Η Σιμόν Βέιλ (Simone Weil, 3 Φεβρουαρίου 1909 – 24 Αυγούστου 1943) ήταν Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια.
Μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο, έγινε καθηγήτρια. Δίδαξε καθ'όλη την δεκαετία του 1930 με αρκετά διαλείμματα εξαιτίας των προβλημάτων υγείας της και για να αφιερωθεί στον πολιτικό ακτιβισμό, κάτι που την βοήθησε στο συνδικαλιστικό κίνημα με το οποίο τάχθηκε υπέρ των αναρχικών στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και για περισσότερο από ένα χρόνο δούλεψε ως εργάτρια, κυρίως σε εργοστάσια αυτοκινήτων, ώστε να κατανοήσει καλύτερα την εργατική τάξη.
Παίρνοντας έναν δρόμο που ήταν ασυνήθιστος στον κόσμο των διανοούμενων της αριστεράς του εικοστού αιώνα, έγινε περισσότερο θρησκευόμενη και έτεινε προς τον μυστικισμό καθώς η ζωή της συνεχιζόταν. Η Βέιλ έγραφε βιβλία καθ'όλη την διάρκεια της ζωής της, αν και τα περισσότερα από τα γραπτά της δεν έλαβαν αρκετή προσοχή παρά μόνο μετά τον θάνατό της. Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η δουλειά της έγινε διάσημη στην ηπειρωτική Ευρώπη και σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Η σκέψη της συνεχίζει να αποτελεί ένα αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης σε ένα ευρύ φάσμα τομέων. Μια μελέτη απέδειξε ότι μεταξύ του 1995 και του 2012 είχαν δημοσιευτεί πάνω από 2.500 επιστημονικά έργα για αυτήν. Ο Αλμπέρ Καμύ την χαρακτήρισε ως "το μοναδικό μεγάλο πνεύμα της εποχής μας".
Γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1909 στο Παρίσι μέσα σε μια οικογένεια φιλελεύθερων, αγνωστικιστών Γαλλοεβραίων. Η μητέρα της ήταν η Σαλώμη Βέιλ και ο πατέρας της Μπερνάρ Βέιλ ήταν γιατρός. Και οι δυο γονείς της ήταν Εβραίοι από την Αλσατία, που είχαν μετακομίσει στο Παρίσι μετά την προσάρτηση της Αλσατίας-Λωραίνης στο γερμανικό κράτος. Η Βέιλ ήταν ένα υγιές μωρό κατά τους πρώτους έξι μήνες αλλά μετά υπέστη μια σοβαρή σκωληκοειδήτιδα, η οποία την ανάγκασε να έχει μια κακή υγεία σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Ήταν το δεύτερο από τα δυο παιδιά της οικογένειας ; ο μεγαλύτερος αδερφός της ήταν ο μαθηματικός Αντρέ Βέιλ με τον οποίο είχε πάντα στενή σχέση. Οι γονείς της ήταν αγνωστικιστές και αρκετά εύποροι και μεγάλωσαν τα παιδιά τους σε ένα προσεγμένο και υποστηρικτικό περιβάλλον.
Η Βέιλ υπέφερε από αγωνία εξαιτίας του ότι ο πατέρας της έπρεπε να εγκαταλείψει για αρκετά χρόνια το σπίτι μετά την επιλογή του ως στρατιώτη στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σύμφωνα με αρκετούς μελετητές της Βέιλ, αυτή η εμπειρία ίσως να σχετίζεται με τον ισχυρό αλτρουισμό που επέδειξε καθ'όλη την ζωή της. Η Βέιλ απέκτησε μια εμμονή για την καθαριότητα από την οικογένειά της. Θεωρήθηκε αρκετά ελκυστική γυναίκα από τα άτομα της ηλικίας της. Παρά το γεγονός όμως ότι η ίδια ήταν γενικά ιδιαίτερα στοργική, σχεδόν πάντα απέφευγε κάθε μορφή στοργικής επαφής, ακόμα και με γυναίκες φίλους της.
Σύμφωνα με την φίλη και βιογράφο της Σιμόν Πετρεμέν, η Βέιλ αποφάσισε από νωρίς ότι θα χρειαζόταν να υιοθετήσει αρσενικές ιδιότητες και να θυσιάσει κάποιες ευκαιρίες για την αγάπη προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολή της να βελτιώσει τις κοινωνικές συνθήκες για τα μειονεκτούντα άτομα. Προς το τέλος της εφηβείας της, η Βέιλ συγκάλυψε την "εύθραυστη ομορφιά" της και υιοθέτησε μια αρρενωπή εμφάνιση, στην οποία σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούσε μακιγιάζ ενώ φόραγε συχνά ανδρικά ρούχα.
Πνευματική ζωή
Η Βέιλ ήταν μια άριστη φοιτήτρια και γνώστης των αρχαίων ελληνικών από την ηλικία των 12 ετών. Αργότερα έμαθε την σανσκριτική γλώσσα. Τα ενδιαφέροντά της για άλλες θρησκείες ήταν καθολικά και προσπάθησε να καταλάβει την κάθε θρησκευτική παράδοση ως μια έκφραση υπερβατικής σοφίας.
Ως έφηβη, η Βέιλ σπούδασε στο λύκειο Ανρί IV (Henri IV) υπό την κηδεμονία του καθηγητή Εμίλ Σαρτιέ. Η πρώτη της προσπάθεια για να μπει στην École Normale Supérieure τον Ιούνιο του 1927 κατέληξε σε αποτυχία εξαιτίας των χαμηλών βαθμών που έλαβε στην ιστορία. Το 1928 κατάφερε να μπει στην σχολή αυτή. Κατετάγη πρώτη στην βαθμολογία στις εξετάσεις για το πτυχίο "Γενική Φιλοσοφία και Λογική" ; η Σιμόν ντε Μποβουάρ ήταν δεύτερη στην λίστα. Κατά την διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων, η Σιμόν Βέιλ έτυχε μεγάλης προσοχής λόγω των ριζοσπαστικών απόψεών της. Ονομάστηκε η "Κόκκινη Παρθένος", ή ακόμα "Ο Άρης" από τον μέντορά της.
Στην École Normale Supérieure σπούδασε φιλοσοφία και κέρδισε το DES (δίπλωμα ανωτάτων σπουδών, ισοδύναμο με ένα μεταπτυχιακό) το 1931 ενώ η διατριβή της είχε τον τίτλο "Science et Perfection dans Descartes" (αγγλικά "Science and Perfection in Descartes", ελληνικά "Η Επιστήμη και η Τελειότητα στον Καρτέσιο"). Έλαβε το διδακτορικό της την ίδια εκείνη χρονιά. Η Βέιλ δίδαξε φιλοσοφία σε ένα γυμνάσιο θηλέων και η διδασκαλία υπήρξε η κύρια απασχόλησή της κατά την διάρκεια της σύντομης ζωής της.
Τα διασημότερα έργα της Βέιλ κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό της.
Η ανάγκη της αλήθειας
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Σιμόν Βέιλ, Ανάγκη για Ρίζες, εκδόσεις Κέδρος.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΙΕΡΟΤΕΡΗ οποιασδήποτε άλλης. Κι όμως δεν αναφέρεται ποτέ. Φοβόμαστε να διαβάσουμε, όταν αντιλαμβανόμαστε καμιά φορά πόσο πολλά και τεράστια ψεύδη εκτίθενται χωρίς αιδώ, ακόμα και στα βιβλία των πιο διάσημων συγγραφέων. Διαβάζουμε λοιπόν, όπως θα πίναμε το αμφιβόλου ποιότητας νερό ενός πηγαδιού.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΕΡΓΑΖΟΝΤΑΙ οχτώ ώρες την ημέρα και καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να διαβάσουν το βράδυ για να μορφωθούν. Δεν μπορούν να καταγίνονται με επαληθεύσεις στις μεγάλες βιβλιοθήκες. Έτσι πιστεύουν τυφλά σε ό,τι λέει το βιβλίο. Κανείς δεν έχει λοιπόν το δικαίωμα να τους δίνει ψέματα για τροφή. Τι νόημα έχει να επικαλείται κανείς την καλή πίστη των συγγραφέων; Αυτοί δεν εργάζονται σωματικά οχτώ ώρες την ημέρα.
Η κοινωνία τούς τρέφει για να έχουν την ευχέρεια και να κάνουν τον κόπο να αποφεύγουν τα λάθη. Έναν ελεγκτή που γίνεται αίτιος ενός εκτροχιασμού δεν θα τον έβλεπαν με καλό μάτι, αν έκανε επίκληση της καλής του πίστης.
ΚΑΤΑ ΜΕΙΖΟΝΑ ΛΟΓΟ ΕΙΝΑΙ ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΟ να ανεχόμαστε την ύπαρξη εφημερίδων για τις οποίες όλοι γνωρίζουν ότι κανένας συνεργάτης τους δεν θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση του αν δεν δεχόταν να παραποιεί ορισμένες φορές εν γνώσει του την αλήθεια.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΙΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ, αλλά η δυσπιστία του δεν το προστατεύει. Γνωρίζοντας σε γενικές γραμμές ότι μια εφημερίδα περιέχει αλήθειες και ψέματα, κατανέμει τις πληροφορίες που παρέχονται στις δύο αυτές κατηγορίες τυχαία, ανάλογα με τις προτιμήσεις του. Έτσι όμως οδηγείται σε λάθη.
ΟΛΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΟΤΑΝ Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ταυτίζεται με το οργανωμένο ψεύδος, αποτελεί έγκλημα. Αλλά πιστεύουν ότι πρόκειται για ένα έγκλημα το οποίο δεν χρήζει τιμωρίας. Τι μπορεί να εμποδίζει την τιμωρία μιας δραστηριότητας άπαξ και έχει αναγνωριστεί ως εγκληματική; Από πού μπορεί να προέρχεται αυτή η περίεργη άποψη των μη κολάσιμων εγκλημάτων; Πρόκειται για μία από τις πιο τερατώδεις παραμορφώσεις των νομικών κανόνων.
ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ότι οποιοδήποτε προφανές έγκλημα είναι κολάσιμο, και ότι είμαστε αποφασισμένοι, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία, να τιμωρούμε όλα τα εγκλήματα;».
«Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΤΑΝ σε όποιον εντοπίζει ένα λάθος που θα μπορούσε να αποφευχθεί σ’ ένα δημοσιευμένο κείμενο ή σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, να προσφύγει στα δικαστήρια».
«ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΤΗΝ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ; θα αντιτάξουν κάποιοι. Η μόνη εγγύηση, εκτός από την πλήρη ανεξαρτησία τους, είναι να προέρχονται από πολύ διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, να είναι εκ φύσεως προικισμένοι με ευρύτητα αντίληψης, διαυγή και σαφή, και να είναι καταρτισμένοι σε μία σχολή όπου θα λαμβάνουν μία παιδεία όχι νομική αλλά πριν απ’ όλα πνευματική και δευτερευόντως διανοητική. Πρέπει να συνηθίσουν να αγαπούν την αλήθεια.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ να ικανοποιηθεί η ανάγκη για αλήθεια ενός λαού, αν δεν μπορούν να βρεθούν για τον σκοπό αυτόν άνθρωποι που ν’ αγαπούν την αλήθεια».
Στοχασμοί πάνω στην ελευθερία και την κοινωνική καταπίεση
«Τίποτα δεν είναι περισσότερο αντίθετο προς αυτό το ιδεώδες [ενός πολιτισμού, στον οποίον οι άνθρωποι θα ορίζουν οι ίδιοι τη μοίρα τους μέσα από σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας] όσο η μορφή που έχει πάρει σήμερα, στο τέλος μιας πορείας πολλών αιώνων, ο σύγχρονος πολιτισμός. Ποτέ το άτομο δεν ήταν τόσο ολοκληρωτικά παραδομένο στην τυφλή συλλογικότητα και ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν περισσότερο ανίκανοι, όχι μόνο να υποτάξουν τις πράξεις τους στις σκέψεις τους, αλλά ακόμα και να σκεφτούν. (…)
Η αιτία αυτής της οδυνηρής κατάστασης πραγμάτων είναι ξεκάθαρη. Ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου τίποτα δεν είναι στο μέτρο του ανθρώπου. Υπάρχει μια τερατώδης δυσαναλογία μεταξύ του σώματος του ανθρώπου, του πνεύματος του ανθρώπου και των πραγμάτων που συγκροτούν σήμερα τα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής. Τα πάντα βρίσκονται σε ανισορροπία και καμιά κοινωνική κατηγορία, ομάδα ή τάξη ανθρώπων δεν ξεφεύγει εντελώς από αυτήν. (…)
Αυτή η ανισορροπία είναι ουσιαστικά θέμα ποσότητας. Έχουμε διαβεί ένα κατώφλι όπου, όπως είπε ο Χέγκελ, μια απλή διαφορά ποσότητας επιφέρει ένα ποιοτικό άλμα −κι εδώ έχουμε ένα τέτοιο άλμα από το πεδίο του ανθρώπινου στο πεδίο του απάνθρωπου. Βέβαια, σε ένα αφηρημένο επίπεδο αυτό δεν είναι ορατό διότι σε κάθε ποσοτική αύξηση μπορούμε ν’ αλλάζουμε αυθαίρετα τη μονάδα μέτρησης και να μη διακρίνεται η ποιοτική μεταβολή. Στο πεδίο του συγκεκριμένου ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες μονάδες μέτρησης που δεν αλλάζουν κατά τις ορέξεις μας: π.χ. το ανθρώπινο σώμα, η ανθρώπινη ζωή, το έτος, η ημέρα, η μέση ταχύτητα της ανθρώπινης σκέψης. Η σημερινή ζωή δεν οργανώνεται στα μέτρα όλων αυτών των δεδομένων αλλά με βάση μια εντελώς διαφορετική τάξη μεγεθών. (…)
Αν μάλιστα δούμε, ότι το παρόν οικονομικό καθεστώς εξάντλησε πλέον τις κατασκευαστικές του ικανότητες και λειτουργεί υπονομεύοντας ολοένα και περισσότερο τις υλικές βάσεις του, θα αντιληφθούμε σε όλη την απλότητά της την ουσία της απύθμενης αθλιότητας, στην οποία έχουμε καταδικάσει τις μελλοντικές γενιές. Φαινομενικά, τα πάντα σήμερα γίνονται μεθοδικά: η επιστήμη βασιλεύει, οι μηχανές έχουν καταλάβει σχεδόν ολόκληρο το πεδίο της εργασίας, τα πάντα γίνονται με βάση τις στατιστικές και στο ένα έκτο του πλανήτη η κοινωνική ζωή ρυθμίζεται με βάση κάποια συγκεκριμένα σχέδια. Όμως στην πραγματικότητα, το ίδιο το μεθοδικό πνεύμα εκλείπει ολοένα και περισσότερο για τον απλό λόγο ότι η σκέψη δεν βρίσκει πλέον πού ακριβώς να πατήσει, μιας και τα πάντα έχουν συνδεθεί σε ένα τόσο ευρύ, πολύπλοκο όσο και αφηρημένο σύνολο, πολύ πέρα και πάνω από την εμβέλεια του ατόμου και του σκέπτεσθαι. (…)
Αυτό δεν ισχύει μόνο για το πεδίο της επιστήμης και της γνώσης, ούτε μόνο για την ίδια την πρακτική και παραγωγική ζωή −όπου ο εργαζόμενος περιστέλλεται σε ένα εντελώς παθητικό ρόλο −, αλλά και για το σύνολο της κοινωνικής ζωής, η οποία εξαρτάται από τόσο πολλούς και τόσο αλληλένδετους παράγοντες, που κανείς πλέον δεν είναι σε θέση να συλλάβει με ακρίβεια το πώς ακριβώς δουλεύει. Έτσι, η κοινωνική εκείνη λειτουργία που κατ’ εξοχήν ανήκει στο άτομο, η λειτουργία του συντονισμού, της διεύθυνσης και της απόφασης, ξεπερνάει τις ατομικές ικανότητες και γίνεται αφηρημένα συλλογική και ανώνυμη.
Στο βαθμό λοιπόν που ό,τι το συστηματικό έχει η σύγχρονη ζωή ξεφεύγει από τη εμβέλεια της σκέψης μας, η συστηματικότητα αποκαθίσταται μέσα από πράγματα που ανήκουν στηνυποτιθέμενη συλλογική σκέψη −υποτιθέμενη, διότι η συλλογικότητα, ασφαλώς, δεν σκέφτεται!− και που στην πραγματικότητα πιθηκίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Έτσι, η συνοχή της επιστήμης εξασφαλίζεται αφενός από σημεία, δηλαδή από έτοιμες λέξεις ή εκφράσεις που χρησιμοποιούνται άσχετα από το αρχικό τους νόημα, και αφετέρου από αλγεβρικούς υπολογισμούς. Στο πεδίο της εργασίας, την αντίστοιχη λειτουργία την αναλαμβάνουν οι μηχανές. Η παραγωγή και η κατανάλωση, επίσης, σχετίζονται και ρυθμίζονται από ένα αφηρημένο πράγμα, το χρήμα. Και τέλος, ο συντονισμός και η διεύθυνση της κοινωνίας, έχουν εγκαταλειφθεί και αυτές σε ένα μηχανισμό, τη λεγόμενη γραφειοκρατία, που τα κομμάτια της είναι άνθρωποι και τα γρανάζια που τα συνδέουν είναι πρωτόκολλα, αναφορές και στατιστικές. (…)
Η αντιστροφή της σχέσης μεταξύ μέσων και σκοπών, η οποία σε κάποιο βαθμό αποτελεί το νόμο κάθε καταπιεστικής κοινωνίας, είναι πλέον ολοκληρωτική και εκτείνεται παντού. Ο επιστήμονας δεν καταπιάνεται με την επιστήμη προκειμένου να καταφέρει να δει καθαρότερα τη σκέψη του, αλλά αποβλέποντας στην επίτευξη εκείνων των αποτελεσμάτων, που θα επιβεβαιώσουν την ήδη συγκροτημένη επιστήμη. Οι μηχανές δεν λειτουργούν για να βοηθούν τον άνθρωπο να επιβιώνει αλλά, απεναντίας, έχουμε φτάσει στο σημείο να μην αφήνουμε ανθρώπους να επιβιώσουν αν δεν γίνουν υπηρέτες των μηχανών. Το χρήμα δεν αποτελεί ένα εύχρηστο μέσον για την ανταλλαγή των προϊόντων, αλλά η ακατάσχετη ροή εμπορευμάτων αποτελεί το μέσον για να κυκλοφορεί το χρήμα. Τέλος, η ίδια η οργάνωση δεν είναι ένα μέσον για την άσκηση μιας συλλογικής δραστηριότητας αλλά, απεναντίας, η δραστηριότητα μιας ομάδας ανθρώπων αποτελεί το μέσον για την ενίσχυση της οργάνωσης. Μια άλλη όψη του ίδιου πράγματος είναι το γεγονός, ότι τα ίδια τα σημεία − λέξεις και αλγεβρικές φόρμουλες στο πεδίο της γνώσης∙ χρήμα και πιστωτικά σύμβολα στο πεδίο της οικονομικής ζωής − εμφανίζονται ως πραγματικότητες ενώ τα πραγματικά πράγματα στα οποία παραπέμπουν, παρουσιάζονται σαν σκιές ακριβώς όπως στο παραμύθι του Άντερσεν για το σοφό και τον ίσκιο του. (…)
Όταν ο άνθρωπος έχει εξανδραποδιστεί σε τέτοιο βαθμό, οι αξίες δεν μπορούν πλέον να θεμελιωθούν πουθενά και έτσι, στην πραγματικότητα, τίποτα δεν μπορεί να αξιολογηθεί.Μοναδικό κριτήριο γίνεται, επομένως, η αποτελεσματικότητα και το κατά πόσον κάτι διευκολύνει μια δεδομένη ροή ή κατάσταση πραγμάτων. […] Στο οικονομικό πεδίο λ.χ., μια επιχείρηση δεν κρίνεται με βάση την ενότητα των κοινωνικών λειτουργιών της αλλά με το πόσο επεκτείνεται και πόσο γρήγορα αναπτύσσεται∙ κι αυτό ισχύει για όλους τους τομείς. (…)
Αλλά η εκμηδένιση κάθε δυνατότητας ουσιαστικής αξιο-λόγησης, οδηγεί αναγκαστικά στην ακύρωση και της ίδιας της σκέψης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον κρίσιμο ρόλο της στον έλεγχο της πορείας των ανθρώπινων πραγμάτων. Η σκέψη πέφτει στη σοφιστεία. Έτσι και τα πάντα, και σε όλα τα πεδία, γίνονται στα τυφλά. (…)
Γι’ αυτό, είναι απατηλή η ιδέα ότι ο σημερινός πολιτισμός παράγει από μόνος του τους ίδιους τους νεκροθάφτες. Πώς είναι δυνατόν η σκλαβιά να γεννήσει ελεύθερους ανθρώπους; Ποτέ στην ιστορία ένα δουλοκτητικό καθεστώς δεν έπεσε από τους ίδιους τους δούλους. Η αλήθεια, απεναντίας, είναι ότι η δουλεία αποκτηνώνει τον άνθρωπο μέχρι του σημείου που δεν τον νοιάζει πια που είναι δούλος. Η αλήθεια είναι, ότι την ελευθερία την αισθάνονται πολύτιμη μόνον εκείνοι που είναι πραγματικά ελεύθεροι, εκείνοι που την έχουν πραγματικά γευτεί. Και η αλήθεια είναι, ότι ένα καθεστώς ολότελα απάνθρωπο, όπως το δικό μας, όχι μόνο δεν διαπλάθει ανθρώπους ικανούς να χτίσουν μια ανθρώπινη κοινωνία, μα και πλάθει τους υποτελείς του, όλους τους υποτελείς του, καταπιεστές και καταπιεζόμενους, σύμφωνα με το δικό του απάνθρωπο πρότυπο. (…)
Βέβαια, λέμε συχνά πως η ισχύς δεν είναι σε θέση να δαμάσει τις ιδέες, τη σκέψη. Όμως για να ισχύει αυτό, πρέπει να υπάρχει σκέψη! Εκεί όπου οι κάθε λογής παράλογες γνώμες έχουν πάρει τη θέση των ιδεών, η ισχύς μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Γι’ αυτό και δεν είναι ακριβές ότι ο φασισμός σκοτώνει την ελεύθερη σκέψη. Στην πραγματικότητα, η απουσία ελεύθερης σκέψης είναι αυτή που επιτρέπει τη βίαιη επιβολή μισοπάλαβων δογμάτων, πολλαπλασιάζοντας τη γενικευμένη αποχαύνωση. Κι όπως ξέρουμε, στις μέρες μας οι απόπειρες αποβλάκωσης των ανθρώπων έχουν στη διάθεσή τους πανίσχυρα μέσα για να σπείρουν την ασάφεια και τον παραλογισμό. Ένα μόνο πράγμα είναι βέβαιον ότι δεν μπορεί να κατορθώσει κανείς, ακόμα κι αν έχει όλα τα μέσα επικοινωνίας στη διάθεσή του: να μεταδώσει ευρύτατα ιδέες σαφείς, συλλογισμούς με στέρεη βάση και μια καθαρή ματιά σε όσα συμβαίνουν. (…)
Συνολικά, η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα μοιάζει αρκετά με αυτή των ταξιδιωτών, που δεν έχουν ιδέα για το πού βρίσκονται ενώ τρέχουν ολοταχώς μ’ ένα αυτοκίνητο χωρίς οδηγό σε μια κακοτράχαλη γη. Πότε άραγε θα επέλθει η πρόσκρουση εκείνη, που θα θέσει στη συνέχεια το ζήτημα να δοκιμάσουμε να φτιάξουμε κάτι καινούργιο και διαφορετικό; Μπορεί σε κάποιες δεκαετίες, ή και αιώνες. Δεν έχουμε κανένα δεδομένο για να το πούμε με ακρίβεια. […] Οι τωρινές γενιές πάντως, είναι ίσως από εκείνες τις γενιές μέσα στην ιστορία που τους έχει τύχει να επιφορτιστούν με τις περισσότερες φανταστικές ευθύνες και τις λιγότερες πραγματικές ευθύνες. Αυτή η κατάσταση ωστόσο, από τη στιγμή που θα την κατανοήσει κανείς πλήρως, αφήνει μια εκπληκτική πνευματική ελευθερία.»
Σιμόν Βέιλ, Σκιαγραφία της σύγχρονης κοινωνικής ζωής,
τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο της
Στοχασμοί πάνω στα αίτια της ελευθερίας και της κοινωνικής καταπίεσης
(1934)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου