Η Στέλλα Αρβανίτη κατάγεται από τη Β. Εύβοια (Λιχάδα). Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ιταλική Γλώσσα και Φιλολογία και ολοκλήρωσε την πανεπιστημιακή της κατάρτιση στον Καναδά και στην Μπολόνια της Ιταλίας (υποτροφία Erasmus). Παράλληλα αποφοίτησε και από τη Σχολή Διπλωματούχων Ξεναγών του ΕΟΤ. Από το 1996 εργάζεται ως διπλωματούχος ξεναγός σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία και κατά καιρούς ως εκπαιδεύτρια στα ΚΕΚ.
Η συγγραφική της δραστηριότητα άρχισε από τα πολύ πρώιμα χρόνια του δημοτικού και η συγγραφή είναι η μεγάλη της αγάπη. Ωστόσο, της αρέσει επίσης να διαβάζει, λατρεύει τα ταξίδια που την βοηθούν να συλλέγει εμπειρίες, να γνωρίζει διαφορετικές κουλτούρες και φυσικά να εμπνέεται.
Η συγγραφική της δραστηριότητα άρχισε από τα πολύ πρώιμα χρόνια του δημοτικού και η συγγραφή είναι η μεγάλη της αγάπη. Ωστόσο, της αρέσει επίσης να διαβάζει, λατρεύει τα ταξίδια που την βοηθούν να συλλέγει εμπειρίες, να γνωρίζει διαφορετικές κουλτούρες και φυσικά να εμπνέεται.
Το παραμύθι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη δουλειά της καθώς το έχει εντάξει στις ξεναγήσεις των ελληνικών αλλά και ξένων σχολείων (ελληνικοί μύθοι, συμβολισμοί, θρύλοι και παραδόσεις). Διαθέτει κανάλι στο youtube (Stella Arvaniti) με παραμύθια και μυστικά συγγραφής. Επίσης πραγματοποιεί σεμινάρια συγγραφής και συμβολισμού των παραμυθιών.
Διακρίσεις
2016, «Η ιστορία ενός μικρού ονείρου, Καρίμ» (εκδ. Οσελότος), Α΄ Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας, Πετρίδειο Ίδρυμα Κύπρου.
2015, «Τα δάκρυα της ζωής» (εκδ. Οσελότος), Γ΄ Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας, Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.
2014, «Το μυστικό της Μπρασκόγουρνας» (εκδ. Οσελότος), Α΄ Βραβείο Παιδικής Νουβέλας, 30ό Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης και Πεζογραφίας.
2014, «Η ιστορία ενός μικρού ονείρου, Καρίμ», Γ΄ Βραβείο Παραμυθιού, Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.
2012, «Το κυπαρίσσι που έγερνε» (εκδ. Χρυσαλλίδα), Έπαινος, Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.
Τους πρώτους της επαίνους έλαβε στην Γ΄ Γυμνασίου, σε πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης και πεζογραφίας («Ο ΦΙΛΩΝ»).
ΒΙΒΛΙΑ
i.Το κυπαρίσσι που έγερνε
Στέλλα Αρβανίτη - Το κυπαρίσσι που έγερνε
Εκδόσεις - Χρυσαλλίδα, 2012
Εικονογράφηση - Στέφανος Βλασακάκης
40 σελ.
ISBN 978-618-80116-4-9
Το "Κυπαρίσσι που έγερνε" είναι ένα γλυκό παιδικό ανάγνωσμα, που πλημμυρίζει από άρωμα αλλοτινών χρόνων, καθώς αφηγείται μια ιστορία, που θα μπορούσε να προέρχεται από το χωριό του καθενός μας, σε μια ελληνική ύπαιθρο παραδοσιακή, ανέγγιχτη, αγνή. Γι αυτό μας είναι τόσο οικείο. Το μήνυμα του είναι αισιόδοξο, ειδικά μέσα στη φοβερή κρίση που περνάμε. Ένα μήνυμα αγάπης, ελπίδας και πίστης για μικρούς και μεγάλους.
Απόσπασμα
Φοβόταν όμως το μικρό κυπαρίσσι. Έβλεπε τα άλλα, που έκαναν χαρές, γιατί θα στολίζονταν με χιόνι στο πράσινο κεφάλι τους, και στενοχωριόταν. Οι δικές του ρίζες ίσα που το κρατούσαν… Αν έπεφτε και το χιόνι πάνω του;
1716
Και ο καιρός βάρυνε πολύ. Το χιόνι έφτασε τους πενήντα πόντους και συνέχιζε να πέφτει. Ο βοριάς λυσσομανούσε για μέρες. Λες και το έκανε επίτηδες για να το ρίξει κάτω. «Ββββ… αντέχεις, μικρέ…;» του έλεγε περιπαικτικά, στριφογυρίζοντας ολόγυρά του. «Αντέχω ακόμη», έλεγε εκείνο και έσφιγγε τις ρίζες του και προσπαθούσε να αγκαλιάσει πιο σφιχτά το χώμα! «Κουράγιο», του έλεγαν τα άλλα κυπαρίσσια. «Σαν δυναμώσει ο κορμός σου και γίνεις σαν και μας, δεν θα φοβάσαι πια το βοριά…» Μα έτρεμαν τα φυλλαράκια του κυπαρισσιού από το φόβο. Ήξερε πως, αν ο βοριάς επέμενε κι άλλο, οι ρίζες του θα το εγκατέλειπαν. Το ήξερε ο βοριάς αυτό και δεν το άφηνε σε ησυχία. «Ββββ, πόσο θα αντέξεις ακόμη, μικρέ; Στο τέλος θα σε ρίξω», έλεγε ο βοριάς και η παγερή του ανάσα έσφιγγε το κυπαρισσάκι. Είχε δίκιο ο βοριάς και το κυπαρισσάκι το ήξερε…
Στέλλα Αρβανίτη - Η ιστορία ενός μικρού ονείρου, Καρίμ
Εκδόσεις - Οσελότος, 2014
32 σελ.
ISBN 978-960-564-195-5,
Ο Καρίμ ήταν έξω από ένα χαμηλό χωμάτινο σπίτι κι έπαιζε μπάλα. Έκανε πολλή ζέστη και τα παιδάκια ήταν γυμνά από τη μέση και πάνω. Μόνο στο κεφαλάκι τους φορούσαν ένα άσπρο τουρμπάνι για να τα προστατεύει από τον ήλιο που έκαιγε. Οι μανάδες τους λίγο παραπέρα έπλεναν τα ρούχα δίπλα στο ρυάκι κι έριχναν και καμιά ματιά στα μικρότερα που έπαιζαν μέσα στις λάσπες.
Ξαφνικά όμως σηκώθηκε πολλή σκόνη, σαν ανεμοστρόβιλος. Ένα τζιπ σταμάτησε απότομα κοντά τους. Κατέβηκαν βιαστικά φωνάζοντας κάποιοι άνθρωποι με στολές. Οι γυναίκες φοβήθηκαν.
Τι χρώμα έχουν τα όνειρα των παιδιών; Τι ονειρεύονται όταν κλείνουν τα μάτια τους το βράδυ; Ονειρεύονται σε εποχές κρίσης; Εκείνα που ήρθαν από άλλες χώρες, κυνηγημένα από τον πόλεμο ή την πείνα έχουν κι αυτά το δικαίωμα να ονειρεύονται όπως τα παιδιά όλου του κόσμου.
Απόσπασμα
«Καρίμ», φώναξε μια νεαρή γυναίκα σε ένα παιδί που έπαιζε ακόμη νυχτιάτικα με τα χώματα και τα ξυλαράκια, έξω από μια πρόχειρη σκηνή. «Καρίμ καλέ μου, είναι αργά… Έλα να κοιμηθείς, σε παρακαλώ».
Το παιδί πέταξε θυμωμένο τα ξυλαράκια του και μπήκε μέσα στη σκηνή.
«Δεν νυστάζω, δεν θέλω», είπε πεισμωμένο.
Η νεαρή γυναίκα του χάιδεψε το κεφάλι και του έστρωσε μια κουβέρτα
σαν πρόχειρο κρεβατάκι.
«Δεν θέλω να κοιμάμαι, θεία», είπε το παιδί λίγο πιο ήρεμα τώρα. «Δεν θέλω να ονειρεύομαι…»
«Γλυκέ μου Καρίμ», του είπε εκείνη ξαναχαϊδεύοντάς του το κεφάλι, «τα όνειρα μας ομορφαίνουν τη ζωή».
iii.Τα δάκρυα της ζωής
Στέλλα Αρβανίτη - Τα δάκρυα της ζωής
Εκδόσεις - Οσελότος, 2015
40 σελ.
ISBN 978-960-564-306-5,
Δάκρυ γλυκό, δάκρυ πικρό,
δάκρυ μαλαματένιο,
δάκρυ ζωής,
και το 'πια εγώ,
δάκρυ κεχριμπαρένιο.
"Έτσι είναι η ζωή καλή μου... γλυκόπικρη" είπε η γιαγιά χελώνα στη μικρή πεταλούδα.
Ένα τρυφερό παραμύθι για τρεις αδελφές ψυχές, τρεις πεταλούδες που ξεκινούν το ταξίδι της ζωής και της ενηλικίωσης μέσα στο δάσος, με τους κινδύνους και τις περιπέτειες που καραδοκούν. Θα τα καταφέρουν να μάθουν τι σημαίνει αγάπη, φιλία, σεβασμός και πώς μπορεί να συνεχίσει κάποιος να πετάει ακόμα κι αν χάσει το φτερό του;
Απόσπασμα
Μα η σαύρα ούτε που την άκουγε.Είχε φτάσει σχεδόν δίπλα της και είχε ανοίξει το τεράστιο άσχημο στόμα της,απ'όπου φάνηκε μια μακριά γλώσσα,που ξεπετάχτηκε έξω και άρχισε να μακραίνει και να μακραίνει και της ακούμπησε το ένα το φτερό.Η Μεταξένια είχε παραλύσει απ'τον φόβο της και μόνο την τελευταία στιγμή πρόλαβε να αναπηδήσει.Όμως η βαριά γλώσσα της σαύρας της είχε φάει λίγο από το δεξί κάτω φτερό.
Η Μεταξένια έκανε να πετάξει αλλά το φτερό της δεν την βοηθούσε.Μόνο να αναπηδάει λίγο λίγο μπορούσε,όμως ευτυχώς κατόρθωσε και σκαρφάλωσε σε μια τριανταφυλλιά.Η σαύρα δεν μπορούσε να την φτάσει γιατί είχε αγκάθια.
Στέλλα Αρβανίτη - Το μυστικό της Μπρασκόγουρνας
Εκδόσεις - Οσελότος, 2016
48 σελ.
ISBN 978-960-564-416-1,
Το παιδί κατέβασε το κεφάλι. Δάκρυα πήγαν ν' ανέβουν στα μελιά του μάτια, μα τα κατάπιε σαν την πείνα του. Γινήκαν κόμποι, που κατασκήνωσαν στην καρδιά του. Το χέρι της μάνας σηκώθηκε για να τον χαϊδέψει, γεμάτο ρόζους, σαν τους κορμούς των δέντρων, από τις δουλειές. Κοίταξε τον γιο της, τον χάιδεψε μόνο με τη ματιά της και το χέρι της, τελικά, κατευθύνθηκε να δέσει και να στεριώσει καλύτερα τη μαντίλα της. Τα χέρια τότε ήταν σκληραγωγημένα για βαριές δουλειές, οι αγκαλιές και τα χαϊδέματα δεν περισσεύαν. Και όταν δίνονταν, ήταν σχεδόν πάντα με το βλέμμα...
... Όσο γρήγορα είχε κατέβει το βουνό, τόσο αργά βάδιζε τώρα, λες και κουβαλούσε του Σίσυφου την πέτρα στα παΐδια που 'χε για ώμους. Και είχε και αυτόν, τον Αράπη από κοντά. Του 'ριχνε βλοσυρές ματιές και ο σκύλος κατέβαζε τα καφετιά, λαμπερά του μάτια, έσκυβε το κεφάλι και τον ακολουθούσε.
O σκύλος του 'λειπε... τώρα!
Απόσπασμα
Με το όπλο στο χέρι ’βγαλαν το σκοινί που κράταγε δεμένη την πρόχειρη πόρτα από τον τοίχο. Μπήκαν μέσα με τη μάνα, που έδεσε τη μαντίλα της σφιχτά και τους ακολούθησε αγέρωχη με το σώμα και το βλέμμα. Πιο πίσω, ο ίδιος με τον Γιαννάκο (τον μεγαλύτερο). Φτωχό το κελάρι τότε, με τόσα στόματα να πεινάνε, με τον πατέρα που επέστρεψε από το μέτωπο και να πρέπει να καλύψει τους μήνες απουσίας. Το μόνο που ’χε φέρει μαζί του ήταν ένα ζωνάρι γεμάτο ψείρες. Το πήρε η μάνα και το ’ριξε αμέσως στο καζάνι με το βραστό νερό, και καθάρισε και γίνηκε άνθρωπος ξανά ο πατέρας του.
«Niente… niente… (Τίποτα… τίποτα…)», άκουγε τους Ιταλούς στρατιώτες να λένε γυρνοβολώντας.
Μόνο στη γωνιά μέσα στο μισοσκόταδο είδαν την τσαντίλα κρεμασμένη με τη μυζήθρα.
«La ricotta! (Η μυζήθρα!)»
Είδε τα πρόσωπά τους να φωτίζονται με ικανοποίηση. Έψαξαν ολόγυρα να βρουν έναν τρόπο να την κατεβάσουν. Ο κρεμανταλάς που χρησιμοποιούσαν για να φορτώνουν τα γαϊδούρια έστεκε σε μια γωνιά προκλητικά ορθός. Τον έπιασαν και κατέβασαν τη μυζήθρα σαν ταχυδακτυλουργοί.
«Cerchiamo ancora un po’. Forse ne troviamo altre (Ας ψάξουμε ακόμη λίγο. Ίσως έχουν κι άλλες)».
Η μάνα στεκότανε σιωπηλή και ακούνητη κοντά στην πόρτα. Λες κι ήταν άγαλμα. Δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, παρά μόνο από τις κινήσεις τους μάντευε τις προθέσεις τους. Το παιδί, όμως, μπορούσε ν’ ακούσει ένα υπόκωφο βουητό οργής που έφτανε ως τ’ αυτιά του αναμεμειγμένο με τις μουρμούρες της και τις παρακλήσεις της στην Παναγιά
«Κάνε, Παναγιά μ’[Ό1] , να μην βρουν τα τα(ου)λ(ού)μια. Κι γω θα σ’ φκιάξω κεράκι ν’ ανάψ’ στ’ χάρη σ’».
(Ήταν σίγουρο πως ό,τι έλεγε η μάνα, το τηρούσε, γιατί Χριστούγεννα, Σαρακοστή, Δεκαπενταύγουστο, κρατούσε ευλαβικά τη νηστεία, αυτή και όλη η οικογένεια! Έπειτα, έφτιαχνε και πολύ ωραίο κεράκι, απ’ αυτό το πλεκτό με δυο πλεξούδες, το μοσχομύριστο, με φυσικό κερί μέλισσας.)
Πήραν οι Ιταλοί τον κρεμανταλά στα χέρια τους κι άρχισαν να αναποδογυρίζουν έξω έξω τ’ άχυρα, αλλά ευτυχώς δεν βρήκαν τίποτα. Τα ’χε καλά και βαθιά κρυμμένα η μάνα
Στέλλα Αρβανίτη - Μύθοι μεταμορφώσεων
Άδωνις και Αφροδίτη. Η Πίτυς
Εκδόσεις - Οσελότος, 2017
40 σελ.
ISBN 978-960-564-542-7,
...] Και πες πες ο Πάνας, και άκου άκου η Πίτυς, και πες πες ο Πάνας, και άκου άκου η Πίτυς, και πάλι πες πες, ε... στο τέλος υπέκυψε η Πίτυς στα παρακάλια του και τον ερωτεύτηκε. Δεν τον έβλεπε άσχηµο πια, δεν κοίταζε τα τριχωτά αφτιά του, ούτε την ουρά του που περίσσευε, ούτε καν αυτά τα πόδια του, που µοιάζανε µε τράγου! Παρά έβλεπε τον τρόπο που της µιλούσε, την κοιτούσε και της τραγουδούσε. [...]
- Ποια λουλούδια γεννήθηκαν από τα δάκρυα της Αφροδίτης;
- Ποιες θεές τσακώθηκαν για τον Άδωνη και ποια τον κέρδισε τελικά;
- Τι χρώμα έχει οίνος που πίνει ο τραγοπόδαρος Πάνας, και γιατί;
Απόσπασμα
Κάθε µέρα επαναλαµβανόταν το ίδιο. Κι όταν τέλειωναν τα στιχάκια, ο Πάνας άρχιζε τα γλυκόλογα: «Αχ, τι όµορφη που είσαι, ω Πίτυ! Και τι ωραία µαύρα µάτια σαν κάρβουνο που έχεις! Και τι κούκλα είσαι µ’ αυτόν τον χιτώνα! Και τι όµορφα σανδάλια! Πάµε µια βόλτα, κοπελιά, κερνάω κρασάκι!»
Και άλλα τέτοια της έλεγε, γιατί ήταν γερό ποτήρι, βλέπετε, και χοροπηδούσε από τη χαρά του σαν κατσίκι. Η Πίτυς γελούσε µε τον Πάνα και τον έκανε χάζι, µα δεν τον έπαιρνε και πολύ στα σοβαρά... Και οι µέρες κυλούσαν και ο Πάνας επέµενε.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ιστορία ενός μικρού ονείρου, Καρίμ
Καρίμ
Η ιστορία ενός μικρού ονείρου, Καρίμ που εκδόθηκε φέτος,(2014) από τις εκδόσεις Οσελότος.
Πρόκειται για ένα πολύχρωμο παραμύθι για σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα και συγκεκριμένα την προσφυγιά και τη μετανάστευση. Απευθύνεται σε μικρά, αλλά και μεγάλα παιδιά, γιατί τα θέματα που πραγματεύεται μας αγγίζουν (ή θα έπρεπε, πιστεύω να μας αγγίζουν) και μας αφορούν όλους.
Ο βασικός άξονας του βιβλίου αφορά την προσωπική ιστορία ενός προσφυγόπουλου, του Καρίμ,το οποίο έρχεται στην Ελλάδα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και παρακολουθεί την πορεία του τις πρώτες μέρες παραμονής του στη χώρα μας. Παράλληλα, όμως, σε ένα άλλο επίπεδο, παρακολουθούμε και την ιστορία ενός ονείρου, που η τύχη του συνδέεται με τον Καρίμ διότι αναλαμβάνει την αποστολή να γίνει πραγματικότητα, γιατί αλλιώς θα καταλήξει σε εφιάλτη.
Ανάλογα με την επιτυχία της αποστολής του θα πάρει και χρώμα, αλλιώς αν αποτύχει θα γίνει μαύρο. Έχει μόνο 3 προσπάθειες και ο τόπος της αποστολής του είναι ένας καταυλισμός προσφύγων στην Αθήνα της κρίσης, στην οποία έχει βρεθεί ο Καρίμ, έχοντας αφήσει πίσω του σπίτι, πατρίδα, φίλους, αλλά και τον πατέρα του, ο οποίος έχει συλληφθεί από την αστυνομία στη χώρα καταγωγής του. Στο δρόμο έχασε και τη μητέρα του, καθώς οι δουλέμποροι, οι οποίοι τους είχαν πάρει όλα τους τα λεφτά και τους είχαν στοιβάξει σε μια βάρκα με προορισμό την Ευρώπη, τους πέταξαν στη θάλασσα, λίγο πριν τους σώσει η Ελληνική ακτοφυλακή. Ο Καρίμ καταλήγει στην Αθήνα σε έναν καταυλισμό προσφύγων με τη θεία του, έχοντας πάθει σοκ, έχοντας χάσει κάθε διάθεση να ονειρεύεται και κάθε ελπίδα. Εκεί συναντά ένα κοριτσάκι, τη Φωτεινούλα, με την οποία γίνονται φίλοι. Για καλή του τύχη, η μητέρα του δεν είχε πνιγεί και βρέθηκε μετά από λίγες μέρες σε άλλο μέρος και θα πήγαινε στην Αθήνα να επανενωθεί με την οικογένειά της. Η ιστορία τελειώνει με το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα, να γεμίζει τη ζωή του Καρίμ με χρώμα και ελπίδα και το προσφυγόπουλο να αρχίζει να ονειρεύεται μια καινούρια αρχή, μια καινούρια πατρίδα, καινούριες ευκαιρίες για μόρφωση, φιλίες και να αντιμετωπίζει πάλι τη ζωή με αισιοδοξία.
Πρόκειται για μια συγκινητική ιστορία με αίσιο τέλος, που εκτός από τη μετανάστευση και την προσφυγιά, που είναι οι κεντρικές θεματικές του βιβλίου, αγγίζει και άλλα θέματα, όπως η ταυτότητα, που γίνεται βασική παράμετρος σε ξένα και αλλόγλωσσα περιβάλλοντα, η οικογένεια και οι δυνατοί δεσμοί που ενώνουν τα μέλη της που όμως δοκιμάζονται από αντίξοες συνθήκες σε πολλά μέρη του κόσμου. Επίσης τίθεται το θέμα της γλώσσας και ο ρόλος που παίζει στην κοινωνικοποίηση και στην ενσωμάτωση των μεταναστών καθώς είναι βασικός παράγοντας της επικοινωνίας στην χώρα υποδοχής. «Ωραίο βιβλίο!» λέει ο γιατρός στον Καρίμ, αλλά αυτός ντροπιασμένος του απαντά «Δεν ξέρω να διαβάζω ελληνικά, κύριε». Ένα από τα πρώτα όνειρα που έχει ο Καρίμ για τη ζωή του στη δεύτερη πατρίδα του είναι να πάει στο σχολείο και να μάθει ελληνικά. Επίσης διαφαίνονται αναφορές στην πατρίδα ως χώρος του φαντασιακού και στο ρόλο που παίζει για τον καθένα όσον αφορά τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ταυτότητάς μας, την τραυματική διαδικασία εγκατάλειψής της και τις δυσκολίες μιας καινούριας αρχής σε μια ξένη χώρα.
Το χρώμα, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, διατρέχει όλο το κείμενο, από τις ζωντανές περιγραφές των τοπίων μέχρι το συνδυασμό του με διάφορες καταστάσεις, θετικές και αρνητικές και συναισθήματα, απογοήτευσης, απόγνωσης, απελπισίας, αλλά και αισιοδοξίας, ελπίδας ή ανακούφισης. Χαρακτηριστική είναι η σύνδεση του χρώματος του ονείρου με το δέρμα του Καρίμ, που όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά γίνεται σκούρο. Το χρώμα του δέρματος, δυστυχώς, καθορίζει πολλές φορές τον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν τους άλλους, και στη συγκεκριμένη περίπτωση τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Μια ακόμη βασική θεματική του βιβλίου είναι αυτή που σχετίζεται με το όνειρο. Τα όνειρα έχουν τη γοητευτική δυνατότητα να δημιουργούν την εντύπωση ότι έστω και προσωρινά αποδεσμεύουν τον άνθρωπο από τους ανυπέρβλητους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου.
Το όνειρο, μια παράλληλη πραγματικότητα για όλους μας, παίρνει σάρκα και οστά στο παραμύθι της Στέλλας Αρβανίτη και γίνεται ένα ακόμη πρόσωπο στην ιστορία. Η πραγματοποίησή του, στο τέλος του παραμυθιού, από παράλληλη αμφίβολη πραγματικότητα μετατρέπεται σε γεγονός και γίνεται αφορμή ένωσης των δυο διαστάσεων, του πραγματικού και του ονειρικού. Χαρακτηριστική είναι η τελευταία φράση του κειμένου: «Από εκείνη τη μέρα το παιδί και το πολύχρωμο όνειρο έζησαν για πάντα μαζί! Δεν χωρίστηκαν ποτέ ξανά!».
Τα όνειρα παρουσιάζονται ως σημαντική συνιστώσα της ανθρώπινης ζωής και εμπειρίας, ως κάτι που μας δίνει ελπίδα και μας σπρώχνει μπροστά, παρά τις δυσκολίες. Άλλωστε, τα όνειρα των ανθρώπων δεν έχουν γλώσσα, πατρίδα ή θρησκεία, είναι τα ίδια πάνω κάτω για όλους. Άλλωστε όλοι τα ίδια πράγματα δεν ονειρευόμαστε? Όπως και ο μικρός Καρίμ, θέλουμε να είμαστε καλά, να έχουμε φαγητό και ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, να είναι καλά οι άνθρωποι που αγαπάμε και να μας δίνονται ευκαιρίες να καλυτερεύσουμε την ποιότητα της ζωής μας.
Το βιβλίο επίσης αγγίζει θέματα όπως η φιλία και η αλληλεγγύη. Η Φωτεινούλα και ο γιατρός είναι δίπλα στον Καρίμ, προσφέροντάς του υλική αλλά κυρίως ψυχολογική συμπαράσταση. Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνος του και δεν πρέπει να είναι μόνος του, είμαστε όλοι μέρη ενός κοινωνικού συνόλου. Η αλληλεγγύη περιλαμβάνει τη δέσμευση ότι, ακόμη κι αν δεν έχουμε τους ίδιους πόνους, τα ίδια προβλήματα ή τα ίδια συναισθήματα, ζούμε σε κοινό έδαφος και έχουμε ευθύνη ο ένας για τον άλλο.
Οι χαρακτήρες, ειδικά του μικρού Καρίμ, αλλά και των άλλων προσώπων, όπως της θείας του, της μητέρας του και της Ελληνίδας φίλης του της Φωτεινούλας, διαγράφονται ζωντανά, είτε άμεσα μέσα από διαλόγους είτε έμμεσα από τα σχόλια της αφηγήτριας. Πρόκειται για χαρακτήρες που φαίνονται βγαλμένοι από τη ζωή. Μέσα από την περιγραφή τους, η συγγραφέας καταφέρνει να τους αναγάγει σε τύπους που δονούνται από ποικιλία συναισθημάτων μέσω των οποίων ο καθένας αντικρίζει τη ζωή μέσα από τις εμπειρίες και τις συνθήκες στις οποίες δραστηριοποιείται. Έτσι βλέπουμε την σύγχυση και την απελπισία του μικρού παιδιού που δεν ξέρει τι απέγινε ο πατέρας του ο οποίος είναι φυλακισμένος από ένα αυταρχικό καθεστώς, τη θλίψη και την ανησυχία του γιατί νομίζει ότι έχει χάσει τη μητέρα του, αλλά και την ανακούφιση και την ελπίδα μόλις μαθαίνει τα νέα για την εύρεσή της. Τη στωικότητα της θείας, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να καθησυχάσει τον Καρίμ και να του δώσει ελπίδα να συνεχίσει, λέγοντάς του να μη σταματήσει να ονειρεύεται γιατί «τα όνειρα μας ομορφαίνουν τη ζωή». Τη Φωτεινούλα, με τη γλυκιά αθωότητα και την αμεσότητα με την οποία πλησιάζει τον Καρίμ, καθώς απορεί με τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται. Χαρακτηριστικά τον ρωτάει: «Η δική σου η μαμά δεν φωνάζει που δεν πας σχολείο?» Την συμπόνια και διακριτικότητα του γιατρού που εκτός από ιατρική φροντίδα προσφέρει αγάπη και τρυφερότητα στον Καρίμ και γενικά στα μικρά παιδιά που μένουν στον καταυλισμό.
Στη χώρα μας σήμερα έχουμε πολλούς μετανάστες και πρόσφυγες που συρρέουν εδώ κατά εκατοντάδες σχεδόν καθημερινά. Μεταξύ αυτών των ανθρώπων που έχουν βιώσει τις τραγικές συνέπειες του πολέμου και των εμφυλίων αναταραχών, την προσφυγιά, την απώλεια της οικογένειας και του οικείου περιβάλλοντος συμπεριλαμβάνονται και παιδιά. Αυτά τα παιδιά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον και μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη. Στις χώρες υποδοχής και δυστυχώς και στην Ελλάδα βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, διακρίσεις και περιθωριοποίηση. Για να ενταχθούν στη χώρα υποδοχής χρειάζονται περισσότερο από κάθε άλλη ομάδα ένα υποστηρικτικό κοινωνικό περιβάλλον. Για να βρουν το δρόμο τους χρειάζονται πάνω απ’ όλα την κατανόηση και τη βοήθειά μας. Στην περιοχή μας, για παράδειγμα, έχουμε δυο ξενώνες φιλοξενίας ανηλίκων προσφύγων, στην Μακρινίτσα και στην Αγριά.
Και γι’ αυτό αυτό το βιβλίο είναι σημαντικό.
Γιατί συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών και των συναισθημάτων ενός παιδιού που είναι πρόσφυγας.
Marina Mogli καθηγήτρια Αγγλικών, υποψήφια διδάκτορα στο Πενεπιστήμιο Θεσσαλίας και Εθελόντρια καθηγήτρια Ελληνικών στο στέκι Μεταναστών στο Βόλο (Από το 2010)
Το μυστικό της Μπρασκόγουρνας
Τι απέγινε ο Τζότζας;
Μικρό παιδί στο σινεμά, όταν τελείωνε η προβολή του έργου, έμενα πάντα με την ίδια απορία. Τι έγινε μετά; Αναζητούσα δηλαδή μια νέα αρχή της ιστορίας που κι αυτή με τη σειρά της δεν θα είχε τέλος...Αργότερα εξήγησα αυτή την εμμονή .Απλώς δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ το έργο που έβλεπα. Αν ήταν δυνατόν να έμενα για πάντα μέσα στη σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα.
Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα είχα αργότερα με τα βιβλία και τη λογοτεχνία. Όταν πέσει στα χέρια μου ένα καλό βιβλίο ,δεν θέλω να τελειώσει. Επίτηδες διαβάζω αργά για να παρατείνω την απόλαυση της ανάγνωσης .Με λίγα λόγια επιστρέφω πάλι στην ονειρική
παιδική μου ηλικία. «Το Μυστικό της Μπρασκόγουρνας» της Στέλλας Αρβανίτη είναι ένα μικρό σε έκταση αλλά θαυματουργό βιβλίο: μια παιδική νουβέλα, όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο.
Το διάβασα απνευστί και όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα, άρχισα να το διαβάζω από την αρχή ξανά .Η Στέλλα Αρβανίτη είναι μια μαστόρισσα του λόγου .Η λιτή και απέριττη γραφή της δεν είναι καθόλου μα καθόλου απλοϊκή παρότι απευθύνεται στα παιδιά.
Οι λέξεις της, όταν τις διαβάζεις ηχούν στα αυτιά σου καθαρές και όμορφες και δημιουργούν συνεχώς εικόνες σαν να παρακολουθείς ένα φιλμ. Η γραφή της στο ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΜΠΡΑΣΚΟΓΟΥΡΝΑΣ είναι απολύτως κινηματογραφική. Θα έλεγα πως είναι ένα έτοιμο σενάριο χωρίς να χάνει τη λογοτεχνικότητα της ούτε μία πρόταση. Νομίζω ότι η λογοτεχνία σήμερα, οφείλει να είναι κινηματογραφική. Η ιστορία που μας διηγείται όπως μας αποκαλύπτει η ίδια,είναι πραγματική. Κι όμως μετουσιώνεται στο βιβλίο της τόσο μαγικά ώστε να φαίνεται επινοημένη, μυθοπλαστική. Αυτό είναι το διακριτικό γνώρισμα της
καλής λογοτεχνίας .Οι φανταστικές ιστορίες να φαίνονται αληθινές και οι αληθινές, παραμυθένιες.
Η ΜΠΡΑΣΚΟΓΟΥΡΝΑ εξελίσσεται την εποχή της κατοχής σε μια ελληνική επαρχία, μια μαύρη περίοδο της Ιστορίας μας, αλλά είναι γεμάτη συμβολισμούς και προβολές που παραπέμπουν στη σημερινή μνημονιακή εποχή. Σήμερα, άλλα σκοτεινά " πηγάδια " χάσκουν κάτω από τα πόδια μας. Οι Γερμανοί κατακτητές είναι πάλι εδώ με άλλου είδους όπλα....Δυστυχώς, το δικό μας μοναδικό όπλο αντίστασης είναι κάτι το οποίο έχουμε απωλέσει εδώ και πολύ καιρό. Η Αθωότητα. Σαν την παιδική αθωότητα του Τζότζα, του δεκατετράχρονου ήρωα του βιβλίου, που ο ίδιος την ρίχνει στην Μπρασκόγουρνα με τη μορφή ενός σκυλάκου, του Αράπη, κι έπειτα μετανιωμένος κατεβαίνει στο χάος-μια κατάβαση που θυμίζει ταξίδι στον Άδη-για αν επανορθώσει την κακή του πράξη και να κερδίσει ξανά τη χαμένη αθωότητα του. Δεν θέλω να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες και να αποκαλύψω το " Μυστικό της Μπρασκόγουρνας ".Άλλωστε το τέλος του βιβλίου δεν είναι υποχρεωτικά και το τέλος της ιστορίας. Άραγε,τι απέγινε ο Τζότζας; Σκεπτόμουν, όταν έκλεισα το βιβλίο. Τελικά, πήγε σχολείο ,έφυγε από το χωριό; Εμαθε μια τέχνη; ‘Εφυγε μετανάστης, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, εγγόνια; Κυρίως, τι κάνει σήμερα, τη σκοτεινή αυτή εποχή μετά πολλά ανοιχτά πηγάδια γύρω μας...Αλήθεια, θα ήθελα πολύ να ξέρω, αν και φαντάζομαι...
Δώρης Αυγερινόπουλος βραβευμένος Σεναριογράφος ,τακτικό μέρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ίδρυσε μαζί με άλλους το πρότυπο κέντρο Σεμιναρίων ΚινηματογράΦΩΣ
και τέχνες(στη Νέα Σμύρνη) όπου διδάσκει και ο ίδιος .
και τέχνες(στη Νέα Σμύρνη) όπου διδάσκει και ο ίδιος .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου