Γιώργος Ρούσκας :ως άλλος Τάλως
Εκδότης : ΚΟΡΑΛΛΙ
Χρονολογία Έκδοσης : Νοέμβριος 2019
Είδος : Ποιητική Συλλογή
Αριθμός σελίδων : 64
Διαστάσεις : 23x15
ISBN : 13 9789609542678
το φόρεμα
πρωί στο βουνό
Ιούνιος
ράσο ο Λόγος
κίβδηλες μάσκες
μαύρα τα κόκκινα αυγά
αποκλειστική
ii.Ως Άλλος Τάλως λοιπόν
Από την Μαρία Γυφτογιάννη
Εκδότης : ΚΟΡΑΛΛΙ
Χρονολογία Έκδοσης : Νοέμβριος 2019
Είδος : Ποιητική Συλλογή
Αριθμός σελίδων : 64
Διαστάσεις : 23x15
ISBN : 13 9789609542678
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ως άλλος Τάλως
τ’
αποκλεισμένα απ’ το φως
εντός
εν εγρηγόρσει
και
ας θαρρείς πως είν’ του Πόε το κοράκι
παρέα
με της Γώγου τα κατάμαυρα πουλιά
δίπλα
στον δίδυμο γύπα του Προμηθέα
που
σου ξεσκίζουνε τα σωθικά
είναι
του Όρνεου οι χάλκινες κραυγές
που
μέταλλα οξειδώνουν
νότες
σιωπής σ’ ονείρων ανεκπλήρωτων
άγραφες
παρτιτούρες
είν’
οι μαρμαρωμένοι δισταγμοί
άλατος
στήλες πόθοι
κι
οι απολιθωμένες ματαιώσεις
μυλόπετρες
στου χρόνου τη νεροτριβή
μνήμες
π’ αλέθουνε κεραμικές
χαμένες
Ατλαντίδες
στομώνει
το καμίνι της αναπνοής
κι
αυτές
ταυτότητες
αλλάζουνε γελώντας
ότι
εντός εν εγρηγόρσει
όσα
δεν είδαν τ’ άλλο φως
έξοδο
που γυρεύουν
κι
αν κάποια σε κοπάδι λέξεων κρυμμένα
δεν
ξέφυγαν από του Πολυφημισμένου τη σπηλιά
ίσως
τα χέρια απλώνοντας μπορέσουν
δεμάτια φως
να πάρουν αγκαλιά
ότι
εντός εν εγρηγόρσει ατάκτως
ώσπου
να βγουν εκτός
και
πάλι απ’ την αρχή σαφώς εν εγρηγόρσει
αφού
ήδη έχουν εισέλθει
εις
το επόμενο εντός
ότι
εγρήγορσις
ζωής
το κάλλος
ως
άλλος Τάλως
εντός
εκτός
ως
χρόνος άλλος
Οπτική Γωνία
κάποτε
ο Δυσσέας
μεσοπέλαγα
τον κόσμο θωρούσε
όπως
ο γέρος και η θάλασσα χιλιάδες χρόνια μετά
τώρα
από τον καφενέ ο γέρος τον κόσμο θωρεί
με
θύμησες στα δάχτυλα κεχριμπαρένιες ρόγες
ο
μοναχός απ’ το κελί αφουγκράζεται τη Θεία Δημιουργία
ο
Νίκος την Πατησίων πίσ’ από τζάμια λερωμένα
του
κόσμου αντανακλάσεις μ’ εκπτώσεις βλέπει η Ακριβή
στις
λαμπερές βιτρίνες της Γλυφάδας
κάποιος
σε νοικιασμένη τηλεόραση νοσοκομείου
άλλος
στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ο
άστεγος εξόριστος στη χαρτονένια του φωλιά
σε
μίας σύριγγας την προσμονή ο εθισμένος
ο
πρόσφυγας στα σύρματα το μέλλον του θρηνώντας
κι
αυτούς που δολοφόνησε μισάνθρωπων πολιτική
άλλος
στη φυλακή άλλος στα κατεχόμενα άλλος στην ξενιτιά
άλλος
στης περιμέτρου τη σιωπή
του
μετανάστη ορίζοντας σφραγίδας το
μελάνι
του
άνεργου καθημερινά η αδιαφορία
του
νεαρού η οπτική πάντα κάποια οθόνη
κι
ο ποιητής ρήμα χωρίς στης μοναξιάς του το χαρτί
Δυσσέα
κάθε
σου γωνία
κάθε
θωριά
πίξελ
στης γης την οθόνη
μάτια
στο πρόσωπο
ενός
απρόσωπου κόσμου
της μάνας τα χέρια
τα
γέρικα χέρια που ζυμώνουν ψωμί
έπαιζαν
κάποτε με πάνινες κούκλες
γράμματα
λιγοστά και μια σπαρτιάτικη υπογραφή
μα
τη ζωή μάθαν’ γερά να κρατάνε στις χούφτες
αυτά
οδηγούσαν στην τύρβη ενστικτωδώς
τον
πυρωμένο του άξονα με λαχτάρα·
στην
πλάτη τα νύχια βυθίζονταν διεκδικητικά
τον
έρωτα σφαλίζοντας στη σάρκινη κιθάρα
τα
ίδια χέρια που τα χάδια τους μιλάνε
ρούχα
τρίβουν ακόμη στην ξύλινη σκάφη
από
τη χρήση ετών κηλίδες απομεινάρια
νιότης
που πέρασε θαμποί ιχνογράφοι
χέρια κι αν σταυρωμένα στέκουν στον εσπερινό
είναι
που δεν προφτάσανε να γνωριστούν
κι
όλο υπόσχονται πως θα βρουν τον καιρό
κάθε
που ψυχοσάββατο μαζί τα κόλλυβα ’τοιμάζουν
χέρια λάδι μυρίζουνε λιβάνι και κρασί
τριμμένη
ρίγανη αγιότη πράσινο σαπούνι
τριφύλλι
όταν το κόβει η κοσιά
μπαλώματα
γερά στης μνήμης το ζιμπούνι
πριν
απ’ τον πόλεμο τη γη οργώνανε με άροτρο
πηκτό·
τώρα
τον χρόνο τιμωρούν στο κομποσκοίνι
στο
γίκο αφημένο από χρόνια το πλεκτό
με
τις στραβές βελόνες να τρυπάνε τη λήθη
οι
φλέβες προεξέχουν εύθρυπτες θολές
ύφασμα
που τσαλάκωσε ο χρόνος όλο ζάρες
χείμαρροι
σαν αυλάκωσαν κι άλλες ζωής γραμμές
αδυναμία
τρέμουλο πανάδες
χέρια
που στέριωναν φασκιές
χέρια
που ντύναν τα παιδιά για το σχολείο
χέρια
που κέντησαν δαντέλες προίκες νυφικά
χέρια
που τύλιξαν με σάβανο και είπαν το στερνό αντίο
ω!
χέρια των αναμνήσεων σημεία αναφοράς!
χέρια
παραμυθιών νανούρισμα αγγέλων!
χέρια
της μάνας της γυναίκας της φωτιάς!
ω!
χέρια της γης της αγκαλιάς στον ουρανό ανοιχτά!
το φόρεμα
είπες
θα το πετάξω
πάλιωσε
πια
καλά
όμως θυμήσου
σε πρωτοείδα χρόνια πριν
να το φοράς στη στάση
στεκόσουν θυμωμένη νευρική
αέρας σήκωνε το φόρεμά σου
τα πόδια σου χαϊδεύοντας
ψηλά
ίσως ξεχείλωσε λιγάκι
μπορεί και να ξεθώριασε
ελάχιστες όμως του χρόνου οι
φθορές
αφού οι γραμμές αλώβητες
κι οι αναμνήσεις στριφωμένες
σ’ εξώφυλλο υφασμάτινο
ημερολόγιου προσωπικού
με πλαϊνά κουμπιά
φαντάσου πώς γεννήθηκε
από το σκίτσο του σχεδιαστή
στου μόδιστρου την αγωνία
απ’ το κρεβάτι του πατρόν
στου ψαλιδιού την κοψομοίρα
πόσες εργάτριες πασχίσανε
να θρέψουν τα παιδιά τους
πως αντιστάθηκαν στις δόλιες
προτάσεις του επόπτη
πόσες χρειάστηκαν κλωστές
με τις γαζώτριες σκυμμένες
να δουλεύουν
πρησμένα πόδια στο πεντάλ
κόκκινα μάτια απ’ την
υπερωρία
μετά το στοίβαξαν στυγνά
στην αποθήκη
με διαβατήριο δελτίο
αποστολής
στου μαγαζιού κατέληξε τη
μαύρη σιωπή
και στης πελάτισσας την
άσπρη φλυαρία
ώσπου εσύ το πρόσεξες
σου άρεσε
το πρόβαρες και τελικά το
πήρες
ποτέ του δεν σε πρόδωσε
ήπιε απ’ τον ιδρώτα σου
φύλαξε το κορμί σου
τυλίγοντάς την ομορφιά
του σώματός σου εκμαγείο
αν δεν το θέλεις πια
άσε μην το πετάξεις
θα το κρεμάσω πάνω εγώ
απ’ το γαμπριάτικο κοστούμι
ένα να γίνει ο ρουχισμός
ένα
σαν τότε τα κορμιά μας
πρωί στο βουνό
ακούγονται
γιδοπροβάτων κυπριά
ανάκατα
με ιαχές και αλυχτήματα από σκυλιά
ψύχρα
πολλή το πρωί στο βουνό
αχάραγα
στου δάσους τον παλμό
το
σαΐνι με περήφανες κραυγές
αρπακτικές
τροχιές καθ’ ύψος εγγράφει
για
πόσο ακόμη θα μπορώ να έρχομαι εδώ;
θ’
αξιωθώ ποτέ από ψηλά σαν αητός να αγναντεύω;
κρύος
αέρας κατηφορίζει τη ρεματιά
σουρίζουν
τα ελάτια οι φτέρες στήνουν χορό
λυγίζουν
χορτάρια ιτιές τραγουδούν
τ’
αγκάθια λευτερώνουν σπόρια φτερωτά
οι
πέτρες λαχταρούν να κυλήσουν
να
λιαστεί της καρδιάς η θαμμένη πλευρά
μοσχοβολούν
στα διάσελα οι θάμνοι
το
δάσος δακρύζει ρετσίνι
ψύχρα
ακόμα το πρωί στο βουνό
ώσπου
να βγει ο ήλιος να κελαηδούν τα πουλιά
τα
έντομα να φέρουνε γυροβολιά
στου
ήλιου τα κλαρίνα
αποτραβιούνται
τα ζώα της νύχτας
της
μέρας επιβίωση αρχίζουν
οι
πηγές τα φιλεύουν κρουστάλλια δροσιά
ισορροπία
απλότητα ορεινή αρμονία
τα
ζωντανά τα χόρτα τα λουλούδια
που
μέρες ή έστω βδομάδες ζουν
το
σήμερα χαίρονται δίχως του αύριο την αγωνία
σιμά
σε άλλα που πολλά χρόνια μετρούν
πόσες
γενιές πατήσανε τούτο το χώμα
πόσοι
να νιώσαν τις ανάσες τούτης της πλαγιάς;
ψύχρα
ακόμη το πρωί στο βουνό
τέρμα
οι σκέψεις το τώρα θ’ αρχίσω να ζω!
Ιούνιος
της
κίτρινης των ξερόχορτων ζέστης
της
ξαφνικής βροχής
της
κόκκινης γλώσσας των κερασιών
του
θυμαριού
των
ιδρωμένων στο σεντόνι κορμιών
Ιούνης
των πανηγυριών
των
καυτών σορτς
των
μαγιό
του
στήθους των φακίδων
της
αποκάλυψης των παρεό
Ιούνιος
της άπνοιας μεσημεριού
του
να κοιμάσαι εντελώς γυμνός
Ιούνης
του βερίκοκου
του
δροσερού καφέ
της
απογείωσης των εραστών
Ιούνης
πρώτος του καλοκαιριού
Ιούνης
κόκκινος και μαύρος της μουριάς
Ιούνης
ώχρα των σταχυών
Ιούνης
μήνας
της χαράς
ράσο ο Λόγος
σε
Πόνου μοναστήρι
Τάλως
μοναχός
κίβδηλες μάσκες
φόβο θανάτου σπέρνουν
πού το Iχώρ;
μαύρα τα κόκκινα αυγά
α
σε
κάθε κόκκινο αυγό που θα βρεθώ μπροστά
εγώ
δεν θα θυμάμαι τ’ άσπιλο Αίμα Εκείνου μόνο
ούτε
τα ηλιοστόλιστα πέταλα παπαρούνας
μα
κι ένα άλλο σύγχρονο μαύρο της νύχτας αίμα
που
’βαψε μ’ ίσκιο συμπαγή τα ράσα της ψυχής
μαύρο
βαρύ τα μούσκεψε και πώς να τα σηκώσεις;
β
γιατί
είν’ αθώων αίματα που το λευκό βαραίνουν
και
σαν ξεραίνονται σταυρό
κρυφό
στην πλάτη ζεύουν
γ
είν’ η
ανύποπτων Παιδιών στυγνή δολοφονία
που
βρέθηκαν σε διάπυρο Μάτι Χάρου Κυκλώνα
στο
έλεος των χαμερπών ανεύθυνων γελοίων
ανίκανων
κοντόφθαλμων δειλών ανθρωπαρίων
σε
φλόγες που με θάνατο θρέψανε την οργή τους
αιδώς
Αργείοι κάποτε!
Ψυχές
ακόμα τριγυρνούν και ψάχνουν απαντήσεις
Άγγελοι
που δεν πρόφτασαν θνητοί κοινοί να γίνουν
γόνατα
που δεν πρόλαβαν στο χώμα να ματώσουν
κι
ο χρόνος που δεν έζησαν μαύρα όλα τα βάφει
δ
είναι
οι στάχτες των νεκρών που τ’ άλικο βαθαίνουν
σαν
αλισίβα γίνουνε στο μύλο του θανάτου
αποκαΐδια
θλιβερά ήλιο ξερνάνε μαύρο
ε
μαύρο
νερό παίρνει ζωές
στης
Μάνδρας την πλημμύρα
πίνει
το φως
μ’
ανίκανο να πνίξει τις κραυγές
π’
αντιλαλούν κατάμαυρες από τον κάτω κόσμο
στ
του
πρόσφυγα η κόκκινη
απ’
τον βυθό που πλέον κείτεται πατρίδα
αίμα
πηχτό ολόμαυρο ξερνάει στις ακτές
όχι
δεν είναι πίσσα
ούτε
ο φλοίσβος μουσική στου έρωτα τη λύρα
μα
μοιρολόι γοερό ρωτά γιατί; τον Άδη
κι
εκείνος αποκρίνεται: ρωτήστ’ ανάμεσά σας
ζ
εγκλήματα
με
τόσα επίθετα μπροστά θάνατο πάντα πίσω
ντύνουνε
μαύρα τα αυγά στο γιορτινό τραπέζι
μέλανα
βάφουν τον ζωμό στου χρόνου το καζάνι
κι
είν’ η γιορτή μνημόσυνο
μήπως
εγώ δεν βλέπω;
η
μαύρα
κι
ας έχουν χρώμα κόκκινο ας είναι γυαλισμένα
αυγά
που κούρσεψαν με βια δίχως ευχή της μάνας
για
να τσουγκρίσουν μ’ άλλοθι ένα Χριστός
Ανέστη
θ
αυτός
αντί
να σπάσει με λοστούς τις άρρωστες δομές
ως
Τάλως να τις λιώσει
στο
σπάσιμο τσοφλιών αρκείται με ευχές
μ’
αδράνεια κι υποταγή την τρέλα καταπίνει
σαν
να ’ναι κόκκινο αυγό
ποιο
έθιμο το λέει;
κι
εγώ
εγώ
τι κάνω;
ι
κόρακας
τρις εκέκραξε
την
τέταρτη τους είπε:
μαύρα
τα κόκκινα αυγά
μαύρα
σαν λήθης αίμα
αποκλειστική
κάποτε κείνος είχε πει:
ο πόνος κι η ανάγκη
φακοί μιας άλλης επαφής
αρκεί τα μάτια ανοιχτά
μη φοβηθείς
Τάλως αν χρειαστεί να γίνεις
κι εγώ
όλη τη νύχτα με στοργή
φροντίζω το ανθρώπινο σώμα
όπως κάποτε συ εμένα
τρίβω κυκλικά ν’ ανασάνει το δέρμα
με λέξεις αναλγητικές πόνου κηλίδες καθαρίζω
με χάδια ημερεύω φλεγμονές
τη στάθμη ορώντας του ορού
στάλα τη στάλα δρόμο ν’ ανοίγει
ομφάλιες οι εκροές στη συσκευή μπιλάου
αναπληρώνω ερυθρά με μεταγγίσεις συντροφιάς
με τσάπα σιγανής κουβέντας ξενυχτάω
κήπους σκαλίζοντας ελπίδων
αλλάζω σεντόνια με νάζια νεαρής καμαριέρας
χτενίζω τ’ αραιά μαλλιά
θυμίζοντας το χέρι της μητέρας
κάποτε κείνος είχε πει:
της
μνήμης τα πολύτιμα
φασκιές
του μέλλοντός μας
τι κι αν δεν είσαι όπως παληά;
δεν εκτιμάς όσα η ζωή σου
έδωσε;
δε χαίρεσαι που ’χεις μπροστά
ακόμα;
καλέ μου
έχω περάσει δύσκολα
και δύσκολα περνώ
τη μέρα εργαζόμενη
το βράδυ αποκλειστική
πάντα όμως μητέρα
χάρη στον πόνο έμαθα
κάθε στιγμή να εκτιμώ
τίποτε να μην αποκλείω
κάποτε κείνος είχε πει:
στου χρόνου το στρατόπεδο
τα πάντ’ αποκλεισμένα
καλέ μου
της μνήμης τα
πολύτιμα
φασκιές του
μέλλοντός μας
μα δίχως ένα
ζωντανό παρόν
τι άραγε υπάρχει;
Βιογραφικό
Ο Γιώργος Ρούσκας γεννήθηκε το 1962 στην Αττική.
Απόφοιτος της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής και στη συνέχεια της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Ε. Μ. Πολυτεχνείου, εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας.
Έχει πραγματοποιήσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και μία ατομική έκθεση κεραμικής.
Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Λογοτεχνών.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά.
Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, δοκίμια, άρθρα και κριτικές αναγνώσεις λογοτεχνίας σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.
Εργογραφία:
Α. ΠΟΙΗΣΗ
* Αχλύς 2, εκδόσεις ΑΩ, 2010
* Αλεξίλυποι Σκιαλύτες, εκδόσεις ΑΩ, 2012
* Άυλο Πύαρ, εκδόσεις Χίλων, 2013
* Ερώ, εκδόσεις Σοκόλη, 2017
* Χαϊκού Νήματα, εκδόσεις Σοκόλη, 2017
* ως άλλος Τάλως, εκδόσεις Κοράλλι, 2019
Β. ΔΟΚΙΜΙΟ
Νυκτουργία εμβαπτίσεως εις τα ποτάμια του Γιώργου Γεωργούση, εκδόσεις Σοκόλη, 2017
Γ. ΘΕΑΤΡΟ
Πεντάγραμμο Φεγγάρι, εκδόσεις Σοκόλη, 2018
Δ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Η Αλίκη στη χώρα του Διγενή, Κριτική προσέγγιση στο βιβλίο ποίησης επιτάφιος δρόμος του Κώστα Θ. Ριζάκη, εκδόσεις Κουκκίδα, 2018
Ε. ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
* Με το π της ποίησης : Δεκατρείς λογοτέχνες για την τρίτη ηλικία, εκδόσεις ΑΩ Εκδόσεις, 2018
* Θησαυροί της άμμου: Ποίηση της ελληνικής κρίσης Treasures of the Sand: Poetry of the Greek Crisis (αγγλικά, ελληνικά) μετάφραση Robert Crist, Δέσποινα Crist, εκδόσεις ΑΩ Εκδόσεις 2019
ΣΤ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ
Γιώργος Δουατζής, Απάνθισμα (1976-2018), εκδόσεις Στίξις, 2019
Το οπισθόφυλλο
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
i.Γιώργος Ρούσκας: Ως άλλος Τάλως
– της Διώνης Δημητριάδου
ο ποιητής εν εγρηγόρσει
Η ποίηση αναζητά το κέλυφος των έσω νοημάτων της, προκειμένου να γίνει διαβατός ο δρόμος που οδηγεί από τον δημιουργό στον αποδέκτη. Έτσι συχνά ανακαλύπτει συμβολισμούς και σημαίνουσες εικόνες που αποκρυπτογραφούνται με την προσεκτική και επαρκή ανάγνωση στα πολλαπλά σημαινόμενά τους· είναι τότε που ο αναγνώστης νιώθει πως έχει αγγίξει τον ποιητικό λόγο, πως έχει εισχωρήσει στον νοηματικό του πυρήνα μέσα από τη δική του ερμηνευτική οδό – μια συνθήκη ιδανική για την ποιητική μέθεξη.
Ο Γιώργος Ρούσκας, ως θηρευτής των μυθικών συμβόλων, επιλέγει στην πρόσφατη συλλογή του τον ήρωα Τάλω, αυτόν που ως υπερμεγέθης και τρομερός γίγαντας φύλαγε τα θαλασσινά περάσματα προς το νησί της Κρήτης και απομάκρυνε με βίαιο τρόπο τους πιθανούς εισβολείς. Κατασκεύασμα του θεού Ήφαιστου είχε σμιλευθεί από χαλκό για να είναι η ισχύς των μυώνων του αδιαμφισβήτητη – τρόμος των εχθρών. Στις μεταλλικές του φλέβες έρρεε το αίμα των θεών (ιχώρ) καθιστώντας τον αθάνατο με μόνο ένα τρωτό σημείο σαν όλες τις μυθικές αθανασίες. Γνώστης ο ποιητής της ιδιαίτερης παρουσίας του γίγαντα, τον ξεχώρισε και μοιράστηκε μαζί του τις ποιητικές του αναφορές, προσφέροντας έτσι το ένα μισό του συμβόλου του και αναμένοντας το άλλο μισό από την πλευρά της ανάγνωσης· τα δύο μισά να ενωθούν στην ποθητή εικόνα.
Στο ποίημα που ανοίγει την πόρτα στα υπόλοιπα, με τη μνεία του ήρωα από τον Απολλόδωρο: «Ούτος ο Τάλως τρις εκάστης ημέρας την νήσον περιτροχάζων ετήρει», ο ποιητής φέρνει τη μυθική αρχαία θρησκεία σε συνύπαρξη με την τωρινή για να βρεθούν μαζί ο Τάλως με τον χαλκοκαλόγερο του ποιήματος, κι έτσι ενωμένοι να εισχωρήσουν στο ερώτημα που διατρέχει σε διαφορετικές μορφές όλη τη συλλογή: πού ν’ ο χαλκοκαλόγερος γιόκα μου μήπως ξέρεις;, ξεκινώντας έτσι την αναζήτηση της αρωγής, που κρίνεται αναγκαία τι ν’ ο εχθρός αόρατος οι μάχες καλυμμένες. Ο ποιητής ανοίγει εδώ μια χαραμάδα σε εσωτερική φλεγόμενη εικόνα, κι ας μην είναι ακόμη ορατή στο μέγεθός της αλλά και στην πίκρα της. Νιώθεις, όμως, ήδη πως η ανάγκη της έκφρασης αυτή τη φορά είναι πιο επιτακτική, όσο και το μοίρασμα μιας προσωπικής οδύνης με τους άλλους, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ποιητικές του καταθέσεις. Αυτή η ιδιαίτερη συνθήκη που χαρακτηρίζει την πρόσφατη συλλογή του διακρινόταν στο προηγούμενο βιβλίο του (Πεντάγραμμο φεγγάρι, εκδόσεις Σοκόλη), καλυμμένη ωστόσο πίσω από τη θεατρική μορφή και τον συσχετισμό με τον άλλο ποιητή – η σύνδεση με τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου. Εδώ όλα ανοιχτά από την αρχή, ώστε να μη μείνει καμία αμφιβολία για την ευθύτητα του λόγου, για την πρόσκληση του ποιητή προς τον αναγνώστη να εισχωρήσει στον ιδιωτικό χώρο.
Ο ποιητής, ως άλλος Τάλως/στα όρια της γλώσσας/Ποίησης Λόγος, νιώθει το χρέος του απέναντι σε οικείους και μη, το ποιητικό καθήκον να μιλήσει, να επισημάνει, να προφυλάξει ίσως, αν το μπορεί, να δηλώσει την παρουσία του σε μια εποχή που αφύλακτες διαβάσεις παντού επιτρέπουν αλώσεις απροκάλυπτες ή διαβρώσεις εσωτερικές και αόρατες. Είναι ικανή η ποίηση –μακάρι και δυνατή– να αποτελέσει το φράγμα στη χειμαρρώδη εισβολή; Ο ποιητής θα ρωτήσει: εσύ ποιητή […] μόνο να γράφεις ξέρεις;/αφήνεις το μολύβι πού και πού από το χέρι/ή μέσα από την ποίηση ζεις ό,τι απομένει; Ερώτημα προς εαυτόν στην ουσία, που ενδεχομένως απαντά στην ικανότητα της ποίησης να αποτελέσει τον κινητήριο μοχλό μιας επιδιωκόμενης αφύπνισης. Ίσως απαντώντας ο ποιητής στο ίδιο του το ερώτημα, εντάσσει την καθημερινότητα της ζωής με τον δικό της πόνο, καθόλου μα καθόλου ποιητικό και ασαφή, στο ποίημα Οπτική Γωνία, γράφοντας: ο μοναχός απ’ το κελί αφουγκράζεται τη Θεία Δημιουργία/ο Νίκος την Πατησίων πίσ’ από τζάμια λερωμένα/του κόσμου αντανακλάσεις μ’ εκπτώσεις βλέπει η Ακριβή/στις λαμπερές βιτρίνες της Γλυφάδας. Όσο ο ποιητικός λόγος βλέπει έξω από τους εν μέρει και αναπόφευκτα παραμορφωτικούς καθρέφτες της απομόνωσής του, τόσο θα αγγίζει την πραγματική ζωή – άλλωστε η αφορμή για την ποιητική δημιουργία βρίσκεται εκεί έξω. Ο πρόσφυγας στα σύρματα, ο μετανάστης, ο άνεργος, μέσα στη δική τους μοναξιά ανακαλύπτονται από τον ποιητή, εισέρχονται στο ποίημα ως επίσημοι καλεσμένοι.
Ο ποιητής βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης – αν είναι αυτός που βλέπει καθαρά, αν η ευαισθησία του επιτρέπει ένα διάφανο τοπίο εμπρός του, ας μιλήσει. Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής (ως άλλος Τάλως) τούτο καθίσταται φανερό. Μέσα σ’ αυτό το εξαιρετικό από κάθε άποψη στιχούργημα βρίσκουν τη θέση τους: του Πόε το κοράκι, της Γώγου τα κατάμαυρα πουλιά, εκεί δίπλα στον δίδυμο γύπα του Προμηθέα. Όλα ταγμένα σε έναν σκοπό, να σου ξεσκίζουνε τα σωθικά. Είναι ισχυρός ο Τάλως; Είναι, αρκεί να μη βρεθεί το αδύναμο εκ γενετής σημείο του, ικανό να τον καταστρέψει, να τον αφανίσει, να τον καταστήσει ίσο με τον άμοιρο θνητό που αιμορραγεί μέχρι θανάτου. Επιστρατεύει ο ποιητής όσα έχει πρόσφορα: τη συμβουλή της μάνας, τον έρωτα, τη φύση (σταθερή αναφορά σε όλη την ποιητική παρουσία του Ρούσκα), συντρόφους ποιητές, τροφοδοτεί τα ποιήματά του με ιαματικές συνταγές, μήπως και ο ίδιος ο ποιητικός λόγος από μόνος του δεν επαρκεί – ράσο ο λόγος/σε Πόνου μοναστήρι/Τάλως μοναχός. Η ποίηση βλέπει το μαύρο μέσα της: τα ράσα της ψυχής/μαύρο βαρύ τα μούσκεψε και πώς να τα σηκώσεις; και μεταλλάσσεται σε ηχηρή κραυγή: κι εγώ/εγώ τι κάνω;
Η μυθική Μήδεια και ο σύντροφός της ο Ιάσων βρήκαν το αδύνατο σημείο, τη μόνη ατέλειά του, και (ο Τάλως έφυγε)/και δεν γυρίζει πίσω. Στους ακροτελεύτιους στίχους της ποιητικής σύνθεσης (στην ουσία για ένα μόνον ποίημα πρόκειται που περικλείει τα πάντα) ο ποιητής υπενθυμίζει το μαύρο χρώμα που κυριαρχεί στου πόνου το ταλάνισμα σ’ απύθμενο σκουλήκι/που μπήκε μέσα στις ψυχές κι αναπαμό δεν έχουν. Το μαύρο αυτό δεν άνοιξε καθόλου τον χρωματισμό του σε πιο λαμπερό, ούτε όταν ο αρχαίος Τάλως ενδύθηκε για λίγο την άλλη εκδοχή του ως ηλιακή θεότητα. Έτσι, καταλήγει ο ποιητής: σε όλα πάνω επέδρασε σε όλα ενυπάρχει/ως άλλος Χρόνος γήινος ως άλλος άυλος Τάλως.
Στο εξώφυλλο (σε σχέδιο της Νεφέλης Μαρίνας Ρούσκα) η μορφή του γίγαντα που κρατάει τον φονικό λίθο και πατάει πάνω στη θάλασσα, σαν από θαύμα· κανένα θαύμα δεν τον έσωσε όμως, όταν ήρθε η στιγμή της αναμέτρησης με δόλιες δυνάμεις. Η ποίηση με ποιες αντίξοες συνθήκες αναμετριέται; Σε ποια σωτηρία μπορεί να ελπίζει; Ο ποιητής εδώ, στην ωριμότερη κατάθεσή του, βάφει με μαύρο χρώμα το τοπίο, πονάει και απελπίζεται, στέκει ως άλλος Τάλως στα περάσματα και αγρυπνά. Όχι, αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.
✦✦✦✦✦✦✦✦
ii.Ως Άλλος Τάλως λοιπόν
Από την Μαρία Γυφτογιάννη
Ομολογώ ότι ο τίτλος από την αρχή μου κίνησε την περιέργεια, να δω πώς ο μεταλλικός ήρωας μπορεί να τρυπώσει μέσα σε μια ποιητική συλλογή. Κι όχι μόνο να τρυπώσει, αλλά όπως αποδεικνύεται να γίνει ο προστάτης της, να γίνει ο μαέστρος σε μια ποιητική συμφωνική σύνθεση.
Γιατί η ποιητική σύνθεση Ως Άλλος Τάλως είναι ένα συμφωνικό κομμάτι που κινείται γύρω από μια βασική μελωδία: Ωδή στη ζωή. Κάθε στίχος και κάθε λέξη που διάβαζα, κάθε αναπνοή που έπαιρνα, μου δημιουργούσαν συνεχώς τη σκέψη “εδώ περιγράφει ένα κομμάτι ζωής”. Συμβάντα, συναισθήματα, γεγονότα εσωτερικά και εξωτερικά, στοχασμοί, απορίες, συμπεράσματα, όλα μαζί εξυπηρετούν αυτό που ονομάζεται “Μυστήριο της ζωής” και που εκδηλώνεται μέσα από όλα τα ποιήματα. «Λεμονιά», «Ιούνιος», «Νύχτα Μαγιού», το κορυφαίο «Της μάνας τα χέρια», «Αποκλειστική» και όλα τα υπόλοιπα δίνουν το καθένα με το θέμα του, το καθένα με τη νότα και τον ρυθμό του, την καίρια συνεισφορά τους σε αυτή τη μελωδία.
Ιούνιος
της κίτρινης των ξερόχορτων ζέστης
της ξαφνικής βροχής
της κόκκινης γλώσσας των κερασιών
του θυμαριού
των ιδρωμένων στο σεντόνι κορμιών
Ιούνης των πανηγυριών
των καυτών σορτς
των μαγιό
του στήθους των φακίδων
της αποκάλυψης των παρεό
Ιούνιος της άπνοιας μεσημεριού
του να κοιμάσαι εντελώς γυμνός
Ιούνης του βερίκοκου
του δροσερού καφέ
της απογείωσης των εραστών
Ιούνης πρώτος του καλοκαιριού
Ιούνης κόκκινος και μαύρος της μουριάς
Ιούνης ώχρα των σταχυών
Ιούνης
μήνας της χαράς
Με άλλα λόγια, προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν τις απορίες και τους συλλογισμούς, τα βασικά υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου για τη θέση του στον Κόσμο, αυτή που θα του δώσει την εσωτερική συμφωνία και τελικά την πλήρωση. Εδώ διαφαίνεται μια κίνηση εκκρεμούς μεταξύ ζωής και θανάτου.
Στα πρώτα ποιήματα, αυτή η αιώρηση έχει να κάνει με τη μορφή και το ποιητικό στύλ. Για παράδειγμα, στο πρώτο ποίημα, ο στίχος ακολουθεί τον ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού, με τον Τάλω να παρομοιάζεται με ήρωα του ´21.
πού ν’ ο χαλκοκαλόγερος γιόκα μου μήπως ξέρεις;
σε ποιο νησί να τριγυρνά με πόσο ιχώρ στις φλέβες
ποιον εισβολέα απωθεί περί ποιας Πάτρης στέκει;
τι ν’ ο εχθρός αόρατος οι μάχες καλυμμένες
κι ένα κουμπί σημερινό χιλιάδες ξίφη τότε
πολέμου η εξέλιξη μπροστά ‘πό κάθε άλλη
κρίνε μ’ δυο λέξεις κρίνο μου που ‘χω πολύ ανάγκη
το σούρουπο σαν κόπιασε ‘τοίμασε λίγο λάδι
κίνησε για τον Αϊ-Λιά ν’ ανάψει τα καντήλια
«Στης Ακρόπολης τον υπόγειο σταθμό» ο λόγος και ο προβληματισμός είναι σύγχρονος και καταλήγει σε ερωτήματα υπαρξιακού τύπου, ενώ στο ποίημα «Ορχιδέα» καταγράφεται μια πλημμυρίδα λέξεων που παραπέμπει στον λυρισμό του Σικελιανού.
Ορχιδέα
Συν ρυθμώι ορχήσει μυείσθάι
χαράς μεθύσι
με μετάληψη Λόγου Αγγέλου
Σικελιανού
Ενιαίου Κοσμογονικού Ρυθμού
ιδού η μονοκοτυλήδονη
Διός Νου φέρουσα
αγγειόσπερμη ορχηστρίς
στο ίδιο άνθος και ορχηστής
ανάμεσα σε Κλώδωνες Μιμαλλόνες
Βάκχου επιβιώσασες σπορές
εις τους αιώνας των Ελλήνων αμήν
ορχήσεως Ιδέα τελεί
γυμνή η Ορφιδέα
Ολβία Τάλως
Ζωοδόχος
σήμερα φυτό
καλείται Ορχιδέα
Τέλος, ανά διαστήματα εμφανίζονται -κάπως παράξενα- 3 ή 4 τρίστιχες στροφές με αντικείμενο τον Τάλω. Ο λόγος, που εκφέρεται σε αυτά τα ποιήματα, μου θύμισε εισαγωγή σε αρχαία τραγωδία. Κι εδώ λειτουργούν ως εισαγωγή στην επόμενη νοηματική ενότητα.
Όλα αυτά είναι σαν τα πρώτα βήματα του εφήβου, ο οποίος ψάχνει να βρει ποιο ύφος και ήθος του ταιριάζει, τώρα που τα μαθημένα τελείωσαν. Ή σαν τις πρώτες πρόβες μιας ορχήστρας που ψάχνει να βρει το κοινό κανάλι έκφρασης για να μπορέσει η μουσική να κυλήσει αβίαστα.
Πολύ σύντομα ο στόχος επιτυγχάνεται και η σύνθεση αρχίζει να ξεδιπλώνεται. Κατά τη γνώμη μου, το δυνατό της σημείο είναι οι εικόνες. Λέξεις ορθά συνταιριαμένες, στίχοι που κρατούν ψηλά την ένταση χωρίς να κουράζουν, παράγουν αναπαραστάσεις από τις οποίες δεν μπορείς να ξεφύγεις εύκολα. Ξεπετάγονται αυθόρμητα, ακολουθώντας τη δύναμη των στίχων, αναδεικνύοντας το νόημα του κάθε ποιήματος που στο τέλος δικαιώνει τον τίτλο του.
Εικόνα
Νόημα
Περιγραφή
Συναίσθημα
αποτελούν τις τέσσερις βάσεις σχηματισμού του DNA αυτής της ποιητικής αλυσίδας.
Ένα άλλο στοιχείο, αναπάντεχα όμορφο μέσα στην ακρίβεια της περιγραφής του, είναι το ερωτικό. Χαρακτηριστικές σκηνές περιγράφονται στα ποιήματα «στης Ακρόπολης τον υπόγειο σταθμό», «λεμονιά», «της μάνας τα χέρια».
Ακόμα και στο ποίημα «ως άυλος Τάλως», ο θάνατος του Τάλω συνδέεται άμεσα με την ερωτική κορύφωση (β-στ).
ε
καλλίπυγος ημίγυμνη βρεγμένη τον καλούσε
τη ρόγα ‘πο το στήθος της τα χέρια του ποθούσαν
τα οπίσθιά της μίλαγαν κρυφά με τους μηρούς του
τα χείλη της φαντάζονταν επάνω στα σκληρά του
και χείμαρρο πλημμυρικό στο ρέμα της να χύνει
όλη η ακαμψία του μες στην ευλυγισία της
του είναι του η έκρηξη στου χάους της το βάθος
στ
μα πά΄ στην κρίσιμη στιγμή στης προσμονής το τέλος
πριν λύτρωσης το ξέσπασμα ακράτητα κραυγάσει
κάτι άλλο εγίνηκε και όλα ανατράπηκαν
πνοή απ’ τον Αχέροντα του πάγωσε το είναι
η ξαφνική η συστολή τού ράγισε το δέρμα
και πάλι ανατρίχιασε μη από τρόμο Άδη;
θανάτου φόβος στην καρδιά γενναίου δεν φωλιάζει
μον΄ πνίγει τον το άδικο η αίσθηση του χρέους
αυτοί που τον προσμένουνε και πια δεν θα τον έχουν
Η σκηνή περιγράφεται με τέτοια αμεσότητα που δίνει τη δυνατότητα να χωθείς και να χαθείς μέσα της. Να μπεις στη θέση του μεταλλικού ήρωα, να ζήσεις μέσα σε ένα δευτερόλεπτο την ερωτική έξαψη και τον πικρό θάνατο. Να γευτείς και τις δύο όψεις.Τη δημιουργία και την καταστροφή.
Ωστόσο, το βασικό θέμα γύρω από το οποίο στήνεται η όλη σύνθεση είναι η Ζωή. Όμως όχι μόνη της. Συνυφαίνεται κατ’ αρχάς με την Τέχνη και την Ποίηση και μπαίνει το ερώτημα -πολύ νωρίς μάλιστα, μόλις στο τρίτο ποίημα «στης Ακρόπολης τον υπόγειο σταθμό»- αν η ποίηση ρέει με τη ζωή ή της μπαίνει εμπόδιο.
άφηνες που και που τη σμίλη απ’ το χέρι
ή ζούσες μέσα από τη γλυπτική;
ίσως αυτό για σε να ήταν η ζωή
εσύ ποιητή διερχόμενε που σε συγκίνησε η σκηνή
τιμάς όση ζωή σου δόθηκε
ή ήσυχα στην τέχνη σου απορροφημένος
να ζήσεις δεν προφταίνεις;
μόνο να γράφεις ξέρεις;
αφήνεις το μολύβι που και που από το χέρι
ή μέσα από την ποίηση ζεις ό,τι απομένει;
Έπειτα στο ποίημα «μάνδαλος» τίθεται το ερώτημα πώς προέκυψε η ζωή και ποια είναι εκείνη του Τάλω. Αμέσως μετά, στο ποίημα «πιστεύεις ή δεν», αναδεικνύεται ο συλλογισμός σχετικά με τη ζωή και την πίστη.
πίστεως ή μη
προϋπόθεση η ζωή
Φτάνουμε στο εξαίσιο ποίημα «της μάνας τα χέρια». Ένα ποίημα τόσο γεμάτο από εικόνες που είναι σαν βιογραφική ταινία. Από τη νεότητα της μάνας μέχρι τα γεράματά της. Η δεύτερη στροφή περιγράφει μια ερωτική στιγμή της μάνας, γεγονός πρωτόγνωρο για μένα, αφού η μάνα κατέχει στην ποίηση έναν ρόλο αν-ερωτικό και οσιοποιημένο.
της μάνας τα χέρια
τα γέρικα χέρια που ζυμώνουν ψωμί
έπαιζαν κάποτε με πάνινες κούκλες
γράμματα λιγοστά και μια σπαρτιάτικη υπογραφή
μα τη ζωή μάθαν’ γερά να κρατάνε στις χούφτες
αυτά οδηγούσαν στην τύρβη ενστικτωδώς
τον πυρωμένο του άξονα με λαχτάρα·
στην πλάτη τα νύχια βυθίζονταν διεκδικητικά
τον έρωτα σφαλίζοντας στη σάρκινη κιθάρα
Σε αυτό το ποίημα η μάνα είναι γυναίκα. Όλη της η ζωή, ανθρώπινη και γήινη, περνάει από τα δυο της χέρια και μας δίνεται απλά, ήσυχα και χωρίς τσιγγουνιές ή εξάρσεις.
Ακολουθούν κι άλλα ποιήματα όπως η «πλημμυρίδα» όπου η κουβέντα γυρνάει γύρω από αναλογίες μεταξύ της ζωής και της κοσμολογικής ζωής με αφορμή τον καλοκαιρινό έναστρο ουρανό. Ενώ, στο «φόρεμα» η ζωή ανιχνεύεται σε ένα κομμάτι άψυχου υφάσματος και στο πώς ζωντανεύει μέσα από την κάτοχό του.
Ώσπου αναπόφευκτα φτάνουμε στο άλλο άκρο του εκκρεμούς: τον θάνατο. Θα σταθώ στο ποίημα «μαύρα τα κόκκινα αυγά». Κατ’ αρχάς αναφορικά με τη μορφή, το ποίημα ακολουθεί ως προς την αρίθμηση τον τύπο της Οδύσσειας: ελληνική μικρογράμματη. Το ίδιο και ο ρυθμός των στίχων. Προαναγγέλεται λοιπόν μια ιστορία που εκτυλίσσεται και κορυφώνεται σε δέκα στροφές που τις ονομάζω ραψωδίες.
Για μια ακόμη φορά αναδύεται η υπαρξιακή αγωνία και ταυτόχρονα ξεπετάγεται έντονος θυμός. Θυμός όχι προς το φυσικό φαινόμενο του θανάτου, αλλά προς ανθρώπους απάνθρωπους, χωρίς ίχνος ευθύνης και αγάπης προς τον Άλλο. Ο Άλλος για αυτούς δεν είναι Πρόσωπο, δεν κατέχει ουσία και οντότητα, με την οποία θα εισέλθει στο ψυχολογικό τους πεδίο και θα υποστασιοποιηθεί εντός τους, αλλά απλά δεν υπάρχει. Δικαιολογημένος λοιπόν ο θυμός απέναντί τους. Χαρακτηριστική είναι η ραψωδία γ:
Αιδώς Αργείοι κάποτε!
ή στην θ:
κι εγώ, εγώ τι κάνω;
Όλη η υπόλοιπη σύνθεση είναι ένας στοχασμός πάνω στον θάνατο, μια εναγώνια προσπάθεια ενσωμάτωσής του μέσα στο ερμηνευτικό κοσμοείδωλο. Δύσκολο το τόπι φυσικά, αλλά ταυτόχρονα αναπόδραστο και φυσικό, ψυχικά υγιές, που ωθεί τον άνθρωπο να εξελιχθεί και να συμφιλιωθεί με τη μοίρα του. Κάπου γράφει ο Carlos Castaneda:
Το μόνο βέβαιο είναι ο θάνατος.
Και μιας και αυτή είναι η μοίρα μας είμαστε ελεύθεροι.
Αυτοί που έχουν χάσει τα πάντα
δεν έχουν τίποτα να φοβούνται πια.
Αυτό ακριβώς προσπαθεί να πετύχει αυτή η ποιητική συμφωνία. Τη συμφιλίωση με αυτή τη μοίρα, περνώντας μέσα από την τραμπάλα των αντιθέτων. Κι αυτός είναι κι ο μοναδικός τρόπος για να το πετύχει.
Τέλος, ο Τάλως. Σκοπίμως δεν έκανα μνεία σε αυτόν, γιατί ακόμα και τώρα προσπαθώ να καταλάβω, να σιγουρευτώ, πώς ενσωματώνεται μέσα στη σύνθεση. Ο Τάλως, ήταν ως γνωστόν, το πρώτο, αρχαϊκό μάλιστα ρομπότ, επιφορτισμένο να περιφρουρεί και να προστατεύει την Κρήτη.
Στην ποιητική συμφωνία, ο Τάλως παίρνει ζωή, λειτουργώντας ως προστάτης της Ποίησης και του Λόγου. Το μεταλλικό, υπερφυσικό ρομπότ, που προκαλεί δέος, ίσως είναι ο φύλακας-άγγελος, αυτός που κρατάει το ίσο στην παλάντζα της ζωής και του θανάτου.
Ο Τάλως εμπλέκεται στη σύνθεση, γίνεται μέρος της, αποκτά ψυχή, έχει ζωή. Έχει όμως και θάνατο. Όλα αυτά φαναιρώνονται ξεκάθαρα στο ποίημα «ως άυλος Τάλως», το οποίο πάλι έχει τη μορφή των ραψωδιών. Για τον ποιητή γίνεται σύμβολο και καταφύγιό του. Αυτός που θα αγαπάει για πάντα. Και θα τον κουβαλάει μέσα του ως κομμάτι του εαυτού του. Ενδεχομένως να ταυτίζεται μαζί του. Έτσι θα αποκτήσει νόημα και ο τίτλος της σύνθεσης “Ως Άλλος Τάλως” , η οποία μου χάρισε, μετά από πολλά χρόνια, ξανά τη χαρά της ποίησης._
* Μαρία Γυφτογιάννη, μαθηματικός, συγγραφέας, ποιήτρια
✦✦✦✦✦✦✦✦
iii.Ως άλλος Τάλως
Γράφει η Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου
Για την ποιητική σύνθεση του Γιώργου Ρούσκα, «Ως άλλος Τάλως»
«Και ο μύθος νουν αληθείας έχει», λέει ο Ανδρέας Κάλβος. Με την αρωγή του μύθου και των μετουσιωμένων στο σήμερα συμβολικών του στοιχείων, ο Γιώργος Ρούσκας παραθέτει θέματα σύγχρονα και διαχρονικά, εκφράζει υπαρξιακές απορίες, προσπαθεί να προσεγγίσει το περιεχόμενο της ανθρώπινης κατάστασης.
Γιατί ο ποιητής από τους μύθους να επέλεξε αυτόν του Τάλω;
Ίσως, επειδή προβάλλει τη φθαρτή, την πεπερασμένη, αλλά και την ιερή φύση των όντων, καθώς ο Τάλως τεχνούργημα, αλλά με ζωοποιό δύναμη Ιχώρ, αίμα θεών.
Έχει υπεράνθρωπες δυνάμεις, έχει όμως και το τρωτό του σημείο. Χώρισμα ζωής και θανάτου, θνητότητας κι αθανασίας. Κι όπου τρωτότητα, καραδοκεί το τραύμα. «Το τραύμα είναι η οπή απ’ όπου περνά το φως» λέει ο Ρουμί, ιδεάζοντας για τη μεταφυσική προοπτική της ύπαρξης. Από τον μύθο δεν λείπει και η επέμβαση της ειμαρμένης, του πεπρωμένου που θέλει καθετί να έχει αρχή και τέλος σ’ έναν αέναο κύκλο ανανέωσης.
Ο Τάλως του μύθου, ήταν φύλακας ενάντια στους εισβολείς, προστάτης νόμων και πολιτισμού. Αυτόν που ο Ρούσκας αναζητά εις εαυτόν και κάθε συνάνθρωπο· είναι αυτός που θα προστατέψει από τα δεινά των καιρών, θα παλέψει τους αόρατους (γι αυτό και πιο ύπουλους) εχθρούς, αλλά και τους εσωτερικούς δαίμονες. Είναι ο υπέρ Πάτρης αν και αναρωτιέται υπέρ ποιας Πάτρης. Λέει,
«πού ν’ ο χαλκοκαλόγερος γιόκα μου μήπως ξέρεις;
σε ποιο νησί να τριγυρνά με πόσο ιχώρ στις φλέβες;
ποιον εισβολέα απωθεί περί ποιας Πάτρης στέκει;»
Θέλει τον άλλο Τάλω να φωτίζει με σκέψεις και οράματα τους δρόμους της δράσης και της πράξης, να ξεπερνά προκλήσεις, αντιφάσεις κι ανατροπές. Πέρα από τη συνειδητότητα της τραγικότητας και της αναπόφευκτης μοίρας, να επικεντρώνεται στην κατανόηση του μεγαλείου της ύπαρξης στον επίγειο χρόνο της.
Εννοεί κάθε βίωμα, ακόμα και πικρό, μια νίκη, και κάθε νίκη, βήμα προς την ελευθερία.
Ο ποιητής ντύνει τη φαντασία με ιστορικές και λογοτεχνικές μνήμες, λαμπερά καθρεφτίσματα του παρελθόντος στο παρόν κι ανασύρει όπου χρειάζεται χαμένες Ατλαντίδες για ν’ αντιστρατεύεται τη λήθη:
«τ’ αποκλεισμένα απ’ το φως
εντός εν εγρηγόρσει
και ας θαρρείς πως ειν’ του Πόε το κοράκι
παρέα με της Γώγου τα κατάμαυρα πουλιά
δίπλα στον δίδυμο γύπα του Προμηθέα
…
ότι εγρήγορσις
ζωής το κάλλος
ως άλλος Τάλως
εντός εκτός
ως χρόνος άλλος».
Διασχίζει τον συλλογικό χρόνο, τον συμπτύσσει βρίσκοντας στο παρόν ένα ισοζύγιο μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, το μερτικό και τον λόγο του καθενός στο χρόνο:
«καλέ μου
της μνήμης τα πολύτιμα
φασκιές του μέλλοντός μας
μα δίχως ένα ζωντανό παρόν
τι άραγε υπάρχει;»
Ο ποιητής παρατηρεί, ιχνογραφεί χώρους εσωτερικούς, στοχάζεται πάνω σε απορίες, παραθέτει κοινωνικούς προβληματισμούς, αισθητικές επισημάνσεις. Ανιχνεύει ομοιότητες σε φαινομενικά ανόμοια πράγματα και συνδέοντάς τα, φέρνει σε διαλεκτική επαφή ετερότητες. Οι συνειρμοί προχωρούν σε ιδιαίτερους συσχετισμούς και προσδίδει στον Τάλω πολλές μορφές, προκειμένου να καλύψει ένα μεγάλο θεματικό φάσμα.
Έτσι, είναι Τάλως η αγάπη για τη φύση που υποβάλλει αξίες και με τα στοιχεία της πυροδοτεί συναισθήματα, συμπάσχει και διαλέγεται με τον άνθρωπο. Είναι ο ισχυρός δεσμός με τη γη που προσφέρει σιγουριά, όπως ήδη ο Αναξαγόρας είχε παρατηρήσει ότι, «η φύση δεν γνωρίζει εξαφάνιση αλλά μόνο μεταμόρφωση».
Στη φύση ακόμα εκφράζεται η συνθετική ικανότητα των αντιθέσεων. Στα ποιήματα «νύχτα Μαγιού», «Ιούνης», «Οκτώβρης», αντιπαρατίθενται αλληλοσυμπληρούμενα, η ζωή και το πένθος για την απώλεια, η νεότητα, η ανθοφορία και η ελπίδα, με την αποδοχή της ματαίωσης και του αδικαίωτου. Λέει:
«αυξομειούμενες συγχορδίες πνοών
…ανεμοστρόβιλο σηκώνουν επιθυμιών
σαρώνουν τ’ αμπέλια
σε ψάχνουν όπου γης»
και
«Ιούνης των πανηγυριών
των καυτών σορτς
των μαγιό
του στήθους των φακίδων
…Ιούνης του βερίκοκου
της απογείωσης των εραστών
…μήνας της χαράς»
και από την άλλη,
«Οκτώβρης
…σύντμηση βροχής
…του αποχωρισμού
…ελπίδες μαζί με σταφίδες
…με πληγές από της Οχτωβριανής
τα αίολα γιατί».
Γεγονότα υπαρκτά αλλά και αφηρημένα νοήματα, φωτίζουν τις δύο υποστάσεις των πραγμάτων, την ορατή και την αόρατη, τη φυσική και τη μεταφυσική, παράγοντας εικόνες σ’ ένα ανεικονικό χάος. Κι έγινε ο Τάλως φόρεμα δημιουργημένο από «εργάτριες πασχίζοντας να θρέψουν τα παιδιά τους», φιλοξενώντας «αναμνήσεις στριφωμένες», φόρεμα που «ποτέ του δεν σε πρόδωσε / ήπιε απ’ τον ιδρώτα σου / φύλαξε το κορμί σου / τυλίγοντας την ομορφιά / του σώματός σου εκμαγείο».
Μπορεί να είναι το βουνό, που οι ανάσες του ανάκατες με των γιδοπροβάτων τα κυπριά και του «ήλιου τα κλαρίνα» μας φιλεύουν «ισορροπία απλότητα ορεινή αρμονία», «δίχως του αύριο την αγωνία», ώστε ο ποιητής αποφαίνεται, «τέρμα οι σκέψεις το τώρα θ’ αρχίσω να ζω!», συμφωνώντας με τον James Hetfield που λέει, «διαλέγω να ζω, όχι απλά να υπάρχω».
Οπωσδήποτε είναι Τάλως τα χέρια της μάνας:
«ω! χέρια των αναμνήσεων σημεία αναφοράς!
χέρια παραμυθιών νανούρισμα αγγέλων!
χέρια της μάνας της γυναίκας της φωτιάς!
ω! χέρια της γης της αγκαλιάς στον ουρανό ανοιχτά!».
«Ο ποιητής, κοιτάει τον κόσμο όπως ένας άντρας κοιτάζει μια γυναίκα» έχει πει ο ποιητής Γουάλας Στήβενς. Πράγματι, ο Γ.Ρ. διαπνέεται από έρωτα για την ποίηση, ποίηση στον έρωτα, σχέση αμφίδρομη, διαδραστική, πολύ ευαίσθητη.
Μας λέει,
«Ποίησης Τάλως
άσβεστος δια βίου
Έρως πυρφόρος»
και
«μόνο στης αμοιβαιότητας το φως
του Έρωτα το ωμέγα ολοκληρούται
μονόγραμμα αιμάσσον του απείρου».
Ερωτική σχέση ανιχνεύει και σε άψυχα πράγματα, που προσωποποιώντας τα, αποκτούν συνειδητότητα και αντίληψη για πολύτιμες ανθρώπινες στιγμές που έχουν φωλιάσει μέσα τους.
Έτσι, λέει για τον μάνδαλο, της πόρτας το ασφάλιστρο,
«ποιο χέρι σε ταίριαξε στο ξύλο
ποια σε σμίλεψε μοναξιά
πόσα χέρια σε άγγιξαν που δεν υπάρχουν πια
…πόση πίκρα πόσος έρωτας πόσος μόχθος
φώλιασαν στο κορμί σου
που τ’ αργοτρώει η σκουριά;».
Ο Ρούσκας εξυμνεί τη δύναμη και το μεγαλείο του ελάχιστου και της ταπεινότητας, έτσι όπως ένα στάχυ μπορεί. Λέει,
«στάχυ ιδεών / …στάχυ γονιμότητας / …Ηλίου χρυσό γλυπτό / στάρι τροφής / στάση ζωής».
Ο ποιητής, δεν εννοεί το οδυσσεϊκό ταξίδι μοναχικό. Μοιράζεται τις ίδιες αγωνίες με τους συνταξιδιώτες του, τον άστεγο, το μοναχό, τον άνεργο, το χρήστη, τον πρόσφυγα, τον μετανάστη. Όλοι περιπλανώμενοι στο δημόσιο χώρο, στον ιδιωτικό τους χρόνο, όλοι «μάτια στο πρόσωπο / ενός απρόσωπου κόσμου». Θυμούμενος το άσπιλο αίμα Εκείνου, αναλογίζεται το χρέος προς Εκείνους όλους τους αθώους που χάνονται ανυπεράσπιστοι από συμφέροντα αδίστακτων, από την αναλγησία ανεύθυνων, από τις άρρωστες δομές της κοινωνίας, την αδράνεια, την ανοχή, την υποταγή μας σε συμβιβασμούς. Γι αυτό και μαύρα παρουσιάζει τα κόκκινα αναστάσιμα αυγά. Λέει,
«είν’ η ανύποπτων Παιδιών στυγνή δολοφονία
που βρέθηκαν σε διάπυρο Μάτι Χάρου Κυκλώνα
…του πρόσφυγα η κόκκινη
απ’ τον βυθό που πλέον κείτεται πατρίδα
…εγκλήματα…
μέλανα βάφουν τον ζωμό στου χρόνου το καζάνι
…κι εγώ
εγώ τι κάνω;».
Ως άλλος Τάλως επίσης, πασχίζει για την προστασία της υψηλής τέχνης, των καρπών του ελληνικού, αυτού του οικουμενικού πνεύματος, της γλώσσας, του λόγου με τον οποίο κάποιοι άγγελοι ποιητές μυούν στον «Ενιαίο Κοσμογονικό Ρυθμό», «εις τους αιώνας των Ελλήνων αμήν».
Κομψή οικονομία και νοηματική ολοκλήρωση παρουσιάζουν τα χαϊκού που είναι σπαρμένα μέσα στην ποιητική σύνθεση, ως ενδεικτικές ψηφίδες του περιεχομένου της.
Στα δύσκολα της ζωής, είναι ο Τάλως συμπαραστάτης στον πόνο, στην ασθένεια. Από το ποίημα «αποκλειστική»:
«με λέξεις αναλγητικές πόνου κηλίδες καθαρίζω / με χάδια ημερεύω φλεγμονές / …αναπληρώνω ερυθρά με μεταγγίσεις συντροφιάς».
Πλησιάζοντας προς το τέλος της ποιητικής σύνθεσης, στο ποίημα «το περιτοίχι 2ο νεκροταφείο Αθήνας», ο ποιητής εκφράζεται για το φθαρτό των υπάρξεων:
«αγναντεύουν ορίζοντες σιωπής / …στο παγωμένο αδιαχώρητο του χρόνου / …ύλης απομεινάρια / που κάποτε ήταν δράση πόνος χαρά / ώσπου να γίνουν ένα ξανά με τη μάνα γη / κι η ανέμη πάλι ν’ αρχινήσει».
Τι κι αν προχωρούμε στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης;
«Έσσεται ήμαρ το ’ξερε ήταν εγγεγραμμένο» θα πει ο ποιητής.
Να ’ναι η μοίρα; Να ’ναι ο καιρός; Να ’ναι η δύναμη του έρωτα, ίση του θανάτου, σαν μέθεξη στο βάθος της ουσίας, σαν έκρηξη του είναι;
Το εδώ πολύπλοκο και σύνθετο. Το εκεί ανεξιχνίαστο. Μα αν ο κόσμος αδιαίρετος, ο θάνατος είναι ο μέγας άγνωστος που κρατά τα κλειδιά της αινιγματώδους ασάφειας του επέκεινα. Κι όταν επισκεφτεί τον Τάλω, αυτός απεγκλωβισμένος από το σαρκίο και τα στενά όρια της ζωής που του δόθηκε, άυλος πλέον, ταξιδεύει στο ασύλληπτο, να συλλάβει το άρρητο, έτσι όπως ξεχύθηκε ως Ιχώρ, αίμα θείο, λιωμένο μολύβι, μολύβι ποίησης, υπόσχεση πνευματική πέρα από γνώση και λογική.
Λέει ο ποιητής,
«ψηλά σαν εξατμίστηκε σ’ αιθέρα μετετράπη
σε όνειρο σε ποίημα σε χρέος και σε λόγο
…καμπάνα ορειχάλκινη ηχώ Αβύσσου Θείας
…σε όλα πάνω επέδρασε σε όλα ενυπάρχει
ως άλλος Χρόνος γήινος ως άλλος άυλος Τάλως»
κι όπως αποτυπώνουν τα λόγια του Ελύτη,
«να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος».
* Η Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου είναι ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου