Το Σωματείο Ινεπολιτών - Κασταμονιτών και η Φιλόλογος Δώρα Μηνιώτη παρουσίασαν στις 11 Ιουνίου 2025 στην αίθουσα του Συνεδριακού Κέντρου του Δήμου Νέας Ιωνίας, αφιέρωμα στο συγγραφικό έργο του Βαγγέλη Μηνιώτη, πρώην μέλους της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Αρχικά η Δώρα Μηνιώτη παρουσίασε το έργο του Συγγραφέα και ύστερα διαβάστηκαν αποσπάσματα του έργου του από την Αντιγόνη Λάμπρου , την Ολυμπία Καλογεροπούλου και την Ρούλα Ακριβοπούλου
Το βίντεο της παρουσίασης
Ακολουθούν τα κείμενα που διαβάστηκαν στην εκδήλωση
Βαγγέλης Μηνιώτης
Τα βήματα του…..
Πρόλογος
Καλησπέρα σας, καλώς ήρθατε
Σας ευχαριστώ πολύ που βρίσκεστε σήμερα εδώ. Η παρουσία σας αποτελεί τιμή για τον πατέρα μου
Ευχαριστώ και το Δήμο Ν. Ιωνίας που μας παραχώρησε τη φιλόξενη αίθουσα του Συνεδριακού Κέντρου αλλά και το Σωματείο Ινεπολιτών και Κασταμονιτών και προσωπικά τον Αντώνη Κοντιτση και τη Γεωργία Κοτσόβολου για την πολύτιμη βοήθειά τους στην πραγματοποίηση αυτής της εκδήλωσης
Ευχαριστώ επίσης τις φίλες Αντιγόνη Λάμπρου, Ολυμπία Καλογεροπουλου και Ρούλα Ακριβοπουλου που θα διαβάσουν τα αποσπάσματα
Τέλος ευχαριστίες οφείλω στο Βασίλη Σιρκόγλου και στα ξαδέρφια μου, τη Γιώτα Πρίντζου, τη συνονόματη Δώρα Μηνιώτη και τον Κώστα Γκούμα για τις φωτογραφίες που μου παραχώρησαν από τα οικογενειακά άλμπουμ,
αλλά και στην Ινα Καρρα για την επιμέλεια της πρόσκλησης και στην Ελένη Σπηλιωτοπούλου για την επιμέλεια των φωτογραφιών και της μουσικής
Θα ήταν παράλειψη να μην ευχαριστήσω το Δημήτρη Σπηλιωτόπουλο και τη Γεωργία Κοτσόβολου για την παρουσίαση των φωτογραφιών και της μουσικής αντιστοίχως
Αισθάνομαι χαρά και συγκίνηση που σας βλέπω όλους μαζεμένους φίλους και συγγενείς. Κρίμα που δεν είναι και ο πατέρας μου ανάμεσά μας! Είναι όμως τα γραπτά του και θα μιλήσουν αυτά για εκείνον.. Προηγουμένως ομως ας πούμε κι εμείς δυο λόγια όμως μιλήσουν τα έργα του ας πούμε κι εμείς δυο λόγια
Γεννήθηκε το 1927 στον Πειραιά κα έφυγε από τη ζωή το 2016 στην Αθήνα.
Γόνος Μικρασιατών προσφύγων, βίωσε τα τραγικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, που σφράγισαν τη ζωή του και άφησαν το αποτύπωμά τους στα έργα του
Από νεαρή ηλικία έγραφε ποιήματα και πεζά. Παράλληλα άρχισε να αρθρογραφεί και να γράφει χρονογραφήματα σε τοπικές εφημερίδες του Πειραιά και αργότερα σε κλαδικές εφημερίδες, όπως Η φωνή των φάρμακοϋπαλλήλων”, Η εφημερίδα της ΓΣΕΕ, ο “Ναυτικός Τύπος”
Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ένωσης Συντακτών Πειραιά, της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά
Συμπεριλαμβάνεται στο Who is Who Greece εκδ. 2008
Έχει εκδόσει
Δύο συλλογές Χρονογραφημάτων
Τέσσερις συλλογές Διηγημάτων (ΟΚΕΥ, Γλάρεντζα, Μουράγιο, Τότε και τώρα)
Μια αυτοβιογραφική νουβέλα, (τη Νερόφιδα)
Συλλογές ποιημάτων και στιχουργημάτων (Ανάκατα και Τα καθημερινά) και
Μια Μαρτυρία για τη Μικρασιατική και τον Β´ Παγκόσμιο πόλεμο με βάση τις σημειώσεις του θείου του Μάρκου Ντουμπανακη
Τιμήθηκε με
Το Βραβείο ΓΕΣΕΕ για τη Γλαρέντζα 1993
Το Α’ Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών για τα “Πισωγυρίσματα” 1995
και το Βραβείο Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών για τα Ανάκατα 2001
Έχουν γραφτεί επαινετικές κριτικές για το έργο του. Αναφέρω μόνο αυτή του γνωστού ποιητή Ντινου Χριστιανόπουλου για το δεύτερο τόμο των χρονογραφημάτων του
“Με πολλή χαρά διάβασα το βιβλίο και μου άρεσαν: η στρωτή και νηφάλια γλώσσα, οι παρατηρήσεις με νόημα, το λιγοστό αλλά σωστό χιούμορ - τίποτα δε θυμίζει τις εξυπναδίστικες και κουλτουριάρικες ανοησίες άλλων”
(Τάδε Εφη Ντινος Χριστιανόπουλος)
Ως άνθρωπος ήταν ήρεμος, ευαίσθητος, εσωτερικός. Ως σύζυγος, πατέρας και παππούς γλυκύτατος. Ήταν ένας στοχαστής, που τον περισσότερο χρόνο βρισκόταν στο γραφείο του, διάβαζε και έγραφε με τη συνοδεία πάντα της κλασικής μουσικής.
Αν και οι σπουδές του είχαν σταματήσει στο Γυμνάσιο της εποχής εκείνης, γιατί λόγω συνθηκών δεν μπορούσε να συνεχίσει, είχε αποκτήσει μόρφωση μέσα από τα προσωπικά του διαβάσματα. Δανειζόταν και αγόραζε συνεχώς βιβλία, κυρίως Ελληνικής και Ξένης Λογοτεχνίας. Αγαπούσε τους Ρώσους κλασικούς, τον Τολστόι, τον Γκόγκολ, τον Ντοστογιεφσκι. Τον συγκινούσε ο Βίκτωρας Ουγκό και χρησιμοποιούσε στο λόγο του τα πρόσωπα των Αθλίων ως σύμβολα που παρέπεμπαν σε πρόσωπα της καθημερινότητας. Έτσι πριν διαβάσω τους Άθλιους γνώριζα το Γιάννη Αγιάννη, την Τιτίκα, τον Ιαβέρη και τους Θερναδιερους. Από τους δικούς μας λογοτέχνες ιδιαιτέρως αγαπούσε το Βενέζη και από ποιητές το Γιάννη Ρίτσο και τον Κώστα Βαρναλη με τον οποίο είχε την τύχη να γνωριστεί κάπου σε ένα ταβερνάκι στον Άλιμο
Είχε διαμορφώσει μια στάση ζωής που καυτηρίαζε το άδικο και την εκμετάλλευση
Και αν και ήταν, όπως είπαμε εσωτερικός άνθρωπος, είχε μια δύναμη να παλεύει για το δίκιο. Αυτό φάνηκε και από την στάση του στα χρόνια της Κατοχής και της Δικτατορίας και από την εμπλοκή του στο συνδικαλισμό.
Το έργο του το χαρακτηρίζει μια μάτια ανθρωποκεντρική, βαθιά διεισδυτική, που φανερώνει μια φιλοσοφημένη στάση ζωής και μια κριτική στάση απέναντι σε όσα συμβαίνουν
Εναν άνθρωπο που αγαπά τον Άνθρωπο και πονά για όσα του προκαλούν πόνο.
Στέκεται στο πλευρό των αδικημένων και καυτηριάζει με τη γραφή του τους αδικούντες. Αγαπά τη φύση και ανησυχεί για την προελαύνουσα καταστροφή της.
Μέσα από τα γραπτά του ξεπηδούν σκέψεις και συναισθήματα δοσμένα με ένα λόγο απλό αλλά όχι απλοϊκό, με μια λεπτή ειρωνεία και έναν υφέρποντα σαρκασμό. Ένα λόγο που γοητεύει με την ιδιαίτερη περιγραφική άνεση και την εικονοπλαστκή ικανότητά του, με τη λεπτοδουλεμένη καταγραφή του εξωτερικού κόσμου και του εσώτερου εαυτού μας.
Πηγή έμπνευσής του οι μνήμες του παρελθόντος και τα γεγονότα του παρόντος.
Μέσα στα έργα του αφήνει τα πατήματά του, αποτυπώνει όμως και την περιπέτεια της γενιάς του και όχι μόνο. Μικρασιατική καταστροφή, Κατοχή, Εμφύλιος, οι κοινωνικές αλλαγές της νεότερης Ελλάδας αποτελούν το ιστορικό και κοινωνικό φόντο.
Για την επιλογή των αποσπασμάτων βρέθηκα μπροστά σε ένα δίλημμα.
Αν θα τα επιλέξω με κριτήριο καθαρά λογοτεχνικό που να αναδεικνύει το γλαφυρό του λόγο, με την εικονοπλαστική δύναμη, τη λεπτή ειρωνεία και το κρυμμένο πικρό χιούμορ ή αν θα επιλέξω αποσπάσματα ενταγμένα κάτω από μια θεματική ομπρέλα.
Προτίμησα τη δεύτερη επιλογή με θεματική ομπρέλα την πορεία του μέσα στο χρόνο, τα προσωπικά του βιώματα, τα οποία αφηγείται άλλοτε ως δρων πρόσωπο και άλλοτε ως τριτοπρόσωπος αφηγητής.
Αυτή η μορφή του χρονικού θέλω να πιστεύω ότι προκαλεί το ενδιαφέρον και ίσως και κάποια συγκίνηση καθώς μέσα από τα δικά του βήματα καθρεφτίζονται και τα βήματα πολλών άλλων. Ελπίζω να μην τον αδικώ με την επιλογή μου αυτή.
Αφετηρία λοιπόν αποτελεί η Μικρασιατική καταστροφή, την οποία δεν έζησε ο ίδιος αλλά βιωσε τις συνέπειές της ως παιδί Μικρασιατών. Ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος είναι σταθμοί που σφράγισαν τη ζωή του
Κάποιοι από εσάς θα αναγνωρίσετε γεγονότα και πρόσωπα στα αποσπάσματα που ακολουθούν
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
1. Η αφήγηση ξεκινάει από ένα σημείο αναφοράς στην προσφυγογειτονιά της Νίκαιας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, την πεζούλα
Η πεζούλα πλάι στην εξώπορτα του σπιτιού του κυρ-Αντωνάκη και της γυναίκας του της κυρα-Θοδώρας μάζευε τους αργόσχολους της γειτονιάς, που στήναν γύρω της πηγαδάκια σχολιάζοντας την επικαιρότητα και του κόσμου τις παραξενιές. Πίσω από την εξώπορτα, που ήταν σχεδόν πάντα ανοιχτή, βρισκόταν το βαθύ μαγκανοπήγαδο απ´ όπου οι γείτονες κουβαλούσαν νερό με τενεκέδες και στάμνες, όχι μόνο για τη λάτρα του σπιτιού μα και για πόσιμο, αφού οι δημοτικές βρύσες πιότερο αέρα βγάζανε παρά νερό. Άσε που για να πάρεις νερό από την “ΟΥΛΕΝ” έπρεπε να στήσεις τον γκαζοτενεκέ στη σειρά από τη νύχτα. Οι τενεκέδες, ο ένας πίσω από τον άλλο, μοιάζανε παιδικό τρένο από μακριά. Και οι καβγάδες και τα μαλλιοτραβήγματα για την προτεραιότητα ήταν στην ημερήσια διάταξη και προσφιλές θέμα της θεατρικής επιθεώρησης και των ευθυμογράφων.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, χτίζοντας το σπίτι, ζήτησε από το μάστορα που ανέλαβε το χτίσιμο να προσθέσει έξω, στο δρόμο ένα τετραγωνισμένο κάθισμα από μπετόν.
«Τι θα το κάνεις αυτό το παλούκι», είπε ξαφνιασμένος ο χτίστης, «για να κάθονται οι ζητιάνοι;»
«Και αυτοί θα κάνουν χρήση, δε θα μπει απαγορευτική πινακίδα για κανένα. Θα μου πεις, και πόσοι ξέρουν να διαβάζουν…..Και κοίταξε στο πάνω μέρος να σχηματίσεις με ψηφίδες τη χρονολογία κατασκευής, 1927»
Όταν έσμιγαν με επίκεντρο την πεζούλα οι γείτονες, κάθονταν σε σκαμνιά και άρχιζαν να λένε τα δικά τους, που δεν ήταν άλλα από εκείνα που δεν είχαν πια, τις περιουσίες τους στα μικρασιατικά παράλια και όλα τους τα μπερεκετια, για να καταλήξουν στερεότυπα στη φρίκη του μεγάλου διωγμού με ακροατήριο τα πιτσιρίκια, που μάθαιναν από πρώτο χέρι την πρόσφατη ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού
2. Αύγουστος 1922. Η Σμύρνη στα χέρια των Τούρκων. Σφαγές, λεηλασίες, βανδαλισμοί, βιασμοί
Σεπτέμβριος 1922. Η Σμύρνη καίγεται. Όσοι επιζούν αναγκάζονται να την εγκαταλείψουν αναζητώντας τρόπο διαφυγής στη θάλασσα
Κανένας δε χάνεται! είπε η μάνα. Και πήρανε το δρόμο της προσφυγιάς.
Τα πιο μεγάλα κορίτσια για να ξεφύγουν από τη μανία των τσέτηδων πασάλιβαν τα μούτρα τους με ροδόζουμο και φορούσαν ό,τι παλιόρουχο υπήρχε. Της Σοφίας μας όμως η ομορφιά δεν κρυβόταν με τίποτα. Οι Τουρκαλαδες με το έμπειρο μάτι την ξετρύπωσαν μέσα στο κουρελιασμένο γυναικομάνι και χύμηξαν να την πιάσουν καθένας για λογαριασμό του. Για να τους αποφύγει ρίχτηκε σε ένα πηγάδι. Τη βγάλανε ζωντανή ύστερα από πολλές ώρες, όταν πέρασε ο κίνδυνος. Μα και όταν ανέβαιναν στο καράβι που θα τους περνούσε απέναντι στα ελληνικά νησιά, πάλι προσπάθησαν να την αρπάξουν.
Οι γονείς απόμειναν εκεί, κανένας δεν έμαθε τίποτα γι αυτούς.
3. Άφησαν συγγενείς και βίος και έφτασαν στον Πειραιά επί ξύλου κρεμάμενοι
Η μητέρα που ήταν το μεγαλύτερο παιδί, έσερνε πίσω της πέντε μικρότερα αδέλφια, ήταν προστάτης τους, όταν πρωταντάμωσε στην προβλήτα του Πειραιά τον μέλλοντα σύζυγό της. Έτσι παράξενα και απροσδόκητα έγινε η γνωριμία τους:
«Καλέ γιε μου δεν παίρνεις τη Θοδωρίτσα του Ψυχαλιά που μένει στη Χίο με τα άλλα ορφανά;» είπε στον πατέρα μια θεία του δείχνοντάς του τη φωτογραφία της κι εκείνος αποκρίθηκε «ΝΑΙ, γράφ´της να έρθει» Αυτό ήταν.
Η συνέχεια διαδραματίστηκε στο βαπόρι, όταν πήγε να την παραλάβει. Προίκα της ένα τσούρμο μικρότερες αδερφές και ένα αγοράκι
Σαν ήρθε ο πατέρας προσφυγόπουλο στην Αθήνα, η «Αποκατάσταση» του έδωσε ένα σπιτάκι στους Ποδαράδες κοντά στο ρέμα του Νοσοκομείου, αλλά δεν τον βόλευε και προτίμησε να χτίσει δικό του στο Κουτσουκαρι, έτσι έλεγαν τότε τον Κορυδαλλό, μιας και δούλευε στον Πειραιά. Έτσι μια μέρα πήγε στον «Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας», θα λέγαμε σήμερα, και τους παρέδωσε το κλειδί για να το παραχωρήσουν σε άλλον άστεγο!
Τόση αφέλεια, τέτοια ψυχή! Το χάρισε δηλαδή!
4. Όμως οι ντόπιοι δεν υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες με τα καλύτερα αισθήματα
Οι παλιοελλαδίτες αρχικά είδαν με κάποια προκατάληψη τα μπουλούκια των κατατρεγμένων ομοεθνών, φοβούμενοι μήπως τους συμπαρασύρουν σε μεγαλύτερη φτώχεια. Πού να ήξεραν πόση δύναμη έκρυβε μέσα της τούτη η ξεσπιτωμένη από την πατρογονική εστία και εξαθλιωμένη οικονομικά ανθρωπομάζα! Τελικά αυτοί οι κακόμοιροι, που έμεναν σε παράγκες και παραπήγματα, έγιναν βασικός μοχλός ανάπτυξης και προόδου της ψωροκώσταινας σε όλους τους τομείς, κατά γενική ομολογία, άσχετα αν κάποιοι για πολλά χρόνια τους αποκαλούσαν περιφρονητικά «πρόσφηκες» και δυστροπούσαν, όταν τα αγόρια τους έρχονταν «εις γάμου κοινωνίαν» με προσφυγοπούλες!
Πού να φανταστούν οι έρημοι τέτοια υποδοχή! Και ήταν από τους …τυχερούς, γιατί κάποιοι ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί! Τι να λέμε τώρα; Αυτά συμβαίνουν στη χώρα της «Φαιδράς Πορτοκαλέας» !
5. Με κόπους και αγώνα έστησαν το σπιτικό τους. Στη Σμύρνη είχαν όλα τα καλά. Εδώ ξεκινάνε πάλι από την αρχή
Η διαρρύθμιση του σπιτιού μας ήταν «κλασική»! Δύο συνεχόμενα δωμάτια με μια τσόντα το καμαράκι, η κουζινουλα με το τζάκι και την πυροστιά και στο βάθος της αυλής απομονωμένος ο «απόπατος» για να μη μυρίζει! Είχαμε και την πολυτέλεια, το μακρύ διάδρομο από την εξώπορτα ως την εσωτερική να σκεπάζουν λαμαρίνες και γινόταν χαμός κάθε που έβρεχε και όταν μάλωναν οι γάτες! Α ξέχασα!, υπήρχε ακόμη ένας χώρος για την κατσίκα και τις αλανιάρες κότες!
Σύνδεση με την ΟΥΛΕΝ δεν υπήρχε σε κανένα σπίτι. Είχαμε όμως βαθύ πηγάδι με κρυστάλλινο νερό, λίγο γλυκούτσικο η αλήθεια, το προτιμούσε όμως η γειτονιά για όλες τις χρήσεις, ακόμα και για κρύες κομπρέσες, όταν έλειπε ο πάγος, γι αυτό και η εξώπορτα δεν έκλεινε ποτέ, ακόμα και τη νύχτα, για περιπτώσεις …άμεσης ανάγκης!
Με την «Ηλεκτρική» συνδεθήκαμε λίγο πριν τον πόλεμο του 1940 και θυμάμαι η μάνα μου με πόση επιδεξιότητα έκανε το λαμπόγυαλο να λαμποκοπάει πριν. Ηταν σα να φύγανε τσίμπλες από τα μάτια μας, όταν ήρθε το φως.
Το τηλέφωνο ήταν έξω από τη σφαίρα της φαντασίας των μεροκαματιάρηδων. Πολύ αργότερα…συνειδητοποιήσαμε τη χρησιμότητά του. Και ο Μαραθώνας όμως ήταν φειδωλός στις απαιτήσεις των κατοίκων της περιοχής για νερό. Οι κοινόχρηστες βρύσες μόλις που στάζανε και στέρευαν πριν την ώρα τους, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται η ουρά από εκεί στο δικό μας πηγάδι.
Στη βρύση γινόταν της κακομοίρας! Τι καυγάδες, τι κουτσομπολιά, τι ειδήσεις! Σήμερα έχουμε τα κανάλια που μας φέρνουν σε επικοινωνία με τον κόσμο, τότε πηγή πληροφοριών ήταν η βρύση. Άσε που για πολλά χρόνια τροφοδοτούσε τα γραφτά των ευθυμογραφων με πλούσιο υλικό!
6. Ζούσαν φτωχικά, όμως η ψυχή τους είχε ζεστασιά. Ο πολιτισμός δεν είχε απομακρύνει ακόμη τις καρδιές και η ζωή είχε περισσότερα χρώματα
Η μητέρα είχε πάθος με τα λουλούδια. Τα κοίταζε όπως τα παιδιά της μην τους λείψει τίποτα και άνοιγε η καρδιά της σαν της έμενε λίγος καιρός να τα καμαρώσει. Το παράπονό της ήταν ότι δεν μπορούσε να μεταδώσει την αγάπη της στα φυτά και σε μένα, που τους φερόμουν με αγριότητα, ιδιαίτερα στους αγκαθωτούς κάκτους, που τους κάρφωνα με τα κέρματα ή τους σημάδευα με το τόπι. Δάκρυζε σα να πονούσε αυτή.
Κακά τα ψέματα, λουλούδια και παιδιά δεν πάνε μαζί, όταν μάλιστα είναι αρσενικά τα παιδιά που ξυπνάει μέσα τους το αγρίμι. Θυμάμαι τι τράβαγαν τα γαϊδούρια των πραματευτάδων από το παιδομάνι και όχι μόνο αυτά μα και τα αφεντικά τους.
Ο πρώτος που περνούσε ήταν ο Γιώργος , ο γαλατάς, με το αμαξάκι που διέθετε και «κλάξον», για να μην ξελαρυγγίζεται διαλαλώντας το είδος του. Με αυτόν είχαμε γίνει φιλαράκια και με γύριζε σε όλες τις συνοικίες του Πειραιά. Είχε μια πιτσιλωτή φοραδίτσα, την «Πιτσούλα»! Έτρεχε πάνω κάτω στα κατσάβραχα και ούτε λαχάνιαζε ούτε έφερνε ζόρι. Πάντα τον έβγαζε παλικάρι και σ´αυτή το χρωστάει ο Γιώργος ότι ήταν από τους πρώτους που απόχτησε επαγγελματικό αυτοκίνητο. «Αυτοκίνητο ο Γιώργος;» γούρλωσε τα μάτια της η γειτονιά!
Ο μπάρμπ´ Αντώνης ο μανάβης ερχόταν δεύτερος και καταϊδρωμένος για να βρει το διάολό του από τα πιτσιρίκια, που τη μια του βάζανε κοτρώνες στις ρόδες, για να μην μπορεί να προχωρήσει το ζωντανό, και από την άλλη κρέμονταν στην καρότσα ξαφρίζοντας από τα κοφίνια φρούτα εποχής. Παρ´ όλα αυτά ο μπάρμπ´ Αντώνης ήταν καθημερινός επισκέπτης με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή και η γειτονιά τον προτιμούσε, γιατί τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο. Τόσο είχε εξοικειωθεί μαζί του, που αγόραζε και τα χορταρικά …βερεσέ!
Δεν περνούσε μέρα που ανάμεσα στις άλλες φωνές των διαλαλητών να μην ξεχωρίσει η αγριοφωνάρα του Παναγιώτη του «μπαλωματσή»! Και κάθε ώρα να ερχόταν θα έβρισκε δουλειά να κάνει! Τα μπαλώματα στα παπούτσια φτιάχνανε μωσαϊκό και δεν ήξερες το αρχικό τους χρώμα! Δεφτέρι και αυτός, όπως ο μπακάλης, ο φούρναρης και ο πλανόδιος υαλοπώλης με το μικροσκοπικό και σβέλτο αλογάκι. Απορώ πώς βρίσκανε άκρη με τόσους ανοιχτούς λογαριασμούς.
Από τους πραματευταδες που ο καθένας είχε το «δικό του χαβά», ο πιο αγαπημένος στο παιδομάνι ήταν ο «Μπιλιμπό», ένα κοντακιανό ανθρωπάκι, ακαθόριστης ηλικίας, που σήκωνε ένα ματζούνι περασμένο σε ένα κοντάρι και τυλιγμένο σε μια μαντήλα, για να μην το γλείφουν, όσο γίνεται , οι μύγες και το πουλούσε στα …κολλητήρια μαλάζοντάς το επιδέξια σε σχήμα φιόγκου. Με το άκουσμα «Μπιλιμποοοό», ξελογιαζόταν η μαρίδα, τα παρατούσε όλα σύξυλα, παιχνίδια και διαβολιές και έτρεχε στη μάνα για λεφτά! Όσα παιδιά εξοικονομούσαν έγλειφαν το γλύκισμα γεμάτα ικανοποίηση και χαρά. Τα άλλα ξερογλείφονταν με μια πίκρα στο πρόσωπο. Και ήταν τα περισσότερα αυτά που δεν είχαν να πάρουν. Ο καλός Μπιλιμπό όμως, για να απαλύνει το παράπονό τους, έφτιαχνε από ένα μικρό φιογκάκι και το μοίραζε στα φτωχά. Κάποια στιγμή χάθηκε, έπαψε να περνάει και μαθεύτηκε ότι τον στείλαν εξορία, γιατί, λέει, ήθελε να έχουν όλα τα παιδάκια λεφτά να αγοράζουν ζαχαρωτά….!
Και αυτή η αλάνα, τι σου έλεγε; Ήταν ένα φυσικό στάδιο που δημιουργήθηκε από το κοκκινόχωμα που αφαιρέθηκε από εκεί για το χτίσιμο του συνοικισμού της Κοκκινιάς. Έμοιαζε με τεράστιο δίσκο και το γρασίδι δεν έλειπε, παρά μόνο το καλοκαίρι.
Εκεί για αρκετό διάστημα …πηγαίναμε σχολειό με την τσάντα χιαστί στον ώμο και, όταν ξεπατωνόμασταν στο ποδόσφαιρο, ώσπου να σημάνει ο κώδων και να γυρίσουμε σπίτι, τρυπούσαμε το μαλακό χώμα και κάναμε υπόγειες στοές. Ούτε μετροπόντικες να ήμαστε! Με αυτούς τους κοπανατζήδες, ύστερα από χρόνια, παίζαμε μαζί σε ποδοσφαιρικό σωματείο. Οι ατίθασοι φίλοι μου δεν ξέρω τι έλεγαν στους γονιούς τους, όταν τους ρωτούσαν «τι μάθημα κάνατε σήμερα;» Πιθανόν να μην χρειάστηκε να απαντήσουν. Εγώ που κουβαλούσα και το αδελφάκι μου μαζί , πήγαινε στην πρώτη τάξη, έλεγα στερεότυπα στη μάνα μου, που ανησυχούσε γιατί δε με έβλεπε να διαβάζω, ότι «σήμερα και κάθε μέρα έχουμε Γυμναστική, Ωδική και …αστεία»!
Αστείο πράγμα, είπε κάποτε ο πατέρας, και μας πήγε ξανά στο ιδιωτικό.
Το ξύλο ήταν στην ημερήσια διάταξη. Θέμα ρουτίνας! Το τίμιο ξύλο, βγαλμένο από τον παράδεισο, έπεφτε βροχή στους ανυπάκουους, διότι θεωρούνταν «πρόσφορο και ενδεδειγμένο παιδαγωγικό μέσον». Βέβαια υπήρχαν και εκπαιδευτικοί που είχαν κάποιες αμφιβολίες για τα ευεργετικά αποτελέσματατου του, μα ήταν τόσο λίγοι, που αποτελούσαν τις εξαιρέσεις του κανόνα. Οι πιο πολλοί χτυπούσαν όπως μπορούσαν και όπου έβρισκαν, μερικοί μάλιστα σαδιστικά, τους μαθητές για το καλό το δικό τους και της κοινωνίας! Δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις, που για να γίνει ησυχία την ώρα της πρωινής προσευχής στο προαύλιο, σπάγανε οι χάρακες των γυμναστών — ήταν δύο κρητίκαροι δυο μέτρα μπόι! Τώ καιρώ εκείνω πίστευαν ότι με τη φοβέρα και τον σωματικό πόνο μπορούν να ισιώσουν όλα τα στραβόξυλα!
Το πηλίκιο ήταν σε όλα τα Γυμνάσια υποχρεωτικό. Τι χαρά, όταν το πρωτοφόρεσα! Είχε μια τεράστια κουκουβάγια πάνω από το γείσο γεμάτη περίσκεψη και σοφία! Δεν ήταν να πέρναμε κάτι από αυτή…! Τα αγοράζαμε ομαδικά από ένα μαγαζί στην προκυμαία και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί όλοι τρέχαμε στο «Μικράκι». Μπορεί για την κουκουβάγια του! Κουκουβάγιες είχαμε και ζωντανές άφθονες τα βράδια και το θεωρούσαμε γρουσουζιά όταν κράζανε στα κεραμίδια.
Αντίθετα με τους άλλους καθηγητές, τον καθηγητή της μουσικής τον λάτρευα. Μου άρεσαν, βλέπεις, «η Γυμναστική, η Ωδική και τα αστεία»!
Οι νότες του, βγαλμένες από το αρμόνιο και φιλτραρισμένες από το πάθος της ψυχής του, γίνονταν χρυσά φτερά που μας σήκωναν ψηλά στα ουράνια! Ο Μενέλαος Παλάντιος αξιώθηκε να γίνει Ακαδημαϊκός. Από το παραγκένιο Γυμνάσιο της Νέας Κοκκινιάς στην …Αθανασία! Είναι ένας από τους δασκάλους που φυλάω ευλαβικά στης καρδιάς το εικονοστάσι!
7 Και δεν πρόλαβαν να στήσουν τη ζωή τους στην καινούργια πατρίδα, μια νέα ανατροπή τους περίμενε. Πόλεμος και Κατοχή
Οι μεγάλοι έβλεπαν καθαρά τον πόλεμο να κοντοζυγώνει. Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Στο στρατώνα οι νεοσύλλεκτοι γυμνάζονταν εντατικά με το όπλο και την ξιφολόγχη και στο διάλειμμα δεν ήταν σαν άλλοτε εκδηλωτικοί. Ούτε καλαμπούρια, ούτε πειράγματα, ούτε διάθεση για «πλάκα». Ο φόβος και η αγωνία για τον όλεθρο, που, όπως όλα έδειχναν ήταν αναπόφευκτος, τους έκανε να καταπίνουν το γέλιο.
Τα παιδιά που άλλοτε μόλις σχολούσαν από το σχολείο , που βρισκόταν πάνω από το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου, χάζευαν τα φανταράκια και ξεκαρδίζονταν στα γέλια με τα αδέξια φερσίματα των «γιαννάκηδων», δεν μπορούσαν τώρα να εξηγήσουν αυτή την μουγγαμάρα. Βλέπανε ότι κάτι αλλιώτικο συμβαίνει. Ο πόλεμος είχε γίνει πιπίλα στο στόμα των μεγάλων, όμως τα παιδιά δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν την απειλή για τη ζωή τους την ίδια που περικλείει η λέξη. Κατάλαβαν ότι κάτι έκτακτο μεσολάβησε στην ομαλή πορεία των πραγμάτων, όταν κάποιο πρωινό ξύπνησαν με ομοβροντίες πυροβόλων, βόμβους αεροπλάνων, εκρήξεις βομβών και τις απαίσιες στριγκλιές των σειρήνων. ΠΟΛΕΜΟΣ
Τους σιδερόφραχτους Γερμαναράδες τους πρωτοείδαμε όταν κατέβαιναν από την Κηφισιά για να μπουν στο Μαρούσι και να συνεχίσουν την προέλαση στην Αθήνα. Προπορεύονταν μοτοσυκλετιστές και ακολουθούσαν τα φοβερά μηχανοκίνητα με κάτι πάνοπλα βλοσυρά ανθρωποειδή που κοίταζαν καχύποπτα το καθετί, έτοιμα να πατήσουν τη σκανδάλη. Οι κάτοικοι βλέπανε πίσω από τις γρίλιες και στο δρόμο κυκλοφορούσαν μόνο οι κατακτητές και κάτι πιτσιρίκια.
Στη θέα των βαρβάρων ένιωσα σφίξιμο στην καρδιά και έναν κόμπο στο λαιμό, σα θηλιά να με πνίγει. Η εισβολή των ξένων στη χώρα, καταλαβαίναμε κι εμείς τα παιδιά πως μόνο δάκρυα και αίμα θα φέρει. Φοβερή κατάσταση! Πώς θα είναι άραγε η επόμενη μέρα; Οι φήμες οργίαζαν και ο φόβος φώλιαζε στις ψυχές!
Η χαρά στέρεψε στα πρόσωπα των μεγάλων και το δάκρυ κυλούσε αστείρευτο. Οι Έλληνες έπαψαν να γελούν, να γλεντούν, να κάνουν σχέδια. Η μόνη ελπίδα που τρεμόπαιζε μέσα τους σαν κεράκι ήταν ότι, δεν μπορεί, κάποτε θα ξεκουμπιστουν τα κτήνη και συνειδητοποιούσαν ότι έπρεπε να αντισταθούν στη βία, για να έρθει πιο γρήγορα του γένους η Ανάσταση.
Ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται. Ο πόλεμος έφερε την Κατοχή, την πείνα, το θανατικό, την εξαθλίωση. Τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά. Η πείνα σκοτώνει και βασανίζει τον αστικό πληθυσμό. Δεν υπάρχει τίποτα φαγώσιμο και να είναι και χειμώνας βαρύς και να μην υπάρχει άλλη καύσιμη ύλη εκτός από τα πεύκα. Πόσο θα αντέξουν στην επιδρομή των πεινασμένων; Τα αφανίζουν από της γης το πρόσωπο, μετατρέποντας τα βουνά σε κρανίου τόπο, για να βράσουν το βρισκούμενο, κανένα τρύπιο φασόλι, κανένα αφέψημα να ζεσταθούν.
8. Στην Αθήνα τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο κόσμος πέθαινε από τη φτώχεια. Έψαξαν να βρουν αλλού καταφύγιο
«Δεν πάει άλλο, πάμε να φύγουμε», είπε ο πατέρας, «τώρα που μπορούμε, δεν σηκώνει αναβολή!»
Το παιδί, που σε μικρό διάστημα έγινε ώριμος, καταλάβαινε το βάρος των ευθυνών που σήκωναν οι γονείς. Πώς να μπουκώσουν τρία παιδιά; Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι, χωρίς να κρύψει κάποια ικανοποίηση, που στις αποφάσεις των μεγάλων παίρνονταν υπόψη και η δική του γνώμη ως μεγαλύτερου από τα άλλα δύο.
«Αυτές τις μέρες θα έρθει το καΐκι» ξανάπε ο πατέρας. «Να ´μαστε έτοιμοι να σαλπάρουμε»!
Είχαν συγγενείς πρόσφυγες από τον τόπο τους, την Κάτω Παναγιά της Σμύρνης, που εγκαταστάθηκαν στην Γλαρέντζα, τη σημερινή Κυλλήνη και έφτιαξαν τον προσφυγικό συνοικισμό που του έδωσαν το όνομα της πατρίδας τους. Τον ονόμασαν και αυτόν Κάτω Παναγιά. Εκεί βρέθηκε ένα ντάμι να τους στεγάσει. Εκείνα που ήξεραν έπρεπε να τα ξεχάσουν. Το ευτύχημα είναι ότι το τσουκάλι δε έμενε αδειανό. Όλο και κάτι έβρισκαν και άλεθαν τα δόντια τους. Και μόνο γι αυτό άξιζε κάθε θυσία. Χαλάλι ο ξεσηκωμός.
Οι συγγενείς και φίλοι τούς πρόσφεραν μερικά τρόφιμα για να περάσουν τις πρώτες μέρες, μετά έπρεπε να ριχτούν στη δουλειά και δεν υπήρχε τρίτη επιλογή, ή σκαφτιάς ή βαρκάρης έπρεπε να γίνει. Το σχολιαρόπαιδο προτίμησε το πρώτο και βρέθηκε να σκάβει πλάι-πλάι με ένα γέρικο μαμούνι, που ζει για να βολοδέρνεται. Χτυπάει και χτυπιέται στη γη από το λιόβγαλμα κι έχει τόση εξοικείωση μαζί της, που θα είναι εντελώς φυσικό επακόλουθο να ανοίξει και να τον καταπιεί σαν έρθει η ώρα….
«Άντε ακόμη λίγο, ίσαμ´ εδεκεί», παροτρύνει το παιδί ο γέρος και μήτε γυρίζει να δει τις παλάμες του, που τρέχουν υγρό από τις πληγές της αξίνας.
«Ξύπνα βρε, “δικηόρο” θα σε κάνει ο κύρης σου;» άκουγε μέσα στον ύπνο του τη βραχνή φωνή του μπάρμπα Νικολή, που σήμαινε εγερτήριο και…δρόμο για το χωράφι στο άψε σβήσε.
Από παιδί παλεύει ο γέρος με τη γης, κύρτωσε από τις αμέτρητες μετάνοιες με το τσαπί και ακόμη δεν μπούχτισε να πάψει πια να την πιλατεύει! Πρόσφυγας ήρθε εδώ από τους άγιους τόπους της Σμύρνης και ξεχέρσωσε, όπως και οι άλλοι συγχωριανοί, τα ρουμάνια και τους λόγγους της περιοχής με τον γκασμά, για να γίνει ο τόπος καλλιεργήσιμος. Ο κλήρος που τους δόθηκε για αποκατάσταση ήταν σαράντα στρέμματα λόγγος στην κάθε φαμελιά. Πουρνάρια, σκοίνα, ρείκια, μυρσίνες και κουμαριές…Να μπαίνεις μέσα και να χάνεσαι. Πού να ρίξεις σπόρο να καρπίσει; Κι άντε να ξελογγώσεις μόνος με τον γκασμά!
9. Αλλά τι τα θες; Σκληρή η ζωή του αγρότη! Γι αυτό αναγκάστηκε, μιας και δεν μπορούσε να συνηθίσει «την ποίηση της εξοχής» να στραφεί στη θάλασσα
Όσο η θάλασσα, βοηθούντος του καιρού, ήταν ίσια σαν τεράστιο γαλανό αλώνι, το ψάρεμα ήταν διασκέδαση. Βοηθούσα εδώ κι εκεί και έλεγα ποτέ να μην τελειώσει το ταξίδι, ιδίως όταν με έβαζαν τιμονιέρη για να μην χασομερούν οι μεγάλοι. Έβαζα στόχο το κάστρο και το καΐκι χωρίς καμιά δική μου προσπάθεια γλιστρούσε ήρεμα προς το απάνεμο λιμανάκι της Γλαρέντζας, θαρρείς και γνώριζε το δρόμο, όπως το γαϊδούρι του μπάρμπα-Νικολή. Με την πρώτη φουσκοθαλασσιά όμως τα πράγματα άλλαζανε.
Συχνά με βάζανε στην πλώρη να παρατηρώ τη θάλασσα για επιπλέουσες νάρκες. Τότε με ξεμονάχιαζε μόλις έβρισκε καιρό ο Νικολής ο Γραικός και μου έκανε την καρδιά περιβόλι, αραδιάζοντας ό,τι είχε δει και ό,τι είχε ακούσει για την κακία της θάλασσας και των ανθρώπων, κλείνοντας την κάθε κουβέντα του λέγοντας θα «σκυλοπνιούμε» και, μιας και ο σκυλοπνίχτης μας δε διέθετε σωσίβια, με προέτρεπε πατρικά να έχω πάντα δίπλα μου μια ψαροκασέλα για κάθε ενδεχόμενο.
Αξέχαστη φιγούρα ο Γραικός, ψαράς με τα όλα του!
Μια τρίχα χώριζε τη ζωή από το θάνατο. Ένα στραβοπάτημα του πλεούμενου ή ένα λάθος του αεροπλάνου και «φινίτο λα μούζικα»…που λένε οι Ιταλοί. Πόσο αδύναμος και ανυπεράσπιστος από την κακία του ανθρώπου και την απεραντοσύνη της θάλασσας, όταν έχει άγρια όψη, νιώθει κανείς!
Και πάνω που συνήθισα την σκυλοζωή της θάλασσας την εγκατέλειψα παντοτινά. Αιτία η βύθιση του καϊκιού μέσα στο μώλο από αγγλικά αεροπλάνα.
Και έτσι αποφάσισαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στο εμπόριο. Παίρνανε τα λιγοστά ψάρια που βγάζανε κάτι βάρκες που σώθηκαν από την καταστροφή και τα αντάλλασσαν στα καμποχώρια με είδος. Φορτωμένοι ψάρια πήγαιναν , φορτωμένοι γεννήματα επέστρεφαν τόσες ώρες δρόμο.
«Πατέρα, γιατί σε λένε Κολέγα;» είπε με δυσφορία το παιδί και στο κακοπαθημένο πρόσωπο του πατέρα ήταν φανερά τα συναισθήματα, αυτά που φώλιαζαν μέσα του και του δάγκωναν την ψυχή.
Ο πατέρας ζαλωμένος το κοφίνι με τα ψαροζούμια να τρέχουν στα μπατζάκια του και να σμίγουν με τα λασπόνερα , προχωρούσε αμίλητος πάνω στις γραμμές του τρένου ως το γεφύρι, που αναγκάστηκαν να κατέβουν για να φτάσουν πάλι στο λασπόδρομο, όπου τα παλιοπάπουτσα κολλούσαν σαν βεντούζες και έμπαζαν από παντού προσθέτοντας ένα ακόμη περιττό βάρος.
Η βροχή, που όταν πιάσει σε τούτα τα μέρη δεν σταματά, έγλειφε το πρόσωπο του παιδιού που ακολουθούσε κατά πόδας και συντόνιζε το βήμα του με το ρυθμό της ζυγαριάς, τρουγκ, τρουγκ, τρουγκ. Το νερό μετέτρεπε σε ρυάκια τις ρυτίδες του πατέρα και γλιστρούσε κατάσαρκα κάτω από τα ψειριασμένα χιλιομπαλωμένα εσώρουχα με ένα συγκρυο στην αρχή, ώσπου γινόταν συνήθεια σιγά σιγά .
«Πατέρα γιατί σε λένε κολέγα; ξαναρώτησε το παιδί βαθιά στενοχωρημένο γι αυτή την κατάντια
«Συνήθεια του τόπου να λένε το φίλο κολέγα. Δεν είναι κακό, είπε με σβησμένη φωνή εκείνος», προσθέτοντας: «Αν κουράστηκες, να κάνουμε μια στάση».
«Αντέχω ακόμη βόγκηξε το παιδί, μα αυτή τη ζωή δεν την μπορώ πια», πρόσθεσε σιγανά και τα δάκρυά του ανακατώθηκαν με το βροχόνερο πάνω στα παλιόρουχα που βρωμοκοπούσαν ψαρίλα.
«Μήπως την μπορώ εγώ;» αναστέναξε ο μεσόκοπος άντρας κρύβοντας τα μάτια του από το παιδί και συνέχισε λέγοντας:
«Όμως πρέπει να ζήσουμε , να βγούμε ζωντανοί από τη θύελλα της Κατοχής, γιε μου. Λίγο κουραγιο ακόμη και η λευτεριά θα ροδίσει στον ελληνικό ουρανό. Τα ψωμιά των χιτλερικών τελειώνουν.»
«Βαρέθηκα να ακούω πως θα φύγουν οι Γερμανοί και πως θα γυρίσουμε σπίτι μας, πατέρα!»
Σμίξανε τα χείλια πνίγοντας κάθε λυγμό και ακουγόταν μόνο το πάλεμα της θάλασσας με την στεριά, η ζυγαριά, το πλατς πλατς ποδιών, κάτι βελάσματα και γαβγίσματα και το τρυποκάρυδο στους θάμνους που φτεροκοπούσε ξαφνιασμένο στο πέρασμά τους.
Στις περιπλανήσεις αυτές ο κολέγας ο Αθηναίος, όπως έλεγαν τον πατέρα, απόχτησε και καλούς φίλους, κάτι λεβεντόκαρδους Μωραΐτες που τον βοηθούσαν να ξεπουλήσει και μετά τον καλοδέχονταν στο φτωχικό τους. Κι εκεί πίνοντας έβρισκε της ψυχής του τα αγαθά.
Όμως πόσο μπορούσαν να αντέξουν την σκλαβιά;
«Αχ! Πότε θα ξαστερώσει τούτη η ατέλειωτη νύχτα της σκλαβιάς», σκεφτόμουν σε όλη τη διάρκεια της πεζοπορίας….
Δεν άντεχα άλλο αυτή τη ζωή! Αν ήταν να συνεχιστεί έτσι, κάλλιο να έλειπε! Πού να φανταστεί κανείς τότε ότι υπήρχαν και τα χειρότερα! Και τα τρισχειρότερα ήταν όσα έζησα μετά την επιστροφή μας στην Κοκκινιά.
10. Και γύρισαν στην Κοκκινιά, την προσφυγούπολη που πλήρωσε βαρύ τίμημα για τη μεγάλη συμμετοχή των κατοίκων της στην Αντίσταση. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Καλογρεζα.
Στη μάντρα τουφεκίσανε δύο γειτονόπουλά μου, το Μικέ και το Βαγγέλη, το γιο του υαλοπώλη. Τους έδειξε με το δάκτυλο ο καταδότης , που περνούσε ανάμεσα από τους καθιστούς κατά ηλικίες συμπολίτες, στους Γερμανούς και αυτοί πρόθυμα τους αφαιρέσανε τη ζωή στα δεκαοχτώ τους χρόνια με ένα γάζωμα του πολυβόλου. Έτσι κέρδιζαν τα προς το ζην τα ανθρωποειδή του χιτλερισμού, σκοτώνοντας αδίστακτα όποιον λάχαινε η μοίρα να πέσει στα ματοβαμμένα χέρια τους.
17 Αυγούστου 1944. Μία χρονολογία αποτυπωμένη στη μνήμη αξεθώριαστα σαν εκείνα που χάραζαν στα κορμιά των ομήρων οι χιτλερικοί. Μια μέρα γιομάτη αγριότητα, αίμα και φρίκη. Ούτε η δύναμη της φαντασίας του Δάντη θα μπορούσε να αναπαραστήσει.
Κόλαση πραγματική! Εδώ οι μελλοθάνατοι, εκεί οι όμηροι για τη Γερμανία, πίσω από τη μάντρα ο σωρός των πτωμάτων και λίγο μακρύτερα οι “θεωρηθέντες” ανίκανοι. Ανάμεσά τους και ένα παιδί που ξέφυγε από τη φάλαγγα των κρατουμένων. Τα κακοπαθημένα γερόντια και οι σακάτηδες με τα λαβωμένα κορμιά κάνανε τείχος γύρω του, για να το προστατέψουν από τη μανία των γερμανοπροδοτών. Ίσως να ήταν και το μόνο που γύρισε σπίτι του με βαθιά τα σημάδια μέσα του της φριχτής εμπειρίας που έζησε στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς, εκεί όπου κάπου διακόσια παλικάρια της Αντίστασης τουφεκίστηκαν και δυόμιση χιλιάδες κλείστηκαν στο Χαϊδάρι, για να μεταφερθούν στις φάμπρικες της Γερμανίας “όμηροι”
To παιδί αυτό, συμπτωματικά, ήμουν εγώ!
11. 12 Οκτωβρίου 1944 άρχισαν να ηχούν οι καμπάνες στην Αθήνα. Ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έφτασε η μέρα της Απελευθέρωσης. Ξέφρενοι πανηγυρισμοί. Οι κατακτητές όμως άφησαν πίσω τους ερείπια. Και ενώ κανονικά , έλεγε, η πατρίδα έπρεπε να τον απαλλάξει από την στράτευση για να ασχοληθεί με την ανοικοδόμηση του τόπου, αντ´ αυτού βρέθηκε διαβιβαστής στα βουνά της Πινδου, με σύντροφο και βοηθό το μουλάρι που κουβαλούσε τον ασύρματο.
Δύναμη και κουράγιο του έδινε η ευχή της μάνας μαζί με την Καινή Διαθήκη
Το είχε βάλει η μητέρα μου στην τσέπη φεύγοντας για την Ήπειρο την περίοδο του Εμφυλίου το 1949 χωρίς να το ξέρω και ας πούμε ότι με φύλαξε
Στη νουβέλα με τίτλο «Νερόφιδα» κυριαρχεί η ειρωνεία και ο σαρκασμός που χρησιμοποιεί για να καυτηριάσει γεγονότα που χαρακτηρίζουν την εποχή του εμφυλίου
Στην εξερεύνηση που ακολούθησε τη σύλληψη του αντάρτη στα άγρια βουνά των Αγράφων, πίσω πίσω βρίσκεται πάντα καθυστερημένο το μουλάρι με τον ασύρματο. Φιλήσυχο ζωντανό και υπάκουο σαν καλός στρατιώτης. Χωρίς αντίλογο εκτελεί και αυτό το χρέος του στην πατρίδα.
Τούτη τη φορά όμως χασομεράει δίχως λόγο. Μυστήριο πράγμα, μουρμουρίζει το φανταράκι και η ματιά του αναζητά ερευνητικά την αιτία. Όταν την ανακάλυψε έχασε τη λαλιά του. Ήθελε να καλέσει βοήθεια και η φωνή του δεν έβγαινε. Κακό που έπαθε! Ένα τεράστιο φίδι έβγαλε το κεφάλι του μέσα από τα κλαδιά και προκαλούσε φόβο και ανατριχίλα. Τι να κάνει; Οι συνοδοιπόροι του έχουν απομακρυνθεί, μόλις διακρίνονται στο σαμάρι του βουνού. Σε λίγο θα τους καταπιεί η κατηφόρα. Και τούτο μένει ασάλευτο. Να του ρίξει; Οι άλλοι θα νομίζουν ότι είναι αντάρτες και θα ρίχνουν όλοι μαζί στο γάμο του καραγκιόζη, αφού δεν υπάρχει εχθρός! Ποιος είναι τάχα ο εχθρός; Ο ομοεθνής; Ο ομόθρησκος; Πώς διάολο τα έφερε έτσι η κατάρα να σκοτώνει, σαν εχθρό, αδερφός τον αδερφό! Το γένος των Ελλήνων σίγουρα παραφρόνησε!
Ευτυχώς που δε χύθηκε άλλο αίμα εξόν του φιδιού!
Η επόμενη επιχείρηση όμως δεν στέφτηκε από επιτυχία. Το καλόβολο ζωντανό γκρεμοτσακίστηκε και έμεινε για πάντα πλάι στο φλοίσβο του νερού…να το φάνε τα όρνια. Αν η μεγαλοψυχία του Παντοδύναμου επεκτείνεται και στα ζώα ας το συγχωρέσει. Ήταν τόσο πράο και άκακο ζωντανό!
Η απώλειά του έγινε περισσότερο αισθητή στο διαβιβαστή, γιατί εκτός από το συναισθηματικό μέρος της υπόθεσης, ήταν και το δεξί του χέρι. Ποιος θα κουβαλάει στο εξής τον ασύρματο, που, παρά τις μικροβλάβες που έπαθε, πήρε αμέσως επαφή με τη διοίκηση, η οποία διέταξε να γίνουν ανακρίσεις, για να διαλευκανθούν οι συνθήκες του ατυχήματος; Όβερ!
12. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Τον βρίσκουμε γραφιά σε αντιπροσωπεία φαρμάκων. Και ήταν μεγάλη η χαρά του. Άλλο που δεν ήθελε! Να γράφει!
Το αφεντικό ήταν εισαγωγέας από πρώτο χέρι αλλά δεν ανήκε στην κατηγορία των αδίστακτων της Φαρμακαγοράς. Ήταν νονός μου και ένιωθα περηφάνεια για το λάδι που μου έριξε με τον μπεκρούλιακα παπά-Πέτρο. Σαν υπάλληλος του δε με….λάδωνε ούτε κι εγώ του έκανα λαδιές!
Εκείνο που θυμάμαι πάντα είναι η πνευματική τροφή που εύρισκα στην απέραντη βιβλιοθήκη του σπιτιού του στα Πατησια. Η ανισότητα ανάμεσα στα ίδια πλάσματα της φύσης, που έρχονται στον κόσμο γυμνά και απέρχονται χωρίς αποσκευές, με έκανε αμετανόητο εχθρό της αδικίας, γι αυτό και προτιμούσα συγγραφείς που μου ταίριαζαν ιδεολογικά, δίχως βέβαια να περιφρονώ τα πικάντικα διηγήματα του Βοκκάκιου, τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες ή του Μολιέρου τις κωμωδίες. Λάτρευα τον Γκόρκι, τον Ουγκώ και το Βάρναλη σε σημείο να τους νιώθω δικούς μου ανθρώπους. Κάτι σαν καλούς πατριούς.
13. Όταν γνώρισε την αγαπημένη σύντροφο της ζωής του, την Ελένη, την αρχοντοκυρά, όπως την έλεγε, αποφάσισε να μετακομίσει από την Κοκκινιά στη Νέα Ιωνία. Ήταν και αυτή προσφυγούπολη. Είχε και συγγενείς πρόσφυγες που έμεναν εκεί. Είχε και ένα μεγάλο πλεονέκτημα, τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο,που τον εξυπηρετούσε πολύ στη δουλειά του και τότε, το 1956, έφτανε μόνο μέχρι τη Νέα Ιωνία. Αγόρασαν ένα προσφυγικό σπίτι στον Περισσό. Ήταν εξοχή. Ο κήπος μες στα λουλούδια. Παράδεισος. Οι γείτονες μέχρι και κόκορα είχαν που τους ξυπνούσε κάθε πρωί.
Αντλούμε από τα βιβλία του εικόνες της Νέας Ιωνίας της εποχής εκείνης
Η συνοικία ήταν μικρή. Ενας φούρνος, ένα-δυο μπακάλικα και καφενεία και κάτι άλλα μικρομάγαζα αποτελούσαν την κεντρική αγορά της. Εκεί και το τέρμα των λεωφορείων μπροστά στο εκκλησάκι της Αγίας Αναστασίας της Φρμακολύτριας, που είχαν στήσει με μύριους κόπους και εθελοντική εργασία οι πρόσφυγες.
Με τον καιρό ο κόσμος πλήθαινε και το μικρό εκκλησάκι καταμεσής της πλατείας, όπου έγινε το μυστήριο του γάμου του, δε χωρούσε το εκκλησίασμα, οπότε ο παπά-Λεωνίδας ανέλαβε το μεγάλο άλμα να κάνει καινούργια εκκλησία και ο τρούλος της να φτάσει ως τα ουράνια. Ανέβαινε στις σκαλωσιές και το ράσο του ανέμιζε όπως του Παπαφλέσσα! Σήμερα οι ενορίτες υπερηφανεύονται ότι έχουν μεγαλόπρεπο οίκο Θεού και πολυέλαιο, ωστόσο δε φαίνεται από της ΑΕΚ το γήπεδο, ένεκα οι πολυκατοικίες. Όσο για τον ευκάλυπτο που έβαζα σημάδι από την εξέδρα, εξαφανίστηκε και στη θέση του φύτρωσε ένα εξαώροφο κτήριο με χρώμα καναρινί, για να θυμίζει ίσως στους περίοικους ότι εκεί κατοικούσαν κάποτε πλήθη γλυκοκέλαηδων πουλιών και σπουργίτια! Ποιος να φανταστεί ότι αυτό το αιωνόβιο δέντρο θα εξαφανιζόταν από της γης το πρόσωπο; Κανονικά θα έπρεπε να κηρυχθεί διατηρητέο, όπως είχε συμβεί με την ιερή ελιά της Αθηνάς. Είχε μια κορμοστασιά εντυπωσιακή και ήταν φορτωμένος άλλοτε με μαλάματα και άλλοτε με ασήμια. Ανάλογα με τον καιρό και τον ήλιο τα κέφια του μεταμορφώνονταν. Αμ οι ρίζες του; Εκτός από εκείνες που χώνονταν βαθιά στη γη, ήταν και οι οριζόντιες σαν κολόνες ριγμένες καταγής, όπου ξαπόσταιναν οι αναστενάρηδες της ανηφόρας και στενάζαν το απόβραδο τα ζευγαράκια…και σωπαίναν τα πουλιά.
Πώς έγινε αυτό το κακούργημα σε ένα χώρο που δεν έμοιαζε με οικόπεδο;
Τον κατακρεούργησαν ύπουλα και πονηρά, έτσι που να μη φανεί το έγκλημα εξ αρχής και ξεσηκωθεί ο κόσμος….
Στην άκρη του συνοικισμού, πλάι στο ρέμα του Ποδονίφτη ήταν η πιάτσα οικιακών κατασκευών. Εκεί η λαμαρίνα μετατρεπόταν σε χρυσό στην τσέπη της μαστοράντζας του είδους, ώσπου ανακαλύφθηκε το διαβολικό πλαστικό, που βάλθηκε να κλείσει ένα ένα τα τενεκετζίδικα και όχι μόνο.
Εκεί στην ακροποταμιά, που είχαν στήσει παλιά την πιάτσα οι μουντζούρηδες, ανοίχτηκαν ασφαλτόδρομοι, στήθηκαν γιοφύρια, σηκώθηκαν πολυώροφα κτήρια και ενώθηκαν με το συνοικισμό που ανοικοδομήθηκε. Η ματιά δυσκολεύεται να συναντήσει κάποιο ξεχασμένο απομεινάρι του. Τα μαγαζιά με τις αστραφτερές βιτρίνες και την πολυτελή διακόσμηση των μοντέρνων ειδών, σπρώχνουν σε αφανισμό ό,τι ξεπερασμένο και παλιομοδίτικο…
Το καινούργιο επιβλήθηκε του παλιού σε όλη την περιοχή.
Πριν από χρόνια κυλούσαν γάργαρα νερά, μετά θολά, τώρα αυτοκίνητα! Το τσιμέντο και η άσφαλτος θάψανε το πράσινο κι έκαναν νοσταλγική ανάμνηση το ποτάμι, το περιβόλι και τα διάφορα ζώα που βοσκούσαν ολόγυρα. Ήταν πραγματική όαση! Ενα ξεχασμένο απομεινάρι παρθένας γης καταμεσής στο συνοικισμό! Ιδιοκτήτης του, χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας, ο πασίγνωστος Παναγιώτης, μοναδικός αγρότης και κτηνοτρόφος της Νέας Ιωνίας, που ζούσε από τη γη και τα ζώα και δεν είχε καμμία εξάρτηση και δέσμευση από κανένα. Ζούσε με τα χέρια του πάντα, χωρίς αφεντικό και ό,τι ήθελε έκανε, σύμφωνα με τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής, που κληρονόμησε από τους προγόνους του στα αλησμόνητα χώματα της Ιωνίας. Πεισματικά προσηλωμένος στις παλιές συνήθειες, τις διατήρησε ατόφιες ως το τέλος, κλείνοντας τα αυτιά στις σειρήνες των μοντέρνων ξενόφερτων ηθών και προϊόντων, που τον καλούσαν να γίνει …ισότιμο μέλος της κατάναλωτικης κοινωνίας, αποκτώντας το καθετί με δόσεις! Και εκείνος, σπάνια περίπτωση ανθρώπου, δεν προμηθεύτηκε ούτε ραδιόφωνο, ούτε τηλεόραση για να μην τον ξελογιάσουν με τις διφημισεις τους.
Στο καλύβι του, στη μέση του περιβολιού, δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα και άλλες παροχές και έμεινε άγνωστος στους κοινοφελείς οργανισμούς ΔΕΗ, ΟΤΕ,ΕΥΔΑΠ. Ζούσε σαν πρωτόγονος χωρίς να είναι. Ίσα ίσα που είχε όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα! Τίμιος, υπερήφανος, φιλότιμος, ανοιχτοχέρης και ανοιχτόκαρδος και από μυαλό μάντευε τις προθέσεις σου από μακριά. Το ότι ζούσε έτσι ήταν θέμα δικής του επιλογής και φιλοσοφίας!
Ποιος δεν γνώριζε τον Παναγιώτη και τα έργα του στην περιοχή; Και ποιος δεν έγλειψε κάποιο κόκαλο από τα αρνιά που σούβλιζε και καλούσε τους περαστικούς να τον βοηθήσουν να τα ξεκοκαλίσει! Ή που πρόσφερε γενναιόδωρα γάλα και αβγά, πιτσούνια και ζαρζαβατικά, από όλα είχε ο μπαξές, σε οικογένειες φτωχών και αρρώστων. Αλλά και για την αντοχή του στο κρασί ήταν πασίγνωστος! Το έπινε με το νεροπότηρο και δεν ένιωθε την παραμικρή ενόχληση. Τρομερή κράση, γερός σκελετός, νεανικό δέρμα, πρόσωπο με αραιές ρυτίδες και μάτια πάντοτε λαμπερά. Αναρωτιόταν κανείς με ποιο τρόπο θα εγκαταλείψει τη ζωή αυτός ο υγιέστατος άνθρωπος που δεν έδειχνε καν ηλικιωμένος στα ογδόντα του χρόνια.
“Από τι πέθανε αλήθεια;» ρώτησε κάποιος
«Από ένεση …που δεν έκανε! Τον έπιασε ξαφνικά κολικός και πήγαν να του κάνουν παυσίπονη ένεση. Φοβήθηκε το τσίμπημα της βελόνας και έπαθε συγκοπή! Μόλις αντίκρισε τη σύριγγα έμεινε “σέκος” αυτός ο ισχυρός άντρας! Να σκεφτείς ότι γιατρός τον είδε μια μόνο φορά…μετά θανατον!…»
«Όμως και ο μακαρίτης δεν ήθελε να τους βλέπει», απόσωσε ο ένας συνομιλητής και ο άλλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Μακριά από γιατρούς και δικηγόρους, έλεγε όσο ζούσε!»
14. Απομεινάρι του παρελθόντος ο Παναγιώτης άφηνε ερμητικά κλειστές τις πόρτες σε κάθε καινούργιο. Πού να φανταζόταν ότι λίγο πριν φύγει από τον κόσμο αυτό κάποιοι άλλοι θα πατούσαν το πόδι τους στον «απρόσιτο»μέχρι τότε δορυφόρο της γης!
Άνθρωποι στη σελήνη! Με δέος και έκσταση τους παρακολουθεί ξάγρυπνη η συντροφιά στο μαγικό γυαλί, με κομμένη την ανάσα. «Μέγας είσαι άνθρωπε και θαυμαστά τα έργα σου», ψιθυρίζει κάποιος και οι άλλοι, αυτόπτες μάρτυρες του περιπάτου στο φεγγάρι, κουνούν αμίλητοι το κεφάλι. Τι να πουν; Πού να βρεις κατάλληλα λόγια που να αποδίδουν πιστά τα συναισθήματά σου, τις σκέψεις σου!
Δεν είχε ξημερώσει ακόμη, όταν από το παράθυρο φάνηκε το αργυρό φεγγάρι, όπως το γνωρίζουμε από το λίκνο της ζωής και από τα τραγούδια των ερωτευμένων.
Τότε το μέγεθος της επιτυχίας των ηρωικών αστροναυτών φάνηκε ακόμη μεγαλύτερο Κι εκείνο είχε το χρώμα της ντροπής θαρρείς, που το κατέκτησε ο άνθρωπος….
Και ήταν όλα σαν ψέματα, σαν παραμύθι!
15. Όλα άλλαξαν. Μόνο η πεζούλα στην παλιά γειτονιά στέκει ακόμη πλάι στην εξώπορτα του κυρ Αντωνάκη και της γυναίκας του, της κυρα Θοδώρας. Μοιάζει με βιγλάτορα που παρακολουθεί του χρόνου το πέρασμα, τους περαστικούς, καθετί που συμβαίνει
Τώρα πάνω στην άψυχη πέτρα ….με το πλήθος των αναμνήσεων, δεν κάθεται κανείς ούτε καν τα πλανόδια ζευγαράκια.
Ποιος ξέρει ως πότε θα στέκει στη θέση της ξεχασμένη…Τίποτα δε δικαιολογεί πια την παρουσία της. Μήπως υπάρχουν σήμερα πεζοπόροι, ζητιάνοι ψωμιού και λογής λογής πλανόδιοι σαν τον παλιό καλό καιρό, όπως πραματευτάδες, γανωματήδες, μπαλωματήδες, γαλατάδες, ψαράδες, ραπτομηχανικοί που διαλαλούσαν την ειδικότητά τους και έπαιρναν μια ανάσα πάνω της…
Εκτός και αν παραμείνει μόνο για την κατηγορία των αναξιοπαθούντων που κινούνται στο περιθώριο της ζωής και ολοένα πληθαίνουν. Και είναι ως επι το πλείστον νέοι άνθρωποι. Τι κρίμα!
Ίσως θα έπρεπε τιμής ένεκεν να μεταφερθεί σε ένα χώρο παλαιολιθικών αντικειμένων να θυμίζει στους περιηγητές πόσο αλλιώτικος ήταν ο κόσμος, όχι την παλαιολιθική εποχή ή τον περασμένο αιώνα, μα μερικές δεκαετίες πριν ο κόσμος διαβεί το κατώφλι που οδηγεί στην τρίτη χιλιετία.
Τέλος οι φωτογραφίες που συνόδεψαν τα κείμενα


















































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου