¨ |
Τρύπησε η μέρα
τη μήτρα της με μια κραυγή της.
Γεννήθηκες , μα σώμα δεν είχες.
Καρτέρεψα να σε σμιλέψω
Σχήμα, χρώμα, λόγο, ήχο
να σου δώσω.
Μου ξέφυγαν όμως, εφτά γραμμές, λίγο κόκκινο,
κάποια φωνήεντα και η νότα φα
Μια στάλα πορφύρας έσταξε
κι εκεί φύτρωσε ένα κύμα,
που έψαχνε τις ρίζες σου.
Κι ύφανε με κοράλλια και αστερίες τον κορμό σου.
Απάνω του σκαρφάλωσε να βγει στον αφρό,
να περπατήσει στου φεγγαριού το μονοπάτι.
Κι άρπαξε τη νότα που ξέφυγε
να στη πλέξει στα δάκτυλα σου
και δε σε βρήκε.
Μόνο κάτι ψαροπούλια φτερούγιζαν
πάνω απ’ τις μικρές σου λέξεις
που τις έτρωγαν λαίμαργα.
Πιάστηκα απ τις φτερούγες τους
να μαζέψω βιαστικά τις νότες του ανέμου,
που τον είχα ακούσει να σε τραγουδά
ξαπλωμένος καθώς ήταν
πάνω σ΄ ένα δειλινό.
γ.β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου