Στη φτωχική τη γειτονιά, μεσημεράκι με χιονιά,
τον είδα φάτσα φόρα, ρώτησε για την ώρα.
Θέλεις βοήθεια παππού;
Είμαι φερμένος απ’ αλλού.
Σαν το γαϊδούρι μια ζωή σακούλες φορτωμένος.
Ας ξαποστάσω ο έρημος γιατί είμαι κουρασμένος.
Σωρό κουβάρι κάθισε πάνω σε μια πέτρα.
Τα χρόνια μου δεν τα μετράω, εσύ αν θέλεις μέτρα.
Φάτσα Αριστοφανική και σαν φιγούρα ; Γραφική!
Φωνή καμπάνα μπάσα, ευγένεια περίσσεια.
Μαϊμού πως είμαι επιρρεπής, κρατάω καλά τα ίσια.
Χαρούμενος στα μέσα μου στα έξω μου θλιμμένος.
Ζητιάνος μοιάζω κουρελής μα είμαι μορφωμένος.
Λοξή ματιά, χαμόγελο κάτω από τα γένια.
Μιας και δεν τρώγω κόρη μου, με τρώει με πνίγει η έννοια.
Χτυπώντας τη μαγκούρα του πιο ψηλή από κείνον.
Μες στις σακούλες κουβαλάω μιας εβδομάδoς οίνον.
Λόγιος γέρος κουρελής, άραγε που να μένει;
Ντράπηκα, δεν τον ρώτησα…
Σε λένε Διογένη; **Εύη**
Θερμά ευχαριστώ...!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή