Εικόνα : Yannis Panagiotidis
Τα σπίτια άδεια , πεπαλαιωμένα έπιπλα πίνακες και κάδρα μιας άλλης εποχής
Έξω κάθε τι αδιόρατο ακίνητο αμίλητο και σιωπηλό
Σφαλίσαμε τις πόρτες τα παράθυρα τα σπίτια μας τα υπάρχοντα μας
Παροπλισμένα γερτά καράβια ,
σκουριά κι αλμύρα
στυφή ζωή
Τα παιδιά μας μεγάλωσαν φύγαν πάνω σε αστραφτερά αεροσκάφη ταξιδεύουν μακριά του πελάου
Οι εκλιπόντες περιφρονούν σωπαίνουν καθώς εμείς σπεύδουμε την αποποίηση
Ανέγνωρος πια ο διαθέτης κι η μνήμη ασθενής ομνυόμενοι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον
Μα θα μου πεις: τι θες και τα θυμάσαι, φίλε μου; Οι εποχές αλλάζουν!
– Θέλω με απλά λόγια να πω - δίχως υπαινιγμούς να μιλήσω, για κάτι που ήδη όλοι γνωρίζουν, σαν κάτι καθημερινό όπως
για το πώς φτάσαμε ως εδώ
για την πρόοδο του ανθρώπου
για όσα θαυμαστά καταφέραμε προχωρώντας
μπροστά κοιτώντας ίσια – πέρα καθώς τούτος ο δρόμος δεν τελειώνει
βαδίζοντας άγνωστο που δίχως σαφή προορισμό κι επιθυμία
προχωρούμε
άλλος μπροστά, άλλος πλάι δίχως να κοιτάζουμε πίσω
σαν ένας υπαινιγμός μια αμφιβολία ή περσότερο ίσως ως απειλή θεϊκής ρήτρας που μας προστάζει
Σφαλίσαμε την πόρτα κι απέξω βγαίνοντας
ένας σωρός φύλλα άχερα πατώντας απάνω με κάθε βηματισμό μας
προς κάθε μας ευγενή επιθυμία
πάνω στις θημωνιές από αγριόχορτα που ξεριζώσαμε
όταν μας έπνιγαν
και όσο τα κόβαμε κι αυτά απλώνουν πάλι και τόσο μας πνίγουν
Μες το σπίτι το άδειο φωνάξαμε, βροντερά όπως μιλούν οι ετοιμοθάνατοι ψυχορραγώντας στο χάσμα της νύκτας και της μέρας
Φωνάξαμε τρομαγμένοι μες την ερημιά μας στις θυγατέρες,
σε εσάς θυγατέρες μα εσείς πέρα στα αλώνια καίατε την νύκτα
τα θερισμένα μας χόρτα και σας είδαμε σιωπηλές
μες τα μεγάλα σας μάτια να αντανακλά η απαίσια θωριά μας
Μάθαμε τέλος να μιλούμε μα μήτε η φωνή μας έβγαινε λες κι η πέτρα κοβόταν
Κανείς δεν μας ακούει πια έρημος και σκόνη
Μιλήσαμε με ότι λόγια θυμηθήκαμε λησμονημένα όσα βρέθηκαν πρόχειρα μες από τα παλιά κάδρα και τους τριγμούς των επίπλων
Μάθαμε να μιλάμε στην πέτρα που κάποτε ακόνισε μαχαίρι βυθίζοντας τις κραυγές μας στο αίμα
Σε κάθε πέτρα που πατούσαμε μάθαμε να μιλούμε
Κι οι πέτρες ανταπαντούσαν γαληνεύοντας την σιωπή του κόσμου θαμμένη
μιλώντας από βάθος κι ασυγχώρητο πόνο μια γλώσσα αρχέτυπη στεγνή κι άσπονδη
στην αιχμή του φοβερού αίματος στο χρόνο που 'κλείνε άσκοπα στην πτώση και την ύψωση του ύδατος
Πνιγερές λέξεις αίμα πέτρα και χώμα.
Εμείς ο λόγος η πέτρα το αίμα το χώμα. Και τα σείστρα του ανέμου
Ο άνεμος τα σμιλεύει, ο άνεμος όλα
Χώμα και ύδωρ κι ο χρόνος αίμα
κι έτσι μίλησα φανερά κι απλά
δίχως να μέμφομαι κανέναν
καθώς θυμήθηκα Εκείνον και λέξεις τελευταίες μες στην πέτρα στο αίμα στον άνεμο :
- "Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι"
Νοέμβρης του 2019
* βλέποντας τα μυρμήγκια να πηδούνε στο χάσμα νιώθοντας την δύναμη πως πετούν ... πέφτοντας βλαστημώντας τις πεταλούδες*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου