Ο Αντόνιο Ματσάδο (Αντόνιο Θιπριάνο Χοσέ Μαρία Ματσάδο Ρουίθ, Antonio Cipriano José María Machado Ruiz, 26 Ιουλίου 1875 - 22 Φεβρουαρίου 1939) ήταν Ισπανός ποιητής, γεννημένος στη Σεβίλλη. Το πρώιμο έργο του εντάσσεται στο κίνημα του μοντερνισμού και αποτελεί μια από τις δεσπόζουσες μορφές του ισπανικού λογοτεχνικού κινήματος γνωστού ως η«Γενιά του '98» (1898). Τα έντονα δημοκρατικά του αισθήματα τον ώθησαν στο να αφήσει την πατρίδα του κατά την περίοδο της φρανκικής δικτατορίαςκαι τελικά να αφήσει την τελευταία του πνοή λίγο καιρό αργότερα, εξαιτίας της τεταμένης κατάστασης της υγείας του
Εργογραφία
Ισπανική γλώσσα
Soledades (1903)
Soledades. Galerías. Otros poemas (1907)
Campos de Castilla (1912)
Poesías completas (1917)
Nuevas canciones (1924)
Poesías completas (1936, cuarta edición)
Juan de Mairena (1936)
Μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα
Ποιήματα (2009), ανθολόγηση και μετάφραση Ρήγας Καππάτος, εκδόσεις Εκάτη.
Ποιήματα (1972), επιμέλεια και μετάφραση Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, Εκδόσεις των Φίλων.
Όταν άρχισε να καθιερώνεται στην Ισπανία η περίφημη Γενιά του '27, με πολλούς από τους ποιητές της να δοκιμάζουν μια καινούρια αισθητική και τεχνική στα ποιήματά τους, η κριτική καταμαρτύρησε στον Ματσάδο ότι μένει πίσω με τον παραδοσιακό τρόπο γραφής του. Σήμερα, μερικοί από τους ποιητές της περίφημης αυτής γενιάς, η οποία αριθμούσε κάπου δεκατέσσερα γνωστά, τότε, ονόματα, είναι εντελώς ξεχασμένοι. Άλλοι επιζούν χάρη σε κάποιες συλλογές τους, και άλλοι μόνο χάρη σε μερικά ποιήματά τους. Από αυτούς μόνο τα "Ποιητικά Άπαντα" του Γκαρθία Λόρκα, συνεχίζουν να επανεκδίδονται ακέραια πλάι στις αδιάλειπτες επανεκδόσεις των "Ποιητικών Απάντων" του Αντόνιο Ματσάδο, που διανύουν την 30ή τους έκδοση.
Η ποίηση του Αντόνιο Ματσάδο ξεκίνησε επηρεασμένη από το μοντερνισμό του Ρουμπέν Δαρίο, αλλά δεν έμεινε προσκολλημένη σ' αυτόν. Τον ξεπέρασε με την προσέγγισή της στην ισπανική φύση και το ισπανικό φολκλόρ. Είναι μια ποίηση μελαγχολική και μόνο φαινομενικά απλή, γιατί κάτω από την επιφάνεια επενεργεί το μυστηριώδες και το συμβολικό. Είναι καθοριστικής σημασίας σ' αυτήν οι θύμησες των παιδικών χρόνων του ποιητή στη γενέτειρά του, Σεβίλλη, αλλά και στη Μαδρίτη, όπου μετοίκησε η οικογένεια όταν εκείνος ήταν οχτώ χρονών. Γι' αυτό, τα ποιήματα του Α. Ματσάδο δίνουν την εντύπωση ότι έρχονται από το παρελθόν.
Ο Αντόνιο Ματσάδο είναι ποιητής χαμηλών τόνων. Μένει πιστός σε ό,τι του υπαγορεύει η γνήσια ποιητική φύση του: να εμπνέεται από πράγματα αληθινά, όσο ταπεινά κι αν είναι: από ένα πεσμένο δέντρο ή από ένα φτωχικό χνουδάγκαθο μέσα στην ερημιά του κάμπου. Να καταγράφει τη χαρά των συναντήσεων και τη θλίψη των αποχαιρετισμών, αποθησαυρίζοντας για τον αναγνώστη του τους τόνους από μυστικά περιβόλια, μαζί με τα αρώματα των ανθέων και τη σελήνη να κρέμεται "σαν πουλάκι από κρουστάλι" στον ουράνιο θόλο.
Για χρόνια ο Αντόνιο Ματσάδο φορούσε το ίδιο ξεθωριασμένο καφέ πανωφόρι, κι αντί για ζώνη χρησιμοποιούσε ένα λυτάρι από πλεγμένα σπάρτα. Όταν πέθανε, στην τσέπη του περίφημου αυτού πανωφοριού, βρέθηκε σ' ένα χαρτάκι γραμμένος ο τελευταίος στίχος που έγραψε: "Αυτές οι γαλάζιες μέρες κι αυτός ο ήλιος των παιδικών μου χρόνων". Ίσαμε τη στερνή του μέρα, ο Αντόνιο Ματσάδο, κοίταζε προς το παρελθόν για να αντλήσει παρηγοριά και κουράγιο και για την τραγική εκείνη περίοδο.
Πορτρέτο του ποιητή από τον Leandro Oroz, 1925. |
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
i. Caminante no hay camino
Όλα περνούν κι όλα μένουν,
αλλά δικό μας είναι το να περνάμε
να περνάμε κάνοντας δρόμους,
δρόμους πάνω στη θάλασσα.
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,
ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη
των ανθρώπων το τραγούδι μου.
Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,
τους αβαρείς και αβρούς,
σαν σαπουνόφουσκες.
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται
από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε
κάτω από το γαλανό ουρανό, να πάλλουν
κι αμέσως να σπάνε…
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα…
Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι
μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας…
Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
μόνο απόνερα στη θάλασσα.
Μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη.
✧✧✧✧
Caminante, son tus huellas
el camino y nada más;
caminante, no hay camino,
se hace camino al andar.
Al andar se hace camino
y al volver la vista atrás
se ve la senda que nunca
se ha de volver a pisar.
Caminante no hay camino
sino estelas en la mar...
Tο ποίημα αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη φωνή και το τραγούδι του Joan Manuel Serrat, ο οποίος το ερμήνευσε μοναδικά προσθέτοντας και κάποιους δικούς του στίχους, οι οποίοι αναφέρονται στον μεγάλο Ισπανό ποιητή.
[Πριν λίγο καιρό σ’ αυτό τον τόπο
όπου τα δάση ντύνονται με αγκάθια
ακούστηκε η φωνή ενός ποιητή να κραυγάζει
“Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
γίνεται δρόμος βαδίζοντας’
Χτύπο το χτύπο στίχο το στίχο.
Πέθανε ο ποιητής μακριά από τον τόπο του.
Τον σκεπάζει η σκόνη μια γείτονας χώρας.
Μακραίνοντας τον είδαν να κλαίει:
“Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
γίνεται δρόμος βαδίζοντας…’
Χτύπο το χτύπο στίχο το στίχο.
Όταν ο σπίνος δεν μπορεί να κελαηδήσει,
όταν ο ποιητής είναι ένας περιπλανώμενος,
όταν σε τίποτα δεν μας βοηθάει η προσευχή
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
γίνεται δρόμος βαδίζοντας.
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο
Χτύπο το χτύπο, στίχο το στίχο]
✧✧✧✧
ii. Χτυπούσε το ρολόι...
Χτυπούσε το ρολόι τις δώδεκα...και ήταν δώδεκα
χτυπήματα της τσάπας στη γη.
Η ώρα μου φώναξα... Η σιωπή
μου απάντησε: - Μη φοβάσαι.
Συ δε θα δεις να πέφτει η τελευταία σταγόνα
που τρέμει στην κλεψύδρα.
Θα κοιμηθείς πολλές ώρες ακόμα
πάνω στη γέρικη όχθη
κι ένα καθαρό πρωί θα βρεις
δεμένη τη βάρκα σου στην άλλη ακτή.
Μετάφραση: Μόσχος Λαγκουβάρδος
πηγή φωτογραφίας |
iii. Το φονικό έγινε στη Γρανάδα
I
Το φονικό
Τον είδαν, προχωρώντας ανάμεσα στα τουφέκια,
από ένα δρόμο μακρύ,
να βγαίνει στο κρύο χωράφι,
της έναστρης, ακόμη, αυγής.
Σκότωσαν το Φεδερίκο
με το γλυκοχάραμα.
Το απόσπασμα των φονιάδων
δεν τόλμησε να τον κοιτάξει καταπρόσωπο.
Όλοι κλείσαν τα μάτια τους·
προσεύχονταν: μήτε ο Θεός σε γλιτώνει!
Ο Φεδερίκο σωριάστηκε νεκρός.
—αίμα στο μέτωπο και μολύβι στα σπλάχνα—
… όταν έγινε το φονικό στη Γρανάδα
ξέρετε —καημένη Γρανάδα!— στη Γρανάδα του…
ΙΙ
Ο ποιητής και ο θάνατος
Τον είδαν να προχωρεί μόνο μ' Εκείνον
χωρίς να σκιάζεται απ' το δρεπάνι του.
Κιόλας ο ήλιος από πύργο σε πύργο· τα σφυριά
πάνω στ' αμόνι — αμόνια κι αμόνια μες στα σιδεράδικα.
Μιλούσε ο Φεδερίκο,
και χαριεντίζονταν με το θάνατο. Εκείνος πρόσεχε.
«Σύντροφε, επειδή χτες μέσα στο στίχο μου
ακούστηκε ο χτύπος της ξερής σου παλάμης,
κι έδωσες την παγωνιά στο τραγούδι μου, και την κόψη
του ασημένιου σου δρεπανιού στην τραγωδία μου,
θα σου τραγουδήσω τη σάρκα που δεν έχεις,
τα μάτια που σου λείπουν,
τα μαλλιά σου που τα 'παιζε ο άνεμος,
τα κόκκινα χείλη που σ' τα φίλησαν…
Σήμερα όπως χτες, γύφτε μου, θάνατε,
τί όμορφα να ήμασταν μαζί,
σ' αυτούς τους αγέρηδες της Γρανάδας, της Γρανάδας μου».
ΙΙΙ
Τον είδαν να προχωρεί…
φτιάξετε, φίλοι,
από πέτρα και όνειρο, στην Αλάμπρα,
ένα τύμβο για τον ποιητή,
πάνω από μια βρύση που θρηνεί το νερό,
κι αδιάκοπα λέει:
το φονικό έγινε στη Γρανάδα, στη Γρανάδα του!
[πηγή: Κλείτος Κύρου, Ξένες Φωνές, Κέδρος, Αθήνα 1979, σ. 155-156]
✧✧✧✧
iv Οι κάμποι της Καστίλης
1.
Είναι της Σόρια η γης ξερή και κρύα.
Μέσ' απ' τους λόφους και τα πετροβούνια,
σταχτιές κορφούλες, πράσινα λιβάδια,
η άνοιξη διαβαίνει
σκορπίζοντας στα μυρωδάτα χόρτα
τις ντελικάτες άσπρες μαργαρίτες.
Δε ζωντανεύει η γης, νείρεται ο κάμπος.
'Εμπα τ' Απρίλη κι είναι χιονισμένες
οι ράχες του Μονκάγιο.
Ο διαβατάρης έχει τυλιγμένο
λαιμό και στόμα, κι οι τσοπάνηδες
περνάν χωμένοι στις μακριές τους κάπες.
✧✧✧✧
8.
Ήρθα ξανά στις χρυσαφένιες λεύκες,
Λεύκες της δημοσιάς πλάι στον Ντουέρο,
ανάμεσα Σατούριο και Σαν Πάμπλο,
πίσω απ' τ' αρχαία τειχιά
της Σόρια -πυργοκάστρι
προς Αραγόνα, σε γης καστιλιάνα.
Ετούτα τα δέντρα που συνοδεύουν
με το σούσουρο των ξερών τους φύλλων
τον ήχο του νερού, ως φυσάει τ' αγέρι,
έχουν πάνω στη φλούδα
ονόματα εραστών και νούμερα
-τόσες του μήνα- πλήθος χαραγμένα.
Του έρωτα λεύκες, ως τα χτες γεμάτες
με χιλιάδες αηδόνια στα κλαριά σας,
λεύκες που θα γενείτε λύρες αύριο
του ευωδιαστού της άνοιξης αγέρα,
του έρωτα λεύκες δίπλα απ' το νερό
που τρέχει και περνάει και νείρεται,
λεύκες του Ντουέρο, οδεύετε με μένα,
η καρδιά μου σας κουβαλάει μαζί της.
(Απόδοση: Ηλίας Ματθαίου, από το βιβλίο Ανθολογία ισπανικής ποίησης, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1983,
✧✧✧✧
v ΣΟΝΕΤΟ
Ξέφυγε απ'τον θλιμμένο έρωτα, έρωτα νυσταγμένο,
ακίνδυνο, χωρίς πληγή ούτε περιπέτεια,
που καρτερεί απ'τον έρωτα σίγουρη απολαβή,
γιατί στον έρωτα η φρόνηση είναι τρέλα.
Κείνος που προφυλάγεται απ'το τυφλό αγόρι
και που πρόσβαλε τη φωτιά της ζωής,
από χωνεμένη φωτιά κι όχι αναμμένη
ζητεί στάχτη για να σκεπάσει τη φωτιά.
Και στάχτη θα 'βρει, όχι από τη φλόγα του,
όταν αποκαλύψει το ανόητο παραλήρημα
που αποζητούσε, χωρίς ανθό, καρπό στο κλαρί.
Με μαύρο κλειδί θ'ανοίξει το παγερό
δωμάτιο του καιρού του. Έρημο κρεβάτι,
και θολός καθρέφτης, κι αδειανή καρδιά.
πηγές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου