ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΡΙΖΟΣ |
Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε. Το πώς και το γιατί, μην τα ρωτάς. Οταν η καρδιά μιλήσει, η λογική, καταθέτει διαζύγιο.
Μια νύχτα όμως, όταν οι δείχτες του
''ρολογιού'' μου, είχαν σημάνει περασμένη ώρα, του είπα αποφασιστικά.
-Δεν πάει άλλο πια. Απ΄το να είμαστε τρεις άνθρωποι δυστυχισμένοι, ας γίνουν
τουλάχιστον οι δύο ευτυχείς. Ή εσύ με τη γυναίκα σου, ή εγώ μαζί σου.
-Καρδούλα μου...μου τότε εκείνος τρυφερά. Ε, λοιπόν δεν θα το πιστέψεις...
χθες βράδυ τα ομολόγησα όλα στη γυναίκα μου, που όχι μόνο γνώριζε τη σχέση μας από καιρό,αλλά δεν έχει αντίρρηση να μου δώσει και το διαζύγιο.
Είχα μείνει εκεί, ασάλευτη να αφουγκράζομαι τον απόηχο της ξαφνικής του τόλμης, που
δεν δονούσε όμως με τίποτα, το καμπανάκι της καρδιάς μου.
Ωσπου μια μέρα, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
Μια καλοβαλμένη κυρία στέκονταν μπροστά μου.
-Καλημέρα σας, μου είπε. Μπορώ να περάσω; Εγώ, είμαι η γυναίκα του και σεις...φαντάζομαι... η άλλη.
Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να κάνω! Να ψάλλω το ''κυρ ελέησον'' και ύστερα να σωριαστώ, ή να της κλείσω κατάμουτρα την πόρτα.
Μα αλίμονο. Εκείνη είχε ήδη περάσει στο σαλόνι και με ένα νεύμα με προσκαλούσε να καθήσω.
Να καθήσω, πού; Στο πυρωμένο τρίγωνο με τον πρωταγωνιστή απόντα; Τα τρεμάμενα πόδια μου φώναζαν ''τετέλεσται'' στην λαιμητόμο της μεγάλης ατιμίας, ενώ τα μάτια μου σαν ηλεκτρισμένα απέφευγαν να την κοιτάξουν.
Κάποια στιγμή, την κοίταξα.
Θεέ μου, να ήταν αλήθεια, ή να ήταν πλάνη;
Αυτή η φινετσάτη κυρία, που μοσχοβόλαγε αρχοντιά, ήταν η γυναίκα του; Και τότε...τι σχέση είχε με κείνη
τη στρίγγλα,τη γριά, την άσχημη, που εκείνος είχε περιγράψει; Τούτη είχε την
υπεροχή στο βλέμμα, έτσι καθώς κοίταζε τώρα το δικό μου χάλι.
-
Τα ήξερα όλα από καιρό, μου είπε, μόνο.που ο άντρας μου, αρνιόταν την αλήθεια. Κι αν δεν με πιστεύετε...καλέστον εδώ.
Λίγα λεπτά αργότερα εκείνος, χτυπούσε το κουδούνι.
.Και τότε...για πρώτη φορά
ήρθαμε αντιμέτωποι ο ένας απέναντι στον άλλον και παπάς να μην υπάρχει να
μας ψάλλει το ..''Δεύτε τελευταίον ασπασμόν..''
Πήγα κάτι να ψελλίσω, με την
ελπίδα, ότι όλα όσα κάποτε γονυπετής μου ορκιζόταν, θα έβγαιναν τώρα αληθινά.
Μα αλίμονο..εκείνος
μας κοίταξε με μια βλοσυρή ματιά και με την θρασυδειλία υπό μάλης, άρχισε να τρέχει...
Είχα μείνει εκεί, ασάλευτη να τον κοιτάω.
Πού ήταν εκείνος ο σπουδαίος
άντρας, που τόσο θαυμασμό μου προκαλούσε!
Τώρα έβλεπα ένα αξιοθρήνητο ανθρωπάκι, να σέρνεται μπροστά μου. Το είδωλό του, που το είχα στήσει στο πιο λαμπερό του βάθρο, είχε τώρα γκρεμιστεί
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, και κάθε φορά που σκαλίζω τις μνήμες μου,
ορκίζομαι, ότι αν μπορούσα να γυρίσω τους λεπτοδείκτες πίσω, ποτέ δεν θα ξαναέγραφα τούτο το σενάριο.
Το σενάριο που θέλει,
τη Γυναίκα Ελεύθερη και κείνον...Παντρεμένο.
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ της ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
ορεασας η ιστοριας
ΑπάντησηΔιαγραφή