Είχανε οι στέγες ξεραθεί.
Ούτε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας
ούτε βροχή
ούτε σπουργίτι,
ένα κοιμητήριο θαρρείς
στη μέση της νύχτας
στο μέσον της πόλης.
Τικτακ τα τακούνια μου
ράθυμα βροντούσαν ζωή,
σκοτάδι κι αέρας λιπόψυχος
με συνόδευαν
και μια εσάνς αλκοόλ,
παραπαίαν τα βήματα
ζαλισμένα να φτάσουν στην κλίνη.
Απέναντι δύο μάτια φεγγάρια,
βαθουλωμένα στις κόχες
με φώτισαν,
τι μάτια λίμνες,
με μια υποψία επαιτείας,
μα όχι, ήτανε μάτια πυθμένες
που η απόγνωση λίμναζε,
ένα διωγμένο παιδί.
Στάσου μου είπε το βλέμμα του,
κοίταξε με,
είμαι το παιδί_σκύλος
που όλοι χαριεντίζονται τη μέρα
και τη νύχτα μ' εγκαταλείπουν,
στον πόλεμο επέζησα
στην πείνα άντεξε
στην ορφάνια κρατήθηκα
μα δεν την αντέχω τη μοναξιά,
έλα να γλείψεις τις στάχτες μου,
δεν με θέλουν στα σπίτια τους
γιατί κουβαλάω τη μπόχα
της θλίψης,
στάσου λοιπόν,
να κοίτα,δεν θα μιλάω,
μόνο θα κλαίω στο πανωφόρι σου
που μυρίζει λεβάντα,
α,εγώ βρωμάω απ την κούνια μπαρούτι
και πίνω το γάλα μου μαύρο
γιατί το βυζί έσταξε μέσα του
όλη τη λύπη της μάνας μου
και την καταφρόνια.
Γι αυτό σου λέω,
έλα κυρία,
δεν σε πειράζω,
τα παιδιά_σκύλοι είναι ταγμένα
να τα λυπούνται,
είναι γεννημένα φρόνιμα ζώα
στα παλιατζίδικα της ζωής.
ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΣΠOΝΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου