Πίνακας - :Tamara de Lempicka |
Ατίθαση ήταν κι έφευγε
Πουθενά δεν την χωρούσε
Τα θέλω της αγκάλιαζε κι έφευγε
τα μετέτρεπε σε μπορώ κι έφευγε
Την φυλακή της μετρούσε
Την απόδραση σχεδίασε για όπου
Πάντα επιτυχής
κι έφευγε
Άπλωνε δρασκελιές να φτάσει ορίζοντες
Να στριμωχτούν τα όνειρα
Να χωρέσουν στο σύμπαν, το δικό της
Άνοιξες η καρδιά γεμάτη
Χειμώνες έδερναν την ψυχή
Καλοκαίρια σχεδίαζε ο νους
Πάλευε με κύματα η αγκαλιά σε οργισμένες θάλασσες,
την ξερνούσαν σε τραχιές αμμουδιές
Αδάκρυτη συνέχιζε
Πουθενά δεν την χωρούσε
Τα θέλω της αγκάλιαζε κι έφευγε
τα μετέτρεπε σε μπορώ κι έφευγε
Την φυλακή της μετρούσε
Την απόδραση σχεδίασε για όπου
Πάντα επιτυχής
κι έφευγε
Άπλωνε δρασκελιές να φτάσει ορίζοντες
Να στριμωχτούν τα όνειρα
Να χωρέσουν στο σύμπαν, το δικό της
Άνοιξες η καρδιά γεμάτη
Χειμώνες έδερναν την ψυχή
Καλοκαίρια σχεδίαζε ο νους
Πάλευε με κύματα η αγκαλιά σε οργισμένες θάλασσες,
την ξερνούσαν σε τραχιές αμμουδιές
Αδάκρυτη συνέχιζε
Τ'αχώρετα όνειρα φύλαξε σε μια τρύπια τσέπη
Τις σιωπές της απάγγιαζε στην ομίχλη
σε γυμνά δέντρα κρεμούσε κάτι χλωμά φωνήεντα
Ατελείωτος ο ενικός
Και το πεντάλ στο τέρμα ...
Τις σιωπές της απάγγιαζε στην ομίχλη
σε γυμνά δέντρα κρεμούσε κάτι χλωμά φωνήεντα
Ατελείωτος ο ενικός
Και το πεντάλ στο τέρμα ...
Πόσα όνειρα θα θυσιάσεις στο βωμό του πρέπει πάλι; πόσα;
a.n.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου