«Υπάρχει ένας όμορφος γιαπωνέζικος μύθος, που υπόσχεται πως αν καταφέρεις να φτιάξεις χίλιους τέτοιους γερανούς, τότε το πνεύμα τούτου του πανέμορφου πουλιού θα πραγματοποιήσει την ευχή που γέννησε το δίπλωμά τους» μου εξηγεί η Νεράιδα μου, δείχνοντάς μου το μικρό λευκό πουλί στα χέρια της.
«Και είπαμε, αν φτιάξεις χίλια τέτοια, τότε θα ζωντανέψεις ξανά το δέντρο της ζωής σου, αυτό που αποκόπηκε βίαια απ το χώμα του»
Την κοιτάω κι αναρωτιέμαι πώς να εκφράσω την ευχή μου, κι αν γίνεται να εκφραστεί. Αν υπάρχει τρόπος να γυρίσω τα πάντα στην αρχή τους, να τα δω, να τα ζήσω ξανά. Όχι από νοσταλγία. Μα για να τα κάνω διαφορετικά τούτη τη φορά, να τους δώσω την αξία που τους πρέπει, να γίνουν δέρμα μου. "Μα χίλια οριγκάμι, πώς;" μουρμουράω δύσπιστος κοιτάζοντάς την. Απλώνει και κρατά το χέρι μου στα δικά της.
«Παίρνεις την άκρη του κόσμου στην παλάμη σου και τη διπλώνεις στη γραμμή της ζωής κρατώντας για οδηγό το χέρι του ανθρώπου σου σφικτοπλεγμένο στο δικό σου. Το πιο απλό οριγκάμι και το πιο σύνθετο μαζί. Αν φτιάξεις αυτό τότε έρχονται και τ΄ άλλα. Μετά, διπλώνεις το σώμα στο σχήμα των φτερών σου. Γιατί θα ξέρεις καλά πως όποιος σπέρνει φτερά ανθίζει με πτήσεις. Κάνοντας έρωτα, καθώς γίνεσαι λευκός από μέσα, αναδιπλώνεσαι πάνω στα χάδια ίσαμε να τυλιχθείς κουλουριασμένος στη μήτρα της.
Το βλέμμα των παιδιών σου, τρυφερά, με προσοχή, δίπλωσέ τους όλες τις πτυχές, απ τα χείλη του φωτός να τα ακροπιάνεις, τόσο φως μπορεί να σου κάψει τα χέρια.
Ο κόσμος γύρω σου, ένα πελώριο λευκό χαρτί, η ζωή σου πάνω στον κόσμο, σε κάθε τσάκισμα μιας ευχής θα αναδιπλώνεσαι πάνω της, σε κάθε γωνιά που θα ξεμυτίζει σαν αναστεναγμός εσύ θα τα κάνεις φτερά. Πάνω σε όλα τα σχέδια που υπάρχουν για να αγαπήσεις τη ζωή. Με φύλλα όλα τα επικείμενα θαύματα
Κι όπως πολύ καλά κατάλαβες, το πρώτο απ τα χίλια είσαι εσύ, εσύ η ευχή, εσύ κι η πραγματοποίηση της, εσύ το κλειδί, εσύ κι η αναδίπλωση, το ίσιωμα ανάμεσα στις παλάμες στις ασχημοτσακισμένες και κακότεχνες γωνιές. Εσύ, με αγώνα, αφοσίωση και πίστη στο θαύμα. Σαν τάμα χρωστούμενο στον εαυτό σου, σαν ευχή στον άγνωστο θεό σου, σα τη λαχτάρα σου, που ζεις για να τη δεις να παίρνει οστά και σάρκα, σαν όνειρο που σου δίνει δύναμη να προσπαθήσεις, για να το κάνεις ζωή και αλήθεια.
Δε μιλάω. Στο μυαλό μου στριφογυρίζουν οι άπειρες φορές που περνάω απ το φως στο σκοτάδι ξανά και ξανά και ξανά , αναρωτώμενος αν τελικά αυτό και μόνο είναι η ζωή: μικρές παρηγορητικές δροσοσταλίδες σ΄ένα δύσκολο δρόμο από καυτές πέτρες που πληγώνουν τα βήματα.
«Μεγαλώνουμε με μια λιγάκι στεβλωμένη πεποίθηση μέσα μας ότι το να ωριμάζουμε, σημαίνει να μαθαίνουμε και κάθε μέρα κάτι περισσότερο για την αγωνία της ζωής», λέει σαν που απαντά στο μπέρδεμα του μυαλού μου.
«Ποτιζόμαστε μ’ αυτή τη σκέψη, σα δηλητήριο που παίρνουμε σε μικρές δόσεις καθημερινά και φτάνουμε να βλέπουμε μονάχα τούτη την αγωνία στο κάθε τι γύρω μας. Φτάνουμε να πιστεύουμε πως η ζωή δεν έχει να μας προσφέρει τίποτε άλλο παρά μονάχα αυτή τη γνώση. Δες όμως πόσο άγραφο χαρτί κρατάς στην ψυχή σου μέσα, πλάι στις τόσες πυκνογραμμένες σου σελίδες. Δες πόσο είναι στο δικό σου και μόνο χέρι να τις διπλώσεις ή να τις χρωματίσεις με τον τρόπο που μόνο εσύ θα διαλέξεις. Ξεχώρισε μία για αρχή και ξεκίνα, δοκίμασε. Πάρε την πρώτη λευκή πλάι σ’ εκείνη που χει σταλαματιές πόνων να ‘χουν θολώσει τα γραφόμενά της και άρχισε μ’ αυτή. Όσα ζήσαμε, το ξέρεις πως δε γυρνούνε πίσω. Δεν έχουμε τρόπο να διορθώσουμε το παρελθόν. Έχουμε όμως τη μοναδική δυνατότητα, να αλλάξουμε τη γεύση που πικρίζει τα χείλη μας κάθε που σηκώνουμε το φλασκί της μνήμης στο στόμα μας. Κανείς, δε μπορεί να μας επιβάλλει τίποτε. Ούτε καν η ‘μοίρα΄. Ακόμα κι εκεί έχουμε την επιλογή να σταθούμε απέναντι της και είτε να τη δεχτούμε με καταβασμένο κεφάλι, είτε να την αντιμετωπίσουμε ορθοί. Γιατί κι ο πόνος, κι ο φόβος, είναι με τον δικό τους τρόπο κομμάτια απ’ τις πιο προσωπικές μας κούτες παλιών φυλαγμένων, που μόνο εμείς μπορούμε να αναδείξουμε σε στολίδια. Κάθε οδύνη και κάθε θλίψη μπορούν σαν διπλωθούν κατάλληλα, να γίνουν τα πιο δυνατά φτερά για πιο μακρινά και πιο ψηλά πετάγματα. Μετά θα ‘χεις μάθει… Πως η ευτυχία, δεν είναι παρά μια διαφορετική μορφή που παίρνουν οι πόνοι μας, όταν τους δίνουμε το σχήμα του φωτός. Πως από εκεί ακριβώς ξεπηδάει η ομορφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου