισο είχε στη δικαιοδοσία του τουλάχιστον πέντε γατιά, όσες χελώνες του 'κανε κέφι και όσα πουλιά κατάφερνε να πιάσει με τις ξόβεργες. Που σημαίνει πως θα 'πρεπε να νιώθει ευτυχισμένο - εκτός αν...Εκτός αν είχε σκούρο δέρμα, μάτια σαν κάρβουνο και στο κεφάλι του έπλεκε το σκοτάδι δαχτυλίδια...Αλλά έτσι είναι αυτά τα πράγματα, «θεοτικά», όπως έλεγε η Δαμάσκα - κι έκλεινε την κουβέντα. Ήταν ένα θεόρατο νυχτολούλουδο που έπιανε όλο το δεξί μέρος του φράχτη, και σ' ένα σημείο, εκεί προς το παραθυράκι της κουζίνας, πλεκόταν με τη λουΐζα, και δεν τα ξεχώριζες.
Εκεί κάπου προς το παραθυράκι της κουζίνας ήταν και οι βρύσες του Σούλια. Και όλα μαζί πλέκονταν μες στο σκοτάδι. Τ' αλλόκοτα θεριά, οι αμέτρητες γλάστρες, τα φίδια, οι χελώνες, οι πόθοι και οι καημοί των ανθρώπων.
Η νύχτα ψηλάφιζε τ' αστέρια και τα όνειρα, και προχωρούσε. Προχωρούσε και ανάσαινε βαριά. Και ίδρωνε. Ίδρωνε και ανατρίχιαζε. Και σταματούσε ανάμεσα στα νυχτολούλουδα και στις σκουλαρικιές για να πάρει ανάσα.
Ο Σούλιας λαγοκοιμόταν και στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Η Δαμάσκα ροχάλιζε. Η σκύλα, η Πανωραία, είχε στυλώσει, γερά στερεωμένα στη γη, τα πισινά της πόδια καιγάβγιζε το φεγγάρι - είχε μια μανία αυτή η σκύλα με το φεγγάρι. Όταν ήταν πανσέληνος, δεν άφηνε κανένα στη γειτονιά να κλείσει μάτι.
Ο Σέβης έβλεπε όνειρα πως πετούσε σαν τον αϊτό. Και η Σιδερία, αγκαλιά με τον μικρό, τον Λέο, είχε απλώσει το χέρι της και τον χάιδευε στα σκέλια. Μπορεί να το 'κανε στον ύπνο της. Μπορεί και στον μισοξύπνιο της να είχε αφήσει χαλαρές τις ορέξεις της. Μπορεί και να ήταν ξύπνια. Τον έπαιρνε συχνά στο κρεβάτι της τον Λέο η Σιδερία. Κάθε τόσο φρόντιζε να τον κάνει να φοβάται, να φτιάχνει δηλαδή έτσι το σκηνικό που να δείχνει ότι έφταιγε ο Σέβης, κι ύστερα να παίρνει τον Λέο μαζί της για να τον παρηγορήσει.
Τον άφηνε πρώτα ν' αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της, κι ύστερα σιγά σιγά, σαν σε όνειρο, κατέβαζε το χέρι της, το 'χωνε στο βρακί του και τον χάιδευε... Πολλή ώρα... Πολλές
φορές... Ώσπου ένιωθε ένα μούδιασμα στο κορμί της. Ώσπου ένιωθε να πέφτει μια πάχνη στα μέλη της και να τ' ανατριχιάζει......
Και η νύχτα προχωρούσε· ψηλάφιζε τ' αστέρια και τα όνειρα. Και ίδρωνε... Κάτι έπρεπε όμως, να καταλάβαινε και ο μικρός. Σαν να του καλάρεσε, γιατί μέσα στον ύπνο του γουργούριζε και χαμογελούσε, μ' ένα διάφανο, αχνό χαμόγελο. Σαν μια σταγόνα δροσιάς... Ώρες ώρες μύριζε τόσο έντονα το νυχτολούλουδο, που σου μάτωνε την ψυχή.
ΟΙ ΚΑΡΓΙΕΣ
ISBN13 9789602190791
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 1997
Αριθμός σελίδων 160
Διαστάσεις 14x21
Ήταν μια μικρή ροδακινιά, που δώριζε τα πρώτα της ροδάκινα στον ήλιο. «Παρ' τα», του 'λεγε και γελούσε. «Παρ' τα. Σ' αγαπώ». Οι κάργιες κάθισαν όλες μαζί με φούρια στα τρυφερά κλαδιά της. Λίγο ακόμα και θα τα 'σπαζαν.
«Έρωτας!» φώναξε η Ατόπη και έκανε έναν κύκλο γύρω από τη ροδακινιά. «Έρωτας!»
Ύστερα, σηκώθηκαν ξαφνικά από το δέντρο και ακολούθησαν ένα άλλο τσούρμο μαυροπούλια, που έτρεχε κατά τη Δύση, πλάι σε κάποιο σταχτοκίτρινο σύννεφο.
«Σαν τι να μοιάζει αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε η Ατόπη.
Κι η Σανωτία, που πετούσε δίπλα της και διάβαζε κάθε της σκέψη, γύρισε απότομα και την κοίταξε. «Περίεργο σύννεφο, ε; Έχει το σχήμα της φυγής».
«Σαν να τρέχει για να σωθεί. Ποιος το κυνηγάει;»
«Τρέχει κανείς με τόση φούρια μόνο όταν τον κυνηγάει ο εαυτός του. Κανείς άλλος δεν κυνηγάει τόσο επίμονα, τόσο ύπουλα».
«Κι είναι η φυγή σωτηρία;»
«Είναι ποτέ η φυγή σκοπός;»
«Οχούου! Παράτα με με τους σκοπούς σου! Υπάρχει πάντοτε η μαγεία του ταξιδιού... Υπάρχουν πάντοτε τα μεσημέρια της φυγής...». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
Αποσπάσματα
Η αγάπη, μια σιγανή βροχή που τραγουδάει πάνω στη λαμαρίνα, αυτό πρέπει να είναι η αγάπη. Το πάθος σεληνιάζεται, μάτια μου. Αφηνιάζει σαν το μουλάρι κι αρχίζει το ποδοβολητό. Ουαί και τρισαλίμονο σ’ όποιον βρεθεί στο πέρασμα του! Δεν έχει έλεος το πάθος, δεν έχει σταματημό...
Φύλλο δεν κουνήθηκε. ... άνοιξε με δύναμη την ουρά της και γρατσούνισε τα όνειρα μιας νυχτερίδας που είχε κρεμαστεί ανάποδα στο γιακά της σιωπής.
Σε πνίγει η αγάπη όταν σε πιάνει από το λαιμό, έτσι δεν είναι, ...; Έτσι ακριβώς, .... Η αγάπη πρέπει πάντοτε να σε συνοδεύει· να σου κρατάει συντροφιά· να γέρνεις στον ώμο της και να ονειρεύεσαι. Αν πέσει απάνω σου και σε πλακώσει, τελείωσες.
Που ξέρω; Μπορεί να της είπαν, πως μόνος του κανείς γίνεται από σκουλήκι πεταλούδα. Μόνο που πρέπει πρώτα ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί. Μπορεί να της είπαν, πως ολ’ αυτά τελικά είναι όνειρο, μια φαντασίωση, μια κυριακάτικη εκδρομή στο βλέμμα του Θεού... Που ξέρω;
Χα, οι άνθρωποι! Κατεβάζουν ολόκληρο στόλο και βάζουν μπρος τα κανόνια για να κυνηγήσουν ένα ζευγάρι κοχύλια που ξελογιάστηκαν και βγήκαν τσάρκα στην αμμουδιά. Ένα ζευγάρι Κατειρήνες που ήθελαν να γίνουν κάποτε αστέρια.
Τι μπορεί να προσφέρει, αλήθεια, ένα κίτρινο φύλλο, που θέλησε να πάει κόντρα στο ρεύμα του ποταμού; Μπορεί να μάθει το ποτάμι να ονειρεύεται...
Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα... Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα... Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα νουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται. Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.
Η ερημιά είναι όπως η φωλιά της αράχνης, .... Μόνος του την πλέκει κανείς. Βγάζει την κλωστή από μέσα του, σαν το σάλιο.
ΣΑΝ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΛΙΑΚΑΔΑ
ISBN13 9789602190913
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Μάρτιος 1999
Αριθμός σελίδων 384
Διαστάσεις 21x14
Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν.
Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.
Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει. Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκκαλα τα σκυλιά.
Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.
Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι.
Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν το μάτι στο Θεό.
Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Απόσπασμα
Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως γιανα το διαβάσουν. Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους. Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει. Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά. Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους. Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι. Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό. Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν
ΒΑΡΚΑΡΙΣΣΑ ΤΗΣ ΧΙΜΑΙΡΑΣ
ISBN13 9789602191125
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Μάιος 2001
Αριθμός σελίδων 376
Διαστάσεις 21x14
«Να ονειρεύεσαι, μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.
Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή το παν!
Έχει και παρακάτω... Έχει κι άλλο... Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα! Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!
Όταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Όσο χάνεις, τόσο κολλάς. Έχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή. Ανήκει στα σκληρά ναρκωτικά.
Αν εθιστείς, μάλλον τελείωσες. Εκτός αν... αν πετύχεις στις καλές του τον Θεό. Συμβαίνει.
Εγώ τα είχα βρει μια χαρά με τη ζωή. Γίναμε κολλητάρια και τα περνούσαμε περίφημα.
Πήγαινα ως εκεί που μ' έπαιρνε. Για να χαίρομαι.
Κι αν είχα κέφι, προχωρούσα ως εκεί που δεν μ' έπαιρνε.
Για να μαθαίνω!». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»
«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»
«Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα Νανώ… (Μου ‘γραφε κάποτε σ’ ένα σημείωμα). Τι αξία θα είχαν οι ακρογιαλιές της ψυχής μου, αν δεν στεκόσουνα εκεί, να με περιμένεις…»
«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν. Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…»
«Το πιο όμορφο γαλάζιο της ψυχής μου το ξόδεψα προσπαθώντας να γλυκάνω το βλέμμα της απουσίας.»
«Συμβαίνει κι αυτό. Να ‘χεις ρίξει κάτω τον άλλον κι ύστερα να βγαίνεις στη ράχη του, να χοροπηδάς και να προσπαθείς να τον πείσεις (συχνά τον πείθεις) πως είναι ένοχος, γιατί η ράχη του έχει κόκκαλα και σου πληγώνουν τα βελούδινα ‘’πατουχάκια’’ σου…»
«Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»
«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.»
«Αυτό το ''απόλυτα εντάξει'' πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»
«"Να ονειρεύεσαι ..." μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά.
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν.
Παραπλανούν.
Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι ...
Δεν έχει νόημα.
Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.
Τότε σώζεσαι ...
Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;
Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!
Έχει και παρακάτω ...;
Έχει κι άλλο ...
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»
«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται, ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»
«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»
"Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»
«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»
«Άσχετο, αλλά:
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.
Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.
Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.
Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.
Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.
Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.
Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.
Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»
«Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»http://mikrosprigkhpas.blogspot.gr/
«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχής…»
«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»
«Τι θα ‘κανα χωρίς εσένα Νανώ… (Μου ‘γραφε κάποτε σ’ ένα σημείωμα). Τι αξία θα είχαν οι ακρογιαλιές της ψυχής μου, αν δεν στεκόσουνα εκεί, να με περιμένεις…»
«Τα κύματα σ’ οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν. Είναι να μη βρεθεί η ψυχή σου, άδειο κοχύλι, πεταμένη στο θυμό τους. Κάποιοι όμως είναι τυχεροί. Στ’ άδεια κοχύλια της ψυχής τους οι Γοργόνες κρύβουν τα τραγούδια τους. Κάποιοι… δε θα τους βρεις σε κάθε βήμα σου…»
«Το πιο όμορφο γαλάζιο της ψυχής μου το ξόδεψα προσπαθώντας να γλυκάνω το βλέμμα της απουσίας.»
«Συμβαίνει κι αυτό. Να ‘χεις ρίξει κάτω τον άλλον κι ύστερα να βγαίνεις στη ράχη του, να χοροπηδάς και να προσπαθείς να τον πείσεις (συχνά τον πείθεις) πως είναι ένοχος, γιατί η ράχη του έχει κόκκαλα και σου πληγώνουν τα βελούδινα ‘’πατουχάκια’’ σου…»
«Πάνω σ’ ένα ζουμπούλι, ξεψύχησε η Άνοιξη…»
«Αν δεις την ψυχή μου με ματωμένα γόνατα να τρέχει κοντά σου, μην τρομάξεις. Δεν είναι τίποτα καλέ. Από το παιχνίδι είναι. Όλα τ’ απογεύματα της ζωής τα πέρασα παίζοντας κυνηγητό με τα όνειρά μου.»
«Αυτό το ''απόλυτα εντάξει'' πάντα με τρόμαζε. Μου δημιουργούσε μια αποστροφή κάτι σαν ναυτία. Κάτι μου ‘λεγε πως η αγάπη δε βολεύεται στην απόλυτη τάξη. Είναι στο λίγο, στο ελάχιστο φάλτσο. Στο αδιόρατα στραβό. Δεν είναι πουκάμισο κολλαριστό η αγάπη. Είναι ρούχο τσαλακωμένο. Φορεμένο. Με τα σημάδια του ιδρώτα να διακρίνονται πάνω του.»
«"Να ονειρεύεσαι ..." μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά.
Τα όνειρα, συνήθως προδίδουν.
Παραπλανούν.
Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι ...
Δεν έχει νόημα.
Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου.
Τότε σώζεσαι ...
Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου;
Τίποτα δεν είναι στη ζωή, το παν!
Έχει και παρακάτω ...;
Έχει κι άλλο ...
Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»
«Καθένας έχει διαλέξει μόνος του το σταυρό του, άσχετα αν δεν το παραδέχεται, ή αν δεν το συνειδητοποιεί πολλές φορές.»
«-Εγώ την τρέλα μου την φοράω καπέλο, μεγάλε. Δεν την αφήνω να μου γίνει θηλιά. Κι όσο για την παράγκα μου, μόλις δω πως πιάνει κοριούς, ανάβω ένα σπίρτο και την καίω. Δεν το ‘χω για τίποτα. ‘’Πόσο κάνει;’’ Λέω στη μοίρα μου. Τι χρωστάω; Τόσο… Μου λέει. Παρ’ τα και δίνε του. Έχω ένα ραντεβουδάκι με την επόμενη μέρα…»
"Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.»
«-Σκέφτομαι… Σκέφτομαι… Γιατί να μην έχουν οι άνθρωποι ουρά, Νανώ; Μη γελάς. Θα την κουνούσαν όπως τα σκυλιά και θα καταλαβαίναμε από μακριά τις προθέσεις τους. Σου είπα, μη γελάς…»
«Άσχετο, αλλά:
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.
Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.
Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.
Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.
Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.
Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.
Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.
Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»
«Θυμάμαι ακόμα εκείνο το γλάρο τον μοναχικό. Πετούσε γρήγορα προς την αντικρινή στεριά, σαν να ήθελε να γλυτώσει από το βλέμμα του Θεού. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη θάλασσα. Τόσο απόλυτα, τόσο αλαζονικά γαλάζια…»http://mikrosprigkhpas.blogspot.gr/
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
ISBN13 9789602191293
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Φεβρουάριος 2003
Αριθμός σελίδων 384
Διαστάσεις 21x14
Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό μπας και σε ξεγελάσει. Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
«Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;»
Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Απόσπασμα
Απόσπασμα
Είναι κάτι νύχτες, που τ’ αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,ούτ’ ένα λουλουδάκι. Ούτ’ ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.«Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;»
Σου λέει μ’ όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν’ αυτές οι νύχτες, που τ’ άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν’ αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.
ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ
ΙSBN:978-960-219-096-8
Σελίδες:365
Θεματολογία:Μυθιστόρημα
Διαστάσεις:13x17 εκ
Το "Τετράδιο της Αλκυόνης" είναι αφιερωμένο "σ' αυτούς που ξέρουν να ζουν, ν' αγαπούν, να ελπίζουν, να χαίρονται..." Και ξεκινά στέλνοντας "ένα γλυκό φιλί στη νέα μέρα που ξεπροβάλλει". Δεν έχει σημασία αν αυτή η μέρα είναι η 1η Ιανουαρίου του 2004, ούτε αν είναι η περσινή, ούτε αν είναι μια απ' αυτές που μελλοντικά θα ξημερώσουν μαζί με το φως του ήλιου.
Γιατί αυτό το βιβλίο δεν είναι άλλο ένα ημερολόγιο του 2004. Είναι ένα ξεχωριστό "αντι-ημερολόγιο" διαχρονικό, που γαληνεύει την ψυχή και την οδηγεί σε ονειρικά μονοπάτια.
Αποσπάσματα
Άπλωνα τα χέρια μου τις νύχτες και μάζευα αστέρια και φτερά, από αγριοπερίστερα, για να τα κρύβω στο μαξιλάρι σου και να γλυκαίνω τον ύπνο σου.
Πάντα πηδάω από το τρένο λίγο πριν φτάσει στο σταθμό.
Οι λίμνες.. Πρόσεξες ποτέ τις λίμνες; Δεν είναι σαν τις θάλασσες. Οι θάλασσες μιλούν. Τραγουδούν. Οι λίμνες ονειρεύονται..
Κάθε φορά που πέφτει η βροχή πάνω στο τριαντάφυλλο θα σου στέλνω ένα φιλί να κρύβεις τ’ όνειρό σου.
Τακ.. Τακ.. Τακ.. Μπάζει η στέγη της ψυχής μου. Δόξα τω Θεώ, δε χάλασα ακόμα.
Πολύ απλά σε χρειάζομαι. Δε μπορώ να κουβαλήσω μόνη μου την Άνοιξη.
Τα μονοπάτια του πάρκου ξέρουν τους δρόμους των λουλουδιών.
Όταν χαλούσες τις φωλιές, δεν το ‘ξερες πως δε θα ξανάρθουν τα χελιδόνια;
Κάνε λίγη γυμναστική στα δάχτυλά σου. Μην τ’ αφήνεις να γίνονται ραμολί. Κάποτε, μπορεί να χρειαστεί να δώσεις μια γροθιά στο τραπέζι. Ποτέ δεν είναι αργά.
Εστόλισα το τοπίο της μοναξιάς σου μ’ ένα κυκλάμινο. Δεν έκανα τίποτα το σπουδαίο για να μ’ ευχαριστείς.
Ούτ’ ένα μνημείο, που να πάρει και να σηκώσει.. Ούτ’ ένα μνημείο δε στήθηκε ποτέ πουθενά, που να λέει: Σ’ αυτόν που είχε την αντοχή να ταΐζει τα όρνια με την ψυχή του, με το μάταιο όνειρο, πως κάποτε θα τα εξημερώσει.
Με τη λογική δεν εξηγούνται τα παράλογα. Όταν πάρουν φωτιά τα ρούχα σου, το πρώτο που κάνεις είναι να τα πετάξεις. Δε σκέφτεσαι βέβαια, πώς και από πού ξεκίνησε η φωτιά.
Αν μπορούσα λέει.. Να σου θυμίσω λίγο τη μυρωδιά της βροχής.
ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΙΩΠΗ
ISBN13 9789602191477
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΨΗΦΙΔΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 2004
Αριθμός σελίδων 142
Διαστάσεις 17x16
Τα βιβλία της Αλκυόνης Παπαδάκη έχουν όλες τις αρετές της αληθινής τέχνης του λόγου και μαζί αποπνέουν την ευαισθησία της δημιουργού, που γράφει γιατί θέλει από τη δική της γνώση να κοινωνήσουν και οι συνάνθρωποί της. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)
Αποσπάσματα
ποτέ ν απλώσουν τα «ρούχα» τους στον ήλιο, να τα στεγνώσουν.
Πάντα βρεγμένα τα φορούν.
Δεν είναι η ζωή που φταίει γι αυτό, κι ας της ρίχνουν
όλα τα βάρη.
Ούτε οι ίδιοι, βέβαια, φταίνε.
Φταίει το ότι δεν τους χάρισε ποτέ κανείς έναν ήλιο.
Έναν ολόδικό τους ήλιο.
Ν ανατέλλει, να δύει και πάλι ν ανατέλλει λαμπερός
μέσα τους.
https://mikreskathimerinesstories.wordpress.com/
β. Τι φταις αλήθεια. Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς". Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ". Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς".Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σεσκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ". Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί". Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!" Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.Τι φταις!https://www.scribd.com/
ΣΤΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ
ISBN13 9789602191644
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Χρονολογία Έκδοσης Απρίλιος 2005
Αριθμός σελίδων 280
Διαστάσεις 21x14
Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους, που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Πέρασαν βουνά, θάλασσες και ποτάμια, μοναχικοί καβαλάρηδες πάντα, εραστές μιας χίμαιρας που την είχαν βαφτίσει ελευθερία.
Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά για την παγίδα τους.
Μοιάζει να ψάχνουν, κάπου να αιχμαλωτιστούν.
Κάπου να χαρίσουν, κάπου να πετάξουν, την ελευθερία που ήδη κουβαλάνε μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν.
Μερικοί, μπαίνουν σε ναρκοπέδια και χάνονται.
Άλλοι βρίσκουν τη μεγάλη παγίδα και παγιδεύονται.
Ολότελα. Για πάντα.
Μόνο που δεν παραδέχονται ποτέ, πως εκεί που έφτασαν, είναι παγίδα.
Της δίνουν απλώς μια άλλη ονομασία.
Χρέος, ας πούμε. Θυσία. Αποστολή.
Έτσι για να μπορούνε, άμα λάχει, να φοράνε το καπελάκι τους, στραβά. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Απόσπασμα
-Την ζωή δεν την φωτογραφίζουμε την ζωγραφίζουμε.
-Όταν η ψυχή δεν έχει χαρακιές δε βρίσκει δρόμο να τρέξει μέσα της ο καημός του άλλου.
-Ξέρω πως όλη η μαγεία , σ’ αυτήν τη φόρα για το λάθος κρύβεται.
-Όποτε έτρεξα κοντά σε ανθρώπους, γιατί νόμισα πως με φωνάζουν με την σκέψη τους, μάλλον δε μου βγήκε σε καλό . Πρόσθετα ένα σωρό ξένα φορτία , στην ήδη βαρυφορτωμένη ράχη μου.
-Σε κάθε τέλος , υπάρχει και μια αρχή.
-Αλλά εγώ μιλώ για την άλλη αγάπη. Την υπερβατική. Αυτή που ντύνει με βελούδο την ψυχή. Αυτή που διώχνει τους σκόρπιους από τη σκέψη. Αυτή που σπάει το συρματόπλεγμα του εαυτού σου. Αυτή που δε βγαίνει από το στόμα. Ξεχύνεται από την αφή και την ανάσα.
-Η μεγάλη ελευθερία οδηγεί εκεί ακριβώς που οδηγεί και η στέρησή της.
-Οι άνθρωποι είναι γεμάτοι χαρακιές . Μην τους βλέπεις σαν οφειλέτες σου. Κανείς δεν γεννήθηκε κακός. Να συγχωρείς.
-Η συγνώμη δίνεται σε αυτόν που την ζητάει . Αν δε σου τη ζητάνε, κι εσύ τη βγάζεις έτσι και τη σκορπάς αφειδώς, γίνεται ένα λοστάρι στα χέρια αυτών που έχουν βάλει στόχο την ψυχή σου.
-Δεν λέω ότι αγάπησα τον συνάνθρωπο . Είμαι όμως βέβαιη ότι τον ένιωσα . Ότι ήμουν κάποτε εκεί. Απίκο , όποτε με φώναξε. Τον άφησα να μου πλασάρει το ψέμα του, για να μπορέσει να σηκώσει την ψυχή του. Μοιράστηκα την τρέλα του ήπια από το ποτήρι του.
-Πάντα μου άρεσε να παρατηρώ τα φουγάρα των πλοίων , όταν ήταν έτοιμα να σαλπάρουν . Γιατί πάντα ήμουν έτοιμη να σαλπάρω κι εγώ για ένα άγνωστο ταξίδι. Τα φουγάρα της ψυχής μου έβγαζαν συνεχώς μαύρο πυκνό καπνό.
-Κι ακόμα , δεν έχω καταλήξει πόσο φταίνε οι “άλλοι” για την “καταστροφή” μας. Μήπως οι “άλλοι” είναι απλώς ένα άλλοθι που μας βολεύει; Λέω. δεν ξέρω. Εξαρτάται…
-Κανείς δεν είναι τόσο καλός, για να έχει το ελεύθερο να γίνει τιμωρός.
-Τί να την κάνω τελικά την ελευθερία μου, αφού δεν έχω κάποιον να την διεκδικεί…
-Δεν βρίσκω άλλη αιτία για την άφιξή μου σ’ αυτήν την γη. Ήρθα να δω την ομορφιά. Μήπως δεν είναι αρκετό;
-Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά την παγίδα τους. Μοιάζει να ψάχνουν κάπου να αιχμαλωτιστούν. Κάπου να πετάξουν την ελευθερία που ήδη κουβαλούν μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν.
-Είναι κάποιοι άνθρωποι που “λείπουν” πολύ περισσότερο, όταν είναι παρόντες.
-Πότε ο “υπερβάλλων ζήλος” είχε το ποθητό αποτέλεσμα; Σε γελοιοποίηση δεν καταλήγει; Σκάει στο κεφάλι σου σαν σάπια ντομάτα.
- Τι ζωή πρέπει να την περιμένεις, όχι απλώς με ανοιχτή την πόρτα , αλλά έξω, στο κεφαλόσκαλο. Στο κεφαλόσκαλο και με ανοιχτή αγκαλιά.
http://mononai.blogspot.gr/
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΟΥ ΛΕΓΑΜΕ
ISBN13 9789602191958
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 2007
Αριθμός σελίδων 400
Διαστάσεις 21x14
Είναι άνοιξη! Απόβραδο.
Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά.
Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.
Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν.
Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν.
Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν.
Τώρα... Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πώς να ποτιστούν τα όνειρα...
Παρ' όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις.
Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.
- Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! Μου είπε κάποτε ένας εραστής μου.
- Αμέ! Υπάρχει. Οι πεταλούδες! Του απάντησα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Ο γλυκόπικρος και τρυφερός απολογισμός μιας ζωής είναι το θέμα αυτού του βιβλίου της Αλκυόνης Παπαδάκη. Η συγγραφέας με τρυφερότητα, ευαισθησία και χιούμορ περιγράφει τους ήρωες και τα συναισθήματά τους. (Χρήστος Ζαρίφης, Infolife)
Απόσπασμα
β.Δε σου κράτησα ποτέ κακία. Παράπονο μόνο…
Να ήξερες πόσες νύχτες προσπαθούσα με τη σκέψη μου να επικοινωνήσω μαζί σου…
Να σου στείλω ένα μήνυμα… Κι εσύ δεν άκουγες…
Ξέρεις, ο πονεμένος αποζητά τον ίσκιο ενός ανθρώπου,
για να καθήσει από κάτω, να κουρνιάσει και να κλάψει με την ησυχία του.
Ο πόνος θέλει μια σκέψη
Ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει.
Όταν δεν υπάρχει τίποτα γίνεται πιο σκληρός
Πιο κοφτερός
Σε παίρνει το κατόπι κι όπου σε βρει σε μαχαιρώνει,
ώσπου να σε ρημάξει…
Μόνο οι πολύ δυνατοί, οι πολύ οχυρωμένοι τα βγάζουν πέρα
Κι εγώ δεν ήμουν ποτέ τόσο δυνατή
Και καθόλου οχυρωμένη.
Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης
Είχες πυξίδα
Κρατούσες την ρότα σου σταθερή
Άραξες το σκάφος σου σε απάνεμο λιμάνι.
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα
Ναυάγησα
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα
Ταξίδευα σ’ ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ’ αυτιά μου ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες.
Όπου μου λέγαν πήγαινα…
Απόσπασμα
α.Είναι άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου νακουβαλήσει τόση ομορφιά. Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχειαρκετό νερό να ποτιστούν.Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί τοτοπίο, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές γιανα κρυφτούν.Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν.Τώρα... Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πως να ποτιστούν ταόνειρα... Παρ' όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχειένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για ναφυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.-Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου.- Αμέ Υπάρχει. Οι πεταλούδες! του απάντησα
https://www.scribd.com/
https://www.scribd.com/
β.Δε σου κράτησα ποτέ κακία. Παράπονο μόνο…
Να ήξερες πόσες νύχτες προσπαθούσα με τη σκέψη μου να επικοινωνήσω μαζί σου…
Να σου στείλω ένα μήνυμα… Κι εσύ δεν άκουγες…
Ξέρεις, ο πονεμένος αποζητά τον ίσκιο ενός ανθρώπου,
για να καθήσει από κάτω, να κουρνιάσει και να κλάψει με την ησυχία του.
Ο πόνος θέλει μια σκέψη
Ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει.
Όταν δεν υπάρχει τίποτα γίνεται πιο σκληρός
Πιο κοφτερός
Σε παίρνει το κατόπι κι όπου σε βρει σε μαχαιρώνει,
ώσπου να σε ρημάξει…
Μόνο οι πολύ δυνατοί, οι πολύ οχυρωμένοι τα βγάζουν πέρα
Κι εγώ δεν ήμουν ποτέ τόσο δυνατή
Και καθόλου οχυρωμένη.
Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης
Είχες πυξίδα
Κρατούσες την ρότα σου σταθερή
Άραξες το σκάφος σου σε απάνεμο λιμάνι.
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα
Ναυάγησα
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα
Ταξίδευα σ’ ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ’ αυτιά μου ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες.
Όπου μου λέγαν πήγαινα…
ΑΝ ΗΤΑΝ ΟΛΑ ΑΛΛΙΩΣ
ISBN13 9789602192184
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Μάρτιος 2009
Αριθμός σελίδων 290
Διαστάσεις 21x14
Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας...
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει...
Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε...
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι... Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τους περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες...
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση... Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
Αν... Αν...
Αν ήταν όλα... αλλιώς!
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
Αποσπάσματα
Πολλοί άνθρωποι βολεύονται στη μιζέρια τους. Μοιάζει με την αράχνη η μιζέρια. Πλέκει γύρω σου τον ιστό της κι άντε να ξεφύγεις από κει. Πας να κάνεις ένα βήμα και κολλάς. Ώσπου στο τέλος, νομίζεις πως μόνο εκεί μπορείς να προστατευτείς. Και αφήνεσαι… Η αράχνη, στη συνέχεια, ξέρει πολύ καλά τη δουλειά της.
Σελ. 50
Ήταν όμορφη. Αστραφτερή. Κανένας ήλιος δεν παραβγαίνει στη λάμψη των ματιών ενός ευτυχισμένου ανθρώπου.
Σελ.52
-Δεν είμαι τόσο καλή. Κι αν θες να ξέρεις, δεν υπάρχουν ούτε τόσο καλοί, ούτε τόσο κακοί. Όλοι είμαστε λίγο απ’ όλα. Ανάλογα με το τοπίο, αλλάζουμε μορφή. Κάπως σαν τους χαμαιλέοντες. Κι εμένα το τοπίο μου τώρα είναι πανέμορφο. Και σ’ έχω πάρει κι εσένα μέσα σ’ αυτό. Σου ‘ χω γωνίτσα δικιά σου, να κάθεσαι και ν’ απολαμβάνεις. Δεν είσαι χαρούμενη, Κουλίτσα;
Σελ.74
Αυτή η απεριόριστη δοτικότητα, η υπερπροστασία, την μπούκωνε τη Σαραγώ. Της δημιουργούσε ανία.
Δεν είχε ιδέα η Κουλίτσα για το αλισβερίσι της αγάπης. Για το «δούναι και λαβείν». Νόμιζε πως, όταν αγαπάς, απλώς παραδίδεσαι άνευ όρων. Γίνεσαι σκλάβος. Δεν είχε ιδέα πως η προσφορά, όσο πολύτιμη κι αν είναι, όταν την πετάς χύμα στη μούρη του άλλου, χάνει εντελώς την αξία της.
Πως η αγάπη, για να επιτελέσει το σκοπό της, πρέπει να προσφέρεται σε συσκευασία δώρου.
Σελ. 79
-Σκεπάσου.
-Η ψυχή μου κρυώνει. Ξεπαγιάζει.
Σελ. 85
Όλα κυλούσαν σε μια γκρίζα ατμόσφαιρα. Σε μια συγκατάβαση. Σε μια σιωπή, που σιγά-σιγά σχημάτιζε λάσπη.
Και πάνω στη λάσπη, δεν αφήνει πατημασιές ο χρόνος.
Απλώς, κυλάει…
Πού να βρει τα χνάρια κι η χαρά…Χάνει το δρόμο.
Σελ.118
-Τη μεγαλύτερη χαρά την παίρνω, όχι όταν πουλάω. Όταν καταφέρνω, αυτό που ζωγραφίζω στο χαρτί, να το μεταφέρω στο πανί. Να το αιχμαλωτίζω στις κλωστές μου. Νιώθω σαν να στέλνω ένα μήνυμα στους ανθρώπους. Σαν να τους χαρίζω ένα κομματάκι από την ψυχή μου.
Σελ. 127
Πόσο ξένοι μπορεί να είναι δυο άνθρωποι που μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι και πίνουν μαζί τον πρωινό καφέ…
Η Σαραγώ έφερε μαστόρους, έβαψε το σπίτι ροζ παλ και το στόλισε με ακροκέραμα και γύψινες ροζέτες.
-Ωραία το φτιάξατε, κυρία Σαραγώ. Παλατάκι!
Θαύμαζαν οι μαθητευόμενες.
-Γύρω-γύρω τα λουλούδια, μέσα τα υφαντά σας, σαν τεράστιος αμυγδαλανθός μοιάζει τώρα αυτό το σπίτι!
-Πρέπει κάτι να κάνεις, για να καλοδέχεσαι τη ζωή. Να της δίνεις το στίγμα σου. Όταν έπεσα κάποτε στα «βαθιά νερά», χωρίς να ξέρω κολύμπι, ο λόγος που δεν πνίγηκα ήταν γιατί ξεδίπλωσα από μέσα μου, σαν σωσίβιο, τα όνειρά μου. Κάρφωνα το βλέμμα μου στην απέναντι στεριά και χαιρετούσα. Θα φτάσω ως εκεί, έλεγα. Έχω πολλά να κάμω εκεί…
-Είστε μεγάλη δασκάλα, κυρία Σαραγώ. Έχουμε μάθει τόσα πράγματα από σας!
-Δεν είναι τίποτα τόσο εύκολο, κορίτσια. Αλλά χρειάζεται να επιμένεις. Να μη βγαίνεις από το παιχνίδι, ακόμα κι αν δεν ξέρεις τους κανόνες.
-Μα…αν δεν ξέρεις τους κανόνες, σίγουρα θα χάσεις.
-Ο καλός ο παίκτης, αγάπη μου, παίζει κυρίως για τη γοητεία του παιχνιδιού.
Σελ. 141
-«Πρέπει να φανείς αντάξια του λάθους σου», έλεγα πάντα στον εαυτό μου. Και λίγο ως πολύ, τα κατάφερα.
…
-Ο πατέρας μου έλεγε: «Η αμαρτία πρέπει να κάνει τον κύκλο της, σαν τον ιό. Το κακό να είναι κακό. Το παράνομο να είναι παράνομο. Το λάθος να είναι λάθος. Αν τα καθαγιάζεις όλα, τότε χάνουν τη νοστιμιά τους». Εγώ προσπάθησα να τα καθαγιάσω όλα. Μου στοίχισε πολύ. Το πλήρωσα με την ψυχή μου. Αλλά… κατάφερα να κρατήσω τη νοστιμιά. Αυτό είναι το έπαθλο που μου χρωστάει η ζωή. Αυτό είναι το κατόρθωμά μου. Τίποτ’ άλλο…
Σελ.268
-Αν ήταν όλα…αλλιώς, είπες; Χα! Κι εμείς, τότε, ποιοι θα ήμασταν; Οι άλλοι;
Σελ.287
ΤΙ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΕΛΙΚΑ ....
ISBN13 9789602192429
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Μάιος 2011
Αριθμός σελίδων 336
Διαστάσεις 21x14
Η ζωή παίζει πολλά παιχνίδια και επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις. Η αγάπη, ακέραιη και ανυπότακτη, δε χάνεται, δε γονατίζει ούτε εγκαταλείπει ποτέ τις καρδιές των ανθρώπων. Δύο κορίτσια, που η μοίρα και η δίνη της ζωής τα χώρισε, κράτησαν ανέπαφη την αγάπη και την ελπίδα στις πληγωμένες καρδιές τους... Ένα μυθιστόρημα, γεμάτο απρόσμενα γεγονότα και συνεχείς ανατροπές, που θα σας καθηλώσει. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
Αποσπάσματα
–Ο υποταγμένος παύει να είναι ελεύθερος, ακόμα και αν είναι υποταγμένος στο Θεό. Υπάρχουν πολλοί που αγαπούν τις ιδέες. Τις ιδέες θεωρητικά. Όχι τον άνθρωπο. Το κακό είναι ότι νομίζουν πως αγαπούν τον άνθρωπο.
-Αν όλα ήταν απαντημένα,όλα προβλέψιμα, όλα εξηγημένα τι γούστο θα ‘χε η πορεία της ζωής. Ακόμα και ο Θεός θα έπληττε, αν έπαιζε μαζί μας με ανοιχτά χαρτιά.
-Μην παραδίνεις την καρδούλα σου ούτε στους νεκρούς, ούτε στους ζωντανούς. Να μάθεις να ζεις μονάχη σου. Για πάρτη σου.
-Ο στερημένος δεν έχει μπέσα. Ακόμα και αν έχει, το μυαλό του είναι πως να τα φέρει βόλτα. Ενώ ο χορτασμένος διαθέτει την πολυτέλεια να σκεφτεί. Να φκιάσει όραμα.
-Αν άκουγαν καμιά φορά οι γονείς τα παιδιά τους, ίσως ο κόσμος να ήτο καλύτερος.
-Οι μαχαιριές στις παιδικές ψυχές δεν γυαίνουν ποτέ.
–Καλό; Όπως συμφέρει τον καθένα το φορμάρει το καλό. Στα μέτρα του ο καθένας κόβει την κουστουμιά.
–Η αγάπη με το πρέπει ενώνεται, αλλά δεν κολλάει.
-Μόνο ένας πονεμένος, μπορεί να νιώσει έναν άλλο πονεμένο. Έναν οδοιπόρο της ζωής. Οι άλλοι οι αραχτοί, χάζι μας κάνουν σαν να είμαστε σινεμάς.
-Όταν δείχνεις το σωστό με το δάχτυλο τεντωμένο, γίνεται σφαίρα και τρυπάει την ψυχή. Το σωστό ξεγυμνωμένο έχει αγκάθια.
–Μόνο ο θάνατος σε πάει ως το τέρμα. Όλα τ’ άλλα ξεχνιούνται όσο και αν πονάν φεύγουν…
–Μόνη. Χωρίς να γίνονται παζάρια και συναλλαγές στη ράχη μου. Είμαι αποφασισμένη να δώσω τη βουτιά. Στα βαθιά. Στα θολά. Δε με πειράζει που δεν έχω σωσίβια. Δε με πήγε κανείς περίπατο στη ζωή να μου δείξει τα όμορφα τοπία της. Δεν έμαθα να ζω.
-Έτσι γίνεται πάντα. Περνά η μπόρα, η γη στεγνώνει κι αλίμονο σ’ αυτούς που το νερό κάνει λακκούβα στην ψυχή τους και λιμνάζει.
-«Οι άνθρωποι αλλάζουν . Βλέπεις μετά από χρόνια κάποιον και δεν τον αναγνωρίζεις» Ναί. Αλλάζουν οι άνθρωποι. Το παιδί όμως που κουβαλάνε μέσα τους δεν αλλάζει ποτέ. Μένει κρυμμένο σε μια γωνιά της ψυχής και κάνει κουμάντο.
–Το περίσσεμα της ψυχής όταν δεν το καταβροχθίζει λαίμαργα ο εγωισμός , μοιράζεται στους άλλους. Και μπορεί βέβαια να γίνεται επώδυνο κάποιες φορές, αλλά μπορεί να χρησιμέψει και ως σωσίβιο . Ως πηγή αντοχής και καρτερίας δηλαδή.
-Κι έκλαψε πολύ ώρα. Ήταν για όλα . Έτσι όπως γίνεται σε αυτές της περιπτώσεις . Είναι να μην βρει χαραμάδα το παράπονο της ψυχής. Και το περίεργο είναι πως μπορεί να κάνει στάση και να ψηλαφίζει γεγονότα που δεν είναι τόσο σημαντικά. Μπορεί να κλάψεις περισσότερο για το σημάδι μιας γρατσουνιάς, παρά για τη χαρακιά μιας ακόμα βαθιά επουλωμένης (επουλωμένη;) πληγής.
-Με το μικρό του δαχτυλάκι ένα παιδί ρίχνει τις αμπάρες ακόμα και στις πιο θωρακισμένες ψυχές.
-Είναι γνωστό ό,τι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν νοιάζονται και τόσο για τους άλλους. Ούτε οι πολύ δυστυχισμένοι νοιάζονται . Αυτοί που απλώνουν το χέρι , είναι εκείνοι που το παλεύουν. Εκείνοι αναζητούν συνοδοιπόρους στην ανηφόρα , συνταξιδιώτες στ’ όνειρο, συγκατοίκους.
-Θέλω να ντυθώ κλόουν για πάρτη μου. Να χαρώ. Να παίξω. Να διασκεδάσω. Αν είναι τόσο μπαγαπόντης ο έρωτας και μου την έχει στήσει…χαλάλι του.
Σ' ΕΝΑ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ISBN13 9789602192757
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Φεβρουάριος 2013
Αριθμός σελίδων 264
Διαστάσεις 21x14
"Έχεις προσέξει ποτέ ένα ζευγάρι γλάρων, όταν πετούν ανέμελα στον ουρανό; Πετούν αργά-αργά, πλησιάζει ο ένας στη φτερούγα του άλλου, αγγίζονται, κάνουν λίγο να απομακρυνθούν και πάλι ο ένας ξανάρχεται πλάι στον άλλον και ακουμπάνε τις φτερούγες τους. Πετούν ανέμελα... Νωχελικά... Σίγουρα... Σα να 'ναι δικός τους ο ουρανός. Και είναι δικός τους ο ουρανός. Αμφιβάλλεις; Κι εμάς είναι δικός μας ο ουρανός..."
Δύο ψυχές, η μία με βαριές αποσκευές από το παρελθόν και η άλλη με δανεικές στολές και ψεύτικα παράσημα, συναντώνται για να βαδίσουν μαζί σ' ένα άγνωρο μονοπάτι, σ' ένα γύρισμα της ζωής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
"Η πολυγραφότατη Αλκυόνη είναι το φιλαράκι του αναγνώστη". (Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημ. Τα Νέα)
"Η Αλκυόνη Παπαδάκη είναι η ήρεμη δύναμη στο χώρο της λογοτεχνίας. [...] Όσοι την έχουν γνωρίσει γοητεύονται από την απλότητα και τη γλυκύτητά της. Όσοι την έχουν διαβάσει μένουν πεισματικά πιστοί στα μυθιστορήματά της. [...] Είναι σίγουρα ένα φαινόμενο στο χώρο της σύγχρονης πεζογραφίας και βαδίζει σταθερά και αταλάντευτα στο δρόμο που χάραξε". (Ραλλού Κορφιάτη. εφημ. Public Life)
Απόσπασμα
Πως γίνεται σ’ αυτόν τον «ψεύτη κόσμο», άνθρωποι που αγάπησες, που τους κράτησες και σου κράτησαν το χέρι έστω και λίγο, που ορκιζόσουνα τότε-και το πίστευες- πως θα υπάρχουν πάντα στο κάδρο της ζωής σου … Πώς γίνεται να χάνονται…
Να μένουν μόνο σαν κιτρινισμένες φωτογραφίες στο άλμπουμ της ψυχής σου. Το ποδοβολητό της μοίρας; Η σκόνη του χρόνου; Οι φουρτούνες; Οι καταιγίδες; Η βιάση να προλάβεις εκείνο που δεν έρχεται ποτέ; Πώς γίνεται…
Και φεύγουν οι μέρες, κυλά η ζωή και μένει μόνο η μυρωδιά από το άρωμά τους να σ΄ ακολουθεί.
Και μια νοσταλγία που σε πληγώνει γλυκά, κάτι δειλινά, που ο ήλιος βάφει τη θάλασσα τριανταφυλλί.
Ή κάτι νύχτες του καλοκαιριού που δε σ΄αφήνει ν’ αποκοιμηθείς το άρωμα της βιολέτας.
ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΝ ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ
ISBN13 9789602193297
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΕΛΛΗΝΙΚΗ*ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Φεβρουάριος 2015
Αριθμός σελίδων 384
Διαστάσεις 21x14
"Είναι πολλοί άνθρωποι που μοιάζει σα να τους έφερε στη ζωή ένας ανεμοστρόβιλος. Και ζουν εκεί, παραδομένοι στη δίνη του, να τους στροβιλίζει σαν φύλλο ξερό, ώσπου να τους διαλύσει. Κάποιοι καταφέρνουν να σωθούν. Μπορεί να πιάστηκαν, ας πούμε, από ένα κλαδί ανθισμένης πικροδάφνης. Ή από τη φτερούγα ενός γλάρου περαστικού. Μπορεί και η ίδια η δίνη του ανεμοστρόβιλου να τους έχωσε, πάνω στην ορμή της, μες στην παλάμη του Θεού. Ποτέ δεν ξέρεις..."
Η Αλκυόνη Παπαδάκη, στο νέο μυθιστόρημά της, με επίγνωση, σχεδόν αμείλικτη, αλλά και με τη σοφία της συγκατάβασης, ξεδιπλώνει τους ήρωες και το πεπρωμένο τους σαν το μίτο της Αριάδνης για να μας οδηγήσει -όπως πάντα- σε μια φωτεινή διέξοδο, θυμίζοντάς μας ενθαρρυντικά πως θα ξανάρθουν τα χελιδόνια. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
"Η πολυγραφότατη Αλκυόνη είναι το "φιλαράκι του αναγνώστη". (Μικέλα Χαρτουλάρη, εφημ. Τα Νέα)
"Η Αλκυόνη Παπαδάκη είναι η ήρεμη δύναμη στο χώρο της λογοτεχνίας. [...] Όσοι την έχουν γνωρίσει γοητεύονται από την απλότητα και τη γλυκύτητά της. Όσοι την έχουν διαβάσει μένουν πεισματικά πιστοί στα μυθιστορήματά της. [...] Είναι σίγουρα ένα φαινόμενο στο χώρο της σύγχρονης πεζογραφίας και βαδίζει σταθερά και αταλάντευτα στο δρόμο που χάραξε. (Ραλλού Κορφιάτη, εφημ. Public Life)
"Η ψυχαναλύτρια συγγραφέας." (Μανώλης Πιμπλής, εφημ. Τα Νέα)
Απόσπασμα
Απόσπασμα
" Ένα απέραντο, διάφανο άσπρο. Και γύρω του, ένα άγριο μπλε. Και στη μέση του μπλε, ένα βαθύ, σαν αίμα, κόκκινο. Κι εκεί καταμεσής στο κόκκινο, ένα λουλούδι πασχαλιάς.Στον σπόρο του λουλουδιού κρύβεσαι, Θεέ μου! Μεθά η ψυχή μου, με τ’ άρωμά σου. Τυφλώνομαι από το διάφανο άσπρο, παλεύω με το άγριο μπλε, πληγώνομαι μέσα στο βαθύ κόκκινο, και πορεύομαι… Ξέρω πως δεν θα σ’ ανταμώσω ποτέ. Παρόλο που έχω ανακαλύψει την κρυψώνα σου. Όμως, μ’ αρέσει να σε ψάχνω. Έτσι το κάνω. Για το κέφι μου. Για το γινάτι μου. Για τη χαρά του παιχνιδιού…"
ΜΙΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΦΥΓΗ
ISBN13 9789605940195
Εκδότης ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Σειρά ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Μάρτιος 2017
Αριθμός σελίδων 304
Διαστάσεις 21x14
Πάντα ήθελα να φεύγω. Να πετάει η ψυχή μου σαν τα πουλιά.
Να νιώθω τη γλύκα μιας ατέλειωτης φυγής.
Όχι να φεύγω γι' άλλους τόπους. Από την ίδια τη ζωή μου να φεύγω.
Να ρίχνω τα "στοπ" στον δρόμο μου. Να γκρεμίζω τις πινακίδες που σηματοδοτούσαν διαδρομές. Να πατάω στις διαχωριστικές γραμμές.
Ν' αψηφώ τα όρια της ταχύτητας. Να φεύγω χωρίς προορισμό.
Μια φυγή μέσα στην ίδια τη φυγή.
Σα να με κυνηγούσε πάντα ο εαυτός μου. Και μόλις έβρισκα ένα ξέφωτο, να πάρω μια ανάσα, βρε αδερφέ, να στήσω μια σκηνή να ξαποστάσω, βαρούσε ο συναγερμός μέσα μου και με ξεκούφαινε.
Φεύγοντας, άφησα πίσω μου πολλά σκουπίδια.
Άφησα όμως, στη φούρια μου, και πράγματα πολύ σημαντικά.
Κάτι κοσμήματα, ας πούμε, ακριβά, που κάποιοι μου είχαν χαρίσει για να στολίσω την ψυχή μου...
Το ημερολόγιο μιας γυναίκας, η διαδρομή της, με τις ιστορίες προσώπων που έγιναν σταθμοί στη ζωή της.
Ιστορίες ανθρώπινες και αληθινές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αποσπάσματα
«… Άκου να σου πω κόρη μου. Τη ζωή πρέπει να τη στολίζουμε για να μας αγαπάει. Είναι ένα δώρο η ζωή. Και οφείλουμε να το τιμήσουμε…Θα έχω κι ένα εισιτήριο στην τσάντα μου, που δεν θα γράφει προορισμό. «Μια ατελείωτη φυγή» θα λέει μόνο. Αυτή δεν ήταν όλη η πορεία της ζωής μου;…»
«… Αυτό που ήξερα και ήμουν βέβαιη ήταν η βαθύτερη ανάγκη μιας φυγής. Πάντα ήθελα να φεύγω. Να πετάει η ψυχή μου σαν τα πουλιά. Να νιώθω την γλύκα μιας ατέλειωτης φυγής. Όχι να φεύγω για άλλους τόπους. Από την ίδια τη ζωή μου να φεύγω. Να ρίχνω τα «στοπ» στον δρόμο μου. Να γκρεμίζω τις πινακίδες που σηματοδοτούσαν διαδρομές. Να πατάω στις διαχωριστικές γραμμές. Ν αψηφώ τα όρια της ταχύτητας. Να φεύγω χωρίς προορισμό. Μια φυγή μέσα στην ίδια τη φυγή…»
«… Τους εξήγησα μύριες φορές πως όταν φιλοξενείς την κακία μέσα σου, είναι σαν να κρατάς φυλακισμένο ένα φαρμακερό φίδι. Κάποτε θα σπάσει τα δεσμά και θα σου επιτεθεί…».
Το χαμόγελο του δράκου
Συγγραφέας:Αλκυόνη Παπαδάκη
Τίτλος : Το χαμόγελο του δράκου
Είδος : Μυθιστόρημα
Εκδόσεις : Διόπτρα
Έκδοση:1η
Ημερομηνία έκδοσης:10/10/2018
Αριθμός σελίδων:336
Μέγεθος:140 x 205
Έκδοση:1η
Ημερομηνία έκδοσης:10/10/2018
Αριθμός σελίδων:336
Μέγεθος:140 x 205
ISBN:978-960-605-650-5
Οπισθόφυλλο
Εμείς… που κάναμε ψίχουλα την ψυχή μας για να ταΐσουμε τα όρνια.
Εμείς… που περπατήσαμε μέσα στη βροχή γιατί δεν καταδεχτήκαμε να πάρουμε την ομπρέλα που μας πρόσφεραν οι άλλοι επ’ αμοιβή…
Εμείς… που περπατήσαμε στον υπόνομο μ’ ένα τριαντάφυλλο στο χέρι.
Εμείς… που κάναμε τον δράκο που φώλιαζε μέσα μας να χαμογελάσει.
Εμείς… που φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού, μόνο και μόνο για ν’ απολαύσουμε τη θέα…
Εμείς… που δεν ζητήσαμε ποτέ τα ρέστα της ζωής μας από τον ταμία.
Να ’μαστε, λέει, στη βαρκούλα… και να ’χε φεγγαράδα… και ν’ αρμενίζαμε…
Δείτε μια ενδιαφέρουσα πρόσφατη συνέντευξη της Αλκυόνης Παπαδάκη στο ζωγράφο Μιχάλη Τζαμαλή ( Mike Tzamalhs ) στον φιλόξενο ιστότοπό του : https://www.filoxeniart.com/
ΚΡΙΤΙΚΗ
- Αλκυόνη Παπαδάκη. Πολυγραφότατη,ευρηματική,ταλαντούχα και ιδιαίτερα σεμνός άνθρωπος.Πένα ανόθευτη, οξυδερκής,ευφυής,λυρική,με περίσσεια ανθρωπιά και συγκροτημένη άποψη για τα καλά και τα κακά,τις ομορφιές και τις κακοδαιμονίες των σύγχρονων κοινωνιών.Μια λογοτεχνική ανάσα , μια ψηφίδα στον σκληρό και μαζί όμορφο κόσμο μας,μια γυναίκα που τον παρατηρεί με προσοχή μα διόλου αποστασιοποιημένα και τον περιγράφει με τσαγανό κι αγάπη στα ποιητικά και φιλοσοφημένα χωρίς μεγαλοστομίες κείμενά της όντας κομμάτι απ΄αυτόν,με ματιά απερίγραπτα διεισδυτική,ελαφρά σαρκαστική μα όχι πικρόχολη , στοργική,συμπονετική και μαζί αυστηρή ,δίπλα και όχι απέναντι στον πάσχοντα άνθρωπο,τον αδιαφιλονίκητο και πραγματικό πρωταγωνιστή των βιβλίων της.
Η γραφή της -με τα πάνω της και τα κάτω της κι αυτό ακριβώς είναι η απόδειξη της συγγραφικής αυθεντικότητάς της- ενώνει σε μιαν αδιάσπαστη,μεταξένια νοητή γραμμή τους ποικίλους ορίζοντες και μεγάλους ή μικρούς κόσμους των ιστοριών της/μας που αναδύονται ανάγλυφα σε όλα τα βιβλία που έχει γράψει και που σαν λογοτεχνικό είδος ό,τι και να μας συμβουλέψουν οι φιλόλογοι δεν χωράνε,κατά την γνώμη μου, σε καμιά γνωστή ετικέτα.
Η Αλκυόνη αφηγείται ιστορίες της αφτιασίδωτης καθημερινότητάς μας και της αληθινής μας ζωής με ένα τρόπο που μόνον εκείνη κατέχει τόσο καλά και κάθε νέο της βιβλίο σκαρφαλώνει αμέσως στις λίστες των ευπώλητων -μα τι θα πει αυτό τελικά,γιατί το λέμε σαν να είναι a priori κάτι κακό;-και μένει για πολύ καιρό εκεί μα ας μην βιαστούμε να παπαγαλίσουμε εξ αυτού συμπεράσματα που δεν ισχύουν για την γραφή της θεωρώντας, κι εμείς, πως ό,τι αγαπιέται τόσο κι αγοράζεται από το κοινό με τέτοια επιμονή σε δύσκολους καιρούς είναι μόνο το εύπεπτο,ανώδυνο αισθηματικό ή ιστορικό μυθιστόρημα που φλερτάρει περισσότερο με την παραλογοτεχνία και το μάλλον αμφίβολης λογοτεχνικότητας εφήμερο παρά με την Λογοτεχνία, γιατί κανακεύει τον χειραγωγημένο και βαλλόμενο πανταχόθεν αναγνώστη με αοριστίες και μη θίγοντας κακώς κείμενα φοβούμενο πως θα τον χάσει σαν πελάτη.Τα έχουμε μπερδέψει αφόρητα πια μου φαίνεται.Το αγνό με το αφελές,το απλό με το απλοϊκό,το εύληπτο με το κούφιο,το λαϊκό με το κιτς,την λογοτεχνία με τα σταυρόλεξα...
Την ντόμπρα και βαθύτατα ανθρωποκεντρική λογοτεχνία της Αλκυόνης Παπαδάκη με την κριτική και αιχμηρή της γλώσσα να ξορκίζει τον ανθρώπινο πόνο βγάζοντάς τον από τις σπηλιές που πάει και κρύβεται και μετατρέπεται σε μίσος ας μη την εντάξουμε ούτε και στην λιγότερο ή περισσότερο πολιτικοκοινωνική εκείνη λογοτεχνία που τόσο διαβάστηκε στην μεταπολίτευση κι άρχισε να ξανακάνει και τώρα μερικά δειλά βήματα λόγω κρίσης,ούτε φυσικά στο παρηγορητικό και μαζικό, κοινωνικό αφήγημα της χιλιετίας,που ακόμα κι αυτό δεν είναι πάντα κακό και βεβαίως έχει τους λόγους του που γιγαντώθηκε στην εποχή μας.Αφού όμως δεν είναι τούτο,δεν είναι εκείνο,τότε τι αντιπροσωπεύουν οι ιλιγγιώδεις για τα ελληνικά δεδομένα αριθμοί πάνω στα εξώφυλλα"60.000 αντίτυπα","80.000 αντίτυπα" και πάει λέγοντας,ποια ακριβώς είναι η λογοτεχνία της Αλκυόνης Παπαδάκη και σε ποιους απευθύνεται;
Η κυρία Αλκυόνη Παπαδάκη,η Αλκυόνη-γιατί όλοι την λέμε έτσι,με το μικρό της όνομα- είναι το φιλαράκι του αναγνώστη.Κι αυτός είναι ο πιο εύστοχος,έντιμος και ζεστός χαρακτηρισμός που διάβασα αναζητώντας τι και ποιοι έχουν ασχοληθεί με το διόλου ευάριθμο,αντιθέτως, έργο της και από την μια απόρησα που η σπουδαία αυτή λογοτέχνις δεν έχει απασχολήσει την τυφλωμένη από δηθενιά κριτικογραφία-μα τι "κολλημένοι " και κοντόθωροι που είναι τελικά αυτοί οι τύποι,τι ζημιά ανεπανόρθωτη έχουν κάνει στα ελληνικά γράμματα με τους κατευθυνόμενους ελιτισμούς τους,μας κατάντησαν με την δική τους και μόνο γκαβομάρα να αγνοούμε ως και τον Δημοσθένη Βουτυρά σκέφτομαι και νευριάζω,τι μ΄έπιασε λοιπόν τώρα με την λαϊκή λογοτεχνία,τι είναι και τούτο πάλι- κι από την άλλη συγκινήθηκα,μα τον Θεό, τόσα που έχω ράμματα για την γούνα των ξιπασμένων αυτού του χώρου,χάρηκα απίστευτα που διατύπωσε τον χαρακτηρισμό, που τόσο ταιριάζει της Παπαδάκη,η εξαιρετική Μικέλα Χαρτουλάρη (από τις πιο μετρημένες,σοβαρές και κυρίως καταρτισμένες στα και για τα λογοτεχνικά δημοσιογράφους ).
Η Αλκυόνη Παπαδάκη,βλέπετε,είναι από την στόφα εκείνων των χαμηλών τόνων λογοτεχνών που δεν σουλατσάρουν στην εκδοτική πασαρέλα ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις του πάτου και του απόπατου,που δεν φοβούνται τις λέξεις και δεν παζαρεύουν την θεματολογία τους γιατί δεν την ενδιαφέρουν οι κολακείες του (όποιου)κατεστημένου.
Διαβάστε περισσότερα εδώ
● Οι αναγνώστες (κυρίως γυναίκες, αλλά όχι μόνο) περιμένουν υπομονετικά για να πάρουν την υπογραφή της. Η συγγραφέας-φαινόμενο από το Νιο Χωριό Χανίων, μια ευγενής και αθόρυβη παρουσία στον εκδοτικό χώρο, έχει ένα απίστευτα μεγάλο και πιστό κοινό που με τα βιβλία της ψυχαγωγείται και ψυχαναλύεται. – Μανώλης Πιμπλής, Τα Νέα
● Η πολυγραφότατη Αλκυόνη είναι το «φιλαράκι του αναγνώστη». – Μικέλα Χαρτουλάρη, Τα Νέα
● Η συγγραφέας των μπεστ-σέλερ επιδίδεται σ' ένα δικό της είδος ποιητικής πεζογραφίας που ξεχειλίζει από γυναικεία ευαισθησία. – Λώρη Κέζα, Το Βήμα
● Η Αλκυόνη Παπαδάκη μάς θυμίζει τις έναστρες νύχτες των παιδικών μας χρόνων. Μας ξεναγεί στα χαμένα τοπία της εφηβείας, στους έρωτες και στις αγάπες των άδολων χρόνων, που ζουν μόνο σαν απόηχοι στη ρευστή και τόσο διφορούμενη εποχή μας. – Κώστας Τραχανάς, Μαχητής
● Η συγγραφέας Αλκυόνη Παπαδάκη έχει δώσει αξιόλογα δείγματα σύνθετης γραφής, κείμενα με πλοκή και συγχρόνως ποιητικά. Εκεί που ξεφεύγει από το ρεαλιστικό στοιχείο και την απόδοση της ωμής πραγματικότητας, συναντάς υπέροχες ποιητικές εκτινάξεις, που ξαφνιάζουν και δίνουν άλλη διάσταση στα πράγματα∙ συνήθως μετριάζουν την τραγικότητα της πραγματικότητας, που ζουν οι ήρωες μέσα από τη δική της αισθαντικότητα. – Ελένη Χωρεάνθη, Ριζοσπάστης
● Η Αλκυόνη Παπαδάκη είναι η ήρεμη δύναμη στο χώρο της λογοτεχνίας. [...] Όσοι την έχουν γνωρίσει γοητεύονται από την απλότητα και τη γλυκύτητά της. Όσοι την έχουν διαβάσει μένουν πεισματικά πιστοί στα μυθιστορήματά της. [...] Είναι σίγουρα ένα φαινόμενο στο χώρο της σύγχρονης πεζογραφίας και βαδίζει σταθερά και αταλάντευτα στο δρόμο που χάραξε.– Ραλλού Κορφιάτη, Public Life
● Πολυγραφότατη, ευρηματική, ταλαντούχα και ιδιαίτερα σεμνός άνθρωπος. Πένα ανόθευτη, οξυδερκής, ευφυής, λυρική, με περίσσεια ανθρωπιά και συγκροτημένη άποψη για τα καλά και τα κακά, τις ομορφιές και τις κακοδαιμονίες των σύγχρονων κοινωνιών. Μια λογοτεχνική ανάσα, μια ψηφίδα στον σκληρό και μαζί όμορφο κόσμο μας. – Βιβή Γεωργαντοπούλου
http://kalendis.gr/
https://www.politeianet.gr/
https://www.scribd.com/
http://anthologion.gr/
https://searchingthemeaningoflife.wordpress.com/
https://juliasmagazino-julia.blogspot.gr/
http://fractalart.gr/
https://sciencearchives.wordpress.com/
https://mikreskathimerinesstories.wordpress.com/
http://mononai.blogspot.gr/
http://katerinadestapa.blogspot.gr/
http://kissmygrass.gr/
https://www.youtube.com/
http://skouliki-skoulikia.blogspot.gr/
https://seizethesky.blogspot.gr/
https://www.ianos.gr/
http://www.biblionet.gr/
https://el.wikipedia.org/
http://mikrosprigkhpas.blogspot.gr/
Δείτε επίσης τα νεότερα βιβλία της :
ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ " ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου