Τα χαλίκια ανατρίχιασαν στο άκουσμα της φεγγαρίσιας προσφοράς. Και οι γλάροι φτερό δεν άνοιξαν πάνω από τους βράχους. Και τα βράχια σταμάτησαν να αντιστέκονται στα κύματα . Και τα κύματα βούλιαξαν μέσα στους αφρούς του ανέμου τους. Κι ο άνεμος έβγαλε μια σιωπή που φάνηκε σαν κραυγή στον ουρανό που τον σκέπαζε. Κι ο ουρανός μίκρυνε για να ‘ρθει κοντά της και ν’ ακούσει την απάντηση, που η ξεβαμμένη μπλε μικρή βάρκα με τα στραβά κουπιά, που δε μπορούσε να ξεδιψάσει, θα έδινε στο φεγγάρι .
Η βάρκα ακούμπησε στους ώμους της την αϋπνία του καημού της κι αφού τραγούδησε ένα από κείνα τα τραγούδια που λένε ξεχασμένοι γέροι ναυτικοί , όταν πιούν λίγο παραπάνω είπε στο πως αν είναι να ξεδιψάσει , ας πιει από το νερό του.
Κι όταν το ήπιε ,έλιωσε.
Κι έγινε ένας πολύβουος αναστεναγμός.
Που δε μπορούσε να ξεδιψάσει.
Κι έβλεπε τις λέξεις της να ξεβάφουν.
Και τη σιωπή της να καμπυλώνει .
Συνεχώς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου