Απ' το παράθυρο κι απ' τη ζερβή μεριά,
κοιτώ την Άκρη αυτής της πόλης.
Λουσμένοι κίονες στων προβολέων το φως,
φως που ωχριά μπρός στο δικό τους.
Μετώπες σκαλιστές στάζουν πολιτισμού ιδρώτα.
Κιονόκρανα,στεφάνια ανθηρά στην κορυφή τους.
Κι ανάμεσά τους η Παλλάδα τριγυρνά,
θρηνεί,σε δωρικούς ρυθμούς,για τα κλεμμένα.
Κοιτώ δεξιά,βλέπω της Άπολης τα γκρίζα βάθη.
Βουητό,άναρθρες κραυγές,φώτα χλωμά,
δρόμοι ανώνυμοι με ονόματα φθαρμένα.
Μιά ανάσα η νύχτα από το φως.
Βήμα μισό,ανάμεσα σε ακμή και κατρακύλα.
Θωρώ ζερβά,θλίβομαι,μα ανασταίνομαι.
Κοιτώ δεξιά,θλίβομαι,αργοπεθαίνω.
κοιτώ την Άκρη αυτής της πόλης.
Λουσμένοι κίονες στων προβολέων το φως,
φως που ωχριά μπρός στο δικό τους.
Μετώπες σκαλιστές στάζουν πολιτισμού ιδρώτα.
Κιονόκρανα,στεφάνια ανθηρά στην κορυφή τους.
Κι ανάμεσά τους η Παλλάδα τριγυρνά,
θρηνεί,σε δωρικούς ρυθμούς,για τα κλεμμένα.
Κοιτώ δεξιά,βλέπω της Άπολης τα γκρίζα βάθη.
Βουητό,άναρθρες κραυγές,φώτα χλωμά,
δρόμοι ανώνυμοι με ονόματα φθαρμένα.
Μιά ανάσα η νύχτα από το φως.
Βήμα μισό,ανάμεσα σε ακμή και κατρακύλα.
Θωρώ ζερβά,θλίβομαι,μα ανασταίνομαι.
Κοιτώ δεξιά,θλίβομαι,αργοπεθαίνω.
Μίμης Κούρτης - Αθήνα,Οχτώβρης 2 ο 1 6.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου